Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ο Τοπικός πολιτισμός ως μοχλός ανάπτυξης: Η περίπτωση της περιφέρειας Ηπείρου

#ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΜΠΕΚΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΟΓΛΟΥ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΓΛΟΥ

Το πλήθος των φυσικών και ανθρωπογενών πόρων μιας περιοχής αποτελούν τους βασικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της, κοινωνική και οικονομική. Η διαμόρφωση όμως μιας αποκλειστικής ταυτότητας του τόπου είναι δυνατόν να ενισχύσει σημαντικά τις δυνάμεις της ανάπτυξης και να καταστήσει μια περιοχή ανταγωνιστική. Για τη διερεύνηση της δυνατότητας αυτής της περιφέρειας Ηπείρου, να επιτύχει δηλαδή αναπτυξιακές συνθήκες μέσω της προβολής του τοπικού πολιτισμού, εξετάζεται αρχικά το γενικότερο πλαίσιο και οι αρχές του πολιτιστικού σχεδιασμού, ο τρόπος και βαθμός συμμετοχής της αυτοδιοίκησης και των πολιτών στην υιοθέτηση προγραμματικών δράσεων, η ύπαρξη καλών πρακτικών του εξωτερικού ώστε να αποδεικνύεται σε ένα βαθμό η επιτυχία του εγχειρήματος, ενώ αναδεικνύονται και τα χαρακτηριστικά εκείνα της περιφέρειας στα οποία μπορεί να στηριχτεί η πολιτιστική ταυτότητα και ανάπτυξη.

1.   Η έννοια του «Πολιτιστικού σχεδιασμού»
Η βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής συνάδει με τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό στον οποίο προβλέπονται οι ανάγκες, προβάλλονται τα δυναμικά χαρακτηριστικά και εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα. Η σύγχρονη καθημερινότητα αλλά και η αλλαγή στο τοπίο και το σχηματισμό των πόλεων και οικισμών μεταβάλουν τα δεδομένα του σχεδιασμού και εντείνουν την ανάγκη εύρεσης νέων μορφών μέσω των οποίων αναδεικνύεται η ταυτότητα του τόπου. Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας μιας πόλης ή μιας ευρύτερης περιοχής (Deffner και Metaxas, 2007) και σε αυτή μπορεί να στηριχθεί μια σύγχρονη πτυχή του σχεδιασμού, αυτή του πολιτιστικού σχεδιασμού. O τοπικός πολιτισμός, ο οποίος στη σύγχρονη πραγματικότητα περιλαμβάνει εκτός από τις τέχνες και τον τρόπο ζωής (Banks, 2001), μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα σε μια προσπάθεια ανάδειξης και προβολής μιας περιοχής με απώτερο στόχο την ευημερία των ίδιων των κατοίκων.

 
Ο πολιτιστικός σχεδιασμός στηρίζεται στην ολοκληρωμένη διαχείριση των πολιτιστικών πόρων (Gray, 2006) και λόγω της υψηλής επισκεψιμότητας αυτών μπορεί να συνδεθεί με τον τουρισμό ή τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας τουριστικής ταυτότητας στηριζόμενη στον τοπικό πολιτισμό. Ωστόσο, είναι σαφές ότι το ζήτημα του πολιτιστικού σχεδιασμού σε σχέση με το βαθμό και τον τρόπο αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τόπο σε τόπο, λόγω κυρίως της διαφορετικής κουλτούρας που επικρατεί (Κεφαλά, 2005). 
Ο πολιτιστικός σχεδιασμός, αν και στην ευρύτερη βιβλιογραφία, συνδέεται περισσότερο με την πολεοδομία και τον τρόπο ανάπτυξης του αστικού και περιαστικού χώρου, θα μπορούσε να αποτελέσει κατευθυντήρια γραμμή για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης περιοχής στα πλαίσια του υπερκείμενου σχεδιασμού. Επιπλέον, μέσω της δυνατότητας για ανάδειξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και ταύτισης μιας περιοχής με τοπικές πολιτιστικές δράσεις, καθίσταται ως ένα από τα βασικά και σύγχρονα μέσα προβολής του τόπου. 
Παράλληλα, αποτελεί μια μορφή απάντησης στις δύο μεγάλες δυνάμεις της λειτουργίας ενός τόπου, εκείνες της παγκοσμιοποίησης και των νέων οικονομιών, στις οποίες η τεχνολογία, η δημιουργικότητα, το ανθρώπινο κεφάλαιο και η καινοτομία αποτελούν τους βασικούς στόχους (Mercer, 2006). 
Είναι μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής στην οποία οι σχεδιαστές - πολεοδόμοι πρέπει να επιτύχουν τις αναγκαίες και κατάλληλες συνδέσεις ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι. Άλλωστε, ο πολιτιστικός σχεδιασμός έχει ως στόχο την ανακάλυψη ή τη βεβαίωση της ταυτότητας μιας περιοχής, η οποία τελικά θα υποδείξει τη μορφή της περαιτέρω οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο πολιτιστικός σχεδιασμός μπορεί να συνδεθεί με τον τουρισμό συνδράμοντας στην τουριστική ανάπτυξη ή αναβάθμιση της περιοχής στην οποία αναφέρεται. Όμως, σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τον τουρισμό και ειδικότερα με τις εναλλακτικές μορφές αυτού καθώς ο πολιτιστικός σχεδιασμός αφορά σε ένα ευρύτερο σύνολο αποδεκτών ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει πολιτικές και κατευθύνσεις βιώσιμης ανάπτυξης. 
Αδιαμφισβήτητα, η ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας μιας περιοχής και η περαιτέρω προβολή της μέσω ενός οργανωμένου σχεδίου μάρκετινγκ δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την προσέλκυση επισκεπτών με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η ανάγκη για βελτίωση και οργάνωση του τουριστικού προϊόντος ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη σύνδεση. Σε αυτό το σημείο αναφέρονται επιγραμματικά οι επιπτώσεις που θα μπορούσε να είχε μια ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του τουρισμού στις περιοχές με ιδιαίτερη πολιτισμική αξία ώστε να τονιστούν τα προβληματικά σημεία και να προβλεφθούν δράσεις και πολιτικές κατά τον πολιτιστικό σχεδιασμό. Ο τουρισμός αποτελεί τον συχνότερο ένοχο για την υποβάθμιση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κυρίως της πολιτιστικής κληρονομιάς, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα αληθές. Η ανάγκη για νέες υποδομές που θα εξυπηρετήσουν την αναμενόμενη ζήτηση είναι η βασική αιτία υποβάθμισης, καθώς οι αυξημένες επεμβάσεις στο χώρο αλλοιώνουν το φυσικό τοπίο. 
Το τοπίο έχει ιδιαίτερη αξία ως αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητας μιας περιοχής που μαζί με πολλά άλλα στοιχεία, όπως οι αξίες, οι συμπεριφορές, τα ήθη και τα έθιμα, οι ιστορικές αναμνήσεις, η τέχνη και η αρχιτεκτονική διαμορφώνουν την ταυτότητα μιας περιοχής και προσδιορίζουν τη μοναδικότητά της (Γεροδήμου, 2008). Η αύξηση της, τουριστικής και μη, δόμησης και ειδικά των αυθαίρετων κατασκευών προκαλεί σημαντικές αλλοιώσεις στο τοπίο με αποτέλεσμα οι πολιτιστικοί πόροι να κινδυνεύουν με καταπάτηση. 
Παράλληλα, ο κορεσμός της τουριστικής φέρουσας ικανότητας μιας περιοχής αποτελεί τη βασικότερη απειλή, ενώ η συχνή υπερσυγκέντρωση επισκεπτών σε ορισμένους τοπικούς πολιτιστικούς πόρους μπορεί να δημιουργήσει αρνητικές καταστάσεις. Ταυτόχρονα, ο αυξημένος αριθμός επισκεπτών λόγω της ελκυστικότητας των πολιτιστικών πόρων ασκεί σημαντικές πιέσεις με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κίνδυνοι για περιβαλλοντική υποβάθμιση. 
Για την ανάσχεση των επιπτώσεων του τουρισμού στους πολιτιστικούς πόρους προβλέπεται η ενσωμάτωση του πολιτιστικού σχεδιασμού στην ευρύτερη στρατηγική του σχεδιασμού ενός τόπου στην οποία αναβαθμίζεται η ποιότητα του τουρισμού και προσαρμόζεται στις ανάγκες της συνετής και αειφόρου διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο τοπικός πολιτισμός μέσω ενός οργανωμένου σχεδιασμού μπορεί να εξάγει μια συγκεκριμένη ταυτότητα του τόπου δημιουργώντας μια κινητήρια δύναμη ανάπτυξης. Σε αυτή την ανάπτυξη μπορούν να συμβάλλουν θετικά οι νέες οικονομίες στις οποίες εντάσσεται και η διαδικασία του μάρκετινγκ από την οποία σε χωρικό επίπεδο προκύπτει το μάρκετινγκ του τόπου. Η ενσωμάτωση και ο συνδυασμός του μάρκετινγκ του τόπου με το σχεδιασμό επιτρέπουν την επίτευξη της βιωσιμότητας και την ανάδειξη της δημιουργικότητας. Ο πολιτισμός αποτελεί έναν από τους βασικούς συνδετικούς κρίκους του σχεδιασμού και της προβολής και προώθησης της εικόνας μιας περιοχής και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι απαραίτητη μια στρατηγική μάρκετινγκ στον πολιτιστικό σχεδιασμό και ταυτόχρονα η στήριξη της στρατηγικής μάρκετινγκ στους πολιτιστικούς πόρους.

2.   Συμμετοχικές διαδικασίες στον πολιτιστικό σχεδιασμό
Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι αντιλήψεις για τον ελεύθερο χρόνο και την οικονομία που εμφανίζεται γύρω από αυτόν σε συνδυασμό με την εντονότερη ζήτηση για πολιτισμικές δραστηριότητες προσφέρουν πολλαπλές προοπτικές και δυνατότητες για την ανάπτυξη αλλά και την προβολή και διάθεση των πολιτισμικών αγαθών. Ο πολιτισμός δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται πολλοί και διαφορετικοί συμμετέχοντες ενώ η δυναμική του δεν περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα. Έτσι λοιπόν, οι συμμετοχικές διαδικασίες στον πολιτιστικό σχεδιασμό παρέχουν στους συμμετέχοντες ποικίλες ευκαιρίες για επικοινωνία, ψυχαγωγία, προβολή, κοινωνική συνοχή κ.ά. Στο περιβάλλον αυτό του πολιτιστικού σχεδιασμού εντάσσονται και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Μπαγινέτα, 2009).
Στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και του έντονου ανταγωνισμού στο οποίο έχει περάσει η σύγχρονη κοινωνία, η ανάδειξη και προβολή των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών μιας περιοχής είναι πλέον ισχυρά πλεονεκτήματα για ανάπτυξη και απασχόληση, τα οποία εμπίπτουν στις περιοχές αρμοδιότητας και ευθύνης των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται μια σωστή μορφή Τοπικής Αυτοδιοίκησης απαραίτητη ώστε να αντιλαμβάνεται και να επιλύει έγκαιρα τα αντίστοιχα προβλήματα με στόχο βέβαια τον επιτυχή σχεδιασμό στρατηγικών προγραμμάτων και κατευθύνσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω του πολιτιστικού σχεδιασμού. 
Αυτό γίνεται κατανοητό και από ποικίλα διεθνή κείμενα όπως η στρατηγική της Λισσαβόνας και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στα οποία δίνεται έμφαση στην καλή διακυβέρνηση (good governance) που είναι ουσιώδης για την πραγματοποίηση των ποσοτικών αλλά και ποιοτικών στόχων τους (Μπαγινέτα, 2009). Άλλωστε, οι τοπικοί φορείς έχουν πολύ καλή γνώση των μικροοικονομικών χαρακτηριστικών της περιοχής τους και μπορούν να αποτελέσουν μία αξιόλογη πηγή τοπικής, κοινωνικής ή πολιτικής πληροφορίας, ενώ οι ιδέες που μπορούν να προτείνουν είναι άμεσα εφαρμόσιμες καθώς είναι προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου (Ανδρεάτου, 2007).
Από την άλλη μεριά, εκτός από τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πολύ σημαντική είναι και η συμμετοχή του κοινού καθώς όλες οι πολιτικές δράσεις, οι κανόνες, οι θεσμοί και οι πόροι είναι ζητήματα της τοπικής κοινωνίας η οποία έχει ως βασική της προτεραιότητα την ενεργοποίηση και συμμετοχή του πολίτη. Η πολιτιστική διάσταση σε τοπικό επίπεδο θεωρείται βασικό στοιχείο της ανάπτυξης, της δημιουργίας βιώσιμων κοινοτήτων και της τοπικής ζωτικότητας καθώς σχετίζεται με αντικείμενα και μέσα τα οποία ενημερώνουν, επιμορφώνουν, ευαισθητοποιούν και κινητοποιούν τους τοπικούς πληθυσμούς (Μπαγινέτα, 2009). Η ανάγκη αυτή να συμπεριληφθεί η συμμετοχή του κοινού σε προγράμματα που αφορούν στη διαχείριση και το σχεδιασμό κυρίως του περιβάλλοντος είχε τονιστεί πολλές φορές από τη διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο. Από τότε (1992) υπάρχει μια αυξανόμενη απαίτηση από πλευράς της παγκόσμιας κοινότητας για την   αποτελεσματική   συμμετοχή   του  κοινού   στις   διαδικασίες  λήψης   αποφάσεων
(Ανδρεάτου, 2007).
Πολύ σημαντική είναι επίσης και η συνεργασία αυτών των δύο, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του κοινού, καθώς η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ως σκοπό να μεριμνά για την αναβάθμιση του μορφωτικού αλλά και γενικότερα πολιτιστικού επιπέδου των πολιτών. Σημαντικό στοιχείο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι και η δυνατότητά της να ενθαρρύνει, να ενισχύει και να συντονίζει τα άτομα ή και τις διαφορετικές ομάδες πληθυσμού μέσα στην περιοχή της, ώστε να δοκιμάσουν τις εκφραστικές δυνατότητες τους σε θέματα και τομείς που ενεργοποιούνται και τους επιτρέπουν να διαφοροποιηθούν ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους μέσω ενημερωτικών συναντήσεων, συνεργασίας με εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιοχής, διοργάνωσης ποιοτικών πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.ά. Με άλλα λόγια, αρμοδιότητα και βασικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η δημιουργία υποδομής για την παραγωγή του πολιτισμικού προϊόντος και η ισόρροπη χωροταξική κατανομή της στο πλαίσιο της κοινότητας - πόλης. (Μπαγινέτα, 2007).
Συνοψίζοντας, οι δυνατότητες προώθησης της πολιτιστικής ανάπτυξης μέσω των τοπικών δομών της τοπικής αυτοδιοίκησης σχετίζονται με τη γενικότερη ανάπτυξη του θεσμού. Η προώθηση της πολιτιστικής ανάπτυξης πραγματοποιείται μέσω της ορθολογικής χρήσης των πόρων, της ανταποδοτικότητας του πολιτιστικού αγαθού, του θεσμού της χορηγίας, των διαδημοτικών συνεργασιών, του συντονισμού των παρεμβάσεων, της επικοινωνίας μεταξύ των δήμων, των πολιτισμικών στελεχών, του καλλιτεχνικού προσωπικού, της συνεργασίας των δήμων με τους τοπικούς πολιτισμικούς φορείς, του σχεδιασμού, του προγραμματισμού, της οργάνωσης της πολιτικής δράσης, της συνεργασίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το Υπουργείο Πολιτισμού και μέσω των Κοινοτικών Προγραμμάτων. Με την αναβάθμιση του πολιτιστικού της περιβάλλοντος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση γίνεται κέντρο δημιουργικότητας και καινοτομιών, που μπορεί να επιφέρει εκτός των άλλων και συρροή οικονομικού κεφαλαίου (Μπαγινέτα, 2007).

3.    Εφαρμοσμένες πρακτικές στο εξωτερικό
Τα τελευταία χρόνια οι πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες καθώς και τα γενικότερα οικουμενικά φαινόμενα έχουν αλλοιώσει την οικονομική, πολιτική και πληθυσμιακή σύνθεση πολλών αμερικανικών και ευρωπαϊκών πόλεων. Η αποβιομηχάνιση και η ανάπτυξη πλέον του τομέα των υπηρεσιών των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πόλεων επήλθε ως επακόλουθο του φθηνού εργατικού δυναμικού σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, των τεχνολογικών καινοτομιών στις επικοινωνίες, τις μεταφορές και την παραγωγή, της ανόδου του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου και της ανάγκης για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά και διασκέδασης. Έτσι, οι τοπικές αρχές των πόλεων της Ευρώπης προώθησαν πολιτιστικές στρατηγικές με σκοπό να ανταπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις των πολιτών (Λουκαΐτου-Σιδέρη, 2006).
Εξετάζοντας τον ευρωπαϊκό χάρτη, διαπιστώνεται ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες ενσωμάτωσαν τον πολιτισμό σε αστικές στρατηγικές με σκοπό να αναδιαμορφώσουν την εικόνα των πόλεων τους στα διεθνή δίκτυα καθώς ο πολιτισμός μετατρέπεται σε κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα των πόλεων που προωθεί την ανταγωνιστικότητά τους (Zukin, 1995).
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Γερμανία, όπου εμφανίζονται προγράμματα πολιτιστικού σχεδιασμού σε διάφορες πόλεις. Ως σημαντικότερο μπορεί να αναφερθεί το Urban Heritage Programme του Βερολίνου, το οποίο θεσπίστηκε ώστε να διασφαλίσει και να διατηρήσει ιστορικές περιοχές της πόλης με αξιόλογο κτιριακό απόθεμα (Deutsche Stadt-und Grundstucksentwicklungsgesellschaft, 2007 και Senate Department of Urban Development, Urban Renewal Section, 2009). Από την άλλη πλευρά, η Φραγκφούρτη, πόλη με υψηλό οικονομικό κύρος άλλα χωρίς πολιτισμική ταυτότητα, κατάφερε να αναδειχθεί μέσω πολιτιστικών παρεμβάσεων μεγάλης εμβέλειας. 
Η συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί και παράδειγμα συμμετοχικής διαδικασίας καθώς οι πολιτιστικές αυτές παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν με συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Arvanitaki, 1994). Αντίστοιχα, στη Σκωτία πολλές τοπικές αρχές έδειξαν ενδιαφέρον στη συνεισφορά του πολιτισμού με σκοπό την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών στόχων δημιουργώντας το Cultural Pathfinder Programme σύμφωνα με το οποίο τα πολιτισμικά αγαθά βοηθούν στην εξεύρεση λύσεων σε τομείς όπως η στέγαση, η εγκληματικότητα, η υγεία, η εκπαίδευση και ο αστικός σχεδιασμός (Museums Galleries Scottland, 2012).
Άλλη επιτυχημένη πρακτική εντοπίζεται στην Κορνουάλλη της Αγγλίας, όπου το Eden Project προπαθεί να ενισχύσει τη σχέση του επισκέπτη με τη φύση μέσω της απόκτησης εμπειριών και γνώσεων σε ένα τροπικό δάσος. Νύχτες με συναυλίες, γλυπτά και κατασκευές αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, παγοδρόμιο είναι μερικές από τις δραστηριότητες που προσφέρονται. Παράλληλα το εκπαιδευτικό κέντρο ενημερώνει και ευαισθητοποιεί μικρές ηλικίες για περιβαλλοντικά ζητήματα, ενώ σημασία δίνεται και στην τοπική γαστρονομία (Eden Project, 2012).
Παραδείγματα πολιτιστικού σχεδιασμού και πολιτιστικών παρεμβάσεων παρατηρήθηκαν γενικά σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και κυρίως σε πρώην βιομηχανικές πόλεις. Μετά τη βιομηχανική τους κατάρρευση, πολλές πόλεις όπως η Γλασκώβη, το Μπιλμπάο και το Σέφιλντ επεδίωξαν την οικονομική τους αναγέννηση μέσω του πολιτιστικού σχεδιασμού (Arvanitaki, 1994). Είναι γεγονός ότι στη μεταβιομηχανική εποχή υπάρχει ένας νέος δεσμός ανάμεσα στην πόλη και την πολιτιστική έκφραση καθώς αυτή δεν αποτελεί απλώς μία κοινωνική και οικονομική πρακτική της αστικής ζωής και ανάπτυξης αλλά είναι το βασικότερο στοιχείο της αστικής οικονομίας (Γοσποδίνη, 2006). Από τα παραδείγματα αυτά των στρατηγικών πολιτιστικών πολιτικών της Ευρώπης διαφαίνεται έτσι ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν οι συμμετοχικές διαδικασίες στην πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη.

4.   Χαρακτηριστικά περιφέρειας Ηπείρου
Η Ήπειρος εντοπίζεται σε θέση εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας, καθώς επηρεάζεται και αλληλεπιδρά με τις γειτονικές της περιφέρειες και τα Βαλκάνια, ενώ διαθέτει ρόλο πύλης της Ελλάδος προς τη Δυτική Ευρώπη. Το χαρακτηριστικό αυτό προσδίδει θετικές προοπτικές σε όρους συνδεσιμότητας, ειδικά αν συνδυαστούν οι θαλάσσιες μεταφορές μέσω του λιμανιού της Ηγουμενίτσας με την Εγνατία Οδό και τον αερολιμένα των Ιωαννίνων (Παρατηρητήριο Εγνατία Οδός, 2008).
Το κύριο χαρακτηριστικό της χωροταξικής οργάνωσης της Περιφέρειας Ηπείρου είναι η ύπαρξη ενός συνεκτικού αστικού δικτύου (Ενδιάμεση Διαχειριστική Αρχή Περιφέρειας Ηπείρου, 2012), οι πόλοι του οποίου απαρτίζονται από τις πόλεις της Άρτας, Πρέβεζας και Ηγουμενίτσας με κύριο πόλο ανάπτυξης την πρωτεύουσα της Περιφέρειας, τα Ιωάννινα. Δυστυχώς, οι περιορισμένες διασυνδέσεις τόσο με οδικά δίκτυα όσο και με τεχνολογικές εξελίξεις περιορίζει το διαπεριφερειακό ρόλο. Παρ' όλα αυτά αδυναμία αποτελεί και η απουσία δυναμικών μεσαίων - ημιαστικών κέντρων (κέντρα 3ου επιπέδου) που να είναι ικανά να λειτουργήσουν αυτόνομα και ως δυναμικοί πόλοι ανάπτυξης, και η ταυτόχρονη κυριαρχία μικρών αγροτικών οικισμών (Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Ηπείρου, 2003).
Η γεωμορφολογία της Ηπείρου, χαρακτηρίζεται από το ορεινό ανάγλυφο και την αφθονία των επιφανειακών υδάτων. Αποτέλεσμα είναι το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, με δάση, μοναδική χλωρίδα και πανίδα και περιορισμένη αστικοποίηση. Διαθέτει εκτεταμένα παράλια και στους τρείς νομούς που βρέχονται από τη θάλασσα του Ιονίου Πελάγους και του Αμβρακικού κόλπου. Εκτός από την παράκτια ζώνη, οι ορεινές εκτάσεις στους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας καλύπτουν το 77% της συνολικής έκτασής της περιφέρειας και φιλοξενούν το 33,4% του συνολικού πληθυσμού της ενώ στη ζώνη γεωργικής γης στο νοτιοδυτικό τμήμα της Περιφέρειας (τμήματα των νομών Πρέβεζας και Άρτας) το τοπίο εναλλάσσεται σημαντικά χάρη σε αρδευτικά έργα και τον Αμβρακικό Κόλπο. Στην περιφέρεια υπάρχει σημαντικός αριθμός ευαίσθητων και προστατευόμενων περιοχών, στις οποίες περιλαμβάνονται δύο εθνικοί δρυμοί, μια περιοχή RAMSAR, είκοσι δύο περιοχές υποψήφιες για ένταξη στο υπό κατάρτιση Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000, ένα μνημείο φύσης και δύο προστατευόμενα τοπία (αισθητικά δάση) (ΠΠΧΣΑΑ Ηπείρου, 2003 . Επιχειρησιακό Σχέδιο Δήμου Αρταίων, 2011 . Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ηπείρου - Δυτικής Μακεδονίας, 2012).
Σημαντικές προοπτικές στην περιφέρεια φαίνεται να εμφανίζει ο τριτογενής τομέας, ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ της (60% του περιφερειακού ΑΕΠ) και διαγράφει μια πορεία ανόδου, δημιουργώντας προοπτικές ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά, η περιοχή των Τζουμέρκων προσφέρει τη δυνατότητα αθλητικού τουρισμού, οικοτουρισμού και αγροτουρισμού ενώ χωριά και μικροί παραδοσιακοί οικισμοί που βρίσκονται γεωγραφικά κοντά, προσφέρουν μια ποικιλία πολιτιστικών ταυτοτήτων στον επισκέπτη και την εμπειρία ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής που διατηρείται στο χρόνο (Γεροδήμου, 2008). Από την άλλη στα αστικά κέντρα αναπτύσσεται, αν και με αργούς ρυθμούς, ο συνεδριακός τουρισμός, ενώ παρέχεται ένα πλήθος πολιτιστικών υποδομών, όπως δανειστικές βιβλιοθήκες, δημοτικές πινακοθήκες, αρχαιολογικά μουσεία και χώροι, λαογραφικά και ιστορικά μουσεία. Αξίζει επίσης να αναφερθεί και η σημαντική δράση των πολιτιστικών συλλόγων για την προβολή και την ταυτότητα των Δήμων. Χάρη σε αυτούς διατηρούνται οι τοπικές παραδόσεις και αναβιώνουν οι τοπικοί θεσμοί, καθώς προβάλλονται τόσο στους κατοίκους και τους επισκέπτες όσο και σε ξένες χώρες μέσα από δίκτυα συνεργασίας που έχουν αναπτυχθεί (Περιφερειακή Ενότητα Άρτας, 2012).
Παρ' όλα αυτά μπορεί να επισημανθεί ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει η περιοχή μέχρι σήμερα, δεν έχει αξιοποιηθεί ικανοποιητικά προς όφελος του τουριστικού τομέα. Προς το παρόν, οι κύριες ομάδες ενδιαφέροντος προέρχονται από τον εγχώριο τουρισμό και η προβολή στο εξωτερικό είναι ακόμα περιορισμένη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από ενδεικτικά στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στη χαμηλή μέση διάρκεια διαμονής για τους αλλοδαπούς (3 διανυκτερεύσεις, έναντι 6 για το σύνολο της χώρας) και για τους Έλληνες επισκέπτες (λιγότερες από 2 διανυκτερεύσεις έναντι 2,5 της χώρας). Αξιοσημείωτο είναι, επιπλέον, το γεγονός ότι δε διαθέτει επαρκή αριθμό καταλυμάτων υψηλής ποιότητας (Γενικό Σχέδιο / Επιχειρησιακό Σχέδιο Προώθησης και Προβολής Προϊόντων και Υπηρεσιών της Περιφέρειας Ηπείρου, 2006).

5.    Δυναμικές περιοχές περιφέρειας
Στο υποκεφάλαιο αυτό, το παρόν άρθρο εστιάζει σε τρεις δυναμικές περιοχές της περιφέρειας, στις οποίες εκδηλώνεται τουριστική δραστηριότητα, αλλά και παρουσιάζουν σημαντικές προοπτικές για    περαιτέρω ανάπτυξή τους. Οι περιοχές αυτές είναι: τα
Ζαγοροχώρια, η πόλη των Ιωαννίνων, η παράλια ζώνη του νομού Θεσπρωτίας και τα Τζουμέρκα και καθεμία είναι προσανατολισμένη σε διαφορετικές μορφές τουρισμού.
6.1.    Ζαγοροχώρια
Πρόκειται για ένα δίκτυο 46 χωριών το οποίο εντοπίζεται στο βόρειο τμήμα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων και στο βορειοδυτικό της Πίνδου. Γεωγραφικά, διακρίνονται τρεις ενότητες: το Ανατολικό, το Δυτικό και το Κεντρικό Ζαγόρι. Σημαντικά χαρακτηριστικά των χωριών που τα κάνουν να ξεχωρίζουν είναι ότι έχουν διατηρήσει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, την πολιτιστική κληρονομιά, τα ήθη και έθιμα της περιοχής. Παράλληλα, το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, η ομορφιά των ορεινών όγκων, καθώς και η πλούσια πανίδα και χλωρίδα της περιοχής προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες για εξορμήσεις και παντός τύπου δραστηριοτήτων στη φύση, που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη (zagoroxoria, 2012).
Κάθε χρόνο σε καθένα από τα χωριά αυτά πραγματοποιούνται πανηγύρια και εκδηλώσεις πολιτιστικών συλλόγων που συγκεντρώνουν τόσο τοπικό πληθυσμό, αλλά και επισκέπτες από τους υπόλοιπους νομούς της χώρας. Η τουριστική δραστηριότητα στην περιοχή έχει ανθίσει τα τελευταία χρόνια και γνωρίζει συνεχή ανάπτυξη, καθώς οι επισκέπτες ελκύονται από τη φυσιογνωμία της περιοχής. Οι επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί έως και σήμερα στην περιοχή εντοπίζονται κυρίως στη δημιουργία καταλυμάτων και επιχειρήσεων εστίασης (about ioannina, 2012).
Κάποια από τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής είναι το:
Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου: Το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, περιλαμβάνει τέσσερις διακριτές γεωγραφικές ενότητες: το Ζαγόρι, την Κόνιτσα, το Μέτσοβο και τα δυτικά χωριά του νομού Γρεβενών. Η έκτασή του είναι περίπου 2.200 τετρ. χλμ. και ενσωματώνει τους δύο υπάρχοντες εθνικούς δρυμούς Βίκου- Αώου και Πίνδου, με την υπόλοιπη περιοχή. Το Πάπιγκο και το χωριό Βίκος είναι τα μοναδικά από τα χωριά του Εθνικού Πάρκου, που βρίσκονται στη ζώνη προστασίας της φύσης. Φαράγγια, χαράδρες αλλά και πυκνά δάση, συγκροτούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της Β. Πίνδου (Περιβαλλοντική οργάνωση για την άγρια ζωή και τη φύση Καλλιστώ, 2012).
Χαράδρα Βίκου: Το φαράγγι του Βίκου είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Ζαγορίου και του νομού Ιωαννίνων γενικότερα. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα φαράγγια στον κόσμο και οπωσδήποτε από τα καλύτερα της Ευρώπης (epirus, 2012).
6.2.    Ιωάννινα
Τα Ιωάννινα βρίσκονται στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδας και πρόκειται για μία γραφική και ιστορικά σημαντική πόλη, με έντονη κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα. Αποτελεί πόλο έλξης και σημείο αναφοράς πολλών επισκεπτών, ενώ άτυπα ονομάζεται «Πόλη των Γραμμάτων και των Τεχνών» (Η Επιχειρηματικότητα στις Τουριστικές Επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ηπείρου, 2007).
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι εμφανής στην πόλη, καθώς κτίσματα όπως τα μουσεία, το Κάστρο, και το υπαίθριο θέατρο Φρόντζου, αποτελούν δείγματα της ηπειρωτικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το κατοικήσιμο νησάκι της λίμνης Παμβώτιδας είναι ένα ακόμη αξιοθέατο. Οι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις που διαδραματίζονται όλο το χρόνο στην πόλη, μαρτυρούν την εξέλιξη της και την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας αλλά και την προσπάθειά της να αναπτυχθεί, συνδυάζοντας το παλαιό με το νέο καθώς και το παραδοσιακό με το σύγχρονο (Η Επιχειρηματικότητα στις Τουριστικές Επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ηπείρου,
2007).
Σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία της πόλης είναι η Σπηλιά Ασπροχάλικου, η οποία είναι ένα από τα σπουδαιότερα παλαιολιθικά σπήλαια της Ευρώπης, η Πανδοσία, αποικία των Ηλείων του 8ου αιώνα και το κάστρο των Ιωαννίνων, το οποίο κατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού το 528 μ.Χ (Δήμος Ιωαννιτών, 2012).
6.3.    Παράλια ζώνη νομού Θεσπρωτίας και Πρέβεζας
Στα παράλια του νομού Θεσπρωτίας παρουσιάζεται έντονη τουριστική δραστηριότητα μαζικού τουρισμού κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Οι εν λόγω ακτές αυτές βρίσκονται στους δήμους Ηγουμενίτσας, Σαγιάδας και Συβοτών, Πρεβέζης και Φαναρίου. Κάθε χρόνο οι παραλίες της Θεσπρωτίας βραβεύονται με Γαλάζιες σημαίες και χαρακτηρίζονται διεθνώς ως πολύ καλές. Οι πιο γνωστές είναι: το Δρέπανο, το Κεραμίδι, το Μακρυγιάλι, τα Σύβοτα και η Μέγα Άμμος (Δήμος Συβότων, 2012).
6.4.    Τζουμέρκα
Η περιοχή αυτή βρίσκεται στο τμήμα της κεντρικής Πίνδου, αλλά δεν ανήκει εξολοκλήρου στην περιφέρεια Ηπείρου, καθώς περιλαμβάνει και κάποια δημογραφικά διαμερίσματα της Θεσσαλίας. Το ανατολικό τμήμα είναι μέρος της λεκάνης απορροής του Αχελώου ποταμού, ενώ το βόρειο, το δυτικό και το νότιο είναι τμήμα της λεκάνης απορροής του Αράχθου. Η περιοχής διακρίνεται από πλούσιο φυσικό περιβάλλον και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκ των οποίων το σπουδαιότερο είναι το Εθνικό Πάρκο των Τζουμέρκων. Τα χωριά που συγκεντρώνουν την κυριότερη τουριστική δραστηριότητα είναι το Συρράκο και οι Καλαρύτες, τα οποία είναι προστατευόμενοι οικισμοί, και η κοινότητα Μονολιθίου που βρίσκεται στις όχθες του Αράχθου και προσφέρεται για δραστηριότητες δίπλα στο ποτάμι.
6.5.    Πολιτιστικές Εκδηλώσεις
Η πολιτιστική παράδοση της Ηπείρου αναδεικνύεται και μέσω των πολιτιστικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται στους δήμους της Περιφέρειας, κάθε χρόνο. Συγκεκριμένα, ο δήμος Ιωαννίνων οργανώνει τους καλοκαιρινούς μήνες το φεστιβάλ τα «Ηπειρωτικά» το οποίο περιλαμβάνει δραστηριότητες ζωγραφικής, θεάτρου και χορού, ενώ το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Ιωαννίνων κατέχει μια εξέχουσα παρουσία στο χώρο. Ο δήμος Πρεβέζης διοργανώνει, επίσης, κάθε καλοκαίρι τα «Νικοπόλεια» που δίνουν έμφαση στη θεατρική σκηνή. Επιπρόσθετα, η χορωδία «Αρμονία» οργανώνει ένα χορωδιακό φεστιβάλ στο χώρο του αρχαίου Θεάτρου της Νικοπόλεως. Ο δήμος Ηγουμενίτσας φιλοξενεί τα «Θεσπρωτικά», ενώ στην Άρτα οργανώνονται εκδηλώσεις για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης, η εμποροπανήγυρη, η γιορτή της Σαρδέλας που τιμά τη σαρδέλα και επισημαίνεται η προσφορά του Αμβρακικού Κόλπου, καθώς και η γιορτή Κάστανου και Τσίπουρου του ορεινού χωριού Ροδαυγή Άρτας για την προβολή των τοπικών προϊόντων. Τέλος, το διεθνές φεστιβάλ πολυγωνικού τραγουδιού οργανώνεται στο Δελβινάκι και στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας (Περιφέρεια Ηπείρου, 2012).

6.    Προτεινόμενες λύσεις και μέτρα
Μελετώντας την ποικιλία των θετικών χαρακτηριστικών που διαθέτει η Ήπειρος και τις σχετικές αδυναμίες σε συνδυασμό με τις πρακτικές που τέθηκαν σε εφαρμογή σε ξένες χώρες δημιουργείται ένα σημαντικό υπόβαθρο για τη διαμόρφωση προτάσεων με στόχο την προβολή και την ανάπτυξη της περιοχής.
Βασικός στόχος παραμένει η βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία στην περίπτωση της περιφέρειας Ηπείρου στηρίζεται σε μεγάλο μέρος, στον πολιτισμό. Η δημιουργία μιας ξεχωριστής και ελκυστικής πολιτιστικής ταυτότητας που προβάλλει τη διαφορετικότητα της περιφέρειας είναι από τις πρωταρχικές δράσεις των τοπικών αρχών και των κατοίκων. Σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να συμβάλει σημαντικά η εκπόνηση ενός πολιτιστικού σχεδίου περιφερειακής κλίμακας, στα πλαίσια ενός οργανωμένου πολιτιστικού σχεδιασμού.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης ο συνδυασμός του πολιτισμού με τον τουριστικό κλάδο. Στην κατεύθυνση αυτή υιοθετούνται ποικίλες δράσεις οι οποίες προωθούν τη συνδυαστική ανάπτυξη των δύο αυτών κλάδων. Ιδιαίτερα ωφέλιμη, λοιπόν, θα ήταν η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου. Τη χειμερινή περίοδο τα ορεινά χωριά θα μπορούσαν να επιλέγονται για διάφορες μορφές εναλλακτικού τουρισμού και κατά το καλοκαίρι στις επιλογές προστίθεται και το παραθαλάσσιο τμήμα του Ιονίου Πελάγους. Οι νέες μορφές τουρισμού θα πρέπει να προωθηθούν καθώς η αυξανόμενη ζήτηση για αυτές προσφέρει προοπτικές για την προσέλκυση επισκεπτών από το εξωτερικό, όπως προδιαγράφουν οι τάσεις στις ευρωπαϊκές αγορές. Τα φεστιβάλ θα είναι σημαντικό πλεονέκτημα καθώς ο άυλος αυτός πολιτιστικός πόρος παρέχει κίνητρα για την ανάπτυξη ιδιαίτερων δραστηριοτήτων. Στην Ήπειρο ο γευσιγνωστικός τουρισμός μπορεί να συνδυαστεί με την τοπική μουσική ενώ η ποικιλία αθλητικών δραστηριοτήτων δύναται να προβάλει τα ορεινά χωριά ως ολιγοήμερους προορισμούς. Όπως αναφέρθηκε στην ανάλυση, η Ήπειρος είναι γνωστή για την παραδοσιακή μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς που τη συνοδεύουν, τα οποία πλέον είναι σημαντικό κομμάτι των τοπικών πανηγυριών. Έτσι, η παράμετρος αυτή μπορεί να συμβάλει στην προβολή του τόπου καθιστώντας τον αναγνωρίσιμο στο ευρύ κοινό.
Παράλληλα, στα πλαίσια της προώθησης των τοπικών πόρων μπορούν να διοργανωθούν «Ημέρες Προβολής» συγκεκριμένων χωριών και ηπειρώτικων αστικών κέντρων σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Οι δήμοι μπορούν να συνεργαστούν με άλλες περιφέρειες, ελληνικές και ξένες, όπου μέσω συμμετοχής σε διαδραστικές δραστηριότητες, δοκιμής τοπικών γεύσεων και αναβιώνοντας ιστορίες οι εν λόγω κάτοικοι θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια εικόνα για τις δυνατότητες της περιοχής. Ειδικότερα, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός πολιτιστικού δικτύου, η πόλη των Ιωαννίνων, θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία από όπου οι δημιουργούμενες θεματικές ενότητες θα συνδέονται μέσω κατάλληλα διαμορφωμένων πολιτιστικών διαδρομών. Επιπλέον, ευεργετικό τόσο για τις πολιτιστικές στρατηγικές όσο και για τον τουρισμό θα ήταν η συνεργασία των αεροδρομίων των Ιωαννίνων και του Ακτίου με αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους για την πραγματοποίηση πτήσεων χαμηλού κόστους και πτήσεων charter στην περιφέρεια, εξυπηρετώντας έτσι στη βελτίωση της προσβασιμότητας.
Για την καλύτερη διαχείριση των τουριστικών ροών, χρήσιμη θα ήταν η συνεργασία των τοπικών αρχών με τους κατοίκους, ούτως ώστε, να εξυπηρετούν αποδοτικότερα τους επισκέπτες, αλλά και να προβάλουν καλύτερα τα φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις του τόπου τους. Ακόμη, η εμπειρία των επισκεπτών και οι ευχάριστες αναμνήσεις των διακοπών τους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά στην προβολή του τόπου και να δώσουν ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη.
Επιπρόσθετα, προωθείται η παράλληλη ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα με τον τριτογενή, καθώς ο πρώτος είναι ο κατεξοχήν παραγωγικός τομέας της περιφέρειας. Για την επίτευξη του μέτρου αυτού προτείνεται η συνεργασία των παραγωγών με τους ιδιοκτήτες ξενοδοχειακών καταλυμάτων και εστιατορίων για τη χρήση και προώθηση των τοπικών προϊόντων.
Η εξάπλωση του τουρισμού μέσω του διαδικτύου (e-tourism) είναι ένα σημαντικό εργαλείο, καθώς οι ενδιαφερόμενοι παγκοσμίως μπορούν να ανακτήσουν ανά πάσα στιγμή πληροφορίες σχετικά με τον προορισμό της αρεσκείας τους. Με τον τρόπο αυτό, η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί και η αγορά να μεγαλώσει.
Εν κατακλείδι, η βάση όλων των προαναφερθέντων προτάσεων είναι η εκπόνηση ενός πολιτιστικού σχεδίου στα πλαίσια του πολιτιστικού σχεδιασμού, που θα ενσωματώνει όλες τις δράσεις και θα δίνει κατευθύνσεις για μία ισόρροπη και βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.
Συνοψίζοντας, όλες οι παραπάνω δράσεις μπορούν να συμβάλλουν στην προώθηση της πολιτιστικής ταυτότητας από την οποία αναμένεται η ενίσχυση της περιφέρειας.

7.   Συμπεράσματα
Ο πολιτισμός, οι πολιτιστικοί πόροι αλλά και η κουλτούρα της κάθε περιοχής συνθέτουν για αυτή μια μοναδική παράδοση και ταυτότητα με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η συνετή αξιοποίηση τους με σκοπό τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η αξιοποίηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας πόλης, περιοχής ή και ολόκληρης περιφέρειας επιτυγχάνεται μέσω του πολιτιστικού σχεδιασμού ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις διάφορες παραμέτρους και δυναμικές ώστε να καταστεί δυνατή η οικονομική αλλά και κοινωνική ανάπτυξη της εξεταζόμενης περιοχής. Για τον επιτυχή σχεδιασμό στηριζόμενο στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά θεωρείται απαραίτητη η συμμετοχή τόσο της αυτοδιοίκησης όσο και των πολιτών ώστε να αναδειχθούν οι δυναμικές ενότητες και να αναπτυχθούν δράσεις και πολιτικές εντός ενός ισχυρού συνεκτικού πλαισίου. 
Η περιφέρεια Ηπείρου αν και αποτελεί μία από τις αναπτυσσόμενες περιφέρειες της χώρας, στηρίζοντας μεγάλο μέρος της ανάπτυξης της στον πρωτογενή τομέα, μπορεί να υποστηρίξει μια ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα η οποία θα την οδηγήσει τελικά μέσω των εφαρμοζόμενων προτάσεων σε περαιτέρω ανάπτυξη. Η παράλληλη σύνδεση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τον τουρισμό δημιουργεί σημαντικές προοπτικές, όπως άλλωστε έχουν δείξει εφαρμοσμένες πρακτικές περιοχών του εξωτερικού. Διαπιστώνεται, λοιπόν, μέσα από την εξέταση της περίπτωσης της περιφέρειας Ηπείρου ότι ο τοπικός πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει ισχυρή μορφή προβολής μιας περιοχής στοχεύοντας στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών ανάπτυξης, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις συμμετοχικές διαδικασίες και την προστασία του ευρύτερου περιβάλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.