Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Ο ρόλος των Ευρωπαϊκών μητροπόλεων στη νέα οικονομία.Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης


#Γ. Α. Μπάκης 
#Π. Σκάγιαννης
Εργαστήριο Υποδομών Τεχνολογικής Πολιτικής και Ανάπτυξης, Τμήμα Μηχ. Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης

Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η σχέση των μητροπολιτικών περιοχών με την οικονομία της γνώσης μέσω του παραδείγματος της Θεσσαλονίκης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι μητροπολιτικές περιοχές ή οι «πόλεις - περιφέρειες» δεν είχαν την απαραίτητη προσοχή, κυρίως λόγω των πολεοδομικών προβλημάτων που εμφανίζονταν ιδιαίτερα στο κέντρο των πόλεων. Σήμερα, όμως, λόγω και της επανενίσχυσης του ρόλου των μεγαλύτερων πόλεων, απέκτησαν και πάλι κεντρικό ρόλο ως μοχλοί ανάπτυξης για τις ίδιες και την ενδοχώρα τους.Στην Ευρώπη τα κυρίαρχα αναπτυξιακά οικονομικά κέντρα είναι οι μητροπολιτικές περιοχές και οι μεγάλες πόλεις, στις οποίες συγκεντρώνονται οι υπηρεσίες έντασης γνώσης και οι βιομηχανικές δραστηριότητες έντασης έρευνας. 
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί μία μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης στα Βαλκάνια και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη γενικότερα. Ο ρόλος αυτός προσδιορίζεται ως μητροπολιτικός και οι μέχρι σήμερα αναπτυξιακές πολιτικές, έχουν ως βασικό στόχο τους την ενίσχυση του ρόλου αυτού. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η αναπτυξιακή προοπτική της Θεσσαλονίκης μπορεί να βασιστεί στη γνώση και η δυναμική της στην προσέλκυση αντίστοιχων δραστηριοτήτων.


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι μητροπολιτικές περιοχές ή οι «πόλεις - περιφέρειες» δεν είχαν την απαραίτητη προσοχή, κυρίως λόγω των πολεοδομικών προβλημάτων που εμφανίζονταν ιδιαίτερα στο κέντρο των πόλεων. Υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν ως στόχο τους να παρουσιάσουν τις διαδικασίες συγκέντρωσης και διάχυσης σε συνδυασμό με τους νέους όρους ανάπτυξης της σύγχρονης οικονομίας: πληροφορία και καινοτομία, καθώς και το κύριο μέσο για τη διάδοσή τους, τα δίκτυα. Στην εποχή της οικονομίας της γνώσης οι μητροπολιτικές περιοχές προσπαθούν να αντλήσουν αποθέματα γνώσεων για να αντλήσουν ικανότητες και να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

2. ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ
Η διαδικασία της αστικοποίησης οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών αστικών και μητροπολιτικών περιοχών στην Ευρώπη και στην επανενίσχυση του ρόλου τους ως μοχλών ανάπτυξης για τις ίδιες και την ενδοχώρα τους. Πρόκειται για πυκνές χωρικές συγκεντρώσεις ιδιαίτερα δυναμικές σε σχέση με οικονομικά κριτήρια, όπως η δημιουργία προστιθέμενης αξίας, η δυναμική της οικονομίας και το εισόδημα, οι οποίες επιδιώκουν να κατέχουν έναν διακεκριμένο ρόλο σε διεθνές επίπεδο.

Οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούνται από δύο βασικά στοιχεία. Την κεντρική περιοχή η οποία είναι είτε μία μεμονωμένη πόλη είτε ένα πολεοδομικό συγκρότημα και την περιοχή που την περιβάλλει, μία ομάδα γειτονικών περιοχών από τις οποίες ένας σημαντικός   αριθμός κατοίκων μετακινείται προς την κεντρική περιοχή κάθε μέρα.   Η κεντρική περιοχή είναι καθαρά αστική με πληθυσμιακό επίπεδο πάνω από ένα συγκεκριμένο ελάχιστο όριο κατοίκων (το ελάχιστο αυτό όριο φαίνεται να είναι το 1 -1,5 εκ. κάτοικοι). Ομοίως μία περιφερειακή περιοχή για να εντάσσεται στην ευρύτερη πολεοδομική ενότητα της μητρόπολης, θα πρέπει να έχει ένα ελάχιστο αριθμό κατοίκων οι οποίοι μετακινούνται κάθε μέρα προς την κεντρική περιοχή. Πρακτικά αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις έχουν τεθεί αυθαίρετα και άρα η σημασία τους διαφέρει κατά περίπτωση.

Οι χωρικές ενότητες που περιβάλλουν την κεντρική περιοχή αποτελούν ουσιαστικά την ενδοχώρα της, στην οποία λειτουργούν μικρότερα αστικά κέντρα δημιουργώντας ορισμένες φορές πολυκεντρικές περιφέρειες (J. Parr, 2004). Παράλληλα αποτελεί την περιοχή από την οποία προμηθεύεται διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες η κεντρική περιοχή (πρώτες ύλες, είδη διατροφής, ψυχαγωγικές υπηρεσίες). Τέλος, μπορεί να είναι και μία σημαντική πηγή ανθρώπινου δυναμικού αλλά και κεφαλαίου.

Οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν το κέντρο παροχής υπηρεσιών, δημόσιων και ιδιωτικών, καθώς και ένα σημαντικό μεταφορικό και επικοινωνιακό κόμβο. Μέχρι πρόσφατα η ζώνη αυτή εμπεριείχε συνήθως μια δυναμική μεταποιητική βάση, η οποία την βοήθησε διαχρονικά στο να καταστεί ο μοχλός ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή. Ανάλογα με το μέγεθος και τη λειτουργία, οι μητροπολιτικές περιοχές μπορούν να έχουν περιφερειακή, εθνική, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια επιρροή. Σήμερα στη διευρυμένη Ευρώπη υπάρχουν περίπου 50 μητροπολιτικές περιοχές (με πληθυσμό πάνω από 1 εκ. κατοίκους)
(EESC, 2004).

3. ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι μεγάλες αλλαγές στην οικονομία, οι τεχνολογικές αλλαγές και η τριτογενοποίηση ανέδειξαν την σημασία των χαρακτηριστικών των μεγάλων κέντρων, όπως οι εξωτερικές οικονομίες, η διαφοροποιημένη προσφορά δημοσίων υπηρεσιών, η μεγάλη αγορά εργασίας, και τα κατέστησαν κινητήριους μηχανισμούς ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης (Δ. Οικονόμου, 2000).

Είναι πλέον αρκετά δύσκολο να προωθηθεί η συνολική ανάπτυξη της Ευρώπης χωρίς τη συμμετοχή των μητροπολιτικών περιοχών ως πόλων ανάπτυξης. Η άποψη αυτή συνάδει με τις πολιτικές της Ε.Ε. για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού χώρου, μέσα από τις οποίες προτείνεται η δημιουργία δυναμικών περιφερειών ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή οι βασικές προτεινόμενες επιλογές προωθούν την έννοια της πολυκεντρικότητας ως εργαλείο για την ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης, εστιάζοντας α) στην ευθύνη των μητροπολιτικών περιοχών να δημιουργήσουν δυναμικές ζώνες διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκτός των ήδη πολύ αναπτυγμένων περιοχών (Λονδίνο, Παρίσι, Μιλάνο κ.λπ) και β) στην δημιουργία μιας ισόρροπης δομής συμπληρωματικών δικτύων (clusters) πόλεων σε όλη την Ευρώπη. Παράλληλα, προωθείται η επέκταση του στρατηγικού ρόλου των μητροπολιτικών περιοχών και των πόλεων - πυλών (gateway cities), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις περιφερειακές περιφέρειες της ΕΕ.

Η ΕΕ αποτελεί ένα διεθνικό διασυνδεδεμένο οικονομικό και θεσμικό χώρο, έτσι ώστε να θεωρείται σαν ένα οικονομικό μπλοκ το οποίο ανταγωνίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά ισχυρά οικονομικά μπλοκ στη Β. Αμερική και στην Ασία. Η ΕΕ προσπαθώντας να ανταποκριθεί σ' αυτόν τον ανταγωνισμό έβαλε ως στόχο ο Ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος να αποτελέσει τον ηγετικό χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο στην οικονομία της γνώσης. Τα κυρίαρχα αναπτυξιακά οικονομικά κέντρα είναι οι μητροπολιτικές περιοχές και οι μεγάλες πόλεις, στις οποίες συγκεντρώνονται οι υπηρεσίες έντασης γνώσης και οι βιομηχανικές δραστηριότητες έντασης έρευνας. Σ' αυτούς τους βασικούς τομείς σε μια όλο και πιο δυναμική οικονομία της γνώσης οι διαδικασίες επιλεκτικής περιφερειακής συγκέντρωσης και δημιουργίας συμπλεγμάτων (clusters) αυξάνουν την οικονομική παραγωγικότητα και την καινοτομική ικανότητα των αστικών οικονομικών περιφερειών (Kratke, 2007).

Υπάρχει ένας μεγάλος όγκος βιβλιογραφίας στην οποία επιχειρείται η περιγραφή και επεξήγηση της αστικής διάστασης της μετάβασης σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση. Υπάρχουν ερευνητές που περιορίζουν τις αστικές περιφέρειες στο ρόλο τους ως κέντρα εγκατάστασης εξελιγμένων παραγωγικών υπηρεσιών και απορρίπτουν το ρόλο τους ως βιομηχανικά κέντρα (Sassen, 1996). Η βιομηχανία λαμβάνεται υπόψη μόνο σε ότι αφορά τον τόπο εγκατάστασης των κεντρικών γραφείων μεγάλων βιομηχανιών. Όμως, η συζήτηση για τους νέους βιομηχανικούς χώρους και τις τεχνολογικές συνοικίες, καθώς και η συζήτηση για τη διαμόρφωση αστικών παραγωγικών συμπλεγμάτων «δημιουργικών βιομηχανιών» έχουν δώσει πολλά στοιχεία ότι οι μεγάλες πόλεις και οι μητροπολιτικές περιοχές συνεχίζουν να έχουν ένα σημαντικό ρόλο ως τόποι εγκατάστασης βιομηχανικών δραστηριοτήτων (Kratke, 2007): Είναι συχνά τόποι εγκατάστασης για συμπλέγματα παραγωγής έντασης γνώσης στον τομέα των ΤΠΕ, στη φαρμακευτική βιομηχανία, την βιομηχανία των μέσων επικοινωνίας κ.λπ. (Cooke, 2002; Kratke, 2007). 
Ιδιαίτερη σημασία στο πεδίο των κλάδων καινοτομικής ανάπτυξης έχουν η τοπική διάχυση της γνώσης, καθώς και οι ισχυρές συνδέσεις και τα δίκτυα επικοινωνίας με άλλες μεγάλες πόλεις και μητροπόλεις σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο (Howells, 2002). Έτσι, οι συνδέσεις μεταξύ καινοτομικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε συμπλέγματα υψηλής τεχνολογίας σε δύο διαφορετικές πόλεις, συνεισφέρουν στην ανά τον κόσμο διασύνδεση των βιομηχανικών καινοτομικών διαδικασιών.

Οι προοπτικές μίας περιφερειακής ανάπτυξης βασισμένης στη γνώση είναι κεντρικής σημασίας στην οικονομική γεωγραφία μέσα από το πρίσμα ότι σε μία οικονομία της γνώσης οι αναπτυξιακές ευκαιρίες για τις πόλεις εξαρτώνται από τη δυναμικότητα και ικανότητά τους στο πεδίο των δραστηριοτήτων έντασης γνώσης. Αυτή η συζήτηση αναφέρεται στη σημαντικότητα των πόρων γνώσης, καθώς και των υποδομών εκπαίδευσης και έρευνας, και στη σημασία της παραγωγής διαδραστικής γνώσης μέσα σε συμπλέγματα επιχειρήσεων για την ανταγωνιστικότητα των περιφερειών (Kratke, 2007).

Τέλος, στους βιομηχανικούς κλάδους έντασης έρευνας και στους κλάδους υπηρεσιών έντασης γνώσης, οι οποίοι αποτελούν βασικούς τομείς σε μια όλο και περισσότερο βασιζόμενη στη γνώση και τη καινοτομία οικονομίας, βρίσκεται σε εξέλιξη μία επιλεκτική συγκέντρωση σε πόλεις και μητροπολιτικές περιοχές η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη ισχυρών δυνατοτήτων για δημιουργία cluster με αποτέλεσμα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την καινοτομικής ικανότητας αυτών των περιφερειακών οικονομικών κέντρων και τη συνεισφορά στην αύξηση των θέσεων εργασίας σ' αυτούς τους τομείς. Μέσα σ' αυτή τη διαρθρωτική οικονομική αλλαγή η αποτελεσματικότητα των επακόλουθων της συσσώρευσης αυξάνεται δραματικά.

Για την ανάλυση της ανάπτυξης της οικονομίας της γνώσης στις αστικές περιοχές, έχει δημιουργηθεί ένα κατάλληλο πλαίσιο μέσω του οποίου εξετάζονται οι βασικές παράμετροι που συντελούν στην ικανότητα μιας πόλης να αποκτά, να δημιουργεί, να διαχέει και να χρησιμοποιεί τη γνώση για μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτά είναι: (van Winden, den Berg & Pol, 2007).
  • Βάση γνώσης - Περικλείει τα πανεπιστήμια, τα δημόσια και ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα και δραστηριότητες στις πόλεις, τα οποία αποτελούν την υποδομή γνώσης, καθώς και το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού.
  • Βιομηχανική δομή - Τρία βασικά στοιχεία την επηρεάζουν: ο βαθμός εξειδίκευσης ή διαφοροποίησης, ο βαθμός καινοτομικότητας και το πόσο ασθενής ή έντονη είναι η παρουσία της.
  • Ποιότητα ζωής - Κύρια χαρακτηριστικά της ποιότητα ζωής στην πόλη είναι το ελκυστικό δομημένο περιβάλλον, η υψηλής ποιότητας κατοικία, η ελκυστική ενδοχώρα, η μειωμένη μόλυνση (ατμοσφαιρική, ηχητική κ.λπ), η ποικιλία από πολιτιστικούς πόρους και αξιοθέατα. Σ' αυτά μπορούν να προστεθούν και διάφορες αστικές ανέσεις, όπως τα υψηλής ποιότητας νοσοκομεία και σχολεία.
  • Προσβασιμότητα - Η καλή διεθνής, εθνική, περιφερειακή και συνδυαστική προσβασιμότητα είναι κρίσιμη για επιτυχημένες πόλεις γνώσης. Δεδομένου ότι η οικονομία της γνώσης είναι μια δικτυακή οικονομία ο Simmie (2002) υποστηρίζει ότι οι διεθνείς επαφές και τα δίκτυα που δημιουργούνται από τις πρόσωπο με πρόσωπο επαφές διευκολυνόμενα από διεθνή κομβικά αεροδρόμια είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη διεθνή μεταφορά γνώσης.
  • Ποικιλομορφία κατοίκων και οικονομικών παραγόντων - Η ποικιλομορφία των κατοίκων και των οικονομικών παραγόντων προάγει τη δημιουργικότητα, διευκολύνει τις αλληλεπιδράσεις και εν τέλει διευκολύνει τη δημιουργία νέων ιδεών.
  • Κοινωνική ισότητα - Η κοινωνική ισότητα είναι επιθυμητή για τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη. Υψηλά επίπεδα φτώχειας, κοινωνικοί αποκλεισμοί και μη δυνατότητα ίσων ευκαιριών μεταξύ των κατοίκων μπορεί να πυροδοτήσει εντάσεις μεταξύ αυτών που έχουν και αυτών που δεν έχουν ή μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων με αποτέλεσμα την δημιουργία ανασφάλειας σε κατοίκους, εργαζομένους και επισκέπτες.
  • Κλίμακα - Όσο πιο μεγάλο είναι το μέγεθος μιας πόλης τόσο πιο εύκολη είναι η δικτύωση επιχειρήσεων και εργαζομένων.


4. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί μία μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης στα Βαλκάνια και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη γενικότερα. Ο ρόλος αυτός προσδιορίζεται ως μητροπολιτικός και οι μέχρι σήμερα αναπτυξιακές πολιτικές, ιδιαίτερα αυτές που προωθήθηκαν μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, έχουν ως βασικό στόχο τους την ενίσχυση του ρόλου αυτού. Η παρουσία της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζει σταθερά την ανάπτυξη και την προοπτική της Κεντρικής Μακεδονίας. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, λειτουργώντας ιστορικά με βάση και την γεωγραφία της Βαλκανικής στην οποία κατέχει κομβική θέση, προσπαθεί να καταστεί Βαλκανικό μητροπολιτικό κέντρο, καθώς και πόλος διακρατικής συνεργασίας και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τις γειτονικές χώρες.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες ένας από τους βασικούς στόχους - όραμα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε μητροπολιτικό κέντρο των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης γενικότερα. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα των προσπαθειών και των πολιτικών που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτόν τον στόχο, δείχνουν καταρχήν ότι το όραμα παραμένει όραμα παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει κάποια βήματα.

Μέχρι σήμερα καμία ελληνική πόλη (και άρα και η Θεσσαλονίκη) δεν εμφανίζεται σε κάποια από τις ιεραρχήσεις των ευρωπαϊκών μητροπόλεων που έχουν γίνει κατά καιρούς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι σε κάποιες πόλεις δεν περιλαμβάνονται δραστηριότητες με διεθνή αναφορά, όπως ο τουρισμός, το εξωτερικό εμπόριο, η διαμετακόμιση. Απλά οι δραστηριότητες αυτές δεν συνεπάγονται απαραίτητα και διεθνή μητροπολιτικό ρόλο. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη και το γεγονός ότι η ύπαρξη διεθνών μητροπόλεων αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών και εθνικών οικονομιών, η έλλειψη τέτοιων μητροπόλεων στην Ελλάδα αποτελεί συγκριτικό μειονέκτημα (Γ. Οικονόμου, 2000). Η ανάγκη για αναστροφή αυτού του συγκριτικού μειονεκτήματος επέβαλε την ανάπτυξη πολιτικών εθνικών και κοινοτικών στις οποίες τέθηκε ως βασικός στόχος η ανάδειξη του διεθνούς ρόλου των πόλεων.
Τα νέα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο δημιούργησαν νέες αναπτυξιακές δυνατότητες για τη Θεσσαλονίκη, οι οποίες αποτυπώθηκαν στο Στρατηγικό Σχέδιο Βιώσιμης Ανάπτυξης της πόλης.Στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκαν διαφορετικά σενάρια, τα οποία έχουν ως βάση τον διευρυμένο διεθνή ρόλο της Θεσσαλονίκης. 

Πιο συγκεκριμένα τα σενάρια για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης είναι:
•     Διεθνές κέντρο και πύλη της Ευρώπης που αξιοποιεί τη γεωγραφική θέση της πόλης ώστε να αναδειχθεί σε κέντρο πολιτικού σχεδιασμού και οικονομικής επιρροής.
Πόλος συνοχής και ανάπτυξης του Βορειοελλαδικού χώρου, ώστε με τη διάχυση της αναπτυξιακής δυναμικής στην ευρύτερη περιφέρεια, να επιτευχθεί η σύγκλιση με τα περισσότερο αναπτυγμένα διαμερίσματα της χώρας
Κέντρο εξειδικευμένων τριτογενών υπηρεσιών με ενισχυμένη θέση στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των πόλεων ώστε να αναδειχθεί σε κόμβο του ευρωπαϊκού δικτύου αστικών κέντρων
Μητροπολιτικό κέντρο με πολύ-πολιτισμικό χαρακτήρα, που συνδυάζεται με έντονη πληθυσμιακή αύξηση ως συνέπεια μιας αυτοδύναμης αναπτυξιακής δυναμικής και των εξελίξεων στη Βαλκανική -κυρίως- ενδοχώρα (ΑΠΘ - ΠΑΜΑΚ, 2000).

Τα σενάρια αυτά παρότι διαφορετικά μεταξύ τους δεν αποτελούν ανταγωνιστικές μεταξύ τους επιλογές. Καταδεικνύουν όμως, ότι στην παρούσα συγκυρία η Θεσσαλονίκη μπορεί να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να αποκτήσει αναπτυξιακό δυναμισμό και διεθνή διάσταση. Όλα αυτά βέβαια είναι απόρροια εκτιμήσεων και όχι συστηματικής μελέτης και αξιολόγησης των αντικειμενικών δεδομένων. Τα σενάρια αυτά, ίδια ή λίγο παραλλαγμένα, περιλαμβάνονται κατά καιρούς σε διάφορες αναπτυξιακές μελέτες που γίνονται για τη Θεσσαλονίκη μέχρι σήμερα, χωρίς όμως ποτέ καμία από αυτές να μεταφρασθεί σε πραγματική πολιτική διαδικασία.

Με βάση τα παραπάνω επιχειρείται τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη πολιτικών και στρατηγικών για την ανάδειξη του ρόλου της Θεσσαλονίκης ω σε - καταρχήν -περιφερειακή βαλκανική μητρόπολη και πόλου καινοτομίας και γνώσης, εκμεταλλευόμενη τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα τα βασικότερα των οποίων είναι:
  • Η κομβική γεωγραφική της θέση σε σχέση με τις χώρες των Βαλκανίων, η οποία την καταστεί πύλη της EE για τις χώρες αυτές.
  • Η ύπαρξη κομβικών μεταφορικών υποδομών
  • Οι προοπτικές ανάπτυξης μιας στρατηγικής για την Έρευνα και την τεχνολογική Ανάπτυξη, λόγω της ύπαρξης πολλών ερευνητικών ιδρυμάτων και φορέων, πανεπιστημίων, καθώς και λόγω της πραγματοποίησης σημαντικών επενδύσεων καινοτομίας.
  • Η συγκέντρωση ενός ικανού αριθμού φορέων με εθνική και ευρωπαϊκή διάσταση. 


Παράλληλα, όμως εντοπίζονται και σημαντικές αδυναμίες σημαντικότερες από τις οποίες είναι:
  • Η εσωτερική πολεοδομική οργάνωση και λειτουργία
  • Η αστική εικόνα και το περιβάλλον της μητροπολιτικής περιοχής.

Οι πολιτική ενίσχυσης του μητροπολιτικού ρόλου της Θεσσαλονίκης συνδυάστηκε με την εφαρμογή των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων μέσω του Β' και Γ ΚΠΣ. Πιο συγκεκριμένα στα πλαίσια του Β' ΚΠΣ προωθήθηκε η ανάπτυξη βασικών υποδομών (μεταφορές, εκπαίδευση, υγεία πρόνοια), ενώ στο Γ' ΚΠΣ κύριος στόχος ήταν «η αξιοποίηση της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης - στη Βαλκανική, την EE, την παραευξείνια ζώνη και το θαλάσσιο ορίζοντα - και της συγκυρίας που διαμορφώνουν οι νέες τεχνολογικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην περιοχή». Ο στόχος αυτός εξειδικεύτηκε με το άξονα προτεραιότητας για την «Ανάδειξη του μητροπολιτικού ρόλου της Θεσσαλονίκης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας». Η στρατηγική της τρίτης περιόδου στοχεύει όχι μόνο στην ενίσχυση των τεχνικών υποδομών, αλλά και της παραγωγικής δομής της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, με έμφαση στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.

Τέλος, στα πλαίσια του ΕΣΠΑ για την προγραμματική περίοδο 2007-2013, η Θεσσαλονίκη παίζει πρωτεύοντα ρόλο με την υποστήριξη και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο μητροπολιτικός της ρόλος αναδεικνύεται στο πλαίσιο της γενικότερης ενίσχυσης του ρόλου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στην ΝΑ Ευρώπη, μέσα από την ανάπτυξη Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και των δικτύων μεταφορών, των ερευνητικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, των δραστηριοτήτων παραγωγής και μεταφοράς τεχνογνωσίας, και τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων έντασης γνώσης.

Όλα τα παραπάνω σενάρια και οι πολιτικές έχουν οδηγήσει τη Θεσσαλονίκη σ' ένα μίγμα αντιφατικών πολιτικών που την έχουν οδηγήσει σε αναπτυξιακό τέλμα και αμφίβολο μέλλον. Προς το παρόν μένουν στην πόλη οι διάφοροι κατά καιρούς χαρακτηρισμοί -μεταπρατική πόλη, πόλη των φαντασμάτων, ευρωπαϊκή μητρόπολη, πρότυπο μεσογειακής μητρόπολης βαλκανικού τύπου, Βαλκάνια Σιγκαπούρη, Θαλάσσια πύλη των Βαλκανίων, Πύλη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Βαρκελώνη των Βαλκανίων - που τη συνοδεύουν τα τελευταία 15 χρόνια.

Η Θεσσαλονίκη της αποβιομηχάνισης και του καταναλωτισμού πρέπει να εφαρμόσει πολιτικές ανάπτυξης βασισμένη στη γνώση. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει παράδοση εφαρμογής τέτοιου είδους πολιτικών, η επιλογή που θα γίνει για τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να κινητοποιήσει δυνάμεις και πλεονεκτήματα που μέχρι σήμερα ήταν παρέμεναν αδρανή ή υπολειτουργούσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.