Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Slum tourism: Η περίπτωση των favelas στο Ρίο Ντε Τζανέιρο

#ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΡΑΤΖΕΣΚΟΥ, Φοιτήτρια του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Παν. Θεσσαλίας 
#ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΥΛΩΝΑΑπόφοιτος του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Παν. Θεσσαλίας

Η εμφάνιση του εναλλακτικού τουρισμού και η σημαντική αύξηση της ζήτησης ταξιδιών συγκεκριμένου χαρακτήρα οδήγησαν στην προσφορά όλο και πιο εξειδικευμένων μορφών τουρισμού, με σκοπό την κάλυψη των αναδυόμενων και ποικίλων αναγκών. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία πολλών διαφορετικών μορφών τουρισμού. Ο νέος προσανατολισμός της ζήτησης έδωσε στο τουριστικό προϊόν μία πολιτισμική και κοινωνική κατεύθυνση, στρέφοντας το ενδιαφέρον από το τυποποιημένο, μαζικό ταξίδι στην αναζήτηση μιας περισσότερο αληθινής εμπειρίας.
Στο πλαίσιο αυτό ενισχύθηκε ο διάλογος σχετικά με το ρόλο του επισκέπτη, τον τρόπο παρουσίασης των διαφορετικών τόπων, ηθών και τρόπου ζωής καθώς και τη διάδραση των τουριστών με τον ντόπιο πληθυσμό. Έτσι ζητήματα όπως η αυθεντικότητα της τουριστικής εμπειρίας και ο ρόλος των εμπλεκόμενων φορέων ήρθαν στο προσκήνιο και αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης. Τα θέματα αυτά θίγονται και στην περίπτωση του slum tourism το οποίο μελετάται στο παρόν άρθρο.
Ο όρος «slums» χρησιμοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα για να χαρακτηρίσει τις υποβαθμισμένες περιοχές τους ανατολικού και δυτικού Λονδίνου. Τα τελευταία χρόνια τα slums αποτελούν ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο εντοπίζεται σε κάποιες από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου, και έχουν παρουσιασθεί στη διεθνή βιβλιογραφία από δύο οπτικές γωνίες, είτε ως τόποι εξαθλίωσης, είτε ως τόποι ελπίδας, με την προοπτική ότι θα επωφεληθούν τα πιο φτωχά τμήματα της πόλης. Η εμφάνιση και πληθυσμιακή αύξηση των περιθωριοποιημένων αυτών τμημάτων έχει συντελέσει στην ανάδειξη του slum tourism, το οποίο έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον, τόσο της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και των φορέων που ασχολούνται με την ανάπτυξη και τον τουρισμό, σε διεθνές επίπεδο.
Τα βασικότερα θέματα που προκύπτουν από τη μελέτη του, σχετίζονται με τον τρόπο προώθησής του, τα κίνητρα και τις εντυπώσεις των τουριστών, την αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες, τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει καθώς και το βαθμό που συνεισφέρει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Το άρθρο βασίστηκε σε βιβλιογραφική ανασκόπηση και προσεγγίζει το slum tourism σε ένα πρώτο επίπεδο θεωρητικά, με επιλεκτική παρουσίαση συμπερασμάτων από επιτόπιες έρευνες, και σε ένα δεύτερο εστιάζοντας στις favelas του Ρίο ντε Τζανέιρο, μία πόλη με σημαντική τουριστική ανάπτυξη.
Αντικείμενο μελέτης του άρθρου αποτελεί ο βαθμός που το slum tourism συνεισφέρει στην ευαισθητοποίηση των επισκεπτών και στην καταπολέμηση της φτώχειας καθώς και ο ρόλος του σχεδιασμού στην τουριστική ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Ειδικότερα παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του slum tourism, όπως αυτό αναπτύσσεται στις favelas του Ρίο, και μελετάται η επίδραση που έχει στην τοπική κοινωνία.

1.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ
To slum tourism (τουρισμός παραγκουπόλεων) αποτελεί εναλλακτική μορφή τουρισμού, που αν και θα μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια άλλων ευρύτερων μορφών όπως το «reality tourism» (τουρισμός πραγματικότητας), στο παρόν άρθρο θεωρείται ξεχωριστή κατηγορία και θα μελετηθεί ως τέτοια . Προκειμένου να γίνουν αντιληπτές και πιο κατανοητές οι λειτουργίες και οι επιπτώσεις του για την πόλη και τους κατοίκους της, γίνεται παρουσίαση ορισμένων βασικών εννοιών και συνοπτικά χαρακτηριστικών παραδειγμάτων από την παγκόσμια εμπειρία. Πιο αναλυτικά μελετάται ο τουρισμός στις favelas του Ρίο ντε Τζανέιρο, οι οποίες αποτελούν πόλο έλξης τουριστών και σήμα κατατεθέν της πόλης. Το Ρίο επιλέχθηκε ως μελέτη περίπτωσης καθώς η διάδραση μεταξύ της τουριστικής ανάπτυξης και των υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέλος, παραθέτονται κάποια βασικά συμπεράσματα, όπως προέκυψαν από τη θεωρητική ανάλυση και την προσέγγιση του τουρισμού στις παραγκουπόλεις του Ρίο.

2. ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Το διάστημα 1960-1980 ο τουρισμός αναδείχθηκε σε σημαντικό παραγωγικό κλάδο της οικονομίας ικανό να αποτελέσει «μοχλό ανάπτυξης» τόσο για τις ανεπτυγμένες όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του '70 οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και τα νέα καταναλωτικά πρότυπα φέρνουν νέα δεδομένα στη ζωή της μεσοαστικής και αστικής τάξης. Σε αυτή τη φάση το ταξίδι καταλαμβάνει πλέον σταθερό μέρος του ετήσιου οικογενειακού προϋπολογισμού των ανεπτυγμένων χωρών. Συγκεκριμένα σημαντική αύξηση της ζήτησης παρουσιάζει την περίοδο αυτή ο τουρισμός διακοπών γεγονός που αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος, με κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα, την τυποποίηση και την εμφάνιση εξειδίκευσης στους τομείς της ζήτησης και της προσφοράς. Τα νέα αυτά δεδομένα, αλλά και ένα σύνολο κοινωνικών αλλαγών που έλαβαν χώρα μετά το 1960 είχαν ως συνέπεια τη ζήτηση για κάτι διαφορετικό, λιγότερο μαζικό. Οι αλλαγές αυτές σε συνδυασμό με την όλο και μεγαλύτερη εξειδίκευση του τουριστικού προϊόντος και την έμφαση από πολλές ανεπτυγμένες χώρες στον προγραμματισμό και σχεδιασμό της ανάπτυξης, οδήγησαν μετά το 1980 στην εμφάνιση νέων ειδών τουρισμού. Στην ομάδα αυτών προστίθενται και παλαιότερες μορφές με κοινό το χαρακτηριστικό του εξειδικευμένου χαρακτήρα, τα οποία παρουσίασαν αύξηση στην ένταση εμφάνισής τους την περίοδο αυτή (Κοκκώσης Τσάρτας, 2011).

Η νέα αυτή κατηγορία η οποία χαρακτηρίστηκε ως «Εναλλακτικές μορφές τουρισμού», διαφοροποιείται από τον τουρισμό διακοπών λόγω της ύπαρξης ειδικών κινήτρων στη ζήτηση των τουριστών. Τα ειδικά αυτά κίνητρα τα οποία επηρεάστηκαν σημαντικά από τις επικρατούσες τάσεις για προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμού, ποιοτική βελτίωση του επιπέδου ζωής, αλλά και την αντίθεση στην εμπορευματοποίηση του τουριστικού προϊόντος συντέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας αυτής μορφής τουρισμού (Κοκκώσης Τσάρτας, 2011).

Τα βασικά γνωρίσματα του εναλλακτικού τουρισμού θεωρούνται ο σεβασμός προς τις πολιτιστικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, την τοπική ταυτότητα, την εκπαίδευση και αυτονόμηση των τουριστών, τη γνωριμία με την τοπική κοινωνία, την αναζήτηση μιας περισσότερο «γνήσιας» εμπειρίας. Όλα αυτά συγκροτούν ένα είδος τουρισμού το οποίο δίνει έμφαση στην κοινωνική υπευθυνότητα και δημιουργεί μια σχέση σεβασμού και διαλόγου μεταξύ τουρίστα και ντόπιου (Κοκκώσης Τσάρτας, 2011).

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πώς ο εναλλακτικός τουρισμός εμφανίστηκε ως ένας τρόπος γνωριμίας και εξερεύνησης νέων τόπων, στα πλαίσια μιας περισσότερο στοχευμένης και «ευαισθητοποιημένης» προσπάθειας οργάνωσης και ανάπτυξής του.

3. ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Ο τουρισμός, όπως προαναφέρθηκε, είναι ένας οικονομικός κλάδος ο οποίος διαμορφώνεται όπως κάθε οικονομική δραστηριότητα βάση της ζήτησης και των αναγκών των καταναλωτών. Τα κίνητρα των διάφορων τύπων τουριστών και η προσπάθεια από την πλευρά των ταξιδιωτικών γραφείων να καλύψουν τις ανάγκες αυτές οδήγησαν στη διαμόρφωση διαφορετικών τρόπων μάρκετινγκ των ταξιδιών, ανάλογα με το είδος της ζήτησης. Αυτό έχει ως συνέπεια την παρουσίαση μιας πραγματικότητας ικανής να ικανοποιήσει τις ανάγκες της ομάδας τουριστών στην οποία απευθύνονται τα ταξίδια. Σε αντίθεση με το μαζικό τουρίστα, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται αν η εικόνα αυτή είναι «κατασκευασμένη» ή όχι, ο εναλλακτικός τουρίστας αντιτίθεται σε οτιδήποτε εμπορευματοποιεί την τουριστική εμπειρία και την αντιμετωπίζει ως ευκαιρία να έρθει σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες, να γνωρίσει τον τρόπο ζωής σε άλλους τόπους. Με λίγα λόγια αναζητά μια λιγότερο «τουριστική» και περισσότερο «αυθεντική εμπειρία» (Silver,1993).

Ο ορισμός της αυθεντικότητας ενός αντικειμένου ή μίας δραστηριότητας όμως μπορεί να εμπλέκει πολλές διαφορετικές αρχές και αξίες οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση και είναι ασύμβατες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο να υπάρχει μία ξεκάθαρη εικόνα για το τι είναι αυθεντικότητα. Για το λόγο αυτό καθώς και εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσης του όρου στον τουρισμό έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και διερεύνησης (Reisinger, Steiner, 2006).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης του όρου αποτελεί ο τουρισμός της φτώχειας, αφού προωθείται ως ευκαιρία ο τουρίστας να δει την άλλη πλευρά αυτού που έχει συνηθίσει είτε στην ίδια του την πραγματικότητα, δεδομένου ότι προέρχεται από ανεπτυγμένες χώρες, είτε και στην ίδια την πόλη που επισκέπτεται και έτσι να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη και «αυθεντική» εμπειρία (Burgold, Frenzel, Rolfes, 2013). Η άλλη αυτή πλευρά αποτυπώνεται σε κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό επίπεδο μέσω του slum tourism.

4.     SLUM TOURISM
4.1 ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Το slum tourism έχει περιγραφεί με διάφορους όρους. Συγκεκριμένα, έχουν χρησιμοποιηθεί όροι όπως κοινωνικός τουρισμός (social tourism), τουρισμός της πραγματικότητας (reality tourism) με σκοπό να υποδηλώσουν ότι πρόκειται για μία εμπειρία που παρουσιάζει την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας μάλιστα πολλές φορές τον όρο αυθεντικότητα. Σε άλλες περιπτώσεις παρουσιάζεται ως ένα μέσο οι άνθρωποι να γνωρίσουν την κουλτούρα και την ταυτότητα των περιοχών αυτών και χαρακτηρίζεται με όρους όπως πολιτιστικός τουρισμός (cultural tourism), εθνικός τουρισμός (ethnic tourism). (Ramchander, 2004). Από την άλλη έχει θεωρηθεί ως μία αμφιλεγόμενη μορφή αναψυχής και έτσι όροι όπως τουρισμός της φτώχειας (poverty tourism, poor-ism), έχουν προτιμηθεί για την περιγραφή του φαινομένου. Τα προαναφερθέντα είδη τουρισμού αποτελούν ευρύτερες κατηγορίες στις οποίες θα μπορούσε να ενταχθεί το slum tourism, η επιλογή όμως του κατάλληλου όρου υπάγεται σε υποκειμενικά κριτήρια. Για το λόγο αυτό στη συγκεκριμένη εργασία θα προτιμηθεί η χρήση του όρου slum tourism, ο οποίος κατά τους Burgold, Frenzel and Rolfes αποτελεί έναν πιο ουδέτερο όρο, διαφοροποιώντας τον παράλληλα από τα υπόλοιπα είδη.

Το «slum tourism» έχει μία ιστορία 150 χρόνων με τα πρώτα παραδείγματα να εντοπίζονται στην Αγγλία. Ο όρος «slums» χρησιμοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα για να χαρακτηρίσει τις υποβαθμισμένες περιοχές τους ανατολικού και δυτικού Λονδίνου. Οι περιοχές αυτές ήταν συνδεδεμένες όχι μόνο με τη φτώχεια αλλά και με την ανηθικότητα, την αρρώστια και αποτελούσαν το «Άλλο» Λονδίνο, την άλλη πλευρά, υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο το διαχωρισμό τους από την υπόλοιπη πόλη. Παράλληλα, με τη χρήση του όρου εμφανίστηκε και το «slumming», δηλαδή οι περιηγήσεις των οικονομικά προνομιούχων στις περιοχές αυτές. Το «slumming» αντιμετωπίσθηκε πρώτη φορά ως μορφή τουρισμού στη Νέα Υόρκη το 1900, όπου και θεωρήθηκε μέρος της κουλτούρας της πόλης. Στο νότιο ημισφαίριο το φαινόμενο εξαπλώθηκε και προωθήθηκε οργανωμένα τη δεκαετία του '90 μεταφέροντας τη μελέτη του από το τοπικό στο παγκόσμιο επίπεδο (Steinbrink, 2012).

Τα τελευταία χρόνια οι εν λόγω περιοχές έχουν παρουσιασθεί στη διεθνή βιβλιογραφία από δύο οπτικές γωνίες. Η πρώτη παρουσιάζει τα slums ως περιοχές κοινωνικά και οικονομικά υποβαθμισμένες ως «τόπους αποκλεισμού και απελπισίας» (Davis, 2006), ενώ η άλλη ως αυτόνομες χωρικές ενότητες που αποτελούν απάντηση στην ταχεία αστικοποίηση, με έντονα στοιχεία τοπικής ταυτότητας και δυνατότητες ανάπτυξης (Burgold, Frenzel, Rolfes, 2013).

Η εικόνα που επικρατεί σήμερα για τα slums έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από ταινίες και ρεπορτάζ. Μέσα από αυτά αναδεικνύονται η ιδιαίτερη κουλτούρα, η μουσική, επιλέγοντας όμως να παρουσιασθούν αποκομμένα από τον τρόπο ζωής. Παράλληλα με τα στοιχεία κουλτούρας έμφαση δίνεται στις αρνητικές συνθήκες διαβίωσης και όχι στα θετικά τους στοιχεία όπως είναι η κοινοτική ζωή και η δημιουργικότητα των κατοίκων (Burgold, Frenzel, Rolfes, 2013).

Από τα διεθνή παραδείγματα παρατηρείται ότι οι τρεις σημαντικότεροι προορισμοί είναι το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Κέιπ Τάουν και το Ναϊρόμπι, περιοχές στις οποίες έχουν διαδραματιστεί πολιτικές αναταραχές τις τελευταίες δεκαετίες. Το γεγονός αυτό προσέλκυσε ανθρώπους που ενδιαφερόντουσαν για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ειρήνης στις περιοχές αυτές. Αυτοί αποτέλεσαν και τους πρώτους επισκέπτες των slums. Τέτοιου είδους δεδομένα είναι που θέτουν το ζήτημα υπό συζήτηση, αφού συνδέουν το slum tourism με την ανάδειξη της φτώχειας σε κοινωνικό πολιτικό ζήτημα το οποίο χρήζει αντιμετώπισης, δημιουργώντας ερωτήματα για τη σημερινή σχέση φτώχειας-τουρισμού που διαμορφώνεται μέσω του φαινομένου (Frenzel, 2012).


4.2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
To slum tourism θέτει τη φτώχεια ως παράγοντα προσέλκυσης τουριστώνκαι για αυτό φέρνει στην επιφάνεια πολυάριθμα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας του φαινομένου και δεδομένου της ευρείας διάδοσής του, με βασικό υποδοχέα του αναπτυσσόμενες χώρες, αποτελεί αντικείμενο μελέτης και συζήτησης, τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και ανάμεσα σε φορείς που ασχολούνται με την ανάπτυξη και τον τουρισμό, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σημαντικό είναι να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι τα ζητήματα αυτά παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα. Τα βασικότερα θέματα που προκύπτουν από τη μελέτη του σχετίζονται με τον τρόπο προώθησής του, τα κίνητρα και τις εντυπώσεις των τουριστών, την αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες, τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει καθώς και το βαθμό που συνεισφέρει στην καταπολέμηση της φτώχειας (Burgold, Frenzel, Rolfes, 2013).

Οι επισκέψεις στα υποβαθμισμένα τμήματα των πόλεων ως μέρος της αυθεντικής εμπειρίας που αναζητά ο τουρίστας θεωρούνται από πολλούς ερευνητές παραβίαση τις ιδιωτικής ζωής των κατοίκων ενώ τα κίνητρα των τουριστών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη διαμόρφωση των κινήτρων αυτών, καθοριστικό ρόλο έχει η εκ των προτέρων γνώση για το πώς είναι η ζωή στις φτωχογειτονιές αυτές, η οποία είναι απόρροια του τρόπου που παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και τον κινηματογράφο (Selinger, Outersson, 2009). 

Συγκεκριμένα τα slums παρουσιάζονται ως:
Τόποι φτώχειας και υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσης
Τόποι ιδιαίτερης κουλτούρας
Τόποι βίας και εγκληματικότητας (Burgold, Frenzel, Rolfes, 2013).

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά υποκινούν την περιέργεια των επισκεπτών, ενώ προκαλούν και αισθήματα ανασφάλειας συνθέτοντας μία εικόνα που τα κύρια στοιχεία της είναι η φτώχεια και η ανηθικότητα από τη μία και η «ξεχωριστή» πολιτιστική ταυτότητα από την άλλη. Για το λόγο αυτό θεωρείται από πολλούς σχολιαστές του φαινομένου, ότι η στάση των τουριστών υποκινείται από ηδονοβλεπτικές τάσεις καθώς και από μία ανάγκη για να «νιώσουν καλύτερα» για τη δική τους κατάσταση και καθημερινότητα (Malone, McCabe, Smith, 2013). Με δεδομένο όμως ότι οι περισσότεροι τουρίστες προέρχονται από προνομιούχα περιβάλλοντα η στάση αυτή είναι μάλλον «ανήθικη», ενώ υποβαθμίζει τους ίδιους τους κατοίκους, η ζωή των οποίων ανάγεται σε θέαμα. Η άποψη όμως ότι το σύνολο των τουριστών σκέπτεται με τον τρόπο αυτό δεν έχει αποδειχθεί, αφού παράγοντες όπως το πολιτιστικό, εκπαιδευτικό υπόβαθρο, οι εμπειρίες αλλά και ο χαρακτήρας του κάθε τουρίστα παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που επιλέγει να προσεγγίσει το ζήτημα. Επίσης, για το χαρακτηρισμό της στάσης ως ηδονοβλεπτική βασικό στοιχείο αποτελεί και ο βαθμός αποδοχής της δραστηριότητας από την κοινότητα (Selinger,Outterson, 2013).

Από την άλλη τα ταξιδιωτικά πρακτορεία υπόσχονται μία ασφαλή και αυθεντική εμπειρία, επιλέγοντας να παρουσιάσουν μία περισσότερο εξευγενισμένη μορφή όπου οι κάτοικοι αν και φτωχοί είναι ευχαριστημένοι, ενώ παράλληλα έχουν αναπτύξει τη δική τους κουλτούρα και συνήθειες ζωής. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση έτσι και εδώ παρουσιάζεται μια μάλλον συγκεχυμένη εικόνα, που μάλλον θέτει σε απόσταση τον τουρίστα, δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις και οδηγώντας τον στην εντύπωση ότι η φτώχεια αποτελεί στοιχείο της τοπικής ταυτότητας και κουλτούρας (Crossley, 2012). Το βασικότερο στοιχείο που απουσιάζει είναι η επαφή με τους κατοίκους και η ανάπτυξη μίας διαδραστικής σχέσης, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση και στην απόκτηση μιας περισσότερο ολοκληρωμένης και γνήσιας εμπειρίας. Έτσι γίνεται εμφανές ότι ο τρόπος διεξαγωγής των επισκέψεων αλλά και η ενημέρωση επηρεάζει την τελική εντύπωση που σχηματίζει ο τουρίστας (Frenzel, 2013).

Αντικείμενο μελέτης αποτελεί ακόμα ο βαθμός που το slum tourism συνεισφέρει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Είναι γεγονός πως η τουριστική δραστηριότητα έχει προσφέρει θέσεις εργασίας και έχει ενισχύσει την τοπική και ευρύτερη οικονομία, παράλληλα όμως έχει ευνοήσει την παραοικονομία και τις συγκεκριμένες ομάδες που σχετίζονται με τον τουρισμό. Παρόλο που με οικονομικούς όρους φαίνεται να υπάρχει βελτίωση, το φαινόμενο της φτώχειας χρειάζεται να προσεγγισθεί ως ένα πολυδιάστατο κοινωνικό ζήτημα (Frenzel, 2013). Ο τουρισμός θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτό. Παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις του Ρίο και του Κέιπ Τάουν οι οποίες αποτελούν χώρες υποδοχείς mega-events. Για την περίπτωση της Νότιας Αφρικής, η οποία φιλοξένησε το Μουντιάλ το 2010, η πολιτική η οποία εφαρμόστηκε ευνόησε τις πιο προνομιούχες περιοχές, ενώ ο σχεδιασμός και οι κατευθύνσεις που υιοθετήθηκαν ενέτειναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση των slums, ενισχύοντας την περιθωριοποίησή τους. Αντίστοιχα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το οποίο ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες και θα σχολιασθεί εκτενέστερα στη συνέχεια, οι πολιτικές οι οποίες σχεδιάστηκαν για τις favelas έχουν ως στόχο τον εξευγενισμό και την αναβάθμιση, δίχως να περιλαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω γίνεται φανερή η ανάγκη ενίσχυσης της κοινωνικής αλλά και πολιτικής διάστασης του τουρισμού, γεγονός που θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει και να ενισχύσει ουσιαστικότερα τις περιοχές (Frenzel, 2013).

4.3 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται μία προσπάθεια να μελετηθεί το slum tourism μέσω της παρουσίασης των παραδειγμάτων του Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής και του Μουμπάρι της Ινδίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κάθε περίπτωση είναι μοναδική, αποφεύγεται να γίνει γενίκευση των συμπερασμάτων. Στη συνέχεια παραθέτονται τα αποτελέσματα μίας έρευνας που έγινε το 2009 για το slum tourism στις περιοχές αυτές. Στόχος της έρευνας ήταν διερεύνηση της σχέσης μεταξύ του τρόπου που γίνονται οι ξεναγήσεις και των εντυπώσεων που αποκομίζουν οι τουρίστες. Η εμπειρική έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω της ενεργής συμμετοχής σε ξεναγήσεις, της διεξαγωγής συνεντεύξεων και της συλλογής ερωτηματολογίων που δόθηκαν στους συμμετέχοντες φορείς (πρακτορεία και τουρίστες) καθώς και μέσω της παρατήρησης της διάδρασης μεταξύ τουριστών και ντόπιων (Burgold, Rolfes, 2010).

Η περίπτωση του Κέιπ Τάουν
Στο Κέιπ Τάουν ο τουρισμός αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας που έχει δεχτεί μαζική προώθηση τα χρόνια μετά το Απαρτχάιντ (Booyens, 2010). Συγκεκριμένα ο τουρισμός στα slums εξυπηρετείται με περισσότερα από 40 ταξιδιωτικά πρακτορεία τα οποία παρέχουν ξεναγήσεις σε όλη την έκταση των townships. Τα townships αποτελούν περιοχές στα όρια των μεγάλων πόλεων, στις οποίες στα χρόνια του Απαρτχάιντ η κυβέρνηση είχε επιβάλει την εγκατάσταση του μη λευκού πληθυσμού της χώρας. Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται είτε αντί της λέξης προάστιο, είτε για να υποδηλώσει ένα περιθωριοποιημένο τμήμα της πόλης με υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης (Rolfes, Steinbric, Uhl). ^ 2006, οι ξεναγήσεις στα townships συγκέντρωσαν περίπου 300.000 επισκέπτες δηλαδή το 25% των τουριστών του Κέιπ Τάουν.
Η περίπτωση του Μουμπάρι της Ινδίας

Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι τουρίστες αξιολογούν την εμπειρία τους λαμβάνοντας υπόψιν και την ηθική της διάσταση, σύμφωνα βέβαια με τα ατομικά κριτήρια που

Ο τουρισμός εμφανίστηκε στην περιοχή το 2006, με την ύπαρξη ενός πρακτορείου που διεξήγαγε ξεναγήσεις, ενώ προσέλκυσε 7000 επισκέπτες στην παραγκούπολη του Νταράβι το 2010 (Burgold, Rolfes, 2010).
εκείνοι θέτουν. Ο τρόπος που πραγματοποιούνται οι ξεναγήσεις φανερώνει την προσπάθεια των ταξιδιωτικών πρακτορείων και των ντόπιων να διορθώσουν την αρνητική εικόνα που έχουν οι τουρίστες πριν την επίσκεψη, γεγονός που επιτυγχάνεται, όπως φαίνεται και από το παραπάνω διάγραμμα. Αναλυτικότερα, τα townships είναι περιοχές ιστορικής σημασίας και κουλτούρας, και αυτός είναι και ο τρόπος που τα ταξιδιωτικά πρακτορεία και οι ξεναγοί προσπαθούν να τις προωθήσουν (Burgold, Rolfes, 2010). Η προσπάθεια όμως αυτή ενισχύει την ιδέα του είναι «φτωχοί και ευτυχισμένοι» δίνοντας την εντύπωση πως η φτώχεια είναι στοιχείο κουλτούρας (Rolfes, Steinbric, Uhl, 2009). Αντίθετα, στο Μουμπάρι παρουσιάζεται πιο σφαιρική εικόνα, δίνοντας έμφαση στην αναπτυσσόμενη βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής και τη δημιουργικότητα των ντόπιων. Και σε αυτή την περίπτωση όμως παρατηρείται εξιδανίκευση της ζωής στις κοινότητες (Burgold, Rolfes, 2010).
Τέλος, προέκυψε ότι στην περίπτωση που η αρχική εντύπωση των τουριστών ήταν ότι οι προορισμοί αφορούν απομονωμένους τόπους όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης τότε η επίσκεψη στις κοινότητες μετατρεπόταν σε «θέαμα» και οι ντόπιοι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Αντίθετα αν θεωρούνταν ως τόποι κουλτούρας, με δυνατότητες ανάπτυξης, τότε ενισχυόταν και το αίσθημα φιλανθρωπίας των τουριστών και η περιήγηση μετατρεπόταν σε μία κοινωνικά υπεύθυνη δραστηριότητα, όπου ο επισκέπτης είναι πρόθυμος να κατανοήσει τον τρόπο ζωής αλλά και να συμμετάσχει στην ενίσχυση των περιοχών αυτών. 
Συνοψίζοντας προκύπτει ότι η θετική τελική εντύπωση είναι συνέπεια του τρόπου παρουσίασης, για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να δίνεται μια πιο σφαιρική εικόνα, που θα ισορροπεί μεταξύ των αρνητικών και των θετικών χαρακτηριστικών των slums (Burgold,
Rolfes, 2013).

5. ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: FAVELAS ΣΤΟ ΡΙΟ ΝΤΕ ΤΖΑΝΕΪΡΟ 
5.1. ΟΙ FAVELAS ΤΟΥ ΡΙΟ ΝΤΕ ΤΖΑΝΕΪΡΟ
Τα τελευταία 50 χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει από την επαρχία της Βραζιλίας σε μεγάλες πόλεις όπως το Ρίο, με σκοπό την εύρεση εργασίας και γενικά τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η έντονη μετανάστευση σε συνδυασμό με τη μεγάλη ανεργία προκάλεσαν προβλήματα στη στέγαση, με αποτέλεσμα να παρατηρείται αυθαίρετη δόμηση στις πλαγιές του Ρίο και τις περιοχές κοντά σε βάλτους και χωματερές. Οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν κατά αυτό τον τρόπο ονομάστηκαν αργότερα favelas. Στο Ρίο σήμερα υπάρχουν 600 favelas. Η ταχεία πληθυσμιακή αύξηση και η έλλειψη στέγης είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι να ζουν στις favelas (Learning & Teaching Scotland, 2007).

Οι favelas καταλαμβάνουν μια περιοχή 37 τετραγωνικών χιλιομέτρων που αντιστοιχεί στο 6,3% της συνολικής έκτασης του Ρίο (Russo, 2012). Κάθε favela αποτελεί μια αυτόνομη κοινότητα με ένταση υπηρεσιών ανάλογη με τον πληθυσμό και την τοποθεσία της. Οι favelas είναι περιοχές με υψηλά επίπεδα πυκνοκατοίκησης και χαρακτηρίζονται από έντονη εγκληματικότητα, πολύ χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο, μεγάλη ανεργία ενώ ταυτόχρονα υπάρχει έλλειψη σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες (Magalhaes & Villarosa, 2012). Συγκεκριμένα, αναφορικά με τις συνθήκες στέγασης, τα σπίτια στις favelas είναι παράνομα χτισμένα με βασικά υλικά το ξύλο, λαμαρίνες, σπασμένα τούβλα, ακόμα και πλαστικά φύλλα. Περίπου το 12% των νοικοκυριών στο Ρίο δεν έχουν τρεχούμενο νερό, πάνω από το 30% δεν έχουν πρόσβαση σε αποχετευτικό σύστημα ενώ ένα 30% δεν έχουν καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όσο αφορά στην πυκνότητα, 37.000 άνθρωποι κατά μέσο όρο συνωστίζονται σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο σε μια favela. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κακή υγιεινή, έχει ως αποτέλεσμα την γρήγορη εξάπλωση ασθενειών, επηρεάζοντας το προσδόκιμο ζωής, το οποίο έχει παρουσιάσει πτώση στα 56 χρόνια. Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα που εντοπίζεται στις favelas είναι η ανεργία (περίπου 20%). Βασική απασχόληση των ατόμων με κάποιο εισόδημα είναι είτε στην παραοικονομία (μαύρη αγορά), όπου εργάζονται ως μικροπωλητές, οδηγοί, εργάτες, υπηρέτες, είτε στην παραγωγή χειροποίητων προϊόντων για την τοπική λαϊκή αγορά. Τέλος, οι γειτονιές στις favelas του Ρίο ελέγχονται από εγκληματικές συμμορίες που εμπλέκονται στη διακίνηση ναρκωτικών και όπλων και έχουν συνδεθεί με ληστείες σε τράπεζες, απαγωγές παιδιών ακόμα και δολοφονίες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κάθε μέρα στο Ρίο καταγράφονται 80 δολοφονίες (Learning & Teaching Scotland 2007). Μέχρι πρόσφατα η αστυνομία αδυνατούσε να παρέμβει παρά μόνο με βαρύ κατασταλτικό οπλισμό.
Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία και κουλτούρα των favelas του Ρίο τις έχει αναγάγει σε αντικείμενο μελέτης για τον αστικό σχεδιασμό, προσελκύοντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Μετά από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες, κάθε μία με διαφορετικό προσανατολισμό, το Ρίο ανακηρύχτηκε από την UNESCO ως περιοχή πολιτιστικής κληρονομιάς που χρήζει προστασίας. Επί της ουσίας, το γεγονός αυτό προσέβλεπε στην ενθάρρυνση για εκσυγχρονισμό της πόλης με στόχο να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες εξελίξεις και να προετοιμαστεί να φιλοξενήσει με λειτουργικό τρόπο και ασφάλεια το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 και τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016.
Η Βραζιλία αποτελεί μία από τις χώρες οι οποίες γνώρισαν εντυπωσιακή αύξηση των οικονομικών της μεγεθών κατά τη δεκαετία 2000-2010 αγγίζοντας κατά μέσο όρο ετησίως 8% αύξηση. Η μεγέθυνση αυτή όμως δεν αποτυπώνεται ομοιογενώς στο σύνολο της κοινωνίας της Βραζιλίας συμβάλλοντας στην όξυνση των ανισοτήτων μεταξύ των περιοχών. Παρόλο το φιλολαϊκό προσανατολισμό, οι εκάστοτε κυβερνήσεις εφάρμοζαν πολιτικές κοινωνικών παροχών και όχι κοινωνική πολιτική ενδυναμώνοντας τη μεσαία τάξη και δημιουργώντας ουσιαστικά κενά στην ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά. Η μετάβαση της Βραζιλίας σε ανερχόμενη και δυναμική οικονομία παγκοσμίως δεν μπορεί παρά να διαπερνά την εικόνα και τη λειτουργία των πόλεων, αφού αυτές είναι που δέχονται την υλική αποτύπωση αυτής της αύξησης και οφείλουν να προσαρμοστούν βάση αυτής. Έτσι, παρατηρούνται μια σειρά από παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας τόσο με πρωτοβουλία της κρατικής διοίκησης όσο και από άλλους οργανισμούς και οργανώσεις.
Η ζήτηση για τις υπηρεσίες τουρισμού παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ειδικά μετά την ανάθεση της διοργάνωσης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2016 στην πόλη του Ρίο αλλά και του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2014 σε διάφορες πόλεις της Βραζιλίας, μεταξύ των οποίων και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Σε αυτό το πλαίσιο, την περίοδο 2010 -2012 δημοσιοποιήθηκαν διάφορα εγχειρήματα, κυρίως ιδιωτικών επενδύσεων, ύψους 80δις δολαρίων για τη βελτίωση της οικονομίας της περιοχής, εκ των οποίων περίπου τα 3δις προβλέπεται να απορροφηθούν για τις ανάγκες ανάπλασης του αστικού ιστού και των λειτουργιών του (Russo 2012).

5.2. SLUM TOURISM ΣΤΟ ΡΙΟ ΝΤΕ ΤΖΑΝΕΪΡΟ
Ο τουρισμός, ως παραγωγική δραστηριότητα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη συνολική οικονομική άνθιση της Βραζιλίας και ειδικότερα των πόλεων, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Για το λόγο αυτό, δίνεται προτεραιότητα από τις κυβερνητικές πολιτικές στο επίπεδο αστικού σχεδιασμού με στόχο την αύξηση της βιωσιμότητας, της αναγνωσιμότητας και της ελκυστικότητας των πόλεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παγκόσμιας
ζήτησης.

Ειδικά για την περίπτωση του Ρίο, ήδη από τις αρχές του 2000 η πολυπολιτισμική του κουλτούρα προσέλκυσε την προσοχή της παγκόσμιας ελίτ και ανέδειξε το Ρίο σε νούμερο ένα τουριστικό προορισμό χάριν στο συνδυασμό μιας πολυπολιτισμικής κουλτούρας (μουσική, θέατρο, πολιτισμικά δρώμενα) και τις πολυάριθμες εξωτικού φυσικού κάλλους τοποθεσίες. Οι favelas του Ρίο είναι τόπος προσέλκυσης επισκεπτών εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον, όταν άρχισαν να διαφημίζονται από το "Rocinha tours" σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες και παρουσιάστηκαν σε ταξιδιωτικούς οδηγούς όπως ο Lonely Planet. Ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση της προσέλκυσης τουριστών στην περιοχή ήταν η προβολή της -ιδιαίτερα της φτώχειας και της βίας - μέσα από ταινίες όπως "Η πόλη του Θεού" (Cidade de Dieus) και "Οι επίλεκτοι" (Tropa de Elit) οι οποίες έκαναν παγκόσμια επιτυχία.

Η αυξημένη τουριστική δραστηριότητα στο Ρίο οφείλεται επίσης στην προετοιμασία για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, λόγω των οποίων η πόλη δέχτηκε τεράστιες αλλαγές, ούτως ώστε να καλύψει τις ανάγκες της διοργάνωσης τόσο σε επίπεδο εγκαταστάσεων όσο και παροχής υπηρεσιών. Με προτεραιότητα στο μεταφορικό δίκτυο, στο Ρίο έχουν πραγματοποιηθεί μια σειρά από έργα υποδομής μεγάλης κλίμακας, όπως η επέκταση των γραμμών του μετρό, το άνοιγμα νέων δρόμων, η ανάπλαση του λιμανιού, ένα δίκτυο τελεφερίκ εντός της πόλης, καθώς επίσης και καινούργιες εγκαταστάσεις για τις ανάγκες του Ολυμπιακού Χωριού και του Ολυμπιακού Σταδίου. Όλη αυτή η κατασκευαστική δραστηριότητα από τη μία έχει δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας, από την άλλη όμως έχει οξύνει τις αντιφάσεις εντός του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική του Δήμου για την διατήρηση της ασφάλειας στην πόλη, γνωστή ως UPPs (Pacifying Police Unit), που στόχο έχει την εξυγίανση των slums. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καταστολή της εγκληματικότητας και όχι λύση του προβλήματος Παρόλα αυτά τα νέα έργα έχουν ωφελήσει τις ήδη ευνοημένες και πλούσιες περιοχές της πόλης (Warburg Sorensen, 2013).
Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των favelas όπως παρουσιάστηκαν προηγουμένως, οι περιηγήσεις στις περιοχές των favelas διοργανώνονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και αποκλειστικά σε οργανωμένες ομάδες, οι οποίες συνοδεύονται από εξουσιοδοτημένους οδηγούς. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η όλη διαδικασία του λεγόμενου «slum tourism» στο Ρίο υποστηρίζεται από ΜΚΟ που διαπραγματεύονται με τις τοπικές συμμορίες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των επισκεπτών. Η πλειοψηφία των κατοίκων στις favelas θεωρούν ότι το συγκεκριμένο είδος τουρισμού δεν επιφέρει κέρδη στους ίδιους, καθώς και ότι δεν αξιοποιείται η τουριστική αξία των περιοχών, ώστε να υλοποιηθούν έργα κοινωνικής υποδομής ή να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Το μοναδικό θετικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους κατοίκους, είναι η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων των τουριστικών ειδών. Οι κοινότητες των favelas, έχουν εντοπίσει το πρόβλημα στο γεγονός ότι οι ίδιοι κάτοικοι δεν εμπλέκονται στη διοργάνωση των τουριστικών ξεναγήσεων, η οποία αποτελεί μονοπώλιο των μεγάλων ταξιδιωτικών γραφείων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κάτοικοι αντιπροτείνουν την ενεργή συμμετοχή τους στη διοργάνωση και κυρίως στη ξενάγηση των επισκεπτών, καθώς με αυτόν τρόπο θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Επιπρόσθετα, ζητούν από την πολιτεία να κινητοποιηθεί με δράσεις για την ουσιαστική εξυγίανση αυτών των περιοχών (Terrero, 2014).

Από τη μία πλευρά, η τουριστική ελκυστικότητα των παραγκουπόλεων (slums) έχει χαρακτηριστεί ως «ανήθικη» και απόρροια της «περιέργειας» των επισκεπτών να βρεθούν σε περιοχές με σκληρές συνθήκες διαβίωσης, όπως οι favelas. Από την άλλη, κοινοτικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται αυτή την κατάσταση δημιουργώντας τα δικά τους τουριστικά αξιοθέατα αλλά και πολιτιστικούς χώρους και εκδηλώσεις, φεστιβάλ μικρής κλίμακας, συναυλίες, χορό, λαϊκές αγορές, εργαστήρια και μαθήματα, ερευνητικά και εκπαιδευτικά κέντρα, καθώς και μικρές τουριστικές υποδομές, όπως μικροί ξενώνες και εστιατόρια (Russo 2012). Πιο συγκεκριμένα και σχετικά με τα χαρακτηριστικά των τουριστών από έρευνα των B. Freire-Medeiros, M. G. Vilarouca και P. Menezes με ερωτηματολόγια στην περιοχή μελέτης, έχει προκύψει ότι ο ηλικιακός μέσος όρος των επισκεπτών κυμαίνεται στην ηλικία των 40 ετών, οι περισσότεροι έχουν υψηλό οικογενειακό εισόδημα (πάνω από 2.500$) και προέρχονται κυρίως από χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ενώ πάνω από το 80% επισκέπτονται για πρώτη φορά το Ρίο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων τουριστών θεωρεί ότι συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη των κοινοτήτων και στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών. Από την άλλη μεριά, η ζωή στις favelas αντιμετωπίζεται από τους τουρίστες ως «πάρκο» φτώχειας όπου μπορούν να γνωρίσουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής - χειρότερο ποιοτικά από τον δικό τους - και να αισθανθούν καλύτερα για τη δική τους κατάσταση (Freire-Medeiros, Vilarouca, Menezes 2013).

6.    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το slum tourism εμφανίστηκε ως μία εναλλακτική μορφή τουρισμού η οποία ως στόχο είχε την αναζήτηση της «αυθεντικής εμπειρίας», η οποία συνδέεται στα πλαίσια του slum tourism με την άλλη όψη της πραγματικότητας, που ο τουρίστας έχει συνηθίσει στην καθημερινότητα του. 
Το «Άλλο» Λονδίνο της βικτωριανής εποχής αποτελούσε τη διαφορετική πραγματικότητα που σήμερα αντικαταστάθηκε από περιοχές ανά τον κόσμο που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Το γεγονός ότι η ύπαρξη κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη αυτής της μορφής τουρισμού προκαλεί ερωτήματα σχετικά με την ηθική του διάσταση. 
Στις περισσότερες περιπτώσεις προωθείται μια «κατασκευασμένη» εικόνα, που διαμορφώνεται τόσο από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία όσο και από τα μέσα ενημέρωσης και τον κινηματογράφο, με τα slums να παρουσιάζονται είτε ως τόποι εξαθλίωσης είτε ως τόποι ελπίδας, όπου η φτώχεια αποτελεί στοιχείο κουλτούρας. Συγκεκριμένα, αυτή η εικόνα ενισχύει το χωρικό διαχωρισμό και υποκινεί ηδονοβλεπτικές τάσεις, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη συμμετοχής των κατοίκων στον τρόπο διεξαγωγής του, καθώς και τη σημασία που έχει η ίδια η αλληλεπίδραση τους με τους επισκέπτες. 
Αναδεικνύεται έτσι ο κοινωνικός χαρακτήρας του slum tourism αλλά και η δυνατότητα αναγωγής του σε μέσο ευαισθητοποίησης με απώτερο στόχο την υποστήριξη των περιοχών αυτών, οι οποίες βρίσκονται σήμερα στο περιθώριο του κυβερνητικού προγραμματισμού. 
Αναλυτικότερα, οι πολιτικές τουριστικής ανάπτυξης από τη μεριά των κυβερνήσεων προσβλέπουν στην καταστολή των προβλημάτων και όχι σε ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στην πόλη. Όπως φαίνεται και στην περίπτωση του Ρίο, οι κυβερνήσεις επιλέγουν να επενδύσουν στην οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση των «καλών» περιοχών με σκοπό να αναβαθμίσουν την εικόνα της πόλης ενώ οι κατευθύνσεις που προβλέπονται για τα περιθωριοποιημένα τμήματα εστιάζουν σε μέτρα συγκάλυψης και εξευγενισμού της κατάστασης, καταστέλλοντας οποιαδήποτε αντίδραση. 
Στην πραγματικότητα όσο μεγαλύτερο είναι το οικονομικό όφελος τόσο οι ανισότητες στα πλαίσια του σχεδιασμού των πόλεων οξύνονται, γεγονός που επιβεβαιώνει και το παράδειγμα του Ρίο όπου η μεγαλύτερη βαρύτητα δόθηκε στα εντυπωσιακά έργα (στάδιο, ξενοδοχεία, κλπ) ενόψει των δύο μεγάλων γεγονότων, ενώ, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, οι πιο υποβαθμισμένες γειτονιές της πόλης παρέμειναν σχεδόν ανέπαφες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κάτοικοι διεκδικούν την ενεργή συμμετοχή τους στις ξεναγήσεις στις favelas, οι οποίες σήμερα αποτελούν μονοπώλιο μεγάλων ταξιδιωτικών γραφείων, καθώς και την αξιοποίηση της τουριστικής αξίας των favelas με πολιτικές παρεμβάσεις, που θα αναβαθμίσουν τις περιοχές και το επίπεδο ζωής των κατοίκων, δημιουργώντας ευκαιρίες και νέες θέσεις εργασίας.

Βιβλιογραφία 
Ελληνόγλωσση
  • Κοκκώσης, Χ. & Τσάρτας, Π. & Γκρίμπα, Ε.( 2011) Ειδικές και Εναλλακτικές Μορφές τουρισμού, 1η εκδ, Κριτική, Αθήνα.

Ξενόγλωσση
  • Booyens, I. (2010), 'Rethinking township tourism: Towards responsible tourism development in South African townships', Development Southern Africa, 27, (2), pp. 273-287.
  • Burgold, J. & Frenzel, F. & Rolfes, M. (2013), 'Observations on slums and their touristification', DIE ERDE - Journal of the Geographical Society of Berlin, 144, (2), pp. 99-104.
  • Burgold, J. & Rolfes, M. (2013), 'Of voyeuristic safari tours and responsible tourism with educational value: Observing moral communication in slum and township tourism in Cape Town and Mumbai', DIE ERDE - Journal of the Geographical Society of Berlin, 144, (2), pp. 161-174.
  • Crossley, E. (2012), 'Poor but Happy: Volunteer Tourists' Encounters with Poverty', Tourism Geographies: An International Journal of Tourism Space, Place and Environment, 14, (2), pp. 235-253.
  • Davis, M (2006), Planet of Slums,Verso, London.
  • Frenzel, F. (2012), ' Beyond 'Othering': The political roots of slum tourism', in: Frenzel, F., Koens, K. & Steinbrink, M. (eds.), Poverty, power, and ethics in Global Slum Tourism, Routledge, New York.
  • Learning and Teaching Scotland (2007), Human Environments: Urban Change. A Case Study of Rio de Janeiro, διαθέσιμο στο: http://www.educationscotland.gov.uk/Images/Rio%20de%20Janeiro%20(Int%201%2C%202)_tcm 4-414207.doc [Πρόσβαση στις 17/12/2013]
  • Frenzel, F. (2013), 'Slum tourism in the context of the tourism and poverty (relief ) debate', DIE ERDE -Journal of the Geographical Society of Berlin, 144, (2), pp. 117-128.
  • Gibson, Ο. & Watts, J. (2013), 'World Cup: Rio favelas being 'socially cleansed' in runup to sporting events', The Guardian, διαθέσιμο στο: http://www.theguardian.com/world/2013/dec/05/world-cup-favelas-socially-cleansed-olympics [Πρόσβαση στις 27/12/2013]
  • Magalhaes, F. & Villarosa, F. (2012), 'Slum upgrading: Lessons learned from Brazil, διαθέσιμο στο: http://publications.iadb.org/bitstream/handle/11319/388/Slum%20Upgrading%20-%20Lessons%20Learned%20from%20Brazil%281%29.pdf?sequence=4       [Πρόσβαση       στις 17/12/2013]
  • Malone, S. & McCabe, S. & Smith, A. (2013), 'The role of hedonism in ethical tourism', Elsevier: Annals of Tourism Research, 44, pp. 241-254. 
  • Prefeitura de  Sao Paolo  (2007), Municipal Housing Plan 2009-2024, διαθέσιμο στο:  <URL http://www.habisp.inf.br/theke/documentos/pmh/pmh versao outubro 2011 pdf/HPM october 2011 en.pdf> [πρόσβαση στις 27/12/2013] 
  • Xavier, H. & Magalhaes, F. (2003), Urban Slums Reports: The case of Rio de Janeiro, London's Global University,   διαθέσιμο   στο:       http://www.ucl.ac.uk/dpu-projects/Global_Report/pdfs/Rio.pdf [Πρόσβαση στις 27/12/2013] 
  • Ramchander, P. (2004), ' Towards the responsible management of the socio-cultural impact of township tourism', in F. Frenzel, K. Koens, and M. Steinbrink (eds.), Tourism and Politics: Global frameworks and Local Realities, pp 49-65,Elsevier, London. 
  • Reisinger, Y. & Steiner C. (2006), 'Reconceptualizing object authenticity',   Annals of Tourism Reasearch, 33, (1), pp. 65-86. 
  • Rolfes, M. & Steinbrink, M. & Uhl, C. (2009), Townships as Attraction: An Empirical Study of Township Tourism in Cape Town,    Potsdam: Praxis Kultur - und Sozialgeographie, διαθέσιμο στο: http://opus.kobv.de/ubp/volltexte/2009/2894/pdf/pks46.pdf [Πρόσβαση 20/12/2013] 
  • Russo, Α. (2012), 'Branding Brazilian slums through "freeware" cultural production: the case of Rio de Janeiro',διαθέσιμο   στο:   http://www-sre.wu.ac.at/ersa/ersaconfs/ersa12/e120821aFinal00367.pdf [πρόσβαση στις 16/12/2013] 
  • Selinger, E. & Outterson, K. (2009), The Ethics of Poverty Tourism, working paper, Boston University School of Law, διαθέσιμο στο:http://www.bu.edu/law/faculty/scholarship/workingpapers/documents/SelingerEOuttersonK06-02-09.pdf [Πρόσβαση 10/01/2014] 
  • Silver I. (1993), 'Marketing authenticity in Third World countries', Annals of Tourism Research, 20, (2),pp. 302-318.
  • Steinbrink, M. (2009), ' Urbanisation, Poverty and Translocalitiy: Insights from South Africa', African Population Studies, 23, pp. 219-252.
  • Steinbrink, M. (2012), ''We did the Slum!' - Urban Poverty Tourism in Historical Perspective', Tourism Geographies: An International Journal of Tourism Space, Place and Environment, 14, (2), pp.213-234.
  • Terrero, L. (2014), Social Impact of Tourism in Brazil, Global Sustainable Tourism Review, διαθέσιμο στο: http://qualitycoast.info/wp-content/uploads/2014/03/Dossier-Brazil-Social-impacts.pdf [Πρόσβαση 10/07/2015]
  • Rio 2016 (2013), Sustainability Management,Plan: Rio 2016™ Olympic and Paralympic Games', Rio 2016, διαθέσιμο στο: http://www.rio2016.com/sites/default/files/parceiros/sustainability_management_plan_aug2013.pdf > [Πρόσβαση στις 27/12/2013]
  • Warburg Sorensen, M. (2013), ' Community planning as resistance to forced removals. The Olympics in Rio de Janeiro', master thesis, Roskilde University, Department of Environmental, Social and Spacial Change, Rio de Janeiro.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.