Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Ταυτότητα και αναγνωρισιμότητα αιγαιοπελαγίτικων οικισμών

Το Λακκί της Λέρου ως ειδική περίπτωση

#ΑΡΗΣ ΣΑΠΟΥΝΑΚΗΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
#ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Πολεοδόμος Χωροτάκτης Μηχανικός Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

H εικόνα των αιγαιοπελαγίτικων οικισμών έχει ήδη γίνει γνωστή σε παγκόσμια κλίμακα από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. 
Κύρια συστατικά αυτής της εικόνας είναι τα λιτά και γεωμετρικά λευκά κτίσματα σε συνδυασμό με το φυσικό περιβάλλον, το έντονο φως, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας και το άνυδρο τοπίο των μικρών νησιών. 
Η αίσθηση της ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα που εμπεριέχεται και αποδίδεται από την εικόνα των Αιγαιοπελαγίτικων παραδοσιακών οικισμών είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων των κοινωνιών που τα δημιούργησαν με βασικό χαρακτηριστικό τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων. Η έννοια της ενότητας κυριαρχούσε στα μέλη των τοπικών κοινοτήτων που αλληλοϋποστηρίζονταν για να αντιπαρέλθουν τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν είτε αυτές οφείλονταν σε φυσικά φαινόμενα είτε είχαν ανθρωπογενή χαρακτήρα.

Τα νησιά του Αιγαίου είναι πολλά και το κάθε ένα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιστορία. Ένα κοινό χαρακτηριστικό όμως ήταν το γεγονός ότι τα προβλήματα των κατοίκων εντάθηκαν με αποτέλεσμα να τα εγκαταλείψει σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους μέσα στον 20ό αιώνα σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα όμως η κατάσταση άλλαξε με την αναγνώριση του ιδιαίτερης αισθητικής αξίας φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίο τους. Προσανατολισμένα πλέον στην εξυπηρέτηση της τουριστικής ζήτησης, όλα σχεδόν τα μικρά νησιά του Αιγαίου δραστηριοποιούνται αναλόγως, αυξάνουν τον πληθυσμό τους και αλλάζουν σταδιακά χαρακτήρα σε βαθμό που να τίθεται σοβαρό θέμα ελέγχου αυτού του είδους της ανάπτυξης αλλά και ανθεκτικότητας της τοπικής κοινωνίας στις κάθε είδους επιπτώσεις της.

Ανάμεσα όμως στους οικισμούς στην μεγάλη πλειοψηφία των οποίων κυριαρχεί η εικόνα της άναρχης μεν αλλά πειθαρχημένης σε άρρητους κανόνες ανάπτυξης, υπάρχει και η περίπτωση του Λακκιού στη Λέρου που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε όχι από την τοπική κοινωνία αλλά από τους Ιταλούς κατακτητές στην περίοδο του μεσοπολέμου. Η ταυτότητα του οικισμού είναι ιδιαίτερα ισχυρή καθώς αποτελεί υπόδειγμα ιταλικού ρασιοναλισμού. Τα περισσότερα κτίσματα βρίσκονται σήμερα σε καλή κατάσταση και χρησιμοποιούνται κανονικά από την τοπική κοινωνία. Εν τούτοις και παρά την μοναδικότητα του συγκεκριμένου οικισμού αλλά και την γενικευμένη πλέον αναγνώριση των νησιών του Αιγαίου ως αξιόλογους τουριστικούς προορισμούς, η επισκεψιμότητα στον συγκεκριμένο τόπο δεν έχει αυξηθεί ιδιαίτερα. Το ερώτημα που τίθεται είναι πού οφείλεται αυτή η υστέρηση.

1. Η ανώνυμη αρχιτεκτονική των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών
Ο άνθρωπος φτιάχνει τον χώρο του για να καλύψει τις ανάγκες του είτε αυτές είναι περισσότερο είτε λιγότερο βασικές. Ο μετασχηματισμός του φυσικού αλλά και του εν γένει προϋφιστάμενου περιβάλλοντος γίνεται με γνώμονα την ικανοποίηση των απαιτήσεων που προκύπτουν από αυτές τις ανάγκες. Η κλίμακα αυτών των αλλαγών στο δομημένο περιβάλλον διαφέρει καθώς ξεκινά από το ατομικό και ιδιωτικό και μέσα από το συλλογικό ή και εταιρικό φτάνει στο επίπεδο μιας ευρύτερης οικονομικής και κοινωνικής ενότητας, ότι χαρακτήρα και αν έχει αυτή. Με αυτή τη λογική το δομημένο περιβάλλον περιέχει στοιχεία και μπορεί να θεωρηθεί ως αντανάκλαση του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι (Rapoport, 1974 & 1979 και Sapounakis, 1985).

Αναφορικά με τους μικρούς Αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς, η αντιληπτική εικόνα του αστικού περιβάλλοντος που αποδίδεται είναι στενότατα δεμένη με τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών που τους δημιούργησαν. Πιο συγκεκριμένα, οι οικισμοί αυτοί, με την μορφή που είχαν πριν την τουριστική ανάπτυξη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, κατασκευάστηκαν μερικούς αιώνες νωρίτερα αποτελώντας χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής τους. Στα άνυδρα και άγονα μικρά νησιά, οι κατοικίες που αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του κτιριακού αποθέματος είναι μικρές σε μέγεθος, λιτές και γεωμετρικές έχοντας εν τούτοις αναπτυχθεί με εξαιρετική ποικιλία και πλαστικότητα στην μορφολογική τους οργάνωση (Βασιλειάδης, 1972). Καθώς η στενότητα των μέσων παραγωγής δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν ουσιαστικές εισοδηματικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα μέλη των τοπικών κοινωνιών, τα μόνα κτίσματα που μπορεί να ξεχωρίσουν λόγω του σχήματος ή του όγκου τους είναι εκκλησίες, σχολεία, ανεμόμυλοι, εμπορικά ή κοινοτικά καταστήματα, πολύ σπάνια όμως κατοικίες. Η περιορισμένη επιφάνεια των σπιτιών είναι αντανάκλαση της παραγωγικότητας του συνήθως περιορισμένου κλήρου των νοικοκυριών. Σε περιπτώσεις που στο Αιγαίο παρουσιάζεται το φαινόμενο μία κατοικία να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες, τούτο οφείλεται στην αυξημένη οικονομική επιφάνεια των ιδιοκτητών είτε λόγω πρωτογενούς παραγωγής είτε λόγω άλλων πιο προσοδοφόρων δραστηριοτήτων σαν την ναυτιλία όπως μαρτυρούν τα πυργόσπιτα και τα αρχοντικά της Ύδρας και της Άνδρου (Χαριτωνίδου, 1982).

Η συνολική αντιληπτική εικόνα των οικισμών έχει έντονα τα στοιχεία της ισότητας μεταξύ των μελών της τοπικής κοινωνίας, της ενότητας που τους διακατείχε αλλά και της πολλαπλότητας στην τελική μορφή των κτισμάτων. Παρά το μικρό τους μέγεθος και τα απλά τους κυβιστικά χαρακτηριστικά, κανένα κτίσμα δεν είναι ακριβώς ίδιο με άλλο, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι κάτοικοι ή τα νοικοκυριά μεταξύ τους. Πέρα από το ζήτημα της αδυναμίας συσσώρευσης κεφαλαίου, η έννοια της ενότητας κυριαρχούσε στα μέλη των τοπικών κοινοτήτων καθώς αλληλοϋποστηρίζονταν για να αντιπαρέλθουν τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν είτε αυτές οφείλονταν σε φυσικά φαινόμενα είτε είχαν ανθρωπογενή αίτια. Πολύ συχνά η ήδη περιορισμένη σοδειά χανόταν λόγω των καιρικών συνθηκών με αποτέλεσμα να απαιτείται στήριξη είτε μέσα στην οικογένεια είτε μεταξύ διαφορετικών νοικοκυριών. Αυτή η σύμπνοια μεταξύ των κατοίκων των μικρών Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών αναπαρίσταται χαρακτηριστικά στην άρρηκτη συνοχή του αστικού ιστού με τρόπο όμως που να διατηρείται στην συνολική της μορφή η ατομικότητα, η οποία, όπως παρατηρεί ο Ρωμανός, ξεκουράζει με την ποικιλία της (Ρωμανός, 1975 & 1982: 10).

Συχνά πρωταρχική ανάγκη ήταν η αμυντική ικανότητα των οικισμών που, σε συνδυασμό με το επικλινές του εδάφους, οδήγησε στην διάταξη των κτισμάτων σε επαφή το ένα με το άλλο με μικρά ανοίγματα στις εκτεθειμένες πλευρές. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί ο οικισμός Κάστρο της Σίφνου στον οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον η οργάνωση όχι μόνο των εξωτερικών του όψεων αλλά και των διαδρομών στο εσωτερικό του οικισμού (Τζάκου, 1976: 184). 


Πέρα από την ογκοπλασία του κτιριακού αποθέματος των οικισμών, η οικονομική και κοινωνική βάση των τοπικών κοινωνιών εκφράστηκε στην τυπολογία της διάταξης των ιδιωτικών και δημόσιων χώρων αλλά και στην ανάπτυξη αρκετά εκτενούς ζώνης ημι-δημόσιου χαρακτήρα που υποστηρίχθηκε από την σεμνότητα και συντροφικότητα μεταξύ των κατοίκων αλλά και από την διάθεση τους για καθημερινή επικοινωνία. Αναφορικά με το εσωτερικό των οικισμών, οι ψηλές πέτρινες μάντρες και οι επιβλητικές κατοικίες που απαντώνται στα νησιά με τις ισχυρές εισοδηματικές διαφοροποιήσεις, λείπουν από τους περισσότερους οικισμούς των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. Αντίθετα σε αυτά κυριαρχούν οι αυλές με τα χαμηλά πεζούλια και την χαρακτηριστική εικόνα των κατοίκων που χρησιμοποιούν τον ημι-δημόσιο χώρο με άνεση καλωσορίζοντας τους περαστικούς ακόμα και όταν δεν τους γνωρίζουν. (Πολυχρονιάδης & Χατζημιχάλης, 1974)


Φολέγανδρος, ζώνη ημι-δημόσιου χώρου Σχέση δημόσιου - ημι-δημόσιου χώρου σε τομή  πηγή: Πολυχρονιάδης & Χατζημιχάλης (1974)
Η εξαιρετική ποικιλία της αντιληπτικής εικόνας των οικισμών εκτός από την μορφολογική οργάνωση των όψεων ξεπηδάει και από την σχέση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο που συνεισφέρει ουσιαστικά στη μορφολογική μοναδικότητα των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών. Η λεπτομερής ανάλυση της μορφής της βασικής διαδρομής στη Χώρα της Νάξου αναδεικνύει την μη κανονικότητά της καθώς και τις δυνατότητες που προσφέρει στον επισκέπτη για σειριακή αντίληψη του χώρου αλλά συγχρόνως και για οπτικές φυγές σε πολλές κατευθύνσεις κατά μήκος της πορείας (Εικόνα 6). Η όσμωση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν γίνεται μέσα από αυλές και πεζούλια αλλά λόγω της κεντρικότητας της διαδρομής μέσα από εναλλαγές στον άξονα καθώς και καμάρες και άλλα στοιχεία όπως μικρά δωμάτια με παράθυρα ή μπαλκόνια που γεφυρώνουν τον δημόσιο χώρο. 


Ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε η συγκεκριμένη όπως και πολλές άλλες αντίστοιχες διαδρομές ήταν χωρίς συνολικό αρχικό σχέδιο αλλά με την κατασκευή κάθε κτίσματος χωριστά με δημιουργούς τους εκάστοτε ιδιοκτήτες σε διαφορετικές αλλά σχετικά παραπλήσιες χρονικές περιόδους. Με αυτόν τον τρόπο ο οργανωμένος σχεδιασμός με την σημερινή λογική αντικαθίσταται από την αυτενέργεια πολλών διαφορετικών ανωνύμων δημιουργών με βάση τις δικές τους ανάγκες για στέγαση, τις κατασκευαστικές τους δεξιότητες και τον σεβασμό στις αξίες της κοινότητας στην οποία ανήκουν. Η κάθε πέτρα τοποθετείται σε συγκεκριμένη θέση αφού πρώτα ο κατασκευαστής ελέγξει επί τόπου και όχι επί χάρτου αν ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες της κατοικίας του σε συνδυασμό με τις αποστάσεις από τα γειτονικά κτίσματα και την απαιτούμενη γεωμετρική, λειτουργική και αισθητική επάρκεια του δημόσιου χώρου. Ας σημειωθεί ότι μία πρόσθετη παράμετρος που επηρέασε το σχεδιασμό των δημοσίων χώρων ήταν η ανάγκη για προστασία από τον πολύ συχνά ισχυρότατο άνεμο με συνέπεια να αποφεύγονται οι ευθύγραμμες διαδρομές. Προσεγγίζοντας το ζήτημα συνολικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο αν όχι αδύνατο αυτή η ποικιλομορφία στην οργάνωση του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου που προέκυψε από την συμμετοχή τόσων ανώνυμων δημιουργών να προκύψει με τόσο εντυπωσιακό τρόπο μέσα από οργανωμένο σχεδιασμό.

2. Η ταυτότητα των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα βασικά συστατικά της αντιληπτικής εικόνας των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών είναι τα μικρού μεγέθους, λιτά, γεωμετρικά και κατά κανόνα λευκά κτίσματα σε φαινομενικά μη κανονική διάταξη που όμως προκύπτει από και αναπαράγει την ανθρώπινη κλίμακα. Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με το τοπίο, την γεωμορφολογία, τον φωτισμό της περιοχής αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας συνθέτουν την ταυτότητα των οικισμών (Σαπουνάκης, 2012: 44). Όπως προαναφέρθηκε βασικό συστατικό αυτής της ταυτότητας είναι η έννοια της ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα.
Τα νησιά του Αιγαίου όμως είναι πολλά και το κάθε ένα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιστορία. Διερευνώντας τα όρια της ταυτότητας και της μοναδικότητας των οικισμών τους, παρατηρούμε τους τρεις οικισμούς των εικόνων 1 έως 3 που παρατίθενται (Εικόνες 7, 8 & 9). Είναι και οι τρεις Αιγαιοπελαγίτικοι οικισμοί που εμφανίζουν τόσα κοινά χαρακτηριστικά που οι παραπάνω έννοιες κινδυνεύουν να αποδυναμωθούν. Το τοπίο είναι παρεμφερές ενώ η οργανική ανάπτυξη του κτιριακού αποθέματος των οικισμών και στις τρεις περιπτώσεις έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της επικλινούς επιφάνειας με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η αναγνώρισή τους. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με τον εντοπισμό της μορφής και της θέσης χαρακτηριστικών στοιχείων όπως των εκκλησιών στην περίπτωση της Χώρας της Σερίφου και της Χώρας της Ίου και φυσικά την θέση του κάστρου της Χώρας της Αστυπάλαιας.



Από τις φωτογραφίες αυτές γίνεται φανερό ότι η εντυπωσιακή ποικιλομορφία των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών έχει την δυνατότητα να λειτουργεί ως ταυτότητα σε βαθμό που να αισθάνεται ο επισκέπτης ότι πραγματικά πρόκειται για τα νησιά του Αιγαίου. Παρά την αδιαμφισβήτητη έννοια αυτής της ταυτότητας, που κυρίως προκύπτει από την χαρακτήρα της δόμησης, και παραβλέποντας την σύγχυση που προαναφέρθηκε, το σύνολο της πληροφορίας που εμπεριέχεται στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον της κάθε διαφορετικής περίπτωσης είναι χαρακτηριστικά μοναδικό.

Η αισθητική αξία της ανώνυμης αρχιτεκτονικής των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών εντοπίστηκε το 1933 όταν κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα σημαντικής για την διεθνή Αρχιτεκτονική 4ης συνάντησης του Συνεδρίου CIAM (Congres intemationaux d'architecture moderne) της Αθήνας οι σύνεδροι με προεξάρχοντα τον Le Corbusier επισκέφθηκαν την Μύκονο. Αναγνωρίζοντας τις αρετές της αρχιτεκτονικής του νησιού ο Le Corbusier φέρεται να είπε ότι ‘είναι αδύνατο να θεωρηθεί κανείς αρχιτέκτονας εάν δεν έχει δει τα σπίτια της Μυκόνου’. Αντίστοιχη αναγνώριση της αξίας της αντιληπτικής εικόνας και ουσιαστικά της ταυτότητας των μικρών οικισμών του Αιγαίου έχουν εκφράσει και άνθρωποι όπως ο Καζαντζάκης που της απέδωσε στοιχεία του Χριστιανικού παραδείσου με ελληνική αιωνιότητα.

Η αναγνώριση της ταυτότητας της αντιληπτικής εικόνας των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών από τους συνέδρους του CIAM το 1933 έκανε γνωστά αρχικά σε ένα περιορισμένο κοινό ειδικών και αργότερα σε περισσότερους ανθρώπους διεθνώς την Μύκονο και κατ’ επέκταση τους υπόλοιπους οικισμούς ανώνυμης αρχιτεκτονικής του Αιγαίου. Η επισκεψιμότητα των νησιών από εξωτερικό κυρίως τουρισμό αυξήθηκε μεταπολεμικά και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Ο ΕΟΤ προσπάθησε να ενισχύσει τις τάσεις αυτές προβάλλοντας με τον κατάλληλο τρόπο αυτό που οι τότε ιθύνοντες πίστευαν ότι έχει την μέγιστη απήχηση στην τουριστική αγορά της εποχής (Εικόνα 10).


Οι συνθήκες της λεκάνης της Μεσογείου αλλά και τα κοινά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων που ζουν εκεί δημιούργησαν την βάση για να αναπτυχθούν, παράλληλα με τους οικισμούς των μικρών νησιών του Αιγαίου, τυπολογίες οικισμών που παρουσιάζουν ισχυρή μορφολογική συγγένεια με αυτούς. 
Ανάμεσα σε αυτά τα παραδείγματα περιλαμβάνονται οικισμοί όπως ο Ανάβατος ή οι Ολύμποι της Χίου και μερικοί οικισμοί της Ιταλίας και της Βόρειας Αφρικής αλλά και τμήματα μεγαλύτερων σύγχρονων πόλεων όπως η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ή η παλιά πόλη (Μεντίνα) του Φεζ που απαρτίζονται από μικρού μεγέθους απλά και κυβιστικά κτίσματα που είναι αντίστοιχα αναπτυγμένα οργανικά. 
Εν τούτοις το ισχυρό branding της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής ενέπνευσε τον Καναδό Ισραηλινής καταγωγής και συνεπώς Μεσογειακών καταβολών αρχιτέκτονα Moshe Safdie να σχεδιάσει και να κατασκευάσει το οικιστικό συγκρότημα που ονόμασε Habitat 67 στο Μοντρεάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1970. 
Παρά την διαφορετική κλίμακα των δύο συνόλων, οι ομοιότητες με το μέτωπο της Χώρας της Μυκόνου στην περιοχή της Αλευκάντρας γνωστό και ως μικρή Βενετία είναι φανερές (Εικόνες 11 & 12).


Συμπερασματικά η ισχυρή ταυτότητα των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών αναγνωρίστηκε ως μοναδική και ως ικανή να προσελκύσει επισκέπτες τόσο από την Ελλάδα όσο ακόμα περισσότερο από το εξωτερικό. 
Η προβολή της από τα μέσα της εποχής με βασικό φορέα τον ΕΟΤ βοήθησε στην διόγκωση του τουριστικού ρεύματος για τις επόμενες δεκαετίες. Όπως προαναφέρθηκε ο τουρισμός σαν δραστηριότητα κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί στα νησιά αυτά των οποίων οι κάτοικοι για μεγάλα διαστήματα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. 
Με βάση τον τουρισμό τα μικρά νησιά του Αιγαίου όχι μόνο κατάφεραν να αντιστρέψουν την ερήμωση που τα απειλούσε συγκρατώντας τον πληθυσμό τους αλλά και να ανατάξουν συνολικά την κατάσταση. Σήμερα, δηλαδή πάνω από έξι δεκαετίες αργότερα, η τουριστική κίνηση έχει φτάσει σε επίπεδο κορεσμού σε πολλά από τα νησιά αυτά σε σημείο που να αποτελεί αντικείμενο έρευνας η ανθεκτικότητα των τοπικών κοινωνιών στην συγκεκριμένη δραστηριότητα. 

3. Το Λακκί της Λέρου, μια ξεχωριστή περίπτωση
Αν όμως τα περισσότερα άνυδρα μικρά νησιά του Αιγαίου χαρακτηρίζονται από περιορισμένη παραγωγή του πρωτογενούς τομέα και από οικισμούς ανώνυμης αρχιτεκτονικής, υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση που ομολογουμένως οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες. Η ειδική αυτή περίπτωση αφορά το Λακκί στο μικρό νησί της Λέρου. Εκεί με πρωτοβουλία των Ιταλικών δυνάμεων κατοχής της μεσοπολεμικής περιόδου σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ένας ολόκληρος οικισμός. Καθώς μάλιστα δεν υπήρχε αρχικός οικιστικός πυρήνας, με την ενέργεια αυτή ουσιαστικά εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε το λιμάνι του Λακκιού.
Εστιάζοντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Λέρου, πρωτεύουσα του νησιού ήδη από την αρχαιότητα ήταν ο οικισμός της Αγίας Μαρίνας που αναπτύσσεται στις πλαγιές του κεντρικού λόφου με το επιβλητικό Κάστρο από την βυζαντινή εποχή. Σημαντικότερος από τους κόλπους του νησιού είναι ο κόλπος του Λακκιού, ο μεγαλύτερος του νησιού και ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια της Μεσογείου, στον οποίο, πριν την εμφάνιση των Ιταλών στο νησί υπήρχαν μερικές μόνο διάσπαρτες εξοχικές κατοικίες.

Στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, η Ιταλία, που είχε βλέψεις στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία, εμφανίζεται ως σωτήρας των νησιών με αποτέλεσμα το Μάιο του 1912 να εγκατασταθούν στα Δωδεκάνησα τμήματα του Ιταλικού Στρατού. Σε συνεργασία με τους Έλληνες κατοίκους, διώχνουν την τουρκική φρουρά, υψώνουν την Ιταλική σημαία στο Κάστρο, δημιουργούν αγκυροβόλιο πολεμικών πλοίων και σταθμούς ανεφοδιασμού στο Λακκί και στο Παρθένι και από εκεί εξορμούν και εξουδετερώνουν τον τουρκικό στόλο τον Ιούλιο 1912.

Με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται στην Ιταλία. Με την κατάληψη της Λέρου από τους Ιταλούς, το Λακκί γίνεται κέντρο του ιταλικού σχεδιασμού για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Την ίδια εποχή το Φασιστικό Κόμμα έχει καταλάβει την εξουσία στην Ιταλία και ως κυβερνήτης των Isole Italiane dell’ Egeo, όπως ονομάζονται τα Δωδεκάνησα, που αποτελούν κτήση του Ιταλικού Βασιλείου και όχι αποικία, διορίζεται ο Mario Lago. Σημειώνεται δε ότι η Ιταλική αρχιτεκτονική δημιουργία στα Δωδεκάνησα διακρίνεται σε δύο περιόδους, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις και επιλογές αναφορικά με την αρχιτεκτονική της νέας πόλης των δύο γενικών πολιτικών διοικητών, του προαναφερθέντα Mario Lago (1924 - 1936) και του διαδόχου του Cesare Maria De Vecchi (1936 - 1941).
Οι Ιταλοί εκτιμώντας τη φυσική καταλληλότητα του λιμανιού και τη στρατηγική θέση της Λέρου στο Αιγαίο, έκαναν το νησί κύριο στρατιωτικό κέντρο της Δωδεκανήσου, ορμητήριο του ιταλικού στόλου και γενικό οπλοστάσιο, με την κατασκευή σημαντικών έργων, όπως την αεροναυτική βάση σε μικρή απόσταση από την πόλη, πολεμικό ναύσταθμο και οχυρώσεις. Σύμφωνα με αυτόν τον σχεδιασμό, κατά τη διάρκεια της Ιταλικής κατοχής της Δωδεκανήσου, η Λέρος χαρακτηρίστηκε ως „η Μάλτα του Αιγαίου’.

H πολεοδομική προσέγγιση ακολούθησε την φασιστική πολιτική δημιουργίας νέων πόλεων της ίδιας περιόδου όπως η Littoria, η Sabaudia, και η Aprilia στην Ιταλία. Η νέα πόλη σύμφωνα με τα τότε σύγχρονα Ευρωπαϊκά πρότυπα, θα ήταν οικεία στους Ιταλούς κατοίκους της οι οποίοι θα έβρισκαν εκεί τρόφιμα, ενδύματα, θέατρα, νοσοκομεία, σχολεία και χώρους αναψυχής. Στη νέα πόλη οι Ιταλοί έδωσαν το όνομα Porto Lago, δηλαδή λιμάνι - λίμνη, που περιγράφει την ασφάλεια του μεγάλου και ήρεμου σαν λίμνη λιμανιού, ενώ δεν παύει να αποτελεί και μια έμμεση αναφορά στο κυβερνήτη Mario Lago. Η νέα πόλη με τα σύγχρονα κτίρια έπρεπε να θυμίζει στους Ιταλούς κατοίκους της την αρχική τους μητρόπολη και να είναι απαλλαγμένη από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της εγχώριας νεοκλασικής ή λαϊκής νησιωτικής αρχιτεκτονικής. Η πόλη αυτή θα συνέβαλε πιο αποφασιστικά στην ιταλοποίηση του νησιού και θα ευνοούσε τις μελλοντικές επιδιώξεις των Ιταλών για την εδραίωσή τους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το Porto Lago έπρεπε να εξυπηρετεί περίπου 15.000 κατοίκους, κυρίως στρατιωτικό και πολιτικό Ιταλικό προσωπικό καθώς και Έλληνες κατοίκους και να έχει όλες τις δυνατότητες εξυπηρέτησης συνολικά 20.000 κατοίκων του νησιού που ήδη είχε 5.000 μόνιμους κατοίκους. Με διάταγμα του 1934 εγκρίθηκε το τελικό πολεοδομικό σχέδιο του Porto Lago με βασικό αρχιτέκτονα τον Rodolfo Petracco. Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Στρατιωτική Διοίκηση επεδίωκαν η ολοκλήρωση των έργων και ο εξοπλισμός της Λέρου να προηγηθεί της αναμενόμενης στρατιωτικής σύρραξης με τους Άγγλους. Για τον λόγο αυτό το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών ενέκρινε άμεσα τις σχετικές πιστώσεις με αποτέλεσμα την παράλληλη κατασκευή των έργων από διαφορετικές τεχνικές εταιρείες από την Ιταλία. Τον καθορισμό των χρήσεων γης ακολούθησε η αποψίλωση του χώρου. Παρά τις διαφωνίες των αρμοδίων για την ανάπτυξη της πόλης σε βαλτώδη και καλλιεργήσιμα εδάφη, με τη βοήθεια του δασικού νόμου και την πολιτική των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων οι οποίες ξεπερνούν στο χρονικό διάστημα 1928-1935 τις 113, υλοποιήθηκε μια τεράστια επιχείρηση ανάκτησης και αλλαγή χρήσεων της γης. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν εκτεταμένες αποξηράνσεις και επιχωματώσεις με τις τεχνικές σταθεροποίησης των εδαφών των υγρών πεδίων της κεντρικής Ευρώπης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μέθοδος θεμελίωσης των κτιρίων που έγινε με τη μεταφορά κορμών δέντρων αλλά και βράχων από την Ιταλία, την τοποθέτησή τους στο υπέδαφος ώστε αυτό να μην είναι σαθρό, την στερέωση μεταλλικών πασσάλων πάνω από τους κορμούς και τέλος τη λιθόστρωση και τη ρίψη οπλισμένου σκυροδέματος. Τα τοπογραφικά συνεργεία χάραξαν τους δρόμους της πόλης και οριοθέτησαν τις οικοδομικές γραμμές όλων των τετραγώνων και τους άξονες των πεζοδρομίων. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν τα απαραίτητα έργα ύδρευσης και άρδευσης και λοιπών υποδομών. Την ίδια εποχή ξεκίνησε και η κατασκευή των μεγάλων κτιριακών έργων της πόλης, όπως η αγορά, το θέατρο, το σχολείο, η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, το Ξενοδοχείο Roma, το Δημαρχείο με το κτίριο του φασισμού Facio και τα καταστήματα. Το νότιο μέρος της Λέρου, η Κως και η Ρόδος αποκτούν κτηματολόγιο και όλες οι ιδιοκτησίες του Λακκιού αποκτούν αριθμό κτηματολογικής μερίδας. Μέχρι σήμερα ωστόσο ανήκουν στο κτηματολογικό γραφείο της Κω (Ήσυχος 2014).



Το πολεοδομικό σχέδιο εστιάζει στην ανάπτυξη ενός γραμμικού θαλάσσιου μετώπου με τη δημιουργία μιας μεγάλης παραλιακής λεωφόρου με δημόσια κτίρια αφιερωμένης στον Μουσολίνι (Lungomare Duce), αφήνοντας χώρο για τη δημιουργία μίας πλατείας (Piazza Littoria) μπροστά από το κτίριο του φασισμού με χρήση Δημαρχείου. Σ’ αυτό το χώρο πραγματοποιούνταν οι τελετουργικές παρελάσεις του καθεστώτος τις οποίες παρακολουθούσαν από τον πύργο του Facio οι φασιστικές αρχές. Αυτή η πολεοδομική αντίληψη που έχει εφαρμοστεί και σε άλλες πόλεις τόσο της Δωδεκανήσου, όπως στην Ρόδο και την Κω αλλά και στις Ιταλικές αποικίες της Αφρικής, ενισχύει την παρουσία του κατακτητή στο χώρο. Από αυτήν την κεντρική παραθαλάσσια πλατεία μία κάθετη λεωφόρος, ονομαζόμενη Viale Del Re, οδηγεί σε μια δεύτερη εσωτερική πλατεία, Piazza Roma, για να καταλήξει σε ένα λόφο, όπου ένα μνημείο ή άγαλμα θα υπογράμμιζε την φασιστική κυριαρχία (Κολώνας, 2002).

Η αντίληψη του διαχωρισμού της ζώνης κατοικίας των ντόπιων κατοίκων από την αντίστοιχη ιταλική που είναι παρούσα στις άλλες αποικιακές πόλεις, εδώ δεν υφίσταται, καθώς η νέα πόλη λειτουργεί συμπληρωματικά αλλά είναι σε μεγάλη απόσταση από τον παραδοσιακό οικισμό της Αγίας Μαρίνας στο κέντρο του νησιού. Στο πολεοδομικό σχέδιο φαίνεται η δημιουργία ενός εμπορικού κέντρου που λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Ζητούμενο από τους πολεοδόμους της εποχής ήταν η ομαλή μετάβαση από το εμπορικό κέντρο στις υπηρεσίες, τον πολιτισμό και τη διασκέδαση μέσα από την δυνατότητα βόλτας στην παραλία (passegiata). Δημιουργήθηκαν επιπλέον ζώνες κατοικίας των στρατιωτικών στις κεντρικές οδούς της πόλης, ισόγειες και διώροφες ανάλογα με το βαθμό των στρατιωτικών που απευθύνονταν, όπως επίσης και δύο ακόμη ζώνες γενικής κατοικίας με καταστήματα στο ισόγειο και κατοικίες στον α’ όροφο σε γειτνίαση με την παραλία. Οι περιορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως το εργοστάσιο ηλεκτρισμού, το εμφιαλωτήριο, το παγοποιείο και το σφαγείο, μεταφέρθηκαν εκτός της πόλης (Κυράνης, 2011).

Τα κυριότερα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των κτιρίων είναι οι λευκές σοβατισμένες επιφάνειες, τα μεγάλα οριζόντια ανοίγματα που έφερναν το ηλιακό φως σε όλο το εσωτερικό των κτιρίων, τα οριζόντια σωληνωτά κιγκλιδώματα που εφαρμόστηκαν στα μπαλκόνια των κτιρίων και στις περιφράξεις των κατοικιών, οι απλές κορνίζες και η έλλειψη στολιδιών εκτός από ορισμένα δημόσια κτίρια. Άλλα κατασκευαστικά γνωρίσματα είναι τα κάθετα και στρογγυλά παράθυρα στα κλιμακοστάσια, τα μικρά αλλά άνετα κλιμακοστάσια με μωσαϊκό τριμμένο με το χέρι ντόπιων και Ιταλών εργατών.



Το κινηματοθέατρο, το ξενοδοχείο, το Δημοτικό σχολείο, το κτίριο του Φασισμού, το νοσοκομείο, η εκκλησία, οι στρατώνες και τα παλατσίνα, οι κατοικίες δηλαδή των αξιωματικών, αλλά πάνω από όλα η κυκλική αγορά με τον πύργο του ρολογιού που θα εντυπωσιάσει στην Έκθεση του Ιταλικού Ρασιοναλισμού στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1976, συνθέτουν ένα μοναδικό σύνολο μεσογειακού ρασιοναλισμού που εντάσσεται στο Διεθνές Στυλ του Μοντέρνου Κινήματος στην αρχιτεκτονική. Άλλωστε η αρχή της δεκαετίας του 1930, που συμπίπτει με την εποχή που σχεδιάζονται τα κτίρια για το Λακκί, είναι η εποχή που ο ιταλικός φασισμός θέλοντας να προβάλλει νεωτεριστικά χαρακτηριστικά, υιοθετεί το Μοντέρνο Κίνημα κάνοντας τον Ρασιοναλισμό την επίσημη αρχιτεκτονική έκφραση του καθεστώτος.

Ο Mario Lago είχε υποδείξει ως αρχιτεκτονικό στυλ της νέας πόλης, τον Ρασιοναλισμό, ‘in modo razionale’ όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στο σχετικό κυβερνητικό διάταγμα, αφήνοντας ελεύθερους τους αρχιτέκτονες Rodolfo Petracco και Armando Bernabiti να αναδείξουν την μοναδικότητα του Porto Lago. Η νέα αρχιτεκτονική που δημιουργείται συνδυάζει ενετικά και γοτθικά στοιχεία με διακοσμητικά μοτίβα από τη λαϊκή τέχνη αλλά και την παράδοση των αραβικών μεσογειακών κρατών. Τα νεοκλασικά στοιχεία τα οποία κυριαρχούσαν στα δημόσια κτίσματα στα νησιά απορρίφθηκαν λόγω των ισχυρών αναφορών στον ελληνισμό. Η επίβλεψη της κατασκευής έγινε από τους μηχανικούς των ιταλικών τεχνικών εταιρειών που απασχολήθηκαν στο νησί και την τεχνική υπηρεσία του Ιταλικού Ναυτικού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το 1936 το φασιστικό καθεστώτος επιστρέφει στην μνημειακότητα στην αρχιτεκτονική έκφραση με στόχο να αναδεικνύονται τα αυτοκρατορικά του χαρακτηριστικά. Ο νέος κυβερνήτης De Vecchi ο οποίος αντικατέστησε τον Mario Lago δεν θα διστάσει να αλλάξει την μορφή ολόκληρων κτιρίων ιδιαίτερα στη Ρόδο με στόχο να ακολουθήσουν αυτήν την λογική. Ο De Vecchi επενέβη στο έργο των αρχιτεκτόνων επιβάλλοντας την επένδυση με πωρόλιθο στα δημόσια κτίρια και αφαιρώντας τα στοιχεία με αναφορές σε άλλες ιστορικές περιόδους (Santoianni, 2008: 62).

Η πόλη του Portolago που μετά την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1947 ονομάσθηκε Λακκί, είναι η μοναδική νέα πόλη που έκτισαν οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα και μαζί με την πόλη Sabaudia, 80 χιλιόμετρα νότια της Ρώμης και την γειτονιά Weissenhof της Στουτγκάρδης που κτίστηκε λόγω της Διεθνούς Έκθεσης του 1927 αποτελούν τα μοναδικά εκτεταμένα παραδείγματα οργανωμένης δόμησης που κατασκευάστηκαν με βάση τις αρχές του Διεθνούς Στυλ. Εν τούτοις το παράδειγμα της Λέρου έχει συζητηθεί ελάχιστα και μάλιστα έτεινε να αγνοείται συστηματικά καθώς για μεν τους Έλληνες ήταν έργο των κατακτητών ενώ για τους Ιταλούς θεωρείται κληρονομιά του συγκεκριμένου καθεστώτος που το δημιούργησε. Το Λακκί υφίσταται δηλαδή ενός είδους ‘διπλή λήθη’ όπως το θέτει η Giglio (2006). Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα ‘αγνοημένου διεθνισμού’ που όμως αποτελεί Ευρωπαϊκή μοναδικότητα όπως έχει υποστηριχθεί από τους λίγους ερευνητές που τις τελευταίες δεκαετίες ασχολήθηκαν με την μελέτη της Ιταλικής αρχιτεκτονικής της Λέρου (Αντωνιάδης 1984, Ήσυχος Ε. 1989, Ήσυχος Α.Δ. 2014).

Αναμφισβήτητα, μετά την απελευθέρωση του νησιού από τους Ιταλούς και στη συνέχεια με την ενσωμάτωσή τους με την Ελλάδα, η αρχιτεκτονική κληρονομιά που άφησαν πίσω εξομοιώθηκε με τον Φασισμό. Το ‘Διεθνές στυλ’ που χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί στη Λέρο θεωρήθηκε ως ‘Αρχιτεκτονική των Ιταλών’, αρχιτεκτονική δηλαδή φασιστική και ως εκ τούτου καταδικαστέα. Παρ’ όλα αυτά, η αρχιτεκτονική των Ιταλών στη Λέρο δεν είναι ένα σύνολο επηρεασμένο μόνο από τους διοικούντες στρατιωτικούς και την όλη λογική του εξαιρετικά αυταρχικού καθεστώτος αλλά και από τους αρχιτέκτονες της εποχής οι οποίοι προσπάθησαν να είναι πρωτοποριακοί στα περιορισμένα πλαίσια της ελευθερίας που τους δόθηκε. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής του Μοντέρνου κινήματος του 20ού αιώνα την οποία οικειοποιήθηκαν οι άνθρωποι του Ιταλικού φασισμού και θεώρησαν δική τους αρχιτεκτονική.

Συγκρινόμενο με την ταυτότητα των Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών που προσεγγίζει η παρούσα εργασία, το Λακκί εμφανίζεται αντιδιαμετρικά αντίθετο. Η δική του ταυτότητα του έχει επιβληθεί κυριολεκτικά ‘από τα πάνω’ και είναι αντικείμενο έρευνας ο τρόπος που βιώνεται από την τοπική κοινωνία (Ashworth & Tunbridge 1996). Όπως φάνηκε και από την συζήτηση των ερευνητών του ζητήματος, όλα αυτά τα χρόνια το Λακκί έμεινε άγνωστο, αδημοσίευτο, παραμελημένο γιατί με την απελευθέρωση προσεγγίστηκε μέσα από τα πλαίσια του καταδίκης του φασισμού κι όχι μέσα από τη λογική του τότε πρωτοπόρου και δημοκρατικού Μοντέρνου κινήματος της αρχιτεκτονικής στην οποία εντασσόταν. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς ότι η επιστημονική θεώρηση του ζητήματος συνδέεται με τον εν γένει απαξιωτικό τρόπο που έχει αντιμετωπίσει την Λέρο η μεταπολεμική ελληνική διοίκηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συστηματικής υποβάθμισης του νησιού την τελευταία πεντηκονταετία ήταν τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων της Δικτατορίας Παρθένι και Αη Γιώργης, το ψυχιατρείο αλλά και οι πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες της τελευταίας δεκαετίας (Γκουτίδης 2009).

Σήμερα τα Ιταλικής περιόδου κτίρια στο Λακκί είναι σε γενικές γραμμές σε καλή κατάσταση και τα περισσότερα χρησιμοποιούνται κανονικά. Εν τούτοις έχουν περάσει 7-8 δεκαετίες από την αναχώρηση των Ιταλών και των Γερμανών που τους διαδέχθηκαν και είναι φανερό ότι η Ευρωπαϊκή μοναδικότητα του οικισμού όχι μόνο δεν διαφημίζεται αλλά ίσως ακόμα και να αποσιωπείται. Αναλύοντας την εικόνα των βασικών κτισμάτων της Ιταλικής περιόδου αναγνωρίζει κανείς ότι το υποτιθέμενο πομπώδες ή ακόμα και αυτοκρατορικό στοιχείο που το αυταρχικό καθεστώς ήθελε να προβάλλεται, τελικά έχει πειθαρχήσει στην λιτότητα και γεωμετρικότητα του μοντέρνου κινήματος όπως εκφράστηκε από τον Petracco τουλάχιστον σε ότι αφορά τα κτίσματα στο Λακκί. Αν και σαφώς διαφορετική από την ανώνυμη αρχιτεκτονική των υπολοίπων Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών, η αρχιτεκτονική μορφολογία των κτιρίων στο Λακκί παραμένει αρκετά κοντά στην ανθρώπινη κλίμακα του μικρού οικισμού και λιγότερο στους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς του καθεστώτος που την δημιούργησε. Μένει να ερευνηθεί η εικόνα που έχουν για αυτό το κτιριακό απόθεμα οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης και φυσικά η διάθεση τους να προβάλουν την μοναδικότητά του. Μέσα στο αρνητικό κλίμα των τελευταίων 50 ετών για την Λέρο αλλά και εν μέσω της μοναδικότητας των υπόλοιπων Αιγαιοπελαγίτικων οικισμών που προαναφέρθηκαν, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να έχει διαστάσεις τιτάνιου έργου.

Βιβλιογραφία 
Ελληνική βιβλιογραφία
  • Βασιλειάδης, Δ. (1975) Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία, Αθήνα: Οργανισμός Δοξιάδη Γκουτίδης Χ. (2009) Παρουσία στον χώρο και τον χρόνο, νήσος Λέρος: ένας κρίκος στην καδένα της Ιστορίας, Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Management υπηρεσιών υγείας. Χανιά
  • Ήσυχος Ε. (1989) Το πανόραμα της Λέρου Λέρος, εκδόσεις Μανώλης Ήσυχος
  • Ήσυχος Α.Δ. (2014) Η πόλη του Λακκίου της Λέρου = la citta di Porto Lago, Λέρος: Ιστορικό Αρχείο Λέρου
  • Κολώνας Β. (2002) Ιταλική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα Αθήνα: Ολκός
  • Κυράνης Α. (2011) Προτάσεις για πρωτοβουλίες αναστροφής της αρνητικής οικονομικής κατάστασης στο νησί της Λέρου: Ντουμπάι ή Λέρος διαθέσιμο στο http://kvranis.gr/el/texts/selected/dubai-leros (27 Φεβ 2017)
  • Μονιούδη-Γαβαλά (1997), Σαντορίνη. Κοινωνία και χώρος, 15ος-20ός αι., Αθήνα.
  • Πολυχρονιάδης Α.Π. & Χατζημιχάλης Κ.Μ. (1974) Η δομή και τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος στη Νάξο στο Οικισμοί στην Ελλάδα, επιμ. Ορ. Δουμάνη και Paul Oliver, Αθήνα: Αρχιτεκτονικά Θέματα
  • Ρωμανός, Α. (1975) Μύκονος: Η Προστασία σαν κίνητρο οικονομικής αναπτύξεως Αρχιτεκτονικά Θέματα 9/1975 Αθήνα: εκδόσεις Δουμάνη 
  • Ρωμανός, Α. (1982) Μύκονος στο Ελληνικοί Παραδοσιακοί οικισμοί, Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα. 
  • Σαπουνάκης, Α. (2012) ‘Ταυτότητα των πόλεων, πολιτισμός και σχεδιασμός’ στο Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Place Marketing and Branding, Στρατηγικής Προβολής και Ταυτότητας του Τόπου, Βόλος: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας 
  • Στεφάνου, Ι. και Στεφάνου, Ι (1999) Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.
  • Τζάκου Α. (1976), Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου: μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσιακό σύστημα, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο 
  • Φιλιππίδης Δ. (1982) Σαντορίνη στο Ελληνικοί Παραδοσιακοί οικισμοί, Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα 
  • Χαριτωνίδου, (1982) Άνδρος στο Ελληνικοί Παραδοσιακοί οικισμοί, Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
  • Antoniades, A.C. (1984) ‘Italian architecture in the Dodecanese: A Preliminary Assessment’. Journal of Architectural Education, 38 (1), pp. 18-25 
  • Ashworth G.J. & Tunbridge J.E. (1996) Dissonant Heritage, Wilev & Sons Ltd. Chixchester, England Giglio, A. (2006) The Decorative use of Concrete in an "Other" Modernism, στο διεθνές συνέδριο με τίτλο Second International Congress on Construction History, Queens' College, Cambridge University
  • Rapoport A. (1974) House, Form & Culture αγγλική έκδοση 1969, London: 
  • Pearson Rapoport A. (1977) Human Aspects of Urban Form London: Pergamon
  • Santoianni, V. (2008) Razionalismo nelle colonie italiane 1928-1943. La «nuova architettura» delle Terre d’Oltremare, unpublished PhD Thesis, University degli Studi di Napoli Federico II, Italy 
  • Sapounakis, A. & Nikiforos, G. (2016) Protection and Enhancement of Ambivalent Cultural Heritage; the Case of Lakki, Leros island, Greece στο διεθνές συνέδριο με τίτλο “Nature & Culture: Heritage in Context” που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης, UMass Amherst, σε συνεργασία με το Czech University of Life Sciences, Πράγα 2016.
  • Sapounakis, A., (1985) Environmental Information and Cognitive Needs αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο Heriot-Watt University, Edinburgh, UK.
*Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο Marketing & Branding Τόπου, Λάρισα 31 Μαρτίου-2 Απριλίου 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.