Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Τουρισμός, πολιτισμική διαχείριση, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη

#Ιωάννης ΠούλιοςΕλληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο - Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου - UNESCO School on Sustainable Energy Governance in World Heritage Sites
#Σμαράγδα ΤουλούπαΞεναγός και διαπιστευμένη εκπαιδεύτρια της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ξεναγών σε τεχνικές ξενάγησης

Αρχικά, παρουσιάζεται η έννοια του τουρισμού, καθώς και η σύνδεσή του με τις έννοιες «πολιτισμική διαχείριση», «τοπική κοινωνία» και «βιώσιμη ανάπτυξη». Διατυπώνονται ορισμένες καλές πρακτικές σε διεθνές επίπεδο, με έμφαση στη «Χάρτα του Διεθνούς Πολιτισμικού Τουρισμού: Διαχείριση του Τουρισμού σε Τόπους Πολιτισμικής Σημασίας». 
Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ελληνική πραγματικότητα. Ειδικότερα, περιγράφεται το ισχύον μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης που [βασίζεται στο «κλασικό ιδεώδες», με αναφορά στην Αθήνα (χώρο κλασικής αρχαιότητας) και Μετέωρα (χώρο βυζαντινής αρχαιότητας). 
Στο πλαίσιο του μοντέλου αυτού, ο ρόλος του κράτους είναι ιδιαίτερα ισχυρός και κατ 'επέκταση ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας σαφώς περιορισμένος. Κατόπιν, σκιαγραφούνται εναλλακτικές προσεγγίσεις που απομακρύνονται από το «κλασικό ιδεώδες» και εστιάζουν σε ατομικές, εναλλακτικές εμπειρίες, με αναφορά σε ένα «γκράφιτι τουρ» στην Αθήνα. Οι εναλλακτικές αυτές προσεγγίσεις είναι λιγότερο εξαρτημένες από το κράτος καθώς σχεδιάζονται και υλοποιούνται από μέλη της τοπικής κοινωνίας. 
Τέλος, διατυπώνονται προτάσεις για τη σύνδεση της ελληνικής πραγματικότητας με τη διεθνή εμπειρία, με αναφορά στην τρέχουσα περίοδο της κρίσης, προς έναν διαφορετιικό ρόλο του κράτους: αυτόν του συντονιστή και εγγυητή ευρύτερων συνεργασιών.


1. Τουρισμός

Ο όρος «τουρισμός» επιδέχεται πολλές ερμηνείες, ανάλογα με την οπτική από την οποία προσεγγίζεται (Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση [β]). Αρχικά, μπορεί να οριστεί ως ένα σύνολο σχέσεων και γεγονότων, σε συνάφεια με τη μετακίνηση και την παραμονή των ατόμων εκτός του τόπου της συνήθους κατοικίας τους και χωρίς οικονομικά κίνητρα (Βλάχος, 2013, σελ. 24-25). Επιπρόσθετα, είναι εφικτό να εννοηθεί ως μια εξίσωση της μορφής «ελεύθερος χρόνος + ικανό εισόδημα + θετικές επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο», ως μια μορφή κοινωνικής αποδοχής και καταξίωσης την οποία κερδίζει ο τουρίστας όταν ταξιδεύει και προς την οποία τον ενθαρρύνει ο κοινωνικός του περίγυρος (Walker & Carr, 2013, σελ. 20). Ακόμη, ως τουρισμό μπορούμε να ορίσουμε την εμπορευματοποίηση του χώρου, του πολιτιστικού τοπίου, των ανθρώπων και των σχέσεών τους (Greenwood, 1989).

2. Τουρισμός, πολιτισμική διαχείριση και τοπική κοινωνία

Ο τουρισμός δεν είναι απλώς «ένα σύνολο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων», αλλά «ένα ιδεολογικό μόρφωμα ιστορίας, φύσης και παράδοσης» (MacCannell, 1992, σελ. 1), το οποίο σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε προσωπικές αντιλήψεις και βιώματα μέσα σ' αυτό το «εργοστάσιο ονείρων» (Hennig, 1997· Touloupa, 2010). Σε θεωρητικό επίπεδο, η σύνδεση του τουρισμού με την πολιτισμική διαχείριση πραγματώνεται μέσω της έννοιας της «αυθεντικότητας», η προσέγγιση της οποίας είναι κοινή και για τους δύο κλάδους (Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση [β]). Η έννοια της αυθεντικότητας έχει τις ρίζες της σε μια αίσθηση διαρκούς νοσταλγικής αναζήτησης του παρελθόντος στο παρόν, η οποία διακατέχει τη δυτική κοινωνία και οφείλεται  στις ταχύτατες οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές των τελευταίων αιώνων, όπως για παράδειγμα τη Μεταρρύθμιση, την Αντιμεταρρύθμιση, τη Γαλλική Επανάσταση και τη Βιομηχανική Επανάσταση. 
Η αίσθηση αυτή προκαλεί μια έντονη επιθυμία και νοσταλγία για ένα μακρινό παρελθόν αναλλοίωτο, εξιδανικευμένο και μοναδικό -δηλαδή «αυθεντικό». Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος της πολιτισμικής διαχείρισης γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη με βασικό στόχο τη διατήρηση της υλικής κληρονομιάς του παρελθόντος από την απώλεια και την καταστροφή που συντελείται λόγω των κοινωνικών διεργασιών στο εκάστοτε παρόν (Jones, 2006, σελ. 121 Matero, 2004, σελ. 69·Πούλιος, 2015β Ucko 1994, σελ. 261-263, 2000 Walderhaug-Saetersdal, 2000, σελ. 163-180·κεφάλαιο «Διαχείριση υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη» στο παρόν σύγγραμμα). Και ο κλάδος του τουρισμού γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη μέσω του Grand Tour των αριστοκρατών περιηγητών τον 16ο αιώνα, στο πλαίσιο μιας άκρατης ρομαντικής θεώρησης και αναζήτησης του παρελθόντος.

Η σύνδεση τουρισμού και πολιτισμικής διαχείρισης εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου ως εξής: 

Πρώτον, ως δραστηριότητα μαζικής κλίμακας, ο τουρισμός αναδύθηκε ουσιαστικά από τη θεσμοθέτηση του ελεύθερου χρόνου και τη δημιουργία μιας ευρείας μεσαίας τάξης, καθώς και από την εξέλιξη των ταξιδιωτικών μέσων τον 19ο και τον 20ό αιώνα, για να καταλήξει στη σημερινή μαζική αναζήτηση και κατανάλωση νέων, διαφορετικών εμπειριών, μέσα από «το βλέμμα του τουρίστα», που καταναλώνει τη διαφορετικότητα (Urry, 1990) και οδηγεί σε μια «παγκόσμια μονοκαλλιέργεια» (MacCannell, 1992, 1999), η οποία συνιστά μια νέα μορφή ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας (Nash, 1989). Ο πολιτισμός -ιδίως η πολιτισμική κληρονομιά-προσφέρει αυτές ακριβώς τις διαφορετικές εμπειρίες προς τουριστική κατανάλωση.

Δεύτερο στάδιο στη σύνδεση τουρισμού και πολιτισμικής διαχείρισης είναι το ακόλουθο. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο τουρίστας-πελάτης τείνει να απομακρύνεται από μαζικές εμπειρίες και να κατευθύνεται προς ατομικές, εναλλακτικές «εμπειρίες», σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο. Η εμπειρία, σε αντιδιαστολή με την υπηρεσία, είναι μια προσωπική, βιωματική, ιδιαίτερα ισχυρή σχέση, που βασίζεται στο συναίσθημα, εντυπώνεται στη μνήμη και αναπτύσσεται μεταξύ επιχείρησης και πελάτη (Gilmore & Pine, 1999 Schmitt, 1999, σελ. 25, 2003). 
Το μοντέλο σχεδιασμού εμπειριών έχει άμεση εφαρμογή στην τουριστική βιομηχανία, σε σύνδεση και με την πολιτισμική διαχείριση (Πούλιος, 2015β Poulios, Nastou & Kourgiannidis, υπό δημοσίευση Poulios & Senteri, υπό δημοσίευση). Στην παροχή αυτών των ατομικών εναλλακτικών «εμπειριών», σημαντικό ρόλο παίζουν τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, οι ντόπιοι (Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση). 
Οι ντόπιοι φαίνονται -τουλάχιστον στα μάτια του τουρίστα- σε μεγάλο βαθμό απομακρυσμένοι από ή και αμέτοχοι στην τυποποίηση της κυρίαρχης κρατικής πολιτικής και αφήγησης, ενώ φαντάζουν πιο κοντά σε μια εναλλακτική και γνήσια αφήγηση· ο ντόπιος αντιπροσωπεύει την ατομική και «αυθεντική» φωνή.Επίσης, ο ντόπιος μπορεί να αλληλεπιδράσει με τον τουρίστα, καλλιεργώντας μια οικεία διάδραση, την οποία ο τουρίστας δεν θα είχε την ευκαιρία να βιώσει, ιδίως εάν ταξιδεύει σε μεγάλες ομάδες. 
Τέλος, για τον τουρίστα-ταξιδιώτη που έχει πολύ περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή του να ανακαλύψει μια περιοχή, η επαφή με τον ντόπιο του προσφέρει μια «σύνοψη» της πραγματικής-καθημερινής ζωής, αυτή της τοπικής κοινωνίας.

3. Τουρισμός, πολιτισμική διαχείριση, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη

Η πολιτισμική κληρονομιά αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης για τους τουρίστες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Χώρους Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, οι οποίοι σε πολλά κράτη «αντιμετωπίζονται ευρέως ως δίαυλοι εισροής εισοδήματος για την ανακούφιση από την «απόλυτη φτώχεια» (Butler & Rowlands, 2012, σελ. 140-141). Ως εκ τούτου, ο τουρισμός αναγνωρίζεται ως ισχυρός παράγοντας στις πρακτικές διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς (Iccrom, 2006). 
Από τη μια πλευρά, μπορεί να διασφαλίσει την απαραίτητη χρηματοδότηση για τη βιωσιμότητα της πολιτισμικής κληρονομιάς και να υπηρετήσει με άμεσο τρόπο την κοινωνική και οικονομική ενδυνάμωση και χειραφέτηση των τοπικών κοινωνιών (Baram & Rowan, 2004 Mowforth & Munt, 2003· Timothy & Boyd, 2003 Walker & Carr, 2013). 
Από την άλλη πλευρά, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πολιτισμική κληρονομιά, καθώς και τη σχέση των τοπικών κοινωνιών με αυτήν, μέσω της εμπορευματοποίησης και της αλλοίωσης του χαρακτήρα της και των στοιχείων (υλικών και άυλων) που την απαρτίζουν. Χαρακτηριστικοί, ως προς τους κινδύνους για την πολιτισμική κληρονομιά και την τοπική κοινωνία, είναι δύο παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν με τρόπο αποφασιστικό τη σημερινή πραγματικότητα της τουριστικής βιομηχανίας σε τοπικό επίπεδο: 

α) Οι διεθνείς τουριστικοί πράκτορες (tour operators) έχουν γίνει κυρίαρχοι της διακίνησης των τουριστών, ενώ παράλληλα επιβάλλουν τις συνθήκες και τις τάσεις που τους εξυπηρετούν, με συνέπεια να ασκούν πίεση σε τοπικό οικολογικό, αρχιτεκτονικό, οικονομικό, κοινωνικό και εργασιακό επίπεδο
(www.unep.org/resourceefficiency/Business/SectoralActivities/Tourism/Activities/SupportingGovernments/tabid/78810/Default.aspx). Ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της τουριστικής πληρωμής διαφεύγει από την εκάστοτε χώρα και τον τοπικό πληθυσμό, λόγω της υψηλής εξάρτησης απ' αυτούς, αλλά και λόγω των εισαγωγών προϊόντων από τη χώρα και της παρουσίας ξένων επενδυτών πίσω από το τουριστικό προϊόν. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στην Ελλάδα (Μπονάρου, 2012, σελ. 299). 

β) Κατά τη δεκαετία του '90, γιγαντώθηκε ο τουρισμός μέσω της κρουαζιέρας, δημιουργώντας πρωτοφανείς μαζικές μετακινήσεις και «εισβολή» τουριστών σε πολιτιστικούς χώρους, η οποία δύναται να οδηγήσει σε δραματική αλλοίωση του τοπίου, αλλά και της εμπειρίας, δεδομένου του άκρατου καταναλωτισμού και με βάση την ανεπάρκεια ρυθμίσεων που ενδέχεται να προκύψει. Οι περιπτώσεις συμφόρησης σε αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα, όπως στην Ακρόπολη Αθηνών, τα πρωινά της περιόδου υψηλής επισκεψιμότητας έχουν πληθύνει και θέτουν σε κίνδυνο τα μνημεία, ενώ συγχρόνως υποβαθμίζουν σε σημαντικό βαθμό την εμπειρία των τουριστών. 
Επίσης, η άμετρη ανοικοδόμηση σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως τα νησιά, με πρωταρχικά παραδείγματα στην Ελλάδα τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτη αλλοίωση, αφενός του τοπίου και αφετέρου του τοπικού κοινωνικού ιστού (Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση [β]).

4. Διεθνής εμπειρία: καλές πρακτικές

Προκειμένου να συνδεθούν οι έννοιες του τουρισμού και της πολιτισμικής διαχείρισης με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, έχει διατυπωθεί μια σειρά από καλές πρακτικές σε διεθνές επίπεδο, κυριότερες από τις οποίες θεωρούνται οι εξής:

α) Η «Χάρτα του Διεθνούς Πολιτισμικού Τουρισμού: Διαχείριση του Τουρισμού σε Τόπους Πολιτισμικής Σημασίας» / International Cultural Tourism Charter: Managing Tourism at Places of Heritage Significance (Icomos, 1999), στην οποία διατυπώνονται οι εξής βασικές αρχές:
  • Ο εσωτερικός και ο διεθνής τουρισμός αποτελούν μέσα πολιτιστικών ανταλλαγών. Επομένως, θα πρέπει να παρέχονται στους επισκέπτες ευκαιρίες για άμεση γνωριμία και κατανόηση της πολιτισμικής κληρονομιάς των τοπικών κοινοτήτων.
  • Η σχέση μεταξύ των πολιτιστικών τόπων και του τουρισμού είναι δυναμική και μπορεί να εμπεριέχει συγκρουόμενες αξίες. Η διαχείριση της σχέσης αυτής θα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των πολιτιστικών τόπων για τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές. Ο τουριστικός σχεδιασμός οφείλει να προστατεύει και να προάγει τα χαρακτηριστικά της φυσικής και της πολιτισμικής κληρονομιάς.
  • Η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εμπειρία του επισκέπτη θα είναι αξιόλογη, πλούσια σε περιεχόμενο και ευχάριστη.
  • Η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να εμπλέκουν την τοπική κοινωνία.
  • Η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να εστιάζουν σε δραστηριότητες που αποφέρουν οφέλη στην τοπική κοινωνία.

β) Η Χάρτα της Μάλτας για τον Διεθνή Πολιτισμικό Τουρισμό / The Malta Declaration on Cultural Tourism: Its Encouragement and Control (Europa Nostra, 2006), η οποία προσυπογράφει την παραπάνω Χάρτα και καλεί το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων σε τοπικό, κρατικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να την υιοθετήσουν προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.

γ) Το Πρόγραμμα για την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά και τον Βιώσιμο Τουρισμό / World Heritage and Sustainable Tourism Programme (Unesco, 2011), με πλάνο δράσης την περίοδο 2013-2015, το οποίο επικεντρώνεται σε χώρους Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco.

5. Ελληνική πραγματικότητα
5.1 Το «κλασικό ιδεώδες» Θεωρητικό πλαίσιο

Το μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης στη χώρα μας βασίζεται στο «κλασικό ιδεώδες», ενταγμένο στη γενικότερη φιλοσοφία προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς στην Ελλάδα στη βάση του «υλικοκεντρικού» μοντέλου (βλ. κεφάλαιο «Διαχείριση υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη» στο παρόν σύγγραμμα). Η εστίαση στο «κλασικό ιδεώδες» ήταν ήδη εμφανής από το Grand Tour των αριστοκρατών περιηγητών τον 16ο αιώνα, οι οποίοι, στο πλαίσιο της άκρατης ρομαντικής θεώρησης του παρελθόντος (βλ. παραπάνω), επισκέπτονταν κατά κύριο λόγο χώρους με αρχαιότητες κλασικής περιόδου και δευτερευόντως βυζαντινής περιόδου, καθώς και άλλους χώρους, τους οποίους ωστόσο συνέδεαν με το κλασικό παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βυζαντινή καστροπολιτεία του Μυστρά:

«Η αρχαία Σπάρτη ήταν ο λόγος που οι περιηγητές έφθασαν μέχρι εδώ [στο Μυστρά] και [... ] ο Μυστράς για αυτούς είτε βρισκόταν στη σκιά του μύθου της αρχαίας πόλης είτε αποτελούσε έναν ευχάριστο περίπατο με όμορφη θέα» (Σταυριανοπούλου, 2009, σελ. 54·Πούλιος, 2015β).

Στο συγκεκριμένο μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης, κυρίαρχος είναι ο ρόλος του κράτους. Το κράτος είναι υπεύθυνο τόσο για τον σχεδιασμό της τουριστικής στρατηγικής και υποδομής, όσο και για την αδειοδότηση τουριστικών γραφείων και ξενώνων, καθώς και για την προβολή και την ερμηνεία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η προβολή και ερμηνεία της πολιτισμικής κληρονομιάς, ειδικότερα, υπήρξε αποκλειστικό έργο του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (στο εξής ΕΟΤ) μέσω των πιστοποιημένων ξεναγών, αποφοίτων των Σχολών Ξεναγών που διοργάνωσε ο ίδιος ο Οργανισμός (Ν. 710/1877, ΦΕΚ 283/27¬09-1977, Τεύχος Πρώτο). Ο κυρίαρχος αυτός ρόλος του κράτους δεν επιτρέπει την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.

Η κρατική τουριστική πολιτική στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την πολιτισμική διαχείριση και την τοπική κοινωνία, εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου ως εξής: Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ο ΕΟΤ, μέσα από το δικό του Αρχαιολογικό Τμήμα και σε σύμπραξη με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προέβη στον εξωραϊσμό των πολιτιστικών χώρων, κατά κύριο λόγο αρχαίων-κλασικών και κατά δεύτερο λόγο βυζαντινών -και μόνο προσφάτως οθωμανικών ή εβραϊκών- και άλλων, όπως στις περιπτώσεις των Στύλων του Ολυμπίου Διός, του πεζόδρομου της Ακρόπολης και της Μονής Δαφνίου. Ο εξωραϊσμός αυτός συνοδεύτηκε από την κατεδάφιση των «χαμόσπιτων»/«τρωγλών» μέσα στους χώρους, καθώς και την απομάκρυνση των κατοίκων (Βλάχος, 2013· Gratziou, 2008).

Η περίοδος μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χαρακτηρίστηκε -μεταξύ άλλων- από την ανάδειξη στοιχείων της απλής, καθημερινής ζωής, της «αυθεντικής» λαϊκής ψυχής, μέσω της τουριστικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι λαϊκοί χοροί, η λαϊκή κουζίνα, καθώς και οι μορφές ψυχαγωγίας και εγκοινωνισμού/κοινωνικοποίησης, όπως το καφενείο και το πανηγύρι. Με τον τρόπο αυτό, η «αυθεντική» λαϊκή ψυχή μετατοπίστηκε από το περιθώριο στο κέντρο της εθνικής αφήγησης, ενώ συγχρόνως τα πολιτιστικά αυτά στοιχεία των κατώτερων στρωμάτων νομιμοποιήθηκαν κοινωνικά, διαχύθηκαν στα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα και, επίσης, απεκδύθηκαν το ταξικό τους περιεχόμενο (Νικολακάκης,2013, σελ. 508).

Την περίοδο της ανασυγκρότησης (δεκαετίες '50 και '60), η ελληνική κυβέρνηση κατανόησε τον τουρισμό ως άμεσο τρόπο άντλησης συναλλάγματος και εν μέρει ως ανταγωνιστική δραστηριότητα της εκβιομηχάνισης της χώρας, και παρενέβη συστηματικά στην ανάπτυξή του με μια σειρά από δράσεις, όπως: α) ενδυνάμωση του ΕΟΤ, με τη συμβολική επανίδρυσή του (Μπονάρου, 2012, σελ. 274), β) κρατική χρηματοδότηση μεγάλων έργων, όπως ξενοδοχείων και δικτύων πρόσβασης, γ) λειτουργία καζίνο και δ) ίδρυση 38 ξενοδοχείων «Ξενία» κοντά σε επιλεγμένους πολιτιστικούς χώρους -κατά κύριο λόγο κλασικής περιόδου-με σκοπό την προβολή του τοπίου, της ελληνικής φύσης και του πολιτισμού (Μονεμβασίτου, 2014).

Με το τέλος της δικτατορίας και ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, η τουριστική πολιτική του ελληνικού κράτους εστίαζε στην εξωτερική αγορά και συγκεκριμένα στην προβολή της χώρας μέσω του μοντέλου «ήλιος, θάλασσα και πολιτισμός» (ΕΟΤ, 2001· Μπονάρου, 2012, σελ. 294· Πατσουράτης, 2002 Poulios, 2014, σελ. 42-43). Από τα στοιχεία αυτά, ο πολιτισμός προωθείται ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της τουριστικής εικόνας της χώρας και ως το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους προορισμούς, οι οποίοι επίσης προβάλλονται μέσω του μοντέλου «ήλιος και θάλασσα». Στη νέα αυτή τουριστική εικόνα της χώρας, ο πολιτισμός συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο ελληνικό τρόπο ζωής, όπως φιλοξενία, γραφικά τοπία και ανέμελη διάθεση, αλλά συγχρόνως ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την πολιτισμική κληρονομιά, ιδίως με αυτήν της κλασική περιόδου.

Από το 2008 και εξής, στην τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης, ο τουρισμός προβάλλεται ως μια από τις ελάχιστες διεξόδους για την επίτευξη ανάπτυξης, με συνέπεια ο πολιτισμός ορισμένες φορές να φτάνει στο σημείο να ταυτίζεται με τον τουρισμό: «Πολιτισμός σημαίνει τουρισμός» ήταν ο τίτλος πρωτοσέλιδου στο Βήμα (Πολιτισμός σημαίνει τουρισμός, 2014· Τουλούπα, 2015). Την τρέχουσα περίοδο, ως προς την εξωτερική αγορά η τουριστική πολιτική του ελληνικού κράτους αποσκοπεί στην αντιστροφή του αρνητικού κλίματος το οποίο δημιουργήθηκε -ή και εν μέρει καλλιεργήθηκε, για την εικόνα της Ελλάδας ως μιας χώρας ουσιαστικά επικίνδυνης για τον επισκέπτη- μέσω της διαφημιστικής εκστρατείας «You in Greece» (ΕΟΤ, 2010· Πούλιος, 2015α·Poulios & Senteri, υπό δημοσίευση). Ως προς την εσωτερική αγορά, αποσκοπεί στην ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας και την κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, μέσω της διαφημιστικής εκστρατείας «Ελλάδα, κομμάτι της ψυχής μας», όπως π.χ. στο σποτ «Ελλάδα, κομμάτι της ψυχής μας -Μουσείο Ακρόπολης» (Πούλιος 2015α Poulios & Senteri, υπό δημοσίευση· Συμμαχία για την Ελλάδα, 2010). Και στις δύο αυτές διαφημιστικές εκστρατείες, ο πολιτισμός -και ιδίως η κλασική πολιτισμική κληρονομιά- διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο (Εικόνα 6.1).

Εικόνα 6.1 Απόσπασμα του διαφημιστικού σποτ You in Athens στο πλαίσιο της διαφημιστικής εκστρατείας «You in Greece» (ΕΟΤ, 2010). Εικονίζονται δύο τουρίστριες από τις ΗΠΑ μπροστά στην Ακρόπολη να περιγράφουν την εμπειρία τους από την Ελλάδα και τους Έλληνες: «Σπάνε πιάτα και λένε «όπα»».

Παραδείγματα

α) Αθήνα

Η Αθήνα υπήρξε από τις πρώτες περιοχές στην Ελλάδα που αναπτύχθηκαν τουριστικά με βάση το «κλασικό ιδεώδες» (Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση). Το γεγονός ότι αποτελεί πρωτεύουσα της Ελλάδας, ότι διαθέτει τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο, αυτόν της Ακρόπολης Αθηνών, και ότι -παράλληλα με τον φυσικό πλούτο των παραλιών της- μπορεί να λειτουργεί και ως σημείο μετάβασης στα νησιά, συνέβαλαν στο να θεωρηθεί η περιοχή της Αθήνας προτεραιότητα στον τουριστικό σχεδιασμό ήδη από τη δεκαετία του '50 (Nikolakakis, υπό δημοσίευση).

Στο πλαίσιο αυτό, οι καθιερωμένες τουριστικές ξεναγήσεις («τουρ») περιελάμβαναν ήδη από τη δεκαετία του '50 επίσκεψη στην Ακρόπολη και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, σε νεοκλασικά κτήρια του ιστορικού  κέντρου,  σε  κατάλοιπα  ρωμαϊκών  μνημείων,  στο  Παναθηναϊκό  Στάδιο  (ένα πλήρως ανακατασκευασμένο αρχαίο στάδιο) και στο νεοκλασικό, επίσης, κτήριο του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, μέχρι το 2002, σ' αυτές τις ξεναγήσεις συμπεριλαμβανόταν συχνά και η παρακολούθηση του θεάματος «Ήχος και Φως», με θέμα τους Περσικούς Πολέμους, καθώς και επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Συμπεριλαμβανόταν, επίσης, περιήγηση στην περιοχή της Πλάκας, δηλαδή στην παλιά πόλη της Αθήνας στους πρόποδες της Ακρόπολης, με τις ταβέρνες, την «παραδοσιακή» μουσική, τη νεοκλασική αρχιτεκτονική και τα στενά σοκάκια, καθώς και παρακολούθηση του Φεστιβάλ Αθηνών. Το τελευταίο -το οποίο πολύ σύντομα έγινε το κύριο καλλιτεχνικό γεγονός της πόλης- θεωρούνταν ότι αποτελούσε την εναλλακτική ξενάγηση για την εποχή εκείνη, προσφέροντας στον τουρίστα μια άποψη της μοντέρνας πόλης και του τρόπου ζωής της, καθώς και μια ευκαιρία επαφής με τους ντόπιους, τους καταστηματάρχες, τους σερβιτόρους κ.ο.κ., ενώ στην πραγματικότητα αποτελούσε μια προσεγμένη βιτρίνα.

Οι ξεναγήσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ένα επιτυχημένο τουριστικό πακέτο το οποίο περιελάμβανε τα εξής στοιχεία: α) τέχνη υψηλού επιπέδου -η οποία παρουσίαζε την Αθήνα ως λίκνου του δυτικού πολιτισμού και του θεάτρου- και β) διασκέδαση, φαγητό και μουσική, που συνοδεύονταν από σπάσιμο πιάτων και μια γενικότερη ανέμελη διάθεση, όπως απεικονίζονταν σε μια σειρά ταινιών οι οποίες στα μάτια του τουρίστα εξέφραζαν την ελληνική ψυχή, με χαρακτηριστικότερες τις «Ποτέ την Κυριακή» (Never on Sunday) και «Ζορμπάς ο Έλληνας» (Zorba the Greek) (Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση).

β) Μετέωρα

Ενδιαφέρον για την τουριστική ανάπτυξη των Μετεώρων είχε εκδηλωθεί ήδη από το 1951, όπως αποκαλύπτει σχετική έκθεση του ΕΟΤ:

«Πιστεύουμε ότι τα Μετέωρα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως εξής: α) ως μνημεία βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής και χριστιανικής ιστορίας και β) ως η μόνη τουριστική περιοχή με ειδικό ενδιαφέρον για τη σύνδεση του άξονα Αθήνα-Λάρισα με τον άξονα Αθήνα-Δελφοί-Ιωάννινα-Μέτσοβο [...] ώστε να μην χαθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση των Μετεώρων ως χώρου με τουριστικό ενδιαφέρον» (Poulios, 2014).

Τις τελευταίες δεκαετίες, τα Μετέωρα αποτέλεσαν κύριο πεδίο τουριστικής προβολής και ανάπτυξης της Ελλάδας, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο συμπληρωματικά ως προς την εικόνα της χώρας (βλ. παραπάνω). Η προβολή των Μετεώρων αποδείκνυε, δηλαδή, αφενός ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς «ήλιος και θάλασσα» και αφετέρου ότι μπορεί η χώρα αυτή να μην ταυτίζεται αποκλειστικά με το κλασικό της παρελθόν.

Ως αποτέλεσμα αυτής της κρατικής πολιτικής, τα Μετέωρα έχουν καθιερωθεί σήμερα ως ένας από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα, με σημαντικές επιπτώσεις για την ευρύτερη τοπική κοινωνία, αλλά και για τις μοναστικές κοινότητες του χώρου. Ειδικότερα, μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας εγκατέλειψε τα γειτονικά χωριά και εγκαταστάθηκε στη γειτονική των Μετεώρων κωμόπολη της Καλαμπάκας, με αποτέλεσμα να προκληθεί σημαντική δημογραφική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αλλοίωση τόσο της ευρύτερης περιοχής, όσο και αντίστοιχη επιβάρυνση της Καλαμπάκας. Απότοκο της τουριστικής προβολής ήταν το γεγονός ότι αλλοιώθηκε η σύνδεση της τοπικής κοινωνίας με τον χώρο και μετατράπηκε από κατεξοχήν έως τότε θρησκευτική -η τοπική κοινωνία ως εκκλησίασμα των μονών- σε οικονομική.

Επίσης, ο τουρισμός έχει καταστεί ο πλέον καθοριστικός παράγοντας λειτουργίας του χώρου, σε βάρος της θρησκευτικής λατρείας και της ζωής των μοναστικών κοινοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, η τουριστική ανάπτυξη καθορίζει πλέον το ωράριο λειτουργίας των μονών. Η τουριστική ανάπτυξη προδιαγράφει επίσης τους όρους χρήσης του χώρου. Πιο συγκεκριμένα, λόγω της παρουσίας των τουριστών στον κύριο χώρο των μονών, οι μοναχοί/μοναχές υποχρεώνονται να απομονώνονται στους ενδότερους χώρους, προκειμένου να ασκήσουν τις λατρευτικές τους ανάγκες. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, πολλοί μοναχοί/μοναχές εξακολουθούν να αισθάνονται περιορισμένοι και πιεσμένοι από τον τουρισμό, με συνέπεια κάποιοι να επιλέγουν τη μόνιμη απομάκρυνση από τον χώρο προς αναζήτηση πιο ήσυχων μονών.

5.2 Εναλλακτικές προσεγγίσεις πέρα από το «κλασικό ιδεώδες»

Καθώς οι επιλογές του τουρίστα κατευθύνονται προς περισσότερο ατομικές, εναλλακτικές «εμπειρίες» (βλ. παραπάνω), το ελληνικό μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης που στηρίζεται στη βάση του «κλασικού ιδεώδους» -ένα μοντέλο που είναι προσκολλημένο σε ένα πολύ γνώριμο παρελθόν ως κυρίαρχη τάση («mainstream»), ενώ ταυτόχρονα παραμένει στατικό και «παγωμένο» στον χρόνο-, αποδεικνύεται ολοένα και πιο περιορισμένο και μονότονο, κυρίως για τους τουρίστες εκείνους, οι οποίοι παρουσιάζουν μειωμένο ενδιαφέρον για το κλασικό παρελθόν, καθώς και για εκείνους που έχουν πιο ιδιαίτερα και εκλεπτυσμένα ενδιαφέροντα (Poulios & Touloupa, υπό δημοσίευση). Πιο απλά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως οι τουρίστες έχουν πια κορεστεί από τις αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και, παρόλο που πιθανότητα θα ακολουθήσουν μια από τις καθιερωμένες αρχαιολογικές ξεναγήσεις, συγχρόνως επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για τη σύγχρονη Ελλάδα, για τους σημερινούς κατοίκους της, τον τρόπο ζωής τους και τον πολιτισμό τους (προσωπικό σχόλιο τουριστικού πράκτορα).

Επίσης, η ολοένα αυξανόμενη οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τις διαρκείς πιέσεις από την Τρόικα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των κρατικών δομών και δαπανών και του ανοίγματος των «κλειστών» επαγγελμάτων, οδήγησαν σε έναν σημαντικό περιορισμό των δομών και της ισχύος του κράτους (αναφορικά με τον πολιτισμό: Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση [α]). Στον κλάδο του τουρισμού συγκεκριμένα, η διαδικασία αδειοδότησης τουριστικών γραφείων και ξενώνων απλοποιήθηκε, ενώ έπαυσαν να λειτουργούν οι αρμόδιες Υπηρεσίες και οι Σχολές Ξεναγών. Οι τελευταίες αντικαταστάθηκαν από ταχύρρυθμα δίμηνα σεμινάρια, τα οποία προσφέρονται από ελληνικά Πανεπιστήμια. Επιπρόσθετα, υπό το βάρος των πιέσεων προς επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος προσπάθησε να περάσει ένα νομοσχέδιο για μεγάλης κλίμακας κτηριακή (ξενοδοχειακή) αξιοποίηση του αιγιαλού, βασισμένο σε μάλλον παρωχημένα αναπτυξιακά μοντέλα του εξωτερικού (Το Βήμα, 2014).
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εξελίξεις, διαπιστώνεται ότι υπάρχει ανάγκη για ένα νέο μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης, το οποίο θα απομακρύνεται από το «κλασικό ιδεώδες» και θα εστιάζει σε ατομικές, εναλλακτικές εμπειρίες, ενώ ταυτόχρονα θα είναι λιγότερο εξαρτημένο από το κράτος.

Στο πλαίσιο αυτής της ανάγκης για ένα νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, και υπό τις συνθήκες της υψηλής ανεργίας, η οποία ωθεί πολλούς νέους Έλληνες επαγγελματίες στη διέξοδο της ενασχόλησης με τον τουρισμό, έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην Ελλάδα τουριστικά γραφεία που προσφέρουν νέα, εναλλακτικά τουριστικά πακέτα, τα οποία απευθύνονται τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική τουριστική αγορά (Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση). Οι εναλλακτικές αυτές υπηρεσίες συχνά αποτελούν αντιγραφή τουριστικών πακέτων και μοντέλων που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία στο εξωτερικό, χωρίς ωστόσο να λαμβάνουν απαραιτήτως υπόψη τις ιδιαίτερες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες της χώρας, ενώ, συγχρόνως, δεν συνοδεύονται ούτε από λεπτομερείς μελέτες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους ούτε από το αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο (π.χ. ανασκαφικός τουρισμός). Τα πακέτα αυτά δεν προσφέρουν απλή γνώση, αλλά προσωπική εμπειρία των περιοχών, η οποία μεταφέρεται μέσω μιας ιδιαίτερης, προσωπικής και φιλικής σχέσης που αναπτύσσουν οι ντόπιοι με τους τουρίστες. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ντόπιοι αυτοί «ξεναγοί» ακολουθούν ένα πολύ συγκεκριμένο, καλά σχεδιασμένο και δοκιμασμένο σενάριο αφήγησης. Παραδείγματα τέτοιων τουριστικών πακέτων είναι οι ξεναγήσεις με βάση το φαγητό (food tours), τη μαγειρική (cooking tours), τις αγορές (shopping tours), την αρχιτεκτονική (architecture tours), τα έργα «γκραφίτι» (graffiti tours), τα ενδιαφέροντα των ομοφυλόφιλων (gay-lesbian tours), οι επισκέψεις σε οικογένειες ντόπιων καθώς και οι ανασκαφικές ξεναγήσεις (excavation tours).

Παράδειγμα: «graffiti tour» στην Αθήνα

Η συγκεκριμένη ξενάγηση σχεδιάστηκε από ένα νέο τουριστικό γραφείο με τη συνεισφορά ενός καλλιτέχνη γκράφιτι. Η ξενάγηση έλαβε χώρα στην περιοχή Γκάζι στην Αθήνα και εστίαζε στα ακόλουθα θέματα (δίνεται το περιεχόμενο, προκειμένου να καταδειχτεί η διαφορά του από μια αντίστοιχη αρχαιολογική ξενάγηση): α) στην εμφάνιση και εξέλιξη του κινήματος των καλλιτεχνών «γκράφιτι» στην Ελλάδα. Ειδικότερα στον τρόπο ζωής και δημιουργίας τέχνης αρχικά στο περιθώριο της κοινωνίας, στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι καλλιτέχνες αυτοί από κρατικούς φορείς (π.χ. αστυνομία), πώς σταδιακά προχώρησαν σε μια διαδικασία ένταξης στο κοινωνικό περιβάλλον, στις διαφορετικές απόψεις των καλλιτεχνών «γκράφιτι» ως προς τη σχέση τους με το κοινωνικό περιβάλλον, καθώς, επίσης, και β) στα ίδια τα έργα, δηλαδή στο περιεχόμενο και στους πολιτικούς και κοινωνικούς συμβολισμούς τους, π.χ. σε σχέση με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και την οικονομική κρίση.

Ενδεικτικά, το παρακάτω γεγονός συνέβη κατά τη διάρκεια της ξενάγησης και είναι χαρακτηριστικό. Ο ξεναγός έδειχνε και ανέλυε έργα «γκράφιτι» στον εξωτερικό τοίχο του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (ενός από τους σημαντικότερους κλασικούς χώρους στην Αθήνα) χωρίς να πραγματοποιεί καμία αναφορά στον ίδιο τον χώρο. Όταν ρωτήθηκε γι' αυτό, απάντησε αμέσως: «Πρώτον, δεν με ενδιαφέρει ο χώρος, δεύτερον, δεν ενδιαφέρει ούτε τους τουρίστες-συμμετέχοντες στην ξενάγηση, τρίτον, δεν γνωρίζω το χώρο γιατί δεν είμαι αρχαιολόγος και, τέταρτον, επικεντρώνομαι στη δουλειά μου (στο "graffiti tour")».

6. Συμπεράσματα: Συσχέτιση της ελληνικής πραγματικότητας με τη διεθνή εμπειρία

Το κρατικό μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης που βασίστηκε στο «κλασικό ιδεώδες» είχε τις εξής συνέπειες:

α) Εστίαση σε συγκεκριμένους πολιτιστικούς χώρους, κατά κύριο λόγο κλασικούς και δευτερευόντως βυζαντινούς και άλλους, με αποτέλεσμα μια τουριστική χρήση και εκμετάλλευση των συγκεκριμένων χώρων και των ευρύτερων περιοχών τους, πέραν της «φέρουσας ικανότητάς» τους (carrying capacity), όπως φάνηκε και από την ανάλυση του παραδείγματος των Μετεώρων, αλλά και όπως δείχνει η εμπειρία στην Ακρόπολη, την Κνωσό και τη Σαντορίνη. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με δύο από τις βασικές αρχές της «Χάρτας του Διεθνούς Πολιτισμικού Τουρισμού: Διαχείριση του Τουρισμού σε Τόπους Πολιτισμικής Σημασίας» του Icomos, σύμφωνα με την οποία «η διαχείριση της σχέσης πολιτιστικών τόπων και τουρισμού θα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους για τις παρούσες και μελλοντικές γενιές», ενώ «ο τουριστικός σχεδιασμός οφείλει να προστατεύει και να προάγει τα χαρακτηριστικά της φυσικής και της πολιτισμικής κληρονομιάς» (Icomos, 1999).

β) Αξιοποίηση στοιχείων της τοπικής κοινωνίας -συνήθως κατά τρόπο συμπληρωματικό και ενισχυτικό προς το «κλασικό ιδεώδες»-, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα στοιχεία της απλής, καθημερινής ζωής της «αυθεντικής», λαϊκής ψυχής (δηλαδή τους λαϊκούς χορούς, τη λαϊκή κουζίνα και μορφές ψυχαγωγίας και εγκοινωνισμού/κοινωνικοποίησης, όπως το καφενείο και το πανηγύρι), κατά την περίοδο που ακολούθησε το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο ελληνικό τρόπο ζωής (όπως η φιλοξενία, τα γραφικά τοπία και η ανέμελη διάθεση) εντός του πλαισίου του μοντέλου «ήλιος, θάλασσα και πολιτισμός», κυρίως την περίοδο μετά το τέλος της δικτατορίας και ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Εντούτοις, δεν ελήφθη μέριμνα για την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στον τουριστικό σχεδιασμό και για την εξασφάλιση συγκεκριμένων οφελών από την τουριστική ανάπτυξη για τις τοπικές κοινωνίες, με ακραίο παράδειγμα τις περιπτώσεις κατεδάφισης «χαμόσπιτων»/«τρωγλών» και απομάκρυνσης κατοίκων από τους πολιτιστικούς χώρους την περίοδο του μεσοπολέμου. Επίσης, λόγω και της κυριαρχίας των διεθνών τουριστικών πρακτόρων (tour operators), ένα μεγάλο και απροσδιόριστο μέχρι στιγμής μέρος των εσόδων διαφεύγει στο εξωτερικό. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν συνάδουν με τις αρχές της Χάρτας του Icomos, η οποία προβλέπει ότι «η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να εμπλέκουν την τοπική κοινωνία» και ακόμη πως «η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να εστιάζουν σε δραστηριότητες που να αποφέρουν οφέλη στην τοπική κοινωνία» (Icomos, 1999).

γ) Σε συνδυασμό με τις σύγχρονες τάσεις της μαζικής τουριστικής βιομηχανίας, δηλαδή την κυριαρχία των διεθνών τουριστικών πρακτόρων (tour operators) και τη γιγάντωση του ρόλου της κρουαζιέρας, η εμπειρία που αποκομίζουν οι τουρίστες είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής και αποκομμένη από την τοπική κοινωνία. Η διαπίστωση αυτή διαφοροποιείται από την αρχή της Χάρτας του Icomos, η οποία αναφέρει ότι «η διαχείριση και ο τουριστικός σχεδιασμός σε πολιτιστικούς τόπους θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εμπειρία του επισκέπτη θα είναι αξιόλογη, πλούσια σε περιεχόμενο και ευχάριστη» (Icomos, 1999).
Καταλήγοντας, οι πρόσφατες εξελίξεις στην τουριστική βιομηχανία με στόχο την αναζήτηση ατομικών, εναλλακτικών «εμπειριών», από κοινού με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην ισχύ του κράτους, καθιστούν το κρατικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης στη βάση του «κλασικού ιδεώδους» ως επί το πλείστον απαρχαιωμένο. Όσον αφορά ειδικότερα τις συνέπειες της κρίσης, πρέπει να τονιστεί ότι η οικονομική κατάσταση δεν επηρεάζει απλώς κρατικές δομές και δαπάνες, αλλά τον συνολικό τρόπο θεώρησης, προστασίας και αξιοποίησης (συμπεριλαμβανομένης και της τουριστικής αξιοποίησης) του πολιτισμού (Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση). Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους που το τόσο ισχυρό ως προς τους κλάδους της πολιτισμικής διαχείρισης και της τουριστικής ανάπτυξης μοντέλο του «κλασικού ιδεώδους» αμφισβητείται και τείνει να αντικατασταθεί από εναλλακτικές προσεγγίσεις, οι οποίες καθορίζονται από την κρίση (οι Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση μιλούν χαρακτηριστικά για μετάβαση από το authorized heritage discourse στο authorized crisis discourse). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξεταστεί η εξέλιξη της διαδικασίας αυτής (και των εναλλακτικών αυτών προσεγγίσεων) στην Ελλάδα, καθώς και το κατά πόσο και με ποιον τρόπο η εξέλιξη αυτή (και οι εναλλακτικές αυτές προσεγγίσεις) θα επηρεάσει και άλλες χώρες διεθνώς οι οποίες πλήττονται από την κρίση.

Η σύνδεση τουρισμού και πολιτισμικής διαχείρισης ως πρόταση διεξόδου από την πρόσφατη οικονομική κρίση ανήκει στο επίπεδο της ρητορικής. Παρόμοια σύνδεση είχε προταθεί και σε άλλες περιόδους οικονομικής κρίσης και πολιτικής αστάθειας στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη δεκαετία του '30, τον Εμφύλιο, καθώς και επί Δικτατορίας (Νικολακάκης, 2013· Βλάχος, 2013· Touloupa & Poulios, υπό δημοσίευση). Στην Ελλάδα, παραμένει προβληματική η σύνδεση τουρισμού και πολιτισμικής διαχείρισης στην πράξη, για μια σειρά από λόγους όπως η απουσία μακρόπνοου στρατηγικού σχεδιασμού, η καθιέρωση του πελατειακού κράτους, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον νοούμενο ως «αγοραίο πολιτισμό» και ο φόβος «εργαλειοποίησης» του πολιτισμού μέσω του τουρισμού, καθώς και η έλλειψη ενός θεσμικού-νομοθετικού πλαισίου που να επιτρέπει -για τις ανάγκες δύο τόσο πολυσχιδών στοιχείων, όπως ο πολιτισμός και ο τουρισμός- τη συνεργασία πολλών φορέων και Υπουργείων μεταξύ τους, όπως Πολιτισμού, Τουρισμού, Περιβάλλοντος, Οικονομικών και Ασφάλειας του Πολίτη (Τουλούπα, 2015).

Η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε σημαντική υποβάθμιση του άλλοτε πανίσχυρου ρόλου του κράτους. Σήμερα, στο πλαίσιο της σύνδεσης τουρισμού και πολιτισμικής διαχείρισης, οι πιέσεις για σύμπραξη του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (Public & Private Partnerships - PPP) , όπως επίσης και για ιδιωτικοποιήσεις αυξάνονται. Για να λειτουργήσουν τέτοιου είδους συνεργασίες, «το κράτος οφείλει -και μπορεί- να είναι ο συντονιστής και ο εγγυητής των συνεργασιών, έχοντας σαφές όραμα και μεθοδολογικό σχεδιασμό, θέτοντας τους όρους και όντας εφοδιασμένο με εκσυγχρονισμένη νομοθεσία που να διαφυλάττει το δημόσιο συμφέρον» στο πλαίσιο ενός περισσότερο εποπτικού και λιγότερο εκτελεστικού ρόλου (Πούλιος & Τουλούπα, υπό δημοσίευση [β]).

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Baram, U. & Rowan, Y. (Επιμ.). (2004). Marketing Heritage: Archaeology and the Consumption of the Past. Oxford: Altamira Press.
Βλάχος, Ά. (2013). Τουριστική Ανάπτυξη και Δημόσιες Πολιτικές στη Σύγχρονη Ελλάδα (1914-1950): η Ανάδυση ενός Νεοτερικού Φαινομένου (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Νικολακάκης, Μ. (2013). Τουρισμός και Ελληνική Κοινωνία την Περίοδο 1945-1974 (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Κοινωνιολογίας. Ανακτήθηκε 24 Μαρτίου, 2015, από http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/33125
Poulios, I. (2014). The Past in the Present: A Living Heritage Approach - Meteora, Greece. London: Ubiquity Press. Ανακτήθηκε 15 Δεκεμβρίου, 2014, από http://dx.doi.org/10.5334/bak
Touloupa, S., & Poulios, I. (Υπό δημοσίευση). Re-branding Athens and its culture through 'Alternative' City Tours: Beyond an 'Authorised Heritage Discourse' and towards an 'Authorised Crisis Discourse'. Στο N. Karachalis & I. Poulios (Επιμ.), Athens, Modern Capital and Historic City: Challenges for Heritage Management at Times of Crisis. Pharos. Journal of the Netherlands Institute at Athens. Athens: Netherlands Institute at Athens.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Baram, U. & Rowan, Y. (2004). Archaeology after Nationalism: Globalization and the consumption of the past. Στο U. Baram & Y. Rowan (Επιμ.), Marketing Heritage: Archaeology and the Consumption of the Past (σελ. 3-23). Oxford: Altamira Press.
Βλάχος, Ά. (2013). Τουριστική Ανάπτυξη και Δημόσιες Πολιτικές στη Σύγχρονη Ελλάδα (1914-1950): η Ανάδυση ενός Νεοτερικού φαινομένου (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Butler, B., & Rowlands, M. (2012). Πολιτισμική κληρονομιά. Στο Ε. Γιαλούρη (Επιμ.), Υλικός Πολιτισμός: Η Ανθρωπολογία στη Χώρα των Πραγμάτων (σελ. 125-150). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού. (2001). Το Market Study του Ελληνικού Τουρισμού. Αθήνα: Διεύθυνση Μελετών και Επενδύσεων.
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού. (2010). You in Greece [διαφημιστικό σποτ]. Ανακτήθηκε 28 Οκτωβρίου, 2010,                           από                          http ://www .visitgreece .gr/en/video/you_in_athens                               και http://www.youtube.com/watch?v=znn3LmP-7Bw

Europa Nostra. (2006). The Malta Declaration on Cultural Tourism: Its Encouragement and Control.

Ανακτήθηκε    3 Σεπτεμβρίου, 2015, από:

Gilmore, J., & Pine, J. (1999). The Experience Economy: Work is Theatre and Every Business a Stage. Boston: Harvard Business School Press.
Gratziou, O. (2008). Venetian monuments in Crete: a controversial heritage. Στο D. Damaskos & D. Plantzos (Επιμ.), A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in twentieth-century Greece, (σελ.
209-222). Athens: Mouseio Benaki.
Greenwood, D. J. (1989). Culture by the pound: An anthropological perspective on tourism as cultural commoditization. Στο V. L. Smith (Επιμ.), Hosts and Guests, The Anthropology of Tourism (σελ. 171­185). Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Hennig, C. (1997). Reiselust. Touristen, Tourismus und Urlaubskultur. Frankfurt: Insel.
Iccrom. (2006, June). Travel operators: New partners in protecting cultural heritage. Newsletter 32. Rome: Iccrom.
Icomos. (1999). International Cultural Tourism Charter. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου, 2015, από http ://www.international.Icomos.org/charters/tourism greek.pdf
Jones, S. (2006). They made it a living thing, didn't they...: The growth of things and the fossilization of heritage. Στο R. Layton, S. Shennan & P. Stone (Επιμ.), A Future for Archaeology: the Past in the Present (σελ. 107-126). London: UCL Press.
MacCannell, D. (1992). Empty Meeting Grounds: the Tourist Papers. London: Routledge.
MacCannell, D. (1999). The Tourist, A New Theory of the Leisure Class. Berkeley: University of California Press.
Matero, F. (2004). Exploring conservation strategies for ancestral Puebloan sites: Tsankawi, Bandelier National Monument, New Mexico. Conservation and Management of Archaeological Sites, 6, 69.
Μονεμβασίτου, Α. (2014). Ελληνικός Μεταπολεμικός Μοντερνισμός: τα Ξενοδοχεία Ξενία. Ανακτήθηκε 10 Οκτωβρίου, 2015, από http://courses.arch.ntua.gr/113468.html
Mowforth, M., & Munt, I. (2003). Tourism and Sustainability: Development and New Tourism in the Third World. London: Routledge.
Μπονάρου, Χ. (2012). Οπτικός Πολιτισμός και Τουρισμός: Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις Τουριστικές Καρτ Ποστάλ. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Nash, D. (1989). Tourism as a form of imperialism. Στο V. L. Smith (Επιμ.), Hosts and Guests, The Anthropology of Tourism (σελ. 37-52). Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Νικολακάκης, Μ. (2013). Τουρισμός και Ελληνική Κοινωνία την Περίοδο 1945-1974 (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Κοινωνιολογίας. Ανακτήθηκε 24 Μαρτίου, 2015, από http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/33125
Nikolakakis, M. (Υπό δημοσίευση). Athens: the tourist capital of post-war Greece. Στο N. Karachalis & I. Poulios (Επιμ.), Athens, Modern Capital and Historic City: Challenges for Heritage Management at Times of Crisis. Pharos. Journal of the Netherlands Institute at Athens. Athens: Netherlands Institute at Athens.
Πατσουράτης, Β. (2002). Η Ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Τουριστικού Τομέα. Αθήνα: Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων.
Πολιτισμός σημαίνει τουρισμός: Η ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων κοινός στόχος Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού. (2014, 17 Ιουνίου). Ανακτήθηκε 11 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=606532
Πούλιος, Ι. (2015α). «Εμπειρίες» ως απάντηση στην κρίση: Στοχασμοί για την εφαρμογή του «μοντέλου εμπειριών» στο Μουσείο Ακρόπολης. Στο Σ. Αντωνιάδου, Ε. Μαυραγάνη & Ι. Πούλιος (Επιμ.), Πολιτισμός και Προοπτική: Η Σημασία της Στρατηγικής σε Τέσσερις Τομείς του Πολιτισμού. Αθήνα: Καστανιώτης.
Πούλιος, Ι. (2015β). Περί αυθεντικότητας: Το παράδειγμα της διαχείρισης και προστασίας του Μυστρά. Μνημείο και Περιβάλλον, 12, 87-104.
Poulios, I. (2014). The Past in the Present: A Living Heritage Approach - Meteora, Greece. London: Ubiquity Press. Ανακτήθηκε 15 Δεκεμβρίου, 2014, από http://dx.doi.org/10.5334/bak
Poulios, I., Nastou, D., & Kourgiannidis, E. (Υπό δημοσίευση). Bridging the distance between heritage conservation and business management: heritage as a customer 'experience' - A case study of the Acropolis Museum in Athens. Στο N. Karachalis & I. Poulios (Επιμ.), Athens, Modern Capital and Historic City: Challenges for Heritage Management at Times of Crisis. Pharos. Journal of the Netherlands Institute at Athens. Athens: Netherlands Institute at Athens.
Poulios, Ι., & Senteri, Ε. (Υπό δημοσίευση). Branding Athens at a time of crisis: A semiotic analysis of the current tourism campaign of the historic city. Στο N. Karachalis & I. Poulios (Επιμ.), Athens, Modern Capital and Historic City: Challenges for Heritage Management at Times of Crisis. Pharos. Journal of the Netherlands Institute at Athens. Athens: Netherlands Institute at Athens.
Πούλιος, Ι., & Τουλούπα, Σ. (Υπό δημοσίευση [α]). Ελληνικά Μουσεία μέσα και πέρα από την κρίση: η επιτακτική ανάγκη απόκτησης στρατηγικής ευελιξίας μέσα στην τρέχουσα αστάθεια / Greek Museum within and beyond crisis: the imperative to achieve strategic agility in the current instability. Στο Π. Αδάμ-Βελένη (Επιμ.), Μουσειολογία: Νέες Τάσεις. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Πούλιος, Ι., & Τουλούπα, Σ. (Υπό δημοσίευση [β]). Τουρισμός και πολιτισμική διαχείριση. Στο Σ. Λεκάκης & Ν. Πάντζου, Εισαγωγή στη Διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αθήνα: Εκδόσεις Ασίνη.
Schmitt, B. H. (1999). Experimental Marketing: How to Get Customers to Sense, Feel, Think, Act, and Relate to Your Company and Brands. New York: The Free Press.
Schmitt, B. H. (2003). Customer Experience Management: A Revolutionary Approach to Connecting with your Customers. New Jersey: John Wiley & Sons.
Σταυριανοπούλου, Σ. (2009). Περιηγητές στον Μυστρά. Στο Σ. Σίμος (Επιμ.), Τα Μνημεία του Μυστρά: Το έργο της Επιτροπής Αναστήλωσης Μνημείων Μυστρά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων και Επιτροπή Αναστήλωσης Μνημείων Μυστρά.
Συμμαχία για την Ελλάδα. (2010). Ελλάδα, κομμάτι της ψυχής μας - Μουσείο Ακρόπολης [διαφημιστικό σποτ]. Αθήνα: Συμμαχία για την Ελλάδα. Ανακτήθηκε 28 Οκτωβρίου, 2015, από https://www.youtube.com/watch?v=Q3L7QigJAug
Timothy, D., & Boyd, S. (2003). Heritage Tourism. Essex: Pearson Education.
Το Βήμα (2014). Σχέδιο Νόμου «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Ανακτήθηκε Νοεμβρίου,    2015, http://www.tovima.gr/files/1/2014/04/17/ΣΧΕΔΙΟ%20ΝΟΜΟΥ%20αιγιαλός%20ΤΕΛΙΚΟ%20ΠΡΟΣ %20ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ%20clean.pdf

Τουλούπα, Σ. (2015). Πολιτισμός σημαίνει τουρισμός: Προβληματισμοί και (τεχνητά) διλήμματα. Στο Σ. Αντωνιάδου, Ε. Μαυραγάνη & Ι. Πούλιος (Επιμ.), Πολιτισμός και Προοπτική: Η Σημασία της Στρατηγικής σε Τέσσερις Τομείς του Πολιτισμού. Αθήνα: Καστανιώτης.
Touloupa, S. (2010). Casting identity in the cultural tourism industry: Greek tourist guides in a 'Mission' of heritage interpretation. Public Archaeology, Vol 9, Issue 1, 4-33.
Touloupa, S., & Poulios, I. (Υπό δημοσίευση). Re-branding Athens and its culture through 'Alternative' City Tours: Beyond an 'Authorised Heritage Discourse' and towards an 'Authorised Crisis Discourse'. Στο N. Karachalis & I. Poulios (Επιμ.), Athens, Modern Capital and Historic City: Challenges for Heritage Management at Times of Crisis. Pharos. Journal of the Netherlands Institute at Athens. Athens: Netherlands Institute at Athens.
Ucko, P. J. (1994). Museums and sites: Cultures of the past within education - Zimbabwe, some ten years on. Στο P. Stone & B. Molyneaux (Επιμ.), The Presented Past: Heritage, Museums and Education (σελ. 261-263). London: Routledge.
Ucko, P. J. (2000). Enlivening a 'dead' past. Conservation and Management of Archaeological Sites, 4, 67-92.
Unesco. (2011). World Heritage and Sustainable Tourism Programme. Ανακτήθηκε 3 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://whc.unesco.org/en/tourism/
Urry, J. (1990). The Tourist Gaze, Leisure and Travel in Contemporary Societies. London: Sage Publications.
Walderhaug-Saetersdal, E. M. (2000). Ethics, politics and practices in rock art conservation. Public Archaeology, Vol 1, Issue 3, 163-180.
Walker, C., & Carr, N. (2013). Tourism and archaeology: An introduction. Στο C. Walker & N. Carr (Επιμ.), Tourism and Archaeology: Sustainable Meeting Grounds (σελ. 11-35). Walnut Creek: Left Coast Press Inc.


*Από το βιβλίο Πολιτισμική Διαχείριση, Τοπική Κοινωνία και Βιώσιμη Ανάπτυξη.Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα.www.kallipos.gr
Συγγραφείς :ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣ ΜΑΣΧΑ - ΜΑΡΛΕΝ ΜΟΥΛΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΣΥΛΗΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΤΟΥΛΟΥΠΑ
Το κείμενο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. 
Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.Org/licenses/bv-nc-nd/3.0/gr/

"Στόχος του παρόντος συγγράμματος είναι η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην πολιτισμική διαχείριση, την τοπική κοινωνία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, το σύγγραμμα:

«Αγκαλιάζει» τον συνολικό κλάδο της πολιτισμικής διαχείρισης. Προσεγγίζει το επίκαιρο ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης με τρόπο διεπιστημονικό. Εστιάζει στην τοπική κοινωνία και στον καθοριστικό της ρόλο για τη σύνδεση πολιτισμικής διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Αναδεικνύει ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς -ταυτόχρονα, όμως, μη επαρκώς ανεπτυγμένους ερευνητικά ή και προβληματικούς σε σχέση με την πολιτισμική διαχείριση-τομείς βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα, όπως η εκπόνηση αναπτυξιακών και ενεργειακών έργων.
Το σύγγραμμα συνδέει τη θεωρία (θεωρητικό πλαίσιο και αρχές) με την πράξη (παραδείγματα έρευνας), καθώς και τη διεθνή πραγματικότητα με την ελληνική.
Απώτερος σκοπός του είναι να εξετάσει: α) πώς η ελληνική πραγματικότητα εντάσσεται στις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και β) πώς η ελληνική πραγματικότητα μπορεί να συμβάλει στην πρόοδο των διεθνών εξελίξεων.
Στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης και λόγω του διεπιστημονικού του χαρακτήρα, το βιβλίο απευθύνεται, ως βοήθημα (συμπληρωματικό-ενισχυτικό του κύριου συγγράμματος), σε προπτυχιακούς φοιτητές διάφορων τμημάτων: π.χ. κοινωνιολογίας, αρχαιολογίας, πολιτισμικών σπουδών, τουριστικών σπουδών και τεχνικών έργων. Συγχρόνως, όμως, μπορεί να αξιοποιηθεί και από μεταπτυχιακούς φοιτητές. Επιπλέον, λόγω της σύνδεσης θεωρίας και πράξης, μπορεί να βοηθήσει και τους επαγγελματίες των επιμέρους κλάδων."

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.