#Του Δημήτρη Παπανικολάου
Είδα την τεράστια πόλη ν’ αδειάζει και να περιμένει. Κι έπειτα τους ουρανοξύστες έναν έναν να σβήνουν. Και δεν πρόλαβα να αισθανθώ ενοχή. Αντίθετα, όσο ο τυφώνας «Σάντι» ερχόταν προς τη Νέα Υόρκη την περασμένη Δευτέρα, αυτό που σκεφτόμουν ήταν σε ποια ακριβώς ταινία είχα δει αυτές τις σκηνές. Σε κάποιον Μπάτμαν σίγουρα· και σε κλασικά χολιγουντιανά ντιζάστερ. Το μυαλό παρατηρούσε το σκηνικό περίπου αισθητικά.
Βρισκόμουν, άλλωστε, σε ένα από τα πιο καλά προετοιμασμένα και προστατευμένα σημεία της πόλης – κι έτσι δεν σκέφτηκα τους ανθρώπους των οποίων τα σπίτια γέμιζαν νερά, αυτούς που δεν είχαν προλάβει ή θελήσει να τα εγκαταλείψουν, ούτε και όλο το κατώτερο προσωπικό των μεγάλων συγκροτημάτων και πανεπιστημίων του Μανχάταν (πορτιέρηδες, καθαρίστριες, σερβιτόροι, μάγειρες), που έπρεπε να κοιμηθούν σε καταφύγια, ώστε την επόμενη μέρα να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των πιο πλούσιων ή πιο ευνοημένων κατοίκων αυτών των περιοχών. Από τους ψηλούς ορόφους του ουρανοξύστη στον οποίον μένω, δεν έχεις σε αυτές τις περιστάσεις τον χρόνο να σκεφτείς τα υπόγεια ούτε μάλλον και τη θέληση. Κοιτάς, αντίθετα, τα φώτα που σβήνουν.
Παρ’ όλα αυτά, η Νέα Υόρκη ξύπνησε την Τρίτη σε μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα. Χωρίς συγκοινωνίες, με προβληματικές επικοινωνίες, κλειστά μαγαζιά και υπηρεσίες, αλλά το κυριότερο, χωρίς ηλεκτρικό σε ολόκληρο το νότιο Μανχάταν και στα περισσότερα κτίρια χωρίς τρεχούμενο νερό και θέρμανση. Να λοιπόν που οι κάτοικοι των ψηλών κτιρίων άρχισαν, σιγά σιγά, και καθώς φαινόταν ότι η διακοπή θα κρατήσει για μέρες, να κατεβαίνουν από τα σκαλιά με τα μπουκαλάκια τους για να γεμίσουν νερό από το υπόγειο. Να συζητούν μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν τρόφιμα και να προσπαθούν να βρουν φίλους που μένουν σε κτίρια με γεννήτρια για να πάνε να κάνουν ένα μπάνιο.
Τα βράδια, οι περισσότεροι από αυτούς άρχισαν να τριγυρίζουν στους κατασκότεινους δρόμους και να λένε καλαμπούρια, να μπαίνουν σε ημίφωτα καταγώγια και να κάθονται κοντά ο ένας στον άλλον· ομάδες εφήβων πήγαν και στάθηκαν στους 34 δρόμους, όπου η πόλη από κατάφωτη έπηζε ξαφνικά στο σκοτάδι και έκαναν χαβαλέ («καλωσήρθατε στο Ανατολικό Βερολίνο...»). Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς την εμπειρία της κατασκότεινης μεγαλούπολης, την ένταση, το μυστήριο, τις άλλες της διαστάσεις.
Αλλά και δεν θέλει: γιατί, σε αντίθεση με την ώρα του κυκλώνα, την επαύριό του, όσο κι αν έχεις ξεβολευτεί και σκοτώνεις την ώρα σου σε σκοτεινά πεζοδρόμια, δεν μπορείς παρά να αισθάνεσαι ένοχος για όλους όσοι δεν έχουν την τύχη σου.
Πηγή : Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.