Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Μορφές τέχνης στο Δημόσιο χώρο.Η τέχνη του δρόμου (street art graffiti )

ΜΟΡΦΕΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ – Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ [STREET ART & GRAFFITI] 
#ΧΕΛΙΩΤΗ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ, Πολεοδόμος Μηχανικός Τ.Ε., M.Sc. Πολεοδομία – Χωροταξία Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ,  Φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ


Η τέχνη ως μέσο έκφρασης και εξωτερίκευσης συναισθημάτων και σκέψεων μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο στην αναβάθμιση των δημόσιων χώρων και των αστικών υπαίθριων χώρων στις σύγχρονες πόλεις, να προσδώσει ταυτότητα και χαρακτήρα. Το ερώτημα που γεννάται έγκειται στο πώς η τέχνη αλληλοεπιδρά με τους δημόσιους χώρους, την πόλη και κατ’ επέκταση τον άνθρωπο. 
Με τον όρο Δημόσια Τέχνη [public art] εννοούμε την τέχνη που εκτίθεται στον δημόσιο χώρο όχι ως μνημείο αλλά ως οργανικό στοιχείο της καθημερινότητας, ως μέσο αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος. Αποτελεί μία πολιτική πράξη, και αυτό γιατί, ενεργοποιεί το κοινό, προτείνοντας μια νέα μορφή επικοινωνίας και συμμετοχής, δηλαδή μία αυξημένη συλλογικότητα. Η δημόσια τέχνη είναι μία πολιτική δέσμευση ενάντια στην εξατομίκευση, την περιχαράκωση, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Μας δίνει ισχυρά ερεθίσματα για να ανακαλύψουμε ξανά και να φανταστούμε την πόλη μας, άρα και τη ζωή μας. 

Στις μέρες μας, ο δημόσιος βίος και η δημόσια κίνηση [ατόμων και αγαθών] διαδραματίζονται ολοένα και λιγότερο στους δημόσιους χώρους. Η δημόσια ζωή σχολιάζεται περισσότερο στον ημερήσιο τύπο, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και δεν βιώνεται στους αστικούς υπαίθριους χώρους της πόλης [Camillo Sitte]. Στην Ελλάδα το κοινωνικό περιβάλλον υποφέρει και υποφέρει κυρίως από την έλλειψη συμμετοχής και δημιουργικότητας. Μέσα στη πόλη μας είμαστε περαστικοί, θεατές, επιβάτες, θαμώνες, καταναλωτές, όμως δεν είμαστε ενεργοί πολίτες [Δασκαλόπουλος Δ., 2014]. 

Τα άτομα κυριαρχούνται από το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας – εξαιτίας της πολυεπίπεδης κρίσης - και έτσι υποχωρούν και κλείνονται στα κτίρια. Το ίδιο συμβαίνει και με έργα τέχνης, τα οποία μετακομίζουν όλο και περισσότερο από τους δρόμους, τις πλατείες, τα πάρκα, στις αίθουσες τέχνης των μουσείων, και ομοίως εξαφανίζεται όλο και περισσότερο η καλλιτεχνική κίνηση εντός των δημοσίων χώρων. 

Η συνύπαρξη τέχνης και δημοσίου χώρου θα προσφέρει έναν «ανοιχτό διάλογο» μεταξύ του θεατή/πολίτη και της πόλης. Η αποτύπωση μιας αισθητικής πολυφωνίας που απηχεί τις μορφές και την περιπέτεια της σύγχρονης τέχνης σήμερα είναι αδιαπραγμάτευτη αρχή, σε σχέση και αντιδιαστολή με υπάρχουσες, αισθητικά μονότροπες παρεμβάσεις [π.χ. προτομές, αγάλματα]. 

Η τέχνη που είναι δημόσια προϋποθέτει συμμετοχή, έκδοση, προβολή και παρουσίαση θεατή, ενώ ταυτόχρονα έχει την ιδιότητα να αφαιρεί το στοιχείο του εκφοβισμού από τον θεατή. Έτσι αναπτύσσεται ο δημόσιος διάλογος – ως νέα μορφή επικοινωνίας - μεταξύ του έργου που βρίσκεται στον δημόσιο χώρο και του θεατή/περιηγητή. Σαν κίνηση, αποτελεί μία γεννήτρια σκέψεων και συναισθημάτων για το κοινό, ενεργοποιώντας τη σύνθεση, την ανάλυση ή και τη διάλυση, μέσω της ματιάς και του τρόπου δράσης κάθε καλλιτέχνη, που εφευρίσκει μέσα από την επέμβασή του στο δημόσιο χώρο και την παρεμβατική παρουσία του έργου του τέχνης μέσα στο αστικό περιβάλλον, μία ευκαιρία να σπάσει την δημόσια σιωπή και να προκαλέσει δημόσιο διάλογο, διαφωνίες και συζήτηση [Κενανίδου Μ., 2008].

Οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις σε χώρους με δημόσιο χαρακτήρα [πλατείες, πάρκα, πεζοδρόμια, κενές όψεις κτιρίων] έχουν σκοπό να οικειοποιηθούν τον θεσμοθετημένο δημόσιο χώρο της πόλης, να τον ανακτήσουν, μέσα από μία συζήτηση με τον πολίτη, να τον κατοικήσουν, είτε αυθαίρετα, είτε με κοινή συναίνεση ως δικό τους χώρο, ως χώρο των πολιτών, ως χώρο του «εμείς» και να εγγράψουν μορφές επικοινωνίας, δημιουργικότητας ή στην καλύτερη περίπτωση τέχνης στη βιωμένη καθημερινή εμπειρία [Χαρβαλιάς Γ., 20142].

Η δημόσια τέχνη είναι μια έννοια που βρίσκεται σε διαρκή αναθεώρηση, ακολουθώντας τις εξελίξεις και τις μεταμορφώσεις των δημόσιων χώρων της σύγχρονης μεγαλούπολης [Μπολωνάκη Στ., 2014]. Με τον όρο «Δημόσια Τέχνη» αναφερόμαστε σε έργα τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή, τα οποία έχουν σχεδιαστεί/εκτελεστεί με μία συγκεκριμένη πρόθεση: να τοποθετούνται στον ανοιχτό δημόσιο χώρο, να είναι «εξωστρεφή» και προσιτά σε όλους [Jones, 1992; Goldstein, 2005; Knight, 2008; Finkelpearl, 2000; Januchta-Szostak, 2010]. _Μορφές τέχνης στο δημόσιο χώρο περιλαμβάνουν τόσο τις εικαστικές τέχνες, όπως είναι η γλυπτική, όσο και την αρχιτεκτονική. Δηλαδή, και οι δύο αυτές μορφές τέχνης καταλαμβάνουν το «χώρο», η πρώτη, κυρίως ως έκφραση η δε δεύτερη, κυρίως ως λειτουργικότητα. 

Στη σύγχρονη αστική πραγματικότητα η πιο διαδεδομένη έκφανση δημόσιας τέχνης είναι η «Τέχνη του Δρόμου», δηλαδή η Street Art και το Graffiti. Συγκεκριμένα, αποτελεί μία από τις μορφές της δημόσιας τέχνης, η οποία μετρά περίπου 50 χρόνια ζωής, καθώς πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του ’70 και χαρακτηρίστηκε αρχικά από τους κοινωνιολόγους ως ένα είδος της σύγχρονης λαϊκής υποκουλτούρας των μεγάλων πληθυσμιακά αστικών κέντρων. Η τέχνη του δρόμου προϋπήρχε από το 30.000 π.Χ. με τις σπηλαιογραφίες, τις τοιχογραφίες της κλασσικής αρχαιότητας, τα κοινωνικό-πολιτικά συνθήματα στους τοίχους κατά τον 19ο αιώνα κλπ. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι από τα προϊστορικά χρόνια ήταν ένα μέσο έκφρασης της δημόσιας ζωής και του δημόσιου λόγου [Χελιώτη Α., 2015]. Σαν ορισμός μπορεί να ειπωθεί ότι είναι η έκφραση της τέχνης στους δημόσιους χώρους, και κυρίως σε τοίχους και δρόμους με μια ποικιλία τεχνικών, όπως το Wheat Pasting [δημιουργία έργων σε χαρτί και επικόλλησή του σε μια άλλη επιφάνεια], το Stickering [δημιουργία sticker και επικόλλησή του σε δημόσιο χώρο], το Stenciling [ψεκασμός με σπρέι μέσω χαρτονιών-οδηγών, με κομμένα διάκενα], τη δημιουργία τρισδιάστατων αντικείμενων ,το poster art, τις υπαίθριες προβολές και εγκαταστάσεις, τη χρήση μικτών τεχνικών, τη παραποίηση οδικών σημάτων και άλλα [Αθ. Γάτος, Ν. Γεροντοπούλου, 2014]. Το graffiti, αποτελεί τον βασικό εκπρόσωπο της street art, και σημαίνει ζωγραφική ή χάραγμα στους τοίχους, προερχόμενη από την ίδια ρίζα με την λέξη «γράφω». Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 19ο12[ιταλική λέξη graffiato, που σημαίνει γρατζουνισμένος]. Όπως λέει ο Jean Baudrillard, τα graffiti δεν λένε τίποτε άλλο από «Λέγομαι τάδε και υπάρχω». Κάνουν μια δωρεάν διαφήμιση της ύπαρξης, δηλαδή κάτι καθόλου διαφορετικό από αυτό που κάνει και η [επίσημη] τέχνη.

Η «Τέχνη του Δρόμου» είναι «παιδί» της πόλης και βασίζεται στην ελευθερία κινήσεων και εκφράσεων στους δημόσιους χώρους της, οι οποίοι αποτελούν καμβά της. Στο πέρασμα των χρόνων και των εξελίξεων των πόλεων, η «Τέχνη του Δρόμου» συνδεόταν κατά κύριο λόγο με τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της ιστορίας, ενώ επικρατούν δύο ακραίες απόψεις περί της street art. Από την μία πλευρά κυριαρχείται από την δημοκρατικότητα και την ελευθερία της έκφρασης, δηλαδή είναι μία αντισυμβατική και αυθόρμητη εικαστική μορφή η οποία μεταδίδει έννοιες/μηνύματα και συναισθήματα και από την άλλη θεωρείται από ορισμένους μία παραβατική πράξη, που χαρακτηρίζεται ως υποκουλτούρα και βανδαλισμός της δημόσιας εικόνας [Χελιώτη Α., 2015]. Η «Τέχνη του Δρόμου» δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή παντού, όμως επηρέασε σημαντικά το ζήτημα σχετικά με το πώς πρέπει να είναι αντιληπτή η δημόσια τέχνη και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της στην πόλη.

Όταν υπάρχει άδεια και ανάθεση από τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς να «παραχθεί» στους ελεύθερους χώρους της πόλης δημόσια τέχνη, τότε η έννοια της παραβατικότητας και της απαγορευσιμότητας δεν υφίσταται. Για το λόγο αυτό ορισμένες φορές το graffiti διαχωρίζεται από την street art, η οποία θεωρείται ως η «νόμιμη δημόσια τέχνη» που έχει ως θέμα της την δημιουργία έργων τέχνης στον αστικό δημόσιο χώρο με αποδεκτό αισθητικά αποτέλεσμα. Να σημειωθεί επίσης, ότι οι τοιχογραφίες στον εξωτερικό δημόσιο χώρο χαρακτηρίζονται από μικρή διάρκεια ζωής, κυρίως έως 10 έτη, καθώς είναι ευάλωτες στις φυσικές φθορές. Παρόλα αυτά δεν παύουν να είναι ένα καινοτόμο εργαλείο αστικού σχεδιασμού όταν είναι θεσμοθετημένα και να αποτελούν – παρά τον εφήμερο χαρακτήρα τους – έναν δημόσιο διάλογο με τους χρήστες της πόλης και να αναμορφώνουν αισθητικά τις «κενές από θέμα» αστικές περιοχές [Χελιώτη Α., 2015]. 

Η τέχνη στο δημόσιο χώρο είναι ένα φαινόμενο το οποίο εξελίσσεται σε ένα αστικό τοπίο, σε μια πόλη αφού αυτή πάντα αποτελούσε και αποτελεί χώρο προβολής και παραγωγής της. Είναι ένα προϊόν της ανθρώπινης προσπάθειας, μία παραγωγή. Επιπλέον, η δημόσια τέχνη συχνά υπόσχεται μια δέσμευση όχι μόνο στη δημοκρατία ως μορφή διακυβέρνησης αλλά ως ένα γενικό πνεύμα ισότητας [Rosalyn Deutsche, 1992]. Ο δημόσιος χώρος σύμφωνα με τον Lefort [1988], είναι ένας χώρος που εμπίπτει πάνω του η έννοια της δημοκρατίας. Είναι μία θεμελιώδης δημοκρατική ιδέα, η οποία εμπεριέχει τις έννοιες της ισοπολιτείας, της ισονομίας και της κοινοκτημοσύνης και η ποιότητά του αντανακλά και την ποιότητα της δημοκρατίας. Συνεπώς, παρατηρείται ένας δεύτερος κοινός παράγοντας τέχνης και δημοσίου χώρου, πέραν του ανθρώπου, ο οποίος είναι η αξία της δημοκρατίας.

Η πόλη και οι χώροι της, στο πλαίσιο της κρίσης και υποβάθμισης που έχουν εισέλθει, χρειάζονται καινοτόμα εργαλεία αστικού/πολεοδομικού σχεδιασμού με στόχο την δημιουργία ποιοτικότερου αστικού περιβάλλοντος. Η συνύπαρξη τέχνης και δημοσίου χώρου θα προσφέρει έναν «ανοιχτό διάλογο» μεταξύ του θεατή/πολίτη και της πόλης. Στόχος πρέπει να είναι η μείωση των αποστάσεων ανάμεσα στην αστική ιδεολογία [αστική ζωή/καθημερινότητα] και την τέχνη και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τις αναγνώσεις που προτείνει στο κοινό η άμεση έκθεση των έργων και η εισβολή τους στην καθημερινότητα του αστού-θεατή.
Το έργο τέχνης δεν ανήκει ποτέ a priori σε ένα χώρο – δημόσιο, ιδιωτικό ή άλλον που θα ήταν ο δικός του χώρος – ούτε είναι ενύπαρκτο σ’ αυτόν: το έργο τέχνης, ως επινόημα ή τεχνούργημα [τουτέστιν ως εν γένει ποιητικό έργο ή ποιείν], τίθεται και τιθέμενο εν-τοπίζεται, παρέχοντας τόπο και διανοίγοντας το χώρο. Για να υπάρξει χώρος, πρέπει πρωτίστως να εγχαραχθεί ένα ίχνος, να εισαχθεί μία διαφορά στο αδιαφοροποίητο. Εν αρχή ην το θέτειν, η θέτουσα – χωροποιούσα χειρονομία. Με άλλα λόγια, το καλλιτεχνικό αντικείμενο είναι αυτό που γεννά το χώρο – ένα χώρο σχεσιακής εμπλοκής. Η τέχνη, στον δημόσιο χώρο, δεν μπορεί να επιλύσει κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά προβλήματα. Η συμβολή, η κατανόηση και η πρόθεση μιας αναμόρφωσης του δημόσιου χώρου, χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνικές ανισότητες, με γνώμονα ένα δημοκρατικό σχεδιασμό, μας οδηγούν στην παράλληλη διερεύνηση των κοινωνικών, πολιτικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν την κατάσταση αυτή στο αστικό περιβάλλον [απαξίωση, εγκατάλειψη, έλλειψη ταυτότητας δημόσιου χώρου], αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σύνδεση των επιμέρους λύσεων με την πολιτική διάσταση του προβλήματος, τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στο χώρο του υποκειμένου [Γ. Χαρβαλιάς, ΥΠΕΚΑ, 2011]. Κάθε έργο της δημόσιας τέχνης είναι αυταξία, προ και πέραν της ερμηνευτικής πρόσληψής του, με την ερμηνεία του να είναι ανοιχτή και να συναρτάται με το πλαίσιο, το χρόνο και τη συλλογική ή ατομική παιδεία του θεατή/παρατηρητή/χρήστη του δημόσιου χώρου.

Μέσω της δημόσιας τέχνης, η οποία απεγκλωβίζεται από τα στεγανά της, δημιουργείται ένας ανοιχτός, δημόσιος διάλογος μεταξύ του πολίτη και του δημόσιου αστικού χώρου, ο οποίος εμπεριέχει την τέχνη όχι ως απλή διακόσμηση, αλλά ως έναν συνδετικό κρίκο [εφαλτήριο] της διάδρασης πόλης και ατόμου. Σύμφωνα με τον G. Simmel, όποιος βλέπει χωρίς να ακούει είναι πολύ πιο ανήσυχος από εκείνον που ακούει χωρίς να βλέπει. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της κοινωνιολογίας της μητρόπολης, καθώς οι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις διακρίνονται από μια σαφή υπεροχή της δραστηριότητας του ματιού[παρατήρηση] σε σχέση με εκείνη της ακοής.
Μια «δημόσια γκαλερί», με ενεργά εικαστικά έργα, απεγκλωβίζει την τέχνη από τις αίθουσες των μουσείων/galleries και απελευθερώνει τη σκέψη του πολίτη. Τέχνη και δημόσιος χώρος έχουν δύο ισχυρούς κοινούς παρανομαστές, τα άτομα και τα δημοκρατικά ιδεώδη. Η ένθεση εικαστικών έργων/ ζωγραφικών συνθέσεων/ τοιχογραφιών /graffiti/ γλυπτών/ εγκαταστάσεων ή άλλων μορφών τέχνης μεγάλης ή μικρής κλίμακας, στον δημόσιο αστικό χώρο μπορεί να εισχωρήσει στη δημόσια αστική ζωή, συνδιαλεγόμενη με τους κατοίκους της πόλης, δημιουργώντας τους αισθήματα «κάθαρσης». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στο αστικό μέλλον ο άνθρωπος ίσως μπορέσει να αποδεσμευτεί, έστω και συγκυριακά ή παραδοσιακά, από τα εν οίκω, με την παρουσία της τέχνης εν δήμω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
  • Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ. [1992]: Αρχιτεκτονική τοπίου, σχεδιασμός αστικών χώρων: Κριτική και Θεωρία, Σύγχρονες Τάσεις Σχεδιασμού Τοπίου, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1992
  • Αραβαντινός Α. και Κοσμάκη Π. [1988]: Υπαίθριοι Χώροι στην Πόλη: Θέματα Ανάλυσης και Πολεοδομικής Οργάνωσης Αστικών Χώρων Πρασίνου, Εκδόσεις Συμεών, Αθήνα 1988
  • Αραβαντινός Α. [2007]: Πολεοδομικός Σχεδιασμός – Για μια βιώσιμη Ανάπτυξη του Αστικού Χώρου, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα 2007
  • Βαΐου Ντ., [2014]: Δημόσιος χώρος και τοπικότητα, άρθρο στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», δημοσίευση στις 27/04/2014
  • Γάτος Αθ., Γεροντοπούλου Ν., [2014]: Εικαστικές παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο – Η περίπτωση του Ψυρρή, Διπλωματική εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, Τομέας Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής, Επιβλέπων καθηγητής: Μάρκου Μ., Αθήνα, 2014
  • Γοσποδίνη Α., Μπεριάτος Η., [2006]: Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2006
  • Δεκαβάλλας Κωνσταντίνος [2015]: Η αρχιτεκτονική του χώρου των πεζών: Περπατώντας στην Πόλη, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 2015
  • Κωτίδης Α., [1999]: Η «τέχνη της διαμαρτυρίας» και οι έλληνες ζωγράφοι, άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, δημοσίευση στις 01/08/1999
  • Μάϊνα Α., [2006]: Το γκράφιτι ως ενεργό στοιχείο του αστικού τοπίου - Αντισυμβατική και αυθόρμητη έκφραση ή υποκουλτούρα και βανδαλισμός, Μεταπτυχιακή εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΜΣ: Πολεοδομία – Χωροταξία, Ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, Εαρινό εξάμηνο, Επιβλέποντες καθηγητές: Πολύζος Ι. και Πολυχρονόπουλος Δ., Αθήνα, 2006
  • Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής [2011]: Εικαστικές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, Αθήνα – Αττικής 2014, Πρόγραμμα ΥΠΕΚΑ και ΑΣΚΤ, Αθήνα, 2011
  • Πουρναρά Σεμέλη Ι. [2013]: Αστικοί Κοινόχρηστοι Πράσινοι Χώροι, Μεταπτυχιακή Εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΜΣ: Πολεοδομία – Χωροταξία, Ακαδημαϊκό Έτος 2013-2014, Εαρινό Εξάμηνο, Επιβλέποντες καθηγητές: Γ. Πολύζος, Θ. Βλαστός, Σ. Μαυρομάτη, Αθήνα, 2013
  • Ρόδη Αι. [2006]: Κατακόρυφες επιφάνειες [μεσότοιχοι] σε αστικά κενά, Μεταπτυχιακή εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΜΣ: Πολεοδομία – Χωροταξία, Ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, Εαρινό εξάμηνο, Επιβλέποντες καθηγητές: Πολύζος Ι. και Πολυχρονόπουλος Δ., Αθήνα, 2006
  • Τράτσα Σ., [2011]: Εικαστικές παρεμβάσεις σε δημόσια θέα, άρθρο στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», δημοσίευση στις 07/10/2011
  • Φωτιάδη Ε., [2013]: Τέχνη και δημόσιος χώρος στην Ελλάδα, άρθρο στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», δημοσίευση στις 28/07/2013
  • Χατζημιχάλης Κ., [2011]:Σύγχρονα Ελληνικά Τοπία, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 2011
  • ׀ Χελιώτη Αδαμαντία [2015]: Μορφές Τέχνης και Δημόσιος Χώρος, Μεταπτυχιακή Εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΜΣ: Πολεοδομία – Χωροταξία, Ακαδημαϊκό Έτος 2014-2015, Εαρινό Εξάμηνο, Επιβλέποντες καθηγητές: Ντ. Βαΐου, Μ. Μαντουβάλλου, Μ. Μαυρίδου, Θ. Παγώνης, Αθήνα, 2015
  • Ψαρρού Μ., [2013]: Οι τέχνες και ο πολιτισμός στον αστικό ή περιφερειακό σχεδιασμό: επισκόπηση και ερευνητική ατζέντα, άρθρο στην ιστοσελίδα «www.citybranding.gr», δημοσίευση στις 02/04/2013, διαθέσιμο στο URL: http://www.citybranding.gr/2013/04/blog-post_1.html
  • Camillo Sitte [1999]: Η Πολεοδομία σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές αρχές, Ε.Μ.Π. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, Αθήνα, 1999
  • Knox P., Pinch St., [2009]: Κοινωνική Γεωγραφία των Πόλεων, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2009
  • Gutenschawager G. [2004]: Σχεδιασμός και Κοινωνική Επιστήμη – Μια ανθρωπιστική προσέγγιση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος, 2004
  • Deutsche R., [1992]: Art and public space: Question of democracy, pp.34-53 στο βιβλίο «Social Text», Duke University Press, 1992


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.