#ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΧ. ΤΕΣΣΑΣ, Οικονομολόγος, MSc Υπ. Διδάκτωρ Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ιστορικά, η πλειοψηφία των μοντέρνων οικιστικών πολυώροφων κτιρίων στην Ελλάδα κατασκευάστηκαν στην περίοδο 1946-1980. Η αρχή της δεκαετίας τοπ 1950 ήταν μία δεκαετία στην οποία ένα νέο μοντέλο πολυώροφων κτιρίων άρχισε να κατασκευάζεται σε μεγάλη κλίμακα από επενδυτές. Αυτοί οι κατασκευαστές, εφαρμόζοντας το σχετικό εθνικό νόμο που θεσπίστηκε τη δεκαετία 1930, ήταν πρωτοπόροι στην κατασκευή αυτών των νέων κατοικιών, χωρίς επαρκή συνεργασία με αρχιτέκτονες. Ως αποτέλεσμα, σημαντικές αρχιτεκτονικές αρχές παραβλέφθηκαν και αντί αυτών λύσεις χαμηλής ποιότητας έγιναν το χαρακτηριστικό των κτισμάτων αυτής της
εποχής.
Η ενεργειακή απόδοση τους αναμένεται να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην εκπλήρωση των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο για τη μείωση των εκπομπών του CO2 με οικονομικό τρόπο. Το υπάρχον κτιριακό απόθεμα υπολογίζεται σε 150 εκατομμύρια κατοικίες (τιμές 2006), με την Ελλάδα να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά με 0,42 κατοικίες ανά άτομο. Στη χώρα μας, το 70% του κτιριακού αποθέματος αποτελείται από κτίρια που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες ή μικρά επαγγελματικά γραφεία τα οποία αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της εθνικής κατανάλωσης ενέργειας και περισσότερο από τα μισά έχουν χαρακτηριστεί ως πολυώροφα κτίρια. Στην παρούσα μελέτη, έχουν επιλεγεί για τον υπολογισμό της ενεργειακής τους απόδοσης και της οικονομικής τους βιωσιμότητας με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας δύο κτίρια παρόμοιας αρχιτεκτονικής τυπολογίας που έχουν κατασκευαστεί μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και 1970 στην Αθήνα και Λάρισα, αντίστοιχα. Σε αυτά τα κτίρια, δεν έχει εφαρμοστεί περιβάλλουσα μόνωση μέχρι σήμερα και το σύστημα θέρμανσης λειτουργεί αναποτελεσματικά.