Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Εικαστική Αναπαράσταση Πόλης (Polis Painting)

Ένας μηχανισμός που συνδυάζει αφηγήσεις πόλης, αστική ανάλυση, αρχιτεκτονική και ζωγραφική έκφραση. 
Εφαρμογή στις Αόρατες Πόλεις του I. Calvino

#ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΤΣΑΚΙΡΗ, Υπ. Διδάκτωρ, Επικ. Διδάσκουσα: Τομέας 2, Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Η σύγχρονη μεταβιομηχανική πόλη αντιμετωπίζει οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις λόγω διεθνοποίησης και ραγδαίων μετακινήσεων κεφαλαίων και ανθρώπων. Στρατηγικές ενίσχυσης του χώρου, αστικές επεμβάσεις και εκμετάλλευση του υπάρχοντος δυναμικού της πόλης με σκοπό την ανάδειξη του χαρακτήρα της προσδοκούν να καταστήσουν την πόλη οικονομικά βιώσιμη και ανταγωνιστική. Έτσι αναπτύσσεται ταχύτατα και ο τομέας διαχείρισης της φήμης των πόλεων. Σε αυτή την διεθνή συγκυρία αναδύονται στρατηγικές προβολής θετικών εικόνων πόλης (City Branding), όπου συνδυάζονται θεωρητικές γνώσεις από τις επιστήμες του χώρου με πρακτικές από τα πεδία τουρισμού και μάρκετινγκ. Το City Branding δραστηριοποιείται στην παραγωγή συλλογικής εμβέλειας υλικών αναπαραστάσεων της πόλης λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι το κάθε άτομο δημιουργεί εντέλει την δική του προσωπική νοητική εικόνα για την πόλη.
Μέσα από τη θεωρητική διερεύνηση και την διεθνή εμπειρία εφαρμογής ποικίλων στρατηγικών έχει προκύψει η γνώση ότι το City Branding είναι θεμιτό να συνδυάζει συναισθηματικό και νοητικό επηρεασμό, να δημιουργεί εικόνες ελκυστικές και συνάμα πληροφοριακά εμπεριστατωμένες. Έκφραση και περιεχόμενο καθίστανται συνεπώς από κοινού δύο κύριοι άξονες εστίασης των στρατηγικών City Branding. Σε ετούτο το πλαίσιο εντάσσεται η παρούσα ανακοίνωση που περιγράφει έναν πρότυπο μηχανισμό παραγωγής εικαστικών αναπαραστάσεων πόλης που συνδυάζει αφηγήσεις πόλεων, πολεοδομική ανάλυση και ανάλυση περιεχομένου με εκφραστικά μέσα από αρχιτεκτονική, πολεοδομία, χαρτογραφία και ζωγραφική.
Η χρήση αφηγήσεων επιτρέπει την διερεύνηση της πόλης σε βάθος, πλούτο και πολυπλοκότητα συμπεριλαμβάνοντας πρωτότυπη, αυθόρμητη και βιωματική πληροφορία και αποκαλύπτοντας μη καταγεγραμμένες επίσημα διαστάσεις του χώρου. Εκτός όμως από πληροφορία, στις αφηγήσεις της πόλης καταγράφεται επίσης η συναισθηματική δυναμική του χώρου που αποτελεί ζητούμενο των προτεινόμενων αναπαραστάσεων. Μέσω του μηχανισμού οι αφηγήσεις της πόλης αναλύονται με συνδυασμό τεχνικών ανάλυσης περιεχομένου και αστικής ανάλυσης και κατατάσσονται σε ομάδες σημασιολογικής συνάφειας. 
Η πολεοδομική ανάλυση δημιουργεί το σχετικό πλαίσιο αναφοράς που εξασφαλίζει ότι οι αφηγήσεις θα αναλύονται κατά τρόπο τεκμηριωμένο και με έναν βαθμό αντικειμενικότητας, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο συλλογικών εικόνων πόλης αντιπροσωπευτικών της ταυτότητάς της, όπως αυτό έχει προκύψει μέσα από επιστημονικές θεωρητικές διερευνήσεις. Η προκύπτουσα λεκτική πληροφορία μετασχηματίζεται σε εικαστική βάσει μιας μεικτής γλώσσας που συνδυάζει και εκμεταλλεύεται τα εκφραστικά πλεονεκτήματα της αρχιτεκτονικής γραμμικής σχεδίασης, των πολεοδομικών χαρτών και της ζωγραφικής, ελεύθερης φόρμας. Η σύνθεση της Εικαστικής Εικόνας Πόλης προκύπτει εντέλει από την εφαρμογή 'αλληλεπίθεσης επιπέδων' (layer superimposition), τεχνική κατά την οποία η πληροφορία για την πόλη αντιμετωπίζεται ως ταυτόχρονα υφιστάμενα στρώματα που αλληλεπιδρούν. Με τον τρόπο αυτό αποδίδεται στην έκφραση της προτεινόμενης αναπαράστασης η πεποίθηση ότι η φύση της πόλης είναι πολυεπίπεδη. Πράγματι, όπως περιγράφεται και με τον όρο 'Παλίμψηστο', στην πόλη το παρελθόν δεν σβήνεται, ούτε χάνεται. Οι κυρίαρχες σημασίες συνυπάρχουν με τις λανθάνουσες. Η πόλη χαρακτηρίζεται έτσι από την συνύπαρξη στο ίδιο χώρο πολλών εγγραφών χρονικά και εννοιολογικά διαφοροποιημένων.
Η δημιουργία και η πειραματική εφαρμογή του μηχανισμού αποτελεί αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της γράφουσας. Στην ανακοίνωση παρουσιάζεται αναλυτικά ο μηχανισμός και η εφαρμογή του σε 3 υποθετικές πόλεις από το μυθιστόρημα Αόρατες Πόλεις' του Italo Calvino.

1. City Branding και Εικόνα Πόλης
Από τα τέλη του 20ου αιώνα η μεταμοντέρνα μεταβιομηχανική πόλη βιώνει έντονα ορισμένα αρνητικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης σε πολλούς τομείς, οικονομία, πολιτισμό, αισθητική, κοινωνία και ασφαλώς χώρο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ πόλεων, ραγδαίες μετακινήσεις πληθυσμών και χρηματιστηριακών κεφαλαίων, η αναδιάρθρωση της χωροθέτησης πολυεθνικών επιχειρήσεων και η κοινωνική πόλωση είναι κάποια από τα φαινόμενα με τις εντονότερες χωρικές επιπτώσεις (Gospodini, 2006, Knox & Pinch, 2009). Οι συντελεστές, αισθητικοί, ιδεολογικοί, σημασιολογικοί των αστικών τοπίων μεταβάλλονται ταχύτατα σε σημείο που παρατηρείται δυσκολία στην αντίληψη, ανάγνωση, ερμηνεία, αφήγηση των αστικών τοπίων. Συνεπώς αλλάζουν και οι εικόνες των πόλεων. 
Καθώς η γνώση περί της δύναμης των εντυπώσεων ολοένα και διαδίδεται, αναπτύσσονται στρατηγικές ενίσχυσης των πόλεων μέσω προβολής θετικών εικόνων τους, κατ' επέκταση επενδύονται μεγάλα κεφάλαια προς την κατεύθυνση παραγωγής τους. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος δράσης ονομάζεται City Branding και έχει αναπτυχθεί στις βάσεις του marketing προϊόντων και του τουρισμού (Kotler, Haider & Rein, 1993, Avraham, 2000, 2004, Hankinson, 2001, Croy & Wheeler, 2007, Vandewalle, 2008, Anholt, 2008, 2010, Hospers, 2009, Momani & Khirfan, 2013, Govers, 2013), έχοντας όμως πλέον ενσωματώσει θεωρητικές προσεγγίσεις από τις ανθρωπιστικές επιστήμες και ιδιαίτερα τις επιστήμες του χώρου.

Αναλυτικότερα, το City Branding εμφανίστηκε την τελευταία 20ετία και προσδιορίζει στρατηγικές προβολής των πόλεων με πρωτοβουλία και συμμετοχή δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Προσδιορίζει «αντιπροσωπεύσεις ταυτότητας τόπου, που χτίζουν μια θετική εσωτερική (δημόσιοι, ιδιωτικοί και η κοινωνία των πολιτών των ενδιαφερομένων) και εξωτερική (τουρίστες, επενδυτές, επιχειρηματίες, μετανάστες) εικόνα» (Aaker & Joachimsthaler 2000, Aaker 2001). Κυρίαρχος στόχος του City Branding είναι η διατήρηση της τοπικής οικονομίας με το να καθιστά έναν τόπο ελκυστικό, με τον να προσελκύει κόσμο και να κρατά τους κατοίκους του (Deffner & Metaxas, 2006). Τα μέσα περιλαμβάνουν συνθήματα, λογότυπα, αλλά και πιο σύνθετες αναπαραστάσεις, καλύπτοντας και την οργάνωση ολόκληρων εκστρατειών προβολής που απλώνονται στον χώρο και τον χρόνο. Μεγάλο μέρος των αναπαραστάσεων είναι οπτικό, αλλά οι στρατηγικές προβολής δεν περιορίζονται σε αυτό.

Ως Εικόνα Πόλης ορίζεται εδώ: 
α) η νοητική εικόνα, η εντύπωση που δημιουργείται στον άνθρωπο από την αλληλεπίδρασή του με την πόλη (mental) και είναι προσωπική και 
β) η υλική εικόνα, η αναπαράσταση της πόλης σε κάποιο μέσο (material) και απευθύνεται σε σύνολα ατόμων. Η Εικόνα Πόλης είναι ρέουσα και φευγαλέα: δημιουργείται, αλλάζει, επηρεάζεται συνεχώς από την αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου, πόλης και τα όποια μέσα, φορείς, περιβάλλοντα, διαδικασίες, παράγοντες εν γένει, έχουν μεσολαβήσει στην διαμόρφωση, εξέλιξη και διαφοροποίησή της. Το City Branding διακινεί εντυπώσεις της πόλης και βασίζεται στον τρόπο που μια πόλη γίνεται αντιληπτή και αποκτά μορφή, περιεχόμενο και σημασία στο νου των ανθρώπων (Karavatsis, 2008). Το περιβάλλον σύλληψης και διακίνησης των εικόνων είναι δηλαδή κατ' ουσία νοητικό (virtual) και όχι πραγματικό (actual). Επομένως το City Branding επεμβαίνει αφενός άμεσα στην κατασκευή υλικών εικόνων πόλης και αφετέρου έμμεσα -και ουσιαστικότερα- στην διαμόρφωση προσωπικών νοητικών εικόνων πόλης.

Ήδη στην έρευνα σχετικά με την Εικόνας Προορισμού στον Τουρισμό και έπειτα μέσα από την μέχρι στιγμής θεωρητική διερεύνηση και εφαρμογή του City Branding, έχει προκύψει η γνώση ότι η προβολή της πόλης είναι θεμιτό να συνδυάζει συναισθηματικό και νοητικό επηρεασμό, να δημιουργεί εικόνες ελκυστικές και συνάμα πληροφοριακά εμπεριστατωμένες. Η θέση ότι το City Branding δραστηριοποιείται στην δημιουργία συσχετισμών και ταυτίσεων με την πόλη -συναισθηματικών, νοητικών, ψυχολογικών- ενσωματώνοντας στοιχεία λειτουργικά, συμβολικά, ιστορικά, πολιτιστικά υποστηρίζεται από πολλούς επιστήμονες του χώρου (Cooper, 1979, De Chernatony & McWilliam, 1989, Hankinson, 2005, Morgan et all, 2005, Karavatsis,2008) και έχουν αναπτυχθεί διάφορα μοντέλα αξιολόγησης των brands που περιλαμβάνουν στα κριτήρια που χαρακτηρίζουν ένα επιτυχημένο brand το συναίσθημα και την ελκυστικότητα, (Keller, 2003, Kotler & Keller, 2006) ταυτόχρονα με το αντικειμενικό, πληροφοριακό περιεχόμενο (Embacher & Buttle, 1989, Anholt, 2006). 
Ακόμη αναφέρεται ότι το μοντέλο της στρατηγικής προώθησης ενός τόπου επηρεάζεται μεταξύ άλλων από την εξωτερική εμφάνιση, παρουσίαση και τρόπο έκφρασης που στοχεύουν να το εμφανίσουν ελκυστικό και συνάμα αξιόπιστο (Deffner & Metaxas, 2006), καθώς επίσης ότι τα χαρακτηριστικά μιας επιτυχημένης εικόνας προορισμού περιλαμβάνουν το να είναι α) δημοφιλής και αναγνωρίσιμη και β) αντιπροσωπευτική (Karamanidis, 2008). Από όλα τα παραπάνω γίνεται λοιπόν φανερό ότι ελκυστική έκφραση και το αξιόπιστο περιεχόμενο θεωρούνται από κοινού ως δύο κύριοι άξονες εστίασης των επιτυχημένων στρατηγικών City Branding.

2. Μηχανισμός παραγωγής Εικαστικής Αναπαράστασης Πόλης
Στο προαναφερόμενο πλαίσιο παραγωγής ελκυστικών και συνάμα πληροφοριακών εικόνων πόλης, η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει έναν πρότυπο μηχανισμό παραγωγής εικαστικών αναπαραστάσεων πόλης που συνδυάζει νοητικά και συναισθηματικά στοιχεία. Αναλυτικότερα προτείνεται η δημιουργία εικαστικών αναπαραστάσεων που θα εμπνέονται και θα αναφέρονται υπαινιχτικά σε στοιχεία ταυτότητας της πόλης, σκιαγραφώντας αδρά αφηγηματικά πλαίσια και προσκαλώντας τους θεατές τους σε νοητική συμμετοχή και συναισθηματική ταύτιση, σε πολλαπλές αναγνώσεις, αποδοχές, αλλά και αμφισβητήσεις. Ο θεατής καλείται να χρησιμοποιήσει την αναπαράσταση ως μέσο για την δημιουργία του προσωπικού του αφηγήματος για την πόλη, να ανακαλύψει το, ή τα κρυμμένα μέσα στην 'μαγική' εικόνα μηνύματα, να ανασυγκροτήσει τον μύθο της πόλης από ερείσματα, θραύσματα αφηγήσεων, μορφές που υποδεικνύουν, ή υπονοούν στοιχεία υλικά και άυλα, να μεταφερθεί νοητά και συναισθηματικά στην πόλη. 
Το εγχείρημα υπόκειται έτσι σε δύο παράλληλες στοχεύσεις: 
Α) Αντικειμενικότητα και πληροφόρηση μέσα από την ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας της πόλης με αναφορά στα φανερά, αντικειμενικά και συλλογικά στοιχεία που προτάσσουν τον τόπο της πόλης σε γεωμετρικό, έπειτα σε αντιληπτικό και τρίτον σε άυλο, ιστορικό, ιδεολογικό επίπεδο. 
Β) Υποκειμενικότητα και συναίσθημα μέσα από την ανάδειξη της υποβόσκουσας ατμόσφαιρας και του μυστικού πνεύματος της πόλης -Genius Loci (Pope, 1903, Norberg -Schulz, 1979)- με μέσο την υποκειμενική, αφηγηματική και υπαρξιακή ανάγνωση και σκοπό την ανασυγκρότηση της 'άγραφης' ιστορίας, των μη καταγεγραμμένων συσχετίσεων, της μυθολογίας της και ανάδειξη της συναισθηματικής δυναμικής του χώρου.

Ο μηχανισμός απαντά στα κριτήρια της ελκυστικότητας και της πληροφόρησης που τέθηκαν για την θετική προβολή της πόλης αξιοποιώντας συνδυαστικά τα εξής εργαλεία: 
α) βιωματικό χαρακτήρα ενσωματώνοντας προσωπικές αφηγήσεις με υπαρξιακές προεκτάσεις και τεχνικές ανάλυσης κειμένου, 
β) τεκμηριωμένο περιεχόμενο καταγεγραμμένο με επιστημονικές διαδικασίες, (θεωρίες, μεθοδολογίες και τεχνικές πολεοδομικής ανάλυσης), 
γ) πρωτοτυπία έκφρασης μέσω του συνδυασμού συμβατικών αναπαραστατικών μέσων από την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία και την χαρτογραφία με εικαστικά μέσα, 
δ) δόμηση και αναπαράσταση του περιεχομένου μέσω της αλληλεπίθεσης στρωμάτων. Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά:

I. Βιωματικός χαρακτήρας: Πολεοδομική αφήγηση και ανάλυση κειμένου. Με τον όρο πολεοδομική αφήγηση προσδιορίζονται εδώ λεκτικές περιγραφές, λογοτεχνικές αφηγήσεις πόλεων, προσωπικά βιώματα, λαϊκές παραδόσεις, τοπικές δοξασίες, μύθοι. Επιλέγονται και ερμηνεύονται αφηγήσεις που χαρακτηρίζονται ως ιδιογραφικές, ιδιαιτεροποιητικές, περιγραφικές, καλλιτεχνικές αντί για νομοθετικές, γενικεύσιμες, θεωρητικές και ακαδημαϊκές (Finnegan, 1988). Η χρήση της αφήγησης ως μέσο έρευνας και συλλογής δεδομένων στην πολεοδομία ξεκίνησε από την δεκαετία του '70, έχει αναπτυχθεί και αποκτά κύρος με την ανάπτυξη τεχνικών ανάλυσης κειμένου (textual analysis) και την συμπερίληψη στις κοινωνικές - ανθρωπιστικές έρευνες οπτικών όπως η ανθρωπολογική, η ψυχαναλυτική, η ιστορική, η κοινωνική (Dormans, 2006). Η ενσωμάτωση περιγραφικών, καλλιτεχνικών, popular εν γένει οπτικών αποτυπώνει την καθημερινότητα, την εμπειρία και τις δυναμικές της. Επιπλέον προσφέρει γνώσεις που δεν μπορούν να αποκτηθούν με αυστηρές ακαδημαϊκές προσεγγίσεις που φιλτράρουν τα δεδομένα και αποκλείουν μεγάλο μέρος ποιοτικής, υπαρξιακής και αυθόρμητης πληροφορίας. Τα αφηγήματα αναλύονται με τεχνικές ανάλυσης κειμένου (ποσοτικές, ποιοτικές ή συνδυασμούς τους). Οι πρώτες διερευνούν συχνότητες εμφάνισης συγκεκριμένων στοιχείων, ενώ οι δεύτερες αναζητούν να ανασύρουν την πλήρη πολυπλοκότητα των νοημάτων του κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη το φανερό και το λανθάνον περιεχόμενο, την καταδήλωση και την συνδήλωση, την διακειμενικότητα, και άλλες γλωσσολογικές κειμενικές λειτουργίες. Σσε όλες τις τεχνικές ανάλυσης κειμένου, τα στοιχεία κατατάσσονται σε ομάδες, οι οποίες ιεραρχούνται βάσει σημαντικότητας (Neuendorf, 2002).

II. Τεκμηριωμένο περιεχόμενο: Πολεοδομική ανάλυση. Ως πολεοδομική ανάλυση προσδιορίζεται εδώ το εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους πολεοδόμους για την ανάγνωση, μελέτη και επέμβαση στον χώρο της πόλης. Η ανάλυση επιβάλλεται να είναι πολυδιάστατη και να συνδυάζει π.χ. οπτικές (κοινωνική, οικολογική, πολιτική, οικονομική), κλίμακες (περιφέρεια, πόλη, δήμος, συνοικία), άξονες διερεύνησης (χρήσεις γης, κυκλοφορία, δημόσιος χώρος, αστικό τοπίο, ιστορική εξέλιξη) κ.ά. Τα στοιχεία που συλλέγονται περιγράφονται λεκτικά και αναπαρίστανται σε οπτικά μέσα, (χάρτες, διαγράμματα, σκίτσα, πίνακες). Οι τεχνικές συλλογής στοιχείων ποικίλουν (φωτογραφίες, ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, βιβλιογραφική έρευνα). Η πολεοδομική ανάλυση αποτελεί τρόπο για να προκύψει μια ορθολογική και το δυνατόν αντικειμενική και τεκμηριωμένη ανάγνωση της πόλης. Η μεθοδολογία που ακολουθείται είναι επιστημονική και επιβάλει τη χρήση κοινών για όλους τους μελετητές συμβάσεων. Έτσι και η συλλογή των στοιχείων και ο τρόπος παρουσίασης των αποτελεσμάτων μιας πολεοδομικής ανάλυσης αντιπροσωπεύουν πιστοποιημένα και αντικειμενικά τον χώρο και αποτυπώνουν το δυνατόν λιγότερα υποκειμενικά, αυθαίρετα στοιχεία. Το κριτήριο της αντικειμενικότητας που χαρακτηρίζει την πολεοδομική ανάλυση διασφαλίζεται από μηχανισμούς όπως διασταύρωση στοιχείων από διαφορετικές μετρήσεις, καταγραφή μέσων συλλογής και επεξεργασίας στοιχείων, αναφορά στις πηγές που έχουν χρησιμοποιηθεί, κ.λπ. Γίνεται κατανοητή επομένως η σημαντικότητα ενός τέτοιου εργαλείου, όταν πρόκειται να αναγνωστεί μια πόλη ώστε να δημιουργηθεί μια αντικειμενική βάση για την αναπαράστασή της.

III. Πρωτοτυπία: Συμβατικά και εικαστικά εκφραστικά μέσα αναπαράστασης της πόλης. Εικαστική ονομάζεται εδώ η αναπαράσταση της πόλης με σχέδιο, με ή χωρίς χρώμα σε δισδιάστατη επιφάνεια απεικόνισης. Η πόλη είναι παρούσα σε πλήθος εικαστικών αναπαραστάσεων, στις οποίες η γεωμετρική απεικόνιση αποτελεί το ελάχιστο αποτύπωμα μιας σειράς πολυδιάστατων εννοιών και φαινομένων που συμβαίνουν στην πόλη και που υπονοούνται ή συνεπάγονται -έννοιες, αξίες, ιδεολογίες, συναισθήματα, κ.ά. Στην ανακοίνωση χωρίζονται οι εικαστικές αναπαραστάσεις και τα μέσα τους σε δύο είδη, συμβατικές και εικαστικές. Οι πρώτες περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σχέδια, χάρτες, όψεις, τρισδιάστατες απεικονίσεις σε στιλ γραμμικό ή ελεύθερο (σκίτσα). Προσδιορίζονται από το περιβάλλον διακίνησης -αρχιτεκτονική, πολεοδομία, χαρτογραφία- και την κύρια λειτουργία τους που είναι η ακριβής τεκμηρίωση γεωμετρικών σχέσεων στον χώρο. Οι δεύτερες περιλαμβάνουν όλα τα υπόλοιπα είδη εικαστικής αναπαράστασης με την προϋπόθεση ότι η κύρια λειτουργία τους δεν περιορίζεται στην τεκμηρίωση της γεωμετρικής διάστασης του χώρου, αλλά περιλαμβάνει και αναδεικνύει τα πολλαπλά επίπεδα σημασίας της πόλης. Εκτός από την πολύεπίπεδη και ελεύθερη συμβάσεων λειτουργία που τις προσδιορίζει ως εικαστικές αναπαραστάσεις, αναφέρονται ως στοιχεία τους το ζωγραφικό στιλ που αναγνωρίζεται από κριτήρια (Wolfflin, 1992) και την θεματολογία τους που ποικίλει και μπορεί να αποτυπώνει, για παράδειγμα, την σχέση του ανθρώπου με την πόλη, να κάνει κριτική στην πόλη, ή να περιγράφει μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα.

IV. Περιεχόμενο: Παλίμψηστο, αλληλεπίθεση στρωμάτων. Οι έννοιες παλίμψηστο και αλληλεπίθεση στρωμάτων όταν αναφέρονται στον χώρο και συγκεκριμένα την πόλη εισάγουν τον μελετητή σε μια συζήτηση σχετικά με την πολλαπλότητα των θεμάτων, αξιών, τρόπων ανάγνωσης, επιπέδων παράστασης και αναπαράστασης της πόλης. Το παλίμψηστο της πόλης αναφέρεται στην ιδιότητα του γεωγραφικού χώρου της να υποδέχεται στην πάροδο του χρόνου διαδοχικές κατασκευές, χρήσεις, αξίες, ιδέες. Τα προγενέστερα όμως στοιχεία που σβήνονται δεν εξαλείφονται, αλλά καταγράφονται στην μνήμη του χώρου με αποτέλεσμα η πόλη να περιέχει επάλληλα στρώματα αυτών. Αλληλεπίθεση στρωμάτων ονομάζεται μια τεχνική αναπαράστασης δεδομένων πολεοδομικών ανάλυσεων. Τα δεδομένα για τον ίδιο γεωγραφικό χώρο ταξινομούνται ανάλογα με το είδος τους και αναπαριστούνται σε θεματικούς χάρτες. Στη συνέχεια πολλοί μαζί θεματικοί χάρτες τοποθετούνται ο ένας πάνω στον άλλο σε συνδυασμούς που εξυπηρετούν πιο σύνθετες αναγνώσεις και ερμηνείες της πόλης. Η τεχνική της αλληλεπίθεσης στρωμάτων χρησιμοποιείται εδώ ως σχεδιαστική τεχνική, αλλά και ως δομή του περιεχομένου της αναπαράστασης με σκοπό να αναδείξει την πολυπλοκότητα της πόλης, να αποτελέσει αποτύπωμα πολυεπίπεδης μελέτης πέρα από τα όρια που περιγράφει η πολεοδομία, να συμπεριλάβει όψεις της τέχνης και της ανθρωπιστικής προσέγγισης, να αποτυπώσει και να αναδείξει το παλίμψηστο της πόλης.

3. Αφηγήσεις και εικαστικές αναπαραστάσεις πόλης
Αναλύονται εδώ τα δύο κύρια μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται στον μηχανισμό -οι μεν αφηγήσεις ως πηγή πληροφόρησης και οι δε εικαστικές αναπαραστάσεις ως μέσο έκφρασης της εικόνας της πόλης. Όπως θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, διαπιστώνεται μια πολυποίκιλη ιστορική παρουσία και αλληλεπίδραση αφηγήσεων και εικαστικών αναπαραστάσεων με θεματολογία την πόλη που οδήγησε στην ιδέα του συνδυασμού των συγκεκριμένων μέσων αναπαράστασης στον προτεινόμενο μηχανισμό.

Η πρώτη αφήγηση πόλης που βρέθηκε είναι σε σφηνοειδή γραφή, χρονολογείται από την 4η π.Χ. χιλιετηρίδα και αφορά την σουμεριακή πόλη Uruk. Αφηγήσεις πόλεων συναντούνται από τότε σε όλη την καταγεγραμμένη ιστορία. Ανάλογα με την ειδική θεματολογία τους και την προσέγγιση μελετούνται από την γεωγραφία, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, κ.ά. Οι αφηγητές πόλεων στην αρχαία Ελλάδα συχνά συνδυάζουν την γεωγραφία με την ιστορία, την φιλοσοφία, ή άλλοτε με τις θετικές επιστήμες, την αστρονομία και τα μαθηματικά, σκιαγραφώντας έτσι τα όρια μεταξύ δύο 'σχολών' ή μεθόδων περιγραφής, μιας ανθρωπιστικής και μιας φυσιοκρατικής και συνάμα το δίπολο συναίσθημα και πληροφορία που αναφέρθηκε παραπάνω στην ανακοίνωση. Ο Ηρόδοτος, αποκαλούμενος 'πατέρας της γεωγραφίας', αντιπροσωπεύει την ανθρωπιστική σχολή. Στο έργο του -που αποτελείται από 9 τόμους με τίτλους τα ονόματα των 9 μουσών, με αφορμή τον πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Περσών περιγράφει πόλεις όσον αφορά τις κλιματολογικές συνθήκες, μορφές διοίκησης, πρόσωπα, μύθους, παραδόσεις, ήθη, έθιμα, θρησκευτικές δοξασίες και παράλληλα εκθέτει την προσωπική του άποψη. Οι πηγές του είναι κυρίως προφορικές παραδόσεις, μύθοι, ανέκδοτα, προσωπικές ιστορίες. Μέθοδοι για την έρευνα του είναι η 'αυτοψία' και η κριτική και για τον λόγο αυτό δεν γίνεται καθολικά αποδεκτός ως αντικειμενικός αφηγητής. Ο Ερατοσθένης αντίθετα, θεωρήθηκε πιο αντικειμενικός. Ως μαθηματικός, αστρονόμος και χαρτογράφος, διαχειρίστηκε φυσιοκρατικά δεδομένα. Μεταξύ των δύο αυτών σχολών, ανθρωπιστικής και φυσιοκρατικής, τοποθετείται ο Στράβων, γεωγράφος και φιλόσοφος που συνέγραψε τα 'γεωγραφικά' με αφηγήσεις και περιγραφές πόλεων που προέκυψαν από τα ταξίδια του. Το έργο του, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πολλές χώρες και πόλεις της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, θεωρείται ως δεύτερος παγκόσμιος γεωγραφικός Άτλας της εποχής του. Μέσα από την αντιπαράθεση του ανθρωπιστικού με το φυσιοκρατικό αναπτύσσονται και δύο βασικές κατευθύνσεις περιγραφής της πόλης η αφήγηση και η πολεοδομική ανάλυση.

Στις αφηγήσεις πόλεων εμφανίζονται διάφορες πόλεις -κυρίως ως ουτοπίες ή δυστοπίες-που περιγράφουν -θετικά ή αρνητικά- το φαινόμενο της αστικοποίησης, αντικατοπτρίζοντας την απήχηση που είχε η πόλη στο άτομο την εκάστοτε εποχή. Ο Πλάτωνας στους διαλόγους 'Τίμαιος' και 'Κριτίας' περιγράφει λεπτομερώς την ουτοπική Ατλαντίδα και περιλαμβάνει αναφορές στην γεωμορφολογία, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τον τρόπος ζωή των πολιτών, έργα υποδομής, τέχνη, κτίρια, θρησκεία, νομοθεσία, πολίτευμα, κ.ά. Μια δεύτερη -δημοφιλής-ουτοπία των πρώτων χριστιανικών χρόνων με πλήθος λεκτικών περιγραφών αλλά και πολεοδομικών σχεδίων, αφορά την Νέα ή Ουράνια Ιερουσαλήμ -πόλη κατασκευασμένη από τον Θεό, που περιγράφεται στο βιβλίο του Ezekiel με μεγάλη λεπτομέρεια και ιδιαίτερη έμφαση στους πολύτιμους λίθους που αποτελούν τα υλικά κατασκευής της. Αυτή η πόλη έχει ωστόσο το αντίστροφό της στην γη -την επίγεια Ιερουσαλήμ με τα προβλήματά της- που αντιπαρατίθεται στη πρώτη ως μια δυστοπία. Άλλες διάσημες δυστοπίες, στην Βίβλο είναι τα Σόδομα και η Βαβυλώνα. Η διαλεκτική της πόλης ως ουτοπία και διστοπία εξακολουθεί να παραμένει προσφιλές θέμα πολλών αφηγήσεων πόλεων μέχρι σήμερα με ιδιαίτερη έμφαση στην εποχή της εκβιομηχάνισης, όπου το φαινόμενο της αστικοποίησης, η γιγάντωση της πόλης και οι όποιες θετικές ή αρνητικές συνέπειές της περιγράφονταν με αλληγορίες και σχετίζονταν με μύθους και αρχέτυπα σε πολλά λογοτεχνικά έργα (Lehan, 1998). Οι μεταμοντέρνες αφηγήσεις επίσης κριτικάρουν την πόλη, όπως η περιγραφή της Πόλης των Αθανάτων του Μπόρχες στο διήγημά του Ο Αθάνατος που κριτικάρει την μάταια αναζήτηση νοήματος στο παρελθόν και ασφαλώς οι Αόρατες Πόλεις του Ιτάλο Καλβίνο που σχολιάζουν πολλές όψεις -δυναμικές και προβληματικές- της σύγχρονης πόλης και αποτέλεσαν την έμπνευση της παρούσας έρευνας.

Η πόλη είναι παρούσα σε πλήθος εικαστικών αναπαραστάσεων. Από τις πρώτες εικαστικές καταγραφές της πόλης είναι το αιγυπτιακό ιερογλυφικό σύμβολο για το 'σχέδιο της πόλης' που απεικονίζει την περικυκλωμένη τομή δύο ευθειών που ερμηνεύεται ως διασταύρωση δύο δρόμων και περιτοίχιση της πόλης. Η γεωμετρική απεικόνιση της πόλης αποτελεί το ελάχιστο αποτύπωμα μιας σειράς πολυδιάστατων εννοιών και φαινομένων που συμβαίνουν στην πόλη και που υπονοούνται στο ιερογλυφικό: Πρόκειται για έννοιες όπως η κεντρικότητα, η προστασία, η ιεράρχηση του χώρου, η σύζευξη, η ισότητα των αποστάσεων, ο χωρισμός σε τομείς, κ.ά. Αργότερα η πρωτόλεια αυτή αναπαράσταση του σχεδίου της πόλης εμπλουτίζεται και με άλλα στοιχεία. Προκύπτουν τα σχέδια και οι χάρτες της πόλης, τα οποία με την ανάπτυξη τεχνικών γεωμετρικής σχεδίασης γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκα και περίτεχνα. Τα σχέδια αυτά εκτός από τον χώρο, απεικονίζουν και άλλα στοιχεία, όπως τα αξιοθέατα, τα είδη των ανθρώπων, τα τοπικά προϊόντα κ.ά. και κάποιες φορές εμφανίζουν ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Εκτός από την κατηγορία σχεδίων που απεικονίζουν τον χώρο σε κάτοψη και αναδεικνύουν την λειτουργική διάσταση της πόλης, υπάρχουν και τα τοπία που περιγράφουν μορφολογικά και αισθητικά χαρακτηριστικά της πόλης, οι γκραβούρες και οι αναγεννησιακές αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις μνημείων και τμημάτων πόλεων που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη της προοπτικής σχεδίασης. Ένα τρίτο είδος επικεντρώνεται στην απεικόνιση του ανθρώπου με υπόβαθρο την πόλη, όπως ζωγραφικά έργα που απεικονίζουν τον αστικό περιηγητή (flaneur) σε στιγμιότυπα από τον δημόσιο χώρο του Παρισιού.

Όσον αφορά τον τρόπο έκφρασης, ανάλογα με το περιβάλλον διακίνησης της αναπαράστασης, διαφοροποιείται. Υπάρχουν για παράδειγμα τα γεωμετρικά -αρχιτεκτονικά, πολεοδομικά- σχέδια και χάρτες με χαρακτηριστικά την ακρίβεια και σκοπιμότητα τον ορθό υπολογισμό χωρικών σχέσεων, το ελεύθερο σκίτσο με χαρακτηριστικά την αφαίρεση και την ελευθερία της γραμμής και σκοπιμότητα την αποτύπωση αισθήσεων και ποιοτήτων χώρου και τη ζωγραφική που απεικονίζει τη σχέση του ανθρώπου με την πόλη, αλλά και κάνει κριτική στην πόλη, ή περιγράφει μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα, όπως στους ιμπρεσσιονιστικούς πίνακες του Monet με το ηλιοβασίλεμα και τον Rouen Cathedral. Επισημαίνεται επίσης, ότι όπως και στην αφήγηση, δεν απεικονίζεται στις εικαστικές αναπαραστάσεις μόνο η πραγματική πόλη, αλλά και η φανταστική, αόρατη, ουτοπική ή δυστοπική.
Οι αφηγήσεις και οι εικαστικές αναπαραστάσεις αποτελούν δύο κυρίαρχες πρακτικές συγκεκριμενοποίησης και αναπαραγωγής της Εικόνας της Πόλης που βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται: Οι αφηγήσεις αποτελούν ανοιχτές παρακαταθήκες σκέψεων: Ναι μεν το άυλο υλικό τους καταγράφεται -και 'αποθηκεύεται',αλλά δεν συγκεκριμενοποιείται απόλυτα, καθώς η κάθε ανάγνωση δημιουργεί μια νέα ερμηνεία, άρα μια νέα εικόνα λόγω της πολυσημίας της λεκτικής επικοινωνίας (Μπαμπινιώτης, 1997). Οι εικαστικές αναπαραστάσεις λειτουργούν συγκεκριμενοποιώντας τις αφηγήσεις και πραγματώνοντας τους στόχους τους. Η εικόνα έρχεται να συμπληρώνει το κενό που διαμορφώνει το κείμενο, εκπληρώνοντας έτσι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη να ικανοποιήσει την περιέργεια, κάνοντας το αφηρημένο συγκεκριμένο. Η διαλεκτική 'εικόνας' και 'αφήγησης' έχει συντελέσει στην εξέλιξη της εικαστικής τέχνης (Panofsky, 1991).

4. Τα 4 βήματα του μηχανισμού της Εικαστικής Αναπαράστασης Πόλης
Σε αντιστοιχία με τα εργαλεία που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενη ενότητα του κειμένου, ο μηχανισμός της εικαστικής αναπαράστασης πόλης αποτελείται από 4 βήματα:

ΒΗΜΑ Ι. Βιωματικός χαρακτήρας: Πολεοδομική αφήγηση και ανάλυση κειμένου: Ανάγνωση κειμένου και συλλογή στοιχείων με την τεχνική της ανάλυσης κειμένου. Επιλέγονται λέξεις και φράσεις που περιγράφουν την πόλη και ανάλογα με το νόημά τους, κατατάσσονται σε ομάδες σύμφωνα με τα βήματα της ανάλυσης κειμένου όπως εξηγείται στον Πίνακα 1.



ΒΗΜΑ ΙΙ. Τεκμηριωμένο περιεχόμενο: Πολεοδομική ανάλυση: Αντιστοίχιση λέξεων και φράσεων με έννοιες από τις Ομάδες Περιεχομένου Εικόνας Πόλης (ΟΠΕΠ) που έχουν προκύψει από διεπιστημονική θεωρητική διερεύνηση και περιέχουν τα στοιχεία που είναι υπεύθυνα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας της πόλης και ευρίσκονται σε όλες τις αντιπροσωπευτικές για σύνολα ατόμων εικόνες πόλεων. Οι ΟΠΕΠ φαίνονται στον Πίνακα 2.


ΒΗΜΑ ΙΙΙ. Πρωτοτυπία: Συμβατικά και εικαστικά εκφραστικά μέσα αναπαράστασης της πόλης: Αντιστοίχιση του νοήματος των λέξεων και φράσεων που προέκυψαν από την ανάλυση περιεχομένου και τοποθετήθηκαν στις ΟΠΕΠ σε εκφραστικά στρώματα συμβατικής και εικαστικής έκφρασης. Τα συμβατικά εκφραστικά μέσα περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σχέδια, χάρτες, όψεις, τρισδιάστατες απεικονίσεις σε στιλ γραμμικό ή ελεύθερο. Τα εικαστικά εκφραστικά μέσα περιλαμβάνουν όλα τα υπόλοιπα είδη με την προϋπόθεση ότι η κύρια λειτουργία τους δεν περιορίζεται στην τεκμηρίωση της γεωμετρικής διάστασης του χώρου, αλλά περιλαμβάνει και αναδεικνύει τα πολλαπλά επίπεδα σημασίας της πόλης. Στον πίνακα 3 φαίνεται μια πρόταση αντιστοίχισης εννοιών από τις ΟΠΕΠ με συγκεκριμένα εκφραστική μέσα.


ΒΗΜΑ Ιν. Περιεχόμενο: Παλίμψηστο, αλληλεπίθεση στρωμάτων: Τα εκφραστικά στρώματα τοποθετούνται στο επίπεδο αναπαράστασης και κατασκευάζεται το σχέδιο χωρίς προσθήκη χρώματος. Μοιάζει με ένα πατρόν. Με την προσθήκη χρωμάτων οργανώνεται πλέον η σύνθεση και ιεραρχείται το περιεχόμενο, αναδεικνύοντας σημεία ενδιαφέροντος, αλληλεπιδράσεις στοιχείων, πρωτεύοντας και δευτερεύοντα επίπεδα νοήματος, κ.ά.


5. Η εφαρμογή του μηχανισμού στις Αόρατες Πόλεις του Italo Calvino
Την ίδια εποχή που ο αρχιτέκτων C. N. Schultz συζητά για το Πνεύμα του Τόπου -στο οποίο θεωρεί ότι οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ταυτότητα ενός τόπου- και ενδυναμώνει έτσι την στροφή προς την μελέτη του Τόπου και της Ταυτότητας στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ο Italo Calvino γράφει τις Αόρατες Πόλεις και συνδέει την περιγραφή κάθεμιάς τους με ένα γυναικείο όνομα, υποδηλώνοντας στο παράλληλο πεδίο της πολεοδομικής αφήγησης την ύπαρξη μιας ζωντανής αιτίας -'raison d' etre'- που γεννά την κάθε πόλη. Τα ονόματα δεν είναι τυχαία γυναικεία: οι πόλεις του Calvino όταν αναγνωστούν προκαλούν αισθήσεις όπως μυστήριο, παράδοξο, μοιραίο. Η αφήγηση του Calvino είναι ποιητική με υπαρξιακά ερείσματα: «Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε...», σχολιάζει ο συγγραφέας. Στο αφήγημα Αόρατες Πόλεις του Italo Calvino (1972) ο Κουμπλάι Χαν, αυτοκράτορας των Τατάρων, μην μπορώντας να γνωρίσει όλες τις πόλεις που έχει κατακτήσει, ζητά από το Μάρκο Πόλο να ταξιδέψει και να του τις περιγράψει. Το βιβλίο αποτελείται από τον διάλογο μεταξύ τους που διακόπτεται από περιγραφές 55 πόλεων. Το έργο αποτελεί μια μεταμοντέρνα αφηγηματική προσέγγιση της πολυδιάστατης φύσης της πόλης με χαρακτηριστικά τα στοιχεία της υποκειμενικότητας, του βιωματικού και του φανταστικού. Όπως αναφέρεται στο έργο, οι 55 πόλεις δεν είναι παρά μια, γενέτειρα του Μάρκο Πόλο, Βενετία. Το αφήγημα προδιαθέτει έτσι για πολλαπλές αναγνώσεις -και μελέτες της πόλης. Οι περιγραφές είναι συνοπτικές και ταυτόχρονα περιεκτικές, παρουσιάζοντας λεπτομέρεια και βάθος. Είναι τόσο ζωντανές, που είναι δύσκολο να αντισταθεί κάποιος στην εικαστική τους αναπαράσταση.

Στην εφαρμογή του μηχανισμού που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση επιχειρείται η εικαστική αναπαράσταση τριών αόρατων πόλεων από το αφήγημα του Calvino (!σαύρα, Ζωβαΐδα, Ευτροπία) βάσει των στόχων και των εργαλείων που περιγράφηκαν στις προηγούμενες ενότητες. Η επιλογή του αφηγήματος του Calvino δικαιολογείται από το θέμα του και από την ανάγκη να δοκιμαστεί ο μηχανισμός πολλές φορές σε παρόμοιες συνθήκες ώστε να είναι εφικτή η αντιπαράθεση των αποτελεσμάτων. Επιτρέπει δηλαδή τη συνοπτική εφαρμογή του μηχανισμού σε πολυάριθμα και συγκρίσιμα κείμενα περιορισμένης έκτασης και πολυπλοκότητας. Δεν θα ήταν εφικτή η πολλαπλή εφαρμογή σε πραγματικές πόλεις, όπου θα επιβαλλόταν εκτεταμένη, χρονοβόρα και πολύπλοκη έρευνα. Στις εικόνες που ακολουθούν (Τσακίρη, 2008-2013) φαίνεται η αντιστοίχιση λέξεων και φράσεων από τις περιγραφές των 3 πόλεων με έννοιες από τις ΟΠΕΠ και εκφραστικά μέσα.


6. Συμπεράσματα
Η μέχρι στιγμής εφαρμογή -περιλαμβάνει τις εικαστικές αναπαραστάσεις και αντίστοιχους πειραματισμούς από σπουδαστές στο πλαίσιο σεμιναρίων, έδειξε ότι το εγχείρημα είναι εφικτό. Συγκεκριμένα, οι σπουδαστές που συμμετείχαν συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αξιολόγησης της διαδικασίας και δήλωσαν ότι βοηθήθηκαν αρκετά ώστε να αντιμετωπίσουν την πολυσύνθετη φύση της πόλης και να συμπεριλάβουν μεγάλο μέρος της πληροφορίας στο έργο τους. Οι αναπαραστάσεις κρίθηκαν ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες, ποικίλες και εκτιμήθηκε ότι αντιπροσώπευαν τις αφηγήσεις των πόλεων. Μέσα από την διαδικασία της αξιολόγησης όλων των έργων και από την αλληλεπίδραση θεωρητικής και πρακτικής διερεύνησης, επισημάνθηκαν προβλήματα όπως η περιπλοκότητα, η δυσκολία ορισμένων οδηγιών και η απαίτηση για συνδυασμό πολλών δεδομένων. Έπεται περεταίρω βελτίωση του μηχανισμού και η επιχείρηση της εφαρμογής του στην αναπαράσταση μιας υπαρκτής πόλης, ώστε να διαφανεί η δυνατότητα χρήσης του σε πραγματικές συνθήκες.

Βιβλιογραφία
  • Aaker, D. (2001). Strategic Market Management (6th edn εκδ.). New York: John Wiley & Sons.
  • Aaker, D., & Joachimsthaler, E. (2000). Brand Leadership. New York: The Free Press.
  • Anholt, S. (2010). Definitions of place branding - Working towards a resolution. Ανάκτηση από Palgrave Journal of Marketing Analytics. Place Branding and Public Diplomacy: http://www.palgrave-journals.com/pb/journal/v6/n1/full/pb20103a.html 
  • Anholt, S. (2008). Place branding: Is it marketing, or isn't it? Ανάκτηση 2014, από Palgrave Journal of Marketing Analytics. Place Branding and Public Diplomacy: http://www.palgrave-journals.com/pb/journal/v4/n1/full/6000088a.html 
  • Anholt, S. (2006). The Anholt-GMI City Brands Index. Place Branding, 2 (1), σσ. 18-30. 
  • Arnheim, R. (1974). Τέχνη και Οπτική Αντίληψη. Η Ψυχολογία της Δημιουργικής Όρασης. (I. Ποταμιανός,Trans.) Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο. 
  • Avraham, E. (2000). Cities and their news media images. Cities , 17 (5), pp. 363-370. 
  • Avraham, E. (2004). Media strategies for improving unfavorable city image. Cities , 21 (6), pp. 471-479.
  • Barthes, R. (1977). Image Music Text. (S. Heath, Μεταφρ.) London: Fontana Press. 
  • Basin, Y. (1991). Σημειολογία: Φιλοσοφία της Τέχνης. (Μ. Τζιατζή, Trans.) Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. 
  • Calvino, I. (1983). Αόρατες Πόλεις. (Ε. Γ. Ασλανίδης, & Σ. Καπογιαννοπούλου, Trans.) Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας ΕΠΕ.
  • Chandler, D. (1992). Semiotics for Beginners e-book. (Μ. Κωνσταντοπούλου, Μεταφρ.)
  • Cooper, P. (1979). Symbiosis: Consumer psychology of branding. Admap, 15, p. 11.
  • Croy, W. G., & Wheeler, F. (2007). Image Formation: A Research Case. Ανάκτηση 2014, από Introduction to Tourism in Australia: Development, Issues and Change. Pearson Education Australia:http://pearson.com.au/wpsBridge/hall_5/Files/Image%20Formation.pdf 
  • Cullen, G. (1961). The Concise Townscape. New York: Architectural Press.
  • De Chernatony, L. M. (1989). The strategic implications of clarifying how marketers interpret brands.Journal of Marketing Management, 5 (2), pp. 153-171. 
  • Deffner, A., & Metaxas, T. (2006). Advertising the city - successful examples of marketing cities in Europe in the context of the European competition of cities. Ανάκτηση 2014, από Δημοτική κοινωφελής επιχείρηση Καβάλας. International Kavala Conference: http://www.kavalagreece.gr 
  • Dormans, S. (2006). A narrative analysis of urban identity: the case of Tilburg. Governance and Places (GAP) working papers series, 2006/4 . Nijmegen: Radboud University Nijmegen. Embracher, & Buttle. (1989). A repertory grid analysis of Austria's image as a summer vacation destination. Journal of Travel Research , 27 (Winter), pp. 3-7. 
  • Finnegan, R. (1997). Storying the self: personal narratives and identity. In H. Machay (Ed.), Consumption and everyday life (pp. 65-112). Sage: Thousand Oaks. 
  • Finnegan, R. (1998). Tales of the city: a study of narrative and urban life. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Govers, R. (2013). Γιατί το place branding δεν είναι μόνο λογότυπα και συνθήματα. (Κ. Κυπράκη, & Α.Παναγοπούλου, Επιμελητές) Ανάκτηση από citybranding.gr:http://www.citybranding.gr/2014/02/place-branding.html#more 
  • Hankinson, G. (2001). Location branding: A study of branding practices in 12 English cities. The Journal of Brand Management, 9 (2), pp. 127-142. Hankinson, G. (2005). Destination brand images: a business tourism perspective. Journal of Services Marketing, 19 (1), pp. 24-32. 
  • Holsti, O. R. (1969). Content Analysis for the Social Sciences and Humanities. Reading, MA: Addison-Wesley.
  • Hospers, G.-J. (2009). Place Branding and Public Diplomacy. Ανάκτηση 2014, από Palgrave Macmillan Journal of Marketing Analytics: http://www.palgrave-journals.com/pb/journal/v5/n3/abs/pb200910a.html 
  • Karavatsis, M. (2008). Before the Campaign: Preconditions for Successful City Branding. Ανάκτηση 2014, από Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Καβάλας. 4ο Συνέδριο - City Branding:http://www.kavalagreece.gr 
  • Keller, K. L. (2003). Strategic Brand Management: Building, Measuring and Managing Brand Equity.Prentice Hall , p. 96.
  • Knox, P., & Pinch, S. (2009). Urban Social Geography -an Introduction. Αθήνα, Σαβάλας.
  • Kotler, P., & Keller, K. L. (2006). Marketing Management. Prentice Hall , p. 281.
  • Kotler, P., Haider, D., & Rein, I. (1993). Marketing Places: Attracting investment, Industry and Tourism to Cities, States and Nations. The Free Press . 
  • Kress, G., & Leeuwen, T. v. (2012). Η Ανάγνωση των Εικόνων. Η Γραμματική του Οπτικού Σχεδιασμού.(Γ. Κουρμεντάλα, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο. 
  • Krier, R. (1979). Urban Space. London: Academy Editions. Lehan, R. (1998). The City in Literature. Berkeley: University of California Press. 
  • Lynch, K. (1960). The image of the city. Cambridge, MA: The M.I.T. Press.
  • Momani, B., & Khirfan, L. (2013). (Re)branding Amman: A 'Lived' City's Values, Image and Identity. Ανάκτηση 2014, από Brookings: http://www.brookings.edu/research/articles/2013/02/27-rebranding-amman-momani
  • Morgan, N., Pritchard, A., & Pride, R. (2005). Destination Branding. Elsevier , p. 71. 
  • Neuendorf, K. A. (2002). The Content Analysis Guidebook. CA: Thousand Oaks. 
  • Norberg - Schulz, C. (1979). Genius Loci Towards a Phenomenology of Architecture. Milano: Rizzoli International Publications, Inc.
  • Panairai, P., Castex, J., & Depaule, J. C. (2004). Urban Forms. The Death and Life of the Urban Block.(O. V. Samuels, Trans.) Oxford, MA: Architectural Press. 
  • Panofsky, E. (1991). Μελέτες Εικονολογίας. (Α. Παππάς, Μεταφρ.) Αθήνα: Νεφέλη. Pope, A. (1903). The Complete Poetical Works of Alexander Pope. Boston and New York: Henry W.Boynton.
  • Relph, E. (1976). Place and Placelessness. London: Pion.
  • Rose, G. (1995). Place and identity: a sense of place. Στο D. Massey, & P. Jess (Επιμ.), A Place in the World? Places, Cultures and Globalization (σσ. 88-106). Milton Keynes: Open University/Oxford University Press.
  • Rossi, A. (1991). Η αρχιτεκτονική της πόλης. (Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπακώστας, Σ. Τσιτιρίδου, Eds., &Β. Πετρίδου, Trans.) Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 
  • Sitte, C. (1889). City Planning According to Artistic Principles. (G. Collins, & Collins, Μεταφρ.) New York: Random House.
  • Somers, M. (1994). The narrative constitution of identity: A relational and network approach. Retrieved 2014, from Deep Blue:http://deepblue.lib.umich.edu/bitstream/handle/2027.42/43649/11186_2004_Article_BF00992905.pd f?sequence=1
  • Squire, C. (2000). Introduction part I: Narrative and culture. In M. Andrews, S. Day Sclater, C. Squire, & A. Treacher (Eds.), The uses of narrative: explorations in sociology, psychology, and cultural studies (pp. 13-7). New Brunswick, N.J.: Transaction Publishers.
  • Tuan, Y. F. (1977). Space and Place, the Perspective of Experience. Minneapolis: University of Minnesota Press.
  • Vandewalle, I. (2008). Critical points in City Branding. Ανάκτηση 2014, από Δημοτική κοινωφελής επιχείρηση Καβάλας. 4ο Συνέδριο - City Branding: http://www.kavalagreece.gr
  • Wolfflin, H. (1992). Βασικές έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης. (Φ. Κοκαβέσης, Μεταφρ.) Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
  • Γοσποδίνη, Ά. (2006). Σκιαγραφώντας, ερμηνεύοντας και ταξινομώντας τα νέα τοπία της μεταβιομηχανικής πόλης. Στο Ά. Γοσποδίνη, & Η. Μπεριάτος (Επιμ.), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη (σσ. 27-50). Αθήνα: Κριτική ΑΕ.
  • Γοσποδίνη, Ά., & Μπεριάτος, Η. (2006). Εισαγωγή: Μετασχηματισμοί των αστικών τοπίων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού των πόλεων και των μεταμοντέρνων κοινωνιών και Τα αναδυόμενα"διεθνο-τοπικο-ποιημένα" αστικά τοπία: η περίπτωση της Αθήνας 2004. Στο Ά. Γοσποδίνη, & Η. Μπεριάτος (Επιμ.), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη (σσ. 15-23, 169-188). Αθήνα: Κριτική ΑΕ.
  • Καραμανίδης, I. Α. (2008). Η Εικόνα του Προορισμού - Ένα Εργαλείο Τουριστικής Προβολής. Ανάκτηση 2014, από Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Καβάλας. 4ο Συνέδριο - City Branding: http://www.kavalagreece.gr
  • Κοσμόπουλος, Π. (1991). Αντιληπτική προσέγγιση του αστικού χώρου: έρευνα για το κέντρο της Θεσσαλονίκης. pp. 16 -.
  • Κοσμόπουλος, Π. (2000). Περιβαλλοντική κοινωνική ψυχολογία. Η αντίληψη του χώρου. Θεσσαλονίκη:University Studio Press. Λεοντίδου, Λ. (2011). ΑγεωγράφητοςΧώρα (8η εκδ.). Αθήνα: Προπομπός. 
  • Μαρτινίδης, Π. (1990). Οι λέξεις στην αρχιτεκτονική και την επιστημονική σκέψη. Αθήνα: Σμίλη. Μπαμπινιώτης, Γ. (1997). Η γλώσσα της εικόνας. Ανάκτηση 2014, από Το Βήμα:http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=88441 
  • Ρέντζος, Γ. (2006). Ανθρωπογεωγραφίες της πόλης. Αθήνα: τυπωθήτω, 
  • Γιώργος Δαρδάνος. Στεφάνου, I. (2001). Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο αιώνα.Αθήνα: ΕΜΠ και ΥΠΕΧΩΔΕ. 
  • Στεφάνου, I., & Στεφάνου, I. (1999). Περιγραφή της εικόνας της πόλης. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.
  • Συγκολλίτου, Έ. (1997). Περιβαλλοντική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 
  • Φατούρος, Δ. (1995). Ένα Συντακτικό της Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παρατηρητής.
  • Χαστάογλου, Β. (2006). !στορικά τοπία και μελλοντικές εικόνες της πόλης: ανασχεδιάζοντας τη Θεσσαλονίκη ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997. Στο Ά. Γοσποδίνη, & Η. Μπεριάτος (Επιμ.), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη (σσ. 191 -201). Αθήνα: Κριτική ΑΕ.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.