Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Η προστασία και διαχείριση του Ελληνικού τοπίου στο χωρικό σχεδιασμό

#Γ. Γεμενετζή και #Π. Ζαχαρός
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Π. Θεσσαλίας

Η ανάγκη προσδιορισμού και προστασίας του τοπίου στην Ελλάδα υπάρχει από το 1950, όταν το τοπίο ταυτίστηκε με τις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (Ν. 1468/1950). Στη συνέχεια, το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία, ανάδειξη και διαχείριση του τοπίου εμπλουτίστηκε (Π.Δ. 161 Δ/84, Ν.1650/86) παράλληλα με τη διεύρυνση της έννοιας και της χωρικής κλίμακας του τοπίου. Από το 2000 η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα περισσότερο ολοκληρωμένη θεώρηση του τοπίου, κατά την οποία το τοπίο αποτελεί αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των φυσικών και ανθρώπινων παραγόντων. Η πρόσφατη κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο (Ν.3828/2010) έχει ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με στόχο την προστασία και διαχείριση του τοπίου.
Η εργασία εστιάζει με κριτικό τρόπο στη θεώρηση του τοπίου στο σύστημα χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα, τόσο από εννοιολογική άποψη όσο και από άποψη νομοθετικών ρυθμίσεων. Αρχικά, επιχειρείται σύντομη αναφορά στην ενσωμάτωση του τοπίου στο χωρικό σχεδιασμό μέχρι το 2010. Κατά την περίοδο αυτή το τοπίο ταυτίζεται με τις περιοχές προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. 
Στη συνέχεια, δίνεται έμφαση στα νέα εργαλεία του χωρικού σχεδιασμού που σχετίζονται με τη διαχείριση του τοπίου. Ο σχεδιασμός του τοπίου εστιάζει πλέον στην αειφορική ανάπτυξη των φυσικών και πολιτισμικών πόρων τόσο στο αστικό-πολεοδομικό επίπεδο όσο και στο χωροταξικό. Ειδικότερα, τα νέα εργαλεία συνίστανται αφενός στην επικαιροποίηση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΠΠΧΣΑΑ), στα οποία το τοπίο αναδεικνύεται σε σημαντική παράμετρο του χωροταξικού σχεδιασμού, αφετέρου στις νέες μελέτες μορφολογικών κανόνων δόμησης και αρχιτεκτονικής στις Περιφερειακές Ενότητες. Αυτές αποσκοπούν στη συγκρότηση ενός ειδικότερου πλαισίου δόμησης για τους μικρούς οικισμούς που θα συμβάλλει στην προστασία του τοπίου της υπαίθρου μέσα από τη διαφύλαξη της κληροδοτημένης αξίας του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αλλά και της ταυτότητας του εξωαστικού χώρου.
Τα τελικά συμπεράσματα αναδεικνύουν πως αν και σε θεωρητικό επίπεδο το ζήτημα της προστασίας του τοπίου έχει τείνει να ενσωματωθεί ορθώς στο σχεδιασμό, οι πολιτικές είναι συχνά αποσπασματικές.

1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Η έννοια του τοπίου και της προστασίας του εισάγεται στην Ελλάδα με το Ν.1469/50 (ΦΕΚ 169/Α/07.08.1950) για τη θεσμοθέτηση Τοπίων Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ), η προστασία των οποίων υπάγεται στις διατάξεις του Κ.Ν. 5351/1932 (ΦΕΚ 275/Α/1932) «περί αρχαιοτήτων». Η έννοια του «φυσικού» επεκτείνεται για να συμπεριλάβει και ανθρωπογενή στοιχεία και το τοπίο ταυτίζεται με περιοχές προστασίας φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν, πέραν της φυσικής ή πολιτιστικής αξίας, αισθητική αξία ή είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για αναψυχή του κοινού. Από τα ήδη χαρακτηρισμένα 507 ΤΙΦΚ εξάγεται η διαπίστωση ότι η κλίμακα του τοπίου ποικίλλει από μεμονωμένα στοιχεία και τμήματα εκτάσεων, όπως μια κοιλάδα ή ένα δάσος, ως ολόκληρες περιοχές όπως ένα νησί.

Αργότερα ο Ν. 996/71 (ΦΕΚ 192/Α/1971), που αποτελεί τροποποίηση του Δασικού Κώδικα, εισάγει τους Εθνικούς Δρυμούς-Αισθητικά Δάση και τα Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης. Αν και παρουσιάζει επικαλύψεις με το Ν. 1469/50, καθώς προσδιορίζει ως χρήζουσες προστασίας τις περιοχές που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη αισθητική, περιβαλλοντική ή τουριστική, δίνει έμφαση στις περιοχές του φυσικού περιβάλλοντος. Το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 24) δίνει «νέα πνοή στην προστασία του περιβάλλοντος, την οποίαν ανάγει σε Συνταγματικά προστατευόμενη αξία και υποχρέωση του κράτους, που πρέπει να συνεκτιμάται κατά το σχεδιασμό της κρατικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς» (Βλαντού 2010).

Το 1981 (Ν. 1126/1981 - ΦΕΚ 32/Α/1981) υπογράφεται η Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Σύμφωνα με αυτή το τοπίο εντάσσεται είτε στην πολιτιστική κληρονομιά ως «έργο του ανθρώπου ή συνδυασμός έργων του ανθρώπου και της φύσεως» είτε στη φυσική. Εντούτοις, η εφαρμογή της Σύμβασης περιορίστηκε στην προστασία αρχαιολογικών χώρων και μνημείων.

Στη συνέχεια με το Π.Δ. 161/1984 (ΦΕΚ 54/Α/1984) μεταφέρονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών στο Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) οι αρμοδιότητες για τον χαρακτηρισμό τόπων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και για την έγκριση ανέγερσης οικοδομημάτων και εκτέλεσης έργων σε αυτούς. Έτσι, επιχειρείται η εναρμόνιση του κτιρίου από κάθε άποψη με το προστατευόμενο τοπίο και εισάγεται με διακριτό τρόπο η ανάγκη αρμονικής συνύπαρξης του ανθρωπογενούς/δομημένου περι¬βάλλοντος και του φυσικού, που συνιστά πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του τοπίου. Με το Π.Δ. 358/1986 (ΦΕΚ 158/Α/1986) οι παραπάνω αρμοδιότητες μεταφέρονται από το ΥΧΟΠ στο Υπουργείο Βόρειας Ελλάδας (αργότερα Μακεδονίας-Θράκης) για τις περιοχές που εμπίπτουν στην κατόπιν αρμοδιότητα του Υπουργείου αυτού. Η ρύθμιση αυτή που σήμερα δεν ισχύει λόγω των πρόσφατων διοικητικών μεταρρυθμίσεων δίνει μια εικόνα της διασποράς των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων φορέων και κατ' επέκταση των πολιτικών τους.
Σταθμό στο θεσμικό πλαίσιο για το περιβάλλον και το τοπίο αποτελεί ο Νόμος 1650/86 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» και ειδικά το άρθρο 18 του 'Κεφαλαίου Δ: Προστασία φύσης και τοπίου'. Ο νόμος-πλαίσιο προσεγγίζει το περιβάλλον ως το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων. Αν και ειδική αναφορά στο τοπίο γίνεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 18 για τους «προστατευόμενους φυσικούς σχηματισμούς, τα προστατευόμενα τοπία και τα στοιχεία του τοπίου», στην πραγματικότητα υιοθετεί την προστασία της φύσης και του τοπίου χωρίς διάκριση στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους και κωδικοποιεί τις προστατευόμενες περιοχές σε πέντε κατηγορίες με βάση τα κριτήρια χαρακτηρισμού τους και τις αρχές προστασίας. Ο νόμος επιβάλλει τον επαναχαρακτηρισμό των κηρυγμένων τοπίων και των προστατευομένων περιοχών με βάση τη νέα διαδικασία, κάτι που δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Ομοίως, η νομοθετική πρόβλεψη για το χαρακτηρισμό νέων τοπίων δεν έχει χρησιμοποιηθεί, γεγονός που καταδεικνύει τους ανεπαρκείς μηχανισμούς προστασίας (Μπεριάτος, 2007).

Εντούτοις, η πρόσφατη «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο» (ή Σύμβαση της Φλωρεντίας) (Ν. 3827/2010, ΦΕΚ 30/Α/2010) -μετά από δεκαετή καθυστέρηση- αποτελεί το εφαλτήριο για μια συγκροτημένη και διακριτή πολιτική τοπίου με σαφείς στόχους και στρατηγικές, οργανωτικές και διοικητικές δομές, προγράμματα και σχέδια εφαρμογής. Επιπλέον, η Σύμβαση εμπλουτίζει την έννοια και το χαρακτήρα του τοπίου και διευρύνει με σαφήνεια την κλίμακά του από το σημειακό και το τοπικό ως το χωροταξικό επίπεδο. Αναφέρεται σε φυσικές, αστικές ή περιαστικές περιοχές, στη στεριά ή στη θάλασσα. Δεν αφορά μόνο αξιόλογα τοπία αλλά επίσης καθημερινά τοπία και υποβαθμισμένες περιοχές. Το τοπίο γίνεται αντικείμενο αναγνώρισης και διαχείρισης ανεξάρτητα από την εξαιρετική αξία του. Σε αυτή τη νέα, πιο ολοκληρωμένη θεώρηση το τοπίο ορίζεται ως η περιοχή, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή σε συλλογικό επίπεδο, της οποίας ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της δράσης και διαντίδρασης των φυσικών ή/και ανθρωπογενών παραγόντων. Για πρώτη φορά τίθεται ως στόχος η ένταξη του τοπίου στην πολεοδομική και χωροταξική κλίμακα και σε όλες τις τομεακές πολιτικές (περιβαλλοντικές, αγροτικές, δασικές, κοινωνικές, οικονομικές) με άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στο τοπίο.
Τέλος, η θεσμοθέτηση του Ν. 3937/2011 (ΦΕΚ 60/Α/2011) για τη «Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις», ο οποίος τροποποιεί το Ν. 1650/1986, τονίζει την ανάγκη προστασίας και διατήρησης του τοπίου παράλληλα με τη βιοποικιλότητα και τη φύση, ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, οι φυσικοί πόροι και τα οικοσυστήματα καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητα των συνιστωσών τους (Κεφ. Β', άρθρο 4). Παράλληλα, ορίζει τα προστατευόμενα τοπία και τα προστατευόμενα στοιχεία του τοπίου με βάση την οικολογική, αισθητική ή πολιτισμική αξία τους (Κεφ. Β', άρθρο 5), δίνοντας έμφαση στην αναγνώριση τόσο των φυσικών όσο και των ανθρωπογενών χαρακτηριστικών.
Αν και, αρχικά, το τοπίο αντιμετωπίστηκε -μέσω των ΤΙΦΚ- με τρόπο αφηρημένο και υποκειμενικό και οι προστατευόμενες περιοχές (αισθητικά δάση, διατηρητέα μνημεία της φύσης) διέπονταν από τη δασική νομοθεσία (Βλαντού, 2010), στη συνέχεια οι νέες ρυθμίσεις εμπλούτισαν σταδιακά την έννοια του τοπίου, εισάγοντας το ζήτημα της αρμονικής συμβίωσης της φύσης και των ανθρώπινων παρεμβάσεων και μάλιστα με δυναμικό τρόπο.

2. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ: ΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 3827/2010
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός (Ν.1337/1983) δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του την προστασία τμημάτων ή στοιχείων φυσικού περιβάλλοντος, όπως ρέματα, ακτογραμμή, γεωμορφολογικά στοιχεία, εκτός από τα πολύ σημαντικά και ήδη προστατευόμενα. Το τρέχον πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού (Ν. 2508/1997 και Υ.Α. 9572/1845/00 - ΦΕΚ/209/Δ/7.4.00) ασχολείται τόσο με τη διερεύνηση των τοπίων ως τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος όσο και με την αναγνώριση τοπίων ως τμήματα του πολιτιστικού περιβάλλοντος με σκοπό την αναγνώριση και τον καθορισμό προστατευτέων αντικειμένων που θα λειτουργήσουν ως «αρνητικός» οδηγός για τον καθορισμό «μεγεθών και των θέσεων της οικιστικής ανάπτυξης καθώς και των ζωνών παραγωγικών και λοιπών δραστηριοτήτων». Οι σχετικές μελέτες τρόπος προσεγγίζουν το τοπίο με στατικό τρόπο και δεν ενδιαφέρονται για προτάσεις σχετικά με διαχείριση, ή έστω θεσμοθέτηση, τοπίων ή στοιχείων του τοπίου. Σχετικά πρόσφατα, θεσμοθετήθηκαν οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΚΥΑ 107017/28.08.2006 - ΦΕΚ 1225/Β/05.09.2006) που συνοδεύουν τις μελέτες χωρικού σχεδιασμού και το αντικείμενο των οποίων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το τοπίο.

Η κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο (Ν. 3827/2010) αποτελεί σταθμό στην ενσωμάτωση της διάστασης του τοπίου στο χωρικό σχεδιασμό με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.

Η αξιολόγηση, αναθεώρηση και εξειδίκευση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΠΠΧΣΑΑ) των Περιφερειών της χώρας αναδεικνύει για πρώτη φορά το θέμα της προστασίας και διαχείρισης του τοπίου σε σημαντική παράμετρο χωροταξικού και περιφερειακού σχεδιασμού. Στις προδιαγραφές των Περιφερειακών Πλαισίων (Παράρτημα Ι) αναπτύσσεται μεθοδολογία για τη μελέτη του τοπίου, το οποίο προσεγγίζεται βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου. Το τοπίο αντιμετωπίζεται πλέον ως πόρος περιβαλλοντικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού που άμεσα ή έμμεσα υπεισέρχεται στην παραγωγική διαδικασία και τις κοινωνικές δομές και αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας.

Στα νέα ΠΠΧΣΑΑ επιχειρείται η αναγνώριση, καταγραφή και τυπολόγηση του τοπίου σε 'ζώνες του τοπίου' με στόχο τον εντοπισμό τοπίων ιδιαίτερης σημασίας και την εφαρμογή συντονισμένων δράσεων προστασίας, ανάδειξης και διαχείρισής τους. Ειδικότερα, τα τοπία ταξινομούνται με βάση την εμβέλεια της αξίας τους (διεθνή/εθνική/περιφερειακή αξία), ενώ εντοπίζονται και τα τοπία τα οποία χρήζουν αποκατάστασης. Η αξιολόγηση των ζωνών ιδιαίτερης αξίας βασίζεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και στοιχεία του τοπίου των οποίων η φυσική κλίμακα ποικίλλει καθώς αυτά αναφέρονται από τη γεωμορφολογία και τη βλάστηση ως την πολιτιστική κληρονομιά και μεμονωμένα στοιχεία αυτής (όπως πεζούλες ή χαρακτηριστική αρχιτεκτονική). Αλλά και η φύση αυτών διαφέρει σημαντικά καθώς συνυπολογίζονται στοιχεία όπως τα θεσμοθετημένα τοπία (περιβαλλοντικά και πολιτισμικά), οι διαδρομές φυσικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος, η ελκτικότητα και η επισκεψιμότητα, οι πιέσεις.
Είναι σημαντικό ότι με την επικαιροποίηση των ΠΠΧΣΑΑ εγκαινιάζεται η περιφερειακή πολιτική για το τοπίο. Το τοπίο ενσωματώνεται στο σχεδιασμό με στόχο την εναρμόνιση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με τις περιβαλλοντικές διεργασίες. Έτσι, εξασφαλίζεται η βέλτιστη διαχείριση των αλλαγών στο τοπίο που δεν ήταν εφικτή ως σήμερα με την απλή αναγνώριση και θεσμοθέτηση των προστατευόμενων τοπίων. Το τοπίο αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα του χωροταξικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού μέσα από α) τη διατύπωση πολιτικών και κατευθύνσεων για την προστασία, ανάδειξη και αειφορική διαχείριση του τοπίου και β) τη διεύρυνση της χωρικής κλίμακας αναγνώρισής του. Ειδικότερα, τίθενται στόχοι ποιότητας τοπίων για κάθε ζώνη τοπίου που ορίζεται, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε αναπτυξιακό έργο είναι συμβατό με την επίτευξη των στόχων αυτών, και διατυπώνονται προτάσεις για την ελαχιστοποίηση των πιέσεων που αλλοιώνουν το τοπίο και μέτρα διαχείρισης που θα πρέπει να εξειδικευτούν στον υποκείμενο χωρικό και πολεοδομικό σχεδιασμό (ΡΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΓΠΣ).
Επίσης, σήμερα, είναι σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα του ΥΠΕΚΑ για μια σειρά Μελετών Μορφολογικών Κανόνων Δόμησης και Αρχιτεκτονικής στις περιοχές εντός και εκτός οικισμών μέχρι 2.000 κατοίκους ανά Περιφερειακή Ενότητα (ΠΕ). Στόχος των μελετών αυτών είναι η ένταξη του ανθρωπογενούς τοπίου στην πολεοδομική πολιτική. Ειδικότερα, οι μελέτες στοχεύουν στη συμπλήρωση και εξειδίκευση του θεσμικού πλαισίου δόμησης, κυρίως για την κατοικία, με τρόπο συμβατό προς την τοπική παράδοση της δόμησης και τις σύγχρονες τάσεις ή αντιλήψεις της αρχιτεκτονικής.

Οι μελέτες περιλαμβάνουν την αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας, του πολεοδομικού ιστού των οικισμών ή/και άλλων στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος με σκοπό την κατάταξη του χώρου της υπαίθρου σε κατηγορίες με βάση το βαθμό προστασίας και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, καθορίζονται και αξιολογούνται ζώνες στην -εκτός σχεδίου- περιβάλλουσα περιοχή των οικισμών. Η ταξινόμηση σε ευρύτερες ομάδες θα δημιουργήσει διακριτές χωρικές ενότητες, για τις οποίες θα προταθούν ειδικοί μορφολογικοί και άλλοι περιορισμοί και όροι δόμησης.

Η αναγνώριση της ποιότητας και ποικιλίας της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής φυσιογνωμίας των οικισμών σε σχέση πάντα με την ένταξη τους στο φυσικό περιβάλλον και η βελτίωση του σχεδιασμού μέσω του καθορισμού μορφολογικών κανόνων δόμησης και κανόνων φύτευσης συμβάλλει στην προστασία και διαχείριση του τοπίου, είτε πρόκειται για τοπία υψηλής ποιότητας είτε για περιοχές χωρίς ιδιαιτερότητες. Η διατήρηση της κληροδοτημένης αξίας του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση του με τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, αλλά και η ενθάρρυνση εναλλακτικών προτάσεων αρχιτεκτονικής συμβατών με την αρχιτεκτονική παράδοση βοηθούν στη βελτίωση, αποκατάσταση και ενίσχυση της ταυτότητας του τόπου και έχουν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές ωφέλειες.
Είναι η πρώτη φορά που η διαχείριση του ανθρωπογενούς τοπίου εισάγεται, έστω και εμμέσως, στο σχεδιασμό με ολοκληρωμένο τρόπο. Αν και οι συγκεκριμένες μελέτες αναμένεται να έχουν δυσκολίες και προβλήματα στην υλοποίηση και την εφαρμογή τους, αποτελούν θετικό βήμα για μια περισσότερο ολοκληρωμένη θεώρηση του τοπίου που εισάγει και την αστική / πολεοδομική κλίμακα.

3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Αν και αρχικά, το ενδιαφέρον της πολιτείας προσανατολίστηκε μέσω θεσμικών παρεμβάσεων κυρίως στην προστασία και διαχείριση του γεωφυσικού και βιολογικού περιβάλλοντος της χώρας, σταδιακά το τοπίο άρχισε να αντιμετωπίζεται ως η σύνθεση της φύσης και του πολιτισμού. Όσο αφορά τη χωρική κλίμακα διαπιστώνεται ευρύτητα στην αντίληψή της, καθώς η αναγνώριση του τοπίου ποικίλει από ένα μεμονωμένο στοιχείο σε μια ευρύτερη χωρική ενότητα. Πρόσφατα, μεταλλάχτηκε η θεώρηση του τοπίου από αντικείμενο προστασίας σε προϊόν διαχείρισης καθώς αναγνωρίστηκε ο σημαντικός ρόλος του για το δημόσιο συμφέρον και η συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση του ρόλου του τοπίου στο χωρικό σχεδιασμό. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι ενώ σε παλαιότερες θεωρήσεις η έννοια του τοπίου συγκλίνει με την αναγνώριση υψηλής αξίας και μοναδικών τοπίων, σήμερα έχει γίνει αντιληπτή η ανάγκη ισότιμης αναγνώρισης, προστασία και διαχείρισης των καθημερινών τοπίων.

Η εν δυνάμει σύνταξη των χαρτών τοπίου στα νέα ΠΠΧΣΑΑ αποτελεί καθοριστικό βήμα υλοποίησης της ενσωμάτωσης του τοπίου στο χωροταξικό σχεδιασμό. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η αναγνώριση του τοπίου δε βαρύνει μονοδιάστατα το φυσικό περιβάλλον αλλά εστιάζει και στην αναγνώριση της φυσιογνωμίας των οικισμών και της υπαίθρου που διαμορφώνει ιδιαίτερης αξίας ανθρωπογενή τοπία. Εντούτοις, αρνητικό στοιχείο είναι το ότι η αναγνώριση των τοπίων περιορίζεται στην αξιολόγηση τοπίων ιδιαίτερης αξίας και ιδιαιτέρως υποβαθμισμένων που χρήζουν αποκατάστασης. Με τη σύγχρονη θεώρηση του τοπίου συνάδουν και οι νέες μελέτες Μορφολογικών Κανόνων Δόμησης και Αρχιτεκτονικής, καθώς α) εισάγουν την προστασία και διαχείριση του τοπίου στο αστικό/πολεοδομικό επίπεδο και β) αναδεικνύουν τη σημασία και την αξία όλων των τοπίων, τόσο των αξιόλογων όσο και των καθημερινών. Τα αποτελέσματα των παραπάνω μελετών αναμένεται να συγκροτήσουν νέες πιο διακριτές πολιτικές όσον αφορά το ανθρωπογενές περιβάλλον κυρίως της υπαίθρου, αλλά και τον αναπτυξιακό ρόλο του εξωαστικού χώρου.

Συνοψίζοντας, οι θεσμικές ρυθμίσεις για την προστασία του τοπίου κρίνονται επαρκείς, ενώ και το ζήτημα της προστασίας και διαχείρισης του τοπίου έχει ενσωματωθεί ορθώς στο χωρικό σχεδιασμό. Εντούτοις, υπάρχουν σημαντικά κενά και καθυστερήσεις ανάμεσα στις θεσμικές ρυθμίσεις και την υλοποίηση των πολιτικών. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κήρυξη νέων τοπίων (για παράδειγμα μέσω των ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ) παραμένει ανενεργή από την θεσμοθέτηση του Ν. 1650/1986. Επιπλέον, οι πρόσφατες πολιτικές που ακολουθούνται -αν και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση- είναι αποσπασματικές, καθώς η αναγνώριση των τοπίων μέσω των Μελετών Μορφολογικών Κανόνων Δόμησης και Αρχιτεκτονικής θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της αναθεώρησης των ΠΠΧΣΑΑ ώστε να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα ως εισροές για τους χάρτες τοπίου στο σύνολο της Περιφέρειας. Τέλος, δε διαφαίνονται συγκροτημένες πολιτικές που θα προάγουν την ευαισθητοποίηση και θα ευνοούν τη συμμετοχή των πολιτών -και ιδιαίτερα των κατοίκων και χρηστών κάθε τοπίου- και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλαντού, Α., 2010. Το τοπίο ως αντικείμενο νομικής προστασίας: σχέσεις και αντιφάσεις μεταξύ κανόνων δικαίου και πραγματικότητας. Νόμος και Φύση. Διαθέσιμο στο URL: http://www.nomosphysis.org.gr (πρόσβαση 25.04.2012) 

Μπεριάτος Η., 2007. Για μια πολιτική του τοπίου στην Ελλάδα, στο: Μπεριάτος, Η. και Ballesta, J. Θεωρία και Πολιτική του Τοπίου, ελληνικές και γαλλικές εμπειρίες, ΤΜΧΠΠΑ-Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος

Ν. 1469/50 (ΦΕΚ 169/Α/1950) Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830 Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160/Α/1986) Για την προστασία του περιβάλλοντος 

Ν. 3827/2010 (φΕΚ 30/Α/2010) Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο 

Ν. 3937/2011 (φΕΚ 60/Α/2011) Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις 

Π.Δ. 161/1984 (ΦΕΚ 54/Α/1984) Ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων Πολιτισμού και Επιστημών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος 

Π.Δ. 358/1986 (ΦΕΚ 158/Α/1986) Καθορισμός αρμοδιοτήτων Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας 

Προδιαγραφές Μελετών Αξιολόγησης-Αναθεώρησης και Εξειδίκευσης Θεσμοθετημένων Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (Παρ. Ι)

ΥΠΕΚΑ (2011) Μελέτη Μορφολογικών Κανόνων Δόμησης και Αρχιτεκτονικής, στις περιοχές εντός και εκτός οικισμών μέχρι 2.000 κατοίκων, της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσης της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Προκήρυξη ανοιχτής διαδικασίας, Τεύχος τεχνικών δεδομένων, Προδιαγραφές Εκπόνησης Μελετών. Διαθέσιμο στο URL: www.ypeka.gr (πρόσβαση 04.08.2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.