Η Διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης
Ελπίζω να σας έπεισα ότι έχω σαφή άποψη των διακριτών ρόλων του Υπουργείου Εξωτερικών και του δεύτερου μεγαλύτερου Δήμου της χώρας. Εκεί που τα όρια είναι πιο δυσδιάκριτα είναι μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Κυβέρνησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε θέματα που τελικά επηρεάζουν καθοριστικά την διεθνοποίηση μιας πόλης σαν την Θεσσαλονίκη. Από την μία πλευρά, έχουμε με τον Καλλικράτη διευρυνόμενες αρμοδιότητες άρα και διευρυνόμενες ευθύνες για την διακυβέρνηση των πόλεων και των περιφερειών μας. Από την άλλη μεριά, σε καθοριστικά θέματα για την επιτυχημένη διεθνοποίηση μιας πόλης σαν την Θεσσαλονίκη – και την σήμερον ημέρα δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη πόλη του μεγέθους της Θεσσαλονίκης χωρίς να είναι επιτυχώς διεθνοποιημένη – η κεντρική διοίκηση έχει ακόμη τον κεντρικό ρόλο.
Πως γεφυρώνεται αυτό το χάσμα; Με όρους πολιτικούς, εάν όχι διοικητικούς. Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης θα υποστηρίξω αυτές τις αλλαγές σε εθνικό επίπεδο που κατά την κρίση μου βελτιώνουν την διεθνοποίηση σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της πόλης της Θεσσαλονίκης δηλαδή.
Ξέρετε, η Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη των Βαλκανίων δεν ήταν και ούτε είναι χίμαιρα. Είναι απλώς άπιαστο όνειρο και μεγάλα λόγια με δεδομένη την σημερινή λειτουργία καίριων θεσμών και οργανισμών της, όπως το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, το ΑΠΘ, το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον ΟΛΘ, και μερικά από τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Ουσιαστικά η σχέση όλων αυτών των οργανισμών με την κεντρική διοίκηση –σχέση διαπλοκής, αναξιοκρατίας και διαφθοράς– είχε και έχει γεωγραφικό προσανατολισμό. Διατήρησε και διατηρεί ακόμη αυτούς τους οργανισμούς σε νότιο και όχι σε βόρειο ή ανατολικό προσανατολισμό, δηλαδή προς την Αθήνα, και όχι προς την φυσική ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, το Βελιγράδι, την Σόφια, τα Τίρανα, τα Σκόπια, το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη. Οι πρόσοδοι αυτού του προσανατολισμού, καθώς και οι σχετικές προσωπικές στρατηγικές, βασίζονται στην πολιτική επιρροή που εξελίσσεται πυραμιδικά με κορυφή την Αθήνα. Αντίστροφα, οι πρόσοδοι αυτών των οργανισμών δεν βασίζονται στην επίδοση και άρα στην εξωστρέφεια, με την κορυφή της πυραμίδας να είναι μια Θεσσαλονίκη περιφερειακής εμβέλειας. Για αυτό και ο ΟΛΘ δεν είναι το κορυφαίο λιμάνι της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αντίθετα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μαρίνα. Για αυτό το ΑΠΘ, παρόλη την κατάρρευση των δαπανών παιδείας μετά την πτώση του κομμουνισμού, εδώ και είκοσι χρόνια δηλαδή, δεν έχει γίνει ακόμη ο πνευματικός φάρος όλων των Βαλκανίων. Και ούτω καθεξής.
Τι ζητάω λοιπόν από την Κεντρική Διοίκηση; Στον ΟΛΘ θέλω την είσοδο ενός κορυφαίου διεθνώς παίκτη στην διαχείριση λιμενικών εγκαταστάσεων. Πείτε το όπως θέλετε, μακροχρόνια μίσθωση προβλήτας, στρατηγική συνεργασία, κάντε το όμως. Εκτιμώ απεριόριστα τις σημερινές προσπάθειες και τα πρόσωπα που τις καταβάλλουν στον ΟΛΘ, αλλά μετά από δεκαετίες αδράνειας και αναποτελεσματικότητας είναι δυστυχώς, λαμβανομένου υπόψη μάλιστα την είσοδο της COSCO στον Πειραιά, «πολύ λίγο, πολύ αργά». Ήδη κλείνουμε είκοσι χρόνια καθυστέρησης στον ΟΛΘ από την Πτώση του Τείχους το 1989. Και θέλω να επιμείνω σε αυτό το σημείο. Είμαστε εμείς που κατασπαταλήσαμε την τελευταία εικοσαετία το τεράστιο γεωοικονομικό δώρο που μας έδωσε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Είναι η συνέργια Ελληνικών συντεχνιών, Ελληνικών διοικήσεων και του Ελληνικού πολιτικού συστήματος σε βάθος χρόνου που ξεπούλησε, προς ίδιο όφελος, και τελικά απαξίωσε το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Παρομοίως, στο ΑΠΘ περιμένω από την επικείμενη μεταρρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας ως μίνιμουμ πρώτον, την αποβολή των κομματικών νεολαιών από την διακυβέρνηση του, δεύτερον την θεσμική διευκόλυνση επαναπατρισμού της Ελληνικής επιστημονικής Διασποράς και τρίτον ένα ευέλικτο καθεστώς απορρόφησης δωρεών από την Ελληνική χορηγική κοινότητα. Ο πρώτος όρος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το περιβάλλον διακυβέρνησης που μπορεί να προσελκύσει τα άλλα δύο στοιχεία, ακαδημαϊκό προσωπικό υψηλής ποιότητας και πόρους από την Ελληνική χορηγία. Όπως και με την εισροή στον ΟΛΘ διεθνούς τεχνογνωσίας και κεφαλαίων για την επίτευξη περιφερειακής ηγεμονίας, αυτές οι τρείς παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για τον προσανατολισμό του ΑΠΘ από την Αθήνα –όπου οι ηγεσίες των κομματικών νεολαίων του ΑΠΘ αναρριχώνται– στην γεωγραφική μας ενδοχώρα. αλλά και στην παγκοσμίου εμβέλειας Ελληνική επιστημονική και χορηγική κοινότητα. Μόνο τέτοιου εύρους αλλαγές, άλλωστε, θα επιτρέψουν στις σημερινές προσπάθειες των Πρυτανικών Αρχών του ΑΠΘ για την αναμόρφωση του να πιάσουν τόπο.
Προτείνω επίσης την μεταφορά του Διεθνούς Πανεπιστημίου στον ευρύτερο χώρο της ΔΕΘ, συνάμα με την διεύρυνση της καταστατικής του αποστολής και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα άντλησης χορηγιών: δηλαδή την παροχή διεθνοποιημένων υπηρεσιών εκπαίδευσης σε ένα τέτοιο σημείο της πόλης από χωρική άποψη, που να σηματοδοτήσει το άνοιγμα της σε έναν ευρύτερο διεθνικό χώρο. Ένα σημείο διεθνοποιημένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης στο να υιοθετήσουν ένα διεθνή προσανατολισμό και να προσελκύσουν στην πόλη μας μία κρίσιμη μάζα αλλοδαπών φοιτητών.
Με την ίδια λογική, πρέπει άμεσα το Υπουργείο Παιδείας να διεκδικήσει την αναγνώριση των πτυχίων των παιδιών της γεωγραφικής μας περιφέρειας που σπουδάζουν στα μη-κερδοσκοπικά αλλά και τα κερδοσκοπικά αναγνωρισμένα ξενόγλωσσα κολλέγια της Θεσσαλονίκης, στα οποία φοιτούν πάνω από χίλιοι αλλοδαποί φοιτητές. Είναι παραλογισμός το ΔΟΑΤΑΠ να αναγνωρίζει διπλώματα Ελλήνων που σπουδάζουν στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο του Μπλαγκόεβγραντ και το Βουλγαρικό κράτος να μην αναγνωρίζει πτυχία του κολεγιακού προγράμματος του ΑΝΑΤΟΛΙΑ, το οποίο έχει και εκατό χρόνια περισσότερο ιστορία από το Βούλγαρο ανταγωνιστή του, και της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής της Θεσσαλονίκης, επίσης κορυφαίου εκπαιδευτικού οργανισμού της πόλης μας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε λεφτά στο τραπέζι – ένας εξαιρετικά επιτεύξιμος στόχος 10,000 αλλοδαπών φοιτητών στην Θεσσαλονίκη μεταφράζεται σε εκατό εκατομμύρια ευρώ, σε αγορά προϊόντων και υπηρεσιών για την πόλη της Θεσσαλονίκης – επειδή οι συντεχνίες δεν έχουν συμφιλιωθεί ακόμη με ένα παγκόσμιο κεκτημένο, τον πλουραλισμό στην διακυβέρνηση της τριτοβάθμιας παιδείας. Υπενθυμίζω σε αυτό το σημείο ότι στον τομέα της τριτοβάθμιας παιδείας είμαστε κατεξοχήν ελλειμματικοί με 50 και χιλιάδες Έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό να δαπανούν περίπου ένα δις ευρώ το χρόνο. Φαίνεται τα έχουμε και μας περισσεύουν. Επειγόντως λοιπόν το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να καταλήξει σε διακρατικές συμφωνίες με τις χώρες της περιοχής μας, με την Βουλγαρία, με την Ρουμανία, με την Τουρκία, που θα επιτρέπουν την αναγνώριση αυτών των πτυχίων.
Πρέπει, κυρίες και κύριοι, με όλα τα μέσα να διασώσουμε το βιοτικό επίπεδο ενός εκατομμυρίου Θεσσαλονικιών, να ταΐσουμε την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδος. Και σχεδόν καμία από τις ιερές αγελάδες της Μεταπολίτευσης δεν τρώγεται πλέον.
Παρομοίως και στο θέμα της υγείας, πανεπιστημιακής, δημόσιας και ιδιωτικής, πρέπει να δούμε αυτές τις αλλαγές στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την πόλη της Θεσσαλονίκης να καταστεί κέντρο ιατρικής έρευνας και αριστείας και να μεταμορφωθεί έτσι σε σημείο αναφοράς για όλους τους Βαλκάνιους που αναζητούν και έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολάβουν ανώτερης ποιότητας νοσηλεία. Να κάνουμε μια Harley Street στην Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Διεθνικότητα
Στο κεντρικό θέμα των ημερών μας, τώρα, την οικονομική κρίση της χώρας και της σχέσης με τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, την διεθνή οικονομική πολιτική μας εάν θέλετε, και εκεί η κεντρική κυβέρνηση –η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, όποια και εάν είναι αυτή– έχει τον κυρίαρχο λόγο. Όλοι ξέρουμε τι πρέπει να γίνει, εμείς πρέπει να επιδείξουμε ευθύνη και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αλληλεγγύη, και η διάσταση της ευθύνης όσο και η διάσταση της αλληλεγγύης είναι κύρια αποστολή της κυβέρνησης να τις προσδιορίσει στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας.
Η συζήτηση της επιστροφής στην δραχμή από την σκοπιά της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι μια μικροελλαδίτικη πρόταση και η Θεσσαλονίκη μόνο ως μεγαλοελλαδίτισσα θα πετύχει. Πίσω από αυτό που αποκαλούμε ‘Φτωχή και Τίμια Ελλάς’ πάντα βρισκόταν η επιθυμία της διαιώνισης των προνομιακών δεσμών της Νοτίου Ελλάδος με την πρωτεύουσα. Αντιθέτως η Θεσσαλονίκη ποτέ δεν θα είναι σε προνομιακή θέση σε αυτό το παιχνίδι. Θα επιστρατεύσω πάλι τον Θόδωρο Καρατζά που εκμυστηρεύτηκε σε συνεργάτη του κάποια στιγμή το 1996 ή 1997, 80 και χρόνια δηλαδή μετά την απόκτηση των Νέων Χωρών, ότι οι δυσκολότερες μετακινήσεις προσωπικού στην Εθνική Τράπεζα, εξαιτίας πελατειακών προσκομμάτων, γίνονταν στην Πελοπόννησο. Διορθώστε εάν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι κατ’ αναλογίαν οι δημόσιοι υπάλληλοι που έλκουν την καταγωγή τους από την Νότια Ελλάδα είναι πολύ περισσότεροι από την υπόλοιπη επικράτεια. Εμείς λοιπόν θέλουμε ισχυρή Ευρώπη και ισχυρή Ελλάδα σε αυτή την Ευρώπη, μέλος της διευρυνόμενης ευρωζώνης που θα διασφαλίζει στην πόλη της Θεσσαλονίκης προνομιακή πρόσβαση στην ενδοχώρα της, σε μια ευημερούσα και πολιτικά σταθερή δηλαδή Νοτιοανατολική Ευρώπη –για τον απλούστατο λόγο ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης μας δεν έγκειται στην πρόσβασή της στην Αθήνα αλλά στην πρόσβαση της στην Σόφια, τα Σκόπια, την Πόλη, το Βελιγράδι και ούτω καθεξής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούμε την πρωτεύουσα μας, την Αθήνα, ή ότι έχουμε συμπλεγματική σχέση μαζί της. Κάθε άλλο, η Αθήνα είναι μεταξύ των άλλων βασικός πυλώνας της στρατηγικής διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης. Η Αθήνα, και για την ακρίβεια τα αρμόδια υπουργεία, είναι ο βασικός μας συνεργάτης όσων αφορά τον προσπορισμό Ευρωπαϊκών πόρων, και των καινοτόμων πολιτικών που υποστηρίζουν αυτοί οι πόροι, για τον Δήμο Θεσσαλονίκης, σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του. Η Αθήνα επίσης, φιλοξενεί το πλέον ισχυρό κομμάτι της Ελληνικής χορηγικής κοινότητας, η οποία κατά κύριο λόγο προέρχεται από τον κόσμο της ναυτιλίας, του πλέον παγκοσμιοποιημένου κλάδου υπηρεσιών της χώρας μας. Αποτελεί προσωπική μου προτεραιότητα να προσεγγίσω αυτή την κοινότητα, να μοιραστώ μαζί της το όραμα της δημοτικής αρχής της Θεσσαλονίκης για την πόλη μας, και την πόλη τους, διότι η Θεσσαλονίκη ανήκει σε όλους τους Έλληνες και σίγουρα σε αυτούς που έχουν διεθνικό προσανατολισμό, και να τους ζητήσω να συμμετάσχουν, ακόμη πιο δυναμικά απ’ ό,τι έχουν ήδη πράξει, για την αναγέννηση της: Την αναγέννηση των γραμμάτων και τεχνών της, την αναγέννηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής της αριστείας, την προστασία και ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς της.
Τέλος όσον αφορά την στρατηγική διεθνοποίηση της πόλης μας θα αποκαταστήσω τον συμβολισμό του οικόσημου της, τον Μέγα Αλέξανδρο. Όπως είπα στο Δημοτικό Συμβούλιο, τα τελευταία είκοσι χρόνια κάναμε τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων τον εποχών, την πλέον οικουμενική προσωπικότητα της Ελληνικής διαχρονίας, έναν επαρχιώτη συνοριοφύλακα. Ως πρώτη ενέργεια, σε αυτήν την κατεύθυνση, θα ενεργοποιήσω την εν υπνώσει σχέση αδελφοποίησης με την πόλη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Όπως ξέρετε, η Αλεξάνδρεια απώλεσε και αυτή, όπως και η Θεσσαλονίκη, τον διεθνικό της χαρακτήρα, και έγινε ολοένα και συντηρητικότερη. Σήμερα με την καθεστωτική αλλαγή της Αιγύπτου θα τεθεί και στην πόλη αυτή, όπως τίθεται και στην Θεσσαλονίκη, το δίλλημα εξωστρέφεια ή εσωστρέφεια, προοδευτισμός ή συντηρητικότητα. Ευελπιστώ ότι μέσα από μια τέτοια σχέση θα μπορέσουμε να θέσουμε τις βάσεις ενός πρότυπου διαλόγου που να αφορά όχι μόνο τις δύο πόλεις μας, αλλά και τον Ελληνισμό, με μια ταχέως εξελισσόμενη Μέση Ανατολή. Και τολμώ να πω ότι ο Μέγα Αλέξανδρος θα ενέκρινε αυτή την πρωτοβουλία.
Τελικά κάνει ο δήμαρχος εξωτερική πολιτική;
Κλείνω επιστρέφοντας στο ερώτημα που έθεσε η ομιλία μου εάν κάνει ο δήμαρχος εξωτερική πολιτική. Όταν ο δήμαρχος συμφωνεί με την εξωτερική πολιτική τότε, με τις ενέργειες του, και σε συνεννόηση με την κεντρική διοίκηση, την εμπεδώνει και την διαχέει εντός και εκτός της χώρας. Εάν διαφωνεί τότε, όπως είπε και φιλόσοφος Βιτκενστάιν, ίσως η καλύτερη επιλογή είναι «για τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε καλύτερα να σιωπήσουμε». Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν την υποσκάπτει και δεν την αποδυναμώνει, πόσω μάλλον δεν προσπαθεί να την εξασκήσει ο ίδιος.
Στο δε δεύτερο θέμα που επικεντρώθηκε η τοποθέτηση μου, στην στρατηγική διεθνοποίησης της πόλης της Θεσσαλονίκης, οι δυνατότητες είναι πιο ρευστές και η ικανότητα αυτόνομης δράσης μεγαλύτερη. Εφόσον διατηρηθεί η εθνική συναίνεση ότι αναζητούμε την ευημερία μας σε μια ανοιχτή Ευρώπη και σε έναν ανοιχτό κόσμο εγώ ως Δήμαρχος Θεσσαλονίκης θα υποστηρίξω όλες αυτές τις συμμαχίες, τις συνθέσεις πολιτικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων, που εξασφαλίζουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης την επιτυχία σε διεθνές επίπεδο.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε είμαι ανοιχτός στις ερωτήσεις και παρατηρήσεις σας.
Ελπίζω να σας έπεισα ότι έχω σαφή άποψη των διακριτών ρόλων του Υπουργείου Εξωτερικών και του δεύτερου μεγαλύτερου Δήμου της χώρας. Εκεί που τα όρια είναι πιο δυσδιάκριτα είναι μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Κυβέρνησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε θέματα που τελικά επηρεάζουν καθοριστικά την διεθνοποίηση μιας πόλης σαν την Θεσσαλονίκη. Από την μία πλευρά, έχουμε με τον Καλλικράτη διευρυνόμενες αρμοδιότητες άρα και διευρυνόμενες ευθύνες για την διακυβέρνηση των πόλεων και των περιφερειών μας. Από την άλλη μεριά, σε καθοριστικά θέματα για την επιτυχημένη διεθνοποίηση μιας πόλης σαν την Θεσσαλονίκη – και την σήμερον ημέρα δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη πόλη του μεγέθους της Θεσσαλονίκης χωρίς να είναι επιτυχώς διεθνοποιημένη – η κεντρική διοίκηση έχει ακόμη τον κεντρικό ρόλο.
Πως γεφυρώνεται αυτό το χάσμα; Με όρους πολιτικούς, εάν όχι διοικητικούς. Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης θα υποστηρίξω αυτές τις αλλαγές σε εθνικό επίπεδο που κατά την κρίση μου βελτιώνουν την διεθνοποίηση σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της πόλης της Θεσσαλονίκης δηλαδή.
Ξέρετε, η Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη των Βαλκανίων δεν ήταν και ούτε είναι χίμαιρα. Είναι απλώς άπιαστο όνειρο και μεγάλα λόγια με δεδομένη την σημερινή λειτουργία καίριων θεσμών και οργανισμών της, όπως το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, το ΑΠΘ, το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον ΟΛΘ, και μερικά από τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Ουσιαστικά η σχέση όλων αυτών των οργανισμών με την κεντρική διοίκηση –σχέση διαπλοκής, αναξιοκρατίας και διαφθοράς– είχε και έχει γεωγραφικό προσανατολισμό. Διατήρησε και διατηρεί ακόμη αυτούς τους οργανισμούς σε νότιο και όχι σε βόρειο ή ανατολικό προσανατολισμό, δηλαδή προς την Αθήνα, και όχι προς την φυσική ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, το Βελιγράδι, την Σόφια, τα Τίρανα, τα Σκόπια, το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη. Οι πρόσοδοι αυτού του προσανατολισμού, καθώς και οι σχετικές προσωπικές στρατηγικές, βασίζονται στην πολιτική επιρροή που εξελίσσεται πυραμιδικά με κορυφή την Αθήνα. Αντίστροφα, οι πρόσοδοι αυτών των οργανισμών δεν βασίζονται στην επίδοση και άρα στην εξωστρέφεια, με την κορυφή της πυραμίδας να είναι μια Θεσσαλονίκη περιφερειακής εμβέλειας. Για αυτό και ο ΟΛΘ δεν είναι το κορυφαίο λιμάνι της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αντίθετα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μαρίνα. Για αυτό το ΑΠΘ, παρόλη την κατάρρευση των δαπανών παιδείας μετά την πτώση του κομμουνισμού, εδώ και είκοσι χρόνια δηλαδή, δεν έχει γίνει ακόμη ο πνευματικός φάρος όλων των Βαλκανίων. Και ούτω καθεξής.
Τι ζητάω λοιπόν από την Κεντρική Διοίκηση; Στον ΟΛΘ θέλω την είσοδο ενός κορυφαίου διεθνώς παίκτη στην διαχείριση λιμενικών εγκαταστάσεων. Πείτε το όπως θέλετε, μακροχρόνια μίσθωση προβλήτας, στρατηγική συνεργασία, κάντε το όμως. Εκτιμώ απεριόριστα τις σημερινές προσπάθειες και τα πρόσωπα που τις καταβάλλουν στον ΟΛΘ, αλλά μετά από δεκαετίες αδράνειας και αναποτελεσματικότητας είναι δυστυχώς, λαμβανομένου υπόψη μάλιστα την είσοδο της COSCO στον Πειραιά, «πολύ λίγο, πολύ αργά». Ήδη κλείνουμε είκοσι χρόνια καθυστέρησης στον ΟΛΘ από την Πτώση του Τείχους το 1989. Και θέλω να επιμείνω σε αυτό το σημείο. Είμαστε εμείς που κατασπαταλήσαμε την τελευταία εικοσαετία το τεράστιο γεωοικονομικό δώρο που μας έδωσε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Είναι η συνέργια Ελληνικών συντεχνιών, Ελληνικών διοικήσεων και του Ελληνικού πολιτικού συστήματος σε βάθος χρόνου που ξεπούλησε, προς ίδιο όφελος, και τελικά απαξίωσε το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Παρομοίως, στο ΑΠΘ περιμένω από την επικείμενη μεταρρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας ως μίνιμουμ πρώτον, την αποβολή των κομματικών νεολαιών από την διακυβέρνηση του, δεύτερον την θεσμική διευκόλυνση επαναπατρισμού της Ελληνικής επιστημονικής Διασποράς και τρίτον ένα ευέλικτο καθεστώς απορρόφησης δωρεών από την Ελληνική χορηγική κοινότητα. Ο πρώτος όρος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το περιβάλλον διακυβέρνησης που μπορεί να προσελκύσει τα άλλα δύο στοιχεία, ακαδημαϊκό προσωπικό υψηλής ποιότητας και πόρους από την Ελληνική χορηγία. Όπως και με την εισροή στον ΟΛΘ διεθνούς τεχνογνωσίας και κεφαλαίων για την επίτευξη περιφερειακής ηγεμονίας, αυτές οι τρείς παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για τον προσανατολισμό του ΑΠΘ από την Αθήνα –όπου οι ηγεσίες των κομματικών νεολαίων του ΑΠΘ αναρριχώνται– στην γεωγραφική μας ενδοχώρα. αλλά και στην παγκοσμίου εμβέλειας Ελληνική επιστημονική και χορηγική κοινότητα. Μόνο τέτοιου εύρους αλλαγές, άλλωστε, θα επιτρέψουν στις σημερινές προσπάθειες των Πρυτανικών Αρχών του ΑΠΘ για την αναμόρφωση του να πιάσουν τόπο.
Προτείνω επίσης την μεταφορά του Διεθνούς Πανεπιστημίου στον ευρύτερο χώρο της ΔΕΘ, συνάμα με την διεύρυνση της καταστατικής του αποστολής και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα άντλησης χορηγιών: δηλαδή την παροχή διεθνοποιημένων υπηρεσιών εκπαίδευσης σε ένα τέτοιο σημείο της πόλης από χωρική άποψη, που να σηματοδοτήσει το άνοιγμα της σε έναν ευρύτερο διεθνικό χώρο. Ένα σημείο διεθνοποιημένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης στο να υιοθετήσουν ένα διεθνή προσανατολισμό και να προσελκύσουν στην πόλη μας μία κρίσιμη μάζα αλλοδαπών φοιτητών.
Με την ίδια λογική, πρέπει άμεσα το Υπουργείο Παιδείας να διεκδικήσει την αναγνώριση των πτυχίων των παιδιών της γεωγραφικής μας περιφέρειας που σπουδάζουν στα μη-κερδοσκοπικά αλλά και τα κερδοσκοπικά αναγνωρισμένα ξενόγλωσσα κολλέγια της Θεσσαλονίκης, στα οποία φοιτούν πάνω από χίλιοι αλλοδαποί φοιτητές. Είναι παραλογισμός το ΔΟΑΤΑΠ να αναγνωρίζει διπλώματα Ελλήνων που σπουδάζουν στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο του Μπλαγκόεβγραντ και το Βουλγαρικό κράτος να μην αναγνωρίζει πτυχία του κολεγιακού προγράμματος του ΑΝΑΤΟΛΙΑ, το οποίο έχει και εκατό χρόνια περισσότερο ιστορία από το Βούλγαρο ανταγωνιστή του, και της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής της Θεσσαλονίκης, επίσης κορυφαίου εκπαιδευτικού οργανισμού της πόλης μας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε λεφτά στο τραπέζι – ένας εξαιρετικά επιτεύξιμος στόχος 10,000 αλλοδαπών φοιτητών στην Θεσσαλονίκη μεταφράζεται σε εκατό εκατομμύρια ευρώ, σε αγορά προϊόντων και υπηρεσιών για την πόλη της Θεσσαλονίκης – επειδή οι συντεχνίες δεν έχουν συμφιλιωθεί ακόμη με ένα παγκόσμιο κεκτημένο, τον πλουραλισμό στην διακυβέρνηση της τριτοβάθμιας παιδείας. Υπενθυμίζω σε αυτό το σημείο ότι στον τομέα της τριτοβάθμιας παιδείας είμαστε κατεξοχήν ελλειμματικοί με 50 και χιλιάδες Έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό να δαπανούν περίπου ένα δις ευρώ το χρόνο. Φαίνεται τα έχουμε και μας περισσεύουν. Επειγόντως λοιπόν το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να καταλήξει σε διακρατικές συμφωνίες με τις χώρες της περιοχής μας, με την Βουλγαρία, με την Ρουμανία, με την Τουρκία, που θα επιτρέπουν την αναγνώριση αυτών των πτυχίων.
Πρέπει, κυρίες και κύριοι, με όλα τα μέσα να διασώσουμε το βιοτικό επίπεδο ενός εκατομμυρίου Θεσσαλονικιών, να ταΐσουμε την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδος. Και σχεδόν καμία από τις ιερές αγελάδες της Μεταπολίτευσης δεν τρώγεται πλέον.
Παρομοίως και στο θέμα της υγείας, πανεπιστημιακής, δημόσιας και ιδιωτικής, πρέπει να δούμε αυτές τις αλλαγές στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την πόλη της Θεσσαλονίκης να καταστεί κέντρο ιατρικής έρευνας και αριστείας και να μεταμορφωθεί έτσι σε σημείο αναφοράς για όλους τους Βαλκάνιους που αναζητούν και έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολάβουν ανώτερης ποιότητας νοσηλεία. Να κάνουμε μια Harley Street στην Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Διεθνικότητα
Στο κεντρικό θέμα των ημερών μας, τώρα, την οικονομική κρίση της χώρας και της σχέσης με τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, την διεθνή οικονομική πολιτική μας εάν θέλετε, και εκεί η κεντρική κυβέρνηση –η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, όποια και εάν είναι αυτή– έχει τον κυρίαρχο λόγο. Όλοι ξέρουμε τι πρέπει να γίνει, εμείς πρέπει να επιδείξουμε ευθύνη και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αλληλεγγύη, και η διάσταση της ευθύνης όσο και η διάσταση της αλληλεγγύης είναι κύρια αποστολή της κυβέρνησης να τις προσδιορίσει στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας.
Η συζήτηση της επιστροφής στην δραχμή από την σκοπιά της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι μια μικροελλαδίτικη πρόταση και η Θεσσαλονίκη μόνο ως μεγαλοελλαδίτισσα θα πετύχει. Πίσω από αυτό που αποκαλούμε ‘Φτωχή και Τίμια Ελλάς’ πάντα βρισκόταν η επιθυμία της διαιώνισης των προνομιακών δεσμών της Νοτίου Ελλάδος με την πρωτεύουσα. Αντιθέτως η Θεσσαλονίκη ποτέ δεν θα είναι σε προνομιακή θέση σε αυτό το παιχνίδι. Θα επιστρατεύσω πάλι τον Θόδωρο Καρατζά που εκμυστηρεύτηκε σε συνεργάτη του κάποια στιγμή το 1996 ή 1997, 80 και χρόνια δηλαδή μετά την απόκτηση των Νέων Χωρών, ότι οι δυσκολότερες μετακινήσεις προσωπικού στην Εθνική Τράπεζα, εξαιτίας πελατειακών προσκομμάτων, γίνονταν στην Πελοπόννησο. Διορθώστε εάν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι κατ’ αναλογίαν οι δημόσιοι υπάλληλοι που έλκουν την καταγωγή τους από την Νότια Ελλάδα είναι πολύ περισσότεροι από την υπόλοιπη επικράτεια. Εμείς λοιπόν θέλουμε ισχυρή Ευρώπη και ισχυρή Ελλάδα σε αυτή την Ευρώπη, μέλος της διευρυνόμενης ευρωζώνης που θα διασφαλίζει στην πόλη της Θεσσαλονίκης προνομιακή πρόσβαση στην ενδοχώρα της, σε μια ευημερούσα και πολιτικά σταθερή δηλαδή Νοτιοανατολική Ευρώπη –για τον απλούστατο λόγο ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης μας δεν έγκειται στην πρόσβασή της στην Αθήνα αλλά στην πρόσβαση της στην Σόφια, τα Σκόπια, την Πόλη, το Βελιγράδι και ούτω καθεξής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούμε την πρωτεύουσα μας, την Αθήνα, ή ότι έχουμε συμπλεγματική σχέση μαζί της. Κάθε άλλο, η Αθήνα είναι μεταξύ των άλλων βασικός πυλώνας της στρατηγικής διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης. Η Αθήνα, και για την ακρίβεια τα αρμόδια υπουργεία, είναι ο βασικός μας συνεργάτης όσων αφορά τον προσπορισμό Ευρωπαϊκών πόρων, και των καινοτόμων πολιτικών που υποστηρίζουν αυτοί οι πόροι, για τον Δήμο Θεσσαλονίκης, σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του. Η Αθήνα επίσης, φιλοξενεί το πλέον ισχυρό κομμάτι της Ελληνικής χορηγικής κοινότητας, η οποία κατά κύριο λόγο προέρχεται από τον κόσμο της ναυτιλίας, του πλέον παγκοσμιοποιημένου κλάδου υπηρεσιών της χώρας μας. Αποτελεί προσωπική μου προτεραιότητα να προσεγγίσω αυτή την κοινότητα, να μοιραστώ μαζί της το όραμα της δημοτικής αρχής της Θεσσαλονίκης για την πόλη μας, και την πόλη τους, διότι η Θεσσαλονίκη ανήκει σε όλους τους Έλληνες και σίγουρα σε αυτούς που έχουν διεθνικό προσανατολισμό, και να τους ζητήσω να συμμετάσχουν, ακόμη πιο δυναμικά απ’ ό,τι έχουν ήδη πράξει, για την αναγέννηση της: Την αναγέννηση των γραμμάτων και τεχνών της, την αναγέννηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής της αριστείας, την προστασία και ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς της.
Τέλος όσον αφορά την στρατηγική διεθνοποίηση της πόλης μας θα αποκαταστήσω τον συμβολισμό του οικόσημου της, τον Μέγα Αλέξανδρο. Όπως είπα στο Δημοτικό Συμβούλιο, τα τελευταία είκοσι χρόνια κάναμε τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων τον εποχών, την πλέον οικουμενική προσωπικότητα της Ελληνικής διαχρονίας, έναν επαρχιώτη συνοριοφύλακα. Ως πρώτη ενέργεια, σε αυτήν την κατεύθυνση, θα ενεργοποιήσω την εν υπνώσει σχέση αδελφοποίησης με την πόλη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Όπως ξέρετε, η Αλεξάνδρεια απώλεσε και αυτή, όπως και η Θεσσαλονίκη, τον διεθνικό της χαρακτήρα, και έγινε ολοένα και συντηρητικότερη. Σήμερα με την καθεστωτική αλλαγή της Αιγύπτου θα τεθεί και στην πόλη αυτή, όπως τίθεται και στην Θεσσαλονίκη, το δίλλημα εξωστρέφεια ή εσωστρέφεια, προοδευτισμός ή συντηρητικότητα. Ευελπιστώ ότι μέσα από μια τέτοια σχέση θα μπορέσουμε να θέσουμε τις βάσεις ενός πρότυπου διαλόγου που να αφορά όχι μόνο τις δύο πόλεις μας, αλλά και τον Ελληνισμό, με μια ταχέως εξελισσόμενη Μέση Ανατολή. Και τολμώ να πω ότι ο Μέγα Αλέξανδρος θα ενέκρινε αυτή την πρωτοβουλία.
Τελικά κάνει ο δήμαρχος εξωτερική πολιτική;
Κλείνω επιστρέφοντας στο ερώτημα που έθεσε η ομιλία μου εάν κάνει ο δήμαρχος εξωτερική πολιτική. Όταν ο δήμαρχος συμφωνεί με την εξωτερική πολιτική τότε, με τις ενέργειες του, και σε συνεννόηση με την κεντρική διοίκηση, την εμπεδώνει και την διαχέει εντός και εκτός της χώρας. Εάν διαφωνεί τότε, όπως είπε και φιλόσοφος Βιτκενστάιν, ίσως η καλύτερη επιλογή είναι «για τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε καλύτερα να σιωπήσουμε». Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν την υποσκάπτει και δεν την αποδυναμώνει, πόσω μάλλον δεν προσπαθεί να την εξασκήσει ο ίδιος.
Στο δε δεύτερο θέμα που επικεντρώθηκε η τοποθέτηση μου, στην στρατηγική διεθνοποίησης της πόλης της Θεσσαλονίκης, οι δυνατότητες είναι πιο ρευστές και η ικανότητα αυτόνομης δράσης μεγαλύτερη. Εφόσον διατηρηθεί η εθνική συναίνεση ότι αναζητούμε την ευημερία μας σε μια ανοιχτή Ευρώπη και σε έναν ανοιχτό κόσμο εγώ ως Δήμαρχος Θεσσαλονίκης θα υποστηρίξω όλες αυτές τις συμμαχίες, τις συνθέσεις πολιτικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων, που εξασφαλίζουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης την επιτυχία σε διεθνές επίπεδο.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε είμαι ανοιχτός στις ερωτήσεις και παρατηρήσεις σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.