Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Διερευνώντας τη σχέση τουρισμού και ταυτότητας ενός τόπου μέσω των επιλογών του σύγχρονου σχεδιασμού

#ΕΙΡΗΝΗ ΚΛΑΜΠΑΤΣΕΑ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ομιλία στο 1ο συνέδριο PlaceBranding στο Βόλο.
1. Εισαγωγή: Βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και ταυτότητα
Η αναζήτηση της αποκατάστασης της ισορροπίας των σχέσεων τουρισμού και περιβάλλοντος, αποτελεί κομβικό στοιχείο της έννοιας «βιώσιμη ανάπτυξη», οι αρχές της οποίας για τον τομέα του τουρισμού έχουν εξειδικευθεί μέσω του σχετικού κειμένου σχεδίου δράσης, με τίτλο «Agenda 21 για την ταξιδιωτική και τουριστική βιομηχανία – Προς μια περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη» (1996). 
Το κείμενο αυτό διατυπώθηκε και συνυπογράφηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (WTO), το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδίων και Τουρισμού (WTTC) και το Συμβούλιο της Γης (EC), με αποδέκτες τις ταξιδιωτικές και τουριστικές επιχειρήσεις, τις κυβερνήσεις, τους εθνικούς οργανισμούς τουρισμού και τους δυνάμει ταξιδιώτες-τουρίστες. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ενδιαφέρον της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας για την προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πόρων ως υποβάθρου του αντικειμένου τους και η πρόταση για λήψη μέτρων σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο επιζητούμενος τουρισμός, υιοθετώντας τις αρχές της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης πρέπει να:
  • βοηθήσει τους ανθρώπους ώστε να ακολουθήσουν μια υγιή και παραγωγική ζωή σε αρμονία με τη φύση.
  • συνεισφέρει στη διατήρηση, προστασία και αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων.
  • βασίζεται σε βιώσιμα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα.
  • συνιστά η περιβαλλοντική προστασία ένα ολοκληρωμένο τμήμα των σχεδίων τουριστικής ανάπτυξης.
  • αντιμετωπίζονται τα ζητήματα της τουριστικής ανάπτυξης με τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων πολιτών στις αποφάσεις σχεδιασμού, προσαρμοσμένες στα τοπικά δεδομένα.
  • αναγνωρίζει και να υποστηρίζει η τουριστική ανάπτυξη, την ταυτότητα, τον πολιτισμό και τα ενδιαφέροντα του ντόπιου πληθυσμού (Λογοθέτης, 2001).
Σύμφωνα με έρευνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (Π.Ο.Τ.), η πλειοψηφία των τουριστών σήμερα επιθυμεί να επισκέπτεται περιοχές με υψηλή περιβαλλοντική ποιότητα και έντονα στοιχεία τοπικού πολιτισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο Οργανισμό «η ανάπτυξη βιώσιμου τουρισμού ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου τουρίστα και των τουριστικών περιοχών, ενώ συγχρόνως προστατεύει και εμπλουτίζει τις ευκαιρίες για τουρισμό στο μέλλον. Η ανάπτυξη βιώσιμου τουρισμού οδηγεί στη διαχείριση όλων των φυσικών πόρων με τρόπο που να ικανοποιεί τις οικονομικές, αισθητικές και κοινωνικές παραμέτρους και ανάγκες, και να διατηρεί την πολιτισμική ποικιλότητα, τις βασικές οικολογικές διαδικασίες, τη βιοποικιλότητα και τα συστήματα στήριξης της ζωής» (Ταμουτσέλη, 2009).
Παράλληλα, αποτελεί κοινό τόπο ότι η «εμπειρία» του τόπου (Hall C. M. και Page S., 1999) αναδεικνύεται ως κύριο επιζητούμενο από το σύγχρονο τουρίστα, που επιθυμεί στον τουριστικό τόπο/προορισμό να ικανοποιήσει ποικίλες ανάγκες και επιθυμίες. Εκτιμάται ότι η εκπαίδευση και ο πολιτισμός, δραστηριότητες και ενέργειες που μυούν τον επισκέπτη στις τοπικές εκδηλώσεις και στα πολιτιστικά δρώμενα, κερδίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην επιλογή του προς επίσκεψη προορισμού, με δεδομένο ότι η βασική διαμονή και οι υπηρεσίες διατηρούνται περίπου στο ίδιο επίπεδο, μεταξύ των πιο ανταγωνιστικών καθιερωμένων προορισμών. Ο πλούτος και η διαφοροποίηση των πολιτισμικών θέλγητρων προσφέρουν ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην προσέλκυση δυνητικών επισκεπτών (Κοκκώσης κ.ά., 2011).
Όλο και πιο συχνά στους κύριους παράγοντες που εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την τουριστική βιομηχανία καταγράφονται οι νέες αγορές, το ανθρώπινο δυναμικό, η τεχνολογία αλλά και η ταυτότητα του τουριστικού προορισμού (branding) (Κοκκώσης κ.ά., 2011), καθώς οι ταξιδιώτες γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί σε ζητήματα που σχετίζονται με το «όνομα» και δίνουν σημασία στην εμπειρία του ταξιδιού και όχι απλώς στις φυσικές ομορφιές του κάθε προορισμού. Η λογική των αναδυόμενων προορισμών έχει στηριχτεί σε αυτή τη φιλοσοφία, προσφέροντας από ήλιο και θάλασσα έως δυνατότητες για αγορές σε πολυτελή εμπορικά κέντρα, αθλητικές δραστηριότητες, σκι κ.ο.κ. (Κοκκώσης κ.ά., 2011). Ταυτόχρονα, θέματα περιβάλλοντος, πολιτισμού και κοινωνίας φαίνεται ότι απασχολούν όλο και περισσότερο στους σύγχρονους ταξιδιώτες-τουρίστες-επισκέπτες των τόπων-τουριστικών προορισμών, με αντίκτυπο στην τουριστική αγορά και την αυξανόμενη έμφαση στην ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του τοπικού τουριστικού προϊόντος (Κοκκώσης και Τσάρτας, 2001).
 

Η χωρική διάσταση της τουριστικής δραστηριότητας φαίνεται ότι απασχολεί όλο και περισσότερο τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού και ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας όσο και σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού ευρύτερων χωρικών ενοτήτων, με έμφαση σε αυτές που περιλαμβάνουν καταξιωμένους-γνωστούς προορισμούς αλλά και δυνητικούς, αναδυόμενους, νέους ή εναλλακτικούς προορισμούς. Σε κάθε περίπτωση η αντίληψη περί της αναγκαιότητας σχεδιασμένης τουριστικής δράσης στο χώρο με όρους αειφορίας για την προώθηση βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, μείωσης των σχετικών αρνητικών χωρικών επιπτώσεών της κλπ. θα μπορούσε να αποτελεί κοινό επιστημονικό και πολιτικό λόγο. 

Πολύ συχνά, καταγράφεται σαφής διάσταση των επιλογών και των χωρικών εκφράσεών τους για την τουριστική ανάπτυξη. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα σχετικής αντίστιξης στην Ελλάδα είναι το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) για τον Τουρισμό (2009), που επικαλούμενο την αναγκαιότητα περί βιώσιμης ανάπτυξης του τουρισμού στη χώρα, δεν ενσωματώνει την έννοια της φέρουσας ικανότητας του περιβάλλοντος ως κριτήριο πολιτικής (Αυγερινού-Κολώνια, 2011) παράγει «χώρους» για τον τουρισμό που διέπονται από τη φιλοσοφία της εντατικοποίησης στη χρήση πόρων και περιοχών, μεγάλες και σύνθετες αναπτύξεις, αλλοίωση ταυτοτήτων των τόπων-προορισμών και επιβολής νέας «εικόνας». 

Το τοπικό επίπεδο σχεδιασμού γίνεται «ο αμήχανος αποδέκτης» για ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα χωρικής οργάνωσης που θα όφειλε να αποτελεί γενική οδηγία ενός τολμηρού εθνικού σχεδιασμού καθώς κατά την επιλογή και χωροθέτηση περιοχών από τον πολεοδομικό σχεδιασμό που προορίζονται για τουριστική ανάπτυξη, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του τοπίου και η φέρουσα ικανότητα των περιοχών με την ιδιαίτερη επισήμανση ότι η ανεπάρκεια και υπέρβαση της αντοχής των πόρων πρέπει να αποτελεί απαγορευτικό κριτήριο για τη χωροθέτηση ζωνών ή τουριστικών μονάδων σύμφωνα με το Αρθρο 10 του ΕΠΧΣΣΑ για τον τουρισμό (Κλαμπατσέα, 2009β).
 
2. Η συγκρότηση της «ταυτότητας του τόπου» και η δημιουργία της «τουριστικής εικόνας»
Η ταυτότητα κάθε τόπου συγκροτείται μέσω πλήθους στοιχείων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, της ιστορίας και της κουλτούρας του, της κοινωνίας και οικονομίας του. Στον αντίποδα, σε πολλές περιπτώσεις η έννοια της ταυτότητας του τόπου φαίνεται να περιορίζεται ή και να εγκλωβίζεται στην «εικόνα» του, μία ή περισσότερες, ανάλογα με τον αποδέκτη (Lynch, 2007). Ελέγχοντας την άποψη περί μη δόκιμης χρήσης του όρου «ταυτότητα τόπου», λόγω μη ανθρώπινης υπόστασης (Kalandides, 2011), υιοθετούμε τη θέση περί της σύνθετης συγκρότησης της ταυτότητας του τόπου, με ενδεικτική καταγραφή των στοιχείων-πόρων που συμβάλλουν σε αυτήν τη χωρική ταυτότητα. 
Με δεδομένο ότι κάθε τόπος είναι μοναδικός «οργανισμός», αποτέλεσμα μιας κοινωνικοοικονομικής και περιβαλλοντικής διαδρομής στο χρόνο, με εγγραφή του παρελθόντος, αποτύπωση του παρόντος και ένδειξη της μελλοντικής προοπτικής του, η ταυτότητά του δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά σύνθετης, πολυεπίπεδης και διαχρονικής (συνεχούς) εξελικτικής διαδικασίας όλων των φυσικών και ανθρωπογενών πόρων ευρύτερων χωρικών ενοτήτων όπου εντάσσεται και συνδιαλέγεται. Ο τρόπος αναγνώρισης, ανάγνωσης και αξιολόγησης τόσο των πόρων όσο και της εξελικτικής διαδικασίας τους στην κάθε χρονική περίοδο κοινωνικοοικονομικής κατάστασης μπορεί να καταδείξει «νέους» τόπους.
Κάθε συνιστώσα του φυσικού κεφαλαίου μιας περιοχής, κάθε στοιχείο του δομημένου περιβάλλοντος, της πολιτιστικής της κληρονομιάς (υλικής και άυλης), το κοινωνικό κεφάλαιό της, η παραγωγική δομή και οικονομία της, συλλειτουργούν κατά την προκύπτουσα ταυτότητα (μοναδική/αποκλειστική ή κυρίαρχη/επικρατούσα). Συχνά, κριτήρια όπως η σπανιότητα, η αυθεντικότητα ή η ευθραυστότητα ενός πόρου ή στοιχείου και δυνητικού συγκριτικού πλεονεκτήματος συμβάλλουν καθοριστικά στη συγκρότηση της ταυτότητας ενός τόπου. Η χωρική εμβέλεια ενός ιστορικού, κοινωνικοπολιτικού ή πολιτιστικού γεγονότος συχνά λειτουργεί ως η οριοθέτηση ενός «τόπου με ταυτότητα».
 
Η μετατροπή ενός τόπου σε τουριστικό προορισμό, προϋποθέτει μεταξύ άλλων την αναγνωρισιμότητά του ως τέτοιου, που συχνά ισοδυναμεί με την απόκτηση επωνυμίας (branding).H απόκτηση της τουριστικής ταυτότητας μπορεί να βασίζεται σε φυσικά ή ανθρωπογενή στοιχεία, τμήματα της εξελικτικής πορείας του τόπου ή και σε σύγχρονες αυτοτελείς παρεμβάσεις, προσανατολισμένων εξ αρχής στην κάλυψη του τουριστικού ενδιαφέροντος με τη δημιουργία μιας επιπλέον «τουριστικής εικόνας». Μεγάλες αναπτύξεις, σύνθετες τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως η ΠΟΤΑ Μεσσηνίας Costa Navarino, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, της αντιπαραβολής μεταξύ ταυτότητας τόπου και τουριστικής ταυτότητας. Αυτό που δεν θα πρέπει να παραληφθεί είναι ότι συχνά η απόκτηση της τουριστικής ταυτότητας χρησιμοποιεί ή και χρειάζεται την ταυτότητα του τόπου (υπό την έννοια της ευρύτερης χωρικής ενότητας) για τη συγκρότησή της.
 
Με άλλα λόγια, η ταυτότητα του τόπου στον οποίο αναδεικνύεται, δημιουργείται, κατασκευάζεται ένας τουριστικός προορισμός με ταυτότητα ισχυριζόμαστε ότι αποτελεί ένα είδος διαβατηρίου για την τουριστική ταυτότητα. Ο βαθμός συμβατότητας των δύο ταυτοτήτων ελέγχεται κατά περίπτωση, παραπέμποντας ουσιαστικά στον τρόπο, το είδος και τον τύπο τουριστικής ανάπτυξης ανά τόπο. Ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τοπικό επίπεδο αποκτά αυξανόμενη σημασία κατά την πρόσφατη περίοδο. Στο βαθμό που η τουριστική εικόνα δεν αποτελεί έναν από τους κατευθυντήριους άξονες του στρατηγικού σχεδιασμού του τουρισμού στην Ελλάδα, η απόσταση των δύο ταυτοτήτων θα αυξάνεται εις βάρος και των δύο, αλλοιώνοντας αυτήν του τόπου και διεμβολίζοντας την τουριστική ταυτότητα κάθε τόπου-προορισμού. Παραλλήλως, ο καθορισμός της τουριστικής εικόνας οφείλει να βασίζεται σε συστηματική και πολυκριτηριακή διάγνωση των τουριστικών φυσικών και πολιτιστικών πόρων (Αυγερινού-Κολώνια, 2011).
 
3. Η ταυτότητα του τόπου ως στοιχείο χωρικού σχεδιασμού
O χωρικός σχεδιασμός στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία παρήγαγε μια σειρά από πλαίσια στρατηγικού χαρακτήρα και εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου, με έμφαση σε τομείς κρίσιμους για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη. Παράλληλα, σειρά τοπικών χωροταξικών σχεδίων στον αστικό και εξωαστικό χώρο (ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ), δρομολογήθηκαν, εκπονήθηκαν και ορισμένα θεσμοθετήθηκαν. Η ταυτότητα των τόπων, όπως σκιαγραφήθηκε προηγουμένως, δεν φαίνεται να διατρέχει τη φιλοσοφία του εκπορευόμενου σχεδιασμού, αν και συχνά φαίνεται ότι υπεισέρχεται ως υπόβαθρο σε ορισμένες επιλογές του. Παρά το γεγονός, ότι συχνά αναφέρεται στα συνοδά κείμενα, ακόμη συχνότερα προβάλλει ως βασικός παράγοντας λήψης μέτρων ή επιβολής κανονιστικών όρων και ρυθμίσεων στην εκάστοτε περιοχή μελέτης, δεν τεκμηριώνεται πάντα η ουσιαστική ανάγνωση της ταυτότητας των τόπων σχεδιασμού. Παράλληλα, η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη φαίνεται να αποτελεί στόχο κατ’ επανάληψη, μη συνδεόμενο με την «ταυτότητα του τόπου». Αντιμετωπίζεται επομένως ως οικονομική κατεξοχήν προοπτική των περιοχών παρέμβασης και δευτερευόντως ως μηχανισμός «διατήρησης» της ταυτότητάς τους. Σε κάθε περίπτωση, θετικά κρίνεται η συνήθης κατεύθυνση για ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού στα τοπικά σχέδια του εξωαστικού χώρου. Ο βαθμός και ο χαρακτήρας των ρυθμίσεων επιτρέπει όμως την αποτύπωση της
Διερευνώντας τη σχέση τουρισμού και ταυτότητας ενός τόπου μέσω των επιλογών του σύγχρονου σχεδιασμού
«επιθυμητής τουριστικής ταυτότητας ή εικόνας»; Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως δεν αποτελεί αντικείμενο ενός κατευθυντήριου (ακόμη και σε αυτή την κλίμακα) σχεδίου, αλλά θα έπρεπε να εξειδικεύεται σε επόμενο επίπεδο σχεδιασμού. Στον αντίποδα, υποστηρίζουμε πως ακριβώς αυτού του χαρακτήρα ο σχεδιασμός (τοπικού χωροταξικού σχεδίου) είναι ο κατάλληλος για την αποσαφήνιση του τρόπου ανάγνωσης, διατήρησης, μεταβολής ή εμπλουτισμού της ταυτότητας του τόπου, με διακριτή τη στόχευσης της δόμησης μιας «τουριστικής εικόνας» του.
 
4. Το πολιτιστικό δυναμικό και το φυσικό απόθεμα ως «αντικείμενα προβολής»
Τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και οι συνιστώσες της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν τους βασικούς παράγοντες έλξης τουρισμού σε έναν τόπο. Ο τρόπος «ένταξης» ή «ανάπτυξης» της τουριστικής δραστηριότητας σε μια περιοχή έχει απασχολήσει και απασχολεί έως σήμερα τον επιστημονικό διάλογο, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε μελετητικό και πολιτικό επίπεδο. Η έννοια του «σχεδιασμού» της τουριστικής δραστηριότητας υπεισέρχεται προφανώς στο χωρικό σχεδιασμό, όχι μόνο ως μιας τομεακής προσέγγισης αλλά ως κύριου στοιχείου ανάδειξης, διαφύλαξης και προβολής των στοιχείων του κοινωνικοοικονομικού και περιβαλλοντικού γίγνεσθαι της χωρικής ενότητας παρέμβασης.
Ο τρόπος και ο βαθμός συμβολής του πολιτιστικού δυναμικού και του φυσικού κεφαλαίου κάθε τόπου στη συγκρότηση του χωρικού προτύπου ανάπτυξής του, το οποίο εισηγείται ένα τοπικό χωροταξικό σχέδιο, οφείλει να αποτελεί έναν από τους κύριους άξονες ελέγχου του είδους της τουριστικής ανάπτυξης που αναζητείται για κάθε περιοχή σχεδιαστικής παρέμβασης και ρύθμισης με δεκαπενταετή χρονικό ορίζοντα. Συχνά, η εξαντλητική παράθεση στοιχείων του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της περιοχής μελέτης-σχεδιασμού, αποτελεί μια σχεδόν ανεξάρτητη φάση ανάλυσης, χωρίς σαφή και ενιαίο μεθοδολογικό χειρισμό έως το επίπεδο της πρότασης. Με άλλα λόγια, δεν είναι πάντα αναγνώσιμος και διακριτός ο τρόπος χειρισμού των στοιχείων της ταυτότητας του τόπου στην προτεινόμενη-προβαλλόμενη «εικόνα» του, ως προϊόν-αποτέλεσμα του σχεδιασμού που επιχειρείται μέσω της κατάρτισης-θεσμοθέτησης ενός ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ. Άλλοτε, θεωρώντας ότι ο εξειδικευμένος σχεδιασμός (θεματικά ή χωρικά) αποτελεί την καταλληλότερη προσέγγιση σε τέτοιου τύπου ζητήματα, κατακερματίζεται (στη βάση του θέματος ή του χώρου) ένα αντικείμενο που επιστημονικά θα έπρεπε να μελετηθεί ενιαία και όχι αποσπασματικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο εγχείρημα της πολιτείας για τη μελέτη και θέσπιση μορφολογικών κανόνων δόμησης στους οικισμούς της χώρας, με τρόπο οριζόντιο και ανεξάρτητο από το πλαίσιο που υιοθέτησαν ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ που ήδη θεσμοθετήθηκαν.
 
Η αντίληψη της «εικόνας» των οικισμών της χώρας φαίνεται να μην αποτελεί εισροή ή προδιαγραφή για τις μελέτες χωρικού σχεδιασμού, αλλά μια παράλληλη διαδικασία που θα αθροιστεί στον όποιο πολεοδομικό σχεδιασμό, χωρίς να έχει προβλεφθεί η διαδικασία αλληλοτροφοδότησής τους και ενιαία αποτύπωσή τους στον τελικά παραγόμενο χώρο.
 
5. Η περίπτωση της Αρχαίας Μεσσήνης Ιθώμης
Ο Δήμος Ιθώμης, με πληθυσμό 2.500 κατοίκων αναπτύσσεται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του πρώην Δήμου Μελιγαλά (και σημερινού Καλλικρατικού νέου Δήμου Οιχαλίας) και του βορειότερου τμήματος του νέου Δήμου Μεσσήνης, στον οποίο εντάσσεται πλέον. Πρόκειται ουσιαστικά για αγροτικό χώρο που διακρίνεται σε πεδινό και ημιορεινό-ορεινό, με μικρούς κυρίως αγροτικούς οικισμούς και δύο σημαντικούς πόλους διαφορετικού χαρακτήρα και εμβέλειας, την πρώην έδρα του (οικισμός Βαλύρα) και την ευρύτερη περιοχή του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Μεσσήνης (οικισμοί Αρχαίας Μεσσήνης και Αρσινόης). Παράλληλα, σημαντικό τμήμα του ορεινού του χώρου (βορειανατολικό τμήμα και νοτιοδυτικό τμήμα) καταλαμβάνεται από δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, ενώ το νοτιοανατολικό τμήμα (εκτεινόμενο νοτίως της Βαλύρας και έως το νοτιότερο άκρο του δήμου) αποτελεί κατεξοχήν αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας. Το βορειότερο και δυτικό τμήμα του δήμου περιλαμβάνει γεωργοκτηνοτροφικές περιοχές με μικρούς οικισμούς. Το 2010 αναγνωρίζεται η ανάγκη για τη σύνταξη τοπικού χωροταξικού σχεδίου (Αναπτυξιακή Μεσσηνίας Α.Ε. ΟΤΑ).
 
Στα πλεονεκτήματα της περιοχής αναγνωρίζεται ότι:
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης βρίσκεται σε απόσταση 30 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας και αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό πόρο, δυνάμει πόλο ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής. Η αρχαία Μεσσήνη ήταν η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, πλησίον του σημερινού οικισμού Μαυρομμάτι, στις δυτικές υπώρειες του όρους Ιθώμη. Η Ιθώμη ήταν το ισχυρότερο φυσικό και τεχνητό οχυρό της Μεσσηνίας. Η πόλη ιδρύθηκε από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 369 π.Χ. ο οποίος ελευθέρωσε τη Μεσσηνία από τους Σπαρτιάτες. Η Μεσσήνη γνωρίζει μέγιστη ακμή κατά τους ελληνιστικούς και πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης αποτελεί κόμβο του πολιτιστικού δυναμικού του πρώην Δήμου αλλά και της ευρύτερης ενότητας Μελιγαλά-Ιθώμης-Μεσσήνης περιλαμβάνοντας ιερά, δημόσια οικοδομήματα, επιβλητικές οχυρώσεις, κατοικίες, ταφικά μνημεία κλπ. Ενδεικτικά αναφέρονται το Θέατρο, η Κρήνη Αρσινόη, η Αγορά, το Ασκληπιείο, οι Πύλες καθώς και η ύπαρξη πολιτιστικών υποδομών, όπως το Αρχαιολογικό μουσείο Αρχαίας Μεσσήνης, λαογραφικό μουσείο, πολιτιστικό κέντρο κλπ.
Η ευρύτερη περιοχή είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη ποικίλων μορφών τουρισμού (φύση και κλίμα).

Στις αδυναμίες της περιοχής μεταξύ άλλων καταγράφεται η περιορισμένη συμμετοχή του τουρισμού, καθώς η τουριστική κίνηση συγκροτείται από επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου, που καταλύουν όμως εκτός περιοχής (Καλαμάτα, ευρύτερη παράκτια ζώνη). Η σημερινή χαμηλή απόδοση της τουριστικής κίνησης και η αδυναμία της δημιουργίας αναπτυξιακής ροπής σε επίπεδο Δήμου ή και ευρύτερης ενότητας (Μελιγαλά-Ιθώμης-Μεσσήνης) καθώς και ένταξης της Αρχαίας Μεσσήνης σε ευρύτερα δίκτυα/διαδρομές πολιτιστικού ενδιαφέροντος, επισημαίνεται στο επιχειρούμενο τοπικό χωροταξικό σχέδιο της περιοχής. Τα ελλείμματα ανάπτυξης του τουρισμού περιλαμβάνουν ανεπαρκείς υποδομές πρόσβασης, ανεπαρκή σχεδιασμό για τη συνολική τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, έλλειψη καταλυμάτων και περιορισμένη διάρκεια τουριστικής περιόδου. Επίσης καταγράφεται έλλειψη στον τομέα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού παρά το αξιόλογο δυναμικό της περιοχής σε φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο.
Ως ευκαιρίες ανάπτυξης της περιοχής με άξονα τον πολιτισμό – τουρισμό σημειώνονται:
  • H ανάπτυξη δικτύων για ολοκληρωμένες δράσεις προστασίας – ανάδειξης, αναψυχής – τουρισμού, με κόμβο τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης
  • To αυξημένο ενδιαφέρον των επισκεπτών για ιστορικά, πολιτισμικά και παραδοσιακά στοιχεία στους τόπους προορισμού
  • Η συνεχής αύξηση ζήτησης για εναλλακτικές μορφές τουρισμού, για αυθεντικές εμπειρίες (όπως για επαφή με την τοπική κουλτούρα και τη φύση) και η τάση ανόδου για πιο συχνά, αλλά μικρότερης διάρκειας ταξίδια.
  • Η ευρύτερη προσπάθεια προστασίας, ανακαίνισης και ανάδειξης κτιρίων, αρχιτεκτονικών και παραδοσιακών στοιχείων
Ως απειλές στον τομέα του πολιτισμού – τουρισμού γενικά, με άμεση επίπτωση και στην περιοχή ενδιαφέροντος, επισημαίνονται: το κυρίαρχο ακόμη πρότυπο του μαζικού και φθηνού τουρισμού, η εγκατάλειψη παραδοσιακών κτισμάτων λόγω του συρρίκνωσης του πληθυσμιακού δυναμικού ορισμένων οικισμών, οι ελλείψεις στη γνώση εξεύρεσης μηχανισμών και χρηματοδοτικών πόρων για την καταγραφή, διατήρηση και ανάδειξη του πολιτισμικού κεφαλαίου.
Οι βασικές αρχές που διέπουν την πρόταση του ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου συμπυκνώνονται στο ακόλουθο δίπτυχο:
  • Η προσέγγιση με όρους αειφορίας αποτελεί κεντρική επιλογή σε οποιαδήποτε κλίμακα χωρική και θεματική.
  • Η φέρουσα ικανότητα του χώρου, οριζόμενη ως η "συνιστώσα των αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων του περιβαλλοντικού, οικονομικού και κοινωνικού χώρου" (Tσεκούρας, 1996, 1997) αποτελεί βασικό εργαλείο του σχεδιασμού.
Σύμφωνα με το υπό εκπόνηση ΣΧΟΟΑΠ, οι κύριες κατευθύνσεις του σχεδιασμού αφορούν στην:
  • Ισόρροπη ανάπτυξη όλων των χωρικών ενοτήτων στη βάση του λανθάνοντος δυναμικού τους, σε μια προσπάθεια σύγκλισης των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των αναπτυξιακών προοπτικών αφενός μεν, του οικιστικού κέντρου της πρώην έδρας και της Αρχαίας Μεσσήνης (Μαυρομματίου Ιθώμης) λόγω της επισκεψιμότητάς της ως σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, αφετέρου δε των υπόλοιπων αγροτικών οικισμών του Δήμου.
  • Διατήρηση του αγροτικού χαρακτήρα της περιοχής με όρους αειφορίας, με παράλληλη διαφύλαξη και ανάδειξη των στοιχείων της τοπικής φυσιογνωμίας (τοπίο, δομημένο περιβάλλον, αγροτικός χώρος), με απώτερο σκοπό την προσέλκυση δραστηριοτήτων και επενδύσεων ειδικών μορφών τουρισμού (π.χ. οικοτουρισμού) που θα τονώσουν τους ημιορεινούς οικισμούς και παράλληλα θα δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης και συμπληρωματικό εισόδημα.
  • Προστασία, ανάδειξη, προβολή και δικτύωση του εξαιρετικά σημαντικού αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Μεσσήνης, με στόχο τη διάχυση της επικείμενης και επιθυμητής από όλους τους εμπλεκόμενους/ενδιαφερόμενους ανάπτυξης – προσεκτικά σχεδιασμένης με όρους αειφορίας. Στην αύξηση της επισκεψιμότητας του χώρου αυτού θα συμβάλει η ολοκλήρωση και ο προγραμματισμός υλοποίησης σημαντικών οδικών αξόνων. ‘Ενταξη του πολιτισμού στην αναπτυξιακή διαδικασία ώστε ο Δήμος να αποκτήσει την δέουσα προβολή.
  • Διαχείριση του νέου διοικητικού ρόλου του οικισμού Βαλύρας με τρόπο κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο.
  • Ικανοποίηση των αναγκών οικιστικής ανάπτυξης με διαφοροποιημένους τρόπους ανάλογα με το χαρακτήρα και τη δυναμική των οικισμών.
  • Ποιότητα ζωής, η οποία πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο στη διαμόρφωση των προτάσεων για όλους τους οικιστικούς πυρήνες του Δήμου. Με την έννοια αυτή ο καθημερινός χώρος διαβίωσης (κατοικία, εργασία, αναψυχή) θα πρέπει να διαθέτει ελκυστικό φυσικό περιβάλλον και ικανοποιητικό επίπεδο κοινωνικών και τεχνικών υποδομών ή τουλάχιστον να δίνεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε υπηρεσίες κεντρικού επιπέδου.
  • Ενίσχυση των υποδομών αναφορικά με τον πολιτισμό, την αναψυχή και τον ελεύθερο χρόνο, τον αθλητισμό ώστε να ανταποκρίνονται στο χαρακτήρα των οικισμών.
Η περιοχή περιλαμβάνει σημαντικά φυσικά συστήματα (μη προστατευόμενα μέσω θεσμικού καθεστώτος), πολιτιστικούς πόρους και κυρίως το σημαντικό αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης, συνιστώντας πρόσθετους περιορισμούς στην επέκταση υφιστάμενων ή/και χωροθέτηση νέων δραστηριοτήτων και χρήσεων γης, αλλά ταυτόχρονα δημιουργώντας νέες ευκαιρίες αναβάθμισης του ρόλου του Δήμου σε ορισμένους οικονομικούς τομείς. 
Ο οριοθετημένος αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης (ΦΕΚ 73/Β/14-2-91) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ανεσκαμμένες αρχαίες πόλεις της Πελοποννήσου. Ο χώρος λειτουργεί ως οργανωμένος, ενώ μεγάλο μέρος του έχει απαλλοτριωθεί υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στη Μεσσήνη πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη (1895), κατόπιν από τον Γεώργιο Οικονόμο (1909 και 1925), και αργότερα από τον ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο (1957-1975). Από το 1987 έως σήμερα πραγματοποιείται εκτεταμένο ανασκαφικό και αναστηλωτικό έργο στην αρχαία Μεσσήνη υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με διευθυντή τον καθηγητή Πέτρο Γ. Θέμελη. Στο αρχαιολογικό μουσείο εκτίθενται αντιπροσωπευτικά ευρήματα της παλαιότερης και πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας. Πρόσφατα ο Αρχαιολογικός Χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης επιλέχθηκε μαζί με το Θέατρο Επιδαύρου ως οι πιλοτικοί χώροι εφαρμογής ψηφιακής αναπαράστασης και ξενάγησης μέσα από έξυπνες συσκευές κινητής τηλεφωνίας. Ο χρήστης μπορεί να περιηγηθεί με τη συσκευή του είτε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο είτε εικονικά, μέσα από το πλούσιο περιεχόμενο σε κείμενα, εικόνες, βίντεο, τρισδιάστατες αναπαραστάσεις και αφηγήσεις. Μπορεί να ξεναγηθεί από τους ίδιους τους συντελεστές που επιμελούνται τις ανασκαφές και τις αναστηλώσεις των μνημείων και να παρακολουθήσει αποσπάσματα από εργασίες συντήρησης. Η εφαρμογή δεν υποκαθιστά την επίσκεψη στους επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους αλλά μπορεί και συνιστάται να χρησιμοποιηθεί, είτε ως στοιχείο προετοιμασίας για αυτήν, είτε ως τρόπος εμπέδωσης των θεμάτων κατά την επίσκεψη.
Από το 2007 η ΛΗ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έχει δρομολογήσει τη θεσμοθέτηση αδόμητης ζώνης Α΄ Προστασίας (η οποία υιοθετείται από την πρόταση του ΣΧΟΟΑΠ), εξαιρουμένου του οικισμού της Αρχαίας Μεσσήνης (Μαυρομμάτι). Η πρόταση του ΣΧΟΟΑΠ λαμβάνει υπόψη και την υπό επεξεργασία πρόταση (από την ίδια Υπηρεσία) επέκτασης του αρχαιολογικού χώρου νοτίως και της θεσμοθέτησης μιας υπό όρους δομήσιμης ζώνης Β’ Προστασίας, που αποσκοπεί στην προστασία σημαντικών, μη ανεσκαμμένων, ορατών μνημείων που συνδέονται άμεσα με την αρχαία πόλη (τάφοι, ταφικά μνημεία, ιδιωτικά κτίρια κλπ), αναγνωρίζοντας αφενός μεν την ανάγκη διαφύλαξης του σημαντικού αυτού πόρου ως στοιχείο «χωρικής ταυτότητας», αφετέρου δε, της συμβολής του στην αναπτυξιακή προοπτική του τόπου με όρους αειφορίας.
 
6. Η περίπτωση του Κουφονησίου
Ολοένα και περισσότερες περιοχές στον παράκτιο και νησιωτικό χώρο προσανατολίζουν ή και στηρίζουν την οικονομία τους και την τοπική αγορά εργασίας τους στον τουρισμό. Το φαινόμενο αυτό καταγράφεται συνεχώς εντεινόμενο στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Η τουριστική δραστηριότητα με στοιχεία που παραπέμπουν στο μαζικό πρότυπο, αναδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις ως η δραστηριότητα – κλειδί (Παναγιωτάτου, 1988). Με άξονα την αύξηση του αριθμού των τουριστών και τη μεγιστοποίηση του βραχυπρόθεσμου οικονομικού οφέλους, αξιόλογοι τόποι με ιδιαιτερότητες, μετατρέπονται με ταχύτατους ρυθμούς, σε απρόσωπους υποδοχείς παροχής υπηρεσιών διαμονής και εστίασης. 
Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται πλέον από λειτουργική εξειδίκευση, διαφορετικού βαθμού έντασης κατά περίπτωση ή κατά ομαδοποιημένες περιπτώσεις. Καταγράφονται περιπτώσεις με διαφαινόμενη τάση απόκτησης της λειτουργικής αυτής εξειδίκευσης στον τουρισμό, περιπτώσεις με σαφή και δεδηλωμένη την αντίστοιχη εξειδίκευση, αλλά και περιπτώσεις, στις οποίες ο βαθμός της εξειδίκευσης αυτής τείνει σε εδραίωση μονοκαλλιέργειας της τουριστικής δραστηριότητας με τα χαρακτηριστικά της μαζικότητας και του απρόσωπου που προαναφέρθηκαν. Η διαβάθμιση της έντασης του φαινομένου καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα περιοχών, νησιωτικών ή παράκτιων στην πλειονότητά τους, που προσανατολίζονται, ή που στήριξαν ή/και συνεχίζουν έως σήμερα να στηρίζουν την ανάπτυξή τους σε μια λειτουργική εξειδίκευση στον τουρισμό μαζικού χαρακτήρα (Κλαμπατσέα, 2007).
Σε αυτό το πλαίσιο διερευνάται η περίπτωση μικρών σε έκταση νησιών, γεωγραφικά απομακρυσμένων, με μικρό πληθυσμιακό μέγεθος και περιορισμένης προσβασιμότητας και συγκοινωνιακής σύνδεσης, που μετατρέπονται σε δύο αντιδιαμετρικά άλλους τόπους κατά τη διάρκεια του έτους. Από νησιά της άγονης γραμμής, μικρού και συρρικνούμενου πληθυσμιακού δυναμικού το χειμώνα, μετατρέπονται σε τόπους υποδοχής μαζικού τουρισμού κατά τη θερινή περίοδο πολλαπλασιάζοντας πληθυσμό και οικονομικές μονάδες. Η τοπική οικονομία και αγορά εργασίας τους βασιζόταν μέχρι πριν μια δεκαπενταετία σε δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα, μικρές καλλιέργειες, κτηνοτροφία και αλιεία. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου, καταγράφεται σαφής αναπροσανατολισμός τους στην τουριστική δραστηριότητα, με τρόπο μαζικό, χωρίς σχεδιασμό και οποιονδήποτε έλεγχο ή περιορισμό. Μετατρέπονται οι τόποι αυτοί σε υποδοχείς μιας συνεχώς αυξανόμενης τουριστικής ζήτησης που σχετίζεται άμεσα με το χαρακτηρισμό τους ως «μικρών, απομονωμένων και αρχικώς λιγότερο δημοφιλών» περιοχών.

Στην εντεινόμενη τουριστική ζήτηση για αυτούς τους τόπους ανταποκρίθηκαν άμεσα οι τοπικές κοινωνίες, η δε διάρθρωση των τοπικών αγορών εργασίας, όπως αναμενόταν, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις (επιβολές) της λειτουργικής εξειδίκευσης των εν λόγω περιοχών, μεταβλήθηκε ριζικά, καθώς εγκαταλείφθηκαν πολλές από τις παραδοσιακές δεξιότητες του τοπικού δυναμικού (κυρίως αγροτικά επαγγέλματα) προς χάρη των προσφερόμενων υπηρεσιών της δραστηριότητας-κλειδί. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Λιγότερων Ευνοημένων Περιοχών (ΛΕΠ ) της Ελλάδας, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι νησιά, ο τουρισμός αποτελεί σημαντική, εάν όχι τη μοναδική, αναπτυξιακή κατεύθυνση που επιβάλλεται τόσο από όρους οικονομικούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς όσο και ως στρατηγική επιλογή αξιοποίησης των ούτως ή άλλως περιορισμένων ανταγωνιστικών τους πλεονεκτημάτων (Τσάρτας και Σταυρινούδης, 2006).

Το κύριο χαρακτηριστικό της «μειονεξίας» των περιοχών αυτών λειτούργησε καταρχήν ως το κίνητρο για την ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας και της συνεχούς απόκτησης στοιχείων μαζικότητας, παραπέμποντας ουσιαστικά σε έναν υψηλό βαθμό τουριστικής εξειδίκευσης των τοπικών οικονομιών και αγορών εργασίας. Αποτέλεσμα της αυξανόμενης αυτής λειτουργικής εξειδίκευσης είναι η καταγραφόμενη επαγγελματική κινητικότητα του τοπικού δυναμικού σε ασχολίες άμεσα σχετιζόμενες με τον τουρισμό και η ριζική αναδιάρθρωση των τοπικών αγορών εργασίας με την ουσιαστική εγκατάλειψη παραδοσιακών ασχολιών και δεξιοτήτων.
Με στόχο την αναζήτηση των μηχανισμών μετατροπής του συγκριτικού πλεονεκτήματος μικρών νησιών σε κύριο ανασταλτικό παράγοντα μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας τους στο άμεσο μέλλον, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε εμπειρική έρευνα με μελέτη περίπτωσης το Κουφονήσι (Klabatsea, 2006). Πρόκειται για ένα νησί των Μικρών Κυκλάδων, έκτασης 5,7 τ.χλμ. με μόνιμο πληθυσμό κατά τη χειμερινή περίοδο 300 περίπου ατόμων. Το νησί δέχεται συνεχή και εντεινόμενη τουριστική κίνηση κατά τη θερινή περίοδο της τελευταίας δεκαετίας ή και δεκαπενταετίας. Τον πληθυσμό ενδιαφέροντος αποτέλεσαν οι επιχειρήσεις τουριστικών καταλυμάτων που δραστηριοποιούνται στο νησί. Μέσω τυχαίας δειγματοληψίας επιλέχθηκαν 20 επιχειρήσεις επί συνόλου 75 λειτουργουσών σήμερα στο νησί. Η δυναμικότητα των μονάδων του δείγματος ανέρχεται σε 650 κλίνες, η δε συνολική δυναμικότητα εκτιμάται σε 1.600 κλίνες (ΣΕΕΔΔΕ, 2005). 
Το θεματολόγιο που διακινήθηκε διαρθρώνεται σε ενότητες αναφορικά με την ταυτότητα των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, τον τρόπο λειτουργίας της σταδιακής ένταξης των τουριστικών μονάδων στο παραγωγικό σύστημα του νησιού, τη διαχρονική εξέλιξη της τυπολογίας των τουριστών-πελατών, τις επιπτώσεις από την έως σήμερα συνεχή αύξηση του αριθμού και της δυναμικότητας των μονάδων αλλά και τη διττή εκτίμηση των προοπτικών, ως προς την επιχείρηση και ως προς την ανάπτυξη του νησιού συνολικά.
 
Τα κύρια ερευνητικά ερωτήματα αφορούσαν:
α. στο βαθμό και στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η λειτουργική εξειδίκευση (και ειδικότερα στον τουρισμό) τέτοιου τύπου περιοχών μπορεί να συμβάλει σε βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική τους,
β. στους όρους υπό τους οποίους μπορεί να ενσωματωθεί η δυναμική που εμπεριέχεται σε περιπτώσεις λειτουργικής εξειδίκευσης σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική των εν λόγω περιοχών που θα αντιπαραβάλλεται στο γνωστό αναπτυξιακό αδιέξοδο περιοχών προσανατολισμένων σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. βιομηχανία),
γ. στην ένταση του κινδύνου ανάδυσης μιας άλλου τύπου μειονεξίας (του αναπτυξιακού υποβάθρου) , παράλληλης της έντασης της λειτουργικής εξειδίκευσης κοινωνιών, οικονομιών και τόπων,
δ. στη δυνατότητα σύζευξης της υλοποιούμενης και της επιθυμητής αναπτυξιακής διαδικασίας σε τέτοιου τύπου περιοχών, με έμφαση στη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.
Το θεματολόγιο σχεδιάστηκε ώστε να υποστηρίξει τη διερεύνηση των κύριων ερευνητικών αξόνων που εστιάζονται:
- στη διαδικασία επίτευξης λειτουργικής εξειδίκευσης μιας περιοχής χαρακτηριζόμενης από στοιχεία μειονεξίας λόγω απομόνωσης και συνεπαγόμενου μαρασμού,
- στη διαδικασία μετατροπής ενός τοπικού συγκριτικού πλεονεκτήματος –άμεσα συναρτώμενο από το χαρακτηριστικό της απομόνωσης- σε εμπόδιο μιας βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής της,
- στον τρόπο αντίληψης και καταγραφής της λειτουργικής εξειδίκευσης του τόπου από τους συμβάλλοντες σε αυτή,
- στον τρόπο αντιμετώπισης της διαφαινόμενης τάσης διατήρησης της μειονεξίας της περιοχής –εστιαζόμενης πλέον σε άλλα χαρακτηριστικά, όπως η αλλοίωση των βασικών τοπικών χαρακτηριστικών, στοιχείων της «ταυτότητας του τόπου» και ο κορεσμός.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 80% του αριθμού των τουριστικών μονάδων του δείγματος είναι ενοικιαζόμενα δωμάτια και το 10% ξενοδοχειακές μονάδες. Για λόγους αντιπροσωπευτικότητας στο δείγμα συμπεριλήφθηκε το camping που λειτουργεί στο νησί και μια μονάδα παραδοσιακών ξενώνων. Έως τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 το Κουφονήσι είχε εξαιρετικά περιορισμένες τουριστικές υποδομές και εξυπηρετήσεις. Μόλις το 10% των επιχειρήσεων του δείγματος ιδρύθηκαν έως το 1980, το 5% κατά τη δεκαετία του ’80, ενώ η συντριπτική πλειονότητα (80%) ιδρύθηκαν κατά την περίοδο 1991-2000. 
Η ίδρυση των επιχειρήσεων υπήρξε ιδέα στις περισσότερες περιπτώσεις του ίδιου/ας επιχειρηματία ή της ευρύτερης οικογένειας (ανιόντων ή κατιόντων μελών), βασιζόμενη αποκλειστικά στην παρατηρούμενη συνεχή αύξηση τουριστών που αναζητούσαν εναλλακτικές διακοπές ηρεμίας και σχετικής απομόνωσης. 
Σημειώνεται ότι το 60% των σημερινών επιχειρηματιών τουρισμού ασκούσε άλλη δραστηριότητα την περίοδο ίδρυσης της τουριστικής μονάδας, στις περισσότερες δε περιπτώσεις μη άμεσα συσχετιζόμενης με την τουριστική δραστηριότητα. Διαπιστώνεται δε, ότι οι περισσότεροι δεν μετακινούνται επαγγελματικά με αποκλειστικό τρόπο, αλλά αντίθετα πολυαπασχολούνται – κυρίως λόγω της εποχικότητας άσκησης της τουριστικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια διατηρούν και το αρχικό τους επάγγελμα με την παράλληλη ενασχόλησή τους με τα τουριστικά καταλύματα. Καταγράφεται μικρός σχετικά αριθμός απασχολουμένων ανά μονάδα (εξαιρουμένου του ιδιοκτήτη).
Στο 75% των επιχειρήσεων απασχολούνται (εποχικά) έως 3 άτομα, στο 20% 4-8 άτομα, ενώ 10 άτομα απασχολεί μια μόνο μονάδα του δείγματος. Το ποσοστό του τοπικού δυναμικού που απασχολείται σε αυτές τις μονάδες κυμαίνεται από 0 (30% των μονάδων) έως 100% (35% αντιστοίχως). Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είναι αλλοδαποί – οικονομικοί μετανάστες προερχόμενοι κυρίως από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Ο οικογενειακός χαρακτήρας των επιχειρήσεων διαπιστώνεται για περισσότερες από τις επτά στις δέκα μονάδες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 50% των επιχειρήσεων λειτουργεί αποκλειστικά με τα μέλη της οικογένειας, ενώ επιπλέον 20% δηλώνει ως μοναδικό απασχολούμενο τον ιδιοκτήτη. Η συμβολή της οικογενειακής εργασίας εκτιμάται μικρότερη του 25% επί του συνολικού αριθμού εργαζομένων στο 10% των μονάδων του δείγματος.
Το εισόδημα που προέρχεται από τη λειτουργία των τουριστικών μονάδων του νησιού εκτιμάται ότι αποτελεί το 50% του οικογενειακού εισοδήματος για τα μισά αντιστοίχως νοικοκυριά. Το 10% των επιχειρήσεων εκτιμά τη σχετική αναλογία μικρότερη του 50% , ενώ το υπόλοιπο 40% μεγαλύτερη του 60%. Η ολοένα αυξανόμενη τουριστική κίνηση στο νησί οδήγησε στην αύξηση επενδύσεων που αφορούν στην υποστήριξή της (κυρίως μονάδες καταλυμάτων). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μόλις το 10% των επιχειρηματιών του τουρισμού στο νησί εκτιμά ως στάσιμη την πορεία των επιχειρήσεών τους, ενώ το 90% την καταγράφει ως θετική (από την ίδρυση έως σήμερα). Διαφοροποιημένη όμως εμφανίζεται η εκτίμηση για τη μελλοντική πορεία των επιχειρήσεων καθώς το 60% την προβλέπει ως ανοδική, το 35% ως στάσιμη ενώ μόνο το 5% ως καθοδική λόγω κορεσμού.
Ως προς τη δυναμικότητα των επιχειρήσεων του δείγματος καταγράφονται κυρίως μικρομεσαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, 15% των μονάδων του δείγματος είναι δυναμικότητας έως 10 κλινών, το 40% δυναμικότητας 11-20 κλινών και το 10% αντιστοίχως 21-50 κλινών. Παράλληλα καταγράφεται εξαιρετικά υψηλό ποσοστό –για την κλίμακα του νησιού- μονάδων δυναμικότητας άνω των 50 κλινών (20%) καθώς και η λειτουργία camping δυναμικότητας 250 θέσεων (σκηνών). Η περίοδος πληρότητας των μονάδων εκτιμάται κατά μέσο όρο σε 50-60 ημέρες ετησίως (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 65% των επιχειρηματιών τουρισμού του νησιού) με μέγιστη αυτή των 90 ημερών (20% των ερωτώμενων). Ως προς τις προσφερόμενες υπηρεσίες στα εν λόγω τουριστικά καταλύματα, σημειώνεται εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός μονάδων που περιλαμβάνουν εξυπηρετήσεις εστίασης ή αναψυχής. Αναλυτικότερα, το 10% των μονάδων περιλαμβάνει τη δυνατότητα πρωϊνού και πισίνας και το 5% τη δυνατότητα γεύματος και ποτού. Πρόκειται για ξενοδοχειακές μονάδες και όχι μονάδες ενοικιαζομένων δωματίων ή παραδοσιακών ξενώνων.
Ως προς τη σύνθεση των τουριστών που καταλύουν στο νησί αναδεικνύεται ως καθοριστικής συμβολής ο εσωτερικός τουρισμός καθώς στο 50% η συμβολή των ελλήνων τουριστών είναι άνω του 70%, στο 45% κυμαίνεται μεταξύ 50-70% αντιστοίχως, ενώ μόνο το 10% των επιχειρήσεων στηρίζεται κατά 80% σε αλλοδαπούς τουρίστες. Το νησί αποτελεί προορισμό κυρίως Ιταλών, Γάλλων και Σκανδιναβών. Σχεδόν εξ ολοκλήρου η επίσκεψη και διαμονή στο νησί πραγματοποιείται μεμονωμένα, μη οργανωμένα, συσχετιζόμενη με την υψηλή συμμετοχή των ημεδαπών τουριστών στη συνολική τουριστική κίνηση που δέχεται το Κουφονήσι. 
Η τυπολογία των επισκεπτών του νησιού περιλαμβάνει ισοβαρώς οικογένειες και φιλικές παρέες. Το 55% είναι μέσου εισοδήματος και το 40% υψηλού έως μέσου εισοδήματος αντιστοίχως. Το Κουφονήσι αποτελεί προσφιλή προορισμό κυρίως νεανικού πληθυσμού και μεσαίων ηλικιακών κλιμακίων ατόμων, η δε συμβολή των ηλικιωμένων τουριστών είναι εξαιρετικά περιορισμένη (5% του συνολικού αριθμού επισκεπτών του νησιού). Η μέση διάρκεια διαμονής κυμαίνεται μεταξύ 7-10 ημερών για το 70% των τουριστών και 11-20 ημερών για το υπόλοιπο 30% αντιστοίχως. Η σχετικά μεγάλη διάρκεια διαμονής αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη του κυρίαρχου προτύπου του τουρισμού στο νησί, αυτού των πολυήμερων διακοπών. 
Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση ότι το 80% όσων διαμένουν στα τουριστικά καταλύματα του δείγματος είναι σταθεροί πελάτες ετών και το 15% επισκέπτεται το νησί μετά από παρότρυνση γνωστών τους, επισκεπτών του νησιού. 
Επίσης, ενδεικτικό της τυπολογίας των τουριστών του νησιού είναι το γεγονός ότι το 80% - 90% των επισκεπτών του νησιού διαμένει συνεχώς σε αυτό, ενώ μόνο το 10-20% εκτιμάται ότι πραγματοποιεί ημερήσιες εκδρομές σε κοντινά μικρά νησιά (Ηρακλειά, Σχοινούσσα, Δονούσα κ.ά.). Σύμφωνα άλλωστε με τη συντριπτική πλειονότητα των τοπικών επιχειρηματιών (95%) το νησί προσφέρει στους επισκέπτες του ήσυχες διακοπές.
Η ενσωμάτωση του τοπικού συγκριτικού πλεονεκτήματος και η χρήση του από μια δραστηριότητα με τρόπο σχεδόν αποκλειστικό, συμβάλλει καθοριστικά στη διαδικασία εδραίωσής της ως δραστηριότητας-κλειδί και της διαμόρφωσης υψηλού βαθμού λειτουργικής εξειδίκευσης της περιοχής. Ο βαθμός λειτουργικής εξειδίκευσης της περιοχής, ανάλογος του βαθμού εκμετάλλευσης του συγκριτικού πλεονεκτήματος αποτελεί ένδειξη μιας στρεβλής οικονομικής μεγέθυνσης, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν αφορά αποκλειστικά τον τοπικό πληθυσμό, αλλά εξωτερικούς επενδυτές. 
Η ανάδειξη του συγκριτικού πλεονεκτήματος και η δίχως προϋποθέσεις, όρους και σχεδιασμό, εκμετάλλευσή του μπορεί να οδηγήσει σε συνεχή συρρίκνωση, αδρανοποίηση ή και εξάλειψη των υπόλοιπων τοπικών χαρακτηριστικών (στοιχείων της χωρικής ταυτότητας), γεγονός που θέτει εξ ορισμού την αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής εμβέλειας σε αμφισβήτηση ή και σε κίνδυνο. Υποστηρίζεται ότι στο βαθμό που το τοπικό συγκριτικό πλεονέκτημα μετουσιώνεται σε δραστηριότητα-κλειδί επεκτείνοντας την ακτίνα εμβέλειάς του και απορροφώντας το μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης σε άλλες δραστηριότητες, η αναπτυξιακή δυναμική της περιοχής –με όρους βιώσιμης ανάπτυξης- μπορεί να φθίνει σταδιακά (Κλαμπατσέα, 2007). 
Σημειώνεται ότι στο Κουφονήσι ο ετήσιος ρυθμός έκδοσης οικοδομικών αδειών για νέα τουριστικά καταλύματα την τελευταία δεκαετία είναι από τους υψηλότερους στη χώρα, χαρακτηριστική ένδειξη της αντιμετώπισης του νησιού ως «προνομιακό τόπο» μικρών ή μεγαλύτερων επενδύσεων και «εξαργύρωσης» της ταυτότητας του ως «εναλλακτικό τουριστικό προορισμό απομόνωσης και ηρεμίας με εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον». Υποθετικά θα μπορούσε το σύνολο του αποθέματος γης στο νησί να μετατραπεί αποκλειστικά σε τουριστικά καταλύματα, χωρίς να υπάρχει εργαλείο και μηχανισμός σε ισχύ έως σήμερα που να εμποδίζει μία τέτοια εξέλιξη. Το 2002 το νησί χαρακτηρίζεται ως ένα από τα μικρά νησιά του Αιγαίου που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και καθορίζονται περιορισμοί και ειδικοί όροι για την εκτός σχεδίου και εκτός οικισμού περιοχή του (ΠΔ 10-5-2002, ΦΕΚ 402/Δ/17-5-2002), οι οποίοι όμως αφορούν κυρίως μορφολογικούς κανόνες δόμησης, απουσία χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Η συμβολή του σχεδιασμού μέσω εξειδικευμένων χωρικών ρυθμίσεων –πολεοδομικού και χωροταξικού επιπέδου - με άξονα τη διατήρηση των τοπικών χαρακτηριστικών (φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος) αναδεικνύεται σε σημαντικό άξονα διερεύνησης της δομής του μηχανισμού μετατροπής του χώρου των μικρών νησιών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έλλειψη χωρικού σχεδιασμού που θα λαμβάνει υπόψη τη φέρουσα ικανότητα του νησιού και η συνεχής ανοικοδόμηση μέσω αφενός των κινήτρων όλων των Αναπτυξιακών Νόμων από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα και αφετέρου των γνωστών ρυθμίσεων «Περί εκτός Σχεδίου Δόμησης» αδιαμφισβήτητα συνέβαλαν στο μετασχηματισμό του τόπου, σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο υποδοχέα τουριστικών καταλυμάτων χωρίς περιορισμό και έλεγχο είτε ως προς τον αριθμό είτε ως προς το χαρακτήρα, τύπο, μορφή κ.ά. (Κλαμπατσέα, 2009α). 
Απόπειρα χωρικού σχεδιασμού στην πρώην Κοινότητα Κουφονησίων (ΣΧΟΟΑΠ) βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, θέτοντας στο επίκεντρο της αναπτυξιακής προοπτικής του νησιού τη σχέση του με την τουριστική δραστηριότητα. 
‘Ηδη από την ακόλουθη επιλεκτική παρουσίαση της SWOT Analysis αναφορικά με το θεματικό άξονα του τουρισμού, διαφαίνεται το πλέγμα δυσλειτουργιών και αντιφάσεων που καλείται να «λύσει» εκ των υστέρων ο επιχειρούμενος σχεδιασμός με άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην «τουριστική εικόνα» της περιοχής.
 
Πίνακας 1: SWOT Analysis Kουφονησίου (θεματικός άξονας: τουρισμός)
 
Πλεονεκτήματα
  • Ήπιο κλίμα.
  • Ύπαρξη αξιόλογων φυσικών πόρων (αβιοτικών & βιοτικών –γεωλογικοί σχηματισμοί, χλωρίδα, πανίδα).
  • Ύπαρξη ευνοϊκών προϋποθέσεων για την παραγωγή προϊόντων.
  • Αυξητική τάση βελτίωσης των εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών.
  • Δημοφιλής τουριστικός προορισμός
  • Αξιόλογοι τουριστικοί πόροι.
  • Αξιόλογα κτίρια και σύνολα.
  • Ενδιαφέρον τοπίο (φυσικό, αγροτικό).
  • Εκσυγχρονισμός μεταφορικών υποδομών.
  • Βελτίωση τεχνικών και κοινωνικών υποδομών και δικτύων.
  • Ύπαρξη τουριστικής υποδομής.
Αδυναμίες
  • Ενδογενή δομικά χαρακτηριστικά (μικρό μέγεθος, νησιωτικότητα, περιφερειακότητα, εξάρτηση από μεγαλύτερα νησιά).
  • Ανεπάρκεια υδατικών πόρων και ενέργειας.
  • Διόγκωση τουρισμού-εποχικότητα.
  • Έλλειψη ενιαίου στρατηγικού σχεδιασμού τουριστικής ανάπτυξης με όρους αειφορίας - αποσπασματικές και μεμονωμένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες τουριστικής ανάπτυξης ελλείψει εξειδικευμένων μηχανισμών στήριξης επιχειρηματικότητας.
  • Απότομη διόγκωση ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας.
  • Δεν υπάρχει σχεδιασμός, διαχείριση της σύνδεσης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
  • Ελλιπής ενημέρωση του τοπικού πληθυσμού σχετικά με τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού και πρωτογενή τομέα.
  • Υψηλό ποσοστό ανειδίκευτης απασχόλησης στις τουριστικές επιχειρήσεις- χαμηλό επίπεδο κατάρτισης των εργαζομένων στον τουρισμό.
  • Συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα και απώλεια τοπικών ποικιλιών στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα.
  • Τάση για αλλαγή χρήσεων γης (αγροτική γη – οικιστικές πιέσεις).
  • Αλλοίωση του τοπίου λόγω ανοικοδόμησης.
  • Διάσπαρτη εκτός σχεδίου δόμηση ή και αυθαίρετη δόμηση.
  • Ελλιπής ανάδειξη και προστασία της αρχιτεκτονικής/πολιτιστικής κληρονομιάς.
  • Υποβάθμιση παραδοσιακού χαρακτήρα οικισμού.
  • Περιορισμένο εύρος επιλογών τουρισμού και αναψυχής, αντιστρόφως ανάλογο των δυνατοτήτων του χώρου.
  • Αυξημένο κόστος υποδομών και υπηρεσιών λόγω θέσης.
  • Ευάλωτη περιβαλλοντική θωράκιση.
  • Αναποτελεσματική εφαρμογή προγραμματικού σχεδιασμού και ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων
  • Έλλειψη κινήτρων για συντήρηση στοιχείων αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Ευκαιρίες
  • Αξιοποίηση της διεθνούς ζήτησης και προοπτικές ανάπτυξης νέων και εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
  • Προοπτικές ανάπτυξης τουριστικής υποδομής μικρής κλίμακας σε μη κορεσμένες περιοχές με όρους αειφορίας.
  • Αξιοποίηση κινητικότητας εργασίας λόγω τουριστικών επενδύσεων.
  • Αξιοποίηση ζήτησης προϊόντων με ονομασία
Απειλές
  • Οικονομική κρίση και αύξηση ανεργίας
  • Ανάπτυξη ανταγωνιστικών περιοχών με χαμηλότερο κόστος προϊόντων και υπηρεσιών στο χώρο του Αιγαίου, αλλά και στον ευρύτερο της Μεσογείου.
  • Τάσεις εγκατάλειψης των νησιών από τις παραγωγικές ηλικίες.
  • Φυσικές και ανθρωπογενείς περιβαλλοντικές απειλές (αυθαίρετη δόμηση, υπερβόσκηση, ανεξέλεγκτη απόρριψη απορριμμάτων).
  • Διερευνώντας τη σχέση τουρισμού και ταυτότητας ενός τόπου μέσω των επιλογών του σύγχρονου σχεδιασμού
  • προέλευσης και βιολογικής παραγωγής σε συνδυασμό με την εξειδίκευση γεωργικών & κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και προϊόντων υψηλής ποιότητας.
  • Χρήση νέων μεθόδων και τεχνολογιών διαχείρισης υδατικών πόρων.
  • Διεύρυνση χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Αξιοποίηση των μέσων και των ευκαιριών που παρέχονται από τις νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας.
  • Πολεοδομικός – χωροταξικός σχεδιασμός.
  • Προστασία και ανάδειξη του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και του τοπίου
  • Προστασία και αξιοποίηση της γεωργικής γης.
  • Αξιοποίηση των τοπικών προϊόντων (επεξεργασία, τυποποίηση κλπ.).
  • Εκσυγχρονισμός μεταφορικών υποδομών.
  • Διοικητική Αναδιάρθρωση
  • Αξιοποίηση ιστορικού παρελθόντος - πολιτιστικής κληρονομιάς.
  • Αξιοποίηση λοιπών οικοσυστημάτων.
  • Διατήρηση ταυτότητας του τόπου (κοινωνικοί, δεσμοί, πολιτιστικά και φυσικά στοιχεία).
  • Τάσεις αποκλεισμού μικρών νησιών από τα κέντρα πληροφόρησης και παροχής υπηρεσιών.
  • Διοικητική αναδιάρθρωση .
  • Μείωση της σημασίας του πρωτογενή τομέα, συρρίκνωση της γεωργικής γης και απώλεια τοπικών ποικιλιών
  • Ποιοτική – ποσοτική υποβάθμιση των υδατικών πόρων
  • Μειούμενη αυτάρκεια ως προς την ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών του νησιού.
  • Πιθανή μείωση των εσόδων από τον τουρισμό, μελλοντικά, λόγω υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος.
    Σχεδόν πλήρης τριτογενοποίηση οικονομίας. 
  • Υποβάθμιση - απώλεια στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς & της ιστορικής μνήμης. 
  • Υποβάθμιση οικοσυστημάτων και τοπίου - απώλεια σημαντικών στοιχείων φυσικού περιβάλλοντος. 
  • Αλλαγή χρήσεων γης αγροτικού χώρου.
Παρά το γεγονός της μη ολοκλήρωσης του επιχειρούμενου χωρικού σχεδιασμό για το νησί έως σήμερα και κατ’ επέκταση του προτεινόμενου χωρικού προτύπου ανάπτυξης, σκιαγραφείται ήδη από τη φάση της ανάλυσης-διάγνωσης η κατεύθυνση της μελλοντικής ανάπτυξης, ως προσδιοριζόμενης από το συνδυασμό της φέρουσας ικανότητας της περιοχής με το ενδογενές ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα, αναζητείται μια τέτοιου τύπου χωρική οργάνωση της περιοχής ώστε να υπάρχει βελτιστοποίηση της αξιοποίησης των τοπικών πόρων με όρους αειφορίας, να συμβάλει στην κατά το δυνατόν αυτάρκεια του τόπου, να εξασφαλίζει «ποιότητα χώρου» για τους σημερινούς και εν δυνάμει χρήστες / δρώντες στο νησί, μέσω της διασφάλισης σχετικών με την αειφορία παραμέτρων
 
7. Συμπεράσματα
Μέσω της αφήγησης δύο περιπτώσεων τόπων που «περιέχουν» σημαντικής αξίας φυσικούς και ανθρωπογενείς πόρους –πόλους έλξης τουρισμού, επιχειρήθηκε η ανάδειξη της συμβολής του χωρικού σχεδιασμού, αφενός στην «αποτύπωση» ή και «δημιουργία» της ταυτότητας των τουριστικών προορισμών και αφετέρου στην αναζήτηση κατάλληλων εργαλείων σχεδιασμού για τη διασφάλιση και προβολή της χωρικής τους ταυτότητας με στόχο την επιζητούμενη «βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη». 
Η διερεύνηση της σχέσης τουριστικών προορισμών (υφιστάμενων ή εν δυνάμει) και της προβολής των αντίστοιχων «τόπων-πόρων» μέσω των επιλογών χωρικού σχεδιασμού, εστιάζει στην αναζήτηση των στοιχείων της σύνθετης σύγχρονης ταυτότητάς τους και των εργαλείων διαχείρισής της που μπορεί να επιστρατεύσει ο σύγχρονος χωρικός σχεδιασμός κάθε επιπέδου με έμφαση στο τοπικό.
Μέσω του χωρικού σχεδιασμού αναμένονται απαντήσεις σε θέματα, όπως:
  • «Ποιό σενάριο αναπτυξιακής στρατηγικής προκρίνεται σήμερα και ποιό θα πρέπει να είναι το επιθυμητό σενάριο για την πορεία αυτών των τόπων; Μπορεί να επιτευχθεί σύζευξη –θεωρητικά και στην πράξη– και με ποιους τρόπους;»
  • «Μήπως εν τέλει κάθε τόπος αποτελεί ένα συνεχώς εξελισσόμενο, μοναδικό απόθεμα φυσικού και πολιτιστικού πλούτου που μπορεί ο χωρικός σχεδιασμός με τις υιοθετούμενες επιλογές /κατευθύνσεις του να τον μετατρέψει σε «άλλον χώρο» και για ποιούς;
Κάθε τόπος κουβαλά τα αποτυπώματα του χρόνου, της φύσης και των ανθρώπων του, την ταυτότητά του. Το κύριο διακύβευμα για το σύγχρονο χωρικό σχεδιασμό είναι οι όροι στη βάση των οποίων θα επιτρέψει σε κάθε τόπο να συνεχίσει να τα κουβαλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.