Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Πραγματικές πόλεις: Διαβάζοντας τις Αόρατες Πόλεις του 'Ιταλο Καλβίνο'

Ίταλο Καλβίνο

Θοδωρής Χιώτης*

Αν αυτή είναι η πρώτη φορά που έρχεστε σε επαφή με τις Αόρατες πόλεις του ‘Ιταλο Καλβίνο , το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να λειτουργήσει σαν ξεναγός σε ένα από τα γοητευτικότερα κείμενα της νεότερης ιταλικής γραμματείας. Ο τίτλος του βιβλίου αμέσως μας βάζει σε σκέψεις: Τι εννοεί ο Ίταλο Καλβίνο  με τον τίτλο Αόρατες πόλεις; 
Άλλωστε, οι πόλεις είναι πάντα ορατές: ζούμε σε αυτές. Οι πόλεις στις οποίες αναφέρεται ο Καλβίνο στον τίτλο του είναι πόλεις οι οποίες δεν μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιο χάρτη— υπάρχουν μόνο σε ένα νοητό χάρτη: στο χάρτη της φαντασίας και της μνήμης. 
Συγγραφείς στην ελληνική και στην παγκόσμια λογοτεχνία μας μεταφέρουν μέσα από τα έργα τους σε πόλεις γνώριμες και άγνωστες, πόλεις και τοποθεσίες εξωτικές και μυστηριώδεις. Μυθιστορήματα της κλασσικής λογοτεχνίας μας μεταφέρουν σε πόλεις οι οποίες πλέον δεν υπάρχουν με την μορφή η οποία μας περιγράφεται στο λογοτεχνικό έργο. Ο Κάρολος Ντίκενς  στο μυθιστόρημα του Μεγάλες Προσδοκίες μεταφέρει τους αναγνώστες του σε ένα ομιχλώδες Λονδίνο, o Τόμας Χάρντυ  απεικονίζει το δικό του Έσσεξ στο Mayor of Casterbridge, ο Κάρολος Μπωντλαίρ  μας μεταφέρει στο δικό του Παρίσι με το ποίημα «Ο κύκνος», ο Στρατής Τσίρκας  στην τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες ανασύρει στην επιφάνεια μια Ιερουσαλήμ, ένα Κάιρο και μια Αλεξάνδρεια οι οποίες έχουν χαθεί, ο Γιώργος Ιωάννου  και ο Γιώργος Σεφέρης  καταγράφουν τη σταδιακή μεταμόρφωση της Αθήνας στη μεγαλούπολη που όλοι γνωρίζουμε. 
Βλέπουμε λοιπόν πως λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να μας δώσουν όχι μόνο περιγραφές και αναπαραστάσεις πόλεων οι οποίες έχουν χαθεί στα βάθη του χρόνου αλλά και να μας μεταφέρουν την ατμόσφαιρα, την εμπειρία της κατοίκησης σε μια πόλη. Οι σύγχρονοι γεωγράφοι και κοινωνιολόγοι πολλές φορές χρησιμοποιούν λογοτεχνικά κείμενα για να συλλέξουν πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του χώρου σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Λογοτεχνικά κείμενα όπως αυτά που ανέφερα αλλά και πολλά άλλα λειτουργούν και ως μια έμμεση χαρτογράφηση μιας συγκεκριμένης εποχής και ενός συγκεκριμένου χώρου. Ο Ίταλο Καλβίνο στιςΑόρατες πόλεις επιχειρεί να καταγράψει και να χαρτογραφήσει όλα εκείνα τα στοιχεία και τις παραμέτρους οι οποίες συνθέτουν την «πόλη» και ως έννοια αλλά και ως εμπειρία. Το λογοτεχνικό εγχείρημα αυτό του Καλβίνο και ως σύλληψη, αλλά κυρίως από την άποψη της εκτέλεσης, από μια πρώτη όψη μπορεί να φαντάζει ότι δεν έχει αντιστοιχία στον πραγματικό κόσμο. Εντούτοις, όπως θα δούμε, ο Καλβίνο καταφέρνει να γράψει ένα «παραμύθι» για τη ζωή στη σύγχρονη πόλη? ένα παραμύθι με ευφυή αλλά και συνάμα παιγνιώδη δομή. Οι Αόρατες πόλεις είναι συνάμα μια ελεγεία για τη δυσκολία της καλλιέργειας της πνευματικής ζωής στο αστικό περιβάλλον και ένα κάλεσμα για την ανακάλυψη των στοιχείων τα οποία χαρακτηρίζουν την αστική ζωή, στα οποία πρέπει να δοθεί χώρος και χρόνος. Ο Καλβίνο στις Αόρατες πόλεις ως άλλος Μάρκο Πόλο, ως άλλη Σεχεραζάντε  μας αφηγείται ιστορίες από πόλεις εξωτικές και μακρινές . Στην πραγματικότητα, όμως, ο Καλβίνο με τις αφηγήσεις του μας λέει ότι κάθε πόλη αποτελεί ένα καζάνι με ιστορίες οι οποίες δεν τελειώνουν ποτέ. Η κάθε πόλη αποτελεί ένα ιδανικό προορισμό για τον ταξιδιώτη και τον εξερευνητή που ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τις αισθήσεις τους. Οι Αόρατες πόλεις είναι ένα κάλεσμα για να μάθουμε να διαβάζουμε την πόλη στην οποία ζούμε σαν ένα βιβλίο— το κείμενο του Καλβίνο είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός για τους νομάδες της πόλης.

Η υπόθεση και η δομή του κειμένου

Η υπόθεση των Αόρατων πόλεων μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: ο αυτοκράτορας της Κίνας Κουμπλάι Χαν (ο οποίος αποκαλείται και Μεγάλος Χαν) ζητά από τον βενετό ταξιδιώτη Μάρκο Πόλο να επισκεφθεί την αχανή κινέζικη αυτοκρατορία  και να γυρίσει και να του αφηγηθεί όλες τις πόλεις τις οποίες επισκέφθηκε. Η Κίνα είναι τόσο μεγάλη που ο αυτοκράτορας της δε θα μπορέσει ποτέ να την επισκεφθεί ολόκληρη οπότε ζητά από ένα ξένο ταξιδιώτη να κάνει εκείνος το ταξίδι και να επιστρέψει στον αυτοκράτορα για να του διηγηθεί όλες τις ιστορίες που έχει συλλέξει. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Καλβίνο εγκαινιάζει από την πρώτη γραμμή του βιβλίου ένα παιχνίδι διακειμενικότητας: ο Μάρκο Πόλο ο οποίος όντως ταξίδεψε  στην Κίνα και έγραψε ένα πολυσέλιδο ταξιδιωτικό αφήγημα σχετικά με τις εμπειρίες του μεταπλάθεται εδώ σε ένα λογοτεχνικό χαρακτήρα ο οποίος μεταφέρει τις εντυπώσεις του στον αυτοκράτορα της Κίνας. Ο ρόλος του Κουμπλάι Χαν εδώ είναι συγκεκριμένος: ο αυτοκράτορας της Κίνας γίνεται ένας καθρέφτης του αναγνώστη. Ο Μεγάλος Χαν ακούει από τον Πόλο τις περιγραφές των πόλεων τις οποίες επισκέφθηκε και επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει το νόημα πίσω από όλες αυτές τις αφηγήσεις. Ο Μεγάλος Χαν δεν μπορεί να ξέρει καν αν οι αφηγήσεις του εξερευνητή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα:

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο Κουμπλάι Χαν πιστεύει όλα όσα του λέει ο Μάρκο Πόλο όταν του περιγράφει τις πόλεις που γνώρισε στις αποστολές του, αλλά σίγουρα ο αυτοκράτορας των Ταρτάρων συνεχίζει να ακούει τον νεαρό Βενετό με μεγαλύτερη περιέργεια και προσοχή από όσο οποιονδήποτε άλλον απεσταλμένο ή ανιχνευτή του. (21)

Ο Κουμπλάι Χαν και ο αναγνώστης του κειμένου ακούνε και διαβάζουν αντίστοιχα τις περιγραφές του βενετού εξερευνητή καθώς δεν μπορούν να είναι σίγουροι αν οι αφηγήσεις του Πόλο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αποτελούν απλώς επινοήσεις και ευφυολογήματα ενός μεγάλου παραμυθά. Ο Κουμπλάι ακούει με μεγάλη προσοχή τις αφηγήσεις του Πόλο όχι επειδή μπορεί να είναι ανακριβείς ή ψευδείς αλλά επειδή ο Πόλο με τις περιγραφές του φαίνεται να εντοπίζει και να εξερευνά όλες εκείνες τις παραμελημένες και κρυμμένες πτυχές των πόλεων. Η εξερεύνηση του Πόλο αποτελεί μια περιπλάνηση η οποία αποσκοπεί στη χαρτογράφηση των πολλαπλών εμπειριών των κατοίκων της πόλης. Ο Μάρκο Πόλο περιπλανιέται και εξερευνά τη κινέζικη αυτοκρατορία και επιστρέφει με αφηγήσεις οι οποίες συνδέονται και διασταυρώνονται μεταξύ τους. Η αφήγηση του Μάρκο Πόλο αποτελεί το νήμα το οποίο δένει όλες αυτές τις πόλεις μεταξύ τους, τη βελόνα που τις «ράβει» και τις τοποθετεί όλες στον ίδιο χώρο, στο ίδιο «κέντημα» αν θέλετε. Όλες αυτές οι περιγραφές είναι τρόπον τινά μια αντίσταση στην αναπόφευκτη φθορά και στην κατάρρευση της αστικής ζωής:

…είναι η απελπισμένη στιγμή όποιου ανακαλύπτει ότι τούτη η αυτοκρατορία, που μας φαινόταν η συνισταμένη όλων των θαυμάτων, δεν ήταν παρά μια διαλυμένη έκταση χωρίς μορφή και τέλος, ότι η διαφθορά της έχει μετατραπεί πλέον σε ένα καρκίνωμα από το οποίο δεν μπορεί να μας σώσει ούτε το σκήπτρο μας, ότι ο θρίαμβος εναντίον κάθε αντίπαλου βασιλέως μας μετέτρεψε σε κληρονόμους της ατέρμονης καταστροφής τους. Μονάχα στις αναφορές του Μάρκο Πόλο ο Κουμπλάι Χαν κατόρθωνε να διακρίνει, πίσω από τείχη και πύργους προορισμένους να καταρρεύσουν, το φιλιγκράν ενός σχεδίου τόσο λεπτού, ώστε να ξεφεύγει από το δάγκωμα των τερμιτών (22)

Η μεταφορά στην τελευταία πρόταση του αποσπάσματος λειτουργεί διπλά: το συρμάτινο λεπτούργημα (φιλιγκράν) το οποίο διαγράφει ένα λεπτοκαμωμένο, (περίπου) αόρατο κατασκεύασμα αναφέρεται από τη μια στο ίδιο το βιβλίο και την περίτεχνη δομή του και από την άλλη στην έννοια της πόλης. Η πόλη ως έννοια και ως πρακτική όσες φορές και αν καταστραφεί θα συνεχίσει να υπάρχει, φαίνεται να μας λέει ο Καλβίνο. Όμως περισσότερα για τη σημασία των περιγραφών των πόλεων θα συζητήσουμε στο επόμενο μέρος. Ας δούμε πρώτα με ποιες δομικές αρχές επιλέγει ο Καλβίνο να συνθέσει το κείμενο του.

Οι πόλεις οι οποίες περιγράφονται στο βιβλίο είναι στο σύνολο τους πενήντα πέντε. Η αφήγηση του βιβλίου χωρίζεται σε εννέα ενότητες. Η πρώτη και η τελευταία ενότητα περιέχουν δέκα περιγραφές πόλεων ενώ οι υπόλοιπες επτά περιέχουν από πέντε περιγραφές η κάθε μία. Κάθε μία από τις εννέα αυτές ενότητες πλαισιώνεται στην αρχή και στο τέλος της από μια συνομιλία του Πόλο και του αυτοκράτορα. Η συνομιλία των δύο ανδρών ταυτόχρονα πλαισιώνει και σχολιάζει τις περιγραφές ενώ δίνει ώθηση στη σχηματική πλοκή του κειμένου. Ο Καλβίνο ταξινομεί τις πόλεις τις οποίες επινοεί σε 11 κατηγορίες:

Οι πόλεις και η μνήμη

Οι πόλεις και η επιθυμία

Οι πόλεις και τα σημάδια

Οι λεπτές πόλεις

Οι πόλεις και οι ανταλλαγές

Οι πόλεις και τα μάτια

Οι πόλεις και το όνομα

Οι πόλεις και οι νεκροί

Οι πόλεις και ο ουρανός

Οι συνεχόμενες πόλεις

Οι κρυφές πόλεις

Σε κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες ο Καλβίνο τοποθετεί πέντε πόλεις— αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλες οι πόλεις οι οποίες ανήκουν στην ίδια κατηγορία βρίσκονται στην ίδια αφηγηματική ενότητα. Η δομή των ενοτήτων είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι αρχικά φαίνεται. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη δομή της πρώτης ενότητας (σε παρένθεση το όνομα κάθε πόλης στην οποία ο Πόλο αναφέρεται στην αφήγησή του):

(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)
Οι πόλεις και η μνήμη 1. (Διομίρα)
Οι πόλεις και η μνήμη 2 (Ισιδώρα)
Οι πόλεις και η επιθυμία 1 (Δωροθέα)
Οι πόλεις και η μνήμη 3 (Ζαϊρα)
Οι πόλεις και η επιθυμία 2 (Αναστασία)
Οι πόλεις και τα σημάδια 1 (Ταμάρα)
Οι πόλεις και η μνήμη 4 (Ζόρα)
Οι πόλεις και η επιθυμία 3 (Δέσποινα)
Οι πόλεις και τα σημάδια 2 (Ζίρμα)
Οι λεπτές πόλεις 1 (Ισαύρα)
(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)

Βλέπουμε λοιπόν ότι στην πρώτη ενότητα έχουμε τέσσερις πόλεις οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία «Οι πόλεις και η μνήμη», τρεις οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία «Οι πόλεις και η επιθυμία», δύο οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία «Οι πόλεις και τα σημάδια» και μία που ανήκει στην κατηγορία «Οι λεπτές πόλεις». Καταλάβατε τι κάνει ο Καλβίνο με τη δομή του κειμένου του; Αν όχι ξαναδιαβάστε την παράγραφο: η αρίθμηση και η δόμηση της ενότητας αποτελεί ένα είδος αντίστροφης μέτρησης (4-3-2-1) που θα μας «ωθήσει» στην επόμενη ενότητα. Η επόμενη αφηγηματική ενότητα είναι δομημένη ως εξής:

(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)
Οι πόλεις και η μνήμη 5 (Μαυριλία)
Οι πόλεις και η επιθυμία 4 (Φεδώρα)
Οι πόλεις και τα σημάδια 3 (Ζωή)
Οι λεπτές πόλεις 2 (Ζηνοβία)
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές 1 (Ευφημία)
(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)

Το παιγνιώδες μοτίβο της αντίστροφης μέτρησης συνεχίζεται και εδώ (μόνο που εδώ αρχίζει από τον αριθμό 5). Στην αρχή κάθε ενότητας (από τη δεύτερη ως την όγδοη ενότητα) ο Καλβίνο εισαγάγει μια καινούργια κατηγορία πόλης. Με αυτό τον τρόπο ο Καλβίνο όταν το βιβλίο θα έχει φτάσει στην ένατη ενότητα θα έχει περιγράψει πενήντα πέντε πόλεις τις οποίες θα έχει ταξινομήσει σε έντεκα διαφορετικές κατηγορίες. Κάθε ενότητα, με τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί μας έχει ωθήσει τρόπον τινά στην επόμενη ενότητα – βέβαια στην τελευταία ενότητα η δομή μας λέει κάτι άλλο. Ας δούμε πρώτα τη δομή της ένατης ενότητας:

(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)
Οι πόλεις και οι νεκροί 5 (Λαυδομία)
Οι πόλεις και ο ουρανός 4 (Περινθία)
Οι συνεχόμενες πόλεις 3 (Προκοπία)
Οι κρυφές πόλεις 2 (Ραϊσα)
Οι πόλεις και ο ουρανός 5 (Ανδρία)
Οι συνεχόμενες πόλεις 4 (Καικιλία)
Οι κρυφές πόλεις 3 (Μαροζία)
Οι συνεχόμενες πόλεις 5 (Πενθεσιλεία)
Οι κρυφές πόλεις 4 (Θεοδώρα)
Οι κρυφές πόλεις 5 (Βερενίκη)
(συνομιλία του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν)

Τι παρατηρούμε; Βλέπουμε το εξής σχήμα ταξινόμησης να παίρνει μορφή: 5-4-3-2, 5-4-3, 5-4, 5. Έτσι ενώ στις άλλες ενότητες αυτό το σχήμα μας έδινε την αφηγηματική ώθηση για να προχωρήσουμε στην επόμενη ενότητα τώρα που τελειώνει το κείμενο, ο Καλβίνο δεν φαίνεται να μας λέει απλά ότι τελειώνει το κείμενο? με την επιλογή του να τελειώσει το κείμενο με την Βερενίκη (νούμερο 5 στην κατηγορία «Οι κρυφές πόλεις») επιτυγχάνει δύο πράγματα: πρώτα, αντιστρέφει τους κανόνες (οι περιγραφές των πόλεων ξεκινούν πάντα με τον μεγαλύτερο αύξοντα αριθμό, δεν τελειώνουν με αυτόν) και έπειτα με την αντιστροφή αυτή είναι σαν να λέει στον Μεγάλο Χαν (και στον αναγνώστη) ότι δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην επόμενη αφηγηματική ενότητα γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν καινούργιες ιστορίες έξω από την περίμετρο της πόλης.

Στις Αόρατες πόλεις το υπάρχον αφηγηματικό μοτίβο δημιουργεί μια αφήγηση που δεν είναι σπονδυλωτή αλλά αρθρωτή. Τι εννοούμε εδώ όταν λέμε «αρθρωτή αφήγηση»; Το σύνολο των πόλεων οι οποίες περιγράφονται στο κείμενο είναι όπως η σύνθεση του χώρου σε μια τουριστική περιοχή, π.χ. στην Πλάκα. Η δομή των Αόρατων πόλεων μπορεί να παρομοιαστεί με ένα ταξιδιωτικό χάρτη: σειρές από παρόμοια αξιοθέατα μπαίνουν στην ίδια κατηγορία στη συνέχεια, οι διάφορες κατηγορίες από αυτά τα αξιοθέατα τοποθετούνται στον ίδιο χάρτη και έτσι δημιουργείται ένα γεωγραφικό κολάζ από ετερόκλητες τοποθεσίες. Αυτό το κολάζ όμως είναι μια αναπαράσταση του πραγματικού γεωγραφικού χώρου στον οποίο αναφέρονται και τον οποίο περιγράφουν διαφορετικές αφηγήσεις.

Η παιγνιώδης δομή του βιβλίου είναι ένα σημαντικό στοιχείο γιατί τα παιχνίδια είναι ένα μοτίβο το οποίο εμφανίζεται ξανά και ξανά καθ’όλη τη διάρκεια του αφηγήματος: στην αρχή οι δύο συνομιλητές συνεννοούνται με νοήματα, στη συνέχεια αλλάζουν ρόλους (ο Κουμπλάι γίνεται ο αφηγητής και ο Πόλο ο ακροατής) ενώ ο Κουμπλάι Χαν προς το τέλος του βιβλίου ζητά από τον Πόλο να του αφηγηθεί ό,τι είδε χρησιμοποιώντας τα πιόνια του σκακιού. Ο Κουμπλάι Χαν επιχειρεί καθ’ όλη τη διάρκεια των συζητήσεων του με τον Πόλο να ανακαλύψει αν ο βενετός του αφηγείται ιστορίες τις οποίες έχει επινοήσει ή ιστορίες που του έχουν συμβεί στο παρελθόν— μπορεί μόνο να κάνει υποθέσεις. Η παιγνιώδης διάθεση αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο με τον οποίο το βιβλίο αποκαλύπτει το «μυστικό» της αφήγησής του: η πρώτη πόλη (Διομίρα) την οποία περιγράφει ο Πόλο ανήκει στην κατηγορία «Οι πόλεις και η μνήμη» ενώ η τελευταία πόλη (Βερενίκη) ανήκει στην κατηγορία «Οι κρυφές πόλεις». Ο Καλβίνο με τη συγκεκριμένη επιλογή έναρξης και κλεισίματος του βιβλίου κατ’ αυτό τον τρόπο είναι σαν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη του προσφέροντας ένα πολύτιμο στοιχείο για την αποκρυπτογράφηση του νοήματος του κειμένου. Στην επόμενη ενότητα θα δούμε με ποιο τρόπο ο Καλβίνο στις Αόρατες πόλεις επιχειρεί να ανιχνεύσει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν την αναπαράσταση της πόλης αλλά και τις ιδέες οι οποίες συνθέτουν την έννοια της πόλης.

Διαβάζοντας τις Αόρατες πόλεις: ένας σύντομος οδηγός εξερεύνησης στις πόλεις του μυαλού

Στην λογοτεχνία οι πόλεις στις οποίες διαδραματίζονται διάφορα διηγήματα και μυθιστορήματα αποκτούν και αυτές με τη σειρά τους πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση. Στην εισαγωγή ενδεικτικά αναφέραμε το Λονδίνο στις Μεγάλες Προσδοκίες του Καρόλου Ντίκενς, το Παρίσι του Καρόλου Μπωντλαίρ, την Αθήνα στις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη και την τριάδα των πόλεων της μέσης Ανατολής στην τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Οι πόλεις σε όλες αυτές τις αφηγήσεις κατέχουν και αυτές πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν παρέχουν μόνο ένα φόντο για τους πρωταγωνιστές τους αλλά έχουν οι ίδιες σημαντικό ρόλο στην ιστορία η οποία ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι αυτό που χαρακτηρίζει και καθορίζει μια πόλη είναι τα κτίρια και οι δρόμοι των πόλεων, οι πόλεις όμως κουβαλάνε σημαντικά σημασιολογικά φορτία: μέσα στις πόλεις, στα κτίσματα και στις κατασκευές που συνθέτουν το αστικό τοπίο έχουν κωδικοποιηθεί και ενσωματωθεί τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι νευρώσεις, οι ελπίδες και οι εφιάλτες των κατοίκων της πόλης. Η αφήγηση του Καλβίνο στοχεύει στο να περιγράψει όχι μόνο τα ορατά μέρη τα οποία απαρτίζουν μια πόλη αλλά και όλα όσα απαρτίζουν τις πόλεις και είναι αόρατα: τις συνήθειες και τα έθιμα των κατοίκων τους.

Ο κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Παρκ υποστήριξε ότι

η πόλη είναι κάτι παραπάνω από μια στοίβα ξεχωριστών ανθρώπων και κοινωνικών μέσων— δρόμοι, κτίρια, ηλεκτρικά φώτα, γραμμές του τραμ και τηλέφωνα, κτλ. Είναι κάτι παραπάνω επίσης από έναν απλό αστερισμό θεσμών και διοικητικών συσκευών: δικαστήρια, νοσοκομεία, σχολεία, αστυνομία και δημόσιους υπαλλήλους κάθε είδους. Η πόλη είναι περισσότερο μια κατάσταση του μυαλού, ένα σύνολο από έθιμα και παραδόσεις, και από τις οργανωμένες νοοτροπίες και συναισθήματα τα οποία ενυπάρχουν σε αυτά τα έθιμα και τα οποία μεταδίδονται με αυτή την παράδοση. Η πόλη δεν είναι, με άλλα λόγια, απλά ένας υλικός μηχανισμός και μια τεχνητή κατασκευή. Η πόλη εμπλέκεται στις ζωτικές διαδικασίες των ανθρώπων οι οποίοι την αποτελούν• η πόλη είναι ένα προϊόν της φύσης, και ειδικότερα της ανθρώπινης φύσης.

Η πόλη όπως την ορίζει ο Ρόμπερτ Παρκ δεν αποτελείται μόνο από τα κτίρια, αλλά και από τις κοινωνικές διεργασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτές. Ο Παρκ λοιπόν είναι σαν να μας λέει ότι οι πόλεις δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε (τα κτίρια, οι δρόμοι, τα πάρκα, οι χωματερές) αλλά και πολλά άλλα πράγματα που δεν είναι ορατά και απτά (κοινωνικές διεργασίες και οικονομικές συναλλαγές). Υπό αυτή την έννοια, ο Παρκ πριν τον Καλβίνο είχε υποστηρίξει ότι οι πόλεις δεν εμπεριέχουν μόνο ό,τι βλέπουμε αλλά και πολλά άλλα τα οποία δεν βλέπουμε αλλά στα οποία εμπλεκόμαστε. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο η ορατή πλευρά των πόλεων αλλά και πολλές άλλες, οι οποίες είναι αόρατες.

Οι Αόρατες πόλεις είναι μια ονειρική απεικόνιση της σύγχρονης εποχής: η αλλαγή και ο πολλαπλασιασμός των πόλεων. Οι πόλεις και ιδιαίτερα οι μητρόπολεις πλέον δεν υπάρχουν μόνο ως μέρος ενός κράτους αλλά, όπως τονίζει ο καθηγητής κοινωνιολογίας Ρίτσαρντ Σένετ σε ένα άρθρο  το οποίο δημοσίευσε το BBC, οι πόλεις εξελίσσονται: η σχέση τους με την χώρα στην οποία ανήκουν αλλάζει επίσης. Ο καθηγητής Σένετ τονίζει χαρακτηριστικά: «Το πιο σημαντικό μέρος για το Λονδίνο είναι η Νέα Υόρκη και για τη Νέα Υόρκη το πιο σημαντικό μέρος είναι το Λονδίνο και το Τόκυο….Το Λονδίνο ανήκει σε μια χώρα η οποία αποτελείται από το ίδιο και τη Νέα Υόρκη». Ο Καλβίνο μέσα από την ιδιότυπη κατηγοριοποίηση στις Αόρατες πόλεις επιχειρεί να ανακαλύψει τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους οι πόλεις μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους. Το κείμενο του Καλβίνο μοιάζει με την εφαρμογή των θεωριών για την πόλη σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο. Oι σύγχρονες πόλεις μοιάζουν με θύλακες, με αυτόνομους χώρους μέσα στους οποίους ο σύγχρονος άνθρωπος γεννιέται, ζει και πεθαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις πόλεις στις ταινίες του βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Γουίντερμπότομ— οι πόλεις στις ταινίες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη έχουν πρωταγωνιστικό ρόλo χαρακτηριστικά αναφέρω τις ταίνιες Η χώρα των θαυμάτων η οποία εκτυλίσσεται στο Λονδίνο και το Κώδικας 46  η οποία εκτυλίσσεται σε μια μελλοντική Σαγκάη. Όταν αρχίζει ο Κώδικας 46 βλέπουμε ότι οι χαρακτήρες κατοικούν σε αστικά τοπία τα οποία είναι τεράστια και αχανή. Οι χαρακτήρες της ταινίας πηγαίνουν από πόλη σε πόλη- δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτές. Οι πόλεις στην ταινία φαίνονται να αποτελούν αυτόνομα κρατίδια μέσα στο κράτος στο οποίο ανήκουν. Η παρουσία της πόλης, όπως και η μετάβαση από τη μία πόλη στην άλλη, παρουσιάζουν δυσκολίες. Οι πόλεις είναι αόρατες αλλά ταυτόχρονα μας περικυκλώνουν και μας περιέχουν. Στο βιβλίο του Καλβίνο συμβαίνει το ίδιο: οι πόλεις αποτελούν μια οντότητα, μια κατασκευή η οποία απλώνεται πέρα από τα γεωγραφικά της όρια και αναδομεί την περιοχή στην οποία ανήκει, αλλά και το κράτος στο οποίο ανήκει. Οι πόλεις είναι πλέον μικρά κρατίδια τα οποία εμπεριέχουν τις ιστορίες όλων των κατοίκων τους – κάτι τέτοιο αποτελεί χαρακτηριστικό και των πόλεων στις Αόρατες πόλεις του Καλβίνο.

Οι Αόρατες πόλεις μπορούν λοιπόν να διαβαστούν ποικιλοτρόπως: διακειμενικά, ως φόρος τιμής στο βιβλίο Τα ταξίδια μου του Μάρκο Πόλο• ως ένα λογοτεχνικό παιχνίδι• σαν μια εγκυκλοπαίδεια της εμπειρίας της ζωής στην πόλη• ως χάρτης της ιδέας της φανταστικής πόλης? ως μια αστική φαντασίωση? ως γράμμα αγάπης στην Πόλη. Όλοι αυτοί οι τρόποι αφήγησης των Πόλεων δεν εξαντλούν τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαβάσουμε το κείμενο του Καλβίνο. Το κείμενο του Καλβίνο είναι ιδιαίτερο καθώς ζητά από τον αναγνώστη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην ανάγνωση του. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι κάθε πόλη είναι γένους θηλυκού? από τις πενήντα πέντε πόλεις οι πενήντα δύο έχουν την κατάληξη –α και οι δεκαεννέα από τις πενήντα πέντε έχουν γυναικεία ονόματα. Οι πόλεις όλες μοιάζουν να είναι γυναίκες οι οποίες περιμένουν τον αναγνώστη-ταξιδιώτη που θα τις ανακαλύψει και θα μπορέσει να τις διαβάσει και να τις καταλάβει. Εδώ ο Καλβίνο φαίνεται να δημιουργεί ένα άτλαντα από Πόλεις-γυναίκες τις οποίες πρέπει και να «κατακτήσει».

Ο Δημήτρης Δημηρούλης, στο εισαγωγικό του κείμενο στην έκδοση των κειμένων του Εμμανουήλ Ροϊδη για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, τονίζει ότι η πόλη «ανήκει στην κατηγορία εκείνων των λέξεων οι οποίες, έχοντας ισχυρό πολιτισμικό εκτόπισμα, τροφοδοτούν τη φαντασιακή επινόηση του ανθρώπου, όταν επιχειρεί να συνθέσει τον κρίσιμο λόγο του πολιτισμού του». Αυτό το οποίο μας υπενθυμίζει ο Δημηρούλης είναι ότι οι πόλεις αποτελούν ένα είδος καθρέφτη τον οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί όχι μόνο για να αντιληφθεί τον εαυτό του αλλά κυρίως για να δημιουργήσει μια εικόνα για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η εικόνα δεν είναι απαραίτητα η σωστή αντικειμενικά αλλά είναι μια εικόνα η οποία ανταποκρίνεται στη φαντασίωση του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό. Σκεφτείτε το περίφημο σκίτσο του Ντα Βίντσι για τον άνθρωπο  με τις τέλειες αναλογίες: η απεικόνιση δεν αντιστοιχεί σε όλους τους ανθρώπους αλλά ο Ντα Βίντσι με αυτό το περίφημο σκίτσο απεικονίζει μια διαχρονική, ιδεατή εικόνα του ανθρώπου. Ας δούμε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να συνθέσει τον «κρίσιμο λόγο του πολιτισμού του».

Στον πρόλογο του βιβλίου, ο Καλβίνο σημειώνει ότι «στις Αόρατες πόλεις δεν υπάρχουν αναγνωρίσιμες πόλεις. Είναι όλες επινοημένες» (11). Ο ίδιος ο Μάρκο Πόλο όμως κατά τη διάρκεια της αφήγησης έρχεται σε αντίθεση με το δημιουργό του. Στην εισαγωγική σκηνή της έκτης αφηγηματικής ενότητας εκτυλίσσεται η ακόλουθη σκηνή η οποία και αναιρεί τον ισχυρισμό του συγγραφέα:

[μιλά ο Πόλο] ‘…Κύριε, σου μίλησα πλέον για όλες τις πόλεις που γνωρίζω.’
‘Απομένει μόνο μια για την οποία δεν μιλάς ποτέ’.
Ο Μάρκο Πόλο έσκυψε το κεφάλι.
‘Η Βενετία’, είπε ο Χαν.
Ο Μάρκο χαμογέλασε. ΄Και για τι άλλο νομίζεις σου μιλούσα;’ (112)

Οπουδήποτε και να ταξιδεύει, οποιαδήποτε πόλη και να εξερευνά, σε οποιαδήποτε πόλη και να αναφέρεται, η πόλη της Βενετίας αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Μάρκο Πόλο. Με αυτό τον τρόπο ο Καλβίνο προσφέρει στους αναγνώστες του ένα πολύ σημαντικό στοιχείο όσον αφορά την αστική ζωή: η ταυτότητα του ατόμου και η αντίληψη για τον εαυτό του επηρεάζεται, καθορίζεται και δημιουργείται από το χώρο στον οποίο ζει. Η ταυτότητα του κάτοικου κάθε πόλης καθορίζεται από την πόλη στην οποία ζει. Ο Μάρκο Πόλο βλέπει κάθε πόλη που επισκέπτεται μέσα από το πρίσμα της αγαπημένης του Βενετίας. Ο Ίταλο Καλβίνο με αυτό τον τρόπο αφενός αναγνωρίζει το χρέος του βιβλίου του στην πόλη της Βενετίας και στον βενετό εξερευνητή και, αφετέρου, παραδέχεται ότι το πώς βλέπει ο κάθε ταξιδιώτης έναν ξένο τόπο είναι αναπόφευκτα επηρεασμένο από την πόλη στην οποία ζει.

Ολόκληρο το κείμενο των Αόρατων πόλεων αναφέρεται σε μια Βενετία η οποία βρίσκεται πολύ μακριά από την Κίνα γεωγραφικά αλλά η οποία αναπαρίσταται με κάθε αφήγηση. Όταν ο Κουμπλάι Χαν σκέφτεται «Ήρθε ο καιρός η αυτοκρατορία μου, που ήδη μεγάλωσε υπερβολικά προς τα έξω…. να αρχίσει να μεγαλώνει και προς τα μέσα»(97), αυτό σηματοδοτεί από την μια την ανάγκη του αυτοκράτορα να αποκτήσει βαθύτερη γνώση και αίσθηση της αυτοκρατορίας του? από την άλλη, αποτελεί μια φαντασμαγορική αναφορά στη πόλη της Βενετίας: η δαιδαλώδης Βενετία με τα κανάλια της αποτελεί στην αφήγηση του Πόλο την ιδεατή Πόλη, από την οποία όλες οι άλλες πόλεις προέρχονται και στην οποία αναφέρονται. Η Βενετία στην οποία αναφέρεται ο Πόλο στο κείμενο του χαρακτηρίζεται από την αχανή, ατελείωτη εσωτερική της έκταση. Η ιδεατή αυτή Πόλη περιέχει τα πάντα, ακόμη και τρομερές δομικές αντιθέσεις, αλλά κατ’ αυτό τον τρόπο ο Καλβίνο με ένα πολύ ποιητικό τρόπο εξετάζει και δοκιμάζει σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο διάφορες θεωρίες για την πόλη. Ο Christopher Jencks σημειώνει ότι «στην πραγματικότητα, όλες οι θεωρίες για την πόλη είναι σωστές ιδίως όμως εκείνες που δεν μπορούν να συμβιβαστούν μεταξύ τους».Η πόλη η οποία συντίθεται σαν ένα παζλ μέσα από πολλαπλές αφηγήσεις είναι και η ίδια μια μεγάλη αφήγηση, μια γλωσσική κατασκευή. Ο γάλλος θεωρητικός Ρολάν Μπαρτ στο βιβλίο του Μυθολογίες τονίζει: «Η πόλη είναι ένας λόγος και αυτός ο λόγος είναι στ’ αλήθεια μια γλώσσα».Ο Καλβίνο όταν γράφει για το Παρίσι αναφέρει ότι η γαλλική πρωτεύουσα «είναι ένα τεράστιο έργο αναφοράς, μια πόλη την οποία μπορείς να συμβουλευθείς όπως μια εγκυκλοπαίδεια: σε κάθε σελίδα που ανοίγεις σου δίνει μια πλήρη λίστα πληροφοριών πλουσιότερη από αυτή που προσφέρει κάθε άλλη πόλη. Πάρτε για παράδειγμα τα μαγαζιά τα οποία είναι ο πιο ανοιχτός, ο πιο επικοινωνιακός λόγος που η πόλη χρησιμοποιεί για να εκφραστεί: όλοι διαβάζουμε μια πόλη, ένα δρόμο, μια λωρίδα πεζοδρομίου ακολουθώντας τη σειρά των μαγαζιών.….Η ιδέα της πόλης ως εγκυκλοπαιδικός λόγος, ως συλλογική μνήμη, είναι μέρος μιας ολόκληρης παράδοσης: σκεφθείτε τους Γοτθικούς καθεδρικούς ναούς  στους οποίους κάθε αρχιτεκτονική και διακοσμητική λεπτομέρεια, κάθε χώρος και στοιχείο, αναφερόταν σε απόψεις οι οποίες ήταν μέρος μιας παγκόσμιας σοφίας, ένα σημάδι το οποίο συναντούσε τον απόηχό του σε διαφορετικά συμφραζόμενα».Ο Καλβίνο υποστηρίζει με θέρμη ότι οι πόλεις είναι τόποι κατ’ εξοχήν γλωσσικοί: ο κάτοικος καταφέρνει να προσανατολιστεί μέσα στην πόλη διαβάζοντας τον αστικό χώρο σαν ένα βιβλίο. Η πρακτική της ανάγνωσης του αστικού χώρου σαν να ήταν βιβλίο όμως δεν έχει μόνο σκοπό την κατεύθυνση και προσανατολισμό του κατοίκου μέσα σε αυτή? έχει σκοπό και να προτρέψει τον κάτοικο να ονειρευτεί, να επινοήσει τρόπους για να μπορέσει αν όχι να βγει έξω από αυτόν σίγουρα να τον μεταμορφώσει. Στην εισαγωγική συζήτηση της πέμπτης ενότητας ο Κουμπλάι Χαν αφηγείται στον Μάρκο Πόλο ένα όνειρο του:

‘Θα σου διηγηθώ τι ονειρεύτηκα χθες βράδυ’, είπε στον Μάρκο. ‘Καταμεσής μιας επίπεδης και κίτρινης γης, σπαρμένης με μετεωρίτες και πλάνητες λίθους, έβλεπα να υψώνονται από μακριά τα βέλη μιας πόλης με λεπτές οξυκόρυφες σκεπές, φτιαγμένα έτσι ώστε η Σελήνη στο ταξίδι της να μπορεί να ακουμπά πότε στο ένα και πότε στο άλλο, ή να κάνει κούνια κρεμασμένη στα σύρματα των γερανών’. Και ο Πόλο: ‘Η πόλη που ονειρεύτηκες είναι η Λαλάγη. Οι κάτοικοί της φρόντισαν έτσι ώστε ο νυχτερινός ουρανός να κοντοστέκεται σε αυτή και η Σελήνη να επιτρέπει στο κάθε στοιχείο της πόλης να μεγαλώνει και να ξαναμεγαλώνει χωρίς τέλος’. ‘Είναι όμως κάτι που ούτε εσύ ξέρεις’, πρόσθεσε ο Χαν. ‘Ευγνωμονούσα η Σελήνη έδωσε στην πόλη της Λαλάγης ένα ακόμη πιο σπάνιο προνόμιο: να μεγαλώνει με ελαφρύτητα’. (98)

Δεν είναι τυχαίο ότι η πόλη που περιγράφεται μετά από αυτό το όνειρο είναι η Οκταβία, η πρώτη από τις πέντε πόλεις οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία «Οι λεπτές πόλεις». Η Οκταβία είναι μια πόλη η οποία κρέμεται πάνω από την άβυσσο βασισμένη πάνω σε ένα δίχτυ το οποίο χρησιμεύει και ως πέρασμα αλλά και ως στήριγμα. Ο Πόλο υποστηρίζει ότι «κρεμασμένη πάνω από την άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη από ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν ότι το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι να αντέξει» (99) Ο Καλβίνο στην εισαγωγή του αποκαλεί αυτές τις λεπτές, νηματοειδείς πόλεις ως τη «φωτεινότερη ζώνη του βιβλίου» (18). Οι λεπτές πόλεις ως σύνολο είναι οι πόλεις στις οποίες το πεπερασμένο της ύπαρξής τους τοποθετείται σε πρώτο πλάνο: ο Καλβίνο είναι σαν μας λέει ότι η γνώση ότι «το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι να αντέξει» κάνει τους κατοίκους της πόλης να αισθάνονται πιο ελεύθεροι. Η Οκταβία, με τον τρόπο που μας παρουσιάζεται, αποτελεί και το ιδανικό μοντέλο της πόλης η οποία είναι ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα, μια λογοτεχνική ονειροπόληση. Το λογοτεχνικό και νοηματικό δίχτυ το οποίο κατασκευάζει με την αφήγησή του ο Καλβίνο δεν είναι σίγουρο πόσο θα αντέξει, ή ακόμη κι αν θα αντέξει, στη φαντασία του αναγνώστη. Οι πόλεις στο κείμενο του Καλβίνο είναι όλες επινοημένες, είναι όλες του γλωσσικοί τόποι οι οποίοι βασίζονται στη χρήση της δημιουργικής λειτουργίας της μνήμης.

Ο Καλβίνο, όπως έχουμε ήδη πει, στις Αόρατες πόλεις βάζει τον αναγνώστη του σε ένα παιχνίδι διακειμενικότητας. Στα περισσότερα διακείμενα οι αναφορές γίνονται σε διαφορετικές πηγές, οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν στις Αόρατες πόλεις όλες οι πόλεις στις οποίες ο Μάρκο Πόλο αναφέρεται είναι η πόλη της Βενετίας. Το κάνει αυτό με ένα πλάγιο, ασαφή τρόπο – με «σκέψεις που κάνει όποιος κάθεται να δροσιστεί στο κατώφλι του σπιτιού του το βράδυ» (47). Ο Μάρκο Πόλο βλέπει σε κάθε πόλη της κινεζικής αυτοκρατορίας τη σκιά της πόλης της Βενετίας. Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο σκοπό έχουν όχι μόνο να δουν καινούργιους τόπους αλλά και να ανακαλύψουν ξανά μέσα από τις νέες εξερευνήσεις τις παλιές, γνώριμες πόλεις. Κάθε ταξίδι του Πόλο του επιτρέπει να κατανοήσει τις πόλεις τις οποίες έχει ήδη επισκεφτεί, στις οποίες έχει ήδη ζήσει: η κάθε πόλη αποτελεί σκιά και απόηχο μιας άλλης πόλης – με αυτό τον τρόπο ο ταξιδευτής μπορεί και αποκωδικοποιεί την εμπειρία της αστικής ζωής. Ο Πόλο λέει στον Μεγάλο Χαν:

Το αλλού είναι ένας αντίστροφος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που δεν είχε και που ποτέ δεν θα έχει. (49)

Ο ταξιδιώτης χρησιμοποιεί την αφήγηση μιας προηγούμενης πόλης και την πρότερη εμπειρία για να αποκωδικοποιήσει τη ζωή στην πόλη. Η εμπειρία του να είσαι ξένος αλλά και η συνάντηση με το ξένο παίζουν καταλυτικό ρόλο στην προσέγγιση του χώρου γύρω μας αλλά και μέσα μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Κουμπλάι Χαν ζητά από τον Μάρκο Πόλο -έναν ξένο- να γυρίσει την αυτοκρατορία του και να του περιγράψει τι είδε. Ο Καλβίνο με αυτό τον τρόπο είναι σαν να λέει ότι η επαφή με το Ξένο μας φέρνει σε επαφή με το ενδότερο εαυτό μας— είμαστε για πάντα αποξενωμένοι από την «ενδοχώρα» μας οπότε χρειάζεται η περιγραφή από ένα ξένο για να την προσεγγίσουμε χωρίς ποτέ να την προσπελάσουμε. Ο Κουμπλάι Χαν μοιάζει να είναι εξόριστος στο κέντρο της ίδιας του της αυτοκρατορίας. Ο Καλβίνο μοιάζει να λέει ότι είμαστε πάντοτε εξόριστοι ακόμη κι όταν είμαστε στο σπίτι μας και δεν μπορούμε να μετακινηθούμε και να εξερευνήσουμε ή τουλάχιστον να ανταλλάξουμε και να αφηγηθούμε ιστορίες για το χώρο στον οποίο ζούμε.

Κάθε μια από τις Αόρατες πόλεις είναι ένας τόπος γλωσσικός: υπάρχουν μόνο ως υποθέσεις. Όλες αυτές οι πόλεις δεν έχουν αντιστοιχία στην πραγματικότητα ή μάλλον αναφέρονται σε μια πραγματικότητα η οποία πλέον δεν υπάρχει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δύο πρώτες πόλεις για τις οποίες μας μιλά ο Πόλο:

Οι πόλεις και η μνήμη 1.

Αν ένας άνθρωπος ξεκινήσει από εκεί και προχωρήσει για τρεις μέρες προς την ανατολή, θα βρεθεί στη Διομίρα, πόλη με εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούντζινα αγάλματα όλων των θεών, δρόμους τέλεια λιθοστρωμένους, ένα κρυστάλλινο θέατρο, έναν χρυσό πετεινό που τραγουδά κάθε πρωί πάνω σ’ έναν πύργο. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει ήδη όλες αυτές τις ομορφιές γιατί τις είδε και σε άλλες πόλεις. Το χαρακτηριστικό όμως αυτής της πόλης είναι πως όποιος φτάνει εδώ μια βραδιά του Σεπτέμβρη, όταν οι μέρες μικραίνουν και οι πολύχρωμες λάμπες ανάβουν όλες μαζί στις πόρτες των ψητοπωλείων και από ένα μπαλκόνι μια γυναικεία φωνή φωνάζει: αχ! αρχίζει να ζηλεύει εκείνους που πιστεύουν πως έχουν ήδη ζήσει μια νύχτα ίδια με αυτή και πως εκείνη τη φορά ήταν ευτυχισμένοι. (23)

Οι πόλεις και η μνήμη 2.

Ο άντρας που ιππεύει για μέρες πολλές σε άγρια εδάφη ποθεί να συναντήσει μια πόλη. Κάποτε φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη όπου τα μέγαρα έχουν κρεμαστές ελικοειδείς κλίμακες καλυμμένες από θαλάσσιους κοχλίες, πόλη όπου κατασκευάζονται με όλους τους κανόνες της τέχνης κιάλια και βιολιά, πόλη όπου όταν ο ξένος είναι αναποφάσιστος ανάμεσα σε δύο γυναίκες συναντάει πάντα μια τρίτη, πόλη όπου οι κοκορομαχίες εκφυλίζονται σε αιματηρούς καβγάδες ανάμεσα σ’ αυτούς που βάζουν στοιχήματα. Όλα αυτά τα πράγματα σκεφτόταν κάθε φορά που ποθούσε μια πόλη. Η Ισιδώρα είναι επομένως η πόλη των ονείρων του: με μία μόνο διαφορά. Η ονειρεμένη πόλη τον εμπεριείχε νεαρό? στην Ισιδώρα φτάνει σε προχωρημένη ηλικία. Στην πλατεία είναι το πεζούλι των γέρων που κοιτάζουν τη νεολαία να περνά βρίσκεται καθισμένος στη σειρά μαζί τους. Οι επιθυμίες έχουν ήδη γίνει μνήμες. (24)

Ο Καλβίνο και σε άλλα κείμενα του έχει μιλήσει για πόλεις οι οποίες έχουν ως χώρο ένα αόριστο παρελθόν. Οι δύο αυτές περιγραφές είναι ενδεικτικές του τόνου ο οποίος διατρέχει την αφήγηση ολόκληρου του βιβλίου. Προσέξτε τις περιγραφές σε αυτά τα δύο αποσπάσματα: αναφέρονται σε περίτεχνα οικοδομήματα και κατασκευές, το ύφος και η γλώσσα τα οποία χρησιμοποιούνται όμως είναι ψυχρά, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού. Ο συγγραφέας μας αφηγείται το πώς έχουν τα πράγματα στις δύο αυτές πόλεις χωρίς ίχνος περιττού συναισθηματισμού. Η Διομίρα και η Ισιδώρα υπάρχουν μόνο στην ουτοπία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας – και στις δύο αυτές πόλεις ο βενετός εξερευνητής φαίνεται να επανέρχεται ξανά και ξανά με σκοπό να βρει κάτι το οποίο είχε χάσει στο παρελθόν (μια εμπειρία, τη νιότη του).

Και ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση χρησιμοποιώντας τον Κούμπλαϊ Χαν ως φερέφωνο του στο βιβλίο:

‘Επομένως είναι πράγματι ένα ταξίδι στη μνήμη, το ταξίδι σου!’ Ο Μεγάλος Χαν, πάντα με ανοιχτά τα αυτιά, αναπηδούσε στη αιώρα κάθε φορά που στην κουβέντα του Μάρκο αντιλαμβανόταν ένα νοσταλγικό τσάκισμα της φωνής. ‘Είναι λοιπόν για να ξεπεράσεις τη νοσταλγία σου που ταξίδεψες τόσο μακριά!’ (127)

Ο ταξιδιώτης που περιδιαβαίνει τις πόλεις τείνει να χάσει την ατομικότητά του και να γίνει ένα με την πόλη στην οποία βρίσκεται. Η λογοτεχνική αποτύπωση του χώρου και του χρόνου της πόλης δεν είναι μια απλή υπόθεση: κάθε πόλη δεν είναι μόνο τα κτίρια που την αποτελούν αλλά και όλα αυτά τα οποία συνθέτουν την πόλη? όλες εκείνες οι πρακτικές και οι συνήθειες που επιτρέπουν στους κατοίκους της να κινούνται και να έρχονται σε συναλλαγή μεταξύ τους. Ο Μάρκο Πόλο (και ο αναγνώστης) στις Αόρατες πόλεις διαμορφώνονται από τις πόλεις την ίδια στιγμή που και εκείνοι τις «διαβάζουν». Η ταυτότητα του εξερευνητή και του αναγνώστη επιδέχονται αλλαγές από τις περίτεχνες περιγραφές και την ψυχρότητα της μνήμης που ανακαλεί γεγονότα και τοποθεσίες από το παρελθόν. Κάθε καινούργια πόλη την οποία επισκέπτεται κανείς θυμίζει μια άλλη—η αστική εμπειρία είναι λοιπόν ένα μείγμα του γνώριμου και του ξένου. Στο απόσπασμα που ακολουθεί η συνομιλία ανάμεσα στον Πόλο και τον Μεγάλο Χαν φαίνεται να εντείνει αυτή την οδυνηρή αίσθηση του γνώριμου το οποίο υπάρχει μέσα στο ξένο, το πρωτόγνωρο:

«Έτυχε ποτέ να δεις μια πόλη που να μοιάζει με αυτή;» ρωτούσε ο Κουμπλάι τον Μάρκο Πολο βγάζοντας το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι έξω από το μεταξωτό κουβούκλιο του αυτοκρατορικού βουκένταυρου για να δείξει τις γέφυρες που κυρτώνουν πάνω από τα κανάλια, τα πριγκιπικά παλάτια με τα μαρμάρινα κατώφλια που βυθίζονται στο νερό, το πηγαινέλα των ελαφρών πλεούμενων που σεργιανάνε σε τεθλασμένες γραμμές σπρωγμένα από μακριά κουπιά, τις φορτηγίδες που ξεφορτώνουν καλάθια με ζαρζαβατικά στις πλατείες των αγορών, τα μπαλκόνια, τις αλτάνες, τους τρούλους, τα καμπαναριά, τους κήπους των νησιών που πρασινίζουν στο γκρίζο της λιμνοθάλασσας.

Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τον ξένο αξιωματούχο του, επισκεπτόταν την Κινσάι, αρχαία πρωτεύουσα εκθρονισμένων δυναστειών, τελευταία πέρλα της κορόνας του Μεγάλου Χαν.

«Όχι, κύριε», απάντησε ο Μάρκο, «ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι υπάρχει μια πόλη σαν κι αυτή». (111)

Ο Καλβίνο στο απόσπασμα αυτό προσδιορίζει το χώρο της πόλης του Κινσάι: η εμπορική κίνηση στην πόλη (τα πλοιάρια τα οποία εφοδιάζουν την πόλη με τρόφιμα,) η παρουσία των ανθρώπων η οποία γίνεται αντιληπτή όχι ρητά αλλά μέσω των έργων τους (γέφυρες, πλατείες, κήποι, καμπαναριά, κτλ.). Η απάντηση στην ερώτηση που κάνει ο Μεγάλος Χαν στον Πόλο («Έτυχε ποτέ να δεις μια πόλη που να μοιάζει με αυτή;») θαρρεί κανείς ότι είναι αυτονόητη: μα και βέβαια! Το αστικό περιβάλλον μπορεί να μην είναι τόσο φαντασμαγορικό όπως μας περιγράφει ο Μεγάλος Χαν αυτή την πόλη αλλά κάθε πόλη έχει παρόμοια χαρακτηριστικά—και ειδικά αυτή εδώ η πόλη με τη Βενετία, την γενέτειρα του Μάρκο Πόλο, μια πόλη η οποία είναι χτισμένη πάνω στο νερό. Η πόλη μοιάζει τόσο με τη Βενετία και η αρνητική απάντηση του Πόλο στην ερώτηση του Κουμπλάι κρύβει από πίσω της περισσότερο μια δημιουργική αντιμετώπιση της νοσταλγίας: ό,τι έχει χαθεί μπορεί να ξαναφτιαχτεί και να ξαναδημιουργηθεί σε ένα λογοτεχνικό έργο. Ο Καλβίνο μας υπενθυμίζει ότι όλες αυτές οι πόλεις είναι τόποι γλωσσικοί. Οι περιγραφές των πόλεων δεν αφορούν την άμεση εμπειρία αλλά εμπειρίες του παρελθόντος όπως μας μεταφέρονται μέσα από λογοτεχνικά αραβουργήματα. Όλες οι περιγραφές του Μάρκο Πόλο είναι προορισμένες για ανάγνωση.

Ο συγγραφέας θέτει μια σειρά από ερωτήματα με αυτό τον τρόπο όχι μόνο για τη ζωή στην πόλη αλλά και για τη λογοτεχνία εν γένει. Η πόλη του Κινσάι, η «αρχαία πρωτεύουσα εκθρονισμένων δυναστειών» που αναπαριστάται στο κείμενο του Καλβίνο, είναι μια πόλη έρημη από ανθρώπους αλλά συγχρόνως φαίνεται να είναι και μια πόλη η οποία συνδέεται με άλλες πόλεις. Η αναπαράσταση της πόλης Κινσάι δεν είναι η αναπαράσταση μιας πραγματικής πόλης αλλά η αναπαράσταση μιας ιδεατής πόλης. Ο Καλβίνο σε ένα σημείωμα του αποκαλούμενο «Ο συγγραφέας και η πόλη» γράφει:

Αν κανείς παραδεχτεί ότι η δουλειά ενός συγγραφέα μπορεί να επηρεαστεί από το περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγεται, από τα στοιχεία του περιβάλλοντος τοπίου, τότε κανείς πρέπει να παραδεχθεί ότι το Τορίνο είναι η ιδανική πόλη να είναι κανείς συγγραφέας. Δεν καταλαβαίνω πως καταφέρνει κανείς να γράψει σε μια από εκείνες τις πόλεις όπου οι εικόνες του παρόντος είναι τόσο συντριπτικές και ισχυρές ώστε να μην αφήνουν κανένα περιθώριο χώρου ή σιωπής στον συγγραφέα. Εδώ στο Τορίνο μπορείς να γράψεις επειδή το παρελθόν και το μέλλον διαθέτουν υπεροχή απέναντι στο παρόν, η δύναμη της παλαιότερης ιστορίας και η αναμονή του μέλλοντος προσδίδουν μια στερεότητα και νόημα στις ασυνεχείς, παραταγμένες εικόνες του σήμερα. (6)

Στο σημείωμα αυτό ο Καλβίνο ασφαλώς μιλά για τον εαυτό του όταν λέει «αν κανείς παραραδεχτεί…» — το σημείωμα είναι η παραδοχή του! Το Τορίνο αποτελεί για τον Καλβίνο την ιδανική πόλη, την πόλη της οποίας κάθε άλλη πόλη είναι απλά η σκιά της. Η αναπαράσταση της ιδανικής πόλης μέσα από την αφήγηση του Μάρκο Πόλο αποτελεί ένα μυθοπλαστικό παιχνίδι στο οποίο γνωστές τοποθεσίες αλλοιώνονται, αποκτώντας εκ νέου νόημα και σημασία. Κάθε νέα πόλη που συναντά ο Πόλο αποτελεί μια καινούργια ευκαιρία να ξαναεπισκεφθεί μια πόλη από κάποιο ταξίδι που έκανε στο παρελθόν? μια νέα τοποθεσία αποτελεί ευκαιρία για τον Ιταλό εξερευνητή να αναπολήσει τις πόλεις που είχε επισκεφθεί παλαιότερα. Ο Καλβίνο λοιπόν με ένα πλάγιο και ιδιαίτερα επιδέξιο τρόπο μας δείχνει ότι η πόλη ως οντότητα δεν καθορίζεται ως σύνολο μόνο από τις αναμνήσεις μας, τις ανάγκες μας (δίκτυα μαζικών μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, οικονομικών συναλλαγών και ούτω καθεξής) και τις προσδοκίες μας, αλλά καθορίζει και τη δική μας ταυτότητα είτε βρισκόμαστε σε μια πόλη ως ταξιδιώτες είτε ως κάτοικοι. Η συμπαγής υπόσταση και ταυτότητα του υποκειμένου (ταξιδιώτη η αναγνώστη) καταλύονται και καταρρέουν μέσα στις πόλεις του Καλβίνο? με αυτή την κατάλυση της ταυτότητας του υποκειμένου εννοούμε ότι ο ταξιδιώτης-αναγνώστης στην προσπάθεια του να βρει τη γενέτειρα-πόλη χάνεται στις αφηγήσεις και χάνει την επαφή με την πραγματικότητα έξω από την αφήγηση. Η αοριστία του αφηγηματικού χρόνου (ο οποίος εντοπίζεται σε ένα παρελθόν το οποίο είναι περισσότερο λογοτεχνικό παρά πραγματικό, περισσότερο αόριστο και συλλογικό παρά συγκεκριμένο και προσωπικό) και η δυσκολία εντοπισμού του αφηγηματικού χώρου συμβάλλουν στην ανατροπή της ταυτότητας του ταξιδιώτη-αναγνώστη. Ο εαυτός του ταξιδιώτη-αναγνώστη αποτελεί λοιπόν ένα κενό πλαίσιο πάνω στο οποίο επαναλαμβάνεται μια ματαιωμένη άφιξη στην πόλη την οποία ψάχνει ο ταξιδιώτης. Η πόλη της Ειρήνης για την οποία μαθαίνουμε στην όγδοη ενότητα ενσαρκώνει αυτό ακριβώς το αρχέτυπο της ματαιωμένης άφιξης:

Στο σημείο αυτό ο Κουμπλάι Χαν περιμένει ότι ο Μάρκο θα μιλήσει για την Ειρήνη έτσι όπως την είδε από μέσα. Ο Μάρκο όμως δεν μπορεί να το κάνει: όποια κι αν είναι η πόλη που εκείνοι του οροπεδίου ονομάζουν Ειρήνη, ο ίδιος δεν κατόρθωσε να τη γνωρίσει? άλλωστε δεν έχει μεγάλη σημασία: αν τη δει κανείς στέκοντας στο κέντρο της είναι μια άλλη πόλη? Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης που βλέπεις από μακριά, αν την πλησιάζεις, αλλάζει.

Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δεν μπορεί να ξεφύγει? άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξαναγυρίσει ποτέ? η καθεμιά αξίζει ένα διαφορετικό όνομα? ίσως, για την Ειρήνη, να μίλησα ήδη χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα ίσως να μη μίλησα παρά μόνο για την Ειρήνη. (156)

Η πόλη της Ειρήνης μπορεί να εμπεριέχει και όλες τις άλλες πόλεις του κόσμου. Δεν υπάρχει μόνο ένας χάρτης για την πόλη αυτή αλλά πολλοί. Η Ειρήνη είναι μια πόλη που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή στο σύνολό της γιατί αλλάζει συνεχώς – υπάρχει ένα ασύμπτωτο μεταξύ της υποκειμενικής αντίληψης της Ειρήνης και του πραγματικού της χώρου. Η εμπειρία της Ειρήνης σημαίνει ότι η πόλη ως χώρος και η πόλη ως σημασία πολλές φορές δεν συμπίπτουν και υπόκεινται συνεχώς σε αλλαγές.

Η πόλη ως σύνολο αποτελεί ένα δίκτυο από πολλαπλά νοήματα. Η πόλη μπορεί να διαβαστεί και ως ένα κείμενο. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τους ταξιδιωτικούς οδηγούς που κυκλοφορούν στο εμπόριο και υπάρχουν στο διαδίκτυο. Κάθε τουριστικός χάρτης, κάθε ταξιδιωτικός οδηγός  έχει ως σκοπό να προτρέψει τον επισκέπτη να επισκεφθεί συγκεκριμένα σημεία στην πόλη την οποία έχει φτάσει. Με αυτό τον τρόπο η γεωγραφία της πόλης και η σημασία της κατά κάποιο τρόπο διαμορφώνονται εκ νέου. Οι Del Casino και Ηanna υποστηρίζουν ότι «πολλοί τουριστικοί χάρτες συμπεριλαμβάνουν εικόνες των ανθρώπων ή των ‘οικοδεσποτών’ οι οποίοι κάνουν τους τουριστικούς χώρους μοναδικούς, εξωτικούς και συναρπαστικούς. Οι τουρίστες χρησιμοποιούν αυτές τις εικόνες για να τους βοηθήσουν να καταλάβουν ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και πώς διαφέρουν από τους ίδιους. Κάποιοι χάρτες απεικονίζουν τουρίστες που εμπλέκονται στις δραστηριότητες για τις οποίες οι τουριστικοί χώροι παράγονται, επιβεβαιώνοντας την ταυτότητα του τουρίστα και κατευθύνοντας την αναπαραγωγή της σε αυτούς τους χώρους. Με αυτούς και με άλλους τρόπους, οι τουριστικοί χάρτες συνεισφέρουν στην παραγωγή της ταυτότητας και μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην ταυτότητα, την αναπαράσταση και τον χώρο».Ποιος ο λόγος όμως να κάνουμε αυτό τον παραλληλισμό ανάμεσα στο κείμενο του Καλβίνο και τον Μάρκο Πόλο, από τη μια μεριά, και τον τρόπο που φτιάχνονται και χρησιμοποιούνται οι τουριστικοί χάρτες από την άλλη; Μα, αν το σκεφτούμε καταλαβαίνουμε ότι ο Κουμπλάι Χαν ζητά από τον Μάρκο Πόλο να του φτιάξει τρόπο τινά ένα τουριστικό χάρτη της αχανούς κινεζικής αυτοκρατορίας – η αφήγηση με αυτό τον τρόπο επιχειρεί να δημιουργήσει όχι μόνο μια καινούργια γεωγραφική αναπαράσταση της αυτοκρατορίας αλλά και να την εγγράψει στο χώρο της λογοτεχνίας για πάντα. Το ίδιο το κείμενο μας το θέτει ως εξής:

Επιστρέφοντας από τις αποστολές που του ανέθετε ο Κουμπλάι, ο επινοητικός ξένος αυτοσχεδίαζε παντομίμες που ο ηγεμόνας έπρεπε να ερμηνεύσει: μια πόλη είχε σχεδιαστεί από το άλμα ενός ψαριού που προσπαθώντας να ξεφύγει από το στόμα ενός κορμοράνου έπεφτε σε ένα δίχτυ, μια άλλη πόλη από έναν γυμνό άνθρωπο που περνούσε μέσα από τη φωτιά χωρίς να καίγεται, μια τρίτη από ένα κρανίο που έσφιγγε ανάμεσα στα πρασινισμένα από τη μούχλα δόντια του μια στρογγυλή, πάλλευκη πέρλα. Ο Μεγάλος Χαν αποκωδικοποιούσε τα σημάδια, όμως ο δεσμός ανάμεσα σε αυτά και τους ταξιδεμένους τόπους παρέμενε αβέβαιος: δεν ήξερε ποτέ αν ο Μάρκο ήθελε να του απεικονίσει μια περιπέτεια που του είχε λάχει σε κάποιο του ταξίδι, κάποιο από τα κατορθώματα του ιδρυτή της πόλης, την προφητεία ενός αστρολόγου, ένα αίνιγμα ή έναν συλλαβόγριφο απλώς για να υποδείξει ένα όνομα…Στο μυαλό του Χαν η αυτοκρατορία αντικαθρεφτιζόταν σε μια έρημο από ευμετάβλητα και ανταλλάξιμα μεταξύ τους στοιχεία, όπως είναι οι κόκκοι της άμμου, από τα οποία αναδύονταν για κάθε πόλη και επαρχία οι φιγούρες που υπονοούσαν οι λογόγριφοι του Βενετού (42)

Οι πόλεις τις οποίες περιγράφει ο Πόλο είναι φαντασμαγορικές, παράδοξες και μάλλον πρέπει να θεωρείται απίθανο ότι μπορεί να υπάρξουν. Ο Καλβίνο μας το λέει: «Ίσως η αυτοκρατορία, σκέφτηκε ο Κουμπλάι, να μην είναι τίποτε άλλο από ένα ζωδιακό κύκλο φαντασμάτων του νου» (43). Οι Αόρατες πόλεις αποτελούν φευγαλέους τόπους μνήμης και επιθυμίας? είναι για πάντα ‘παγωμένες’ στον χώρο της μνήμης και της λογοτεχνίας. Οι πόλεις που παρουσιάζονται στο βιβλίο αποτελούν έναν φαντασμαγορικό κύκλο από ονειρικές πόλεις:

Δεν έχει ούτε όνομα, ούτε τόπο. Σου επαναλαμβάνω το λόγο για τον οποίο σου την περιέγραφα: από τον αριθμό τον πόλεων που μπορεί κανείς να φανταστεί, πρέπει να αποκλείσουμε εκείνες των οποίων τα στοιχεία αθροίζονται χωρίς να υπάρχει κάτι που να τα συνδέει, χωρίς έναν εσωτερικό κανόνα, μια προοπτική, μια λογική. Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φανταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί αλλά και το πιο αναπάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το αντίστροφό της μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτισμένες με επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπειστικές, και κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα…Μα και οι πόλεις νομίζουν ότι είναι έργο του μυαλού ή της τύχης, αλλά ούτε το ένα ούτε η άλλη αρκούν για να κρατήσουν όρθια τα τείχη τους. Από μια πόλη δεν απολαμβάνεις τα εφτά ή τα τριάντα εφτά θαύματα, αλλά την απάντηση που δίνει σε κάποιο ερώτημα σου. (66)

Ο Μάρκο Πόλο λοιπόν αντιμετωπίζει τις πόλεις με μια λογική που μπορεί να περιγραφεί ως «ονειρική λογική»: οι πόλεις αποτελούν ένα λογόγριφο ο οποίος είναι δύσκολο να ερμηνευθεί γιατί οι πόλεις αποτελούνται από ασταθείς, άγνωστους κανόνες. Οι Αόρατες πόλεις ζητούν από τον αναγνώστη να αφεθεί στο φαινομενικά παράλογο του όλου εγχειρήματος του Καλβίνο και να κάνει ένα ταξίδι μαζί του στις πόλεις του κόσμου. Επιστρέφοντας από την τελευταία του αποστολή, ο βενετός ταξιδευτής βρήκε τον κινέζο αυτοκράτορα να τον περιμένει καθισμένος μπροστά σε μια σκακιέρα. Ο Κουμπλάι ζήτησε από τον Πόλο να του περιγράψει, χρησιμοποιώντας το σκάκι, τις πόλεις τις οποίες είχε επισκεφθεί σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι. Ο Πόλο χρησιμοποιώντας τα πιόνια του σκακιού και το ίδιο το σκάκι σαν ένα καμβά έκανε αναπαραστάσεις των πόλεων και των τοπίων στα οποία είχε ταξιδέψει:

Παρατηρώντας τα βασικά αυτά τοπία, ο Κουμπλάι αναλογιζόταν την αόρατη τάξη που στηρίζει τις πόλεις, τους κανόνες που τις κάνει να γεννιούνται, να παίρνουν μορφή, να ευδοκιμούν, να προσαρμόζονται στις εποχές, να μελαγχολούν, να καταστρέφονται. Κάποιες φορές είχε την αίσθηση πως ακόμα λίγο και θα ανακάλυπτε ένα αρμονικό και συνεπές σύστημα που θα υπόκειτο στις αναρίθμητες συμφωνίες και δυσαρμονίες, αλλά κανένα μοντέλο δεν άντεχε τη σύγκριση με εκείνο του σκακιού…. Τώρα πια ο Κουμπλάι Χαν δεν είχε ανάγκη να στέλνει τον Μάρκο Πόλο σε μακρινές αποστολές: τον κρατούσε να παίζει ατέλειωτες παρτίδες σκακιού. Η γνώση της αυτοκρατορίας ήταν κρυμμένη στο σχέδιο που χάραζαν τα απότομα άλματα του αλόγου, τα διαγώνια περάσματα του τρελού, το σερνάμενο και επιφυλακτικό βήμα του βασιλιά και του ταπεινού στρατιώτη, οι αδυσώπητες εναλλακτικές λύσεις του κάθε παιχνιδιού (152, 153).

Ο Καλβίνο με την ιδιαίτερη αγάπη του για τα παιχνίδια μας δίνει τη λύση σχετικά με τη λογική η οποία ενυπάρχει πίσω από τη δημιουργία και λειτουργία κάθε πόλης –λογοτεχνικής και πραγματικής. Η ιδιότυπη «ονειρική λογική» του Καλβίνο δεν εξηγείται και ούτε μπορεί να πιστοποιηθεί επιστημονικά – μόνο λογοτεχνικά μπορεί κανείς να την πλησιάσει: η λογική αυτή έγκειται στη δυνατότητα της διαίσθησης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Κουμπλάι ζήτησε να του αφηγηθούν τις πόλεις οι οποίες απαρτίζουν την αυτοκρατορία του – με αυτό τον τρόπο τονίζεται από τη μια η λογοτεχνική υπόσταση του εν λόγω κειμένου και από την άλλη ο συγγραφέας μας δίνει να καταλάβουμε ότι η πόλη ως σύνολο μπορεί να μετρηθεί με μια μέθοδο η οποία είναι καθαρά διαισθητική. Ο Μεγάλος Χαν μάλλον διαισθάνεται ότι η αυτοκρατορία του όπως την ξέρει πρόκειται να χαθεί σε λίγο, οπότε ζητά από κάποιον ξένο να την επισκεφθεί, να την καταγράψει και να μεταφέρει αυτή την αφήγηση στη Δύση. Εκεί όμως που ο Μάρκο Πόλο στο Εκατομμύριο έφερνε στη Δύση ιστορίες από μια εξωτική, μυστηριώδη Ανατολή, ο Καλβίνο στις Αόρατες πόλεις χρησιμοποιεί το αφηγηματικό σχήμα του εξερευνητή για να φέρει στον αναγνώστη της μεγαλούπολης ιστορίες από το υποσυνείδητο των πόλεων. Με αυτό τον τρόπο ο Μάρκο Πόλο ως αφηγητής επιχειρεί να μας οδηγήσει και να μας ξεναγήσει όχι μόνο στις πόλεις τις οποίες «επισκέφθηκε» αλλά κυρίως να μας πείσει ότι η δύναμη της φαντασίας μπορεί να ανασκάψει την καθημερινότητα και να ανασύρει στην επιφάνεια, να κάνει ορατό, ό,τι συμβάλλει στο να γίνει πιο υποφερτή η ζωή στην «κόλαση» της καθημερινότητας.

Ο Πόλο στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου σημειώνει ότι είτε θα γίνουμε μέρος αυτής της κόλασης είτε μπορούμε «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο» (198). Στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας μας είχε υπενθυμίσει ότι «Στη ζωή των αυτοκρατόρων υπάρχει πάντα μια στιγμή κατά την οποία την περηφάνια για την κατάκτηση τόσων απέραντων εκτάσεων έρχεται να διαδεχτεί η μελαγχολική και ανακουφιστική διαπίστωση ότι πολύ σύντομα θα πάψουμε να θέλουμε να τις γνωρίσουμε και να τις κατανοήσουμε» (21). Το βιβλίο λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απόπειρα γνωριμίας και κατανόησης όλων αυτών των πόλεων που είναι πολύ δύσκολο να γνωρίσουμε ουσιαστικά. Ο Καλβίνο/Πόλο χρησιμοποιεί εδώ τη λογοτεχνική φιγούρα του οραματιστή ταξιδιώτη για να μας προτρέψει να διαβάσουμε τον χώρο στον οποίο ζούμε με έναν ιδιαίτερα λογοτεχνικό-δημιουργικό τρόπο. O θεωρητικός Ανρί Λεφέβρ τονίζει: «Το να σκεφτούμε σχετικά με την πόλη είναι να συγκρατήσουμε και να διατηρήσουμε τις αλληλοσυγκρουόμενες πλευρές της: περιορισμούς και δυνατότητες, γαλήνη και βία, συναντήσεις και μοναξιά, συγκεντρώσεις και αποχωρισμούς, το τετριμμένο και το ποιητικό, την ανελέητη λειτουργιοκρατία και τον αναπάντεχο αυτοσχεδιασμό». H πόλη μπορεί λοιπόν να διαβαστεί σαν ένα κείμενο του οποίου την σύνθετη φύση πρέπει να αναγνωρίσουμε και με το οποίο διαπραγματευόμαστε σε καθημερινή βάση για να μπορέσουμε να ενώσουμε τη ζωή μέσα στο σπίτι με τη ζωή μας έξω από αυτό.


*Κείμενο στο πλαίσιο του προγράμματος της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Ανάπτυξη σύγχρονης μεθοδολογίας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας σε πλαίσιο Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης» 
(Πυθαγόρας-Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ) με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και εθνικούς πόρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.