#Α. Αναστασιάδης, Καθηγητής Πολεοδομίας Α.Π.Θ
#Π. Ασήμος, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, υπ. Δρ. Α.Π.Θ
#Π. Σταθακόπουλος, Καθηγητής Πολεοδομίας Α.Π.Θ
Η εισήγηση αναφέρεται στην πρακτική των αστικών αναπλάσεων και στην εξέλιξη της σχετικής ιδεολογίας που διέπει διαχρονικά τις συγκεκριμένες πολεοδομικές παρεμβάσεις. Με αναφορά σε σχετικά διεθνή παραδείγματα, από τη δεκαετία του '60 έως σήμερα, επιχειρείται η τυπολογική κατηγοριοποίηση των διαφόρων μορφών αστικής ανάπλασης, καθώς και η διερεύνηση και ανάδειξη της σχέσης τους με την ανασυγκρότηση των πόλεων.
Εξετάζονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι τρόποι και οι μορφές των παρεμβάσεων, καθώς και ο χειρισμός των σημαντικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και επηρεάζουν τις επεμβάσεις στο χώρο, όπως το μέγεθος και η κλίμακα, η αντιμετώπιση των χρήσεων και των λειτουργιών, ο χειρισμός των κελυφών, η οργάνωση του δημόσιου χώρου και η αντίληψη για τον ανθρώπινο παράγοντα.
Έμφαση δίνεται στα σημερινά δεδομένα όπου οι αστικές αναπλάσεις αναφέρονται με τον όρο «αστική αναγέννηση» (urban regeneration) εμφανίζοντας έναν πιο σύνθετο και πολυδιάστατο χαρακτήρα, στα πλαίσια της επιδιωκόμενης βιώσιμης ανάπτυξης και της επαναφοράς του ζητήματος της συμπαγούς πόλης.
Με βάση αυτή τη λογική, οι αναπλάσεις δεν στοχεύουν μόνο στην αντιμετώπιση πολεοδομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, αλλά και προβλημάτων κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα καθώς και την αξιοποίηση αναπτυξιακών ευκαιριών. Στο πλαίσιο αυτό, η εισήγηση καταλήγει θέτοντας τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της αστικής ανάπτυξης στην έννοια της συμπαγούς πόλης και στη σχέση της με τον χωρικό πολεοδομικό προγραμματισμό.
1. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Η εισήγηση επιχειρεί, μέσα από μία διαχρονική παρουσίαση, να επαναπροσδιορίσει την έννοια και να αναδείξει τη σημασία του ρόλου των αστικών αναπλάσεων, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και τα προβλήματα των πόλεων. Έμφαση δίδεται στις μορφές και στις πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά περιόδους προς την κατεύθυνση της ανασυγκρότησης των πόλεων με εργαλείο τις αστικές αναπλάσεις.
Τα τελευταία 50 χρόνια, οι αλλαγές που προέκυψαν σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις σε πολεοδομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο ήταν ραγδαίες και τα αίτιά τους πολύπλευρα και σύνθετα. Καθοριστικός παράγοντας ήταν η αλλαγή της δομής και διάρθρωσης της οικονομίας από το δευτερογενή στον τριτογενή τομέα, με την υποχώρηση της βιομηχανίας και την ενίσχυση των υπηρεσιών. Συνέπεια της αλλαγής αυτής ήταν η εγκατάλειψη κελυφών, λόγω της απομάκρυνσης των στεγαζόμενων σε αυτά χρήσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την πολεοδομική παρακμή ολόκληρων τμημάτων πόλεων. Το φαινόμενο εντοπίζεται σε πρώην βιομηχανικές περιοχές μετά τα τέλη της δεκαετίας του '70, γνωστό με την ονομασία αποβιομηχάνιση, και συνέβαλε στη δημιουργία ενός έντονα υποβαθμισμένου οικιστικού περιβάλλοντος με δυνατότητες πολεοδομικής αξιοποίησης. Παράλληλα, ενισχύονται και διαιωνίζονται τα προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού, κυρίως των μη προνομιούχων ομάδων, ανέργων, μεταναστών και γενικά των εθνικών μειονοτήτων.
Στο πλαίσιο αυτό, η πόλη διαδραματίζει πλέον ένα διττό ρόλο. Από τη μία αποτελεί το πολεοδομικό πεδίο συγκέντρωσης πληθυσμού διευκολύνοντας τη δυνατότητα αλληλεπιδράσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων που ήδη συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία (ανθρώπινο δυναμικό, φθηνό προσωπικό) καθώς και την ενίσχυση της καινοτομίας της (Αναστασιάδης Α., 2005). Από την άλλη, η πόλη αποτελεί πόλο έλξης μεγάλων πληθυσμιακών ρευμάτων τα οποία δεν είναι σε θέση να απορροφήσει, δημιουργώντας μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως η ανεργία, η εγκληματικότητα και γενικότερα η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Πρόκειται για πολύ σοβαρά ζητήματα, τα οποία έχουν άμεση αντανάκλαση και στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος (Αναστασιάδης κ.ά., 2011).
Οι πόλεις που υπέστησαν τις επιπτώσεις από την αλλαγή στη διάρθρωση της οικονομίας τους προσπάθησαν σταδιακά να υιοθετήσουν μια νέα λογική ανάπτυξης που είχε διττό στόχο την ποιότητα ζωής και περιβάλλοντος, παρά τη διαπιστωμένη ύφεση σε ορισμένους τομείς της οικονομίας τους. Είναι επίσης προφανές ότι η βελτίωση της εικόνας του αστικού περιβάλλοντος παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση και ανάπτυξη των πόλεων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Bilbao (2008). Η ανάγκη αντίληψης του τόπου, του κοινωνικά βιωμένου και λειτουργικά οργανωμένου χώρου από τους κατοίκους και από τους επισκέπτες, σε συνδυασμό με την ιστορία της πόλης και τον ήδη διαμορφωμένο ιστό της, καθιστά απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη σημασία ώστε οι πόλεις να διατηρηθούν, να αναγεννηθούν, αντί να συνεχίσουν την πορεία τους προς την παρακμή. Το πεδίο της δημόσιας πολιτικής που αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα των πόλεων είναι οι αναπλάσεις οι οποίες εμπεριέχουν την έννοια της επιχειρηματικότητας, που εκφράζεται έμμεσα με τη διευθέτηση των κρίσιμων ζητημάτων που προαναφέρθηκαν και ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με τις χρήσεις γης και ταυτόχρονα με τη βιωσιμότητα των επεμβάσεων.
Στη βάση των σύντομων κατευθύνσεων που προαναφέρθηκαν, γίνεται στη συνέχεια μια σύντομη ιστορική αναφορά στην εξέλιξη των μορφών και των πρακτικών των αστικών αναπλάσεων, σε χαρακτηριστικές περιόδους μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, η οποία αποδίδει το στίγμα της εξέλιξης της έννοιας και της λογικής τους σε πολεοδομικό επίπεδο.
Περίοδοι :
Μεταπολεμική Περίοδος 1945-1960:
Με το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η ανάγκη ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων πόλεων και επιμέρους περιοχών τους στηρίζεται αφενός στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην αναπτυξιακή δυναμική και αφετέρου στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο τελευταίος επικεντρώνεται βασικά στην αποκατάσταση των κελυφών και σε μικρότερο βαθμό σε κάποιες περιοχές που βασίζονται στη διατήρηση των υφιστάμενων χρήσεων, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην αναδημιουργία και στην επανοργάνωσή τους (Φραγκφούρτη, Δρέσδη).
Προτεραιότητα είχε η διευθέτηση των προβλημάτων που προκλήθηκαν από τον πόλεμο και η ανακατασκευή τμημάτων ή τομέων των πόλεων. Η διαδικασία αυτή θεωρήθηκε τις περισσότερες φορές υπόθεση εθνικής σημασίας, με βασικό φορέα υλοποίησης των παρεμβάσεων την κεντρική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα κατά την πενταετία 1945-1950, η έμφαση δόθηκε στις ριζικές επεμβάσεις, με κατεδάφιση του υπάρχοντος υποβαθμισμένου οικοδομικού αποθέματος και με νέα ανοικοδόμηση του.
Τις επεμβάσεις αυτές μπορούμε να τις ονομάσουμε ριζικές, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύονται από μεταφορά και μεταβολές στην κοινωνική σύσταση του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα των συνεπειών του πολέμου.
Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στον τομέα των επεμβάσεων στις πόλεις μετά το τέλος της δεκαετίας του '50 ποικίλουν. Η διάκριση των διαφορετικών περιόδων δεν είναι απλή, εξαιτίας των συγγενικών, κύριων και παράλληλων όρων που χρησιμοποιούνται στην ξένη βιβλιογραφία, όπως reconstruction, renewal, renovation, revitalization, regeneration, όροι οι οποίοι αναφέρονται στις αστικές επεμβάσεις κυρίως στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, εκφράζοντας συγκεκριμένες περιόδους και σχετικές ανάγκες αλλά και νέα πρότυπα οικονομικής και κοινωνικής και πολεοδομικής οργάνωσης.
Από το φάσμα των διαφορετικών τύπων πολεοδομικών επεμβάσεων μπορούμε να καταγράψουμε σχηματικά τρεις βασικές κατηγορίες (Σταθακόπουλος 1993 & Αραβαντινός 1997):
i) τη ριζική ανάπλαση (επεμβάσεις αστικής ανακαίνισης), δηλαδή την κατεδάφιση και τη εξ
αρχής ανοικοδόμηση με πιθανή αλλαγή της κοινωνικής σύστασης (από το 1950-1970)
ii) τη μερική ανάπλαση, (πρόκειται για τις επεμβάσεις αστικής ανάπλασης 1960-1980) δηλαδή τη διατήρηση του υπάρχοντος οικοδομικού όγκου και της κοινωνικής σύστασης και
iii) την ήπια ανάπλαση με κανονιστικούς όρους (revitalization).
Το διάστημα 1950-1960 μπορεί να διαχωριστεί σε δύο επιμέρους περιόδους.
Η πρώτη αναφέρεται στη λογική της «μοντέρνας» πολεοδομίας, στηριζόμενη στις αρχές της χάρτας των Αθηνών, που είχε αρνηθεί κάθε αξία των παλιότερων τμημάτων των πόλεων και διερευνούσε τις δυνατότητες του νέου οικοδομικού υλικού, του σκυροδέματος (Le Corbusier). Η χρήση του τελευταίου επέτρεψε την κατασκευή υψηλών κτιρίων, επιτρέποντας τη δυνατότητα μικρότερης κάλυψης και απόδοσης μεγαλύτερων επιφανειών επί του εδάφους, δημιουργία ελεύθερων χώρων και πρασίνου.
Σχετικά προγράμματα αναπλάσεων έγιναν ιδιαίτερα στη Γαλλία (place d' Italie) και στην Αγγλία στα πλαίσια της κρατικής οικιστικής πολιτικής από φορείς του Δημοσίου, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή και από κοινωφελείς επιχειρήσεις, μέσω χρηματοδοτήσεων ή επιχορηγήσεων.
Η δεύτερη περίοδος (στα τέλη του '60), εστιάζεται στην εξάπλωση των πόλεων ταυτόχρονα με τη βιομηχανική ανάπτυξη και γενικότερα στην ανάπτυξη της οικονομίας και στη διάχυση του φαινομένου της αστυφιλίας. Την ίδια περίοδο αρχίζει να εμφανίζεται και η σταδιακή υποβάθμιση των ιστορικών κέντρων των πόλεων που οφείλεται κυρίως στην αύξηση του ποσοστού ιδιόκτητων αυτοκινήτων σε συνδυασμό με μια σειρά συναφών παραμέτρων όπως η ανάγκη σε χώρους στάθμευσης, τα μη ικανοποιητικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά των δρόμων ώστε να δεχτούν μεγάλους κυκλοφοριακούς φόρτους και η αυξανόμενη ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω της αύξησης των μετακινήσεων. Ταυτόχρονα προς αυτήν την κατεύθυνση συμβάλουν η διαρκώς αυξανόμενη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη αντιμαχόμενων και ασύμβατων χρήσεων γης, καθώς και η έλλειψη επαρκών και μη ικανοποιητικού μεγέθους δημοσίων χώρων (Σταθακόπουλος Π., 1993).
Περίοδος 1960-1970:
Στις αρχές της δεκαετίας αυτής γίνεται για πρώτη φορά από τον Lewis Mumford κριτική στην απρόσωπη και εκτός κλίμακας αρχιτεκτονική των μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 αρχίζει να εφαρμόζεται στα ιστορικά κέντρα και μια σειρά παρεμβάσεων, κυρίως κυκλοφοριακών, οι οποίες είχαν σαν στόχο να συμβάλουν στην περαιτέρω ανασυγκρότησή τους (Κολωνία, Μπολώνια), μέσω και της απομάκρυνσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου από αυτά. Ο Kevin Lynch στο βιβλίο του με τίτλο "Image of the city, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίον οι χρήστες αντιλαμβάνονται και οργανώνουν τις χωρικές πληροφορίες καθώς προσανατολίζονται μέσα στις πόλεις. Με βάση αυτή τη μελέτη για την κατανόηση της πόλης, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν νοητικές αναπαραστάσεις όλων των στοιχείων που αυτή περιέχει και οι οποίες ομαδοποιούνται στις 5 γνωστές κατηγορίες: τα γραμμικά στοιχεία, τα όρια, οι περιοχές οι κόμβοι και τα τοπόσημα.
Οι παραπάνω τοποθετήσεις και οι αντιδράσεις του πληθυσμού στα πλαίσια ενημέρωσής του από διάφορους φορείς σχετικά με την ιστορική, πολεοδομική (οικιστικό περιβάλλον, μικρή κλίμακα) και αισθητική αξία (μορφολογία) των παλαιών κτιρίων, κατευθύνουν την πολιτική πολεοδομικών επεμβάσεων σε προγράμματα αναπλάσεων προβληματικών περιοχών στο εσωτερικό των παλαιότερων τμημάτων των πόλεων, με διατήρηση τόσο της κοινωνικής δομής τους, όσο και του υφιστάμενου κτιριακού δυναμικού τους, όπου αυτό καθίσταται δυνατόν. Αυτή η στροφή στην προαναφερθείσα νέα λογική αναπλάσεων ανταποκρινόταν από τη μια στη γενικότερη επιδιωκόμενη πολιτική εθνικού γοήτρου κι' από την άλλη στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών.
Η νέα προσέγγιση ανάπλασης κατά την παραπάνω περίοδο, δηλαδή διατήρηση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος και της κοινωνικής σύνθεσης, αποδίδεται με τον όρο «rehabilita-tion», που σχετίζεται με τη βελτίωση, αναβάθμιση και επανάχρηση των κτιρίων, χωρίς αλλαγή της βασικής λειτουργίας τους και με παράλληλη διατήρηση του υφιστάμενου πληθυσμού και ιδιαίτερα των παλαιών χρηστών τους. Σε αντιδιαστολή, ο όρος «renovation», που επίσης χρησιμοποιείται και αναφέρεται κυρίως στη δεκαετία του 1950, σχετίζεται περισσότερο με το συνδυασμό κατεδάφισης ορισμένων κτιρίων, με την αποκατάσταση άλλων, καθώς και με τη δημιουργία ακόμα και νέων κατασκευών.
Περίοδος 1970-80: Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Lefebvre (1968) και στις αρχές της επόμενης ο Castells (1972), αναφέρονται και τονίζουν τη σπουδαιότητα και τη σημασία της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο του πολεοδομικού προγραμματισμού στη Γαλλία. Παράλληλα στην Αγγλία, με έμφαση στην παραπάνω πολιτική, ακολουθείται παράλληλα το κίνημα του συναινετικού σχεδιασμού (advocacy planning) καθώς και οι συμμετοχικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο αυτό, προβλήθηκαν πιο συστηματικά o! κοινωνικοί στόχοι που υιοθετήθηκαν εν μέρει και από την πλευρά της αντίστοιχης κρατικής πολιτικής όπως η συμμετοχή των οργανωμένων επιτροπών πολιτών καθώς και όλων των ενδιαφερομένων στα προγράμματα και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στα κοινωνικά προβλήματα των μειονοτήτων και των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο του άκρατου καπιταλισμού και ουσιαστικά για την αρχή της παγκοσμιοποίησης που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών και τη σταδιακή υιοθέτηση, χρήση και εφαρμογή τους, ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό αρχίζουν για πρώτη να εμφανίζονται στην περιφέρεια των μεγαλύτερων πόλεων τα εμπορικά κέντρα, η παρουσία των οποίων είχε καταλυτική επίδραση στην οργάνωση του περιφερειακού και αστικού χώρου. Ταυτόχρονα, ο τρόπος ζωής στις πόλεις αρχίζει να χαρακτηρίζεται από τη λογική της απομόνωσης και της αποξένωσης μεταξύ των κατοίκων, κάτι που εκφράζεται με το σλόγκαν «μετακίνηση-εργασία-ύπνος», το οποίο περιγράφει τις καθημερινές συνήθειες και δραστηριότητες των πολιτών.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από την εμφάνιση του περιφερειακού σχεδιασμού, που εστιάζεται σε ένα φιλόδοξο εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό κατά περίπτωση. Πρόκειται για την περίοδο των μεγάλων επενδύσεων του κεφαλαίου στην Ευρώπη (φαρμακευτικές εταιρείες στο Μιλάνο, εταιρείες νέων τεχνολογιών στη Γαλλία, HP, ΙΒΜ), μέσα από την ιδεολογική διάσταση της πολεοδομίας και αποτελεί ουσιαστικά τη μετάβαση από τη μεταβιομηχανική περίοδο στη νέα που έχει ως χαρακτηριστικό τις υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας καθώς και τη νέα κλίμακα αγοράς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σχεδιάζονται και κατασκευάζονται νέες πόλεις με σύγχρονα δίκτυα, ενώ αρχίζουν να δημιουργούνται και μεγάλα επιχειρηματικά κέντρα για να ανταποκριθούν στις νέες οικονομικές απαιτήσεις (Defense, 1970). Ταυτόχρονα υλοποιούνται πολύ σημαντικές και εκτεταμένες αναπλάσεις σε τμήματα πόλεων (Παρίσι-Halles, Lyon-Part-Dieu, Μιλάνο) οι οποίες στηρίζονται σε αναλυτικά χρονοδιαγράμματα σε ό,τι αφορά στη διεκπεραίωση του έργου, έχουν υψηλούς προϋπολογισμούς και δημιουργούν χιλιάδες θέσεις εργασίας και υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Πρόκειται για την περίοδο όπου μέσα από τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την οικονομία προδιαγράφεται το οικιστικό επίπεδο.
Το 1976 η κρίση του πετρελαίου περιόρισε προς στιγμήν αυτήν την ανάπτυξη η οποία στη συνέχεια επαναπροσδιορίστηκε μέσα από την περιφερειακό καπιταλισμό και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πόλεων με τη δημιουργία clusters. Ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του '80 ολοκληρώνονται και οι νέες μορφές εμπορικών κέντρων, τα περιφερειακά και ιδιαίτερα τα εντός του αστικού ιστού, όπως αυτά του Lary Smith, με έμφαση στις υπηρεσίες.
Κάθε προηγούμενη περίοδος αποτελεί το ανάχωμα για την επόμενη, λαμβάνοντας υπόψη της τις διάφορες αρνητικές κριτικές σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και διασφαλίζοντας την «οικονομική» επιτυχία και συνέχεια.
Περίοδος 1980-1990: Πολλές από τις παραπάνω παρεμβάσεις συνεχίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1980, με αρκετές και σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και στον προγραμματισμό τους. Πρόκειται για την περίοδο των μεγάλων αστικών αναπλάσεων γοήτρου και ανασυγκρότησης των πόλεων (Bercy, Dockland), αλλά και την oλοκλήρωση των νέων πόλεων τρίτης γενιάς που μετεξελίσσονται σε μητροπολιτικές ενότητες.
Έχοντας ως δεδομένη την οικονομική κρίση των πρώην βιομηχανικών πόλεων που περι-γράφηκε προηγουμένως, δόθηκε πλέον από τις κυβερνήσεις ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των μικρών παρεμβάσεων με συμμετοχή συνεταιριστικών προγραμμάτων της τοπικής ενδογενούς αναπτυξιακής κατεύθυνσης.
Περίοδος 1990-2000: Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίοδο, όπου πλέον προκύπτει η ανάγκη περιορισμού της έως τότε ανάπτυξης με τη μορφή της άκρατης υποβάθμισης των αξιών του φυσικού και του αστικού περιβάλλοντος και αρχίζει να γίνεται λόγος για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και περιβάλλοντος. Η δομή και η ποιότητα του αστικού χώρου είναι αυτά που δίνουν τις κατευθυντήριες γραμμές των νέων πολεοδομικών επεμβάσεων στα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης και οι οποίες έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν "brand name" της περιοχής, της ίδιας της πόλης. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σχεδιασμό του δημόσιου χώρου μέσα από αναπλάσεις όπου δίνεται έμφαση στην ανάγκη για μεγαλύτερο αριθμό επεμβάσεων, με παρεμβάσεις ήπιων μορφών.
Στις πόλεις σημειώνεται πλέον έντονη αποβιομηχάνιση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την στροφή του παραγωγικού μοντέλου στον τριτογενή τομέα, με έμφαση στον τομέα των υπηρεσιών και της υψηλής τεχνολογίας. Με αυτόν τον τρόπο προκύπτουν αναξιοποίητοι χώροι, με ανενεργά κελύφη και δημιουργούνται αστικά κενά, τα οποία οδηγούν σε πολεοδομική παρακμή (urban decline) και η προτεινόμενη αξιοποίηση τους γίνεται με τη μορφή της «αστικής αναγέννησης» (Σταθακόπουλος Π., 2007).
Ειδικότερα το 1992, στη διεθνή συνάντηση του Ρίο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, διατυπώνονται οι ορισμοί του οικονομικού και τεχνητού κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ως «Οικονομικό Κεφάλαιο» θεωρούνται οι ανανεώσιμοι πόροι και ως «Τεχνητό Κεφάλαιο» θεωρούνται οι υποδομές, τα δίκτυα, τα παραγόμενα αγαθά και τα κεφάλαια (Σταθακόπουλος Π., 2008). Ο έλεγχος του κεφαλαίου και ιδιαίτερα η αυτοχρηματοδότηση των έργων από τις τοπικές αναπτυξιακές δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα το σταδιακό περιορισμό της ανάκαμψης. Έτσι, οι περιφερειακές επεμβάσεις πραγματοποιούνται σε κλίμακα περιοχών με συγκεκριμένες προστιθέμενες αξίες, τα χρονοδιαγράμματα γίνονται πιο ευέλικτα και οι προϋπολογισμοί πιο μικροί. Βασικά γίνεται λόγος για σημειακές επεμβάσεις με έμφαση στις χρήσεις γης και στον αναπτυξιακό χαρακτήρα με τον κατάλληλο χειρισμό των κελυφών, ουσιαστικά για πολεοδομικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό, ανακόπτοντας τις επεκτάσεις με έμφαση στην επιστροφή της ίδιας της πόλης, δηλαδή στην έννοια της συμπαγούς πόλης.
Εξαιτίας των μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, τη θέση του «μοντέρνου» παίρνει το «μεταμοντέρνο» κίνημα, που εστιάζει στην αισθητική στο δημόσιο χώρο, στην πρακτική της πολεοδομίας και όχι στην ιδεολογία και στην «ουτοπία». Έμμεσα μιλάμε για μια κλίμακα επεμβάσεων με έμφαση στον αστικό σχεδιασμό, στη σύζευξη δηλαδή πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής (Σταθακόπουλος Π., 2007) για το δομημένο περιβάλλον και για ένα σύγχρονο περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Στην ουσία πρόκειται για αστικές αναπλάσεις, μεσαίας και μικρής κλίμακας, με επιχειρηματικό χαρακτήρα, όπου η χωροθέτηση νέων χρήσεων και η διαχείριση του δημόσιου χώρου είναι καθοριστικές.
Τέλος, όσον αφορά στη λογική και στη μορφή των σχεδίων κατά την περίοδο αυτή, δεν πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικές αλλαγές, αφού η επικράτηση του μεταμοντέρνου δεν συνοδεύθηκε από μια πραγματικά διαφορετική αντιμετώπιση του χώρου. Μέσα από τις ζυμώσεις αυτές προέκυψαν ουσιαστικά και ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής τους, τρεις νέες κατευθύνσεις για τις αναπλάσεις.
i) Στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης, αποκατάσταση των σύγχρονων πόλεων στο σύνολο τους. Δεν υλοποιούνται σημειακές επεμβάσεις, αλλά επιχειρείται μια προσπάθεια εξυγίανσης του αστικού ιστού στο σύνολο του που βασίζεται στην οικονομική ευρωστία και στην ανάπτυξη της απασχόλησης, στην επίτευξη κοινωνικής ισότητας και ενσωμάτωσης (π.χ., των μειονότητων), στην προστασία και βελτίωση περιβάλλοντος και στη χρηστή διακυβέρνηση (ανασυγκρότηση πόλεων, περιοχών).
ii) Πόλεις τεχνολογικής καινοτομίας. Είναι το προϊόν της ιδιαίτερης «διαπλοκής» που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις μεταβιομηχανικές αστικές περιοχές και στις μακρο-οικονομικές σχέσεις ανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή ο ανταγωνισμός δεν εμφανίζεται τόσο μεταξύ κρατών, όσο κυρίως μεταξύ πόλεων και πυρήνων ή πόλων ανάπτυξης όπου το branding παίζει σημαντικό ρόλο.
iii) Μετασχηματισμός Μητροπόλεων. Αποτελεί μία από τις κυριότερες εκφάνσεις του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού. Αναφέρεται σε αναπλάσεις υποβαθμισμένων περιοχών με νέο τρόπο οικονομικής προσέγγισης / ανάπτυξης. Αφορούν κυρίως στις εγκαταλελειμμένες περιοχές βιομηχανικές περιοχές, στα λιμάνια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα αστικά κενά.
Περίοδος 2000-2010: Ο βασικός στόχος της περιόδου είναι μέσα από τις αστικές αναπλάσεις να επανακτηθεί η έννοια της «συμπαγούς πόλης». Πόλεις πιο συμπαγείς, με όρια, με τοπόσημα, με κόμβους και γειτονιές, πόλεις του γνωστικού καπιταλισμού, πόλεις high-tech. Είναι η απομάκρυνση από την έννοια της πόλης-προάστιο που αναφέρεται στον τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης και η επαναφορά στην έννοια της συμπαγούς πόλης (Σταθακόπουλος 2007).
Οι αναπλάσεις αυτές στοχεύουν στη βελτίωση του οικιστικού περιβάλλοντος, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα και στην εικόνα του δημόσιου χώρου, με αύξηση της παρουσίας του φυσικού περιβάλλοντος καθώς και στην εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης αστικής κινητικότητας. Προς αυτήν την κατεύθυνση βασικό ρόλο παίζει η τήρηση και εφαρμογή των αποφάσεων που ελήφθησαν στη διάσκεψη κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ (2002) για τη βιώσιμη ανάπτυξη και το πρωτόκολλο του Κιότο (2010).
2010 και μετά:
Σήμερα οι ευρωπαϊκές πόλεις γίνονται ολοένα και πιο αφιλόξενες, πιο απρόσωπες, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στα πλαίσια αυτά αλλάζει και η λογική των αναπλάσεων. Ας θυμηθούμε τη διατύπωση του Castels: «Οι διαμαρτυρόμενοι μετατρέπονται σε συνεργάτες». Η τρέχουσα ορολογία για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων και η νέα λογική των αναπλάσεων είναι η «αστική αναγέννηση». Οι Roberts και Sykes (2002) αναφέρουν ότι «η αστική αναγέννηση είναι η περιεκτική και ολοκληρωμένη οπτική και δράση που οδηγεί στην επίλυση των πολεοδομικών προβλημάτων και επιχειρεί να επιφέρει μια διαρκή βελτίωση στην οικονομική, φυσική, κοινωνική και περιβαλλοντική κατάσταση μιας περιοχής που έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές».
Η αστική αναγέννηση (αστική χωρική ανασύνταξη) δεν προωθεί κάτι νέο για την επίλυση των σημερινών προβλημάτων των πόλεων. Πρόκειται για έναν όρο που έχει ως στόχο να αντικαταστήσει όλους τους προηγούμενους και να συμπεριλάβει στην οπτική του όλους τους σχετικούς προβληματισμούς που αναδείχθηκαν σταδιακά στην περίοδο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, εισάγοντας στις επεμβάσεις την έννοια της επιχειρηματικότητας. Αναφέρεται στο δομημένο χώρο των πόλεων αλλά και σε μια σφαιρική θεώρηση του προβλήματος που οφείλεται στην εφαρμοσιμότητα της βιώσιμης ανάπτυξης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους κοινωνικούς στόχους των προγραμμάτων επέμβασης. Συγκεκριμένα αναφέρεται σε παρεμβάσεις που αφορούν σε περιοχές κατοικίας και βιομηχανίας και που εκτείνονται μεταξύ κέντρου πόλης και προαστίων καθώς και σε περιοχές όπου είναι συσσωρευμένα τα διάφορα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Προϋποθέτει μια μακροπρόθεσμη και στρατηγική προσέγγιση και είναι μια συνεχής και παρεμβατική από τη φύση της διαδικασία. Αυτός ο τύπος επέμβασης δεν απαιτεί μόνο οικονομικές επενδύσεις, αλλά και συμμετοχή πολλών παραγόντων. Η ανεργία, η εγκληματικότητα, η κοινωνική υποβάθμιση, η παρακμή της βιομηχανίας, συνέπειες των προηγούμενων αποτυχημένων πολεοδομικών επεμβάσεων, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδυση ενός νέου τρόπου προσέγγισης του χώρου, καθώς και του σχετικού προβληματισμού με την ελπίδα τα φαινόμενα αυτά, αν όχι να εξαλειφθούν, να περιοριστούν.
Οι επεμβάσεις αυτές σήμερα οφείλουν ιδιαίτερα να λαμβάνουν υπόψη τους τις συνθήκες και τις ανάγκες της κάθε πόλης/χώρου καθώς και τις νέες κοινωνικο-οικονομικές πολεοδομικές συνθήκες επέμβασης. Είναι η περίοδος για επαναφορά στην έννοια της «συμπαγούς» πόλης, της γειτονιάς, των ορίων, της βιώσιμης κινητικότητας και βασικά της συλλογικότητας και όχι του «ατομικισμού», της μείωσης των δαπανών και της ορθολογικής διαχείρισης των πόλεων. Είναι η περίοδος της ελπίδας όπου, μέσα από τον «μύθο» της ποιότητας ζωής και περιβάλλοντος, το όραμα της πόλης συνεχίζει να υπάρχει και να δημιουργεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.