Η ανάπτυξη των πόλεων έπειτα από μια συνεχή διάχυση τους προς τα προάστια και την εγκατάλειψη των ιστορικών κέντρων, τις τελευταίες δεκαετίες, περνά σε μια εκ νέου αναβίωση των κεντρικών περιοχών. Οι επεμβάσεις αστικής αναγέννησης εστιάζουν στο ζήτημα της ανάκτησης εγκαταλελειμμένων αστικών περιοχών, περισσότερο ή λιγότερο χτισμένων, που έχασαν την αρχική τους λειτουργία λόγω ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, όπως παλιές βιομηχανικές περιοχές, λιμενικές εγκαταστάσεις, σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις και υποδομές, στρατιωτικές εκτάσεις αλλά και άλλα αστικά κενά. Πρόκειται βασικά για μακροχρόνιες, μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις, που επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής ζωής των πόλεων μέσα από την ενίσχυση του τριτογενούς τομέα με την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, χρήσεων εμπορίου και αναψυχής αλλά και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
O σημαντικός ρόλος της πόλης στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αλλά και την ποιότητα ζωής έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Η ολοκληρωμένη πολιτική αστικής ανάπτυξης πρέπει να προωθεί, πέρα από την ανάπλαση του αστικού ιστού, την πολυδιάστατη αναζωογόνηση της πόλης. Η πολιτική αισθητικής αναβάθμισης και αξιοποίησης του υπάρχοντος κτιριακού και αστικού δυναμικού πρέπει να δρα συμπληρωματικά με τις πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της συγκεκριμένης αστικής περιοχής / εδάφους ώστε τα αποτελέσματα να είναι πολλαπλασιαστικά και αμοιβαία ωφέλιμα.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη βιολογία ο όρος ανάπλαση σημαίνει αναζωογόνηση χαμένων ή κατεστραμμένων ιστών ή αποκατάσταση ενός συστήματος στην αρχική του μορφή. Έτσι συμβαίνει και στον αστικό ιστό όπου αναζωογονούνται οι οικονομικές δραστηριότητες, αποκαθίστανται οι κοινωνικές λειτουργίες και βελτιώνεται η ποιότητα του περιβάλλοντος. Ένας γενικός περιγραφικός ορισμός για τις αστικές αναπλάσεις, θα ήταν ότι είναι οι πολεοδομικές παρεμβάσεις σε τμήματα του υφιστάμενου αστικού ιστού, που περιλαμβάνουν το φυσικό ανασχεδιασμό τους (Οικονόμου, 2004).
Σύμφωνα με την υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία, «ανάπλαση περιοχής είναι το σύνολο των κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, οικονομικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από σχετική μελέτη και που αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών -μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής».
Οι περιοχές που χρήζουν μιας ιδιαίτερης αντιμετώπισης είναι κυρίως αυτές που παρουσιάζουν φαινόμενα υποβάθμισης και βαθμιαία εγκατάλειψης. Οι περιοχές αυτές συνήθως διακρίνονται:
- σε περιοχές με προβλήματα στο οικιστικό δίκτυο, δηλαδή: ανεπάρκεια ή βαθμιαία γήρανση του κτιριακού αποθέματος, ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα των εγκαταστάσεων ή των υποδομών, έλλειψη δημοσίων εκτάσεων γης μεγάλης επιφάνειας και διασπορά του δημόσιου υπαίθριου χώρου.
- σε περιοχές με προβλήματα κοινωνικής ή οικονομικής διάστασης, δηλαδή: ζητήματα συμμετοχής, κυρίως λόγω του κατακερματισμού της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αποκέντρωση, υποβάθμιση και απαξίωση, ύπαρξη φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού, λόγω ανομοιογένειας του πληθυσμού και το χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου του πληθυσμού
- σε περιοχές με προβλήματα χρήσεων, δηλαδή: προβλήματα υποβάθμισης χρήσεων ή προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας των συγκρούσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα σε υπάρχουσες χρήσεις σε μια περιοχή, η χωροθέτηση ανθυγιεινών ή επικίνδυνων για το περιβάλλον δραστηριοτήτων, έλλειψη κοινόχρηστων χώρων και χώρων για κοινωφελείς εγκαταστάσεις.
2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ - Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, βασική προτεραιότητα των πόλεων ήταν η αντιμετώπιση των καταστροφών και η ανασυγκρότηση του οικιστικού ιστού από τον πόλεμο, ιδίως στις κεντρικές περιοχές, ενώ δεύτερη προτεραιότητα ήταν οι μαζικές επεκτάσεις των πόλεων για να υποδεχθούν το κύμα της μεταπολεμικής αστικοποίησης. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η καθοδήγηση υπήρξε από τις κεντρικές κυβερνήσεις, μέσα από συγκεντρωτικές και ταχύρυθμες διαδικασίες, με τη χρήση απλουστευμένων σχεδιαστικών προτύπων και με πολύ μικρή σημασία στα θέματα αισθητικής.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να γίνεται φανερό ότι ορισμένες από τις πολεοδομικές επιλογές απλώς αναχωροθετούσαν και τροποποιούσαν τα πολεοδομικά προβλήματα. Το ίδιο συνεχίστηκε και κατά τη δεκαετία του '70, όπου οι παρεμβάσεις έδιναν έμφαση στη βελτίωση και ανανέωση, παρά στην ανακατασκευή εξαρχής. Κατά τη δεκαετία του '80, οι αναπλάσεις άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις. Το γεγονός ότι το κεντρικό κράτος δεν μπορούσε να καλύπτει το σύνολο των πόρων για τις παρεμβάσεις, πράγμα το οποίο οδήγησε σε συνεργασίες με την τοπική αυτοδιοίκηση ή τον ιδιωτικό τομέα, είχε φανερές συνέπειες στο χαρακτήρα των αναπλάσεων.
Κατά τη δεκαετία του '90 η πολεοδομική πολιτική οδηγήθηκε σε έναν γενικότερο μετασχηματισμό, που οφειλόταν σε διάφορους παράγοντες, όπως επανεκτίμηση του ρόλου των μητροπόλεων ως τόπων χωροθέτησης οικονομικών δραστηριοτήτων αιχμής, αυξανόμενη σημασία στην εταιρική σχέση δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης των παρεμβάσεων, είσοδος των περιβαλλοντικών ζητημάτων και της έννοιας της αειφορίας, στροφή από την εκτατική ανάπτυξη των πόλεων στην επανάχρηση των υφιστάμενων αστικών χώρων και κτιριακών κελυφών, αυξανόμενη σημασία στα κοινωνικά θέματα, όπως ο κοινωνικός διαχωρισμός και ο κοινωνικός αποκλεισμός και τέλος ευαισθητοποίηση σε θέματα αισθητικής και εικόνας.
Το σημαντικό σε αυτή την νέα αστική ανάπτυξη, δεν είναι τόσο οι κοινωνικές υποδομές ή οι συνολικές αναπλάσεις για τους κατοίκους της, αλλά το ανταγωνιστικό παιχνίδι εντυπώσεων μεταξύ των πόλεων με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και κεφαλαίου και γενικά αποδοτικών δραστηριοτήτων (Οικονόμου, 2004).
3. Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Οι αστικές αναπλάσεις σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο αποτελούν μια πολιτική παρέμβασης, η οποία υιοθετείται από πολλές και διαφορετικές σε μέγεθος πόλεις. Είναι πλέον σύνηθες εργαλείο με συγκεκριμένους προκαθορισμένους στόχους για την αναζωογόνηση πόλεων ή τμημάτων τους. Είναι σαφές ότι οι αναπλάσεις επιχειρούνται σε περιοχές υποβαθμισμένες, περιοχές με έντονα προβλήματα τόσο στο κέλυφος, όσο στις χρήσεις αλλά και στη διάρθρωση του ίδιου του ανθρώπινου δυναμικού.
Στη Γαλλία, κάθε δραστηριότητα ανάπλασης εξελίσσεται σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο των Ζωνών Συντονισμένης Διευθέτησης (ZAC), το οποίο συνοψίζεται σε ισότιμη συμμετοχή Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, σεβασμό της κτισμένης παραδοσιακής και ιστορικής κληρονομιάς, επαναχρησιμοποίηση των υπαρχόντων κελυφών και την πλήρωση των αστικών κενών και ευελιξία στο σχεδιασμό. Το μέσο παρέμβασης που χρησιμοποιείται στη Γαλλία είναι το «Σχέδιο Πρόγραμμα» που συνοψίζει με τις αρχές του όλη τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία των αναπλάσεων και το οποίο επιτρέπει, αλλαγές, βελτιώσεις και συμπληρώσεις, ανάλογα με τις συνθήκες και τις διάφορες παραμέτρους, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης. Επιπλέον, οι ZAC, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν οριοθετούν αυστηρά μια ζώνη στην οποία απευθύνεται η παρέμβαση, αλλά ευνοούν συμπληρωματικές παρεμβάσεις στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ ταυτόχρονα δίνεται σημασία και στις θετικές αναξιοποίητες δυνατότητες της περιοχής (Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., 1995).
Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα σχεδίου αστικής ανάπλασης είναι το Grand Paris με στόχο τη βελτίωση των μεταφορών και της στέγασης της γαλλικής πρωτεύουσας και των προαστίων της, το οποίο ανακοινώθηκε το 2007. Κύριος στόχος της ιδέας αυτής ήταν να σταματήσει η υποβάθμιση των προαστίων και να δρομολογηθεί η ένωσή τους με το κέντρο. Πέρα από τη νέα αισθητική που θα δοθεί στην πόλη, στόχος είναι να δοθούν λύσεις στα πολιτικά, διοικητικά, οικιστικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί από τη διαφορά δυναμικού μεταξύ του «λαμπερού» κέντρου των δύο εκατομμυρίων κατοίκων και των «άναρχων», παραμελημένων προαστίων των εννέα εκατομμυρίων. Μετά από ένα χρόνο εργασίας, λοιπόν με τη συμμετοχή πολλών διεθνών ονομάτων της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, οι προτάσεις τους είναι έτοιμες και εκτίθενται πλέον στο κοινό.
Στην Αγγλία, γρηγορότερα από τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, έγινε αντιληπτή η αξία των μικρών παρεμβάσεων με στόχο την επανάχρηση του παλαιού κελύφους. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του '60 οι συνολικές ολοκληρωμένες παρεμβάσεις εγκαταλείπονται μετά από έντονη κριτική και στη θέση τους αρχίζουν οι μικρές παρεμβάσεις κλίμακας γειτονιάς. Οι Ζώνες κινήτρων για την κατοικία "Housing Action Areas" στοχεύουν σε βελτίωση του υπάρχοντος κελύφους και αντικατάσταση μόνο των άχρηστων κτιρίων. Ενδεικτικοί της όλης αντίληψης είναι οι χρονικοί στόχοι για τη διάρκεια των ανακαινισμένων κελυφών που φτάνουν τη δεκαπενταετία και σε εξαιρετικές περιπτώσεις την τριακονταετία. Μετά από την περίοδο αυτή η ποιότητα, η ικανότητα και η χρήση των κτιρίων θα επανεξετάζονται. Η ίδια αντίληψη του περιορισμένου και ελεγχόμενου αντικειμένου αφορά και το χώρο. Μικροί πυρήνες ανάπλασης με μικρές φάσεις παρέμβασης.
Η ρεαλιστική αυτή αντιμετώπιση δεν εμπόδισε τους Άγγλους να συλλάβουν και να πραγματοποιήσουν από τις μεγαλύτερες ίσως επιχειρήσεις ανάπλασης, αυτή της επανάκτησης των DOCKS, τα οποία επελέγησαν να αποτελέσουν επιχειρηματική ζώνη, στην οποία δόθηκαν ιδιαίτερα κίνητρα φορολογίας. Η επιλογή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση επενδύσεων και την αλματώδη ανάπτυξη της περιοχής. Το πρόγραμμα επέμβασης το οποίο εκπονήθηκε και υλοποιήθηκε από το London Docklands Development Corporation, κατέστησε τα Docklands ένα κέντρο εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, καθώς και μια περιοχή πολυτελούς κατοικίας. Αξιοσημείωτη ανάπτυξη γνωρίζουν και γειτονικές περιοχές, ως αποτέλεσμα της συγκοινωνιακής τους σύνδεσης με την περιοχή.
Στη Γερμανία, αν και πολύ αργότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γίνεται φανερή η στροφή προς την επαναχρησιμοποίηση του κελύφους των ιστορικών πόλεων. Απέναντι στην αστική ανανέωση με «βαριά» παρέμβαση μέσω σημαντικών κατεδαφίσεων, σήμερα προβάλλεται και εδώ μια πολιτική αναζωογόνησης των υποβαθμισμένων συνοικιών, η οποία βασίζεται στα «μικρά βήματα». Η συνεργασία των ιδιωτικών επενδυτών θεωρείται και στη Γερμανία ως η ενδεικνυόμενη λύση για τα προβλήματα της ανάπλασης, στο πλαίσιο βέβαια των στόχων της ανάπλασης.
Στο Βερολίνο, τόσο η αστική σύνθεση όσο και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά στην προσπάθεια αναβάθμισης της πόλης. Μετά την κατεδάφιση του τείχους, το 1989, και την ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα της Γερμανίας, ακολούθησε μια σειρά από παρεμβάσεις σε υποβαθμισμένες περιοχές κοντά στο τείχος. Η γερμανική νομοθεσία προβλέπει ένα ρυθμιστικό της πόλης και στη συνέχεια δημιουργούνται Ειδικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί, τα πολεοδομικά σχέδια, είτε σε κλίμακα οικοδομικού τετραγώνου, είτε ευρύτερης περιοχής. Ο επανασχεδιασμός του χώρου ήταν προϊόν διεθνών διαγωνισμών, με συμμετοχή πολυεθνικών εταιρειών, σε συνεργασία με μεγάλα ονόματα αρχιτεκτόνων πολεοδόμων.
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι έχει γίνει πια κοινή πεποίθηση ότι η ανάπλαση, ανεξάρτητα από τους στόχους της, δεν είναι δυνατόν να αναλαμβάνεται αποκλειστικά από το Δημόσιο, αλλά ένα μέρος των επιχειρήσεών της εκχωρείται στους δήμους, οι οποίοι συνεργάζονται με τον ιδιωτικό τομέα ή αναθέτουν σε αυτόν τα έργα.
4. ΟΙ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Ο σχεδιασμός στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο και η έλλειψη εμπειρίας είναι προφανής. Αν εξαιρέσουμε κάποια μεμονωμένα παραδείγματα όπως οι αναπλάσεις στα ιστορικά κέντρα των πόλεων, γενικότερα δεν υπάρχει σημαντική εξέλιξη. Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να μελετηθεί η ιστορική εξέλιξη των νομοθετημάτων για τον αστικό σχεδιασμό στην Ελλάδα, τα προβλήματα των οποίων είναι πια διακριτά (Οικονόμου Δ., 2004.)
• Κυριαρχεί κοινωνικά και χωρικά η μικροϊδιοκτησία,
• Ο σχεδιασμός παραμένει δύσκαμπτος, χρονοβόρος και αναποτελεσματικός,
• Η πολεοδόμηση κατηγοριοποιείται σε
α. παράνομη κατάτμηση -αυθαίρετη δόμηση, β. νόμιμη εκτός σχεδίου δόμηση, γ. νομιμοποίηση των αυθαιρέτων,
• Το κράτος αποτελεί το κύριο φορέα άσκησης πολεοδομικής πολιτικής,
• Η αντιπαροχή συνεχίζει και λειτουργεί χωρίς καμία περιβαλλοντική πολιτική,
• Η διάχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και η έλλειψη ελέγχου στις χρήσεις γης, οδηγεί σε πλήθος χωρικών διαιρέσεων και διαφοροποιήσεων στη χρήση του χώρου από διαφορετικές ηλικίες εθνότητες, κοινωνικές τάξεις και φύλα,
• Ο ανταγωνισμός των χρήσεων γης και ο ρόλος της γαιοπροσόδου. Εξελισσόμενο ιστορικά, το θέμα των αναπλάσεων που αρχικά αφορούσε επανάχρηση ιστορικών κτιρίων και συγκροτημάτων, πέρασε στην προβληματική των χρήσεων των χώρων και στη συνέχεια προσπάθησε να αντιμετωπίσει το θέμα των χρηστών αφού συχνά παρουσιάστηκε το πρόβλημα, μια ανάπλαση να έχει σαν αποτέλεσμα την εξαίρεση από το χώρο χρήσεων και χρηστών που αρχικά υπήρχαν.
Ένα από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα αστικής ανάπλασης που συντελέστηκε στη χώρα μας, ήταν η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικότεροι στόχοι του προγράμματος αφορούσαν στην ανάκτηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης, στην οργάνωση και αναβάθμιση των αρχαιολογικών χώρων, στη δημιουργία ενιαίου δικτύου πεζοδρόμων το οποίο θα συνέδεε τις αρχαιολογικές ζώνες και θα αποκαθιστούσε τις αρχαίες διαδρομές, τη δημιουργία περιοχών πρασίνου και ελευθέρων χώρων οι οποίοι θα "διέτρεχαν" ολόκληρη την περιοχή, εξασφαλίζοντας σημαντική αύξηση των ελευθέρων και χώρων πρασίνου σε συνδυασμό με νέες δενδροφυτεύσεις στο δίκτυο πεζοδρόμων που υλοποιήθηκε αλλά και θα συμπληρωθεί σταδιακά ώστε να αποτελέσει ολοκληρωμένη παρέμβαση, την αποκατάσταση και συντήρηση μνημείων και εξωραϊσμό κτηρίων (ανανέωση προσόψεων, αισθητική αποκατάσταση, καθαίρεση διαφημιστικών πινακίδων κλπ.), τη θεσμοθέτηση χρήσεων γης και διατύπωση κανονισμών συμβατών με τη φιλοσοφία και τους στόχους της όλης παρέμβασης, τη μείωση της πυκνότητας και του Σ.Δ. σε περιοχές οι οποίες επηρεάζουν το χαρακτήρα των υπό ενοποίηση ζωνών, την εφαρμογή κυκλοφοριακών ρυθμίσεων σχετικών με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) και την κυκλοφορία και δημιουργία χώρων στάθμευσης σε αντιστοιχία με το σύστημα ΜΜΜ (ενδεχομένως και εκτός ιστορικού κέντρου για τα τουριστικά λεωφορεία).
Σημαντική προσπάθεια έγινε και στις περιπτώσεις αναγέννησης των περιοχών Ψυρρή, Κεραμικού και στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά στους τρόπους χρηματοδότησής των αστικών αναπλάσεων, αυτοί αποτελούν από τα πιο πολύπλοκα θέματα προς αντιμετώπιση. Σε διεθνές επίπεδο, ενθαρρύνεται και επιδιώκεται η συμμετοχή των ιδιωτικών φορέων και κεφαλαίων σε προγράμματα αναπλάσεων, και προωθείται η θεσμοθέτηση των Συμπράξεων Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και ιδιαίτερα μέσω της πρωτοβουλίας Joint European Support for Sustainable Investment in City Areas (JESSICA). Απώτερος στόχος είναι η ανάπτυξη αστικών κέντρων και η παροχή νέων θέσεων εργασίας. Η πρωτοβουλία αυτή αναπτύχθηκε από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε συνεργασία με την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης, με σκοπό την προώθηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης σε αστικές περιοχές, με τη στήριξη των διαρθρωτικών ταμείων της EE.
Με τα προγράμματα των Ολοκληρωμένων Σχεδίων Αστικής Ανάπτυξης, δόθηκε η ευκαιρία σε Δήμους της χώρας, να προχωρήσουν σε μερικές αναπλάσεις περιοχών, έστω και αν αυτές αφορούσαν σε απλές πεζοδρομήσεις.
To ΥΠΕΚΑ, μέσω του «Πράσινου Ταμείου», στο πλαίσιο της πολιτικής για την αναβάθμιση του αστικού χώρου και την αποτροπή της διάχυσης της πόλης μέσω των συνεχών επεκτάσεων, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αστική ανάπλαση, η οποία σαν εργαλείο επέμβασης στον αστικό χώρο, αποκτά καινούρια δυναμική, βάζοντας ως κύριους στόχους την Αστική Ανάπλαση και την προώθηση της βιώσιμης κινητικότητας.
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχει πλέον αναγνωριστεί διεθνώς ο σημαντικός ρόλος της πόλης στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αλλά και την ποιότητα ζωής. Η ολοκληρωμένη πολιτική αστικής ανάπτυξης πρέπει να προωθεί, πέρα από την ανάπλαση του αστικού ιστού, την πολυδιάστατη αναζωογόνηση της πόλης. Η πολιτική αισθητικής αναβάθμισης και αξιοποίησης του υπάρχοντος κτιριακού και αστικού δυναμικού, πρέπει να δρα συμπληρωματικά με τις πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της συγκεκριμένης αστικής περιοχής/εδάφους, ώστε τα αποτελέσματα να είναι πολλαπλασιαστικά και αμοιβαία ωφέλιμα.
Είναι γεγονός ότι στις αναπλάσεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα, εφαρμόζονται σημειακές παρεμβάσεις, οι οποίες αφορούν σε «υποπεριοχές» των ιστορικών κέντρων, χωρίς να εντάσσονται στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδιασμού αναβάθμισής των. Καταδεικνύεται με τον τρόπο αυτό, η έλλειψη ολοκληρωμένων προγραμμάτων ανάπλασης.
Η δημιουργία κτιρίων συμβόλων, πάρκων και γενικότερα αφορμών για την τουριστική επίσκεψη των πόλεων, σήμερα είναι αποτέλεσμα των σχεδίων ανάπλασης υποβαθμισμένων περιοχών τους, που παλαιότερα όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τουριστικό πόλο αλλά μάλλον αποτελούσαν και πρόβλημα για την ίδια την πόλη.
Όσον αφορά την πορεία και την υλοποίηση μιας αστικής αναγέννησης, αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι σε μεγάλα εγχειρήματα, είναι απαραίτητη η σύμπραξη και η συνεργασία του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα.
Η ανανέωση του αστικού περιβάλλοντος και η ανακύκλωση των κτιριακών υποδομών μπορεί πιθανώς να επιτευχθεί μέσα από άλλες διεργασίες, οι οποίες δεν θα καθορίζονται πλήρως από τον παράγοντα του κέρδους. Μόνον έτσι θα είναι δυνατόν να αποφευχθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός μιας αστικής αναγέννησης. Όπως αναφέρει ο P. Marcuse, «το αντίθετο του εξευγενισμού δεν θα έπρεπε να είναι η παρακμή και η εγκατάλειψη, αλλά ο 'εκδημοκρατισμός' της κατοικίας». Ο 'εκδημοκρατισμός' δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω οποιασδήποτε μορφής προγραμμάτων επιδοτούμενης κατοικίας, αλλά απαιτεί την ανάπτυξη πρωτοβουλίας από τη μεριά των κατοίκων και της συντονισμένης δράσης τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.