Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Η φενάκη της νοσταλγίας

#Νοταράκης Διονύσης

Εδώ και δέκα μέρες περίπου μια μέχρι πρότινος άγνωστη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, στην οποία απεικονίζονται τα Χαυτεία τον Δεκέμβρη του 1960, αναπαράγεται με ρυθμούς χιονοστιβάδας στα blogs και στα social media [1]. Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος, σε άρθρο του [2] που δημοσιεύθηκε στην ‘Καθημερινή’, περιγράφει τα σχόλια που συγκεντρώθηκαν κάτω από τη φωτογραφία ως να ‘απηχούσαν ένα παράδοξο κλίμα έκπληξης, θαυμασμού και μελαγχολίας’. Κάνοντας μιαν αισιόδοξη εκτίμηση των σχολίων αυτών καταλήγει στο ότι ‘η συναισθηματική συστράτευση πίσω από τη φωτογραφία της Σταδίου είναι μια υποθήκη για το μέλλον με πολιτικό περιεχόμενο’ αφού όμως έχει υποθέσει πως ‘ακόμα και η απλή ανάρτησή της δεν υποδηλώνει μόνο παθητικά συναισθήματα που έχουν να κάνουν με τη νοσταλγία (ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος) ή τη μελαγχολία (για την κατάντια του κέντρου της πρωτεύουσας)’. 
Εστιάζοντας στο πρώτο παθητικό συναίσθημα, κατά τον Ρηγόπουλο, και συμμεριζόμενος πλήρως την παγίδα για την οποία μας προειδοποιεί -της οποίας όμως πέφτει μερικώς και ο ίδιος θύμα- θα εκθέσω μερικές σκέψεις τόσο γύρω από το πόσο παραπλανητική μπορεί να σταθεί μια αποσπασματική εικόνα, όσο και για το πόσο η νοσταλγία, εξιδανικευμένη ή όχι, μπορεί να αποτελέσει έναν επικίνδυνο σύμβουλο.

Η φωτογραφία του Μπαλάφα καταγράφει μια στιγμή ενός αθηναϊκού απογεύματος κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων του 1960. Η στιγμή αυτή σίγουρα δεν είναι αντιπροσωπευτική της εποχής ωστόσο μας παρέχει μερικά χρήσιμα στοιχεία. Στη φωτογραφία αυτή αποτυπώνεται μια βαθιά πληγή του αστικού ιστού που η διάνοιξη της, κατά σύμπτωση, ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο του 1960 τρεις μήνες πριν αποτυπωθεί η διάσημη πλέον εικόνα. ‘Τα γεμάτα στυλ αυτοκίνητα’, δεν σηματοδοτούν ούτε την άνθηση της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας ούτε τη ραγδαία άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, αλλά μάλλον την απαρχή μιας σταδιακής μετατροπής της Αθήνας σε ένα κακέκτυπο αμερικανικής μεγαλούπολης. Οι κοντόφθαλμες πολιτικές που ενίσχυσαν την ιδιωτική αυτοκίνηση έναντι των δημόσιων μεταφορών ευοδώθηκαν το 1960. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς άλλωστε καταργήθηκε ολοκληρωτικά το τραμ και αντικαταστάθηκε από τρόλεϊ και θερμικά λεωφορεία με τις γνωστές συνέπειες που βιώνουν μέχρι σήμερα κάτοικοι και επισκέπτες. Κάτω από το δρόμο που ‘τα γεμάτα στυλ αυτοκίνητα’ είναι ατάκτως ερριμμένα κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται φρεσκοθαμμένες και οι ιστορικές γραμμές του Συμπλέγματος Αθηνών. Παράλληλα, ελάχιστα από τα νεοκλασικά των οδών Αιόλου και Σταδίου θα γλιτώσουν την κατεδάφιση και από αυτά αρκετά θα παραμένουν μέχρι σήμερα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας [3]. Ο θεσμός της αντιπαροχής αποδείχθηκε πιο ισχυρός από τα θεμέλια των κτιρίων του 19 ουαιώνα. Η οικοδομή έχει γίνει ήδη η ατμομηχανή της οικονομίας και η Αθήνα χτίζεται μαζικά, άναρχα και ακαλαίσθητα. Αν δεχθούμε τους παραπάνω συλλογισμούς τότε στη φωτογραφία αυτή αποτυπώνεται, με έναν παράδοξο ομολογουμένως τρόπο, η αρχή του κακού σε ό,τι αφορά –τουλάχιστον- τις δημόσιες συγκοινωνίες και τη δόμηση. Όσο για το πλήθος, το οποίο δεν είναι‘χαρούμενο’ αλλά είναι απλά πλήθος και αν διακρίνω καλά κυρίως ανδροκρατούμενο παρατηρώντας λίγο πιο προσεκτικά τη κατεύθυνση που κοιτάει, στην κάτω δεξιά γωνία, τότε μπορούμε να υποθέσουμε πως απλά περιμένει τα νέα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.

Οι υποθέσεις αυτές, στο βαθμό που ισχύουν, θεωρώ ότι έχουν μια κάποια βαρύτητα για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι βοηθούν στο να καταρρεύσει η μυθολογία που αρχίζει σταδιακά να χτίζεται γύρω από τη φωτογραφία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστούμε πως η φωτογραφία αναπαράγεται και από ηλικιακά νέους χρήστες των social media οι οποίοι δεν ανασύρουν από τη μνήμη τους μιαν ιστορική περίοδο που έχουν βιώσει αλλά αποδίδουν, μέσα από τη φωτογραφία, θετικά στερεότυπα και εικασίες στην εποχή αυτή. Ρήσεις όπως ‘τα χρόνια της αθωότητας’ θα μπορούσαν δικαιολογημένα να χρησιμοποιηθούν από τους τωρινούς εξηντάρηδες για να περιγράψουν τη φωτογραφία του Μπαλάφα ωστόσο είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί πως τα ‘χρόνια της αθωότητας’ δεν υπήρξαν ποτέ. Αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάπως τροποποιημένα η ρήση είναι πως αυτά ήταν τα χρόνια της δικιάς τους αθωότητας. Ο δεύτερος είναι ότι επικαιροποιούν τη διάσημη ρήση του Christopher Lash ‘[a] society that has made “nostalgia” a marketable commodity on the cultural exchange quickly repudiates the suggestion that life in the past was in any important way better than life today’. Ο Lash μας προειδοποιεί εύστοχα για το καθηλωτικό δόκανο της νοσταλγίας στο οποίο μπορούμε να πιαστούμε ανάγοντας τη νοσταλγία στο κύριο πολιτισμικό προϊόν. Σύντομα θα κληθούμε να παραδεχθούμε πως η ζωή στο παρελθόν ήταν καλύτερη από τη σημερινή.

Το ερώτημα που εγείρεται σε αυτό το σημείο είναι προφανές. Ήταν η ζωή στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1960 καλύτερη από την ζωή στην Ελλάδα του 2012; Είμαι υπέρμαχος του όχι, και πολλοί δείκτες που ποικίλουν από την παιδική θνησιμότητα ως την υποχρεωτική φοίτηση ή τη συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνουν να το επιβεβαιώσουν. Δεν θεωρώ ωστόσο πως μια ξεκάθαρη απάντηση έχει και τόσο μεγάλη σημασία [4]. Η δεκαετία του 1960 ανήκει οριστικά στο παρελθόν και εκεί πρέπει να μείνει, οποιαδήποτε απόπειρα αναβίωσής της δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια απομίμηση, μια καρικατούρα ή μια κακόγουστη φάρσα όπως τα Woodstock revival . Ο μόνος δρόμος που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι να εξετάζουμε τα ίχνη μιας εποχής, όχι αποσπασματικά αλλά κριτικά και πάντα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μόνο μια τέτοια ανάγνωση θα μπορέσει να αποτελέσει ‘ υποθήκη για το μέλλον με πολιτικό περιεχόμενο’. Παράλληλα οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η αβεβαιότητα του παρόντος και η ανασφάλεια του μέλλοντος αποτελούν πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις από τις ανασκευασμένες μεγάλες βεβαιότητες που μπορούμε ανεμπόδιστα να προβάλουμε στο απώτερο ή στο απώτατο παρελθόν.

ΥΓ: Αν επιμένουμε να χρησιμοποιούμε ως όχημα την τέχνη για τέτοιες ανασκοπήσεις του πρόσφατου παρελθόντος, η αποκλειστική αναπαραγωγή μόνο αυτής της φωτογραφίας του Κώστα Μπαλάφα αδικεί, όχι μόνο την εποχή αλλά και τον ίδιο τον φωτογράφο. Μια επισκόπηση στο σύνολο του έργου του, μεγάλο μέρος του οποίου βρίσκεται ελεύθερα στο διαδίκτυο [5], συνδυαστικά πάντα με άλλες πηγές, θα μας βοηθήσει αρκετά ώστε να σχηματίσουμε μια πληρέστερη εικόνα για την Ελλάδα εκείνων των δεκαετιών.

* Ο Διονύσης Νοταράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ .

[1] Η αναπαραγωγή αυτή πυροδότησε και αντιδράσεις από την πλευρά του Μουσείου Μπενάκη στο οποίο ανήκει το αρχείο του Κώστα Μπαλάφα. Οι ιθύνοντες σε μια έξυπνη κίνηση έσπευσαν να τυπώσουν τη φωτογραφία αυτή σε Χριστουγεννιάτικη κάρτα και να την διαθέσουν στα πωλητήρια του Μουσείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.