ΧΩΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΩΝ ΜΑΚΡΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ ΣΤΟ MALL
#Γ. Φραγκόπουλος
#Χ. Παπασυμεών
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ
Στην παρούσα εργασία επιχειρούμε να εξετάσουμε τις χωρικές παραμέτρους των μακροκοινωνιολογικών μετασχηματισμών που συντίθενται γύρω από την εμπορική λειτουργία και ορίζουν τον χώρο άλλοτε ως «καθρέπτη» των διεργασιών των σχέσεων παραγωγής , άλλοτε ως μη αυτόνομη ερμηνευτική παράμετρο της κοινωνικής δομής .
Έτσι, η γέννηση του αστικού φαινομένου και των πρώτων πόλεων ερμηνεύεται αρχικά μέσα από την εξέλιξη των αγοραίων σχέσεων ανταλλαγής και στη συνέχεια εκχρηματισμένων σχέσεων.
Η κατεξοχήν «πόλις» της Αρχαίας Αθήνας φαίνεται να ερείδεται και να ταυτίζεται με την Αγορά ως χώρο εμπορικής δραστηριότητας, πολιτικής, θεσμικής, πολιτειακής αλλά και θρησκευτικής σημασίας.
Ο Δυτικός Μεσαίωνας με την αγορά στο κέντρο της πόλης χάνει την σύνθεση της αρχαιότητας ενισχύοντας το ρόλο ενός homo economicus μέσω της συντεχνιακής οργάνωσης της παραγωγής και κατανάλωσης για να ωθήσει τον εξορθολογισμό της οικονομίας προς την κατεύθυνση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής.
Τέλος η βιομηχανία και η μαζική κατανάλωση επιβάλλουν τα "passages" και τα πολυκαταστήματα στο κέντρο της πόλης για να καταλήξουμε στο περιφερειακό εμπορικό κέντρο που αναδύεται σε συνδυασμό με το προαστιακό φαινόμενο, αρχικά στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη και αλλού.
Σαν μελέτη περίπτωσης επιλέχθηκε το εμπορικό κέντρο στην ελληνική πραγματικότητα, το οποίο και συγκρίνουμε με το αμερικάνικο και ευρωπαϊκό μοντέλο.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Στην παρούσα εργασία επιχειρούμε να εξετάσουμε τις χωρικές παραμέτρους των μακροκοινωνιολογικών μετασχηματισμών που συντίθενται γύρω από την εμπορική λειτουργία και ορίζουν τον χώρο άλλοτε ως «καθρέπτη» των διεργασιών των σχέσεων παραγωγής (Lefebvre, 2000), άλλοτε ως μη αυτόνομη ερμηνευτική παράμετρο της κοινωνικής δομής (Remy, 1998). H αντιστοίχηση μεταξύ κοινωνικών δομών (structurel) και κοινωνικών αναπαραστάσεων (structural) και της ανάλυσης του χώρου σε σχέση με τις επιπτώσεις του στα δυο αυτά επίπεδα, δηλαδή των δομών και των αναπαραστάσεων (Remy, 1998) προσφέρουν μια θεωρητική θεμελίωση της προσέγγισης μας. Έτσι μέσα από τους χωρικούς μορφολογικούς μετασχηματισμούς της εμπορικής λειτουργίας επιχειρούμε να αναδείξουμε την αντιστοίχηση μεταξύ των μακρο-κοινωνιολογικών μετασχηματισμών αφενός και των πολιτισμικών αναπαραστάσεων και πρακτικών αφετέρου.
Διακρίναμε έξι περιόδους με διαφορετικές κοινωνικές δομές και αναπαραστάσεις με αντίστοιχες «αποκρυσταλλώσεις» και χωρικές σχέσεις. Αρχικά από την οικονομία αυτοεπιβίωσης στο ανταλλακτικό εμπόριο και στις πρώτες χωρικές συγκεντρώσεις αναδύεται η πρώιμη αστικοποίηση και οι πρώτες πόλεις στην Μεσοποταμία όπου προκύπτουν οι αρχικές κοινωνικές σχέσεις ανισότητας, ενώ ο αρχικός καταμερισμός της εργασίας φαίνεται να δημιουργεί την πόλη, να στεγάζει το εμπόριο, τους βασιλείς και τις κυρίαρχες ομάδες (Τσαούσης, 1987). Στη συνέχεια διακρίνεται η αρχαία κοινωνία με οικονομικές σχέσεις αγροτικού και βιοτεχνικού τύπου, με δουλοκτητικές σχέσεις παραγωγής και με την θεμελίωση της πόλης στην πολιτική της αυτοδιαχείριση μέσω της Δημοκρατίας.
Στον Δυτικό Μεσαίωνα παρατηρούμε την ύπαρξη των φεουδαλικών σχέσεων παραγωγής και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου καθώς και την ανάδυση της μεσαιωνικής πόλης. Στην εποχή της νεωτερικότητας με την αρχική εκβιομηχάνιση και τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής παρατηρούμε την ύπαρξη των σκεπαστών στοών και τα μεγαλοκαταστήματα. Τέλος, στον βιομηχανικό καπιταλισμό με την γραμμή παραγωγής και την αύξηση της κινητικότητας και την περιαστικοποίηση, μια νέα πραγματικότητα αναδύεται. Ως την πλέον νεότερη εξέλιξη με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού «επιβάλλονται» μοντέλα συμπεριφοράς και κατανάλωσης αφενός και το μεγάλο περιφερειακό mall ως μια κανονικότητα των σύγχρονων μητροπόλεων αφετέρου.
Αυτό το άρθρο βασίζεται στα αποτελέσματα Ερευνητικής εργασίας του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Μεθοδολογικά η εργασία στηρίζεται σε βιβλιογραφικές πηγές, σε δευτερογενή ποσοτικά δεδομένα, σε χάρτες, σε διαγράμματα και φωτογραφικό υλικό σχετικά με την χωροθέτηση των εμπορικών κέντρων στις διάφορες ιστορικές περιόδους που διακρίναμε. Αναλύεται συνοπτικά η κοινωνική και οικονομική κατάσταση σε κάθε περίοδο, προκειμένου να αντιληφθούμε το ολοκληρωμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η εμπορική δραστηριότητα.
2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΥΤΟΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΣΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΟ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΧΩΡΙΚΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ
Τα πρώτα δείγματα της εμπορικής δραστηριότητας ανιχνεύονται ήδη από την Νεολιθική Εποχή (7000-3000 π.Χ.). Η οικονομία σε αυτήν την περίοδο, η λεγόμενη οικονομία της αυτοεπιβίωσης, στηρίζεται στις ανταλλακτικές πρακτικές και χαρακτηρίζεται ως μη εμπορευματική (Χουρμουζιάδης, 1980). Όσο προχωράμε προς τα πρώιμα στάδια της αστικοποίησης, με την εμφάνιση και των πρώτων πόλεων στην Μεσοποταμία, εμφανίζεται και η αγορά, όπου διαδραματίζεται η εμπορική δραστηριότητα και συχνά παρατηρείται μία σύνδεση ανάμεσα στην αστικοποίηση και την γένεση της αγοράς και το αντίστροφο (Τσαούσης, 1987). Σύμφωνα με την θεωρία της αγοράς, οι πόλεις αναδύθηκαν σαν προστατευόμενοι τόποι συναλλαγών και αναπτύχθηκαν ως κομβικές αγορές που με την σειρά τους εντατικοποίησαν την γεωργία, η οποία και τις τροφοδοτούσε. Δεν ήταν, δηλαδή, τυχαία η επιλογή των Ασσυρίων εμπόρων να δημιουργήσουν τις παροικίες τους πλησίον ακμαίων γειτονικών πόλεων όπως ήταν η Ανατολία (Χαστάογλου, 2000, 32-33). Ο μετασχηματισμός της αρχαίας κοινωνίας καθοριζόταν από την διαδικασία παραγωγής και τις παραγωγικές σχέσεις που προέκυπταν, με αποτέλεσμα την δημιουργία ανισοτήτων και ταξικών κοινωνικών σχέσεων. Ο καταμερισμός της εργασίας όξυνε την αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, με την πρώτη να στεγάζει το εμπόριο, τους βασιλείς και τις κυρίαρχες ομάδες, ενώ την δεύτερη την εργατική δύναμη (Τσαούσης, 1987).
3. ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η
"ΑΓΟΡΑ"
Προχωρώντας προς την κλασική εποχή (5ος-4ος αι. π.Χ.) παρατηρούμε μία τάση συγκέντρωσης της εμπορικής δραστηριότητας στο κέντρο της πόλης, στην Αγορά. Όπως παρατηρούμε στην εικόνα 1, με κόκκινο σημειώνεται η τοποθεσία της Αγοράς, στο κέντρο της αρχαίας πόλης της Αθήνας. Η Αγορά διέθετε συμβολική σημασία (Καραλέτσου-Παπαγεωργίου, 1998) και στηριζόταν στο πνεύμα της Δημοκρατίας που κυριαρχούσε στην αρχαία κοινωνία. Είχε χαρακτήρα δημόσιο, πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και πνευματικό, αφού πλαισιωνόταν από κτίρια όπως το Βουλευτήριο και το Δικαστήριο, ενώ γίνονταν πολιτικές αγορεύσεις αλλά και θρησκευτικές συζητήσεις στην κεντρική της πλατεία (Τραυλός, 1993; Rubenstein,1992; Aloi, 1959). Οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται είναι αγροτικού και βιοτεχνικού τύπου, ενώ οι κοινωνικές χαρακτηρίζονται ως δουλοκτητικές.
Εικόνα 1. Τοπογραφικό διάγραμμα της Αθήνας του 5ου αι.
Πηγή: http://www.eie.gr/archaeologia/gr,(Ιδία επεξεργασία)
Εν συνεχεία, κατά την δημοκρατική περίοδο, κάνει την εμφάνισή του το Forum, η ρωμαϊκή αγορά δηλαδή, η οποία αν και εμφανίζει αρκετές ομοιότητες με την αρχαία Αγορά, όπως είναι το στοιχείο της κεντρικότητας, ωστόσο διαφοροποιείται ως προς το γεγονός πως οι Ρωμαίοι πολίτες ήθελαν να της προσδώσουν περισσότερο μνημειακό χαρακτήρα, επιδεικνύοντας την εξουσία και την δύναμή τους (Boldrini, Castellucci, Giuntoli 1995;Aloi, 1959;Zanker, 2000). Σε αυτά τα χρόνια η πόλη εκπληρώνει κι άλλους σκοπούς πέρα από την επιτακτική ανάγκη για επιβίωση όπως είναι η άμυνα, η ιερότητα μέσα από τους ναούς, η κοινωνική οργάνωση και η ανταλλαγή των προϊόντων.
4. ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ - ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Στον ύστερο Μεσαίωνα το φεουδαρχικό σύστημα εδραιώνεται στην βιοτεχνική παραγωγή και οι μεσαιωνικές πόλεις, αποτελούν πλέον κόμβους εμπορευματικής δραστηριότητας με την βοήθεια και των αναπτυγμένων συντεχνιών, διαδραμάτισαν δραστικό ρόλο στην κατάργηση των υπαρχουσών σχέσεων της φεουδαρχίας και έδωσαν την ώθηση για την ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύματος και την κυριαρχία του κέρδους (Μπούρας, 2001; Rowling, 1992; Pirenne, 1946). Η αύξηση καταμερισμού της εργασίας και οι συντεχνίες με τις βιοτεχνίες, ενεργοποιούν ένα νέο είδος παραγωγής. Και σε αυτά τα χρόνια η Αγορά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αφού αποτελούσε την καρδιά της μεσαιωνικής πόλης και της κοινωνικής ζωής, μαζί με την αστική τάξη (Γοσποδίνη, 1995). Διατηρεί την κεντρική της θέση, όχι βέβαια στην μορφή της αρχαιότητας, αφού λείπει το στοιχείο της δημοκρατικής έκφανσης των πολιτών σε αυτή.
Μία σημαντική διαφορά που επισημαίνει ο Weber (Φραγκόπουλος, 2008) ανάμεσα στην αρχαία πόλη και την μεσαιωνική, ως αστεακές μορφές και κοινωνικοί τύποι οργάνωσης, είναι η βαρύτητα που δίνεται σε κάθε μία από αυτές, σε ένα συγκεκριμένο πεδίο. Στην μεν αρχαία πόλη, οι πολίτες διακατέχονται έντονα από το πολιτικό αίσθημα και αυτό κι έτσι ο αρχαίος πολίτης καλείται και ως homo politicus. Από την άλλη, η μεσαιωνική πόλη, μέσω της πολιτικής δύναμης των συντεχνιών και στηριζόμενη στην εμπορική οικονομία, ωθεί ουσιαστικά τον πολίτη στον μονόδρομο της βιομηχανίας, που δίκαια χαρακτηρίζεται και ως homo economicus (Φραγκόπουλος, 2008). Κάτι ανάλογο παρατηρούμε στην Ανατολική μεσαιωνική πόλη, χωρίς βέβαια την οικονομική ορθολογικότητα της δυτικής μεσαιωνικής. Εμφανίζονται οι σκεπαστές αγορές που εγκολπώνουν την εμπορική δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να έχουν την θεσμική προστασία και την συμμετοχή της συντεχνίας των εμπόρων στην διοίκηση της πόλης, όπως συνέβαινε στην δυτική μεσαιωνική πόλη.
5. ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΡΧΙΚΗ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ ΚΑΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Από τον 18ο έως και τον 19ο αιώνα στο Παρίσι, η εξέλιξη της στοάς, γνωστής και ως passage, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού (Geist, 1985). Το δημόσιο στοιχείο τους ήταν έντονο, όπως και το πολιτικό. Οι στοές αποτέλεσαν ένα καινοτόμο τρόπο αγοράς και ένα νέο τύπο δημόσιου χώρου για εμπορικές συναλλαγές και ανταλλαγές (Suau, Bauza, 2009). Διατηρούσαν την κεντρικότητα της αρχαίας και μεσαιωνικής πόλης, με την ειδοποιό διαφορά ότι δεν απευθύνονταν πλέον σε όλους τους πολίτες, αλλά κυρίως στην μεσοαστική τάξη. Επίσης η στοά συνδέθηκε άμεσα με την ανάγκη προβολής των νέων βιομηχανικών προϊόντων (Μωραίτης, 2006, 54).
Ωστόσο η επανάσταση στον χώρο του λιανικού εμπορίου συντελέστηκε με την εμφάνιση των λεγόμενων magasins de nouveaute ή αλλιώς καταστήματα νεωτερισμού, στις αρχές του 19ου αιώνα, στην Γαλλία. Αποτέλεσαν τον άμεσο πρόγονο των πολυκαταστημάτων και ήταν τα κέντρα του εμπορίου των ειδών πολυτελείας (Walter, 1999). Τα πολυκαταστήματα γνωστά και ως department stores, εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα, σε κεντρική θέση των πόλεων και αποτέλεσαν το περιεκτικό σύμβολο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων (Cacciari, 2004). Απευθύνονταν κυρίως στους μικροαστούς και τους εργάτες, αφού κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν οι χαμηλές τιμές.
6. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, κυρίως ανάμεσα στις δεκαετίες 1940 και 1960 στις ΗΠΑ, η εδραίωση του καπιταλισμού, το αποκορύφωμα της επιρροής του φορντισμού, ο υπερκαταναλωτισμός, το φαινόμενο της προαστιοποίησης, η αυξανόμενη διάδοση του αυτοκινήτου ως ιδιωτικό μέσο μεταφοράς, οι άθλιες συνθήκες του κέντρου και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, οδήγησαν στην έκρηξη του κέντρου, την μετακίνηση των υψηλά εισοδηματικών στρωμάτων προς τα προάστια και την αντικατάστασή τους από τα κατώτερα λαϊκά (Frangopoulos, Dalakis, Kourkouridis, 2009; Ροδολάκης, 1997).Το παραδοσιακό κέντρο της πόλης υποβαθμίζεται, διασπάται και δημιουργούνται νέα κέντρα τα οποία και μεταφέρονται στα προάστια. Το κέντρο χάνει τον συμβολικό χαρακτήρα που είχε στην αρχαιότητα και εκεί που οριζόταν ως προς το περιεχόμενό του, τώρα πια ορίζεται με γεωμετρικούς όρους, δηλαδή η κοινωνία και ο χώρος αποκόπτονται (Καραλέτσου, Παπαγεωργίου, 1998). Δημιουργούνται έτσι τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα, τα οποία διαμορφώνουν μία νέα πραγματικότητα γύρω τους, ένα αυτόνομο περιβάλλον, αποκομμένο από τον αστικό ιστό. Τα περιφερειακά αυτά κέντρα βρίσκονται σε περιφερειακούς άξονες, είναι εσωστρεφείς χώροι, συνδέονται με ένα παραδοσιακό προϋπάρχον κέντρο και τα κτίρια οργανώνονται εσωτερικά ώστε να διευκολύνεται η εσωτερική κυκλοφορία της πληροφορίας και οι επαφές (Καραλέτσου, Παπαγεωργίου,
1998).
7. "ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ" : ΤΟ MALL ΩΣ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ
ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
Με την πάροδο του χρόνου τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα εξελίσσονται κτιριακά και μορφολογικά και εμφανίζονται τα σύγχρονα εμπορικά κέντρα, γνωστά και ως mall. Τα νέα αυτά κέντρα είναι εσωστρεφείς και περίκλειστοι χώροι, που συγκεντρώνουν πέρα από καταστήματα λιανικού εμπορίου και υπηρεσίες ψυχαγωγίας. Ο δημόσιος χαρακτήρας αποσυνδέεται, διασπάται η συλλογική ζωή και κυριαρχούν η ατομικότητα και η αυστηρή λειτουργικότητα. Η παγκοσμιοποίηση επιτάσσει καταναλωτικά πρότυπα και πολιτισμικά αγαθά, που συμβάλλουν στην ισχυροποίηση του mall και το καθιστούν μία νέα πραγματικότητα, σαν ένα άλλο κέντρο πόλης στην περιφέρεια.
Ωστόσο υπήρξαν και άτομα τα οποία αντιμετώπιζαν πιο ιδεαλιστικά το φαινόμενο των mall. Ένα από αυτά ήταν ο Victor Gruen ο οποίος, όπως αναλύει και ο Mauger (1991), εισήγαγε την ωριμότητα της φιλοσοφίας των εμπορικών κέντρων, τα οποία κατά την γνώμη του έπρεπε να απευθύνονται στον άνθρωπο και την κοινότητα. Οι βασικές ιδέες του Gruen βασίζονταν στα πρότυπα της αρχαίας αγοράς στην Ελλάδα και στην μεσαιωνική πόλη (Mauger, 1991). Ήθελε δηλαδή όλες οι λειτουργίες να βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, κάτι το οποίο φαίνεται και από το ανεκπλήρωτο μοντέλο που είχε ανέκαθεν στο μυαλό του.
Το μοντέλο αυτό αφορούσε την δημιουργία ενός χώρου παροχής πολλαπλών κοινωνικών υπηρεσιών, αγορών και συνεύρεσης και επικοινωνίας. Περιελάμβανε σχολείο, ιατρικό κέντρο, διαμερίσματα και κατοικίες, πάρκο, λίμνη και στο κέντρο του συγκροτήματος αυτού ένα εμπορικό κέντρο. Κύρια ιδέα του λοιπόν ήταν η δημιουργία ενός πολυλειτουργικού χώρου, ενός μοντέρνου συνώνυμου της αρχαίας αγοράς.
8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από την ιστορική εξέλιξη των εμπορικών χωροθετήσεων, παρατηρήσαμε μία μετατόπιση των εμπορικών εγκαταστάσεων από το παραδοσιακό κέντρο της πόλης, στα προάστια και την δημιουργία μίας νέας πραγματικότητας. Είδαμε αρχικά πως η εμπορική λειτουργία θεωρήθηκε ως βασική συνισταμένη της πρώιμης αστικοποίησης και πως η οικονομία στηριζόταν σε ανταλλακτικές πρακτικές. Σε αυτό το στάδιο η εμπορική δραστηριότητα δεν συνδεόταν με γεωμετρικούς όρους με την πόλη, αλλά αποτελούσε βασικό θεμέλιο για την δημιουργία της ίδιας της πόλης.
Στη κλασική αρχαιότητα οι εμπορικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται στο χώρο της Αγοράς, αυτόν του κέντρου της πόλης και αποτελούν μόνιμες εγκαταστάσεις. Η Αρχαία Αγορά συγκέντρωνε όλες τις βασικές λειτουργίες της πόλης (θρησκευτική, πολιτική, οικονομική) και αποτελούσε ουσιαστικά την μικρογραφία της. Τον ίδιο ρόλο συνεχίζει να έχει η Αγορά κατά τη δημοκρατική περίοδο, στην Ρώμη και αποτελεί ένα πολυλειτουργικό χώρο όπου η πολιτική, η θρησκεία, και οι οικονομικές σχέσεις αρθρώνονται γύρω από την εμπορική πρακτική. Σε αυτά τα χρόνια η πόλη εκπληρώνει κι άλλους σκοπούς πέρα από την επιτακτική ανάγκη για επιβίωση όπως είναι η άμυνα, η ιερότητα μέσα από τους ναούς, η κοινωνική οργάνωση και η ανταλλαγή των προϊόντων. Η κοινωνία στηρίζεται στην αγροτική οικονομία, αλλά εμφανίζονται πλέον σχέσεις εξουσίας. Η συνένωση των φυλών γίνεται είτε με συμφωνία είτε με κατάκτηση και η ιδιοκτησία διαχωρίζεται σε κοινοτική και κρατική.
Οι μεσαιωνικές πόλεις, αποτελώντας πλέον κόμβους εμπορευματικής δραστηριότητας με την βοήθεια και των αναπτυγμένων συντεχνιών, διαδραμάτισαν δραστικό ρόλο στην κατάργηση των υπαρχουσών σχέσεων της φεουδαρχίας και έδωσαν την ώθηση για την ανάδυση του καπιταλιστικού ρεύματος και την κυριαρχία του κέρδους, έναντι πολλές φορές των ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του πολίτη. Παρατηρείται επίσης έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, μεταφρασμένη στην αντίθεση του νέο-αναπτυσσόμενου καπιταλισμού και του παλαιού φεουδαλισμού. Η αύξηση καταμερισμού της εργασίας και οι συντεχνίες με τις βιοτεχνίες, ενεργοποιούν ένα νέο είδος παραγωγής. Ενώ η αρχαία πόλη αποτελούσε ένα κλειστό σύστημα, η μεσαιωνική έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη προς την ύπαιθρο και οι σχέσεις βασίζονταν κυρίως στο χρήμα και το κέρδος. Και σε αυτά τα χρόνια η Αγορά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, διατηρώντας την κεντρικότητα της. Έχουμε έντονη αστικοποίηση αφού λόγω προνομίων που παραχωρούνται στους κατοίκους, αυτοί εγκαταλείπουν την γη που πλέον δεν τους ανήκε και συρρέουν προς τα αστικά κέντρα. Με δύο λέξεις, η μεσαιωνική πόλη είχε την μορφή ενός προκαπιταλιστικού τύπου άστεως. Η αστική τάξη της μεσαιωνικής πόλης ήταν ο φορέας του σύγχρονου καπιταλισμού και του σύγχρονου κράτους.
Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει από τον 18ο αιώνα με την εμφάνιση των πρώτων στοιχείων της εκβιομηχάνισης. Ο άνθρωπος αποδεσμεύεται ακόμη περισσότερο από την φύση, μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, και η κοινωνία αποκτά βιομηχανικό χαρακτήρα που την διαφοροποιεί τόσο από την αρχαία όσο και από την μεσαιωνική. Εμφανίζονται οι στοές που απευθύνονται κυρίως στους μεσοαστούς και έπειτα τα καταστήματα νεωτερισμού, εισάγοντας ένα νέο είδος κατανάλωσης. Η έλευση των department stores στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα συνδέθηκε με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Το εμπόριο από εκεί που γινόταν βάσει της ανάγκης των εμπόρων που ταξίδευαν συνεχώς, τώρα οι καταναλωτές είχαν τον πρώτο λόγο και γινόταν βάσει των επιθυμιών και αναγκών τους. Η κεντρική θέση των χώρων όπου στεγάζονται οι εμπορικές δραστηριότητες διατηρείται και σε αυτήν την περίοδο.
Στον 20ο αιώνα, ενισχύθηκε η κυριαρχία του καπιταλισμού, η επιρροή του φορντισμού και η Αμερική έδωσε το έναυσμα για μεγάλες αλλαγές με την καινοτομία της δημιουργίας των περιφερειακών εμπορικών κέντρων. Το πλαίσιο των εξελίξεων αυτών ήταν η μητροπολιτικοποίηση και η αστική διάχυση που διευκολύνθηκε από την έκρηξη της κινητικότητας λόγω της αύξησης της χρήσης του αυτοκινήτου ως ιδιωτικού μέσου μεταφοράς. Οι κακές συνθήκες του κέντρου και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, είχαν σαν αποτέλεσμα την έκρηξη του κέντρου, την μετακίνηση των υψηλά εισοδηματικών στρωμάτων προς τα προάστια και την αντικατάστασή τους από τα κατώτερα λαϊκά. Έτσι η εμπορική λειτουργία του παραδοσιακού κέντρου της πόλης διασπάστηκε, διασκορπίστηκε και άρχισε να χωροθετείται σε προαστιακές περιοχές. Η προαστιοποίηση αποτέλεσε ισχυρό ρεύμα, το εμπόριο μετατοπίστηκε στην περιφέρεια, αυτονομήθηκε σαν δραστηριότητα και άρχισε να έλκει τις δραστηριότητες που μέχρι πρότινος συναντούσε κανείς στο κέντρο της πόλης. Δημιουργήθηκαν έτσι τα σύγχρονα εμπορικά κέντρα, που σαν άλλα κέντρα πόλης, προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον, του οποίου κυρίαρχος σκοπός είναι η κατανάλωση.
http://www.forbes.com/sites/timworstall/2013/01/01/the-coming-death-of-the-american-shopping-mall/
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για την επισήμανση !
ΑπάντησηΔιαγραφήΦραγκόπουλος, Γ, Παπασυμεών, Χ., (2012), «Χωρικές παράμετροι των μακρο-κοινωνιολογικών μετασχηματισμών της εμπορικής λειτουργίας: από την αρχαία αγορά στο mall», Πρακτικά 3ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012, Βόλος, 442-448. Ευχαριστω και παρακαλώ να αναρτησετε την αρχική πηγη του αρθρου μας. Φραγκοπουλος Γιαννης ΤΜΧΑ ΑΠΘ
ΑπάντησηΔιαγραφή