Η ερμηνεία της μορφολογίας της πόλης που μπορεί να γίνει με κατάλληλη συστημική θεώρηση, οδηγεί στην αναγνώριση τριών βασικών διακριτών υποσυστημάτων όπως ο δομημένος χώρος, ο ελεύθερος χώρος και το μεταφορικό δίκτυο.
Η δυναμική αυτή προσέγγιση και ειδικότερα η αναζήτηση των ιδιοτήτων του συστήματος αναφοράς, οδηγεί στη διατύπωση της «τελεολογίας» του και στην «εν γένει» ιδιότητα που παρουσιάζει να αυξάνει τη συνολική «εντροπία» (αταξία) του, κατάσταση που βρίσκεται σε αντιπαραβολή με τις επιδιώξεις της αστικής αειφορίας.
Επίσης, λόγω της ανοικτής, πολύπλοκης και σύνθετης υπόστασης του, αναδύει μια συστημική ιδιότητα, αυτή της «ισοτελικότητας», που η ερμηνεία της προϋποθέτει μια παράλληλη (πλουραλιστική) θεώρηση πολλαπλών ταξινομήσεων. Η αναγνώριση των ανωτέρω, μέσω ολιστικών συστημικών διεργασιών (system dynamics), οριοθετεί τελικά την ανάπτυξη τριών διακριτών θεμελιωδών περιγραφών (φιλοσοφιών, σκέψεων) όπως τα Πρότυπα Πυκνότητας, Οικοσυστήματος και Αστικότητας.
Δημιουργείται με λίγα λόγια, ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο (μετα-θεωρία), όπου επιχειρείται μια νεωτερική και δυναμική ερμηνεία της μορφολογίας της πόλης, στα πλαίσια της σύγχρονης «υπερμοντέρνας» αστικότητας.
Η δυναμική αυτή προσέγγιση και ειδικότερα η αναζήτηση των ιδιοτήτων του συστήματος αναφοράς, οδηγεί στη διατύπωση της «τελεολογίας» του και στην «εν γένει» ιδιότητα που παρουσιάζει να αυξάνει τη συνολική «εντροπία» (αταξία) του, κατάσταση που βρίσκεται σε αντιπαραβολή με τις επιδιώξεις της αστικής αειφορίας.
Επίσης, λόγω της ανοικτής, πολύπλοκης και σύνθετης υπόστασης του, αναδύει μια συστημική ιδιότητα, αυτή της «ισοτελικότητας», που η ερμηνεία της προϋποθέτει μια παράλληλη (πλουραλιστική) θεώρηση πολλαπλών ταξινομήσεων. Η αναγνώριση των ανωτέρω, μέσω ολιστικών συστημικών διεργασιών (system dynamics), οριοθετεί τελικά την ανάπτυξη τριών διακριτών θεμελιωδών περιγραφών (φιλοσοφιών, σκέψεων) όπως τα Πρότυπα Πυκνότητας, Οικοσυστήματος και Αστικότητας.
Δημιουργείται με λίγα λόγια, ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο (μετα-θεωρία), όπου επιχειρείται μια νεωτερική και δυναμική ερμηνεία της μορφολογίας της πόλης, στα πλαίσια της σύγχρονης «υπερμοντέρνας» αστικότητας.
1. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Η έως τώρα προσπάθεια κατανόησης της συνέργειας μεταξύ των διαφόρων χωρικών παραμέτρων της πόλης, εστιάζει κυρίως σε αναλυτικές μεθόδους που οδηγούν τις περισσότερες φορές σε μονοδιάστατες μελέτες του ζητήματος, μέσω μιας Καρτεσιανής αποδόμησης (UNEP, 1996:15).(1) Αυτή η προσέγγιση, δείχνει να μη μπορεί να δώσει τις κατάλληλες λύσεις (απαντήσεις), ιδιαίτερα όταν επιχειρείται να συσχετιστεί με ολιστικές καταστάσεις, όπως η «αστική αειφορία». Αντίθετα, η λεγόμενη «συστημική θεώρηση», (2) μπορεί να συμβάλει τόσο σε επίπεδο διατύπωσης στόχου (τελική επιδίωξη), όσο και προσδιορισμού των μέσων, δηλαδή της διαδικασίας (Δεκλερής, 2005).
Στη λογική αυτή, μια χωρική «πραγματικότητα» μπορεί να (ανα)δημιουργηθεί τόσο σε διαγράμματα, όσο και σε μαθηματικά μοντέλα, αποτυπώνοντας τη σχέση αίτιου και αιτιατού (Flood και Jackson, 1996; Forrester, 1998). Συνολικά, η συστημική θεώρηση δεν είναι απλά θεμιτή, αλλά επιβεβλημένη, καθώς τα ζητήματα πολύπλοκων και πολυδιάστατων ζητημάτων που περιλαμβάνονται στη μορφολογία της πόλης, παρουσιάζουν κατεξοχήν συστημικά χαρακτηριστικά, έχουν δυναμική υπόσταση και εστιάζουν σε καταστάσεις όπως ευελιξία, συνολικότητα και διεπιστημονικότητα (Κουσιδώνης, 2003; Hall, 1992).
2. Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η πλουραλιστική αναζήτηση του περιεχομένου της μορφολογίας της πόλης, που έχει επιχειρηθεί κατά καιρούς, αναδεικνύει την ανάγκη που υπάρχει για συστηματικότερη ερμηνεία του πώς λειτουργεί, αναπτύσσεται πραγματικά, καθώς και ποιες διαστάσεις περιλαμβάνει (Lynch, 1981; Alexander κ.α., 1977 κ.α.). Γι αυτό και η χρήση της συστημικής θεώρησης, επιχειρεί να υπερκεράσει τις όποιες αδυναμίες προκύπτουν από την προσπάθεια αντικειμενότροπης προσέγγισης ενός «χαοτικού», δυναμικού και εξελικτικού συστήματος αναφοράς (δηλαδή δεν είναι στατικό, γραμμικό, ολοκληρωμένο κλπ).
Σε αυτό το πλαίσιο, για να γίνει εφικτή η θεώρηση της μορφολογίας ως σύστημα, (3) χρειάζεται πρωτίστως να οριστούν με σαφήνεια το περιεχόμενο, τα όρια και το εξωτερικό περιβάλλον του, δηλαδή η σχέση του εντός με το εκτός. Έτσι, σε απλό αντιληπτικό επίπεδο, περιλαμβάνει ότι περιγράφεται ως φυσικό και δομημένο περιβάλλον της πόλης και όπως είναι φυσικό, συνδέεται πρωταρχικά με τη γεωμετρία του χώρου (Lee και Moudon, 2006; Friedman, 1997). Αντίστοιχα, η Harvey (1996) υποστηρίζει μια πιο διαλεκτική προσέγγιση μεταξύ της θεωρίας της αστικότητας και της χωρικής ανάλυσης που μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα επίπεδα κατανόησης της μορφολογίας. Ο Batty (2008α & 2008β), αναλύοντας περισσότερο τη συγκεκριμένη προβληματική και επιχειρώντας να της προσδώσει σαφές περιεχόμενο, καθόρισε τρεις θεμελιώδεις έννοιες για την ερμηνεία της, όπως ο «χτισμένος (δομημένος) χώρος», ο «ανοιχτός (ελεύθερος) χώρος» και το «οδικό δίκτυο» (εναλλακτικά μεταφορική υποδομή). Κύριος σκοπός του ήταν η σύνδεση του φυσικού (χώρος) με τις κοινωνικές και οικονομικές εξωτερικότητες και στη συνέχεια η ανάλυση της αλληλεπίδρασης τους.
Συνολικά, όλες οι θεωρήσεις που επιχειρούν να περιλάβουν το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της μορφολογίας της πόλης, μπορούν να εμπλουτιστούν κατάλληλα με τις (νέες) συστημικές διεργασίες και περιγραφές. Επιχειρείται με αυτό το τρόπο η γενική αποσαφήνιση της «δομικής υπόστασης (σύστασης)» του συστήματος αναφοράς, που συνεπάγεται την αναγνώριση και κατανόηση των ορίων, των στοιχείων, των ιεραρχιών και των διασυνδέσεων ή αλληλεξαρτήσεων που αναπτύσσει, σε απόλυτη ταύτιση με τα όσα υποστηρίζονται για τη δυναμική των συστημάτων.
3. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
3.1 Πολυπλοκότητα και Αυτοοργάνωση
Σύμφωνα με τη δυναμική των συστημάτων (system dynamics), οι μορφολογίες παρουσιάζουν μια σύνθετη δομική υπόσταση και κυρίως μη γραμμικές εξελικτικές διαδικασίες, όπου από ένα επίπεδο αυτοοργάνωσης οδηγούνται σε μια νέα ισορροπία, αυξάνοντας τη συνολική «εντροπία» τους.(4) Για παράδειγμα, μια χωρική πραγματικότητα που μπορεί να είναι μονοκεντρική, κατά τη συγκεκριμένη θεώρηση, θα μεταβάλει τη κεντρικότητα της, είτε ως προς τη διεύρυνση του κεντρικού τόπου, είτε δημιουργώντας νέους ανάλογους τόπους, δηλαδή θα αναπτύξει ένα νέο πολυκεντρικό χαρακτήρα. Έτσι,σε όλες τις ανάλογες καταστάσεις η συνολική εντροπία του συστήματος αναφοράς αυξάνεται, ικανοποιώντας τη συγκεκριμένη συνθήκη. Δηλαδή, το ενδιαφέρον της συστημικής θεώρησης μετατοπίζεται από την αναζήτηση φυσικών ιδιοτήτων (κανόνων) στο χώρο,(5) στην εξέταση μιας κατάστασης (ισορροπίας), που αλληλεπιδρά εξελικτικά, με εσωτερικές (ενδο-υποσυστημικές) όσο και εξωτερικές σχέσεις, δηλαδή με το ευρύτερο φυσικό, θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.
3.2 Συστημική Ανάδυση (6) (Ισοτελικότητα - Συνεργεία)
Η μορφολογία της πόλης ως ανοικτό, δυναμικό, πολύπλοκο και πολυεπίπεδο σύστημα, παρουσιάζει μια συστημική ιδιότητα, αυτή της «ισοτελικότητας», δηλαδή ισχύει ότι «μπορεί να φτάσει στην ίδια τελική κατάσταση από διαφορετικές αρχικές συνθήκες (όρους - καταστάσεις) και από διαφορετικούς δρόμους» (Bartallanfy, 1968). Το συγκεκριμένο αξίωμα, εστιάζει κυρίως στο γεγονός ότι η γνώση μόνο ενός αποτελέσματος, χωρίς επίγνωση του «γιατί», ή του «πως αλλιώς», περιορίζει τις δυνατότητες πλήρους και αποδεκτής προσέγγισης του πραγματικού ζητούμενου. Η σημαντική αυτή διαπίστωση (θεώρηση) στην προκειμένη περίπτωση, αφορά στο γεγονός ότι είναι δυνατόν να προκύπτουν χωρικές δυναμικές καταστάσεις (μορφολογίες) με τις ίδιες τελικές επιδιώξεις, δια μέσω διαφορετικών εναλλακτικών προσεγγίσεων.
Έτσι, δημιουργείται η ανάγκη για την αναζήτηση των θεμελιωδών αυτών πρακτικών (φιλοσοφιών) που μπορούν να ενταχθούν στη συγκεκριμένη προβληματική. Βέβαια, για να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται «μια διακριτή θεματική, τεχνική, φιλοσοφική και επιστημονική διαδικασία με διαφορετικά μέτρα, δράσεις και εργαλεία σχεδιασμού, δηλαδή η ανάπτυξη μιας σειράς θεωρητικών ή θεμελιακών (συστημικών) Προτύπων που να έχουν αναφορά στη μορφολογία της πόλης». Τα Πρότυπα αυτά στη συνέχεια, μπορούν να ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη συστημική θεώρηση, σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρουσιάζεται στο Σχήμα 1. Τα επίπεδα που διακρίνονται, αποτελούν τις γενικές «οντολογικές» περιγραφές της θεώρησης που επιχειρείται. (7)
Πιο συγκεκριμένα διακρίνονται τα στοιχεία, δηλαδή οι χωρικές παράμετροι που ανταποκρίνονται (εμπεριέχονται) σε κάθε υποσύστημα και δημιουργούν έντονες σχέσεις και συνδέσεις μεταξύ τους, αναδύοντας συγκεκριμένες ειδικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Επίσης, εμφανίζονται ομάδες (σύνολα) στοιχείων, τα οποία περιλαμβάνουν ή επιδρούν όμοια σε πρακτικές σχεδιασμού, διαδικασίες, χαρακτηριστικά κλπ (ισομορφισμοί). Τέλος περιγράφονται παραστατικά τα υποσυστήματα θεώρησης, τα οποία περιλαμβάνουν όλα τα ανωτέρω, δημιουργούν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αντιδράσεις (σχέσεις εξάρτησης - επιρροής) με το υπόλοιπο περιβάλλον και γενικά παράγουν αυτόνομα αποτελέσματα για το υπερκείμενο σύστημα αναφοράς.
Στη βάση της συγκεκριμένης προβληματικής, το ενδιαφέρον της παραπέρα θεώρησης εστιάζεται στην ακριβή αναγνώριση των (θεμελιωδών) Προτύπων που μπορούν να προσεγγίσουν ολιστικά το σύστημα αναφοράς και να προσδώσουν στη δομική του υπόσταση τα χαρακτηριστικά εκείνα (συνέργειες, αναδύσεις ιδιοτήτων), που θα το καταστήσουν σύμφωνο με τους στόχους που θέτει η αστική αειφορία, ως μια καθόλα αποδεκτή τελική επιδίωξη (τελεολογία).(8) Έτσι, η χρήση και εφαρμογή της αρχής της «ισοτελικότητας», δίνει τη δυνατότητα να αποτυπωθούν και στη συνέχεια να αποτιμηθούν οι καλύτερες και πιο αποτελεσματικές πρακτικές, που δημιουργούν συγκεκριμένες δυναμικές ιδιότητες στο σύστημα αναφοράς.
3.3 Θεμελιώδη (Συστημικά) Πρότυπα
Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται να αναζητηθούν οι εναλλακτικές θεμελιακές πρακτικές (φιλοσοφίες) που μπορούν να οδηγήσουν και παράλληλα να αντικατοπτρίσουν (μοντελοποιήσουν) σε ικανό και αποδεκτό βαθμό, το σύστημα αναφοράς. Έτσι, η έννοια του (θεμελιώδες) «Προτύπου», μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της συστημικής θεώρησης, δηλαδή να αναγνωριστεί και να αναπτυχθεί με θεωρίες συνόλων και εννοιών όπως υποσύνολα, ιεραρχίες, δομές κλπ. Κοινώς, μπορεί να οριστεί ως «διακριτή ένσκοπη (συγκεκριμένου σκοπού στα πλαίσια της αειφορικής τελεολογίας) προσέγγιση (φιλοσοφία) που εστιάζει στο σχεδιασμό και τη διαχείριση της μορφολογίας της πόλης και της προσδίδει συγκεκριμένες (συστημικές) δυναμικές ιδιότητες».
Σε εφαρμογή λοιπόν των ανωτέρω, μπορούν να αναγνωριστούν (ταξινομηθούν), τρία θεμελιώδη (συστημικά) Πρότυπα, όπως κάτωθι:
Πρότυπα Πυκνότητας (συμπαγής και συνεκτική μορφολογία). Η βασική φιλοσοφική θεώρηση που εξυπηρετούν, είναι η πεποίθηση ότι μέσω της πυκνής και συνεκτικής χωρικής δυναμικής, μπορεί να συντηρηθεί ο ανοιχτός περιαστικός χώρος και να σχεδιαστεί μια αποδοτικότερη και αξιοβίωτη μορφολογία με τον περιορισμό της αστικής επέκτασης (διάχυσης).
Η θεωρητική τους προσέγγιση είναι άμεσα επηρεασμένη από της αρχές της Jacobs (1961) και των Dantzing και Saaty (1973) όπως εξελίχθηκαν σήμερα υπό το νέο πρίσμα της αστικής αειφορίας. Περιλαμβάνουν ολοκληρωμένες χωρικές δυναμικές όπως η «συμπαγής συνεκτική» (compact) και η «αποκεντρωμένη συγκέντρωση» (decentralized concentration) με όλες τις παραλλαγές τους και αποτελούν τον αντίποδα των διάχυτων (dispersed) παραδειγμάτων.
Πρότυπα Οικοσυστήματος (οικολογική μορφολογία). Ενσωματώνουν στη μορφολογία της πόλης, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φυσικού τοπίου και του οικοσυστήματος, με ένα τρόπο που προστατεύει απόλυτα το περιβάλλον, επιδιώκοντας παράλληλα τον κυκλικό μεταβολισμό και την ελαχιστοποίηση του οικολογικού αποτυπώματος.
Λειτουργούν επίσης στα όρια της επάρκειας της βιοπεριοχής και είναι άμεσα επηρεασμένα από τις αρχές της αστικής οικολογίας. Περιλαμβάνουν έτσι ολοκληρωμένες χωρικές δυναμικές όπως η «οικολογική» (EcoCity) μορφολογία ή η αντίστοιχη «χαμηλών επιπτώσεων» (Low Impact).
Πρότυπα Αστικότητας (συνδεδεμένη και ποικίλη μορφολογία). Επιδιώκουν κυρίως μορφολογίες που ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη κλίμακα, στη δημιουργία γειτονιών με καλή σύνδεση μεταξύ τους, που έχουν ποικιλομορφία και μικτές χρήσεις γης, ενώ παράλληλα εντάσσονται λειτουργικά στον ευρύτερο αστικό και περιφερειακό χώρο. Είναι άμεσα επηρεασμένα από διάφορα νεωτεριστικά και εικαστικά κινήματα, τις αρχές της μεταμοντέρνας προσέγγισης και της νέας Αστικότητας. Εστιάζουν ιδιαίτερα στον λεπτομερή χωρικό (αστικό) σχεδιασμό και περιλαμβάνουν ολοκληρωμένες μορφολογίες όπως η «νέο-παραδοσιακή» (new-traditional) και η «έξυπνη αύξηση» (Smart growth).
Συνολικά, τα θεμελιώδη Πρότυπα καθορίζουν (επηρεάζουν) τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που μπορεί να λάβει ο σχεδιασμός και η διαχείριση της μορφολογίας της πόλης. Σε ένα πρώτο στάδιο εμβάθυνσης, επιχειρούν να διαχειριστούν ζητήματα που αφορούν τον αστικό σχεδιασμό, τις χρήσεις γης, τις μεταφορές, την κατανάλωση, την αρχιτεκτονική, τον έλεγχος της οικιστικής ανάπτυξης, την προστασία του περιβάλλοντος, τη τεχνολογία κλπ, σε ένα πλαίσιο ολιστικότητας. Επηρεάζονται όμως άμεσα και έντονα από το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς (περιβάλλον), γι αυτό και χρειάζεται παράλληλα μια συνολική θεώρηση των συγκεκριμένων θεσμικών, κοινωνικών και οικονομικών εξωτερικοτήτων. Είναι τέλος προφανές, ότι τα θεμελιώδη Πρότυπα που αναγνωρίστηκαν, συνυπάρχουν, συνδέονται ή συμπλέκονται μεταξύ τους, μιας και οι μορφολογίες που δημιουργούν, παρουσιάζουν δυναμικές καταστάσεις όπου μπορούν να επεκτείνονται αλλά χωρίς τις απαραίτητες πυκνότητες, μπορεί να είναι συμπαγείς χωρίς ποικιλομορφίας κλπ. Σίγουρα όμως εμπεριέχουν μια διακριτή συνισταμένη θεώρησης κάθε φορά (σκέψη, φιλοσοφία), που με συστημικούς όρους μπορεί να διατυπωθεί ως «μετα-θεωρία». Έτσι, τα θεμελιώδη Πρότυπα συνδέονται κυρίαρχα μεταξύ τους μέσω της κοινής τελικής επιδίωξης τους που αφορά την αστική αειφορία.
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η βασική δομική υπόσταση του συστήματος αναφοράς, προκύπτει ως μια υφιστάμενη κατάσταση που βρίσκεται σε μια δυναμική ισορροπία και συνεχώς μεταβάλλεται σε μη γραμμικό πλαίσιο, αυξάνοντας με αυτό το τρόπο τη συνολική του εντροπία. Εκφράζεται δηλαδή ένα πλαίσιο πολυπλοκότητας και περιπλοκότητας, όπου η αναγνώριση των θεμελιωδών (συστημικών) Προτύπων, δημιουργεί τις συνθήκες για την κατανόηση της συνολικής λειτουργικής συμπεριφοράς του. Έτσι τα θεμελιώδη Πρότυπα, ως ολιστικές προσεγγίσεις, ταξινομούν τα χαρακτηριστικά που λαμβάνει η διαχείριση της υφιστάμενης και ο συνολικός σχεδιασμός της μελλοντικής χωρικής δυναμικής της πόλης.
Επίσης, η γενική εκτίμηση του χαρακτήρα και των ιδιοτήτων που λαμβάνει κάθε φορά το σύστημα αναφοράς, προκύπτει από τον τρόπο που τα Πρότυπα, δημιουργούν τις συνολικές συνέργειες (έλεγχος, διαδικασίες, εξωτερικότητες κλπ) και οδηγούν στην αυτοοργάνωση και στη διαχείριση της εντροπίας του. Επιπλέον, στο βασικό πυρήνα της σκέψης που ακολουθήθηκε, εφαρμόστηκε μια συστημική «μεταθεωρία» ως η πλέον κατάλληλη. Παράλληλα, οι τρείς συστημικές διεργασίες (θεμελιώδη Πρότυπα) που περιγράφηκαν, στηρίχθηκαν αντίστοιχα σε μια «φορμαλιστική» θεώρηση, σε μια θεώρηση «περιβαλλοντικού ντετερμινισμού» και τέλος σε μια θεώρηση «ποιοτικού (εικαστικού) ντετερμινισμού».
Συνολικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προσπάθεια σύνδεσης της χωρικής θεωρίας (αστικότητα) με τις διεργασίες της συστημικής επιστήμης, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο και αποτελεσματικό πλαίσιο σκέψης, που απαιτείται σε κάθε περίπτωση για την καλύτερη αποτύπωση και κυρίως αποτίμηση των διάφορων προσεγγίσεων για τα χωρικά φαινόμενα. Κοινώς, υποστηρίζεται ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να καταστεί δυνατή, η ορθότερη περιγραφή της μορφολογίας της πόλης που δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη και αναλυτική, παρά μόνο συστημική. Τελικά, επιτυγχάνεται ένα βήμα παραπέρα, αναφορικά με την ερμηνεία της αστικής αειφορίας και της σύνδεσης της με τα ζητήματα της αστικότητας.
5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δέκλερης Μ. (2005) Εισαγωγή στη βιώσιμη πολιτεία: οδηγός για την πολιτική του 21ου αιώνος. Εκδόσεις Βιώσιμος Κόσμος.
Κουσιδώνης Χ. (2003) Η επιχειρησιακή επάρκεια ως προϋπόθεση της τοπικής
αυτοτέλειας, στο Γετίμης Π. & Καυκαλάς Γ. (επ.) Χώρος και περιβάλλον:παγκοσμιοποίηση - διακυβέρνηση - βιωσιμότητα, ΤΟΠΟΣ και το Ι.Α.Π.Α.Δ., σελ.:249-264.
Παναγιωτακόπουλος Δ, (2008) Συστημική Μεθοδολογία και Τεχνική Οικονομική. Εκδόσεις Ζυγός (Β έκδοση)
Alexander C., Ishikawa S., Silverstein M., Jacobson M., Fiksdahi-King I. & Angel S. (1977) A Pattern Language: Towns, Buildings, Construction. Oxford university Press, Oxford.
Batty M. (2008α) The Size, Scale, and Shape of Cities, Science, vol. 319, σελ. 769-771.
Batty M, (2008β) How tall can we go? How compact can we get? The real questions of urban sustainability, Environment and Planning B: Planning and Design vol. 35(1), σελ.1-2.
Bertanlanffy L. (1968) General System Theory, George Braziller, New York.
Bogardi J. (1994) Introduction of Systems Analysis: Terminology, Concepts, Objective Function and Constrains στο Bogardi J. & Nachtnebel H. (επ.), Multicriteria Decision Analysis in Water Resources Management, Report WS14, σελ:23-32. Paris, France,UNESCO International Hydrological Programme.
Broad C. (1925) Mind and its place in nature, Routledge Kegan & Paul.
Dantzing, G. & Saaty Τ. (1973) Compact city: A plan for a livable urban environment. San Francisco: W.H.
Flood R. & Jackson M. (1996) Creative thinking of management problems: Holistic System intervention. Papazisis Endition.
Forrester W. (1998) Designing the Future. Seville: Universidad de Sevilla.
Friedmann J. (1997) Planning in the Public Domain, Princeton University Press, Princeton.
Hall P. (1993) Cities of tomorrow: An Intellectual history of urban planning and design in the twentieth century. Oxford. BlackWell
Harvey D. (1996) Justice, Nature & the Geography of Difference, Blackwell Publishers, Oxford.
Jacobs J. (1961) The death and life of great American cities, Random house, New York.
Lee C. & Moudon V. (2006) The 3Ds + R: Quantifying land use and urban form correlates of walking, Transportation Research Part D, vol. 11, σελ. 204-215.
Lynch, K. (1981) A Theory of Good City Form, Cambridge, MA: MIT Press
Miller E., Huntb J., Abrahamb J. & Salvinic P. (2004). Micro Simulating Urban Systems, Computers, Environment and Urban Systems 28, σελ:9-44.
UNEP, (1996) Μέθοδοι και εργαλεία για τις μελέτες συστημικής ανάλυσης και ανάλυσης προοπτικών στην Μεσόγειο, Πρόγραμμα Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, Σχέδιο δράσης για τη Μεσόγειο, Μεταφρασμένα αποσπάσματα σε επιμέλεια Σπιλάνη Γ., Σειρά τεχνικών εκθέσεων Ν. 115, Sophia Antipolis.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :
(1)Αλλιώς «Καρτεσιανός ορθολογισμός», που περιλαμβάνει τη
λεγόμενη αναλυτική (απαγωγική) σκέψη.
(2)Επιχειρεί μια μετατόπιση της
σκέψης από τη μηχανιστική (καρτεσιανή) λογική όπου το «όλον είναι ίσο με το
άθροισμα των μερών» στην πίστη ότι το «όλον υπερβαίνει το άθροισμα των μερών
του».
(3)Σύμφωνα με τον Bogardi (1994), καθορίζεται ως «ένα μοντέλο (πρότυπο) της
πραγματικότητας, που περιλαμβάνει συγκεκριμένο αριθμό στοιχείων που
συσχετίζονται και αντιδρούν μεταξύ τους, βάση κάποιας λογικής συσχετισμένης
(αλληλοεξαρτώμενης) διαδικασίας». Για περισσότερα βλέπε Παναγιωτακόπουλος (2008), Flood και Jackson (1996), Bertalanffy (1968), Miller κ.α (1994) κ.α.
(4)Ως έννοια, προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες και
συνδέεται με το δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο. Στη συγκεκριμένη συστημική θεώρηση,
υπονοεί ότι τα στοιχεία του αστικού χώρου επιχειρούν (ρέπουν προς) τη
μεγιστοποίηση της εντροπίας (αταξίας), δηλαδή την αποδόμηση της χωρικής
δυναμικής, προς ένα επίπεδο με λιγότερη συνοχή.
(5)Υπονοείται ότι οι αναλυτικές θεωρήσεις, χρησιμοποιούν
κυρίως γραμμικές ιδιότητες του χώρου όπως η κεντρική θέση (επίδραση της
βαρύτητας), καμπύλες προσφοράς και ζήτησης (γεοπρόσοδος) κλπ, χωρίς να
λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα του ζητήματος της χωρικής δυναμικής.
(6)Ως όρος πρωτοεμφανίστηκε από
το βρετανό φιλόσοφο Broad (1925).
(7)Αναφέρονται στο σαφή ορισμό μιας κοινής και
συμφωνημένης εννοιολογικής μορφοποίησης. Αυτή η τυπική αναπαράσταση
περιλαμβάνει ένα σύνολο εννοιών, σχέσεων και ιδιοτήτων που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για τη συγκεκριμένη συλλογιστική (εξαγωγή συμπερασμάτων / νέας
γνώσης).
(8)Ως έννοια, προέρχεται από τον Αριστοτέλη. Στη
συστημική θεώρηση εκφράζει το γεγονός ότι ένα σύστημα παρουσιάζει
χαρακτηριστικά που ικανοποιούν (καλύπτουν) τους στόχους που τίθενται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.