#Κ. Αθανασόπουλος και #Θ. Βλαστός
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, Μονάδα Βιώσιμης Κινητικότητας
Στην εισήγηση αναλύεται η θεσμοθετημένη διαδικασία συμμετοχής του κοινού κατά την περιβαλλοντική αξιολόγηση προγραμμάτων και πολιτικών, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με την οδηγία 2001/42. Εξετάζεται η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου το οποίο εστιάζοντας σε τεχνικά θέματα απομακρύνει το ενδιαφέρον του μέσου πολίτη που είναι σε θέση να συμμετέχει μόνον όταν η συζήτηση αναφέρεται στον «κόσμο της ζωής» .
Έτσι αν και η περιβαλλοντική αξιολόγηση προγραμμάτων και πολιτικών θα μπορούσε, σε αντίθεση με την περιβαλλοντική αξιολόγηση συγκεκριμένων έργων, να δίνει την ευκαιρία πραγματικής συζήτησης για το αύριο της πόλης, μετατρέπεται σε γραφειοκρατική τυπική υποχρέωση με ελάχιστη επίδραση στο σχεδιασμό, ανίσχυρη απέναντι στις πιέσεις των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Προτείνονται κατευθύνσεις για την ενεργότερη εμπλοκή των πολιτών στο κρίσιμο στάδιο της χάραξης στρατηγικών για την ανάπτυξη της πόλης.
Έτσι αν και η περιβαλλοντική αξιολόγηση προγραμμάτων και πολιτικών θα μπορούσε, σε αντίθεση με την περιβαλλοντική αξιολόγηση συγκεκριμένων έργων, να δίνει την ευκαιρία πραγματικής συζήτησης για το αύριο της πόλης, μετατρέπεται σε γραφειοκρατική τυπική υποχρέωση με ελάχιστη επίδραση στο σχεδιασμό, ανίσχυρη απέναντι στις πιέσεις των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Προτείνονται κατευθύνσεις για την ενεργότερη εμπλοκή των πολιτών στο κρίσιμο στάδιο της χάραξης στρατηγικών για την ανάπτυξη της πόλης.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο αστικός χώρος αποτελεί πλέον το επίκεντρο των προσπαθειών για την βελτίωση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών δεικτών και είναι κοινά αποδεκτό ότι η βελτίωσή του δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ενεργή συμμετοχή των πολιτών που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από οποιοδήποτε ειδικό την καθημερινότητα της πόλης και τα προβλήματά της (UNECE, 1998)
Η ενεργότερη εμπλοκή των πολιτών στις αποφάσεις αφορά και τη γενικότερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς που έχει κλονιστεί παγκοσμίως εξαιτίας της εντεινόμενης πολυπλοκότητας των σχεδιασμών που τους κάνει να γίνονται όλο και λιγότερο κατανοητοί από το κοινό (Rayner, 2003). Οι σχεδιασμοί, όπως τους έχει αναλύσει ο Χάμπερμας (Habermas, 1981) απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον «κόσμο της ζωής» (lebenswelt) και εγκλωβίζονται στο «σύστημα», δηλαδή στο εσωστρεφές και ερμητικά κλειστό οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο. Ωστόσο επιστημονικά εργαλεία λήψης ορθολογικών αποφάσεων, όπως είναι η περιβαλλοντική αξιολόγηση προγραμμάτων και πολιτικών και η ανάλυση κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να αξιοποιούνται για μια πραγματική συμμετοχή όλων στη συζήτηση για το κοινωνικό και πολεοδομικό αύριο ιδίως όταν, όπως σήμερα, οι απειλές για το αστικό περιβάλλον είναι τόσο μεγάλες..
Η αξιολόγηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων εισήχθη ως νομικός όρος και ως διαδικασία επιστημονικής αξιολόγησης σχεδιαζόμενων έργων στην αμερικανική νομοθεσία το 1969 (NEPA). Το πρώτο βήμα για μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα αυτό έγινε το 1985 με την Οδηγία 85/337/ΕΟΚ.
Σταδιακά έγινε αντιληπτό ότι η αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για κάθε συγκεκριμένο έργο είναι μεν χρήσιμο εργαλείο για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά θα ήταν πολύ πιο σημαντικό να προηγείται περιβαλλοντική αξιολόγηση των προγραμμάτων και των πολιτικών που καθορίζουν τους στόχους και τη γενική μορφή των έργων τα οποία περιλαμβάνουν (Lidskog & Soneryd, 2000). Αντίθετα σήμερα, όταν γίνεται διαβούλευση για ένα συγκεκριμένο έργο που σχεδιάζεται σπάνια έχει παρουσιαστεί η ευρύτερη πολιτική στην οποία εντάσσεται και η ολοκληρωμένη ομάδα παράλληλων έργων που υπηρετούν τους ίδιους στόχους.
Η οδηγία 2001/42 έρχεται λοιπόν να συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό και η συμβολή της είναι πραγματικά καινοτόμος και ουσιαστική διότι εισαγάγει τη διαδικασία της Στρατηγικής Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΕΠΕ) που επιβάλλει την περιβαλλοντική αξιολόγηση προγραμμάτων και πολιτικών. Με βάση την Οδηγία αυτή το κοινό καλείται να εμπλέκεται έγκαιρα, όταν η συζήτηση αφορά τη στρατηγική για την πόλη και όχι τον τελικό σχεδιασμό ενός επιμέρους έργου (Βλαστός, 2004).
Στόχος της εισήγησης είναι α) να εντοπιστούν, με βάση τα βιβλιογραφικά πορίσματα, τα σημεία στα οποία η Οδηγία 2001/42 παρουσιάζει αδυναμίες στο ζητούμενο που είναι η ουσιαστική ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών και β) να χαραχτεί μία νέα μέθοδος πιο αποτελεσματική.
2. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Οι Lowndes, Pratchett & Stoker (2006) συνοψίζουν το συμπέρασμα όλων των δημοσιευμένων ερευνών γύρω από τους όρους συμμετοχής ως εξής: «οι πολίτες συμμετέχουν όταν μπορούν, όταν αυτό εκφράζει την ταυτότητά τους, όταν ενθαρρύνονται από δίκτυα πολιτικών δικτύων και οργανισμών, όταν προσκαλούνται από το φορέα σχεδιασμού και όταν έχουν πειστεί ότι το έργο θα ανταποκριθεί στις ανάγκες τους».
Από τις δημοσιευμένες κοινωνικές έρευνες προκύπτει ότι η εστίαση της συζήτησης σε τεχνικά θέματα αποτελεί εμπόδιο στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για συμμετοχικές διαδικασίες, διότι:
α) δημιουργεί ένα «αντικειμενικό» πλαίσιο αποφάσεων, αποκλειστικά τεχνικό, που απομακρύνει από την πολιτική δράση, δηλαδή οι αποφάσεις προκύπτουν από τεχνοκρατικές τεκμηριώσεις και όχι από πολιτικά κριτήρια και ισορροπίες (Swyngedouw,2009),
β) αυξάνει στους πολίτες την αίσθηση ανεπάρκειάς τους όσον αφορά το αναγκαίο επίπεδο γνώσεων για τα υπό διαβούλευση θέματα (Βλαστός & Αθανασόπουλος, 2006)
Οι παραπάνω δυο λόγοι κάνουν τους μεν πολίτες να θεωρούν «χαμένο χρόνο» τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες, τους δε φορείς να αντιμετωπίζουν εχθρικά τη συμμετοχή του κοινού, να μη περιμένουν κάποιο όφελος από αυτή αλλά αντίθετα καθυστερήσεις και 'αδικαιολόγητες' εμπλοκές.
Οι διαδικασίες συμμετοχής δρομολογούνται γιατί τις προβλέπει ο νόμος ωστόσο οι δημόσιοι φορείς τις διεκπεραιώνουν τυπικά κάθε άλλο παρά αποσκοπώντας να τις χρησιμοποιήσουν ως παιδαγωγικό εργαλείο για την αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφορών των πολιτών. Οι πολίτες, έχοντας συνείδηση της περιθωριακής τους θέσης στο σχεδιασμό αποστασιοποιούνται από τα έργα αλλά και από το δημόσιο χώρο γενικότερα και επιλέγουν την στάση προσωρινού επισκέπτη της πόλης, για την τύχη της οποίας αδιαφορούν. Η πόλη χάνοντας τους πολίτες της υποβαθμίζεται και μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε αποκλειστικό πεδίο κερδοσκοπίας στη γη όπου όλες οι πραγματικές αξίες ως προς την αστικότητα και τη συλλογικότητα καταρρέουν
Ωστόσο σε καθεστώς εντεινόμενης οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης η σημασία της κινητοποίησης των πολιτών είναι μεγάλη γιατί από τη στάση του κάθε ένα ξεχωριστά θα εξαρτηθεί η επιβίωση της πόλης ως κοινωνικού συμπαγούς. Η εγκατάσταση διαλόγου που θα φέρει κοντά τους πολίτες αποτελεί προϋπόθεση για να σχηματιοστούν συλλογικότητες, να υπάρξουν συνεργασίες και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αποτελεσματικά.
3. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ (ΣΕΠΕ) ΚΑΙ Η ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ
Η Σύμβαση του Άαρχους που συντάχθηκε από την Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών το 1998 (UNECE, 1998) έχει θέσει ένα ικανοποιητικό πλαίσιο για τη συμμετοχή του κοινού στις υπό εκπόνηση πολιτικές και προγράμματα (Άρθρο 7).
Το πλαίσιο αυτό ανταποκρίνεται σε κάποιο βαθμό σε όσα οι έρευνες έχουν εντοπίσει ως προαπαιτούμενα για ουσιαστική συμμετοχή (Αθανασόπουλος & Βλαστός, 2010), δηλαδή:
• έγκαιρη ενημέρωση του κοινού με αποτελεσματικό τρόπο
• λογικές προθεσμίες για τις διάφορες φάσεις συμμετοχής, ώστε να είναι δυνατή η επαρκής προετοιμασία του κοινού,
• έγκαιρη συμμετοχή, όταν ακόμη όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές,
• δέσμευση της πολιτείας τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης να λαμβάνονται υπόψη.
Οι προβλέψεις της Σύμβασης δεν έχουν όμως ενταχθεί πλήρως στο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο και αυτό επαναλαμβάνεται και από την σχετική Οδηγία 2001/42. Πράγματι πρέπει να σημειωθεί ότι η Οδηγία έτσι όπως ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο (ΦΕΚ 1125/Β/5.9.2006) παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις σε σχέση με τα προβλεπόμενα στη Σύμβαση.
Ειδικότερα προβλέπονται τα παρακάτω:
Η Στρατηγική Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ενός Προγράμματος ή μιας πολιτικής γίνεται με την εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον. Επιπλέον με την (ΣΜΠΕ) εξετάζονται εναλλακτικές δυνατότητες και τεκμηριώνονται με περιβαλλοντικά κριτήρια οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή της λύσης που προτείνεται. Πριν την εκπόνηση της ΣΜΠΕ αποφασίζονται από την πολιτεία οι στόχοι, τα κριτήρια, η έκταση και ο βαθμός λεπτομέρειας της όλης διερεύνησης (διαδικασία που ονομάζεται scoping - Κασσιός, 2000:206).
Σύμφωνα με το παραπάνω (Σχήμα 1) διάγραμμα μετά τη σύνταξη της ΣΜΠΕ ακολουθεί η διαδικασία διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους πολίτες ως εξής: Η αρχή σχεδιασμού προσκαλεί το κοινό μέσω τριών εφημερίδων να διατυπώσει εγγράφως ή και ηλεκτρονικά και «σε κάθε περίπτωση επαρκώς τεκμηριωμένα» τις απόψεις του μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Επιπλέον η αρχή σχεδιασμού μπορεί να χρησιμοποιεί επιλεκτικά οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο, που κατά την κρίση της καθιστά ουσιαστική τη συμμετοχή του κοινού. Η αρμόδια αρχή μετά την παρέλευση 45 ημερών και ανεξάρτητα αν έχουν υποβληθεί παρατηρήσεις ή όχι αξιολογεί το περιεχόμενο της ΣΜΠΕ.
4.ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΤΗΣ ΣΕΠΕ ΩΣ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την ισχύουσα διαδικασία είναι ότι το κοινό καλείται να συμμετέχει σε αυτό που ο Habermas αποκαλεί «αφηρημένο σύστημα» (οικονομικό και πολιτικό) που δεν περιλαμβάνει παρά διαδικασίες αξιολόγησης καθαρά τεχνικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με το προηγούμενο διάγραμμα η συμμετοχή προϋποθέτει πολίτες επαρκώς καταρτισμένους ως προς τον αστικό σχεδιασμό και τις περιβαλλοντικές παραμέτρους του. Τίποτα δεν προβλέπεται ως προς την εκπαίδευση του κοινού. Δίνονται σημαντικές εναλλακτικές δυνατότητες συμμετοχής, όπως ηλεκτρονικά μέσα, δημόσιες ακροάσεις, συνεντεύξεις, ανοικτές συζητήσεις, διάλογος μέσω διαδικτύου, οι οποίες όμως αφενός είναι προαιρετικές, αφετέρου ενεργοποιούνται όταν ήδη το πρόγραμμα ή η πολιτική έχουν για το δημόσιο φορέα σχεδόν οριστικοποιηθεί. Οι πολίτες δεν έχουν τότε ούτε την χρονική ούτε την οικονομική άνεση για να συμβουλευτούν ειδικούς.
Ενώ λοιπόν τα Ηνωμένα Έθνη, μέσω της σύμβασης του Άαρχους, επιδιώκουν την συγκρότηση μιας πιο υπεύθυνης και περιβαλλοντικά ευαίσθητης παγκόσμιας κοινωνίας, στην πράξη στη χώρα μας η Οδηγία 2001/42 είναι πολύ λίγη για την υποστήριξη αυτού του στόχου. Ας μην υποτιμάται ότι τις Οδηγίες τις ερμηνεύουν και τις ενσωματώνουν οι ίδιοι φορείς που αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως εμπόδιο στο έργο τους (Σχήματα 1 και 2).
Σχήμα 2. Σημερινό σχήμα διαδικασίας ΣΕΠΕ.
Για τους συμμετέχοντες δεν υπάρχει εγγύηση ότι η επένδυση από αυτούς χρόνου και χρήματος θα επιφέρει οποιαδήποτε θετική επίδραση στην καθημερινότητά τους και δεν τους εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Η μεγάλη πρόκληση για την ένταξη των πολιτών στο σχεδιασμό είναι η αναμόρφωση του συστήματος σχεδιασμού, ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στον κόσμο της ζωής και να εμπνέει τον διάλογο (Healey 1997).
Πού βρίσκεται ο «κόσμος της ζωής» στην Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση;
Α) Στους στόχους της πολιτικής ή του προγράμματος.
Μια πολιτική ή ένα πρόγραμμα έχει ολοκληρωμένους στόχους που αφορούν τον «κόσμο της ζωής». Τα προβλήματα παρουσιάζονται σε όλη τους την έκταση. Η πολεοδομία και ο κυκλοφοριακός σχεδιασμός σχεδιάζονται ενιαία. Υπάρχουν κοινωνικοί στόχοι και διλήμματα που δεν αποσιωπούνται. Συμφωνεί το κοινό με τους στόχους αυτούς ή όχι; Θεωρεί κάποιον άλλο πιο επείγοντα; Οραματίζεται κάτι διαφορετικό για την πόλη; Η συζήτηση για την πόλη είναι ένα αντικείμενο το οποίο εύκολα θα προσήλκυε το κοινό.
Β) Στις περιβαλλοντικές παραμέτρους που εξετάζει η ΣΜΠΕ.
Η ΣΜΠΕ εξετάζει διάφορες περιβαλλοντικές παραμέτρους που αφορούν τον «κόσμο της ζωής». Η ποιότητα του αέρα, οι επιπτώσεις στο έδαφος, η ηχορρύπανση, τα ατυχήματα, η αισθητική της πόλης, η κατανάλωση ενέργειας, η εξοικονόμηση πόρων είναι κάποιες περιβαλλοντικές μεταβλητές που εξετάζονται συνήθως από τις ΣΜΠΕ. Το κοινό θα μπορούσε να υποδείξει και διάφορα άλλα ευαίσθητα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά θέματα που θα πρέπει να εξετάζονται (π.χ. η προστασία ενός τοπίου, σημαντικών αστικών πόλων , τμημάτων της πόλης με ιδιαίτερη αξία για τη συλλογική μνήμη κ.λπ.). Η συμμετοχή του κοινού είναι λοιπόν πολύ χρήσιμη στη φάση του scoping, πριν ακόμα συνταχθεί η ΣΜΠΕ.
Γ) Στις εναλλακτικές λύσεις που εξετάζονται από τη ΣΜΠΕ.
Θα αποτελούσε ιδιαίτερο εκπαιδευτικό εργαλείο για το κοινό εάν εκαλείτο να προτείνει το ίδιο εναλλακτικές λύσεις συμπληρώνοντας αυτές που προτείνονται από τους μελετητές. Θα μπορούσαν να αξιολογούνται στη συνέχεια περιβαλλοντικά από τους μελετητές.
Δεν αρκούν όμως τα «βήματα» έκφρασης των απόψεων του κοινού , έχει ανάγκη επίσης να γνωρίζει ότι πραγματικά είναι επιθυμία του φορέα σχεδιασμού η αξιοποίηση της διαβούλευσης . Ο κόσμος για να συμμετέχει πρέπει να αισθάνεται ότι είναι θεσμικός παίκτης στη διαδικασία σχεδιασμού και σε ένα πλαίσιο με πραγματική δημοκρατία.
Σχήμα 3. Προτεινόμενο σχήμα ΣΕΠΕ.
Κατά συνέπεια στο θεσμικό πλαίσιο απαιτούνται οι εξής αλλαγές:
- Θεσμοθέτηση της συμμετοχής του κοινού πριν και μετά την εκπόνηση της ΣΜΠΕ.
- Ενημέρωση του κοινού με αποτελεσματικό τρόπο με χρήση όλων των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
- Παροχή τεχνικής βοήθειας για τη σύνταξη σχολίων (π.χ. από μηχανικούς ή νομικούς σε Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών).
- Εισαγωγή σχολίων με όλα τα διατιθέμενα μέσα (μέσω διαδικτύου, ημερίδων και κατάθεσης αιτήσεων).
- Υποχρέωση για εξέταση από τη ΣΜΠΕ περιβαλλοντικών παραμέτρων οι οποίες αναφέρονται από το κοινό.
- Υποχρέωση για σύνταξη και εξέταση εναλλακτικών λύσεων που συνοψίζουν τις προτάσεις του κοινού.
- Υποχρέωση για σύνταξη κειμένου που θα περιγράφει τη συνεισφορά του κοινού στη συνολική διαδικασία.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Στρατηγική Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων θα μπορούσε να γίνει ένα εργαλείο ενεργοποίησης, εκπαίδευσης και ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού, διότι θέτει τη συμμετοχή στο πλαίσιο της διαφύλαξης και προστασίας συλλογικών αγαθών, όπως είναι το αστικό περιβάλλον, και όχι της υπεράσπισης ιδιωτικών συμφερόντων. Επιπλέον θέτει τη συζήτηση έγκαιρα, όταν αποφασίζονται οι πολιτικές και τα προγράμματα που θα οδηγήσουν στη συνέχεια στην παραγωγή επιμέρους έργων. Έτσι θα βελτιωνόταν η αναγνωσιμότητα των έργων, ο σχεδιασμός τους θα γινόταν πιο σωστά και η αποδοχή τους ευκολότερη. Ένα βασικό κέρδος θα ήταν επίσης ότι θα περιοριζόταν η αδιαφορία και οι δεσμοί με την πόλη θα ενισχύονταν.
Οι ΣΕΠΕ θα μπορούσαν να λειτουργούν ως πλατφόρμα δημοκρατίας όπου θα συναντώνται και θα συνεργάζονται οι φορείς σχεδιασμού, οι τεχνικοί και οι πολίτες σε μια παιδαγωγική διαδικασία όπου κάθε πλευρά θα είχε να μάθει από τις άλλες. Τα παραπάνω έτσι θα έκαναν την πόλη και την πολιτική της έκφραση πιο δυνατή απέναντι στις μεγάλες πιέσεις των αγορών που γνωρίζουν καλά ότι οι πόλεις αποτελούν προνομιακά επιχειρηματικά τοπία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθανασόπουλος Κ. & Θ. Βλαστός (2010), 'Διερεύνηση της συμβατότητας της Σύμβασης του Άαρχους με το θεσμικό πλαίσιο σχεδιασμού του αστικού χώρου στην Ελλάδα', Περιβάλλον και Δίκαιο, 53(3): 463-470.
- Βλαστός, Θ. & Κ. Αθανασόπουλος (2006), Εμπόδια για τη συμμετοχή των κατοίκων σε σχεδιασμούς βιώσιμης κινητικότητας: Η περίπτωση του τραμ στην Αθήνα', Αειχώρος, 2:4-25.
- Βλαστός, Θ. (2004), 'Οι ευκαιρίες από τη νέα Οδηγία 2001/42/ΕΚ για τις «Στρατηγικές Περιβαλλοντικές Εκτιμήσεις - Το παράδειγμα του τομέα των Μεταφορών', Περιβάλλον και Δίκαιο, 29(3): 334-339.
- Habermas, J. (1981), Theorie des kommunikativen Handelns - Band 1 Handlungsrationalitat und gesellschaftliche Rationalisierung, Frankfurt am Main:Suhrkamp.
- Healey P. (1997), Collaborative Planning - Shaping Places in Fragmented Societies, New York: Palgrave.
- Κασσιός, Κ. (2000), Επιπτώσεις στο Περιβάλλον από Έργα και Προγράμματα - Τεχνικές και Μέθοδοι Αντιμετώπισης τους, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.
- Lowndes, V., Pratchett, L. & G. Stoker (2006), 'Diagnosing and Remedying the Failings of Official Participation Schemes: The CLEAR Framework', Social Policy and Society , 5 (2): 281-291.
- Lidskog, R. & L. Soneryd (2000), 'Transport infrastructure investment and environmental impact assessment in Sweden: public involvement or exclusion?', Environment and Planning A, 32:1465-1479.
- Rayner, S. (2003), 'Democracy in the age of assessment: reflections on the roles of expertise and democracy in public-sector decision making', Science and Public Policy, 30(3):163-170.
- Swyngedouw, E. (2009), 'The antinomies of the Post-Political city. In search of a democratic politics of environmental production', International Journal of Urban and Regional Research, 33(2): 601 -620.
- UNECE (1998), Convention on Access to Information, Public Participation in Decision-Making and Access to Justice in Environmental Matters, United Nations Economic Commission for Europe, Aarhus, Denmark, 1998 (Aarhus Convention) , http://www.unece.org/env/pp/documents/cep43e.pdf.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.