Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Οι διαρθρωτικές μεταβολές στο ευρωπαϊκό αστικό σύστημα


#Σωτήρης Παυλέας
Διδάκτωρ Αστικής Ανάπτυξης, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

1.Γενικά χαρακτηριστικά των διαρθρωτικών μεταβολών.
Στα χρόνια του προηγούμενου αιώνα, η Ευρώπη εξελίχθηκε από μια ευρέως αγροτική ήπειρο σε μια κυρίαρχα αστική. Εκτιμάται (World Bank) ότι το 70% του ευρωπαϊκού πληθυσμού διαμένουν σε οικισμούς με πάνω από 5.000 κατοίκους. Παρότι ο ρυθμός αστικοποίησης έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό του αστικού πληθυσμού συνεχίζει να αυξάνεται. Η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από ένα περισσότερο πολυκεντρικό και λιγότερο συγκεντρωτικό αστικό σύστημα. Τα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά της αστικής ανάπτυξης (Πετράκος και Οικονόμου, 2000) στη Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά, είναι η αυξανόμενη ένταση στη χρήση της αστικής γης και η επέκταση της πέρα από τα όρια της δομημένης επιφάνειας. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και η ανάπτυξη της τεχνολογίας επιφέρουν σημαντικές μεταβολές στον τρόπο οργάνωσης των πόλεων και δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην άνεση και στην εξοικονόμηση χρόνου. Επίσης, επέρχεται μια στροφή προς τα καταναλωτικά αγαθά και τον ελεύθερο χρόνο, λόγω της εισοδηματικής ελαστικότητας της ζήτησης των αγαθών και στην ελαστικότητα της προσφοράς εργασίας. Το εμπόριο άλλαξε τις παραδοσιακές δομές του, από τα μικρά καταστήματα της γειτονιάς στα σουπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα.
Η βιομηχανία υπέστη και αυτή σημαντικές μεταβολές. Παραδοσιακοί κλάδοι (υφαντουργία, ορυχεία, μεταλλουργία) συρρικνωθήκαν, ενώ άλλοι νέοι κλάδοι (ηλεκτρονικά και χημικά) αναπτύχθηκαν ταχύτατα. Πόλεις που στήριζαν την οικονομική τους λειτουργία στη βιομηχανική επανάσταση αντιμετώπισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης (Laborde, 1994), ενώ οι μεταβολές των οικονομικών βιομηχανικής συγκέντρωσης επέδρασαν και στις μεταβολές των προτύπων απασχόλησης (Barkley et al., 1999). Οι πόλεις λιμάνια υπέστησαν ως επί το πλείστον οικονομική ύφεση, λόγω του ανταγωνισμού των χερσαίων μεταφορών, οι εγκαταστάσεις τους εγκαταλείφθηκαν, ενώ γενικότερα οι επιπτώσεις στους αστικούς ιστούς από τις εξελίξεις του δευτερογενή τομέα δημιούργησαν πολλά προβλήματα (Cheshire et al., 1986). Τα λειτουργικά αυτά προβλήματα στους ιστούς των πόλεων προκάλεσαν πρωτοβουλίες αστικής ανασυγκρότησης (urban renewal) και ξεκίνησε να επιδιώκεται η μέγιστη οικονομική απόδοση του χώρου. Μεγάλες υποβαθμισμένες αστικές περιοχές μπήκαν στο στόχο επενδυτών για μεγάλης ή μικρότερης κλίμακας παρεμβάσεις (Musterd και Ostendorf, 2008).
Σε ενδοαστικό επίπεδο γίνεται φανερός ο χωρικός διαχωρισμός των δραστηριοτήτων, στις επιτελικές δραστηριότητες που απαιτούν προσωπική επαφή και παραμένουν στο κέντρο των πόλεων, και στις δραστηριότητες ρουτίνας που συγκεντρώνονται κυρίως στην περίμετρο των κέντρων, λόγω χαμηλότερου κόστους γης. Ο βαθμός αλληλεπίδρασης των συναλλασσόμενων (Page and Phillips, 2003) και ο βαθμός ενσωμάτωσης των τηλεπικοινωνιών επιδρά και στη διαμόρφωση της ίδιας της φυσικής δομής των πόλεων. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για έναν εμπλουτισμό του παραπάνω διαχωρισμού, μέσω της περιαστικοποιησης του τριτογενή τομέα (π.χ. μεγάλα συγκροτήματα γραφείων και καταστημάτων σε αεροδρόμια ή προάστια), όπου ενεργοποιούνται εξωτερικές οικονομίες κλίμακας και προσελκύουν περισσότερες δραστηριότητες, που βρίσκονταν μόνο στο κέντρο των μητροπόλεων.

Οι γενικότερες διαρθρωτικές αλλαγές έχουν επηρεάσει και την αγορά εργασίας, αυξάνοντας την πόλωση και τον κοινωνικό διαχωρισμό. Εργαζόμενοι με εξειδίκευση και εμπειρία εξελίσσονται σε ένα περιβάλλον με περισσότερες ευκαιρίες, ενώ οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν φθίνουσες ή και στάσιμες προοπτικές στο επίπεδο διαβίωσης τους. Ωστόσο, το πλαίσιο αυτό έχει γίνει πιο πολύπλοκο υπό το πρίσμα των εξελίξεων της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ετών, αφού φαίνεται να πλήττονται όλες οι επαγγελματικές κατηγορίες, τα υψηλά εισοδηματικά στελέχη φαίνεται να χάνουν τα προνόμια τους, οι θέσεις εντάσεως εργασίας περιορίζονται δραματικά, ενώ η εξειδίκευση και το επιστημονικό υπόβαθρο δεν δείχνουν να αποτελούν ικανές συνθήκες για ανεύρεση εργασίας.
Τα πιο πρόσφατα κοινωνικά, δημογραφικά και κοινωνικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί για τα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, δείχνουν ότι οι τοπικές τάσεις διαφέρουν σημαντικά από αυτές σε επίπεδο κρατών. Οι ανισότητες μεταξύ των αστικών κέντρων καταγράφονται ως πολύ μεγαλύτερες από τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ Περιφερειών και χωρών. Η ανάλυση τους αποκαλύπτει τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή συνοχή. Οι βασικότερες προκλήσεις για την επίτευξη μιας αειφόρου αστικής ανάπτυξης αφορούν κυρίως στις δημογραφικές εξελίξεις, τις οικονομικές επιδόσεις και την ανταγωνιστικότητα, την αγορά εργασίας και τον κοινωνικό αποκλεισμό. (Urbact II, 2011)

2.Οικονομικές τάσεις στην αστική Ευρώπη
Η ερευνητική ενασχόληση με τη διερεύνηση των τάσεων των πόλεων, για το αν αναπτύσσονται ή βρίσκονται σε ύφεση, έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια, κυρίως σε επίπεδο μεμονωμένων πόλεων και λιγότερο σε επίπεδο εθνικών αστικών συστημάτων. Με την ενοποίηση της Ευρώπης το 1992, εισήχθη στην αστική έρευνα και η ευρωπαϊκή διάσταση, ενώ έχει αποδειχτεί ρεαλιστικά αδύνατο να εξαχθεί μια ενιαία θεωρία για την αστική ανάπτυξη στην Ευρώπη (Meijer, 1993). Ο τρόπος που έχουν εξελιχθεί τα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων διαφοροποιείται και οι παράγοντες που τα επηρεάζουν δεν μπορούν να αποτυπωθούν ξεκάθαρα. Οι πόλεις που διαχρονικά είχανε έντονη βιομηχανική ανάπτυξη και εμφάνισαν υψηλούς δείκτες οικονομικών επιδόσεων (Friedrichs, 1993), είναι σε αρκετές περιπτώσεις και οι πόλεις που περικλείουν τα πρόσφατα χρόνια τα μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά ποσοστά ‘αστικών νεόπτωχων’ ή ‘urban nouveau poor’ (Kaika, 2012).
Η Ευρώπη δεν βρίσκεται πια σε μια κατάσταση συνεχούς οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης. Η ύφεση ή και εξαφάνιση παραδοσιακών κλάδων του μεταποιητικού τομέα, έχει οδηγήσει στην απώλεια πολλών θέσεων απασχόλησης και σε ένα χάσμα μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας. Προκάλεσε ακόμα σοβαρά ζητήματα κοινωνικών ισορροπιών, πόλωσης και απώλειας αναπτυξιακής ταυτότητας για τα αστικά κέντρα (Popescu and Gavris, 2012), ενώ η μετανάστευση και η κινητικότητα που προκλήθηκε, δημιούργησε πιέσεις στα εθνικά συστήματα πρόνοιας. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, της οποίας τα αρνητικά αποτελέσματα ακόμα εξελίσσονται, έχει αποδυναμώσει οικονομικά πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, τα χρέη των κυβερνήσεων έχουν αυξηθεί δραματικά, επιταχύνοντας πολωτικές διαδικασίες και φαινόμενα διαχωρισμού, με συνέπεια το ευρωπαϊκό μοντέλο αστικής ανάπτυξης να υπόκειται τελικά σε κρίση και εξέταση.
Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη της παραγωγικής βάσης και του πεδίου εξειδίκευσης των περισσότερων πόλεων, εξαρτάται από την μεταβαλλόμενη οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής και το περιεχόμενο του αυξανόμενου τριτογενή τομέα (Carlino et al., 2001). Το μερίδιο του τριτογενή τομέα στις πόλεις της Ευρώπης, είναι σταθερά υψηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο κάθε χώρας. Η συγκέντρωση των τριτογενών δραστηριοτήτων αποτελεί βασικό συστατικό της σύγχρονης αστικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με στοιχεία της τελικής Έκθεσης του ESPON (2010), ο βαθμός τριτογενοποίησης, ως ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, είναι υψηλότερος στη βόρεια και Δυτική Ευρώπη (λίγο πάνω από 70%), χαμηλότερος στη νότια Ευρώπη (60 – 70%) και πολύ χαμηλότερος στην κεντρική Ευρώπη (50-60%). Ορισμένες πόλεις σε χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ελβετία και η Μεγάλη Βρετανία έχουν καταλήξει να αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά οικονομίες παροχής υπηρεσιών, αφού το αντίστοιχο ποσοστό απασχόλησης κυμαίνεται στο 90%.
Η απώλεια θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης, όπως έχει αναφερθεί, δεν μείωσε μόνο τη ζήτηση για εργασία χαμηλής εξειδίκευσης, αλλά επηρέασε και τη ζήτηση για εργασία υψηλότερης κατάρτισης. Ένα σημαντικό ποσοστό των υψηλού επιπέδου υπηρεσιών που αναπτύχτηκαν στις ευρωπαϊκές πόλεις τις τελευταίες δεκαετίες, σχετιζόταν με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενου των νομικών και λογιστικών υπηρεσιών. Ο τομέας αυτός θεωρείται βασικό μέρος της σύγχρονης οικονομίας της γνώσης, όμως ο ρόλος του τα τελευταία χρόνια υπόκειται επανεξέτασης, στο πλαίσιο των τελευταίων δυσμενών οικονομικών συνθηκών. Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ‘Cities of Tomorrow’ (2011), αναφέρει ότι η μείωση των θέσεων εργασίας στην μεταποίηση, είναι δύσκολο να υποκατασταθεί από τη δημιουργία νέων, περισσότερο εξειδικευμένων και ανταγωνιστικών θέσεων. Η μετάβαση σε ένα περισσότερο καταρτισμένο εργατικό δυναμικό είναι δυσχερής, όταν παράλληλα οι μακροχρόνια άνεργοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αναβάθμισης των προσόντων τους και επανένταξης στην αγορά εργασίας. Επιπρόσθετα, το αναπτυξιακό μοντέλο που έχει επικρατήσει, λαμβάνοντας υπόψη και την απαγκίστρωση του από την απασχόληση, έχει οδηγήσει μεγάλο μερίδιο ανθρώπων εκτός αγοράς εργασίας ή να αναγκάζεται να αποδεχθεί ιδιαίτερα χαμηλόμισθες και ανειδίκευτες δουλειές. Η εξειδίκευση στον τριτογενή τομέα έχει μεγάλο εύρος και φαίνεται να υπάρχει άμεση σύνδεση με την αστική συγκέντρωση του οικονομικού πλούτου στον ευρωπαϊκό πυρήνα (Duranton and Puga, 2005).
Στο ίδιο πλαίσιο, ο δημόσιος τομέας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οδηγείται στον περιορισμό των δαπανών του, είτε μέσω αποδεσμεύσεων υπαλλήλων, είτε μέσω συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα. Ορισμένες πόλεις που χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, αναμένεται να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα, εάν δεν υπάρχει ισχυρή ζήτηση από τον ιδιωτικό τομέα. (The Urbact Tribune, 2012).

3.Τα σύγχρονα προβλήματα των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων
Ο άνθρωπος και η ποιότητα της ζωής αποτελούν διαχρονικά επίκεντρο πολλών συζητήσεων και δράσεων. Για να εξασφαλιστεί όμως αυτή η ποιότητα, απαιτείται αντιμετώπιση πολύπλοκων προβλημάτων που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα ενεργειών που ξεκινά από έρευνες και πολιτικές που έχουν σχέση με την υγεία, την παιδεία και την απασχόληση και φτάνει μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (Μητούλα, 2000). Τις τελευταίες δεκαετίες η γενικότερη αειφόρος ανάπτυξη έχει συνδεθεί άρρηκτα με την αειφόρο αστικοποίηση. (Shen et  al., 2012)
Το ζήτημα της ανεργίας βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων για τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., και γίνεται κρισιμότερο πρόβλημα για πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ οι αιτίες της και η χωρική κατανομή στις πόλεις, έχει αποτελέσει σημαντικό πεδίο έρευνας (Zenou 2000 και 2006, White 1999). Τα επίπεδα απασχόλησης επηρεάζουν την κοινωνική συνοχή σε μια πόλη, αφού η απασχόληση αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την συμμετοχή της κοινωνίας στις παραγωγικές λειτουργίες, οπότε και συμβάλλει και στην κοινωνική ειρήνη.
Εξετάζοντας το συνολικό αναπτυξιακό πλαίσιο των ευρωπαϊκών πόλεων, αρχικά, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η  δημογραφική αλλαγή οδηγεί σε σειρά προκλήσεων που διαφέρουν από πόλη σε πόλη, όπως η γήρανση των πληθυσμών, η συρρίκνωση των πόλεων ή οι έντονες διαδικασίες ανάπτυξης προαστίων. Η κοινωνική πόλωση και ο διαχωρισμός αυξάνονται, η πρόσφατη οικονομική κρίση διόγκωσε περαιτέρω τις επιδράσεις των διαδικασιών της αγοράς και τη βαθμιαία συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και στις πλουσιότερες πόλεις, οι διαχωρισμοί στην κοινωνία και στο χώρο αποτελούν διογκούμενα προβλήματα. (Vranken, 2011).
Έπειτα, η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον σε κατάσταση συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και πολλές πόλεις, ειδικά μη πρωτεύουσες στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, αλλά επίσης και παλιές βιομηχανικές πόλεις στη Δυτική Ευρώπη, αντιμετωπίζουν τη σοβαρή απειλή οικονομικής στασιμότητας ή υποβάθμισης. Οι οικονομίες με την τρέχουσα μορφή τους δεν είναι σε θέση να προμηθεύσουν θέσεις εργασίας για όλους. Η εξασθένηση της σχέσης μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, απασχόλησης και κοινωνικής προόδου οδήγησε ένα ευρύτερο μερίδιο πληθυσμού εκτός της αγοράς εργασίας ή προς χαμηλότερης εξειδίκευσης και χαμηλότερης αμοιβής θέσεις εργασίας του τομέα υπηρεσιών. Οι ανισότητες στα εισοδήματα και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των φτωχών ενισχύονται σε πολλές γειτονιές. Ο τοπικός πληθυσμός συναντά δυσκολίες, όσον αφορά στην κακής ποιότητας στέγαση, την χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση, την ανεργία και τις δυσχέρειες ή την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες (υγειονομική περίθαλψη, μεταφορές, ΤΠΕ) (Galafti, 2011).
Η ρευστότητα στη δραστηριότητα των διεθνών επιχειρήσεων (Cities of Tomorrow, 2011), καθιστά τις πόλεις ισχυρά εξαρτημένες από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μεταβάλλονται ανάλογα με τις εξελίξεις στο διεθνή ανταγωνισμό. Το ίδιο ισχύει και για πόλεις που στηρίζονται σε παραγωγικές μονοκαλλιέργειες, ιδιαίτερα όπως είναι η παραδοσιακή μεταποίηση πρώτων υλών, και περισσότερο, εάν είναι μοναδική αυτή πρώτη ύλη. Η μεταφορά των βιομηχανιών έχει οδηγήσει σε απώλεια πολλών εξειδικευμένων θέσεων απασχόλησης, τον περιορισμό της παραγωγής τεχνογνωσίας και την υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου πολλών αστικών κέντρων.
Οι διαδικασίες χωρικού διαχωρισμού, ως αποτέλεσμα κοινωνικής πόλωσης, καθιστούν για τις ομάδες χαμηλού εισοδήματος ή τις περιθωριοποιημένες ομάδες, όλο και δυσχερέστερη την εξεύρεση αξιοπρεπούς κατοικίας σε προσιτές τιμές. Ο αυξανόμενος αριθμός των «απορριπτόμενων από την κοινωνία», δύναται να οδηγήσει σε ανάπτυξη κλειστών μορφών υποκουλτούρας με ουσιαστικά εχθρική στάση απέναντι στην επικρατούσα μορφή κοινωνίας σε πολλές πόλεις. Η άναρχη εξάπλωση των πόλεων και η διασπορά των χαμηλής πυκνότητας οικισμών αποτελεί μία από τις κύριες απειλές για τη βιώσιμη εδαφική ανάπτυξη. Επίσης, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αυξάνουν το κόστος τους και είναι δυσκολότερο να παρασχεθούν, οι εθνικοί πόροι γίνονται αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης, τα δημόσια δίκτυα μεταφορών είναι ανεπαρκή και η χρήση του αυτοκινήτου, καθώς και η κυκλοφοριακή συμφόρηση στο εσωτερικό και γύρω από τις πόλεις λαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις. Τα αστικά οικοσυστήματα βρίσκονται υπό πίεση, ενώ η άναρχη εξάπλωση των πόλεων και η σφράγιση του εδάφους απειλούν τη βιοποικιλότητα και αυξάνουν τον κίνδυνο, τόσο για πλημμύρες, όσο και για έλλειψη υδατικών πόρων. (Urbact II, 2011)
Ο διαχωρισμός των ανθρώπων αφορά στην απασχόληση, στους πόρους, στις συνθήκες διαβίωσης, στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, στο προσδόκιμο ζωής κτλ. Οι κοινωνικές ομάδες που υστερούν σε αυτές τις παραμέτρους, αντιμετωπίζουν περιπτώσεις κοινωνικού αποκλεισμού, και είναι κυρίως οι νέοι και οι μετανάστες. Οι νέοι άνθρωποι και τα παιδιά είναι τα πρώτα συνήθως θύματα κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη. Εκτιμάται, σύμφωνα με στοιχεία του Urban Audit, ότι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοντά στα 17 εκατομμύρια ή το 20%, των νέων κάτω από την ηλικία των 18 ζουν σε επίπεδα φτώχειας. Τα ποσοστά φυσικά διαφέρουν μεταξύ των Κρατών Μελών, από 5% στις Σκανδιναβικές χώρες, στο πολύ υψηλότερο 23% στην Ιταλία, Ισπανία και Ιρλανδία και στο κορυφαίο 25% στην Μεγάλη Βρετανία.
Την σύγχρονη εποχή, το μεγαλύτερο μερίδιο των ξένων που διαμένουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βρίσκεται στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, ενώ η ενσωμάτωση των μεταναστών και των απογόνων τους παραμένει σημαντική πρόκληση για τις Ευρωπαϊκές πόλεις. Αν και οι πόλεις είναι αυτές που σηκώνουν το μεγαλύτερο φορτίο, η χάραξη των μεταναστευτικών πολιτικών γίνεται συνήθως σε εθνικό επίπεδο. Οι πληθυσμιακές αυτές ομάδες δεν έχουν κατά κανόνα τα απαραίτητα μέσα για μια αξιοπρεπή διαβίωση στις πόλεις, και η ολοκληρωμένη ενσωμάτωση της θα πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό της Ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής. (Cities of Tomorrow, 2011)
Η άνοδος των ανισοτήτων στις πόλεις εξηγείται στη βιβλιογραφία, από την μία, στο πλαίσιο μιας δραστικής στροφής προς μια αστική ανάπτυξη που οδηγείται κυρίαρχα από την ελεύθερη αγορά, και από την άλλη ως μια απόρροια της σύγκρουσης μεταξύ των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων και των συλλογικών κοινωνικών υποχρεώσεων (Haussermann και Haila, 2005). Σε σύγκριση με άλλες πόλεις σε άλλες Ηπείρους, οι ευρωπαϊκές πόλεις διατηρούν ακόμα ισχυρή τοπική δημόσια εξουσία και μια πιο ενεργή κοινωνικά κοινωνία. Ωστόσο, η επίδραση στις κοινωνικο-χωρικές δομές των πόλεων και η διαμόρφωση τους μέσα από την ευελιξία της συσσώρευσης, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητες. Οι ανισότητες, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν αποτελούν απλοϊκά φαινόμενα αυστηρού διαχωρισμού πλούσιων και φτωχών κεντρικών ή περιφερειακών περιοχών, αλλά πολύ περισσότερο σύνθετες και δυναμικές διαδικασίες (Cassiers και Kesteloot, 2012).
Συνολικά, οι πόλεις αποτελούν βασικό παράγοντα για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη αποτελεί μία από τις πλέον αστικοποιημένες ηπείρους του κόσμου. Σήμερα, πάνω από τα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές και το ποσοστό αυτό συνεχίζει να αυξάνεται. Η ανάπτυξη των πόλεων θα καθορίσει τη μελλοντική οικονομική, κοινωνική και εδαφική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πόλεις διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας, ως χώροι διασύνδεσης, δημιουργικότητας και καινοτομίας καθώς και ως κέντρα υπηρεσιών για τις γύρω περιοχές τους. Λόγω της πυκνότητάς τους, οι πόλεις προσφέρουν τεράστιο δυναμικό για εξοικονόμηση ενέργειας και μετάβαση προς μια οικονομία ουδέτερη, ως προς τις εκπομπές άνθρακα. Οι πόλεις είναι, εντούτοις, τόποι όπου συγκεντρώνονται η ανεργία, οι διακρίσεις και η φτώχεια. Τα διοικητικά όρια των πόλεων δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τη φυσική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ή περιβαλλοντική πραγματικότητα της αστικής ανάπτυξης και χρειάζονται νέες μορφές ευέλικτης διακυβέρνησης.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.