Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Διαδικασίες αστικού εξευγενισμού στο Γκάζι και στο Μεταξουργείο: συμβολικό κεφάλαιο και real estate

Δημοσιεύθηκε στο Δίκτυο για την Δημιουργική Ελλάδα , στις 6 Φεβρουαρίου , 2014 
(Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο “Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα”, Βασίλης Αυδίκος, εκδ. Επίκεντρο, 2014)

Πόλεις χωρίς γκέι και ροκ μπάντες χάνουν την κούρσα της οικονομικής ανάπτυξης…
…μόνο με την παρουσία αυτής της δημιουργικής τάξης διασφαλίζεται η αύξηση της αξίας της γης και η μεγιστοποίηση των κερδών όσων ασχολούνται με το real estate»
Richard Florida

Οι διαδικασίες αστικού εξευγενισμού (gentrification) που παρατηρούνται στις όμορες περιοχές του Γκαζιού και του Μεταξουργείου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί και στις δύο οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες και το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο της κάθε περιοχής έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Οι περιοχές του Γκαζιού και του Μεταξουργείου, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα συγκέντρωναν πλήθος τεχνικών επαγγελμάτων, όπως μηχανουργεία, συνεργεία αμαξών και αργότερα αυτοκινήτων, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, τυπογραφεία αλλά και πολλά μαγειρεία, καφενεία, τεκέδες, φούρνους και οίκους ανοχής.

Η απογραφή του 1991 δείχνει καθαρά την κοινωνική ομοιογένεια των δύο περιοχών. Και στις δύο περιοχές διαμένουν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και υπάρχουν μεγάλα ποσοστά ανεργίας (πάνω από 10%), ενώ περίπου 35% των εργαζομένων είναι εργατοτεχνίτες. Επίσης, στις δύο περιοχές κατοικούν πολλοί μετανάστες, λόγω των χαμηλών ενοικίων, ενώ χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό ποσοστό πτυχιούχων ΑΕΙ και ΤΕΙ (κάτω από 15%) και το υψηλό ποσοστό αυτών που δεν έχουν τελειώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση ή είναι αγράμματοι (πάνω από 7%).[1] 
Σύμφωνα με τη Γιαννακοπούλου, τα παραπάνω δημογραφικά χαρακτηριστικά των δύο περιοχών συνεχίζουν να υφίστανται και κατά την δεκαετία του 1990, με μερικές μικρές διαφορές που ίσως σηματοδοτούν την απαρχή του φαινομένου του αστικού εξευγενισμού στις δύο περιοχές.[2] 
Στην απογραφή του 2001, σε κάποια οικοδομικά τετράγωνα του Γκαζιού και του Μεταξουργείου παρατηρείται μια αύξηση των επαγγελματιών που κατέχουν υψηλόβαθμες θέσεις και μια ταυτόχρονη μείωση των κατοίκων με χαμηλόμισθα επαγγέλματα, ειδικά των χειρωνακτών, όπως επίσης και μια αξιοσημείωτη αύξηση των ατόμων που δηλώνουν «ασαφή» επαγγέλματα (μάλλον οικονομικοί μετανάστες ή/και καλλιτέχνες), αλλά και μια ραγδαία αύξηση (53%) των ατόμων που κατέχουν πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. 

Οι παραπάνω δημογραφικές μεταβολές ίσως σηματοδοτούν την άφιξη στην περιοχή μιας πρώιμης δημιουργικής τάξης, που αποτελεί το πρώτο στάδιο του εξευγενισμού της περιοχής, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο. Ο Smith αναφέρει ότι «ο εξευγενισμός συμβαίνει συχνά σε αστικές περιοχές όπου η προηγούμενη αποεπένδυση στην αστική υποδομή δημιουργεί ευκαιρίες για κερδοφόρες αναπλάσεις, όπου οι ανάγκες και οι ανησυχίες των επιχειρήσεων και των πολιτικών ελίτ συναντιόνται σε βάρος των κατοίκων των πόλεων που πλήττονται από την αστάθεια της εργασίας, την ανεργία και τον στιγματισμό. Εμφανίζεται επίσης σε κοινωνίες όπου η μείωση της απασχόλησης στον μεταποιητικό τομέα και η αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες έχει οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των επαγγελματιών της μεσαίας τάξης με μια διάθεση προς την κεντρική ζωή της πόλης και μια σχετική απόρριψη των προαστίων».[3]

Η διαδικασία του εξευγενισμού στο Γκάζι και το Μεταξουργείο, στα επόμενα στάδια, πλαισιώνεται θεσμικά με την πρωτοβουλία του δήμου Αθηναίων να μεταμορφώσει το πρώην εργοστάσιο Φωταερίου σε πολιτιστική γειτονιά (cultural district) με τον πολυχώρο «Τεχνόπολις» και να δημιουργήσει ένα σχέδιο ανάπλασης πέριξ του εργοστασίου, το οποίο αργότερα έγινε περισσότερο προσβάσιμο με την κατασκευή του σταθμού του μετρό «Κεραμεικός» (2007). Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στην περιοχή του Μεταξουργείου (ανάπλαση πλατείας Αυδή και εγκατάσταση της δημοτικής Πινακοθήκης κ.λπ.). 
Αν και οι δύο γειτονιές μοιράζονται πολλά κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, οι διαδικασίες εξευγενισμού διαφέρουν, τόσο στον τρόπο που έγινε και συνεχίζει να γίνεται ο εξευγενισμός, όσο και στη διαδικασία ανάπτυξης και μετασχηματισμού του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου. Για να γίνουν εμφανείς αυτές οι διαφορές απαιτείται μια αφήγηση της χρονικής ανάπτυξης των διαδικασιών εξευγενισμού των δύο περιοχών.

Γκάζι

Η περιοχή του Γκαζιού εποικείται για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα, με την οικοδόμηση του εργοστασίου φωταερίου (1860), του οποίου το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης εξασφαλίζει για πενήντα χρόνια ο επιχειρηματίας Φραγκίσκος Φεράλδης. Πέριξ του εργοστασίου αναπτύσσονται εργατικές κατοικίες (γκαζοχώρι) χαμηλής ποιότητας, που φιλοξενούν τους εργάτες του φωταερίου και άλλους εργάτες από τα κοντινά εργοστάσια της οδού Πειραιώς. Λίγο μετά το 1910, στην περιοχή του γκαζοχωρίου εγκαθίσταται η πλειονότητα των οίκων ανοχής της Αθήνας. Έτσι, η περιοχή αποκτά κακόφημο όνομα, και το προσωνύμιο «γκαζοχωρίτης» δίνεται στον τακτικό θαμώνα των οίκων αυτών, ενώ «γκαζοχωρίτισσες» ονομάζονται οι ιερόδουλες που δουλεύουν εκεί.[4] Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η εργατική τάξη του Γκαζιού αυξάνεται, με την εγκατάσταση εκεί προσφύγων που βρίσκουν εργασία στο εργοστάσιο, ενώ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 εγκαθίσταται στο Γκάζι πλήθος εσωτερικών μεταναστών (μουσουλμάνων από τη Θράκη),[5] και από το 1990 ξεκινούν οι ροές των ασιατών και βαλκάνιων μεταναστών. Το 1938 το εργοστάσιο περιέρχεται στα χέρια του Δήμου Αθηναίων και πενήντα περίπου χρόνια αργότερα (1984) παύει η λειτουργία του, όταν η δημοτική αρχή αντιλαμβάνεται ότι η παραγωγή φωταερίου ήταν ιδιαίτερα ρυπογόνα για την περιοχή και το ίδιο το φωταέριο μια ξεπερασμένη μορφή ενέργειας.[6]

Η διαδικασία αλλαγής-εξευγενισμού της περιοχής του Γκαζιού αρχίζει περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη δημοσιοποίηση μιας «οικονομοτεχνικής έρευνας για την ανάπλαση της περιοχής του Γκαζοχωρίου» το 1992, στην οποία προβλέπεται η αξιοποίηση του εργοστασίου του γκαζιού ως πολιτιστικού κέντρου, στα πρότυπα μιας πολιτιστικής συνοικίας.[7] Την ίδια περίπου εποχή ξεκινούν τη λειτουργία τους τα πρώτα νυχτερινά μαγαζιά στην περιοχή, των οποίων οι θαμώνες είναι κυρίως ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες, ενώ το μοναδικό πολιτιστικό κύτταρο στο Γκάζι είναι το χοροθέατρο Ροές που είχε ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία του από τα τέλη του 1989. Το 1991, οι κάτοικοι της περιοχής δημιουργούν έναν σύλλογο (Μ. Αλέξανδρος) και μέσω αυτού, το 1994, διαμαρτύρονται με έγγραφό τους που κοινοποιούν στον Δήμο Αθηναίων, σε διάφορα υπουργεία (Δημόσιας Τάξης, Εσωτερικών) και στην Αστυνομία για την πρόθεση διαφόρων επιχειρηματιών να «ιδρύσουν καταστήματα κέντρων διασκεδάσεως νυχτερινής και μεταμεσονυκτίου λειτουργίας, κειμένων επί των οδών Ικαρέων και επί της οδού Ελλασιδών».[8] Οι κάτοικοι δεν επιτυγχάνουν στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν την ίδρυση των νυχτερινών μαγαζιών στην περιοχή, ενώ και άλλα παρόμοια μαγαζιά (club, bar) ανοίγουν από το 1994 μέχρι και το 1999. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα παραπάνω κέντρα διασκέδασης συσπειρώνουν τη νέα γκέι κοινότητα της Αθήνας, καθώς στο –απομονωμένο από άλλα μαγαζιά– Γκάζι, οι γκέι βρίσκουν ένα ασφαλές και έμφυλα ομοιογενές κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο, αφενός, τους βοηθά στη συγκρότηση μιας (νυχτερινής) ταυτότητας στη συγκεκριμένη περιοχή, με κύρια συστατικά την ανοχή και τη διαφορετικότητα, και, αφετέρου, αυτού του είδους ο χωρικός «εγκλεισμός» συνιστά μια στρατηγική επιβίωσης και αντίστασης στην ομοφοβία και στον κοινωνικό ρατσισμό.[9] Το Γκάζι πλέον αποτελεί για την ομοφυλοφιλική κοινότητα το κύριο χωρικό βήμα έκφρασης των δικαιωμάτων της. Η ελευθεριακή κουλτούρα, η ανοχή και η ηθική της διαφορετικότητας της νέας αυτής κοινότητας προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών (ομοφυλόφιλων και μη) που αρχίζουν να συχνάζουν στην περιοχή, ενώ κάποιοι από αυτούς μεταφέρουν τα καλλιτεχνικά τους στούντιο και την κατοικία τους εκεί, επωφελούμενοι από τα φθηνά ενοίκια της περιοχής.

Το χάσμα ενοικίων με άλλες περιοχές του κέντρου (Θησείο, Ψυρρή) είναι επίσης ο λόγος που διάφορες γκαλερί και θέατρα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μετακινούνται στο Γκάζι και στη γύρω περιοχή (Πειραιώς, Κωνσταντινουπόλεως). Οι παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα των εξευγενιστών του Γκαζιού και οι πολιτιστικές τους εκφράσεις σημάδεψαν το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο που άρχισε να διαμορφώνεται στην περιοχή.

Η πολιτιστική παραγωγή της περιοχής απογειώνεται περαιτέρω με τα εγκαίνια του πολυχώρου Τεχνόπολις το 1999 και τη μετεγκατάσταση εκεί του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84. Ένας από τους πρώτους ιδιοκτήτες νυχτερινού μαγαζιού στην περιοχή περιγράφει την εποχή εκείνη ως εξής: «[Τ]ο Γκάζι είχε λοιπόν την ευκαιρία (…) να είναι εκείνη η περιοχή που ανάλογές της στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη με τη φιλοξενία που προσφέρουν στην γκέι κοινότητα σηματοδοτούν την ανοχή, την απελευθέρωση και συνεπώς τη δημιουργική σκέψη. Έτσι, προσελκύοντας και όλους εκείνους τους μη γκέι, οι οποίοι όμως ανήκουν στη γλυκιά κατηγορία των μειονοτήτων και αποτελούν την αφρόκρεμα της τέχνης αλλά και το βαρόμετρο της ελευθερίας της κοινωνίας, μπορεί να είναι η πιο “προχωρημένη” περιοχή της πρωτεύουσας. (…) Θέατρα άνοιξαν, ομάδες χορού, πολιτιστικοί σύλλογοι και τα πρώτα μαγαζιά από το ’97 μέχρι και το 2002 είχαν όλα έντονο προσωπικό ύφος διαφέροντας πολύ το ένα από το άλλο αφού το καθένα αντικατόπτριζε την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη του. (…) Έτσι από μία περιοχή που μέχρι το 1985 την έπνιγε η μαυρίλα από τα φουγάρα του Φωταερίου και οι νοικοκυρές φοβόντουσαν να απλώσουν τα ρούχα στην ταράτσα, σιγά σιγά άρχισε να μεταμορφώνεται σε μία από τις πιο αρτιστίκ και open mind περιοχές της Αθήνας, εφόσον σήμανε και τη (μετά από πολλά χρόνια) μετακίνηση της γκέι βραδινής διασκέδασης από το Κολωνάκι».[10]

Στα επόμενα χρόνια το Γκάζι καλείται το «Σόχο της Ελλάδας»,[11] αφού με την ανάπλαση της πλατείας δίπλα από την Τεχνόπολη και την άφιξη του εμβληματικού σταθμού του μετρό «Κεραμεικός» το 2007, η περιοχή γίνεται πιο εύκολα προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. Η Τεχνόπολις, ο σταθμός Κεραμεικός, η ανάπλαση της πλατείας αποτελούν τις σημαντικότερες σημειολογικές παρεμβάσεις του κράτους στο Γκάζι, οι οποίες έθεσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της διασκέδασης στην περιοχή προσελκύοντας περισσότερους επισκέπτες.

Έτσι, η αυξημένη ζήτηση των επισκεπτών ωθεί πολλούς επιχειρηματίες στη δημιουργία επενδύσεων είτε με τη μορφή καινούργιων χώρων εστίασης (club, bar, μεζεδοπωλεία) είτε με την κατασκευή ή αναπαλαίωση κατοικιών (κυρίως loft). Αποτέλεσμα των συνεχόμενων επενδύσεων ήταν η αύξηση των αντικειμενικών αξιών της περιοχής και των πραγματικών τιμών αγοράς και ενοικίασης καταστημάτων ή κατοικιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι, τελικά, η αγορά ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς (διασκέδαση) και για υπηρεσίες εκτοπίζει την κατοικία και ότι οι τιμές των ακινήτων στο Γκάζι ανέβηκαν κατά 300% από το 2002 μέχρι το 2009 και κατά 150% από το 2009 μέχρι το 2011.[12] Το τελευταίο σημαίνει ότι, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, οι τιμές των ακινήτων στο Γκάζι δεν ακολούθησαν την καθοδική πορεία των περισσότερων περιοχών στην Αττική, αλλά αντίθετα σημείωσαν μεγάλη άνοδο, αντικατοπτρίζοντας την υψηλή ζήτηση για την περιοχή. Την περίοδο των μαζικών επενδύσεων σε καταστήματα εστίασης και κατοικίες ξεκινά και η διαδικασία εκτοπισμού των κατοίκων του Γκαζιού, Ελλήνων ή αλλοδαπών. Τα αίτια του εκτοπισμού μπορούν να αναζητηθούν στη ραγδαία αύξηση των ενοικίων στα οποία πολλοί παλαιοί κάτοικοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, στην αυξημένη ηχορύπανση που προκαλούν τα καταστήματα εστίασης, αλλά και στη χρήση βίας και εκβιασμών.[13]

Το μαζικό κύμα επενδύσεων σηματοδότησε και την αλλαγή της εικόνας του Γκαζιού, το οποίο από θύλακας της διαφορετικότητας και μιας εναλλακτικής αυθεντικής κουλτούρας μετατράπηκε σε ένα «διασκεδαστήριο» μαζικής αναπαραγωγής που εμπορευματοποίησε το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο που υφάνθηκε κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η εμπορευματοποίηση της καλλιτεχνικής και open minded κουλτούρας οδήγησε σε μια βάναυση ομογενοποίηση του «δημιουργικού γίγνεσθαι» της περιοχής και στην αλλοίωση του λαϊκού ύφους της γειτονιάς. Στην περιοχή πλέον κυριαρχούν τα café, τα bar, τα club και τα μεζεδοπωλεία, τα οποία μοιράζονται ένα αστικό μεταβιομηχανικό ύφος, ενώ εκτός από την Τεχνόπολη, δεν αναπτύχθηκαν άλλοι χώροι πολιτιστικής έκφρασης, πέρα από κάποιες θεατρικές επιχειρήσεις και μερικές γκαλερί. Χαρακτηριστικό πλέον γνώρισμα της περιοχής είναι ότι η πλειονότητα των χώρων εστίασης λειτουργούν τις απογευματινές και βραδινές μόνο ώρες, ενώ τις πρωινές και μεσημεριανές οι ροές των επισκεπτών είναι ελάχιστες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στην περιοχή του Γκαζιού δεν λειτούργησε ποτέ βιβλιοπωλείο ή εκδοτικός οίκος, ενώ τα τρία περίπτερα της περιοχής δεν πωλούν εφημερίδες, δείγμα της ύπαρξης ενός κοινού που δεν αρέσκεται στην ανάγνωση.

Έτσι, το Γκάζι μετατράπηκε σε μια μηχανή διασκέδασης με αμφίβολη συμβολική αξία και με διάφορες αρνητικές εξωτερικές οικονομίες, όπως ο ηχητικός θόρυβος μέχρι τις πρωινές ώρες και η κυκλοφοριακή συμφόρηση που δημιουργεί πιέσεις για περισσότερους χώρους στάθμευσης στην περιοχή, αλλά και διάφορα περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς. Σημαντικός παράγοντας της παραπάνω εξέλιξης του Γκαζιού σε μηχανή διασκέδασης είναι οι παρεμβάσεις του κράτους με τις δημόσιες επενδύσεις (Τεχνόπολις, μετρό, ανάπλαση πλατείας κ.λπ.), αλλά κυρίως η θεσμική παθητική στάση του, μέσω των ανεξέλεγκτων χορηγήσεων αδειών σε καταστήματα εστίασης, και η απουσία ενός φορέα διαχείρισης της περιοχής που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί τις νέες γεωμετρίες ισχύος που δημιουργούνταν στην περιοχή μεταξύ του επενδυτικού κεφαλαίου και των παλαιών κατοίκων και των νέων επισκεπτών. Έτσι, η διαδικασία εξευγενισμού της περιοχής ήταν στην ουσία το ανεξέλεγκτο έργο της ιδιωτικής αγοράς των εργολάβων και των επιχειρηματιών της εστίασης, οι οποίοι ελκύονται από τις επενδυτικές ευκαιρίες που προσέφερε το μέχρι πρότινος υποβαθμισμένο αστικό περιβάλλον του Γκαζιού, αλλά κυρίως από το συλλογικό συμβολικό κεφαλαίο της περιοχής. Το τελευταίο, σύμφωνα με τον Harvey, δίνει τη δυνατότητα, μέσω της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας που προσδίδει σε έναν χώρο, να δημιουργεί τις δυνατότητες για μονοπωλιακές προσόδους σε αυτούς που ιδιοποιούνται, μέσω επενδύσεων, το δομημένο περιβάλλον.

Η ομοφυλοφιλική κοινότητα αποτέλεσε το σημαντικότερο τμήμα του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου που αναπτύχθηκε στο Γκάζι, και η χωρική της οργάνωση στην περιοχή συσπείρωσε, μετέπειτα, πλήθος καλλιτεχνών, οι οποίοι με τη σειρά τους δημιούργησαν τοπικά άτυπα δίκτυα πολιτιστικής έκφρασης (καλλιτεχνικά στούντιο, γκαλερί, θεατρικές ομάδες κ.λπ.). Τα παραπάνω δίκτυα όμως δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν ως ο κεντρικός πόλος του τοπικού συμβολικού κεφαλαίου της περιοχής, καθώς οι συνεχείς ανατιμήσεις των ενοικίων και το αίσθημα της εμπορευματοποίησης της τοπικής πολιτιστικής έκφρασης εκτόπισαν τους πρώιμους εξευγενιστές-καλλιτέχνες της περιοχής. Σημάδια εκτοπισμού, όμως, δέχεται σποραδικά και η ομοφυλοφιλική κοινότητα της περιοχής καθώς στον ημερήσιο τύπο και στο Διαδίκτυο έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί περιστατικά ομοφοβικών (βίαιων ή λεκτικών) επιθέσεων, που μαρτυρούν την αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας των επισκεπτών του Γκαζιού.[14]

Μεταξουργείο

Το Μεταξουργείο οφείλει το όνομά του στο εργοστάσιο μεταξουργίας (Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία) που λειτούργησε στα μέσα του 1800, ενώ η περιοχή, όπως και η όμορη του Γκαζιού, συσπείρωνε για πολλά χρόνια διάφορες βιοτεχνίες, εργαστήρια και καταστήματα, όπως εργαστήρια μετάλλου, ξύλου, οικοδομικών υλικών, μηχανουργεία και αμαξοποιεία. Η Αγριαντώνη αναφέρει ότι τη δεκαετία του 1930 «η περιοχή διατηρεί την εξειδίκευσή της στην εξυπηρέτηση των μεταφορών, αλλά τα αμαξοποιεία έχουν δώσει τώρα τη θέση τους στα ποικίλα εργαστήρια που εξυπηρετούν το νέο μεταφορικό μέσο, το αυτοκίνητο: εργαστήρια που κατασκευάζουν αμαξώματα, ταπετσαρίες και σούστες, μηχανουργεία, βαφεία και σταθμοί αυτοκινήτων, κι ακόμη καταστήματα ανταλλακτικών».[15] Οικιστικά, το Μεταξουργείο φιλοξένησε το εργατικό δυναμικό που απασχολούνταν στις τοπικές βιοτεχνίες και εργαστήρια, αλλά και αστικές οικογένειες, όπως μαρτυρούν τα, μέχρι και σήμερα σωζόμενα, νεοκλασικά κτίρια της περιοχής.

Το Μεταξουργείο διατηρεί για πολλά ακόμη χρόνια (μέχρι και τις αρχές του 2000) τα συνεργεία αυτοκινήτων και τις μικρές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Παράλληλα με το Γκάζι, το Μεταξουργείο βιώνει περίπου τις ίδιες μεταναστευτικές ροές. Μουσουλμάνοι της Θράκης τη δεκαετία του 1980, Βαλκάνιοι τη δεκαετία του 1990, αλλά και μερικές οικογένειες αιγυπτίων και σύρων μεταναστών, όπως επίσης και οικογένειες Κινέζων που ανοίγουν τα δικά τους καταστήματα πώλησης ρούχων από το 2000 και μετά. Από το 1982 εγκαθίστανται σε παλιές και εγκαταλελειμμένες κατοικίες στο Μεταξουργείο πολυάριθμοι οίκοι ανοχής, κύρια στην οδό Ιάσωνος και στους γύρω δρόμους.[16] Οι οίκοι ανοχής είναι τόσοι πολλοί που η περιοχή αποκτά αυτόματα κακόφημο όνομα. Την ίδια περίοδο ξεκινά και το κύμα προαστιοποίησης στην Αθήνα. Πολλές οικογένειες εγκαταλείπουν την περιοχή, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα και με την ατμοσφαιρική ρύπανση, για χάρη των προαστίων. Έτσι στο Μεταξουργείο συναντώνται δύο αντίθετες ανθρωποροές. Αυτοί των παλαιών κατοίκων που εγκαταλείπουν την περιοχή «για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο» στα αθηναϊκά προάστια και αυτή των μεταναστών και των εκδιδόμενων γυναικών που εισέρχονται στο Μεταξουργείο και δημιουργούν τις δικές τους «ετεροτοπίες».[17] Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 αποτελούν την εποχή της παρακμής του Μεταξουργείου, που σαν αποτέλεσμα έχει την πτώση των τιμών των ακινήτων.

Η διαδικασία εξευγενισμού του Μεταξουργείου, η οποία ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έχει έντονα πολιτιστικό χρώμα, αφού έξι νέες θεατρικές επιχειρήσεις αποφασίζουν να εγκατασταθούν εκεί. Το 1994 ξεκινά παραστάσεις το θέατρο Αργώ και αμέσως μετά, το 1995, το θέατρο Φανάρι (νυν Παραμυθίας), το Από Μηχανής θέατρο και το θέατρο Καλυψώ, ενώ το 1996 ακολουθούν το θέατρο Βασιλάκου και η Εντροπία. Το 1999, στην τοπική συσπείρωση των θεατρικών επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνεται και το θέατρο Μεταξουργείο. Τα φθηνά ενοίκια της περιοχής, η άμεση γειτνίαση με το κέντρο της Αθήνας, η εύκολη προσβασιμότητα και το μεγάλο κτιριακό απόθεμα (παλιοί μεγάλοι βιοτεχνικοί χώροι) καθιστούν το Μεταξουργείο έναν ιδανικό τόπο για την εγκατάσταση θεατρικών σκηνών. Το Μεταξουργείο αποκτά, σιγά σιγά, τη φήμη μιας εναλλακτικής θεατρικής γειτονιάς, όπου πολλοί ηθοποιοί εκμεταλλευόμενοι και αυτοί τα χαμηλά ενοίκια της περιοχής αποφασίζουν να κατοικήσουν. Παράλληλα με τους ηθοποιούς, νέες ροές καλλιτεχνών βρίσκουν στέγη στο Μεταξουργείο. Ένα πλήθος από μουσικούς, εικαστικούς, χορευτές και ζογκλέρ συσπειρώνονται και δημιουργούν στην περιοχή τα καλλιτεχνικά τους στούντιο. Στην πλειοψηφία τους, οι νέοι κάτοικοι του Μεταξουργείου διαθέτουν ένα υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, αλλά προέρχονται κυρίως από τα χαμηλότερα μεσαία στρώματα. Περί το 2006-2007 εμφανίζονται τα πρώτα «εναλλακτικά» καφενεία και μπαρ (Αστάρι, Φίλοι, Άνθρωπος) και οι πολυχώροι Bios και Nixon, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης σε χώρους εστίασης που προκαλεί η καλλιτεχνική συσπείρωση και παραγωγή και οι χαμηλές τιμές των ενοικίων. Παράλληλα, εμφανίζονται και οι πρώτες γκαλερί. Η Μπαλαούρα εύστοχα επισημαίνει ότι «η αύρα της βερολινέζικης πειραματικής σκηνής και της νέας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στις πρώην εργατικές συνοικίες του Λονδίνου μεταφέρθηκε διασκευασμένη στις γειτονιές του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού. Συγκεντρώθηκαν πολλά θέατρα σε σκοτεινούς πεζοδρόμους, η πελατεία των οποίων μετά επισκεπτόταν τα λαϊκά οινομαγειρεία της περιοχής και τα πρώτα δειλά πρωτοεμφανιζόμενα εναλλακτικά μπαρ». Μέσα σε πέντε χρόνια, η περιοχή θα διαθέτει περίπου 35 καφενεία και μπαρ, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία χαρακτηρίζονται από χαμηλές τιμές και πολύ ιδιαίτερη-αντισυμβατική διακόσμηση, που δεν συναντάται εύκολα στα μαγαζιά άλλων περιοχών της Αθήνας. Οι συναυλίες μικρών μουσικών σχημάτων (από παραδοσιακή μέχρι ροκ και τζαζ μουσική) είναι σχεδόν καθημερινές στα καφενεία και μπαρ της περιοχής. Στον καιρό της οικονομικής κρίσης, το Μεταξουργείο θα αποτελέσει έναν «πολιτισμικό φάρο» για την αθηναϊκή νεολαία, που έλκεται από την αντισυμβατική και εναλλακτική πολιτιστική παραγωγή, την DIY[18] κουλτούρα και το πολυπολιτισμικό στοιχείο. Το συμβολικό κεφάλαιο της περιοχής έχει μερικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως την έμφαση στη συλλογική προσπάθεια, στην αλληλεγγύη και στον αυθορμητισμό.

Το Samba-reggae συγκρότημα των Batala στο καρναβάλι του Μεταξουργείου (2013)
Το Samba-reggae συγκρότημα των Batala στο καρναβάλι του Μεταξουργείου (2013)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογικής καλλιτεχνικής προσπάθειας στο Μεταξουργείο αποτελεί το τοπικό καρναβάλι που ξεκίνησε το 2010 από μια παρέα καλλιτεχνών. Πολύ σύντομα, το καρναβάλι απέκτησε μεγάλη φήμη και από τα 50-100 άτομα της πρώτης χρονιάς έφθασε, το 2013, να έχει μερικές χιλιάδες καρναβαλιστών. Η εφημερίδα Lifo περιγράφοντας το ύφος του καρναβαλιού επισημαίνει: «ένα άρμα φτιαγμένο από κάδο σκουπιδιών, ένας δράκος αλά κινέζικη Πρωτοχρονιά, η ομάδα κρουστών Batala, μια φοβερή κομπανία τσιγγάνων με χάλκινα, στολές και μασκαρέματα εμπνευσμένα από τις ντουλάπες του σπιτιού (και όχι από βεστιάρια), μπίρες στο χέρι, ένα event που στήθηκε συλλογικά και μέσω του μπλογκ metaxourgeio.wordpress.com, χωρίς λεφτά από τον Δήμο ή σπόνσορες. Η παρέλαση πέρασε απ’ όλους τους δρόμους γύρω από την πλατεία Αυδή, μετανάστες έβγαιναν στα μπαλκόνια τους, που ασφυκτιούσαν από τις κυριακάτικες μπουγάδες, και μοίραζαν χαμόγελα, οι πόρνες από τους οίκους ανοχής έβγαιναν στον δρόμο με τα μπουρνούζια και τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά, οι Κινέζοι άφηναν τα chopsticks στο τραπέζι κι έβγαιναν, εισχωρώντας για λίγο στο αλαλάζων πλήθος, κάπου εμφανίστηκε και ο Didi με τη φλογέρα του, ο «Άλλος Άνθρωπος» (ένας τύπος που πηγαίνει στις πλατείες της Αθήνας και μαγειρεύει φαγητό επιτόπου με δικά του έξοδα για να το μοιράσει σε όποιον έχει ανάγκη) είχε βάλει ένα τεράστιο τσικάλι κι έφτιαχνε χορτόσουπα και όλο το πράγμα κατέληξε σε ένα διονυσιακό κάψιμο του Καρνάβαλου, δίπλα από ένα γαϊτανάκι γύρω από το οποίο στριφογύριζαν σαν δερβίσηδες οι καρναβαλιστές του Μεταξουργείου».[19]

Έτσι, το Μεταξουργείο εξελίχθηκε μέσα σε 15 περίπου χρόνια σε μια –από τα κάτω– πολιτιστική γειτονιά, η οποία μαγνήτισε επισκέπτες διαφόρων οικονομικών τάξεων, κυρίως νέους 18 έως 40 ετών, πολλοί από τους οποίους αφήνουν τα αθηναϊκά προάστια ή άλλες περιοχές αμιγούς κατοικίας και εγκαθίστανται εκεί, ξεκινώντας τις δικές τους δημιουργικές επιχειρήσεις, όπως επιχειρήσεις ψηφιακού σχεδιασμού (web design), εργαστήρια χορού και ζωγραφικής, γκαλερί και εκθεσιακοί χώροι, επιχειρήσεις σχεδιασμού ρούχων και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, εικαστικά στούντιο και εκδόσεις βιβλίων.

Παράλληλα με τις νέες δημιουργικές ανθρωποροές που συσπειρώνονται στο Μεταξουργείο, δύο άλλες ροές εμφανίζονται στην περιοχή: αυτή των σημειακών παρεμβάσεων του κράτους και η εφόρμηση του κατασκευαστικού κεφαλαίου. Και οι δύο εξελίσσουν τη διαδικασία του εξευγενισμού, επηρεάζουν την τοπική πολιτιστική παραγωγή αλλά και μεταμορφώνουν το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο. Η πρώτη θεσμική παρέμβαση της πολιτείας γίνεται το 1998, όταν το Μεταξουργείο κηρύσσεται περιοχή υπό ανάπλαση, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα «Καθορισμός χρήσεων γης και ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης στην περιοχή του Μεταξουργείου, του Ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών». Σύμφωνα την Κουτρουμπή το παραπάνω προεδρικό διάταγμα «ενώ προσπαθούσε να προστατεύσει τη μικρομεσαία επιχείρηση ως σημαντικό παράγοντα χωρικής και κοινωνικής συνοχής, τελικά η εφαρμογή των καθορισμένων χρήσεων υπό άνισο καθεστώς υλοποίησης οδήγησαν το 2002 στην απομάκρυνση 300 βιοτεχνιών και την εκδίωξη 2.000 περίπου ατόμων από τα επαγγελματικά τους εργαστήρια χωρίς να έχει προβλεφθεί η μετεγκατάστασή τους σε άλλη περιοχή».[20]

Το 2000, το νέο μετρό της Αθήνας περιλαμβάνει τον Σταθμό Μεταξουργείο στο κεντρικό του δίκτυο. Στο πλαίσιο του σχεδίου της τοπικής ανάπλασης, το 2001, ο Δήμος Αθηναίων ανακατασκευάζει και ενώνει τις δύο πλατείες του Μεταξουργείου, την πλατεία Αυδή και την πλατεία Δουρούτη, σε μια ενιαία πλατεία, ενώ σε ένα από τα κτίρια της νέας πλατείας, που αναπαλαιώνεται, στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη. Πεζοδρομούνται επίσης διάφορες μικρές οδοί. Η νέα πλατεία και η πινακοθήκη δίνουν νέα πνοή στο Μεταξουργείο και την αίσθηση ότι η πολιτεία προσπαθεί να αναστείλει την καθοδική πορεία της περιοχής. Έτσι, η πολιτεία επωμίζεται το κόστος κατασκευής βασικών υποδομών και μέσα από τις αλλαγές στη δόμηση και στη χρήση της γης εξομαλύνει το κανονιστικό πλαίσιο, θέτοντας τις προϋποθέσεις για την απαρχή ιδιωτικών επενδύσεων στο Μεταξουργείο.

Οι χαμηλές τιμές ενοικίων σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κέντρου και η προσμονή ότι η ανάπλαση της περιοχής θα αυξήσει μελλοντικά τις τιμές των κατοικιών[21] στο Μεταξουργείο ωθεί μερικές εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και κατασκευαστικές να ξεκινήσουν πολλαπλές αγορές ακινήτων. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της μέσης τιμής πώλησης μίας κατοικίας στην περιοχή, από τα 600 ευρώ το τετραγωνικό στο επίπεδο των 2.000 ευρώ περίπου, την περίοδο 1997-2008.[22] Η αύξηση των τιμών των ακινήτων,[23] ώθησε και τις τιμές των ενοικίων, με αποτέλεσμα κάποιοι κάτοικοι να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στα νέα υψηλά ενοίκια, ενώ η Αλεξανδρή αναφέρει ότι η αύξηση των ενοικίων εκτόπισε ένα μεγάλο αριθμό τσιγγάνων και μεταναστών που μέχρι το 2005 κατοικούσαν σε ετοιμόρροπα ακίνητα, τα οποία ενοικιάστηκαν σε επιχειρηματίες της εστίασης, οι οποίοι τα ανακατασκεύασαν για τις νέες χρήσεις (μπαρ, ταβέρνες, κ.λπ.) ή πωλήθηκαν και αναπαλαιώθηκαν για οικιστική χρήση.[24]

Ένα από τα πρώτα ακίνητα που κατασκευάστηκαν στην περιοχή με όρους σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι το κτιριακό συγκρότημα της εταιρείας ΓΕΚ/ΤΕΡΝΑ στη συμβολή των οδών Μυλλέρου και Γερμανικού, το οποίο διαθέτει 40 πολυτελή διαμερίσματα, με μέση τιμή πώλησης τα 3.500-4.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και τα οποία απευθύνονται «σε ένα αναδυόμενο στρώμα δημιουργικών ανθρώπων που επιλέγουν ένα νέο τρόπο ζωής στην πόλη».[25]

Μια άλλη εταιρεία που, έπειτα από μαζικές αγορές ακινήτων από το 2006, έχει στο χαρτοφυλάκιό της περίπου 65 ακίνητα είναι η Oliaros, αν και μέχρι τον Ιούνιο του 2013 δεν έχει ανακατασκευάσει και διαθέσει προς πώληση κανένα ακίνητο.[26] Παράλληλα με την ανάπτυξη ακινήτων, η Oliaros ενδιαφέρεται και για την ανάπτυξη του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου του Μεταξουργείου. Για αυτό τον σκοπό, ιδρύθηκε η MKO ReMapKM, μέσω της οποίας διοργανώνεται από το 2007 και ανά δύο χρόνια το ReMap, ένα διεθνές πρόγραμμα σύγχρονης τέχνης, που περιλαμβάνει κυρίως εκθέσεις εικαστικών έργων και εγκαταστάσεων (installations) σε διάφορα (κυρίως εγκαταλελειμμένα) ακίνητα και γκαλερί του Μεταξουργείου, εκ των οποίων τα περισσότερα βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας. Σύμφωνα με τον σχετικό ιστότοπο, «το ReMap γίνεται σημείο συνάντησης για περισσότερους από 250 καλλιτέχνες, ιστορικούς τέχνης και επιμελητές από όλο τον κόσμο, αλλά και από την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα του Κεραμεικού Μεταξουργείου, οι οποίοι συμμετέχουν στα 30 ανεξάρτητα projects, και στις 25 εκθέσεις από Ελληνικές και ξένες διακεκριμένες γκαλερί». Μέσω του ReMap, η εταιρεία Oliaros προσπαθεί να συνδέσει την τοπική πολιτιστική παραγωγή με τη σύγχρονη τέχνη, δημιουργώντας τη δική της πολιτισμική οπτική για το Μεταξουργείο. Το ReMap αντιλαμβάνεται την ιδιαίτερη πολιτιστική αξία της περιοχής και προσπαθεί να ενταχθεί σε αυτή και να μεταμορφώσει το τοπικό συμβολικό κεφάλαιο, δίνοντας του μια αστική και υπερτοπική ώθηση, η οποία στοχεύει στην αναγνωρισιμότητα του Μεταξουργείου ως μιας ενδιαφέρουσας και αντισυμβατικής πολιτιστικής γειτονιάς. Παράλληλα, όμως, εντάσσει ένα νέο χαρακτηριστικό στο τοπικό συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο: την αγοραία και –από τα πάνω– σχεδιαζόμενη τέχνη, που μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις αυθόρμητες εκφράσεις του τοπικού πολιτιστικού γίγνεσθαι. Το αν οι τοπικές συλλογικότητες της DIY(DIO) κουλτούρας θα μπορέσουν να συμβιώσουν σε βάθος χρόνου με τις πιο αστικές πρακτικές των πολιτιστικών εκθέσεων μετά μεγάλων χορηγών είναι μια διαδικασία που θα σημαδέψει και την εξέλιξη του εξευγενισμού του Μεταξουργείου. Έτσι, το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο λειτουργεί και ως πεδίο σύγκρουσης των διάφορων οπτικών και τάσεων του εξευγενισμού μιας περιοχής.

Σε μια άλλη σελίδα του ιστοτόπου του ReMap διαβάζουμε: «Το ReMap2 αντλεί από την ενέργεια, τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, το μεταιχμιακό χαρακτήρα και τον καλλιτεχνικό δυναμισμό της πιο ενδιαφέρουσας, αυτήν τη στιγμή, περιοχής στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας: του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου (ΚΜ). Το ReMap 2 τροφοδοτείται από την ιδιαίτερη αστική συνθήκη που προσφέρει η γειτονιά και ανατροφοδοτεί, με τη σειρά του, τον Κεραμεικό και το Μεταξουργείο, με ένα πυκνό πρόγραμμα καλλιτεχνικών γεγονότων και δράσεων, το οποίο έχει στόχο να αναδείξει την περιοχή σε ένα διεθνές κέντρο παραγωγής και προβολής της σύγχρονης τέχνης».[27] Μέσα από τις ενέργειες του ReMap, το Μεταξουργείο πλασάρεται ως κάτι το μοναδικό, μια αυθεντική περιοχή στο κέντρο της Αθήνας, που αναμένει την εξερεύνησή της από τους επισκέπτες της έκθεσης που εκτείνεται σε περίπου 80 διατηρητέα –αν και εγκαταλελειμμένα– κτίρια και γκαλερί. Μια «υποβαθμισμένη» γειτονιά μπορεί να γίνει ο χωρικός πυρήνας του νέου lifestyle της επανακατοίκησης του κέντρου της πόλης, «εκεί που συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα», σε αντίθεση με τα βαρετά και αποστειρωμένα από νέες ιδέες προάστια. Έτσι, η τέχνη μπορεί να συνδεθεί και να λειτουργήσει ως η εμπροσθοφυλακή της αγοράς ακινήτων, δημιουργώντας τις συνθήκες μιας μονοπωλιακής αγοράς για το κατασκευαστικό κεφάλαιο, αφού οι υπόλοιπες περιοχές του κέντρου δεν μοιάζουν να έχουν την πολιτιστική κίνηση και την αυθεντικότητα του Μεταξουργείου, άρα δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μονοπωλιακές προσόδους για τους επενδυτές που, ως μονοπωλιακές, συνήθως αποφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις στο επενδεδυμένο κεφάλαιο.

Στον διαδικτυακό της ιστότοπο, η εταιρεία επισημαίνει: «Το σχέδιο αστικής ανάπλασης ΚΜ Properties προβλέπει τη δημιουργία ενός νέου αστικού οικοσυστήματος που φιλοδοξεί να προσελκύσει την αναδυόμενη δημιουργική επιχειρηματική κοινότητα στην Αθήνα, αντικαθιστώντας παραβατικές χρήσεις που υποβαθμίζουν το κέντρο με υγιείς αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Το KM Properties περιλαμβάνει την κατασκευή φοιτητικών και άλλων εξειδικευμένων κατοικιών και τη δημιουργία ενός συνεργατικού σχηματισμού (cluster) 10 κτιρίων εκ των οποίων επτά με στόχο να στεγάσουν νέες επιχειρήσεις τεχνολογίας, design, αρχιτεκτονικής και μόδας, ενώ τρία θα αποκτήσουν διάφορες χρήσεις, όπως για παράδειγμα η εκπαιδευτική».

Η νέα δημιουργική οικονομία αναδεικνύεται ως ο κυρίαρχος λόγος για την ανάπτυξη ακινήτων στο Μεταξουργείο και οι νέες χρήσεις που σχεδιάζονται απευθύνονται στη νέα δημιουργική τάξη της Αθήνας, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας θα είναι το υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο και το νεαρό της ηλικίας, αλλά και το υψηλό εισόδημα, με το οποίο θα μπορεί να αντεπεξέλθει στις τιμές των ανακαινισμένων διατηρητέων κατοικιών ή νεόδμητων γραφείων. Η μελλοντική –εν δυνάμει– μαζική εποίκιση θα σηματοδοτήσει την απαρχή του απώτερου σταδίου του εξευγενισμού της περιοχής του Μεταξουργείου και την μεταμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσής του.

Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι και στις δύο περιοχές (Γκάζι και Μεταξουργείο) ο ρόλος του συλλογικού πολιτιστικού κεφαλαίου και της δημιουργικής τάξης παίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες του τοπικού εξευγενισμού, αφού το μεν πρώτο, με την ανάπτυξή του, ανακόπτει την πολιτιστική υποβάθμιση μιας περιοχής, νοηματοδοτεί εκ νέου την καθημερινή ζωή, αλλά και δημιουργεί μια «πολιτιστική υπεραξία» που πάνω της χτίζεται ένας αστικός μύθος, ο οποίος με τη σειρά του δύναται να κεφαλαιοποιηθεί μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις και κρατικές παρεμβάσεις. Από την άλλη, η έλευση της δημιουργικής τάξης ανασυνθέτει τις ταξικές και κοινωνικές ισορροπίες, αλλά και χρησιμοποιείται ως το μέσο της μελλοντικής εξέλιξης μιας περιοχής σε ένα εμπορεύσιμο προϊόν με ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία.

Η μελλοντική εξέλιξη των διαδικασιών εξευγενισμού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στις περιοχές του Γκαζιού και Μεταξουργείου. Η διαδικασία του εξευγενισμού στο Γκάζι φαίνεται ότι βρίσκεται στα τελευταία στάδιά της, αφού η περιοχή έχει παγιωθεί ως ένα υπερτοπικό διασκεδαστήριο. Μελλοντικά θα έχει ενδιαφέρον η μετεξέλιξη του Γκαζιού, μέσα από τη συμπεριφορά των τιμών των ακινήτων και των πολιτιστικών-δημιουργικών δράσεων. Στην περίπτωση του Μεταξουργείου, η οικονομική κρίση φαίνεται πως ανέκοψε τα διάφορα σχέδια ανοικοδόμησης και περαιτέρω οικιστικής αξιοποίησης του κτιριακού αποθέματος. Έτσι, η διαδικασία του εξευγενισμού του Μεταξουργείου βρίσκεται σε μια περίοδο αναμονής, εν μέσω εξαγγελιών και συμφωνιών μεταξύ Δήμου και ιδιωτών για νέες επενδύσεις,[28] η οποία παρουσιάζει και αυτή μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον για την εξέλιξή της, τόσο για τις μελλοντικές ανθρωπογεωγραφικές αναδιαρθρώσεις, όσο και για την μεταμόρφωση της τοπικής πολιτιστικής παραγωγής.

Υποσημειώσεις

[1] Τα στοιχεία διαθέσιμα στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΤΜΧΠΠΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, http://www.e-demography.gr.

[2] Μαριάννα Γιαννακοπούλου, «Νέες κοινωνικοοικονμικές μεταβολές των κεντρικών περιοχών της πόλης: η περίπτωση της περιοχής Μεταξουργείο-Γκάζι στην Αθήνα», Διπλωματική εργασία ΠΜΣ Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο 2009.

[3] Neil Smith, «New Globalism, New Urbanism: Gentrification as Global Urban Strategy», Antipode,τόμ. 34, τχ. 3, 2002, σ. 427-450.

[4] Γιάννης Μαχαίρας, «Γκαζοχώρι: Η τελευταία φλόγα», Αρχαιολογία και Τέχνες, τόμ. 18, 1986, σ. 23-28· Ελένη Γιανπάπα, Μαρία Καραφύλλη και Χριστίνα Καραφύλλη, Το φαινόμενο του Gentrification και ο κοινωνικός χαρακτήρας στο Γκάζι, Σπουδαστική Εργασία, ΕΜΠ- Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Αθήνα 2009.

[5] Κάποιες οικογένειες μουσουλμάνων της Θράκης κατοικούν ακόμη και σήμερα στις δύο περιοχές και ειδικά στην περιοχή του Μεταξουργείου και ασχολούνται αποκλειστικά με την ανακύκλωση χαρτιού και μετάλλων από τις γύρω περιοχές, μεταφέροντάς τα με τα χαρακτηριστικά τρίκυκλα.

[6] Γιάννης Μαχαίρας, «Γκαζοχώρι:…», κ.λπ., ό.π.

[7] Εταιρία Μελετών Περιβάλλοντος ΕΠΕ, Οικονομοτεχνική έρευνα για την ανάπλαση της περιοχής Γκαζοχωρίου, Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 1992.

[8] Βλ. http://kerameikos.blogspot.gr/1994/01/1994.html (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[9] Larry Knopp, και Michael Brown, «Queer diffusions», Environment and Planning D: Society and Space, τόμ. 21, 2003, σ. 409-424.

[10] Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Από το Γκάζι στο Μπουργκάζι;», Ρόζ Καφενείο, τχ. 4, Φεβρουάριος 2012, σ. 6-10, διαθέσιμο στο http://goo.gl/26qOyG. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[11] Νίκος Β. Τσίτσας, «Γκάζι χωρίς φρένο!», εφ. ΕΘΝΟΣ, http://goo.gl/vhQqQR. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[12] Κλεάνθης Γκόνης και Αλέξιος Δέφνερ, «H μετατροπή πρώην βιομηχανικών περιοχών του κέντρου σε πολιτιστικές και ψυχαγωγικές περιοχές: Η περίπτωση του Γκαζιού στην Αθήνα», Εισήγηση στο 9ο Συνέδριο του Greek Section-RSAI, 2011, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/OJhTg3 (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[13] Δίκτυο Νομαδική αρχιτεκτονική, Το κέντρο της Αθήνας και ο μετασχηματισμός του. Πώς η τέχνη μπορεί να συμβάλλει;, Αθήνα 2010, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/lKfeHv (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)· Georgia Alexandri, The Gas District Gentrification Story, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, School of City and Regional Planning, Cardiff University, Κάρντιφ 2005.

[14] Λουίζα Αρκουμανέα, «Ερωτική τρομοκρατία», εφ. Το Βήμα, 18.1.2009· «Βίαιη ομοφοβική επίθεση στο Γκάζι», http://stopomofovia.wordpress.com, 30.8.2011. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[15] Χριστίνα Αγριαντώνη, «Η Αθήνα τον 19ο αιώνα. Συνοικία Μεταξουργείο», στο Χριστίνα Αγριαντώνη και Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάνου (επιμ.), Το Μεταξουργείο της Αθήνας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995.

[16] Γρηγόρης Λάζος, Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα, Καστανιώτης, Αθήνα 2011.

[17] Σοφία Χατζήνα, Οι οίκοι ανοχής σαν ετεροτοπίες στον αστικό χώρο, Μεταπτυχιακή εργασία στο μάθημα «Όψεις του αστικού τοπίου στον δημόσιο χώρο», ΕΜΠ-Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών 2006.

[18] DIY: Do it yourself/Κάνε το μόνος σου – αν και στην περίπτωση του Μεταξουργείου ίσως να είναι πιο δόκιμος ο όρος DIO: Do It Ourselves/Το κάνουμε μόνοι μας (σε ελεύθερη μετάφραση), για να τονιστεί η έντονη τάση για συλλογική προσπάθεια και εργασία που παρατηρείται στο Μεταξουργείο, ειδικά από τους καλλιτέχνες οι οποίοι είναι πρόθυμοι να πειραματιστούν και να συνεργαστούν, πέρα από το ατομικό καλλιτεχνικό πεδίο του καθενός/καθεμιάς, με τους μη καλλιτέχνες θαμώνες και κατοίκους της γειτονιάς. (Βλ. και Alison Bain και Heather McLean, «The artistic precariat», Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, τόμ. 6, τχ. 1, Μάρτιος 2013, σ. 93.)

[19] Φώτης Βαλλάτος, «Το αληθινό καρναβάλι του Μεταξουργείου», εφ. Lifo, 13.3.2013, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/SQj5np. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[20] Σταυρούλα-Κωνσταντίνα Κουτρουμπή, Διαδικασία εξευγενισμού (gentrification) στο Μεταξουργείο: μια περίπτωση εξαίρεσης ή ένας κανόνας για τις κεντρικές υποβαθμισμένες περιοχές, Μεταπτυχιακή εργασία, ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/U0Jmvz. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[21] Σύμφωνα με τον Smith (1982), η διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της εν δυνάμει γαιοπροσόδου καλείται «χάσμα ενοικίων» και είναι αυτό που καθιστά προσοδοφόρα μια ιδιωτική επένδυση σε ακίνητα «υποβαθμισμένων» περιοχών.

[22] «Μεταξουργείο-Κεραμεικός: Οι υπεραξίες συμβιώνουν με την εγκληματικότητα», realestatenews.gr, 3.4.2010, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/PjwJrG. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[23] Ένας παράγοντας που συντέλεσε στην αύξηση των τιμών στο Μεταξουργείο είναι η μαζική έλευση κινέζικων καταστημάτων λιανικής πώλησης (περίπου 80-100) που νοίκιαζαν χώρους (ισόγεια, υπόγεια, αποθήκες) πολλές φορές σε τιμή τριπλάσιας της κανονικής (αγοραίας).

[24] Georgia Alexandri, «The Breeder Feeder: Tracing Gentrification in Athens City Centre», στο συνέδριο International RC21 conference. Session 2: Social Consequences of Gentrification, Άμστερνταμ 2011.

[25] Κουτρουμπή, Διαδικασία εξευγενισμού (gentrification) στο Μεταξουργείο… κ.λπ., ό.π.

[26] Φώτης Βαλλάτος, «206΄ με τον Ιάσωνα Τσάκωνα», εφ. Lifo, 19.1.2011, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/Uwx9Bm. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

[27] Βλ. http://www.remapkm.com/index.php/home_2009

[28] «Aλλάζουν πρόσωπο Κεραμεικός και Μεταξουργείο. Συμφωνία Δήμου και της εταιρείας Οliaros», εφ. Lifo, 17.4.2013, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/kLfWF1 (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)· «“Κληρώνει”100 εκατ. ευρώ για Κεραμεικό-Μεταξουργείο. Σχέδιο μετεξέλιξης ενός χώρου παραβατικότητας σε κέντρο δημιουργικής και νεανικής επιχειρηματικότητας», εφ. Το Βήμα, 23.3.2013, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/MPa0ds. (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.