Η Θεσσαλονίκη είναι μια προνομιούχος πόλη, γιατί μια αυτόχθων ποιητική και πεζογραφική παραγωγή χαρτογράφησε επαρκώς το πρόσωπό της. Η πόλη, ως χώρος και κλίμα, επανέρχεται στο έργο των περισσότερων λογοτεχνών ακόμη και των νεότερων. Θα μπορούσε, ίσως, να θεωρηθεί ως παράδειγμα γόνιμης συνομιλίας λογοτεχνίας και τόπου. Αρκετοί εκ των πρωταγωνιστών της απέδωσαν την ενδοστρέφεια, την ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας της, στην ατμόσφαιρά της, στο ιστορικό περιβάλλον, στη μυστικιστική της παράδοση. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, πρώτος, μιλάει για την ομίχλη που γεμίζει τους δρόμους της πόλης, τη μαγεία των δειλινών και τη μελαγχολία της1. Ο Γιώργος Κιτσόπουλος υποστήριξε ότι «η στροφή στην εσωτερικότητα δεν ήταν, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ένα είδος φυγής από την πραγματικότητα. Ήταν μια ανίχνευση πάνω στο υπαρκτό, μια απόπειρα για διείσδυση μέσα στο ιδιαίτερο της πόλης και των ανθρώπων της»2.
Έχει επισημανθεί ότι η λογοτεχνική ματιά στον ανθρωπογεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας από τη γενιά του τριάντα (Σεφέρης Ημερολόγια, Μυριβήλης Η ζωή εν Τάφω, Ελύτης, κ.ά.) είναι αμήχανη έως αρνητική. Η πεδινή ή ορεινή μακεδονική ενδοχώρα, ως αγροτική επαρχία, αποτελεί μια μικρή και αδιάφορη αντίστιξη στον κόσμο του Αιγαίου, της νοσταλγίας, του έρωτα. Η εύστοχη παρατήρηση ανήκει στον Γιώργο Κεχαγιόγλου3 και θα έπρεπε, ίσως, να περιλάβει όλη τη γεωγραφική ενδοχώρα. Η γενιά του ’30 όχι μόνον επικυρώνει λογοτεχνικά τη θαλασσινή φυσιογνωμία της Ελλάδας, αλλά την ανακηρύσσει ως την πιο αυθεντική. Το Αιγαίο του φωτός και της διαύγειας αναδεικνύεται σε ουσιαστική συνιστώσα της ελληνικότητας και της εθνικής ιδιοτυπίας. Μια εντελώς αντίθετη ατμόσφαιρα διαπιστώνει ο Γιώργος Θέμελης για την ποίηση της Θεσσαλονίκης. Θεωρεί ότι το “κλίμα ψυχής”, η ιδιαίτερη απόχρωση της ποίησης της πόλης, προσδιορίζεται και από το βόρειο κλίμα, που έχει την τάση προς υποβολή. «Το ελληνικό φως εδώ - γράφει- δεν είναι εκτυφλωτικό, μαλακώνει την αστραφτερή διαύγεια, γέρνει, να πει κανείς, προς μια θάμπωση. Μια αδιόρατη και συχνά πυκνότερη ομίχλη το συγκερνά κάνοντάς το οικείο και απτό σχεδόν...Κάτω το τοπίο με μια υφή σα να το διαποτίζει κάποια εσωτερική μελαγχολία με βυζαντινή απήχηση, που θαρρείς και βγαίνει από τα σκόρπια μνημεία, τους συσσωρευτές αυτούς του αιώνια χρόνου, ορίζει κι αυτό μαζί με το ιδιότυπο φως την τάση προς την υποβολή και την ατμόσφαιρα» 4.
Εκτός από τον Γιώργο Ιωάννου, που της δόθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, ο Ν. Γ. Πεντζίκης συνδυάζοντας τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στην αφήγηση με την ορθόδοξη θέαση του κόσμου τη συνέδεσε με τη βυζαντινή της κληρονομιά και την εγκατέστησε εμβληματικά ως «Μητέρα Θεσσαλονίκη» στην καρδιά του έργου του.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ψηλάφησε την ερωτική της γεωγραφία. Ο τόπος, χωρίς συμβολισμούς ή μεταμορφώσεις, γίνεται μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή του. Το σώμα και ο χώρος, ως σκηνικό του ερωτικού πάθους, συνυφαίνονται σε μια δραματική εμπειρία και συνυπάρχουν στο ποίημα ως οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Τα τοπωνύμια, τα οποία διαδοχικά εγγράφονται στην προσωπική ποιητική μυθολογία, πολλαπλασιάζονται για να καλύψουν εν τέλει το πρόσωπο της πόλης. Εγνατία, Έκθεση, Μπαξέ Τσιφλίκι και ο προπαντός οι Δυτικές συνοικίες, τα «αναχωρητήρια της αγάπης», γεωγραφικά σήματα σαρκωμένα από το βίωμα, αρδεύουν τις περισσότερες ποιητικές συλλογές.
Οι τοπογραφικές αναφορές περιγράφουν έναν χώρο οικείο, ηδονικό αλλά ταυτόχρονα έκπτωσης και συναλλαγής με τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Το εσώτερο τοπίο διαπλέκεται με το εξωτερικό, ο τόπος εμποτίζεται από την περιπέτεια της ψυχής διαμορφώνοντας μια σχέση βαθιάς ταύτισης με το ποιητικό εγώ.«Μιλώντας για μένα βγαίνει η πόλη και μιλώντας για την πόλη βγαίνω εγώ. Νιώθω στιγμές να είμαι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι στο πετσί μου» (ΤΑ ΝΕΑ 26-11-1999).
Μετά τον λυρισμό της γενιάς του τριάντα και αντιστικτικά προς τις εθνικές αφηγήσεις που εκείνη καθιέρωσε, η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου χωρίς ιδεολογικούς επικαθορισμούς και συλλογικούς μύθους ποντίζει το ποίημα στη σκόνη της καθημερινότητας. Ανακαλύπτει την Ελλάδα μέσα από έναν διαφορετικό και δύσβατο δρόμο. Το ερωτικό βίωμα γίνεται η αφορμή για την εξερεύνηση της κοινωνικής γεωγραφίας που θα τον οδηγήσει στα γιαπιά και τις λαϊκές συνοικίες. «Πατρίδα μου σε ντρέπομαι/ εσύ διαρκώς στραγγίζεις/ κι εγώ το βιολί μου// κι όμως παρέα με τ’ αγόρια σου/ σε μαθαίνω καλύτερα/ και σε πονάω». Δεν θα περιηγηθούμε σε Οκτάνες και Ασσίνες. Σε φανταστικούς τόπους ή στ’ αρχαία μνημεία αλλά στη σύγχρονη θλίψη. Το κορμί εξερευνά τον τόπο σωματικά, πόντο πόντο, γειώνεται, γίνεται ένα με το χώμα.«και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που είχαν κάποτε ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης».
Ο διάλογος με τη Θεσσαλονίκη εκκινεί από το προσωπικό βίωμα, αλλά το υπερβαίνει για να συναντηθεί με τον κοινωνικό χώρο. «Σταυρούπολη νυχτερινή μου πατρίδα,/ σιτοβολώνα του έρωτα/ …μονάχα τα τραγούδια σου είναι σκληρά:/ διαρκώς υπενθυμίζουν τον καημό μας»
Ο Γιώργος Ιωάννου υποστηρίζει ότι «η λεγόμενη Λογοτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης, της οποίας την ύπαρξη ματαίως ορισμένοι αρνούνται, έχει κάτι, κάποιον επηρεασμό στην έκφρασή της, καθώς και στην κίνηση του στοχασμού και της ματιάς της, από αυτές ακριβώς τις καιρικές, τις καλοσυγκερασμένες για εσωτερική πνευματική ζωή, καιρικές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν εδώ την πόλη, και της χαρίζουν όχι μονάχα γοητεία, μα και διαποτίζουν τα κτίρια και τα πράγματα με μια πατίνα καιρού και τα ομορφαίνει και τα δίνει μια διάσταση παλαιότητας, ώστε να σκεπάζονται πολλές ασκήμιες»5.
Η εμμονή του στις βασικές ορίζουσες του έργου του, της βυζαντινής, προσφυγικής, κατοχικής, λαϊκής και ερωτικής Θεσσαλονίκης τις οποίες επαναλαμβάνει συνεχώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Δημήτρης Μαρωνίτης αποκάλεσε την λογοτεχνία του «επαρχιακή». Όμως, «η γκρίζα λιπαρή ουσία του θανάτου», η οποία κυκλοφορεί στις σελίδες, η μελαγχολία, η ερωτική αμηχανία, η αίσθηση της ενοχής, ακόμη και η «χαμηλόφωνη κλάψα» είναι απλώς η επαρχιακή μιζέρια ή ένα βαθύτερο πνευματικό κλίμα της πόλης και της εποχής, «η γκριζωπή διάθεση του αιώνιου πένθους», το οποίο ξεκινάει από τον Πεντζίκη και διαποτίζει επίσης τον Ιωάννου; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν είναι η επαρχία αυτή που αναδύεται από την πυρακτωμένη συλλογική μνήμη, από την άρνηση του ξένου (αθηναϊκού ή ευρωπαϊκού), αλλά η υπεροψία ενός άλλου κέντρου -«και διαρκώς λέω μέσα στον εαυτό μου, ότι: Είσαι η συνείδηση του λαού σου! Είσαι η συνείδηση του Έθνους!» (Συνέντευξη, 1983)- του ανατολίτικου βυζαντινού ελληνισμού το οποίο, κατά την άποψη του Ιωάννου, εξέφραζε η «πρωτεύουσα των προσφύγων».
Το επίθετο «επαρχιακός» είναι στενό και δεν μπορεί να συγκεφαλαιώσει το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Ανακαλεί αυτομάτως ένα κέντρο, ορίζει και χρεώνει μιαν, ανύπαρκτη πολλές φορές και έξω από λογοτεχνικές προθέσεις, αντίθεση ως κυρίαρχη. Υπάρχουν κείμενα περισσότερο ή λιγότερο δεμένα μ’ έναν τόπο και την ιστορία του. Όπως συμβαίνει με τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, την Ήπειρο του Μιχάλη Γκανά, τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Πρόκειται, αν ήθελα να διακινδυνεύσω έναν όρο, για μια «λογοτεχνία της εντοπιότητας» στην οποία η λειτουργία του χώρου είναι πρωταγωνιστική. Οι συγγραφείς εμβαθύνουν στην ατμόσφαιρα και την προβληματική του τόπου τους όχι κατ’ αντιδιαστολή, αλλά ιχνηλατώντας την αλήθεια και τη μοναδικότητα ενός κόσμου. Αυτόν οικοδομεί εν προόδω ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος, έναν λογοτεχνικό τόπο αυθύπαρκτο, ποντίζοντάς τον μέσα στον βυζαντινό μύθο και την ιστορία της πόλης, αναζητώντας τις καταστατικές συντεταγμένες οι οποίες τον καθιστούν αυθεντικό, λαϊκό, ακέραιο.
Βεβαίως, οι προσεγγίσεις ενός χώρου από τη λογοτεχνία δεν είναι αθώες και άμοιρες ιδεολογικών επιβαρύνσεων, τείνοντας στην κατασκευή εξιδανικευμένων εικόνων και αφηγήσεων, σε καταχρηστικές νοσταλγίες ή εθνικισμούς. Το ερώτημα είναι μήπως πράγματι ο Ιωάννου, ιδιαίτερα με το ύστερο έργο του, διολισθαίνει αθόρυβα σε μια στερεότυπη εικόνα του παρελθόντος. Μήπως πρόκειται για μια ιθαγένεια η οποία παρακάμπτει ανεπιθύμητες πλευρές της Ιστορίας. «Θεσσαλονικείς» ήταν μόνον οι εντόπιοι Έλληνες, αυτοί που κατοικούσαν εδώ από τα αρχαία χρόνια» («Η πρωτεύουσα των προσφύγων»). Πολλές φορές παρεισφρέει ένας τοπικισμός ο οποίος φαντάζει παρωχημένος, υποβαθμίζει την ατομική ευθύνη και παραπέμπει σε μια φυλετική ανάγνωση των πραγμάτων. «Ήταν οι νέοι κατακτητές, οι Μοραΐτες, οι αμέτρητοι Κρητικοί, οι Δυτικομακεδόνες -οι Μοραΐτες αυτοί του βoρείου χώρου». («Το δικό μας αίμα»).
Οι Νίκος Ασλάνογλου, Νίκος Μπακόλας, Κώστας Στεργιόπουλος, Ρeter Mackridge κ.ά. συνδέουν, επίσης, τη λογοτεχνία της πόλης με τη βόρεια ατμόσφαιρα και το μαλακό φως, τη θάλασσα, το φυσικό και ιστορικό της περιβάλλον6. Για την ερμηνεία της ιδιαιτερότητας αυτής της λογοτεχνίας υπάρχουν και άλλες υποθέσεις. «Η πόλη δε διαθέτει κάποια αέναα χαρακτηριστικά τα οποία νομοτελειακά παράγουν ένα ορισμένο είδος λογοτεχνίας, όπως εντέχνως υπενόησαν μερικοί αργότερα προσπαθώντας να δημιουργήσουν έναν μύθο, αλλά παρέχει τη δυνατότητα της συσπείρωσης των λογοτεχνών της ακριβώς στη βάση της κοινής ταυτότητας και του κοινού συμφέροντος, το οποίο εν πολλοίς ορίζεται από τον αποκλεισμό. Γι αυτό το λόγο ομάδες όπως αυτή των “Μακεδονικών Ημερών” κράτησαν στη Θεσσαλονίκη μόνο για όσο καιρό υπήρχε η αίσθηση του αποκλεισμού», δηλώνει η Βενετία Αποστολίδου7.
Πάντως, όσο απομακρυνόμαστε από τον κύκλο των Μακεδονικών Ημερών, η λογοτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης συγκλίνει στο γενικότερο ρεύμα της νεοελληνικής. Κάποια νήματα από την παράδοση της εσωτερικότητας, η οποία εξασθενεί με το χρόνο, φτάνουν ως σήμερα. Παραμένει, ωστόσο, ως γεγονός η έντονη παρουσία και μυθοποίηση της πόλης στα κείμενα των λογοτεχνών της.
Κλείνοντας αυτή την ενδεικτική και όχι εξαντλητική παρουσίαση, και χωρίς να μπω στη διερεύνηση της εικόνας της Θεσσαλονίκης στους νεότερους λογοτέχνες –το οποίο είναι ένα μεγάλο ζήτημα- θέλω να κάνω μια επιλογική παρατήρηση: ενώ η παλιότερη γενιά, με κύρια χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Πεντζίκη και τον Ιωάννου, υμνούσε πεζογραφικά και ποιητικά τη Θεσσαλονίκη, σήμερα αναδεικνύεται η σκοτεινή της πλευρά: Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά: Δημήτρης Νόλλας, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σοφία Νικολαΐδου, Θωμάς Κοροβίνης. Τον δοξαστικό λόγο της «Μητέρας Θεσσαλονίκης» αντικατέστησε η προσπάθεια των νεότερων να ανακαλύψουν πίσω από τη βιτρίνα της «πρωτεύουσας των προσφύγων» όλα τα άνθη του κακού, από τα οποία ξεπήδησαν οι πολιτικές δολοφονίες του Λαμπράκη, του Πολκ και η πανούκλα της πόλης με τη διαχρονική της παρουσία.
..................................
1. Συνέντευξη στα Νεοελληνικά Γράμματα, 29 Ιανουαρίου 1938.
2. Παράδοση εσωτερικότητας, Νέα Εστία, τ. 850, 1962, σ. 1782.
3. “Στις όχθες του Μαν-δραγόρα”, Διαβάζω, τχ. 309, 1993, σ. 60.
4. “Το κλίμα ψυχής”, Νέα Εστία, τ. 850, 1962, σ. 1721.
5. Η πρωτεύουσα των προσφύγων, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 44.
6 . Τα κείμενα στα οποία γίνονται οι σχετικές αναφορές είναι: Ν. Ασλάνογλου, Διαβάζω 118, 1985 “Σε άλλο γεωγραφικό χώρο, θα έγραφα διαφορετικά”, Ν. Μπακόλας Παραμυθία Θεσσαλονίκης, Πρακτικά, εκδ. ΟΠΠΕ 1997, σ. 419, Κ. Στεργιόπουλος “Σχολή Θεσσαλονίκης”, Νέα Εστία, τ. 1403, 1985, σ. 330, P. Mackridge Παραμυθία Θεσσαλονίκης, ο.π., σ. 411.
7. Παραμυθία Θεσσαλονίκης, ό.π. σ. 154.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.