Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Μηχανισμοί υποστήριξης ανοικτής καινοτομίας και συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων: η περίπτωση του ‘Wines of Athens’

#ΑΝΤΩΝIΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ,Διδάκτορας Τεχνολογικής Πολιτικής & Καινοτομίας, Στέλεχος ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 

1. Εισαγωγή  
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να εξετάσει και να παρουσιάσει θεωρητικές και εμπειρικές προσεγγίσεις και πρακτικές στο πεδίο της ανάδυσης και ανάπτυξης συνεργατικών σχηματισμών και επιχειρηματικών δικτύων με χαρακτήρα «ανοικτής καινοτομίας». 
Ταυτόχρονα, επιδίωξη του άρθρου είναι να αναγνωρίσει τις βασικές προϋποθέσεις και συντελεστές σχεδιασμού και υλοποίησης μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την ενίσχυση συνεργατικών επιχειρηματικών σχημάτων, ως προς τη διάσταση της καινοτομικής ικανότητας και εξωστρέφειας τους.  
Σε θεωρητικό επίπεδο, το παρόν άρθρο εξετάζει προσεγγίσεις για την δόμηση και ανάπτυξη συνεργατικών σχηματισμών, όπως αυτή συνδέεται με θέματα καινοτομίας καθώς και αστικής και περιφερειακής ανάπτυξης.Παράλληλα, σε ένα συμπληρωματικό θεωρητικό πλαίσιο λαμβάνονται υπόψιν σύγχρονες προσεγγίσεις εξέτασης τάσεων και πρακτικών «ανοικτής καινοτομίας» που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια σε διεθνές επίπεδο καθώς και διοράσεις από θεωρίες και τεχνικές ανάπτυξης σύγχρονων επιχειρηματικών μοντέλων.  
Εν συνεχεία, παρουσιάζονται τα βασικά σημεία του μηχανισμού υποστήριξης που έχει αναπτυχθεί, τα τελευταία έτη, από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ). Όπως περιγράφεται αναλυτικά, στο πλαίσιο του μηχανισμού υποστήριξης καινοτομίας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, περιλαμβάνεται η παροχή υπηρεσιών πεδίου [innovation support services] με στόχευση την υποστήριξη της επιχειρηματικής καινοτομικής ικανότητας των μικρών επιχειρήσεων.  Πιο πρόσφατα, τα τελευταία τρία έτη, ενσωματώνεται ένα δομημένο σύστημα υποστήριξης συνεργατικών σχημάτων με χαρακτηριστικά συλλογικής και δυναμικής μάθησης [collective and interactive learning], προ-δραστικής διαμεσολάβησης [pro-active brokering] και αυτοδύναμης ενεργοποίησης [bottom-up] που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση, την τεχνική καθοδήγηση και τη συμβουλευτική υποστήριξη συνεργατικών σχημάτων, συστάδων επιχειρήσεων και επιχειρηματικών δικτύων. 
Στο πλαίσιο αυτό, έχει υποστηριχθεί από το Ινστιτούτο πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων1 σε ένα ευρύ φάσμα παραγωγικών κλάδων και τομέων της οικονομίας, μέσα από ένα ολοκληρωμένο πλέγμα υπηρεσιών υποστήριξης.  
Το παρόν άρθρο, επικεντρώνεται σε μια από τις περιπτώσεις που έχουν υποστηριχθεί τα τελευταία χρόνια από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων και η οποία αφορά στον συνεργατικό σχηματισμό «Δρόμοι του Κρασιού Αθήνας» (Wines of Athens). «Οι Δρόμοι του Kρασιού Αθήνας - Wines of Athens», συνιστούν μια επιχειρηματική πρωτοβουλία πέντε (5) οινοποιείων της Αττικής που ξεκίνησε με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, με σκοπό να αναβιώσει και να αναδείξει τον αττικό Αμπελώνα και την ποικιλία Σαββατιανό. 

Στις παρακάτω σελίδες, παρουσιάζεται η μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του συγκεκριμένου σχηματισμού, οι δράσεις που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τη διαμόρφωση ενός καινοτόμου επιχειρηματικού μοντέλου [business model innovation] καθώς και ενδεικτικά αποτελέσματα από την συγκεκριμένη πρωτοβουλία. 
Υπό αυτό το πρίσμα, επιπλέον στόχευση του άρθρου είναι να αντληθούν συμπεράσματα, τόσο σε επίπεδο επιχειρησιακής υλοποίησης, όσο και σε επίπεδο σχεδιασμού πολιτικών καινοτομίας και περιφερειακών αναπτυξιακών στρατηγικών. 
Ως εκ τούτου, παράλληλος στόχος του άρθρου είναι να συμβάλλει στην ευρύτερη επιστημονική συζήτηση για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών καινοτομίας, πολιτικών διαμόρφωσης νεωτερικών συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων και αποτελεσματικών συνεργατικών επιχειρηματικών στρατηγικών.  

2. Kαινοτομία, χώρος και συνεργατικοί σχηματισμοί 
Η έννοια των συνεργατικών σχηματισμών (clusters) και των επιχειρηματικών δικτύων2 συνδέεται με την επιστημονική συζήτηση για τους συνεργατικούς σχηματισμούς αλλά και τις προσεγγίσεις περί διαχείρισης γνώσης, ‘ανοικτής καινοτομίας’ και επιχειρηματικών μοντέλων. 
H έννοια του συνεργατικού σχηματισμού συνήθως παραπέμπει στη σύνδεση γεωγραφικά εντοπισμένων επιχειρήσεων, προμηθευτών και φορέων (π.χ. πανεπιστήμια) που συνεργάζονται και αλληλεπιδρούν για την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων σε κοινά πεδία ενδιαφέροντος. Αναλόγως με το χαρακτήρα και τη φύση της συνεργασίας, οι επιχειρήσεις μπορούν να είναι ομοειδείς, όταν δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο (οριζόντιος συνεργατικός σχηματισμός) και με κοινή δραστηριότητα (πχ. κοινή στρατηγική εξωστρέφειας, κοινές υποδομές), είτε σε διαφορετικούς τομείς μια ευρύτερης αλυσίδας αξίας (κάθετο δίκτυο), όπου και κάθε επιχείρηση ή οργανισμός κατέχει διαφορετική θέση στην παραγωγική διαδικασία.  
H χωρική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί από τον 19ο αιώνα αντικείμενο μελέτης από διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα με τις εργασίες των οικονομικών γεωγράφων που περιέγραψαν την συγκέντρωση οικονομικών δραστηριοτήτων. 
Στην οικονομική θεωρία, η έννοια της συγκέντρωσης συσχετιζόμενων βιομηχανικών δραστηριοτήτων μελετήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα στο έργο του Johann Heinrich von Thunen’s The Isolated State (1826), με έμφαση στον κλάδο της αγροτικής παραγωγής και στη σχέση γεωγραφίας, παραγωγικής δραστηριότητας, απόστασης της τελευταίας από την αγορά και κόστους μετακίνησης3 (Grotewold, 1959: 349). 
Εντατικότερη μελέτη ωστόσο της σχέσης οικονομίας και χώρου αναπτύχθηκε από τους Γερμανούς οικονομολόγους Alfred Weber4, Auguste Losch και Walter Christaller5 στις αρχές του 20ου αιώνα, η οποία ενσωματώνει αρχές της κλασικής οικονομικής. Παράλληλα διατυπώνονται αναλύσεις που μελετούν τις έννοιες της χωροθέτησης και της χωρικής οργάνωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων. 
O Alfred Marshall διατυπώνοντας τον όρο των ‘βιομηχανικών περιοχών’ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πραγματεύεται το φαινόμενο της συνεγκατάστασης  των επιχειρήσεων και της δυνητικής  ενίσχυσης της οικονομικής αποδοτικότητας τους, καθώς και τις συνέπειες ή ‘εξωτερικότητες’ από την ανάπτυξη κοινών δραστηριοτήτων σχετικών με την παραγωγική τους δραστηριότητα. Παρότι ο Marshall ενσωματώνει μεταξύ άλλων αρχές της νεοκλασικής οικονομικής, εισάγει στο φάσμα ανάλυσης του έννοιες οι οποίες θα απασχολήσουν τον επόμενο αιώνα την οικονομική σκέψη και την κρατική βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική. Αυτές αφορούν στις θεσμικές διαστάσεις της συγκέντρωσης αυτής, στη συμβολή της τοπικά παραγόμενης και ανταλλασσόμενης γνώσης αλλά και της επιστημονικά χρησιμοποιούμενης τεχνογνωσίας.  Η σύλληψη του χώρου ως αναλυτική κατηγορία ή απλά ως πλαίσιο, αποτελεί μια βασική μεθοδολογική και επιστημολογική αρχή των θεωριών ανάλυσης της σχέσης χώρου και συσσώρευσης, τόσο από τη νέα αστυκή οικονομική και τη νέα οικονομική γεωγραφία, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως σε ένα πλαίσιο διατύπωσης γενικών νόμων χωρικής οργάνωσης και βελτιστοποίησης της χρήσης πόρων. 
Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκαν θεωρίες χώρου και ανάπτυξης (Francois Perroux 1950, Gunnar Myrdal 1957, Albert Hirschman 1958) που μελετούν κυρίως την πολωμένη ανάπτυξη καθώς και τους μηχανισμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στο καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα. Οι μηχανισμοί αυτοί, σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, τείνουν προς τη δημιουργία ισχυρών βιομηχανικών μηχανισμών αλλά και αδρανών συστημάτων (με τις συναπακόλουθες εξαρτήσεις και δυισμούς) (Hirschman, 1958).     
Τις δεκαετίες του ’70 και ΄80 κατά κύριο λόγο, διατυπώνεται από τον Henri Lefebvre ένα επιχείρημα στο πλαίσιο μιας φιλοσοφικής μαρξιστικής αντίληψης για το χώρο. Για τον Lefebvre, το σύστημα του βιομηχανικού καπιταλισμού διαπλέκει την ιστορική, την χωρική και την κοινωνική διάσταση, παράγοντας νέες χωρικές διαρθρώσεις μέσα από συγκεκριμένες χωρο-ιστορικές διαδικασίες που αφορούν σε συγκεκριμένες αρχές. 
Εν πρώτοις, κάθε μέθοδος παραγωγής παράγει το δικό τους χωρικό πλαίσιο άρα και κάθε παραγωγική μετάβαση δημιουργεί νέες χωρικές διατάξεις. 
Κατά δεύτερον, διαπιστώνονται τρία επίπεδα προέκτασης αυτής της διεργασίας, τα οποία περιλαμβάνουν: 
α) τη χωρική πρακτική, η οποία ενσωματώνει τις σφαίρες παραγωγής, ανταλλαγής και αναπαραγωγής, 
β) τις αναπαραστάσεις του χώρου, οι οποίες που αφορούν στις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις (επιστημονικά και τεχνολογικά αντικείμενα) αλλά και στις συνδιατάξεις που τις συνοδεύουν και 
γ) τους χώρους αναπαράστασης, οι οποίοι περιλαμβάνουν τους συμβολισμούς και τις ιδεολογικές προεκτάσεις κάθε παραγωγικο-χωρικού καθεστώτος (Lefebvre, 1991).  
Παράλληλα με τις παραπάνω προσεγγίσεις εντούτοις, αναπτύσσεται ένα θεωρητικό ρεύμα κριτικής ανάλυσης του χώρου και των σχετικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η θεωρητική αυτή σχολή περιλαμβάνει τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές προσεγγίσεις για την φυσιολογία του χώρου, την κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τη σημασία των παραγωγικών γνώσεων και της τεχνολογίας καθώς και το ρόλο των θεσμικών παρεμβάσεων. 

Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αναδύεται το θεωρητικό ρεύμα της νέας ριζοσπαστικής οικονομικής γεωγραφίας, το οποίο επεκτείνεται σε περισσότερο εμπειρικό επίπεδο (βλ. Manuel Castells, Doreen Massey, Allen Scott, Michael Storper). Η βασική αναφορά μέσα από την οποία τροφοδοτείται η θέαση του «χωρικού» ως διάσταση και αποτύπωση κοινωνικών διεργασιών, φαίνεται να είναι οι εργασίες του Manuel Castells και συγκεκριμένα η δημοσίευση του La Question Urbaine (1977). Η συγκεκριμένη ενστάλαξη της μαρξιστικής σκέψης στις αναλύσεις του χώρου, αναδεικνύει πτυχές των χωρικο-κοινωνικών φαινομένων που σχετίζονται με την οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, την οργάνωση της εργασίας και την αποτύπωση αυτών στις χωρικές και αστυκές διαστάσεις. Η νέα αυτή οπτική μεταβάλλει το χώρο από αφαιρετική κατηγορία, σε μεταβλητή υπό αλληλεπίδραση με κοινωνικές διεργασίες. Επιπλέον, η συγκεκριμένη σκέψη τροφοδοτεί τη γένεση νέων προσεγγίσεων στο πεδίο της ριζοσπαστικής οικονομικής γεωγραφίας.  Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνεισφορά της D. Massey (1984), κατά την οποία αναδεικνύεται η αμφίδρομη συσχέτιση ανάμεσα στις διαδικασίες της συσσώρευσης του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση του χώρου, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά (π.χ. τοπικοί θεσμοί) του οποίου επιδρούν συχνά στις ίδιες τις σχηματοποιήσεις των διεργασιών συσσώρευσης. 
Όπως αναδεικνύεται εμπειρικά παρακάτω, οι αναλύσεις της Massey συνιστούν σήμερα βασικές αναλυτικές κατηγορίες στην κατανόηση των χωρικών φαινομένων. 
Ο χώρος αποτελεί ένα ιστορικό αποτέλεσμα παραγωγής και αναπαραγωγής της επιστήμης, της τεχνολογίας και της καινοτομίας αλλά και των γενικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης κοινωνίας. 
Την ίδια στιγμή, υποδέχεται -με τις τοπικά εντοπισμένες θεσμικές του δομές- τις δυνάμεις της συσσώρευσης σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της φύσης σε μορφές χρηστικές προς τις ανθρώπινες δραστηριότητες (Storper, & Walker 1989: 50).  
Με άλλα λόγια, η χωρική διάσταση αναδεικνύεται πλέον σε a priori μεταβλητή στην απόπειρα μελέτης και κατανόησης των αναπτυξιακών φαινομένων, γεγονός που επιφυλάσσει σημαντικές συνέπειες, τόσο για τα κυρίαρχα δόγματα οικονομικής πολιτικής όσο και για τις μορφικότητες των εκάστοτε πολιτικών γνώσης. Σύμφωνα με τον D. Harvey επίσης -o οποίος μελέτησε και τεκμηρίωσε τη σχέση ανάμεσα σε χωρικές δομές και χωρικές διαδικασίες (Gregory, 2006: 4)-, οι δυναμικές του καπιταλιστικού συστήματος τείνουν να μεταβάλλουν τις χωρικές διαρθρώσεις, είτε μετασχηματίζοντας τα χωρικά τοπία προς κοινές κατευθύνσεις είτε δημιουργώντας και αναπαράγοντας χωρικές ανισότητες. Στο πλαίσιο της νέας ριζοσπαστικής οικονομικής γεωγραφίας, o χώρος προσεγγίζεται ως κοινωνική κατασκευή και συνδέεται πλέον με έννοιες όπως η περιφερειακή ανάπτυξη, οι ενδογενείς τοπικές δυναμικές, οι νέες γεωγραφίες, τα τοπικοποιημένα δίκτυα προστιθέμενης αξίας, οι καινοτόμες και μαθησιακές περιφέρειες. O David Harvey -ως βασικός πλέον εκπρόσωπος της συγκεκριμένης σχολής σκέψης- υπογραμμίζει στο Limits to Capital (1982) (Harvey, 2006) ότι η ένταση ανάμεσα στην γεωγραφική συγκέντρωση της παραγωγής και στη γεωγραφική εξειδίκευση, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ανεξάρτητα από τον τεχνολογικό δυναμισμό που προκύπτει από τις διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου (όπ.π.). Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός, αποτελεί μια παράλληλη με τη χωροθέτηση επιλογή και αφορά στη μεγιστοποίηση των παραγόμενων οικονομικών αξιών και την κυκλοφορία τους. Παράλληλα, προκαλεί μετατοπίσεις στις χωρικές διατάξεις της παραγωγής, στα τεχνολογικά παραδείγματα, στη διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής αξιών και στη συνολική δυναμική της συσσώρευσης (Harvey, 2006: 393).                         

H νέα ριζοσπαστική οικονομική γεωγραφία συνδέεται και με αναλύσεις της εξελικτικής οικονομικής στο επίπεδο της σημασίας των τοπικών παραγωγικών συστημάτων και των διαστάσεων που τα συνοδεύουν σε επίπεδο χωρικότητας, ιστορικότητας και θεσμών. Τέτοιες διαστάσεις είναι τα τοπικά παραγωγικά δίκτυα, οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί συνεργασίας, η θεσμική ‘πυκνότητα’, η αλληλεπίδραση και οι μη εμπορεύσιμες αλληλεξαρτήσεις (Storper, 1995, 1997, 2010α, 2010β), τα συστήματα καινοτομίας (Freeman 1998, Lundwall 2007, Cooke & Morgan, 2001) και οι συνεργατικοί σχηματισμοί (Krugman, 1993, 1997). Ο χώρος δεν συνιστά απλώς το πλαίσιο ανάπτυξης παραγωγικής ή τεχνολογικής δραστηριότητας ή την περιοχή παρέμβασης μιας αναπτυξιακής πολιτικής αλλά αποτελεί μια διάρθρωση που παράγει πλεόνασμα, τεχνολογία, γνώση και πολιτική. Ο χώρος φαίνεται να παράγεται από βαθύτερες διαδικασίες συσσώρευσης πρωτίστως και να παράγει νέες θεσμικές μορφές, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που συνδιαλέγονται με τις διαδικασίες αυτές.  Παράλληλα με τις παραπάνω θεωρήσεις, έχει σημασία να αναφερθούν πτυχές των οποίων σήμερα συναντώνται της εμπειρικής μελέτης των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων. Συγκεκριμένα, ένα βασικό θεωρητικό ρεύμα συσχέτισης των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων σε χωρική αναφορά ξεκινάει τις δεκαετίες του 1970 και 1980 (Piore & Sabel, 1984) και μελετάει συγκεκριμένες βιομηχανικές περιοχές της Ιταλίας. Κεντρικό εμπειρικό πεδίο έρευνας αποτέλεσε ο μετασχηματισμός καθετοποιημένων παραγωγικών μονάδων και η εφαρμογή και ανάπτυξη συστημάτων ευέλικτης εξειδίκευσης και πυκνών δικτύων συνεργασίας ανάμεσα σε μικρές επιχειρήσεις (Storper, 1997: 5). 

Μέσα από τη μελέτη των συγκεκριμένων περιπτώσεων, επιχειρήθηκε η τεκμηρίωση της σημασίας των τοπικών αυτών παραγωγικών συστημάτων για τη δυνατότητα συνεχούς μετασχηματισμού, ελαχιστοποίησης του συναλλακτικού κόστους, δικτύωσης και ανάπτυξης ‘οικονομιών τοπικής συγκέντρωσης’. 

Η συγκεκριμένη περίπτωση αναδεικνύει το ρόλο και τη σημασία των διαμεσολαβητικών θεσμών και ενώσεων για την τοπική ενδογενή ανάπτυξη. Επομένως, αποκαλύπτει και τη σημασία της θεσμικής και πολιτικής παρέμβασης, η οποία δεν ταυτίζεται πάντα με τη χρηματοδοτική διάσταση. Όπως περιγράφουν οι Philip Cooke και Kevin Morgan, παρόλο που για παράδειγμα στην περιοχή της Καλαβρίας καταγράφονται υψηλότερες χρηματοροές -εξαιτίας των ευνοϊκών ιστορικά για εκείνη, στην Ιταλία, πολιτικών συγκυριών-, σε περιοχές με χαμηλότερες συνολικές χρηματοοικονομικές απολήψεις (Cooke & Morgan, 2001: 114) (όπως η περιφέρεια Emiglia Romagna), η τοπική ανάπτυξη μπορεί να τροφοδοτείται από πυκνές θεσμικές αρχιτεκτονικές. Οι αναπτυγμένες σταθερές δομές που παρατηρήθηκαν στα βορειοανατολικά και το κέντρο της Ιταλίας -και διέφεραν από τη στασιμότητα του φτωχού νότου αλλά και την παραδοσιακά πλούσια βορειοδυτική Ιταλία- προκάλεσαν το επιστημονικό ενδιαφέρον τόσο λόγω της ιδιαίτερης κοινωνικής δομής της περιοχής, όσο και εξαιτίας και του ιδιόμορφου σχετικού παραγωγικού περιβάλλοντος (το οποίο χαρακτηριζόταν από τη συγκέντρωση επιχειρήσεων). Οι δομές αυτές διαμόρφωναν τοπικά δίκτυα συνεργασίας -σε συγκεκριμένες περιοχές και σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς (π.χ. έπιπλα, παπούτσια, κεραμικά)- τα οποία χαρακτηρίζονταν από εξωστρέφεια και καινοτομικότητα σε θέματα οργάνωσης, παραγωγής και διαφοροποίησης προϊόντων (Κουρλιούρος, 2001). Τα τοπικά αυτά παραγωγικά συστήματα αυξάνουν τους δεσμούς τους, προϊόντος του χρόνου –μέσα από πλήθος διασυνδέσεων- και έτσι, δημιουργούν εξωτερικές οικονομίες βελτιώνοντας ταυτόχρονα την παραγωγικής προσαρμοστικότητα τους (όπ.π.).   

Στην ίδια συζήτηση σημαντική είναι η συνεισφορά της σχολής του διεθνούς εμπορίου, η οποία δίδει έμφαση στη σημασία μιας καινοτομικής εξαγωγικής βάσης και στην ανάδειξη απόλυτων ή συγκριτικών πλεονεκτημάτων (Krugman, 1991). Η ανάπτυξη διεθνών εξαγωγικών δραστηριοτήτων από συγκεκριμένες περιφέρειες ή αστυκά κέντρα αποτελούν βασική διαδικασία, μέσα από την οποία δημιουργούνται νέοι περιφερειακοί μηχανισμοί καταμερισμού εργασίας και νέες δυναμικές τεχνολογικής αλλαγής. Η ανάπτυξη βασικών και καινοτομικών απόλυτων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, αποτελεί -σύμφωνα με τις προσεγγίσεις της οδηγούμενης από τη ζήτηση καινοτομίας-, προϋπόθεση περιφερειακής οικονομικής μεγέθυνσης. Η ανάπτυξη παραγωγικών γνώσεων, εξειδικευμένου παραγωγικού δυναμικού, καινοτομικών δραστηριοτήτων και η διεθνής προώθηση συγκεκριμένων ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών -μαζί με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων- αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία οικοδόμησης ενός τέτοιου πλεονεκτήματος. 

Στον ίδιο βαθμό, σημαντικές κρίνονται οι σχέσεις ανάμεσα σε οικονομίες κλίμακας, αύξουσες οριακές αποδόσεις, συναλλακτικό κόστος και διάχυση γνώσης (Krugman, 1997) καθώς και η συγκέντρωση παραγωγικών δραστηριοτήτων (Fujita & Thisse, 2002: 129, 421). Σε αυτό το πλαίσιο, ο Porter επανα-διατύπωσε την έννοια του cluster με έμφαση στη μορφή των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των μελών του. Σύμφωνα με τον Porter, η συγκέντρωση παραγωγικών δραστηριοτήτων μπορεί να λάβει τη μορφή μιας ομάδας διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων και οργανισμών, με γεωγραφική εγγύτητα και σε ένα συγκεκριμένο τομέα, που συνδέονται με κοινά σημεία και συμπληρωματικότητες, ενώ τα όρια μιας τέτοιας συγκέντρωσης μπορούν να αφορούν σε επίπεδο συνοικίας, πόλης, περιφέρειας ή ακόμα και μεταξύ περιφερειών (Porter, 2000). Ταυτόχρονα, παράλληλες και εξειδικευμένες προσεγγίσεις δίνουν πλέον έμφαση στις εσωτερικές βιομηχανικές και θεσμικές δυναμικές συγκεκριμένων περιπτώσεων ανάπτυξης συνεργατικών σχηματισμών και εξετάζουν προϋποθέσεις επιτυχίας όπως γεωγραφική συγκέντρωση, εξειδίκευση, μορφές διαδικασιών και διασυνδέσεις, στρατηγικές κ.α.(Boschma, & Fornahl, 2011). Επιπλέον τούτων, η ανάπτυξη επιχειρηματικών δικτύων συνδέεται με τις σύγχρονες προσεγγίσεις διαχείρισης γνώσης και με τις έννοιες της «ανοικτής καινοτομίας». Ως διαχείριση γνώσης (knowledge management) ορίζουμε οποιαδήποτε διαδικασία ή πρακτική που αφορά στη δημιουργία, την απόκτηση, την καταγραφή, την ανταλλαγή και τη χρήση γνώσεων, όπου και αν αυτές βρίσκονται, προκειμένου να ενισχυθεί η διαδικασία της μάθησης και της απόδοσης του οργανισμού (Scarbrough κ.ά., 1999). 

Όπως είναι κοινώς αποδεκτό, η καινοτομία δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά μια συνεχής διαδικασία η οποία απαιτεί τη «μείξη» ιδεών, πληροφοριών, θεωρητικής και πρακτικής γνώσης (Lundvall, 1995). Η στρατηγική επιλογή της αναζήτησης ιδεών, πληροφοριών και γνώσεων και εκτός επιχείρησης μπορεί να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της δημιουργίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος (Λιβιεράτος, 2013).  

2.1 Επιχειρηματικά μοντέλα και ανοικτή καινοτομία 
Σύμφωνα με τον Chesbrough (2006, 2014) το κλειστό μοντέλο καινοτομίας επικεντρώνεται στην εσωτερική ανάπτυξη της καινοτομίας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να προκρίνεται συνήθως ως βέλτιστη λύση η καθετοποίηση της διαδικασίας. Καθώς τα όρια της επιχείρησης διαχωρίζουν με μεγάλη σαφήνεια το εσωτερικό από το εξωτερικό περιβάλλον, τα διάφορα στάδια της καινοτομίας (από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την εξυπηρέτηση μετά την πώληση) εκτελούνται αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο της επιχείρησης (Λιβιεράτος, 2013). Με άλλα λόγια, στο κλειστό μοντέλο καινοτομίας, οι νέες ιδέες δημιουργούνται μέσα στην επιχείρηση και οι επικρατέστερες από αυτές φτάνουν στο στάδιο της ανάπτυξης ενώ εν συνεχεία μόνο ένα ποσοστό από αυτές φτάνει τελικά στην αγορά.  
Ο Chesbrough κ.α. (2014) υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο μοντέλο γίνεται σήμερα ολοένα και πιο αναποτελεσματικό, δεδομένου ότι η «χρήσιμη» για μια επιχείρηση γνώση μπορεί πλέον να προέρχεται από έναν μεγάλο αριθμό πηγών, όπως πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, μικρές επιχειρήσεις, ανεξάρτητους συμβούλους κ.λπ. 
Συνεπώς, το «ανοιχτό μοντέλο καινοτομίας» βασίζεται σε μια διαφορετική λογική, καθότι πολύτιμες ιδέες και γνώσεις μπορεί να προέρχονται τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης. Όπως τονίζει ο Chesbrough (2006) μια επιχείρηση, προκειμένου να διατηρήσει και να βελτιώσει τα ανταγωνιστικά της στοιχεία, θα πρέπει να κάνει τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό της γνώσης που παράγεται εσωτερικά με τη γνώση που παράγεται εκτός επιχείρησης (Chesbrough κ.ά., 2006). 
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του ανοιχτού μοντέλου καινοτομίας αναγνωρίζονται τρεις βασικές διαδικασίες (Gassman και Enkel, 2004):  
 Από έξω προς τα μέσα (outside-in process): αφορά στην ενδυνάμωση των γνώσεων της επιχείρησης μέσα από την ενσωμάτωση γνώσεων από το εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. προμηθευτές), προκειμένου να αυξηθεί η καινοτομικότητα της επιχείρησης.  
 Από τα μέσα προς τα έξω (inside-out process): περιλαμβάνει την προσπάθεια  ανάπτυξης εγχειρημάτων μέσω της μεταφοράς γνώσης προς το εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. μεταβίβαση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας).  
 Συνδυαστική διαδικασία, ή, αλλιώς, ο συνδυασμός των παραπάνω (coupled process): αφορά συμμαχίες με συμπληρωματικότητες, στις οποίες υπάρχει ταυτόχρονα ροή γνώσης από μέσα προς τα έξω και από έξω προς τα μέσα. 

Η συνδυαστική διαδικασία αφορά στη συν-δημιουργία προϊόντων μέσω στρατηγικών συμμαχιών, κοινοπραξιών και άλλων συνεργατικών μεθόδων.  Στο πλαίσιο του ανοιχτού μοντέλου καινοτομίας, μια επιχείρηση έχει μια σειρά στρατηγικών επιλογών αναφορικά με: 
i) το ποιους θα συνεργαστεί προκειμένου να καινοτομήσει (π.χ. πελάτες, προμηθευτές, ανταγωνιστές, ή συμπληρωματικούς εταίρους) και 
ii) με το πώς θα εμπορευματοποιήσει την καινοτομία. 

Το επιχειρηματικό μοντέλο καθορίζει: 
i) πώς μια επιχείρηση δημιουργεί και προσφέρει αξία στους πελάτες της, και 
ii) πώς μετατρέπει την εισροή εσόδων σε κέρδη. Συνεπώς, ένα επιχειρηματικό μοντέλο πρέπει να δημιουργεί αξία, αλλά και να δεσμεύει ένα μέρος της αξίας που δημιουργεί (Chesbrough, 2007, 2010). 
Υπό αυτό το πρίσμα, η διαμόρφωση ενός μοντέλου (κλειστού ή ανοικτού) καινοτομίας προϋποθέτει τον αποτελεσματικό σχεδιασμό ενός επιχειρηματικού μοντέλου. Η ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων μπορεί να είναι ένας επιπλέον δρόμος για μια επιχείρηση προκειμένου αυτή να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. 
Επιπλέον, είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη ενός καινοτόμου επιχειρηματικού μοντέλου μπορεί να αποτελέσει από μόνη της καινοτομία και στη βιβλιογραφία είναι πλέον γνωστή ως «καινοτομία επιχειρηματικού μοντέλου» (business model innovation). Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Pisano (2015) προχωράει πρόσφατα σε μια ταξινόμηση των διαθέσιμων επιλογών που μια επιχείρηση μπορεί να εξετάσει επί της διαδικασίας δόμησης μιας στρατηγικής καινοτομίας. Σύμφωνα με τον Pisano (2015), στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης των προοπτικών καινοτομίας, οι επιχειρήσεις πρέπει να αποφασίσουν πόση από την προσπάθεια τους θα αφιερωθεί στην τεχνολογική καινοτομία και πόση θα επενδυθεί στην καινοτομία επιχειρηματικού μοντέλου. 

Το μείγμα αυτό στρατηγικής δημιουργεί και διαφορετικές διαδρομές οι οποίες σταχυολογούνται στις παρακάτω κατηγορίες:  
 Η καινοτομία ρουτίνας (routine innovation) βασίζεται στις υπάρχουσες τεχνολογικές ικανότητες της εταιρείας και ταιριάζει με το υπάρχον επιχειρηματικό μοντέλο και ως εκ τούτου της πελατειακής της βάσης. 
 Η διασπαστική καινοτομία (disruptive innovation) απαιτεί ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, αλλά όχι κατ 'ανάγκη ένα τεχνολογικό επίτευγμα. Για το λόγο αυτό, αμφισβητεί και ανατρέπει τα επιχειρηματικά μοντέλα των άλλων εταιρειών. 
 Η ριζική καινοτομία (radical innovation) συνιστά το αντίθετο της προηγούμενης κατηγορίας καθότι η πρόκληση εδώ είναι καθαρά τεχνολογική (π.χ. γενετική μηχανική και βιοτεχνολογία).   
 Η αρχιτεκτονική καινοτομία (architectural innovation) συνδυάζει τις ανατροπές που επιτελούνται ταυτόχρονα σε επίπεδο τεχνολογικού και επιχειρηματικού μοντέλου.  Κατά συνέπεια, η στρατηγική καινοτομίας μιας επιχείρησης οφείλει να εξειδικεύσει τον τρόπο με τον οποίο οι παραπάνω διαφορετικοί τύποι καινοτομίας συνάδουν με την γενικότερη επιχειρηματική στρατηγική και τους διαθέσιμους πόρους και ικανότητες. 
Σε αυτό το επίπεδο, εισέρχεται στην γενικότερη επιστημονική συζήτηση η συστημική φύση της καινοτομίας και η ανάγκη υποστήριξης των επιχειρήσεων. Οι θεωρίες που ενσωματώνουν τη σημασία της άρρητης γνώσης στη διαμόρφωση και διάρθρωση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την καινοτομία σε τοπικό επίπεδο είναι γενικά γνωστές ως «συστήματα καινοτομίας» (Freeman, 1987, Lundvall, 1992, Edquist, 1997). 

Τα συστήματα καινοτομίας τονίζουν τη συστημική φύση της καινοτομίας και προσπαθούν να επεξηγήσουν την επιτυχή πορεία μιας επιχείρησης, μιας συστάδας επιχειρήσεων ή μιας περιφέρειας με βάση την αλληλεπίδραση μεταξύ των επιχειρήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των φορέων της έρευνας αλλά και των θεσμών της περιοχής. Είναι επομένως ολοένα και πιο αποδεκτό σήμερα ότι η καινοτομία δεν προκύπτει αυτόματα αλλά καλλιεργείται μέσα από δομημένες διαδικασίες εκκόλαψης. Η ανάγκη για την υποστήριξη των διαδικασιών καινοτομίας αλλά και της δικτύωσης των μικρών επιχειρήσεων αντικατοπτρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ολοένα αυξανόμενη δημιουργία ενδιάμεσων φορέων (intermediaries). 
Οι ενδιάμεσοι φορείς έχουν ως στόχο τη δικτύωση των μικρών επιχειρήσεων με άλλους οργανισμούς και επιχειρήσεις, και ακολούθως την επιτάχυνση της διαδικασίας της καινοτομίας (Livieratos, 2013).  

Στο παρόν άρθρο, όπως προαναφέρθηκε, παρουσιάζεται ένα δομημένο σύστημα υποστήριξης καινοτομικών εγχειρημάτων και συνεργατικών σχημάτων, εν λειτουργία, από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ -το οποίο, μεταξύ άλλων, λειτουργεί ως ενδιάμεσος φορές υποστήριξης επιχειρήσεων- με χαρακτηριστικά συλλογικής και δυναμικής μάθησης, προ-δραστικής διαμεσολάβησης και αυτοδύναμης ενεργοποίησης που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση, την τεχνική καθοδήγηση και τη συμβουλευτική υποστήριξη συνεργατικών σχημάτων, συστάδων επιχειρήσεων και επιχειρηματικών δικτύων. 
Η υποστήριξη των σχημάτων επιτελείται με ενεργό ρόλο του Ινστιτούτου, ως προς την στρατηγική κατεύθυνση των συγκεκριμένων συνεργατικών εγχειρημάτων, γεγονός που προσδίδει στην παρούσα αποτύπωση 6 μεθοδολογικά χαρακτηριστικά ‘έρευνας δράσης’ (action research)7 (Eden & Huxham, 1996)

3. Σύγχρονα συστήματα υποστήριξης επιχειρηματικών συνεργασιών 
Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία υλοποίησης μελετών και ερευνών και αποτελεί τον επιστημονικό σύμβουλο της ΓΣΕΒΕΕ. 
Στο πλαίσιο των βασικών του δραστηριοτήτων μελετά, αξιολογεί και εκπονεί προτάσεις πολιτικής για θέματα οικονομικής ανάπτυξης, χρηματοδότησης επιχειρήσεων, φορολογίας, απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης, ανταγωνισμού και αναβάθμισης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού των μικρών επιχειρήσεων. Παράλληλα, σχεδιάζει και υλοποιεί προγράμματα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης με σκοπό την ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων, αλλά και δράσεις συμβουλευτικής υποστήριξης των επιχειρήσεων, οι οποίες ενισχύουν την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία και προωθούν την ενδυνάμωση και την ανάπτυξη βιώσιμων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων8. 
Ειδικότερα, όσον αφορά σε θέματα καινοτομίας πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι διαδικασίες ανάπτυξης καινοτομικών συντελεστών σε επίπεδο επιχειρήσεων, συγκεντρώνουν σήμερα συγκεκριμένα ειδικά χαρακτηριστικά: 
i) βασίζονται ολοένα και περισσότερο στη «γνώση», 
ii) δεν παράγονται εν κενώ αλλά επηρεάζονται από το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται, πολιτικές καινοτομίας και μηχανισμούς υποστήριξης, 
iii) πραγματοποιούνται  πολύ συχνά στο πλαίσιο επιχειρηματικών δικτύων και συνεργασιών και 
iv) απαιτούν συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης (innovation management). Ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις, είναι γεγονός ότι απαιτείται ένα ευνοϊκό περιβάλλον εκκόλαψης καθώς και η ανάπτυξη οριζόντιων δεξιοτήτων καινοτομίας, σε επίπεδο ανάπτυξης νέων προϊόντων, εκτίμησης εμπορικών προοπτικών, εκπόνησης σχεδίων καινοτομίας και επενδυτικών προτάσεων, διαμόρφωσης συνεργειών, διαχείρισης διανοητικού κεφαλαίου κ.α. 
Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις αυτές καθώς και τη σημασία των ολοκληρωμένων (π.χ. επιμόρφωση, συμβουλευτική, διαμεσολάβηση κ.ο.κ.), προδραστικών (‘proactive brokering’) και εξατομικευμένων (‘tailor-made’) υπηρεσιών υποστήριξης της καινοτομίας, έχει διαμορφώσει τα τελευταία έτη, ένα πλέγμα υπηρεσιών υποστήριξης ενστερνιζόμενο συγκεκριμένες αρχές: 
 Προώθηση της έννοιας της καινοτομίας ως διαδικασίας, ως μιας οριζόντιας διεργασίας που καταλαμβάνει όλες τις λειτουργίες της μικρής επιχείρησης,  
 Προώθηση της έννοιας της «ανοικτής καινοτομίας» και των καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων σε υφιστάμενες συνεργατικές διαδικασίες («αμυντική προσέγγιση») ή νέα καινοτομικά συνεργατικά εγχειρήματα, όπως νέα προϊόντα και υπηρεσίες («επιθετική προσέγγιση»). 
Η διάρθρωση των υπηρεσιών καινοτομίας [innovation support services] του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ περιλαμβάνει τη διάσταση της πληροφόρησης, της επιμόρφωσης και των υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξης 9 (Σχήμα 1). 
Η διάσταση της πληροφόρησης περιλαμβάνει παροχή τεχνολογικής και επιχειρηματικής πληροφορίας προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για θέματα επιχειρηματικών εκδηλώσεων, νομοθεσίας και τεχνολογικών εξελίξεων, ενώ η διάσταση της επιμόρφωσης προσβλέπει την υλοποίηση σεμιναρίων και εργαστηρίων προς μικρές επιχειρήσεις σε θέματα καινοτομίας, συνεργασιών και διανοητικής ιδιοκτησίας. 
Οι ενότητες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και συγκεκριμένα: 
α) αποσαφήνιση των εννοιών της καινοτομίας και των συνεργασιών 
β) παρουσίαση εργαλείων διαχείρισης της καινοτομίας 
γ) ανάδειξη και ανάλυση καλών πρακτικών εφαρμογής καινοτομιών και διαμόρφωσης σχημάτων συνεργασίας.  


                                                      

Αναφορικά με τις υπηρεσίες υποστήριξης καινοτομίας προβλέπονται εξατομικευμένες υπηρεσίες (one-to-one) προς τις επιχειρήσεις, οι οποίες προσφέρονται μέσα από ένα διττό μοντέλο λειτουργίας ανάμεσα κυρίως στα στελέχη του Ινστιτούτου αλλά και εξειδικευμένους εξωτερικούς επιστημονικούς συνεργάτες (μητρώο συμβούλων) που αναλαμβάνουν την εκάστοτε επιχείρηση ή το εκάστοτε συνεργατικό επιχειρηματικό σχήμα, ανάλογα με τις ανάγκες και το αντικείμενο της κάθε περίπτωσης. 
Το συγκεκριμένο υπόδειγμα διαμορφώνει ένα μηχανισμό υποστήριξης στα πρότυπα των αποκεντρωμένων δομών εκκόλαψης (‘excubator’) και στα οποία ο βασικός κορμός των υπηρεσιών προσφέρονται στο εσωτερικό του οργανισμού παροχής των υπηρεσιών, ενώ παράλληλα αξιοποιούνται δομημένα εξωτερικές συνεργασίες σε επίπεδο εξειδικευμένων επιχειρηματικών αναγκών κατά περίπτωση. 
Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες υποστήριξης περιλαμβάνουν (Σχήμα 2):  
  
 Εκπόνηση Σχεδίων Καινοτομίας (Ιnnovation Plans): αφορούν στη διαμόρφωση εξειδικευμένων προτάσεων σε επίπεδο οργανωτικής και τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. ανάπτυξη νέων προϊόντων), με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομικής ικανότητας των επιχειρήσεων (Φάσεις: επίλυση εξειδικευμένων αναγκών και δικτύωση-εξωστρέφεια) με βάση συγκεκριμένους δείκτες μέτρησης αποτελεσμάτων [financial and non-financial indicators] (OECD, 2005). 
 Υποστήριξη «δικτύων καινοτομίας και συνεργατικών σχηματισμών» (Innovation Networks and Clusters): αφορά στην προετοιμασία και εκκόλαψη συνεργατικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών μέσα από την εκπόνηση αλλά και υλοποίηση Σχεδίων Δράσης (Cluster Action Plans) (Φάσεις: στρατηγική συγκρότηση, επίλυση εξειδικευμένων αναγκών και δικτύωση-εξωστρέφεια).  
 Υποστήριξη σε θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας: περιλαμβάνει καθοδήγηση και υποστήριξη σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (π.χ. ευρεσιτεχνίες, βιομηχανικά σχέδια, εμπορικά σήματα) και πνευματικής ιδιοκτησίας, με σκοπό την προστασία και την αξιοποίηση του διανοητικού κεφαλαίου της επιχείρησης (Φάσεις: επιμόρφωση/χαρτογράφηση διανοητικού κεφαλαίου και τεχνική υποστήριξη τελικού σταδίου κατοχύρωσης/προστασίας). 
 Τεχνολογική και επιχειρηματική διαμεσολάβηση: περιλαμβάνει οργάνωση επιχειρηματικών συναντήσεων σύζευξης μεταξύ φορέων ανάπτυξης καινοτομίας και μικρών επιχειρήσεων, καθώς και οργάνωση επιχειρηματικών αποστολών στο εξωτερικό, με σκοπό την ανταλλαγή καλών πρακτικών και την ενίσχυση των προοπτικών συνεργασίας. 

Αναφορικά με την υπηρεσία υποστήριξης «δικτύων καινοτομίας και συνεργατικών σχηματισμών», όπως αναφέρθηκε, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υποστηρίζει ομάδες επιχειρήσεων που επιθυμούν να συστήσουν συνεργατικά σχήματα, μέσα από την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (Cluster Action Plan) προσανατολισμένου στις ανάγκες του κάθε σχηματισμού και με σκοπό την ενίσχυση της οργανωτικής, τεχνολογικής και καινοτομικής του ικανότητας. 
Το επόμενο επίπεδο υποστήριξης περιλαμβάνει την ίδια την υλοποίηση του Σχεδίου (ή μέρους αυτού) και την ανάπτυξη δράσεων εξωστρέφειας και δικτύωσης μέσω της αξιοποίησης των παράλληλων υπηρεσιών του συστήματος (π.χ. επιχειρηματική και τεχνολογική διαμεσολάβηση/επιχειρηματικές αποστολές, επιχειρηματικές συναντήσεις). 
Όπως αναφέρθηκε, τα δίκτυα καινοτομίας και οι συνεργατικοί σχηματισμοί, αποτελούν ένα σύνολο συνεργαζόμενων επιχειρήσεων (στον ίδιο ή σε διαφορετικούς τομείς/κλάδους) ή/και ερευνητικών/ακαδημαικών φορέων μέσω άτυπων ή τυπικών σχέσεων, οι οποίοι επιδιώκουν ένα κοινό σκοπό (π.χ. ενίσχυση του δικτύου προβολής και προώθησης προϊόντων, βελτίωση εφοδιαστικής αλυσίδας, τεχνολογική ανάπτυξη, μεταφορά τεχνολογίας, ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, ανταλλαγή τεχνογνωσίας κ.α). Οι συνεργατικοί σχηματισμοί  μπορεί να λάβουν την μορφή ενός δικτύου επιχειρήσεων, μίας συστάδας επιχειρήσεων (cluster) ή άλλων εναλλακτικών μορφών συνεργασίας επιχειρήσεων, ερευνητικών φορέων, τοπικών φορέων κ.ο.κ.   

Ενδεικτικά, το σχέδιο δράσης για τη συγκρότηση ενός δικτύου καινοτομίας/συνεργατικού σχηματισμού10  συνήθως περιλαμβάνει: 
 Ανάλυση αλυσίδας αξίας συνεργατικού σχηματισμού και ευρύτερου κλάδου, 
 Μελέτη και ανάλυση αναγκών, σκοπιμότητας συνεργασίας (‘value proposition’) και σχεδιασμός επιχειρηματικού μοντέλου, 
 Στρατηγική συγκρότηση, οργανωτικό σχεδιασμό και θεσμική ενδυνάμωση, 
 Αναγνώριση εταιρικής ταυτότητας του συνεργατικού σχηματισμού και σχεδιασμός εταιρικής εικόνας (cluster toolkit), 
 Προσδιορισμό δυνατοτήτων και πεδίων συνεργασίας (π.χ. περιορισμός κόστους, ανάπτυξης νέων κοινών δραστηριοτήτων), 
 Αναγνώριση τεχνολογικών και οργανωτικών τάσεων και τυχόν περιορισμών καθώς και διαμόρφωση προτεινόμενων λύσεων,  
 Διαμόρφωση οδικού χάρτη ενεργειών προετοιμασίας για την διεύρυνση ή/και εμβάθυνση καινοτομικών συνεργατικών δραστηριοτήτων, 
 Μεταφορά τεχνολογίας και ανάπτυξη συνεργασιών με φορείς καινοτομίας, 
 Επίλυση εξειδικευμένων τεχνολογικών και οργανωτικών αναγκών (π.χ. σχέδιο μάρκετινγκ, logistics plan), 
 Σχεδιασμός προβολής, προώθησης και εξωστρέφειας,  
 Δράσεις δικτύωσης και επιχειρηματικής διαμεσολάβησης (π.χ. επιχειρηματικές αποστολές), 
 Υποστήριξη σε θέματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας 
 Σχεδιασμός και υποστήριξη ενεργειών πολύπλευρης υποστήριξης της καινοτομίας μέσα από συναντήσεις ενίσχυσης δεξιοτήτων των εμπλεκόμενων σε στοχευμένα αντικείμενα.     Η υποστήριξη των δικτύων καινοτομίας/συνεργατικών σχηματισμών επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα θεματικά πεδία τεχνολογίας και τεχνολογικών εξελίξεων, οργανωτικής καινοτομίας και μετασχηματισμού, εφαρμογής νέων προτύπων και πρακτικών ή σχεδιασμό νέων εργαλείων μέσω της ενίσχυσης διαδικασιών επιμόρφωσης.  
Οι ενότητες του Σχεδίου Δράσης διακρίνονται σε τρεις (3) κατηγορίες: 
1) στις βασικές κατηγορίες/ενότητες εργασίας, 
2) στις εξειδικευμένες (κατά περίπτωση αναγκών) ενότητες εργασίας και 
γ) στην εξειδικευμένη ενότητα εργασίας/παρέμβασης που περιλαμβάνει στρατηγικές προτάσεις ανάπτυξης, όπως προκύπτουν από τις προτεινόμενες ενότητες εργασίας. 
Το διττό αυτό σχήμα παρεμβάσεων (γενικές ενότητες και εξειδικευμένη ενότητα εργασίας) προσφέρει τη δυνατότητα γενικής υποστήριξης αλλά και προσαρμογής στις εξειδικευμένες και διαφοροποιημένες ανάγκες του κάθε σχηματισμού (Σχήμα 3).   




Σημειώνεται ότι σε όλα τα στάδια κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία, μέσω πολλαπλών συναντήσεων εργασίας και ομαδικών σεμιναρίων, με τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις καθώς και η από κοινού ανάπτυξη ενός προγράμματος εφαρμογής που θα δίδει έμφαση στις εξειδικευμένες ανάγκες, θα τις αποτυπώνει σε ένα συγκεκριμένο θεματικό πεδίο και θα τις ενσωματώνει σε ένα συνολικό σχέδιο δράσης με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις. 
Eπιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσέγγιση ακολουθεί μια «ενδιάμεση μέθοδο ενεργοποίησης», που υπερβαίνει την κλασική διάκριση των εκ των άνω όσο και εκ των κάτω μεθόδων μόχλευσης ενδιαφέροντος, συμπυκνώνοντας στοιχεία που ενσωματώνουν τόσο την αυτοδύναμη ωριμότητα συγκεκριμένων σχημάτων, όσο και την συμβουλευτική καθοδήγηση ενός μεσολαβητικού μηχανισμού με δυνατότητες τεχνικής υποστήριξης. 
Με άλλα λόγια, η παρούσα «ενδιάμεση προσέγγιση» λαμβάνει υπόψιν της απολύτως τις εξειδικευμένες ανάγκες του κάθε σχηματισμού και επιλέγει σχήματα -βάσει ωριμότητας, πρότερης λειτουργικής διασύνδεσης, κρίσιμης μάζας και εφικτότητας του εγχειρήματος- που έχουν την προ-διάθεση εκ των προτέρων να προχωρήσουν σε συνεργατικά εγχειρήματα (ημιώριμα). 
Η τεχνική και συμβουλευτική υποστήριξη έρχεται να παρέμβει στα κρίσιμα σημεία συγκρότησης (start-up) και κλιμάκωσης (scale up) συνεργατικών εγχειρημάτων που έχουν ήδη μπει σε έναν βαθμό σε τροχιά άτυπης συνεργασίας και αναζητούν στοχευμένες και εξειδικευμένες υπηρεσίες τεχνολογικής και επιχειρηματικής διαμεσολάβησης.   

4. Η περίπτωση του Wines of Athens  
Όπως είναι ευρέως γνωστό, η δημιουργία των συνεργατικών σχηματισμών βασίζεται στη γεωγραφική συγκέντρωση και στα αμοιβαία επιχειρηματικά ενδιαφέροντα. 
Στο πρώτο στάδιο του κύκλου ζωής τους, η συνεργασία βασίζεται σε άτυπες διαδικασίες, οι οποίες εκφράζονται από κοινά ενδιαφέροντα. Στη διάρκεια του σταδίου της ωρίμανσης των συνεργατικών σχηματισμών η επικοινωνία μεταβάλλεται, με κύριο χαρακτηριστικό τις τυπικές διαδικασίες και τα ρυθμιστικά πλαίσια της συνεργασίας. 
Παρομοίως, οι συνεργατικοί σχηματισμοί, στο στάδιο ωρίμανσης, αποκτούν τη δική τους επιχειρησιακή στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στο κοινό όφελος των μελών τους. 
Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα περίπτωση του δικτύου «Δρόμοι του Κρασιού Αθήνας» (εφεξής Wines of Athens) ενσωματώνει στοιχεία καινοτομίας σε επίπεδο επιχειρηματικού μοντέλου με την έννοια της διαμόρφωσης μιας συνεργατικής επιχειρηματικής «πρότασης αξίας» (value proposition) που στοχεύουν στη δημιουργία νέων διαδικασιών δέσμευσης αξίας (value capture) και ανάπτυξη καινοτομικής δραστηριότητας σε επίπεδο τεχνολογικού και οργανωτικού μοντέλου.  
Η ιδέα για το Συνεργατικό Σχηματισμό «Δρόμοι του Κρασιού Αθήνας» ξεκίνησε με την πρωτοβουλία έξι έμπειρων Οινοποιών της Ανατολικής Αττικής, που δραστηριοποιούνται από οικογενειακή παράδοση για πολλές δεκαετίες με επιτυχία στον κλάδο του κρασιού. Δρόμους του Κρασιού βρίσκουμε σχεδόν σε όλες τις οινοπαραγωγικές χώρες. 
Στην Ελλάδα, η πρώτη παρόμοια προσπάθεια πραγματοποιήθηκε από οινοπαραγωγούς του βορειοελλαδικού χώρου, οι οποίοι ίδρυσαν την Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Βορείου Ελλάδας με τον διακριτικό τίτλο Δρόμοι του Κρασιού της Βορείου Ελλάδος (Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Βορείου Ελλάδος), ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν σταδιακά και άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως η Κρήτη (Wines of Crete). 
Εν προκειμένω, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις αξιοποίησαν την ευκαιρία που δόθηκε από την Μονάδα Καινοτομίας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στo πλαίσιo δράσεων υποστήριξης της καινοτομίας και των συνεργασιών (έναρξη υποστήριξης από Δεκέμβριο 2013), όπως αυτές παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα και με βασικό άξονα υποστήριξης την «Προώθηση και προβολή προϊόντων και υπηρεσιών οινοτουρισμού».  
Μέσω του αρχικού Σχεδίου Δράσης που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της υποστήριξης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, αναδείχθηκαν ιδιαίτερες πτυχές του εγχειρήματος και συγκεκριμένα πλεονεκτήματα προς αξιοποίηση. Σημειώνεται ότι η Αττική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι μία τεράστια αμπελοοινική περιοχή με μια συνέχεια χιλιετιών που αντίστοιχή της δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. 
Σήμερα στην Αττική υπάρχουν πολλά κι σημαντικά Οινοποιεία, σε έναν αμπελώνα 65.000 στρεμμάτων. Παλαιοί και νέοι οινοποιοί καταβάλουν εξαιρετικές προσπάθειες για να μπει η Αττική στον παγκόσμιο οινικό χάρτη με προϊόντα ποιότητας., ενώ στην Αττική καλλιεργούνται πολλές ποικιλίες, με ιδιαίτερη έμφαση στις ελληνικές Σαββατιανό και Μαλαγουζιά. 
Στόχος της πρωτοβουλίας του Wines of Athens είναι η δημιουργία και οργάνωση ενός δικτύου συνεργαζομένων οινοποιείων/οινοπαραγωγών που θα εστιάζει στο σχεδιασμό  και ανάπτυξη κοινών δραστηριοτήτων προώθησης των προϊόντων, την ανάπτυξη ενός οργανωμένου συστήματος τουριστικών διαδρομών και το σχεδιασμό δράσεων σύνδεσης του Αττικού οίνου με την τοπική πολιτιστική κληρονομιά. Μεθοδολογικά, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κατ’ αρχάς επεδίωξε την γνωριμία με τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων, αλλά και τη δημιουργία σχέσεων αλληλεπίδρασης και πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων Οινοποιείων. Παράλληλα, επιτελέσθηκε μια γενική περιγραφή του Σχηματισμού και μια αναλυτική χαρτογράφηση του κλάδου και της ευρύτερης αλυσίδας αξίας. 

Για το λόγο αυτό πριν την ανά επιχείρηση ανάλυση και καταγραφή υφιστάμενης κατάστασης, κρίθηκε σκόπιμο να προηγηθούν τέσσερις (4) ομαδικές συναντήσεις όπου οι συνεργάτες είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις ιδέες και προσδοκίες τους, αλλά και τους προβληματισμούς σε σχέση με το εγχείρημα που οραματίζονται και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους όσον αφορά τους στόχους του Σχηματισμού. 
Παράλληλα, στις συναντήσεις αυτές δόθηκε η δυνατότητα να προσδιοριστούν και αποσαφηνιστούν οι βασικές ενότητες εργασίας που θα αποτελέσουν το αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Σχεδίου. 
Το Wines of Athens11 επιδίωξε σε αυτή τη φάση υποστήριξη για τη μελέτη και εξειδίκευση θεμάτων που άπτονται βασικών αναγκών του δικτύου σε θέματα οργάνωσης και προώθησης και ειδικά στα πεδία: 
 καταγραφής–χαρτογράφησης (mapping) των οινοποιείων και των σχετικών σημείων τουριστικού ενδιαφέροντος (π.χ. πολιτισμικής αναφοράς – αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, περιοχές φυσικού κάλλους), 
 εκπόνησης ενδεικτικών αγροοινοτουριστικών διαδρομών στην Αττική,  σχεδιασμού βασικών παραμέτρων καλύτερης οργάνωσης και μετεξέλιξης του Δικτύου,  σχεδιασμός και ανάπτυξη νέων υπηρεσιών από το Δίκτυο, 
 σχεδιασμού σχεδίου προβολής – προώθησης του Αττικού οίνου στην Ελλάδα και το εξωτερικό (πχ site, εκθέσεις – παρουσιάσεις των οινοποιείων, media, social media, κλπ). 

Σε στενή συνεργασία με τους φορείς του Σχηματισμού, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κατήρτισε σχέδιο των προτεινόμενων νέων υπηρεσιών, το οποίο αντιστοιχεί τις ως άνω ανάγκες του Δικτύου και σε σχέση και με τις προβλεπόμενες ενέργειες. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια σειρά συναντήσεων ανά επιχείρηση, όπου συζητήθηκαν και καταγράφηκαν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κάθε μιας (data sets), το ιστορικό τους, οι ετικέτες και οι διαδικασίες παραγωγής, προώθησης, πωλήσεων, κοκ. Στα πλαίσια αυτά από την πλευρά κάθε επιχείρησης διερευνήθηκαν αδυναμίες και δυνατά σημεία, ευκαιρίες και απειλές, αναζητήθηκαν ιδιαιτερότητες και σημεία διαφοροποίησης ανά επιχείρηση, τα στοιχεία καινοτομίας της έναντι των ανταγωνιστών, ενώ διατυπώθηκαν επιμέρους προτάσεις κατά περίπτωση, σχετικά με τις προσδοκίες από την συνεργασία. 
Εν συνεχεία (περίοδος Μαΐου–Αυγούστου 2014), το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υποστήριξε τα μέλη του Σχηματισμού σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες για την οργάνωση της διοίκησης, την ίδρυση του φορέα διαχείρισης του Δικτύου καθώς και την στοχοθέτηση σε επίπεδο ενεργειών μάρκετινγκ και προώθησης, τον σχεδιασμό λογοτύπου προκειμένου να γίνει η κατοχυρωθεί το εμπορικό σήμα των Δρόμων του Κρασιού Αθήνας, τον σχεδιασμό φυλλαδίου–ψηφιακού προφίλ 12 , την δρομολόγηση της ανάπτυξης της ιστοσελίδας (δέσμευση domain name, hosting, διαδικασίες προσφορών), τη συνεργασία με τον ΕΟΤ και την επίσημη ιστοσελίδα του Visit Greece καθώς και τη συνεργασία με άλλους σχετικούς φορείς (π.χ. Enterprise Greece). Στο πλαίσιο αυτό, την εκπόνηση του Σχεδίου Δράσης ακολούθησε η υλοποίηση ενεργειών που σχεδιάσθηκαν σε αυτό, σε επίπεδο οργάνωσης, θεσμικής σύστασης, προώθησης, στρατηγικής, ανάπτυξης καινοτομικών εργαλείων, δικτύωσης, δημοσιότητας και εξωστρέφειας.  Παράλληλα, καθώς η Βιέννη, όπως και η Αθήνα είναι οι μόνες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που οι αμπελώνες τους βρίσκονται σε απόσταση μισής ώρας από το κέντρο της πόλης, στα πλαίσια της ανάπτυξης του οργανωτικού μοντέλου και της στρατηγικής προώθησης των Δρόμων του Κρασιού Αθήνας, κρίθηκε ιδιαίτερη χρήσιμη η πραγματοποίηση επιχειρηματικής αποστολής εκπροσώπων των Οινοποιείων του Cluster στη Βιέννη13. 
Η Βιέννη αποτελεί ένα πρότυπο για τον Σχηματισμό και υπάρχουν πολλά κοινά ανάμεσα στη Βιέννη και την Αθήνα όσον αφορά την αμπελουργική και οινοποιητική παράδοση. Με την υλοποίηση της αποστολής, τα μέλη του Δικτύου είχαν την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή με Βιεννέζους οινοποιούς, οινολόγους, επαγγελματίες του κρασιού και να αποκομίσουν εμπειρίες και ιδέες που θα τους χρησιμεύσουν στο στήσιμο των «Δρόμων Κρασιού Αθήνας» αλλά και σε άλλους τομείς της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.  

O Συνεργατικός Σχηματισμός «Δρόμοι του Κρασιού Αθήνας» - Wines of Athens είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, που ιδρύθηκε το 2014, που δραστηριοποιούνται από οικογενειακή παράδοση για πολλές δεκαετίες με επιτυχία στον κλάδο του κρασιού. 
Σήμερα, το Wines of Athens είναι μια επιτυχημένη πρωτοβουλία οινοπαραγωγών της Αττικής με σκοπό να συνδεθούν τα οινοποιεία με τους διάσπαρτους αρχαιολογικούς χώρους και τα φυσικά αξιοθέατα της περιοχής. Με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ έχουν δημιουργήσει ένα οργανωμένο σύστημα διαδρομών που βοηθάει τους επισκέπτες να γνωρίσουν τα κρασιά αλλά και τα αξιοθέατα γύρω από την Αθήνα. Τα οινοποιεία των Δρόμων κρασιού Αθήνας στοχεύουν στην παραγωγή ποιοτικών οίνων και στην ανάδειξη του Σαββατιανού, της ντόπιας ποικιλίας της Αττικής. Η ιστορικότητα του αμπελώνα συμβαδίζει με την ποιότητα και την μοντέρνα τεχνολογία14. Προς αυτή την κατεύθυνση, υλοποιήθηκαν οι εξής ενέργειες που αποτυπώνονται στο Σχήμα 4:  
  
                                                       
Όπως προαναφέρθηκε, στόχος της πρωτοβουλίας είναι η δημιουργία και οργάνωση ενός δικτύου συνεργαζομένων οινοποιείων/οινοπαραγωγών που θα εστιάζει στο σχεδιασμό  και ανάπτυξη κοινών δραστηριοτήτων προώθησης των προϊόντων, την ανάπτυξη ενός οργανωμένου συστήματος τουριστικών διαδρομών και το σχεδιασμό δράσεων σύνδεσης του Αττικού οίνου με την τοπική πολιτιστική κληρονομιά. 

Τα τεχνικά βήματα που έγιναν για τον σχηματισμό του Wines of Athens περιλαμβάνουν15: 
 Οκτώβριος 2013: Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την επιλογή ωφελούμενων επιχειρήσεων (Αρ.Πρωτ.5506/17.10.13) στα πλαίσια της ως άνω πράξης.  
 Δεκέμβριος 2013: Υποβολή της Πρότασης των Οινοποιών με θέμα «Προώθηση και προβολή προϊόντων και υπηρεσιών οινοτουρισμού» (αρ.Πρωτ. 5714/16.12.13).  
 Φεβρουάριος 2014: Έγκριση της πρότασης και έναρξη των υπηρεσιών υποστήριξης.  
 Μάρτιος 2014: Έναρξη εκπόνησης Σχεδίου Δράσης Συνεργατικού Σχηματισμού από εμπειρογνώμονες του ΙΜΕ.  
 Μάιος 2014: Ολοκλήρωση 1ου μέρους Σχεδίου Δράσης και παράλληλη έναρξη εφαρμογής του.  
 Απρίλιος – Ιούνιος 2014: Διαβουλεύσεις επί νομικής μορφής, κριτηρίων εισόδου, δεοντολογίας και περιορισμών.  
 Ιούλιος 2014: Έναρξη εργασιών προωθητικής υποστήριξης για την δημιουργία εταιρικής ταυτότητας και σχεδιασμός λογοτύπου και φυλλαδίου προώθησης με την χρηματοδότηση του ΙΜΕ.  
 Ιούλιος - Αύγουστος 2014: Έναρξη εργασιών δικτύωσης και συνεργασιών (ΕΟΤ, Visit Greece, Ελληνοαμερικανικό Πανεπιστήμιο).  
 Σεπτέμβριος 2014: Ολοκλήρωση 2ου μέρους Σχεδίου Δράσης, υποδειγμάτων, οργανογράμματος, προτάσεων.  
 Οκτώβριος 2014: Ανάπτυξη ιστοσελίδας με συνεργασία με το Ελληνοαμερικανικό Πανεπιστήμιο. 
 Οκτώβριος 2014: Επιχειρηματική επίσκεψη στα Οινοποιεία της Βιέννης με την υποστήριξη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. 
 Δεκέμβριος 2014: Επίσημη παρουσίαση του Δικτύου στα πλαίσια Επιχειρηματικής Συνάντησης (B2B) του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ «Καινοτομία και Συνέργειες στον Αγροδιατροφικό Τομέα» στο Κέντρο Ελληνικής Παράδοσης. Παράλληλα, το Wines of Athens έχει συμμετάσχει και βραβευθεί την πρόσφατη περίοδο σε πλήθος εκδηλώσεων, με ορίζοντα και στόχο τη βελτίωση συγκεκριμένων (χρηματοοικονομικών και μη-χρηματοοικονομικών) δεικτών καινοτομικής αποτελεσματικότητας [financial and non-financial indicators], όπως ροές εσόδων, μερίδια αγοράς, αναγνωρισιμότητα κ.α. Ενδεικτικά αναφέρονται: 
 Συμμετοχή και χορηγία στο CWM Money Show 2014, Ξενοδοχείο Hilton 1921/12/14.  
 Συμμετοχή στο Οινόραμα και στο Athens Wine Week με ειδική παρουσίαση των ρετσινών Wines of Athens σε γνωστό Wine Bar. 
 2 Xρυσά και 2 Ασημένια Μετάλλια στον Διεθνή Διαγωνισμό Θεσσαλονίκης. Ασημένιο στο Concours Mondial Bruxelles. 
 Χορηγοί κρασιών στην έκθεση ‘Οh, it s all souvenir to me’ στο Μουσείο Μπενάκη.                                                          
 Mεγάλη παρουσίαση και οινική δοκιμή με τους Wine Commanders για δημοσιογράφους, Sommelier και επαγγελματίες. 
 Παρουσίαση στο Cinque Academia Vino στη Λαμία και στο Wine Sophist.  Οινική δοκιμή και φιλοξενία της τελετής απονομής τίτλων του Court of Master Sommelier με τον Brian Julyan και τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη MW. 
 Oινική δοκιμή για τον Φιλανδό wine blogger Ilka Sirren. 
 Διοργάνωση Ποδηλατικού γύρου οινοποιείων Αττικής με δοκιμές και εορταστικό γεύμα στο Οινοποιείο Παπαγιαννάκου. 
 Συμμετοχή στις Ανοιχτές Πόρτες Μαΐου 2015. 
 Συμμετοχή στο Food Festival στο ΣΕΦ.  Παρουσίαση των Ροζέ σε γνωστά Wine Bars. 
 Συμμετοχή στην εκδήλωση ‘Γεύσεις του τόπου μας’ με γνωστούς σεφ. 
 Συμμετοχή στον Τhe Balkans International Wine Competition με 1 Χρυσό, 1 Ασημένιο και 5 Χάλκινα Μετάλλια καθώς και παρουσίαση των κρασιών στο Grand Hotel της Σόφια. 
 Βραβείο Ποιότητας 2015 στην κατηγορία κρασιού από το περιοδικό Γαστρονόμος16. 

Συμπερασματικά, πρέπει να σημειωθεί ότι η περίπτωση του Wines of Athens ανέδειξε συγκεκριμένες πτυχές σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο όσον αφορά τη δόμηση και την ανάπτυξη συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων. Η περίπτωση του Wines of Athens ανέδειξε κατ’ αρχάς τη σημασία της ενεργούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε φορείς-αρωγούς (π.χ. ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) με επιστημονική και επιχειρησιακή επάρκεια, πρόσβαση σε σχετικά εργαλεία υποστήριξης και τεκμηριωμένη γνώση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στις ίδιες τις ωφελούμενες επιχειρήσεις.  
Παράλληλα, η εμπειρία του Wines of Athens αναδεικνύει τη σημασία της ενίσχυσης των συμπληρωματικών ικανοτήτων (complementary competencies), ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη καινοτομίας σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 
Η καινοτομία αποτελεί μια συλλογική και σωρευτική διαδικασία που απαιτεί συντονισμό και ανταλλαγή υλικών και άυλων πόρων. Απαιτεί πόρους και συνεργασία σε διαφορετικά επίπεδα και στάδια, αναπτύσσεται συχνά στο πλαίσιο επιχειρηματικών δικτύων, ενώ συνήθως κάθε νέα καινοτομία βασίζεται σε υφιστάμενες ανεπτυγμένες καινοτομίες και πρότυπα (π.χ. προϊόντα, υπηρεσίες, διαδικασίες). 
Kυρίως όμως προϋποθέτει κρίσιμες δεξιότητες και ικανότητες από πλευράς επιχειρήσεων που θα καταστήσουν τη νέα γνώση αξιοποιήσιμη και θα τις προσδώσουν προστιθέμενη αξία μέσα από νέα προϊόντα, υπηρεσίες ή διαδικασίες καθώς και μέσα από την ικανότητα συνεχούς υποστήριξης τους σε βάθος χρόνου. 
Ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις, είναι πλέον δεδομένο ότι απαιτείται ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον εκκόλαψης και συστημικής υποστήριξης που θα προσφέρει καλύτερη πρόσβαση σε αναγκαίους υλικούς και άυλους πόρους (π.χ. γνώση, χρηματοδότηση, συνεργασίες) καθώς και η ανάπτυξη οριζόντιων δεξιοτήτων καινοτομίας (π.χ. ανάπτυξη νέων προϊόντων). 
Στο πλαίσιο αυτό αποδεικνύεται σημαντική η ανάπτυξη υπηρεσιών υποστήριξης καινοτομίας [innovation support services] που θα ενσωματώνουν τις περισσότερες δυνατές διαστάσεις της συνολικής περιοχής της «αλυσίδας καινοτομίας», από την κατανόηση των βασικών εννοιών (επιμόρφωση) έως την συμβουλευτική υποστήριξη ανάπτυξης καινοτομιών, την τεχνική υποστήριξη δόμησης συνεργασιών καθώς και την προστασία/αξιοποίηση του διανοητικού κεφαλαίου που προκύπτει μέσα από τη διαδικασία της καινοτομίας.

Ο εξελιγμένος και ολοκληρωμένος σχεδιασμός των υπηρεσιών υποστήριξης Σχεδίων Καινοτομίας από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ενίσχυσε την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που επωφελήθηκαν σε επίπεδο οικονομικών και μηοικονομικών δεικτών αλλά και σε θέματα τεχνολογικής και οργανωτικής καινοτομίας, προωθητικής καινοτομίας, ανάπτυξης νέων προϊόντων, ανάπτυξης σύγχρονων συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων. 
Οι επιχειρηματικές συνεργασίες, όπως το Wines of Athens, που προέκυψαν στο επίπεδο της υπηρεσίας υποστήριξης συνεργατικών σχηματισμών, απέδωσαν νεότερα καινοτομικά πρότυπα με καλύτερους συντελεστές δυναμικότητας, ενώ ενεργοποίησαν δυναμικές σε επίπεδο διαμόρφωσης δικτύων επιχειρηματικής γνώσης και ανάπτυξης νέων συνεργατικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ως μια απόδειξη αποτελεσματικότητας αυτών των συνεργασιών. Επιπλέον, η ωριμότητα του συγκεκριμένου Δικτύου προσέφερε άμεσα τη δυνατότητα δημιουργίας δικτύωσεων με αντίστοιχες συμπληρωματικές προσπάθειες δικτύων επιχειρήσεων που υποστηρίζονται από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, δημιουργώντας προϋποθέσεις για φαινόμενα «δικτύωσεις των δικτύων» [cluster of clusters/meta-clusters].  
Η εξελιγμένη χαρτογράφηση και υποστήριξη σε επίπεδο επιχειρηματικής διαμεσολάβησης προσέφερε επακριβή επιχειρηματική και τεχνολογική πληροφόρηση στις ωφελούμενες επιχειρήσεις του Wines of Athens μέσα από την συμμετοχή τους σε επιχειρηματικές και αποστολές στο εξωτερικό και δι-επιχειρηματικές συνεργασίες και συμφωνίες. Παράλληλα, η ολοκληρωμένη υποστήριξη σε θέματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας, με την αξιοποίηση ενός καταρτισμένου δικτύου εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, προσέφερε τη δυνατότητα στις ωφελούμενες επιχειρήσεις να χαρτογραφήσουν το διανοητικό τους κεφάλαιο καθώς και να προχωρήσουν σε στρατηγικές και διαδικασίες προστασίας και αξιοποίησης της διανοητικής τους ιδιοκτησίας.  
Υπό αυτό το πρίσμα, η εμπειρία μηχανισμών υποστήριξης και εκκόλαψης καινοτομίας και συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων προσφέρουν, μεταξύ άλλων, διοράσεις και εμπειρικά συμπεράσματα ως προς τον αποτελεσματικό σχεδιασμό συνεκτικών πολιτικών καινοτομίας με αναφορά στο συνολικό ολοκλήρωμα της συνολικής περιοχής της «αλυσίδας καινοτομίας», σε επίπεδο: 
i)  οργανωτικών και τεχνολογικών διαστάσεων σε ριζικό και προσαυξητικό επίπεδο, 
ii) πολύ-επίπεδων συμπληρωματικών αναγκών και υπηρεσιών υποστήριξης (π.χ. δεξιότητες, πληροφόρηση, χρηματοδότηση), 
iii) σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης μέτρων παρέμβασης. Η διαμόρφωση επάλληλων συστημικών διαστάσεων υποστήριξης των συντελεστών δυναμικότητας και των ενδογενών ικανοτήτων καινοτομίας των επιχειρήσεων, συνιστά μια εκ των θεμελιωδών προϋποθέσεων βελτίωσης της καινοτομικής ικανότητας, της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας τους.  

Υποσημειώσεις

1 Μέσω της αξιοποίησης συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, όπως το «ΕΠΑΝΑΔ 2007-2013 - ΕΣΠΑ» και το «Έργο Αθήνα», ΕΠ Αττικής.  
2 Τα επιχειρηματικά δίκτυα συγκροτούνται από επιχειρήσεις που συνάπτουν μια κοινή σύμβαση συνεργασίας με στόχο την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων και με τις σχέσεις των εταίρων να λαμβάνουν μια περισσότερο άτυπη μορφή από αυτές του cluster.  
3 Συγκεκριμένα, ο Von Thunen μελέτησε τις σχέσεις των παραγόντων: α) χρήση γης, β) απόσταση, γ) τεχνολογία και δ) μορφή παραγωγικής διαδικασίας, για παραγωγικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές ζώνες, διατυπώνοντας μάλιστα ένα συγκεκριμένο τύπο για την κοστολόγηση του ενοικίου γης για κάθε συγκεκριμένο προϊόν: R=Yp-E-Yfk, όπου το R αναπαριστά το ενοίκιο γης ανά εκτάριο, το E αναπαριστά τις παραγωγικές δαπάνες ανά εκτάριο (εργασία, προμήθειες, εξοπλισμός), το Y συμβολίζει την απόδοση σε όρους μονάδας προϊόντος ανά εκτάριο, το p αναπαριστά την τιμή της αγοράς για κάθε μονάδα προϊόντος, το f είναι η αξία ναύλου, ήτοι το κόστος μεταφοράς μιας μονάδας προϊόντος ανά μίλι και το k συμβολίζει την απόσταση σε μίλια από την αγορά (Grotewold, 1959: 349).
4 Ο Alfred Weber (1909) μελέτησε τις αποφάσεις εγκατάστασης και χωροθέτησης παραγωγικών δραστηριοτήτων σε συνάφεια με οφέλη ελαχιστοποίησης του κόστους της παραγωγής και δαπανών  διανομής προϊόντων. Οι εργασίες του μελετούν τόσο τους παράγοντες χωροθέτησης δραστηριοτήτων, όπως τις τάσεις χωρικής συγκέντρωσης όσο και το ρόλο της εμπορικής πολιτικής, διαμορφώνοντας μια γενική και κεφαλαιοκρατική θεωρία της χωροθέτησης (Γεωργαντάς και Γκιούρας, 2010). 
5 Ο Walter Christaller (1933) μελέτησε την προσφορά και τη ζήτηση των αγαθών και των υπηρεσιών ως συγκεντρωμένες σε κεντρικές αγορές και σε περιφέρειες με περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα (όπ.π.). 
6 Στις παρακάτω σελίδες παρουσιάζεται η περίπτωση του ‘Wines of Athens’. 
7 Η «έρευνα δράσης» αναδεικνύεται σε ένα σημαντικό υπόδειγμα ποιοτικής έρευνας και αφορά στη μέθοδο όπου τα ερευνητικά αποτελέσματα (ή μέρος αυτών) προκύπτουν από την ενεργητική εμπλοκή των ίδιων των ερευνητικών μελών στο ίδιο το αντικείμενο της παρατήρησης και στη διαμόρφωση της στρατηγικής εξέλιξης του (Eden & Huxham, 1996). Αντίστοιχα, προκύπτουν οι έννοιες της ‘ενεργού μάθησης’ (‘action learning’) και της «συμμετοχικής έρευνας δράσης» (‘participatory action research’), όπου τα εμπλεκόμενα μέλη από όλες τις πλευρές συμμετέχουν στη διαδικασίες έρευνας (Whyte, 1991).  
8 http://www.imegsevee.gr/index.php  
9 Οι δράσεις υποστήριξης καινοτομίας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του έργου «Δράσεις για την ενίσχυση του ρόλου της καινοτομίας και των μορφών συνεργασίας στις μικρές επιχειρήσεις» ΕΠΑΝΑΔ 2007-2013 που υλοποιείται από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ: http://www.kainotomia.imegsevee.gr/  
10 Την περίοδο 2013-2015 υποστηρίζονται συνολικά 11 επιχειρηματικά δίκτυα και συστάδες επιχειρήσεων από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στους τομείς της αγροδιατροφής, της μεταποίησης αλουμινίου, της ενέργειας/βιομάζας, του εμπορίου, της αργυροχρυσοχοίας, της διαχείρισης ακινήτων, του τουρισμού, της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων κ.α. 
11 http://www.winesofathens.com/index.php/el/  
12 http://www.kainotomia.imegsevee.gr/periptwseis/dromoi-krasiou
13 Η επιχειρηματική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Πράξης «Δράσεις ενίσχυσης της καινοτομίας και των μορφών συνεργασίας στις μικρές επιχειρήσεις» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού 2007-2013», που συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.  
14 http://www.flipsnack.com/BE7CD6EC5A8/wines-of-athens-gr.html  
15 http://www.wineroadsofathens.com/index.php/el/    
16 http://www.kathimerini.gr/820394/gallery/multimedia/gastronomos/gastronomos-vraveio-potoy---wines-ofathens  

Βιβλιογραφία 
Ελληνόγλωσση 
  • Γεωργαντάς, Η. και Γκιούρας, Θ. (2010) Χώρος, πόλη και εξουσία στη νεωτερικότητα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλα. 
  • Κουρλιούρος, Η. (2001) Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου. Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.  
Ξενόγλωσση 
  • Boschma, R. & D. Fornahl (2011) Cluster evolution and a roadmap for future research, Regional Studies, 45 (1): 1295-1298. 
  • Castells, M. (1977) The Urban Question. A Marxist Approach, London: Edward Arnold. 
  • Grotewold, A. (1959) Von Thunen in Retrospect, Economic Geography, vol. 35, no. 4, 346-355. 
  • Cooke, P. & Morgan, K. (2001) The Associational Economy: firms, regions and innovation, OUP: Oxford.  
  • Chesbrough, H. (2006) Open Business Models: How to Thrive in the New Innovation Landscape, Harvard Business School Press, Boston, MA. 
  • Chesbrough, H., Vanhaverbeke, W. & West, J. (2014) New Frontiers in Open Innovation, Oxford University Press.  
  • Chesbrough, H. (2010), Business model innovation: opportunities and barriers, Long Range Planning, Απρίλιος, τόμ. 43, τχ. 2/3, σ. 354-363. 
  • Chesbrough, H. (2007), Why companies should have open innovation models, MIT Sloan Management Review 48:2, Χειμώνας, σ. 22-28. 
  • Edquist, C. (επιμ.) (1997) Systems of innovation: Technologies, Institutions, and Organizations, Routledge, Λονδίνο. 
  • Eden, C. and Huxham, C. (1996) Action Research for Management Research, British Journal of Management, Vol. 7, 75-86. 
  • Freeman, C. (1998) Innovation Systems: city-state, national, continental and sub-national, Instituto de Economia da Universidade Federal do Rio de Janeiro-IE/UFRJ, Rio de Janeiro. 
  • Freeman, C. (1987) Technology and Economic Performance: Lessons from Japan, Pinter, Λονδίνο. 
  • Fujita, M & Thisse, J.F. (2002) Economics of Agglomeration: cities, industrial location, and regional growth, Cambridge University Press.  
  • Gassmann, O. & Enkel, E. (2004) Towards a theory of open innovation: three core processes archetypes, Paper presented at the R&D Management Conference, Λισαβόνα, 6-9 Ιουλίου. 
  • Gregory, D. (2006) Troubling Geographies, sto Castree, N. & Gregory, D., David Harvey: a critical reader, Blackwell. Harvey, D. (2006) The Limits to Capital, London: Verso.  
  • Hirschman, A. (1958) The Strategy of Economic Development, New Haven, Conn.: Yale University Press. 
  • Krugman, P. (1991) Increasing Returns and Economic Geography, Journal of Political Economy 99, 483-99.  
  • Krugman, P. (1993) Geography and Trade (Gaston Eyskens Lectures), MIT Press.  
  • Krugman, P. (1997) Development, Geography and Economic Theory (Ohlin Lectures), MIT Press. 
  • Lefebvre, H. (1991) The Production of Space [Production de l’espace], Blackwell.  Lundwall, B-A. (2007) National Innovation Systems-analytical concept and development tool, Industry & Innovation, 14: 1, 95-119. 
  • Lundvall, B.-Å. (1995), Standards in an innovative world, στο Hawkins, R., Mansell, R., και Skea, J. (επιμ.), Standards, Innovation and Competitiveness, Edward Elgar, Όλντερσοτ, σ. 7-15. 
  • Lundvall, B.-Å. (επιμ.) (1992) National Systems of Innovation: Towards a Theory of Innovation and Interactive Learning, Pinter, Λονδίνο. 
  • Massey, D.B. (1984) Spatial divisions of labor: Social structures and the geography of production. New York: Methuen.  
  • Myrdal, G. (1957) Economic theory and underdeveloped regions, Duckworth .  OECD (2005) Oslo Manual. Guidelines for Collecting and Interpreting Innovation Data, OECD, Paris.  
  • Piore, M.J. & Sabel, C.F. (1984) The Second Industrial Divide: possibilities for prosperity, New York: New York.  
  • Perroux, F. (1950) Economic Space: Theory and Applications, The Quarterly Journal of Economics, Vol.64, no.1, 89-104. 
  • Scarbrough, H., Swan, A. και Preston, J. (1999), Knowledge Management: A Literature Review, Institute of Personnel and Development, Λονδίνο. 
  • Storper. M. & Walker, R. (1989) The Capitalist Imperative: territory, technology and growth, New York: Blackwell. Storper, M. (1995) The resurgence of regional economies ten years later: the region as a nexus of untraded interdependencies, European Urban & Regional Studies, vol. 2, 191-221.  
  • Storper, M. (1997) The Regional World: territorial development in a global economy, New York: The Guilford Press.  
  • Storper, M. (2010α) Why Does a City Grow?  Specialization, Human Capital, or Institutions? Urban Studies v.47 (10). 
  • Storper, M. (2010β) Agglomeration, Trade and Spatial Development: Bringing Dynamics Back In, 50th Anniversary Issue of the Journal of Regional Science, Vol. 50, No. 1, 2010, 313–342. 
  • Pisano, G. (2015) You Need an Innovation Strategy. It’s the only way to make sound trade-off decisions and choose the right practices, Harvard Business Review, June.  
  • Porter, M. (2000) Location, competition and economic development: Local clusters in a global economy, Economic Development Quarterly 14(1):15-34.   Whyte, W. (ed.) (1991). Participatory Action Research. Sage, London. 
*Εισήγηση στο 4ο Πανελλήνιο συνέδριο Πολεοδομίας & Χωροταξίας στο Βόλο

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.