Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Πολιτικές αστικής αναγέννησης υπό το πρίσμα των συμπράξεων. Το παράδειγμα της Αγγλίας και της Γαλλίας.

#ΛΑΪΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Μηχανικός Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης

Η έννοια της αστικής ανάπλασης, βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο των πολεοδομικών πολιτικών, ως μια δυναμική έννοια, καθώς ανάλογα με το ειδικότερο πλαίσιο πολιτικής και τη χρονική περίοδο αναφοράς, λαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις σε κάθε κράτος. Σήμερα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο τουλάχιστον, έχουν μελετηθεί και αναλυθεί διαχρονικά ένα σύνολο από διαφορετικούς στόχους και μέτρα με σκοπό την αναδιαμόρφωση του χώρου.
Η προσέλκυση και η εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων για την υλοποίηση προγραμμάτων αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, αποτελεί έναν από τους κρισιμότερους παράγοντες για την υλοποίηση των σχετικών πολιτικών. Οι πόροι μπορεί να προέρχονται τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, με τις πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου, τις λεγόμενες συμπράξεις. 
Στα πλαίσια αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αλλά και τη χρηματοοικονομική ύφεση των τελευταίων ετών, φαίνεται να παρατηρείται μια μεταστροφή του τρόπου υλοποίησης των πολιτικών ανάπλασης, πράγμα που οδήγησε -σε ορισμένες περιπτώσεις εκούσια και άλλοτε ακούσια- στον μετασχηματισμό των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, και εν τέλει σε νέα χαρακτηριστικά πολιτικών. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου το γεγονός ότι σε χώρες όπως η Αγγλία, με μακρά παράδοση στις πολιτικές ανάπλασης, μετά το 2010, φαίνεται να αναδύονται νέοι μηχανισμοί και προσεγγίσεις για τη βελτίωση και την αναδιαμόρφωση του χώρου.
Η οικονομική ύφεση φαίνεται να είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που μας δείχνει πόσο στενά συνδεδεμένη είναι η πολιτική αστικής αναγέννησης με ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές διεργασίες. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί πως η φιλοσοφία και αρκετές από τις βασικές αρχές που διέπουν τη σύγχρονη φάση των αναπλάσεων (από τα τέλη της δεκαετίας του '90 και έπειτα) παραμένουν ίδιες. Οι μετασχηματισμοί της τελευταίας πενταετίας αφορούν αλλαγές στο λεγόμενο μείγμα πολιτικής, όπως η ολοένα αυξανόμενη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, η μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, συνοχής και ισότητας, η ιδιαίτερη μεριμνά για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων, αλλαγές που προέρχονται και από τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην παρούσα εργασία, θα παρουσιαστούν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στον επαναπροσδιορισμό των πολιτικών αστικής ανάπλασης του ευρωπαϊκού χώρου, στην περίοδο της ύφεσης, και θα αναλυθούν ειδικότερα εκείνοι που σχετίζονται άμεσα με τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων συμπράξεων. Θα συζητηθούν επίσης οι σύγχρονες προσεγγίσεις πολιτικών ανάπλασης του χώρου της Αγγλίας και της Γαλλίας που φαίνεται να οδηγούν σε μια νέα -όχι όμως πρωτόγνωρη- περίοδο αστικής αναγέννησης. Τέλος, θα επιχειρηθεί μέσα μια συγκριτική αξιολόγηση των διάφορων πρακτικών να αναδειχθούν νέου τύπου διαφαινόμενες τάσεις.

1. Εισαγωγή
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, σε διεθνές επίπεδο, στα πλαίσια της πολεοδομικής πολιτικής1, παρατηρείται μια ολοένα και αυξανόμενη αναφορά στη δημιουργία συμπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα (urban partnerships) για την υλοποίηση προγραμμάτων αστικής ανάπλασης. Ειδικότερα, μερικές από τις βασικές συνιστώσες της πολεοδομικής πολιτικής, όπως η πολιτική οικιστικής ανάπτυξης και η πολιτική αναπλάσεων έχουν στη βάση τους τη σύναψη συμπράξεων, οι οποίες όπως φαίνεται αποτελούν και το βασικότερο ίσως συστατικό για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση των επιμέρους πολιτικών (Campbell and Whitty, 2007). Φυσικά ανάλογα με τους θεσμούς και τις πρακτικές που μετέρχεται κάθε κράτος η παρουσία και ο τρόπος σύνθεσης τέτοιων συμφωνιών παρουσιάζουν μεγάλη διαφοροποίηση, ωστόσο στη παρούσα φάση η γενική αυτή διαπίστωση αφορά τις περιοχές της Δυτικής Ευρώπης με παράδοση στον πολεοδομικό σχεδιασμό (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, κλπ) αλλά και άλλες περιοχές του κόσμου (ΗΠΑ, Κίνα κλπ) (Lloyd 2003 ; Verhage 2005).

Η δημιουργία τέτοιων συμπράξεων έχει ως βάση της, τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ενώ τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια αυτών των συμφωνιών αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας αλλά και άλλων εθελοντικών εταίρων (Balloch and Taylor 2002 p.3). Ειδικά στις πολιτικές αναπλάσεων2 οι συμπράξεις μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα φαίνεται να αποτελούν ταυτόχρονα τη μονάδα οργάνωσης αλλά και το μέσο επίτευξης των παρεμβάσεων που προωθούνται (Carley et all 2000 p.3-6,12,25 ; Roberts and Sykes 2000).

Στα πλαίσια αυτά, η παρούσα εργασία επιχειρεί μια ειδικότερη διαχρονική ανάλυση των παρατηρούμενων μεθοδολογιών και σχημάτων συμπράξεων που επιλαμβάνονται ζητήματα σχετικά με την ανάπλαση του αστικού περιβάλλοντος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξ αιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των πολιτικών κάθε χώρας το ζήτημα προσεγγίζεται στα πλαίσια της Αγγλίας, ωστόσο υπάρχουν επιμέρους συσχετισμοί και συγκρίσεις και με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γαλλία. Απώτερος σκοπός της ανάλυσης που ακολουθεί είναι να διερευνηθεί το ζήτημα του κατά πόσον οι μηχανισμοί που παρουσιάζονται σήμερα ως πρωτοποριακές και καινοτόμες προσεγγίσεις υλοποίησης πολιτικών αστικής αναγέννησης, είναι πράγματι ένα καινοτόμο μόρφωμα ή μια επαναλαμβανόμενη πρακτική προερχόμενη από το παρελθόν. Αυτό, καθώς η περίοδος της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων επτά ετών, φαίνεται να έχει επιδράσει σημαντικά στην εξέλιξη μεγαλόπνοων έργων αστικής αναγέννησης στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, με τους επενδυτές να επιζητούν ολοένα και περισσότερη οικονομική ασφάλεια και εγγυήσεις. Από την άλλη, τα κράτη και οι κυβερνήσεις σε χώρες όπως η Αγγλία, φαίνεται να αναπτύσσουν μηχανισμούς ανάδρασης προσφέροντας ολοένα και περισσότερα εχέγγυα για μετριασμό του επιχειρηματικού ρίσκου και την επιτυχημένη ολοκλήρωση σημαντικών έργων στα πλαίσια των πολιτικών αστικής αναγέννησης.


2. Η υλοποίηση των αστικών αναπλάσεων - πρώτη περίοδος
2.1 Η εμφάνιση των συμπράξεων στα πλαίσια της Αστικής Πολιτικής της Αγγλίας
Σύμφωνα με τον Giddens (1998) οι αστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Αγγλία, μια χώρα με μακρά παράδοση στο σχεδιασμό του χώρου, μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις περιόδους ανάλογα με τις κυρίαρχες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές πτυχές της διακυβέρνησης της χώρας. Η πρώτη περίοδος από το 1945 - 1979 αναφέρεται στο κλασικό κοινωνικό μοντέλο όπου η ανάγκη για κρατική παρέμβαση ήταν επιτακτική καθώς οι αγορές και η οικονομία φαίνεται να αποτυγχάνουν από μόνες τους. Η δεύτερη περίοδος εντοπίζεται από το 1979- 1997 και αναφέρεται στο νεοφιλελευθερισμό, το δόγμα που αντιτάχθηκε απέναντι στο κλασικό παρεμβατικό κράτους μειώνοντας την υπερβολική δραστηριότητα της κυβέρνησης (που είχε αναπτυχθεί κατά το παρελθόν). Η τελευταία περίοδος, η λεγόμενη και ως ο «τρίτος δρόμος» ('Third Way') επικρατεί από το 1997, και αποτελεί ουσιαστικά μια αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, περιλαμβάνοντας ωστόσο μια σύνθεση ορισμένων προσεγγίσεων του νεοφιλελευθερισμού και του σοσιαλδημοκρατικού παρεμβατισμού .

Στα πλαίσια των Αστικών Πολιτικών της Αγγλίας όπως γίνεται κατανοητό από τον παραπάνω διαχωρισμό εμφανίζονται και νέες πρακτικές, με χαρακτηριστικότερη αυτή την εμφάνιση συ3μπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα στα πλαίσια των αστικών αναπλάσεων3 που προωθούνται κατά τη δεύτερη περίοδο για την αντιμετώπιση των μεγάλων αστικών προβλημάτων (απαξίωση κτιριακού αποθέματος, εγκατάλειψη περιοχών, αλλά και σύνθετα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα) που εμφανίζονταν ήδη από τα τέλη του 1960 στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων (Atkinson and Moon, 1994).

Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του '70 η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου που θα έδινε λύση στα σύνθετα πλέον αστικά προβλήματα, κατέληξε μετά από την παραγωγή σημαντικών κειμένων (με αποκορύφωμα το White Paper του 1977 που έδινε έμφαση στην αναζωογόνηση των προβληματικών περιοχών) και ειδικών νομοθετημάτων (Inner Urban Areas Act, 1978:ch.50) στην εισαγωγή των εταιρικών σχέσεων - συμφωνιών μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα (Bailey et al 1995:14-16). Ειδικότερα αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες συμπράξεις για την αναζωογόνηση των αστικών περιοχών με εντολή των κυβερνήσεων σε ιδιωτικές εταιρίες που αναλάμβαναν μια σειρά από αστικά προγράμματα αναπλάσεων και αναγέννησης (Imrie and Thomas 1999:3-6).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της περιόδου αποτελούν οι πρώτες παρεμβάσεις που έγιναν στα Ντοκλαντς του Λονδίνου, στο Νιούκαστλ (Gateshead), στο Μάντσεστερ (Salford), στο Λίβερπουλ και στο Μπέρμινχαμ (Bailey et al 1995:27-28). Οι συμπράξεις αυτές καλούνται στην αρχική τους μορφή να ελέγξουν συγκεκριμένα προβλήματα των πόλεων όπως η βελτίωση των όρων ζωής των κατοίκων, η μείωση της ανεργίας, η βελτίωση των κοινωνικών υποδομών, η εξασφάλιση κατοικίας, η συγκράτηση του πληθυσμού και η αναζωογόνηση των γειτονιών που ερημώνουν. Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στα περιβαλλοντικά προβλήματα των πόλεων, στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της εγκατάλειψης των αστικών περιοχών εξ αιτίας της αποβιομηχάνισης (Deakin and Edwards 1993:19-25). Η αναγνώριση μιας νέας αστικής στρατηγικής για τις περιοχές της Αγγλίας είναι πλέον γεγονός ωστόσο αυτοί οι πρώτοι σχηματισμοί δεν απέδωσαν τα επιθυμητά καθώς διαφάνηκαν σημαντικά προβλήματα που σχετίζονται με την έλλειψη συνεργασίας, την γραφειοκρατία και την χρηματοδότηση των προτεινόμενων δράσεων (McCarthy 2007:29-30).

Στη συνέχεια κατά την δεκαετία του 1980, με τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές, και έχοντας λάβει υπόψη σημαντικά στοιχεία από την εφαρμογή των παραπάνω παραδειγμάτων, έγινε σαφές ότι η κρατική παρέμβαση έπρεπε να περιοριστεί σημαντικά και να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη των συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα. Οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες αυτής της περιόδου είναι η δημιουργία των λεγόμενων Συνεταιρισμών Αστικής Ανάπτυξης (Urban Development Corporations UDC) και των Επιχειρηματικών Ζωνών (Enterprise Zones) (Anderson, 1990).

Οι UDC αναδεικνύονται κατά την δεκαετία του 1980 ως ο καθοριστικότερος τρόπος αστικής ανάπτυξης και αναγέννησης (Meegan, 1999). Συνεισφέρουν καθοριστικά στην ανάπτυξη νέων και στη διαχείριση των υφιστάμενων οικιστικών περιοχών, στη δημιουργία ενός ελκυστικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στην αναζωογόνηση περιοχών που παρακμάζουν και εν γένει στην εξασφάλιση της ανάπτυξης των ιδιοκτησιών και της γης. Οι UDC κατείχαν αυξημένες αρμοδιότητες, καθώς ήταν θέση να παραχωρούν άδειες (planning permission) για συγκεκριμένα έργα μέσα στα όρια της περιοχής που ήλεγχαν, να δίνουν επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ ήταν υπεύθυνοι και για την ανάπτυξη των υποδομών (δίκτυο ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτροδότησης, φυσικό αέριο) (Berry et al 1993).

Εκτός από τις Εταιρίες Αστικής Ανάπτυξης (UCD) εμφανίζονται ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο δημιουργούνται και άλλες μορφές συμπράξεων: Enterprise Zones (EZ) όπου προορίζονταν να δημιουργήσουν περιοχές με καθαρά επιχειρηματικό και εμπορικό χαρακτήρα, Urban Development Grand (UDG), όπου επιχειρούνταν μια αμεσότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα χωρίς περιορισμούς στον τύπο των παρεμβάσεων και η χρηματοδότηση υποστηρίζονταν από το κεντρικό κράτος (Moulaert et al, 2003a:9-20). Οι UDG αντικαταστάθηκαν το 1987 από τις Urban Regeneration Grant (URG), και όλα μαζί ενοποιήθηκαν στις City Grand συμπράξεις που εισάγονται το 1988 με τον νόμο 'Action For Cities' (McCarthy 2007:30-31). Ωστόσο, συχνά παρατηρούνταν μια σχετική αποτυχία αυτών των μηχανισμών αναφορικά με τους επιθυμητούς στόχους. Παρά την εισαγωγή καινοτόμων προσεγγίσεων σε επίπεδο διακυβέρνησης και του τρόπου εφαρμογής των αστικών πολιτικών υπήρχε έντονο πρόβλημα συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των εταίρων. Συχνά παρατηρούνταν μια σύγχυση μεταξύ των προτεραιοτήτων και των βασικών αρχών που είχαν οι παρεμβάσεις, κάτι που ίσως να οφείλονταν και στο κατακερματισμό της διοίκησης (Hall 2001:69; Atkinson and Moon, 1994: 143-154).

Οι αναπλάσεις τύπου UDC θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν περί τα μέσα της δεκαετίας του '90, ωστόσο ήδη από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας, νέοι συνασπισμοί με βάση πάντα τη σύναψη συμπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αρχίζουν να εμφανίζονται. Έχοντας λάβει συνεπώς υπόψη τα προβλήματα του παρελθόντος το 1991 εισάγεται ένα νέο μοτίβο συμπράξεων κάτω από τον τίτλο γενικό πλαίσιο του City Challenge, στο οποίο ενθαρρύνονταν η σύναψη συμπράξεων του ιδιωτικού τομέα με τις τοπικές αρχές και όχι το κεντρικό κράτος. Βασικός σκοπός τους ήταν η εξασφάλιση μιας απευθείας συνεργασίας με καλύτερο συντονισμό, αλλά η συμμετοχή και άλλων εταίρων όπως εθελοντικές οργανώσεις, συμβούλια ειδικής κατάρτισης, και διάφορους άλλους φορείς (Cullingworth and Nadin 2002:303-305). Το 1993 δημιουργείται ο οργανισμός English Partnerships (EP) από την Αγγλική κυβέρνηση για να διευκολυνθεί ο έλεγχος και η διαχείριση της γης και των ακινήτων για περισσότερο αποτελεσματικές και συντονισμένες αναπλάσεις. Επιπλέον, η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης καθώς επίσης η βελτίωση των συνθηκών ζωής και του περιβάλλοντος αποτελούν βασικοί άξονες των πραγματοποιούμενων παρεμβάσεων (Couch and Dennemann, 2000).

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 επιχειρήθηκε η λεγόμενη από κάτω προς τα πάνω παρέμβαση δίδοντας έμφαση στη δραστηριοποίηση του τοπικού δυναμικού. Χαρακτηριστικά προγράμματα αυτής της περιόδου είναι TO Single Regeneration Budget (SRB) του 1993 που προσπάθησε να ενοποιήσει όλα τα τρέχοντα προγράμματα κάτω από μια κοινή προσέγγιση αναγνωρίζοντας επτά βασικούς άξονες στους οποίους έπρεπε να εντοπίζονται οι παρεμβάσεις. Οι νέες μορφές εταιρικών σχέσεων (γνωστές και ως Regional Development Agencies RDA) απέκτησαν έναν οριζόντιο χαρακτήρα, ανέπτυξαν νέες μορφές συνεργειών μεταξύ των τοπικών αρχών, των τοπικών αρχών και του ιδιωτικού κεφαλαίου(Halkier et al, 1998).

2.2 Η εμφάνιση των συμπράξεων στα πλαίσια της Αστικής Πολιτικής της Γαλλίας
Η Γαλλία έχει αναπτύξει νομικό πλαίσιο για την δημιουργία εταιρικών σχέσεων εδώ και 60 χρόνια. Είναι το λεγόμενο μόρφωμα του Societes d'economie Mixte Locales (SEML), το οποίο λόγω της ευελιξίας που προσφέρει χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. To εργαλείο αυτό ορίζει σαφώς, ανάλογα με τον τύπο παρέμβασης, την εμπλοκή των ιδιωτικών κεφαλαίων με τα δημόσια για την επίτευξη μιας επιχειρηματικής δράσης. Δημιουργούνται ανώνυμες εταιρίες (τύπου περιορισμένης ευθύνης) για τη διαχείριση και την επίτευξη του επιχειρηματικού σχεδίου με γνώμονα όμως πάντα την επίτευξη και τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Το γεγονός αν θα είναι τοπικού χαρακτήρα (Locales) ή Societes d'economie Mixte (SEM) έγκειται στο αν μετέχουν οι τοπικές κυβερνήσεις ή το κράτος. Για παράδειγμα στα έργα των αυτοκινητοδρόμων που έγιναν κατά το παρελθόν, επειδή οι εταιρίες έχουν συσταθεί μεταξύ κεντρικού κράτους και ιδιωτικών εταιριών έχουν τη μορφή SEM (Cahiers ADES 2010:7-8).

Οι τομείς στους οποίους στοχεύουν οι πολιτικές αναπλάσεων, με τη συμβολή συμπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, διαφέρουν σε ιστορικό επίπεδο στη Γαλλία και στην Αγγλία. Έτσι όπως είδαμε ενώ σε πρώτη φάση στην Αγγλία βασικός σκοπός είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων αστικής ερήμωσης και διαχείρισης του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος κυρίως στο εσωτερικό των πόλεων, στη Γαλλία φαίνεται οι συμπράξεις αυτές να σχετίζονται περισσότερο με την αυξημένη ανάγκη για αντιμετώπιση σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων και τη δημιουργία νέων οικιστικών συνόλων (πχ δημιουργία κοινωνικών κατοικιών) (Belorgey, 1993). Φυσικά συνυπάρχουν και εδώ προγράμματα ανάπλασης υφιστάμενων οικιστικών πυρήνων ωστόσο αυτά εμφανίζονται μετέπειτα, κατά το πρόσφατο παρελθόν.

Ειδικότερα από το 1973 έως τις μέρες μας παραμένει εν ενεργεία αστική πολιτική που έχει διαχρονικά βασικό στόχο την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού περιοχών που βρίσκονται σε κρίση (Politique de la Ville). Είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική που έχει μακρά παράδοση στις πολιτικές που ακολουθεί η Γαλλική κυβέρνηση και βασικό μέρος της αποτελούν οι συμπράξεις μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Διαχρονικά οι τομείς στους οποίους αναπτύσσεται το πεδίο εφαρμογής αυτής της πολιτικής περιλαμβάνει: την εξασφάλιση κοινωνικής ισότητας, την εξάλειψη του κοινωνικού αποκλεισμού και των συγκρούσεων μέσα από προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, την εκπόνηση προγραμμάτων αστικών αναπλάσεων, την ανάπτυξη πολιτιστικών περιοχών και τέλος την εξασφάλιση της απασχόλησης και της οικονομικής αναζωογόνησης των αυτών των περιοχών (Vie publique 2006). Η Πολιτική αυτή όπως τονίζεται βρίσκεται σε άμεση συνεργεία με την Κοινωνική Πολιτική για την εξασφάλιση κοινωνικών κατοικιών (La politique du logement social) ενώ η κατασκευή μπορεί να πραγματοποιείται από τις τοπικές αρχές αλλά στη συνέχεια ο έλεγχος περνάει στον ιδιωτικό τομέα (Ministere del ' Interieur et de l ' Amenagement du territoire 2007:18).

Αυτό που αξίζει να επισημανθεί στην περίπτωση της Γαλλίας (γεγονός που πηγάζει και από τα παραπάνω) είναι ότι η πολιτική αστικής ανάπτυξης παρουσιάζεται διαχρονικά μικρές διαφοροποιήσεις κατά την πάροδο των ετών, σε αντίθεση με το σύστημα της Αγγλίας. Ειδικότερα αυτό που τονίζεται είναι ότι το σχήμα συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, στα πλαίσια των πολιτικών αστικής ανάπτυξης, παραμένει εν τη γενέσει του σταθερό. Αυτή η άποψη αναλύεται στο γεγονός ότι το κράτος μέχρι πρόσφατα παραμένει ένας ισχυρός εταίρος, και οι συνεργασίες που αναπτύσσονται με τον ιδιωτικό τομέα γίνονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί των εθνικών πολιτικών (Lawson and Milligan 2007:68,117,147).

Το σύστημα που υπάρχει σήμερα, έχει τις βάσεις του σε αυτό που σχεδιαστικέ μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου με βασικό στοιχείο οργάνωσης την αμοιβαιότητα και τη δίκαιη κατανομή των πόρων από το κεντρικό κράτος. Το Γαλλικό υπουργείο υποδομών και οικήσεως μαζί με τον κύριο οργανισμό χρηματοδότησης (Caisse des Depots et des Consignations) έχουν ορίσει ένα σύνολο από κανονιστικά εργαλεία, για την τεχνική αλλά και οικονομική υποστήριξη προγραμμάτων στέγασης σε συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο (Lawson and Milligan 2007:33). Η διοίκηση και ο έλεγχος των έργων γίνεται σε τοπικό επίπεδο, ώστε να υπάρχει ένας τοπικός έλεγχος όλων των δραστηριοτήτων. Σημαντική συμβολή προς την ενίσχυση του τοπικού επιπέδου είχαν οι νόμοι για την Αποκέντρωση των Δραστηριοτήτων του 1982 και 1983. Το γαλλικό σύστημα προβάλει διαχρονικά μια έμφαση στο εθνικό επίπεδο και σταδιακά ενισχύει τη δράση των τοπικών αρχών σε συνεργασία με ιδιαίτερα ισχυρούς ιδιωτικούς εταίρους (Dormois et al 2005). Ωστόσο αυτό που τονίζεται ιδιαίτερα είναι ότι σε τελική φάση το κεντρικό κράτος κατέχει σημαντικό ρόλο στην κατανομή των πόρων και γενικά στην χρηματοδότηση των τοπικών επιπέδων (Ball 2005:57-65).

3. Σύγχρονες Προσεγγίσεις 
3.1 Γενικό Πλαίσιο
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90 όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι συμπράξεις στα πλαίσια των πολιτικών αστικής ανάπτυξης αλλά και αναγέννησης κατείχαν σημαντικό ρόλο, με το κεντρικό κράτος αρχικά να εμφανίζει άμεση εμπλοκή. Παρά τους συχνούς μετασχηματισμούς τόσο του νομικού πλαισίου όσο και της δομής αυτών των συμπράξεων (πχ εμπλοκή και άλλων φορέων, της τοπικής αυτοδιοίκησης και τοπικών οργανώσεων) παρατηρούνταν συχνά προβλήματα στην μετέπειτα πορεία και διασφάλιση της αναπτυξιακής πορείας των έργων. Στις αρχές του 2000 ωστόσο ο κόσμος έρχεται πλέον αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα η οποία είχε αρχίζει να διαφαίνεται ήδη από την προηγούμενη δεκαετία: την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας (Castels, 1996).

Μια σειρά από νέα δεδομένα στον χώρο όπως η εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών έχουν εγκαθιδρύσει νέα δίκτυα και σχέσεις επικοινωνίας. Πλέον μεγαλύτερες αποστάσεις μπορούν καλυφθούν σε μικρότερο χρόνο ενώ παράλληλα μπορούν να υποστηριχθούν και μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η επέκταση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς, η αύξηση του διεθνών συνεργασιών και η αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, η άρση των περιορισμών του διεθνούς εμπορίου είναι μερικά μόνο από τα νέα δεδομένα που επιδρούν καθοριστικά στις αστικές πολιτικές των κρατών (Dicken 2003 ; Moulaert et al 2003^29-30).Τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο η συζήτηση γύρω από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία αναγνωρίζει τη λειτουργία μιας νέας σύνθετης και αρκετά διευρυμένης αγοράς, με αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση των εσωτερικών δομών και του εγχώριου οικονομικού συστήματος. Κάτι τέτοιο όπως γίνεται κατανοητό επηρεάζει άρρηκτα τις σχέσεις του κράτους και του ιδιωτικού τομέα. Οι πόλεις πλέον είναι μέτοχοι και ανταγωνιστές σε έναν παγκόσμιο χάρτη για την προσέλκυση επιχειρήσεων και των διεθνικών εταιριών (Moulaert 2000:14-28).

Για μια εικοσαετία πριν από το 2000 οι αστικοί μετασχηματισμοί ήταν πολύ έντονοι, οι οικονομικές διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης επέδρασαν σταδιακά στο χώρο και χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα των La Defence Παρίσι και των Docklands στο Λονδίνο, αστικά συγκροτήματα μεγάλης κλίμακας που δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς νέων οικονομικών δραστηριοτήτων (Οικονόμου και Πετράκος 1999:23). Πολλά ακόμη χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων επεμβάσεων εντοπίζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Τα έργα αυτά αποτελούν ουσιαστικά την έκφραση της επικρατούσας αναπτυξιακής λογικής και υποστηρίζουν διαδικασίες που γίνονται αισθητές τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό αλλά και διεθνές επίπεδο. Ειδικότερα φαίνεται σταδιακά πως στα μέσα της δεκαετίας του '90 οι πολιτικές για την αναζωογόνηση και την αστική ανάπτυξη των πόλεων, στα πλαίσια της ΕΕ να μετασχηματίζονται. Διαφαίνεται μια προσπάθεια των πολιτικών που εφαρμόζονται να αναπτύξουν ένα περισσότερο ανταγωνιστικό προφίλ μέσα από τις παρεμβάσεις που προωθούν σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, τα έργα ναυαρχίδες (megaprojects) φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση και προωθούνται εντατικά καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται αποτελούν τα θεμέλια για την ενίσχυση της μελλοντικής ανάπτυξης της περιοχής στην οποία χωροθετούνται (Swyngedouw et al, 2003).

Διαφαίνεται σταδιακά πως η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας θα πρέπει να μην στηρίζεται αποκλειστικά στη δράση του ιδιωτικού τομέα, καθώς σύμφωνα με τα παραδείγματα από το παρελθόν η ύπαρξή του και μόνο δεν ήταν επαρκής. Έγινε επομένως αντιληπτή η ανάγκη για επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, την ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης και τη διατήρηση της τοπικής ανταγωνιστικότητας (Reimer 1999). Παράλληλα ο δημόσιος τομέας θα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί ώστε να υποστηριχτούν οι τοπικές οικονομικές δραστηριότητες και να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες υποδομές εκπαίδευσης, κατάρτιση υγειονομικής περίθαλψης. Ο ιδιωτικός τομέας κατέχει σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία καθώς ως βασικός αρωγός των έργων θα πρέπει να αναπτύξει συνεργασίες με τον δημόσιο τομέα και άλλους φορείς για την βελτίωση της τοπικής ανταγωνιστικότητας. Χρειάζεται επομένως η εγκαθίδρυση ενός ευέλικτου πλαισίου δράσης, στο οποίο θα αναπτύσσονται εταιρικές σχέσεις συνεργασίας με σκοπό πρωτίστως την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών (Wollman 2004).

Παρατηρείται συνεπώς πως στα πλαίσια ενός μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος άρχισαν να εγείρονται συγκεκριμένοι προβληματισμοί για το ποια θα πρέπει να είναι η μεθοδολογία ή η σύνθεση του νέου σχήματος συμπράξεων με το οποίο θα έπρεπε να πορευθεί η κάθε χώρα. Ενόψει της οικονομικής παγκοσμιοποίησης τονίζεται ο ιδιαίτερος και καθοριστικός ρόλος του ιδιωτικού κεφαλαίου και σταδιακά νέες πολιτικές ιδεολογίες φαίνεται να επηρεάζουν τις αστικές πολιτικές των κρατών. Στην περίπτωση της Αγγλίας ήδη αυτή μεταστροφή άρχισε να διαφαίνεται από το 1997 με την επικράτηση της ιδεολογίας του 'Τρίτου Δρόμου' ενώ στην περίπτωση της Γαλλίας επίσης παρατηρείται μια μεταστροφή η οποία ωστόσο δεν εντοπίζεται τόσο άμεσα όσο στην περίπτωση της Αγγλίας, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, αλλά γίνεται σταδιακά (Giddens 2002:1-7 ; Guenoun et al 2007).

3.2 Η Περίπτωση της Αγγλίας
3.2.1 Θεσμικές Αλλαγές
Το 1997 οι πολιτικές αλλαγές στην Αγγλία, είχαν σαν αποτέλεσμα μια ουσιαστική διαφοροποίηση στο στρατηγικό σχεδιασμό και τον επαναπροσδιορισμό όλων των πολιτικών της χώρας. Στα πλαίσια αυτά προωθείται μια ενιαία δράση των πολιτικών σχεδιασμού του χώρου καθώς παρατηρούνταν σχετική έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας (Thornley, 1999). Η εμπειρία πολλών ετών στη δημιουργία συμπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, είχε σαν επιστέγασμα το κείμενο του Urban Task Force του 1999, το οποίο συνοψίζει τις απόψεις για μια περισσότερο ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος των συμπράξεων και θέτει το πλαίσιο μιας νέας πολιτικής. Ειδικότερα, διατυπώνονται οι βασικές αρχές και οι κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις οποίες οι πολιτικές σχεδιασμού του χώρου θα πρέπει να εναρμονίζονται (Cherry, 1999).
Ειδικότερα ορίζεται εκ νέου το εθνικό πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμού το οποίο μεταξύ άλλων εξακολουθεί να προωθεί τη διαχρονική παράδοση του σχεδιασμού των χρήσεων γης. Τονίζεται ότι η διαχείριση του αστικού περιβάλλοντος θα πρέπει να είναι υπό το πρίσμα μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης ενώ παράλληλα επισημαίνεται και η αναγκαιότητα για διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης (πχ του δικαιώματος στην ιδιοκτησία) αλλά δίδεται έμφαση και σε ζητήματα σχετικά μ την προστασία του περιβάλλοντος (Rogers 2005).

Παράλληλα όμως με την εισαγωγή του Urban Task Force το 1999 από το διάσημο αρχιτέκτονα Lord Rogers, μια σειρά από μερικές ακόμη διακηρύξεις και προτάσεις ορίζουν το νέο πλαίσιο για την αστική πολιτική που ακολουθεί η Αγγλία μετά το 2000. Ειδικότερα, αναθεωρείται το White Paper για το αστικό περιβάλλον το 2000 αναδεικνύεται η σπουδαιότητα του τοπικού, με τους αντίστοιχους τοπικούς φορείς να κατέχουν πλέον αυξημένες αρμοδιότητες και όχι το κεντρικό κράτος όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Επιπλέον, σημαντική καινοτομία αυτής της νέας περιόδου είναι η αναδιοργάνωση των τοπικών φορέων καθώς δημιουργείται η ρυθμιστική Αρχή για την περιοχή του Μείζονος Λονδίνου (Greater London Authority). Υπάρχει πλέον ένας μεγάλος αριθμός συμπράξεων που αποσκοπεί σε μια συνολική προσέγγιση συνεργασίας επάνω σε ζητήματα που αφορούν πολλές πτυχές της ζωής όπως η πάταξη της εγκληματικότητας, η διασφάλιση της υγείας, η προστασία του περιβάλλοντος, η αναβάθμιση των υποβαθμισμένων γειτονιών και άλλα πολλά (Social Exclusion Unit, Heath Education Action Zones, Safer cities, Employment Zones, Housing Renewal Fund) (Le Gales 2007:31-34).
Μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μέσα από το νέο πλαίσιο εισάγεται μια μορφή νέας αστικής διακυβέρνησης υπό το πρίσμα αυτών των συμπράξεων.

3.2.2 Οι Ζώνες Αστικών Συμπράξεων στην Αγγλία (Urban Partnership Zones)
Βασικό οργανωτικό σχήμα αυτής της νέας πολιτικής αποτελούν όχι πλέον οι συμπράξεις τύπου UDC (Urban Development Corporations) του παρελθόντος αλλά έχουμε νέους σχηματισμούς που συστήνονται σε τοπική κλίμακα για συγκεκριμένους σκοπούς. Είναι οι λεγόμενες Urban Regeneration Companies (URC) που συστήνονται για την εφαρμογή συγκεκριμένων έργων (πχ ανάπτυξη κατοικίας, προγράμματα αστικής αναγέννησης, αστικές μεταφορές κα) και συνάπτουν συμφωνίες με τις τοπικές αρχές και όχι με το κεντρικό κράτος όπως συνέβαινε στο παρελθόν ( Verhage 2005).

Ειδικότερα, οι Urban Regeneration Companies μπορούν να δραστηριοποιούνται στα πλαίσια μιας Urban Partnership Zone η οποία αποτελεί τη βασική χωρική μονάδα οργάνωσης. Οι UPZ αποτελούν μια καινοτόμα προσέγγιση και ένα ευέλικτο και περισσότερο αποδοτικό σχήμα σε σχέση με το παρελθόν (από άποψη οικονομική, χρόνου, επίτευξης των αρχικών στόχων). Ειδικότερα, οι βασικοί εταίροι που εμπλέκονται στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι οι τοπικές αρχές σχεδιασμού και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, μέσα σε αυτές τις ζώνες συχνά περιλαμβάνονται υποστηρικτικά μέτρα που παρακινούν τις τοπικές αρχές για την ανάπτυξη και τονώνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα της περιοχής. Τέλος, η κλίμακα παρέμβασης δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στα σχήματα του παρελθόντος (Adams et al, 2001).

Είναι γεγονός πως αυτή η νέα προσέγγιση στοχεύει στην θεμελίωση βασικών αρχών συνεργασίας μεταξύ των εταίρων παραμερίζοντας ως έναν βαθμό την αυξημένη ανταγωνιστικότητα του παρελθόντος. Οι UPZ χάρη στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται, υπερνικούν ορισμένα από τα προβλήματα του παρελθόντος όπως η ύπαρξη πολλών ιδιοκτησιών (που συχνά καθυστερούσε τη διεξαγωγή των έργων), και διακρίνονται για την ακρίβεια της επέμβασης για την οποία δημιουργούνται (σαφές πλαίσιο δράσεις, όραμα και στόχοι) . Η διαδικασία που ακολουθείται αναλύεται στο εξής ευέλικτο σχήμα: οι τοπικοί φορείς σχεδιασμού ορίζουν μια περιοχή που χρειάζεται επέμβαση (είτε επανασχεδιασμός είτε δημιουργία νέων υποδομών) και με ανοικτό διαγωνισμό επιλέγεται ο ιδιώτης. Σε αυτή τη φάση όπως τονίζεται δεν χρειάζεται να έχει κάποιος υπό την κυριότητα του τη γη αλλά συστήνεται μια κοινοπραξία (με τη μορφή εταιρίας). Στη συνέχεια η τοπική αρχή αρκεί να αποκτήσει ένα πολύ μικρό μερίδιο ώστε να διασφαλίζεται το κοινό συμφέρον και να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που ορίζει η κοινοπραξία (Greenhalg and Gudgeon 2004).

Υπάρχει βέβαια και μια ελάχιστη κλίμακα στην οποία μπορούν να υπάρξουν αυτού του είδους οι συμπράξεις και αναφέρεται ότι για τις πόλεις και τα κέντρα των πόλεων θα πρέπει να υπάρχει μια επιφάνεια τουλάχιστον 5000 m2 ενώ οπουδήποτε αλλού θεωρείται απαραίτητη μια έκταση περίπου 2 ha. Κάθε τοπική πολεοδομική αρχή έχει την ευθύνη για τις αντίστοιχες ζώνες που υπάρχουν στην περιοχή δικαιοδοσίας της, ενώ μόνο σε περίπτωση αποτυχίας ή αδυναμίας των τοπικών αρχών η ευθύνη περνάει στο κεντρικό κράτος. Με την σύσταση σε μια περιοχή μιας UDZ οι ιδιοκτήτες της γης έχουν το δικαίωμα είτε να συμμετέχουν και αυτοί ενεργά στη σύμπραξη είτε να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους. Έτσι προβάλλεται συχνά το επιχείρημα ότι οι ιδιοκτήτες μπορούν να επωφεληθούν από τη δημιουργία τέτοιων συμπράξεων. Αν οι ιδιοκτήτες δεν θέλουν ούτε να συμμετέχουν αλλά και ούτε να πωλήσουν τα δικαιώματά τους, τότε υπάρχει μηχανισμός που ορίζει την απευθείας απαλλοτρίωση αυτών των ιδιοκτησιών
(Adams et al, 2001).

Πριν από την έναρξη του προγράμματος - της σύμπραξης, θεωρείται απαραίτητη η παρουσίαση ενός συνολικού σχεδίου που θα περιλαμβάνει ποιο είναι το όραμα για την περιοχή, με ποιους τρόπους θα επιτευχθεί και άλλα στοιχεία (όπως οι χρήσεις γης) ώστε να εξασφαλιστεί η ποιότητα του σχεδιαστικού εγχειρήματος και να γίνει απολύτως κατανοητό το αναπτυξιακό πρότυπο. Μετά από την έγκριση αυτού του γενικού σχεδίου, η επόμενη φάση είναι να οριστικοποιηθεί το ποιοι θα συμμετέχουν στη σύμπραξη. Τα χρονοδιαγράμματα εδώ είναι πολύ αυστηρά καθώς θα πρέπει μέσα σε έξι μήνες να έχουν προσδιοριστεί ποιοι τελικά επιθυμούν να συμμετέχουν, στη συνέχεια μετά την έγκριση από το αρμόδιους φορείς θα πρέπει εντός δύο ετών να ξεκινήσουν τα έργα διαφορετικά μετά το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος η σύμπραξη παύει να ισχύει. Όπως τονίζεται το γεγονός ότι ο έλεγχος της γης περνάει σε μια ενιαία διαχείριση (στην κοινοπραξία που δημιουργείται), συνέβαλλε αποφασιστικά στην επιτυχή και έγκαιρη ολοκλήρωση των έργων. Παράλληλα, οι τοπικές αρχές ενθαρρύνονται ιδιαίτερα καθώς έργα που προηγουμένως ήταν αδύνατον να συντονιστούν και να πραγματωθούν πλέον λαμβάνουν χώρα. Η αναπτυξιακή διαδικασία είναι πλέον μια αυτόνομη διαδικασία πιο ευέλικτη και πιο αποδοτική σε σχέση με τα σχήματα του παρελθόντος (Adams et al, 2001).

3.2.3 Από τις Regional Development Agencies στις Local Enterprise Partnerships
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή και σπουδαιότητα του θεσμού των Συμπράξεων όχι μόνο στις αστικές πολιτικές αλλά στη γενικότερη θεσμική δομή της χώρας. Ειδικότερα, το 2010 προωθείται από την κυβέρνηση του ΗΒ μια διοικητική μεταρρύθμιση η οποία υπαγορεύει μέχρι το 2012 να καταργηθούν οι υπηρεσίες περιφερειακής ανάπτυξης (Regional Development Agencies) και να αντικατασταθούν από τοπικές συμπράξεις (Local Enterprise Partnerships) δημοσίου ιδιωτικού τομέα. Βλέπουμε συνεπώς μια ιδιαίτερη έμφαση στην τοπική κλίμακα αφού πλέον αυτές οι τοπικές συμπράξεις θα είναι υπεύθυνες για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους (Local Enterprise Partnerships, 2011). Φυσικά αυτή η μεταρρύθμιση βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και δεν σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα που εξετάζει η παρούσα εργασία (καθώς αναφέρεται πρωτίστως στην οικονομική πολιτική τους κράτους). Ωστόσο, δείχνει και αυτή την τάση που επικρατεί στην Αγγλία για την εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα σε μια σειρά από πολιτικές παράλληλα με την ανάδειξη της τοπικής κλίμακας.

3.3 Η περίπτωση της Γαλλίας
Το 2000 εισάγεται στο νομικό πλαίσιο της Γαλλίας ένας νέος νόμος για τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης που όπως φαίνεται σχετίζεται για ακόμη μια φορά σε μεγάλο βαθμό με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το σύστημα αστικής πολιτικής της Γαλλίας (όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο οι προηγούμενοι νόμοι για την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν καθοριστικοί για την ανάπτυξη των Συμπράξεων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα). Η Γαλλία χώρα με μακρά παράδοση στη νομοθεσία για τις Συμπράξεις διατηρεί και σε αυτό τον νόμο (Loi de solidarito et renouvellement urbain 2000) το μόρφωμα του Societe d'economie Mixte. Στο Νόμο αυτό υπογραμμίζεται η ανάγκη για μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των πολιτικών και προτείνονται εναλλακτικές επιλογές για την ανάπτυξη σε σχέση με το παρελθόν. Βασικές συνιστώσες του νόμου είναι η πολεοδομική πολιτική , οι μεταφορές και η αειφόρος ανάπτυξη (loi SRU 2000).

Διαχρονικά η Γαλλία είχε έμφαση στο τοπικό επίπεδο ωστόσο μετά το 2000 η προβληματική του παρελθόντος που έδινε ιδιαίτερη έμφαση σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα φαίνεται να παραμερίζεται. Τώρα το όλο ζήτημα ανάγεται στο πως θα καταστεί δυνατή η προσέλκυση των ιδιωτικών επενδύσεων στις αστικές περιοχές της χώρας. Ωστόσο όπως φαίνεται στην Γαλλία εξ αιτίας της κουλτούρας που υπάρχει γύρω από τα ζητήματα του σχεδιασμού του χώρου δεν εγκαταλείπονται οι αναπλάσεις μέσω του SEM (Societe d'economie Mixte Locale) αλλά επιχειρείται μια εσωτερική αλλαγή παρόλο που κρίσιμα προβλήματα (σχετικά με τον συντονισμό τον δράσεων, την χρηματοδότηση και τον τελικό έλεγχο των έργων) είχαν διαφανεί από καιρό (Halleux 2004).
Βασικός σκοπός των αλλαγών που προωθούνται είναι να υπάρξει μια ισορροπία μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής συμμετοχής. Ειδικότερα, τα σχέδια των συμπράξεων μπορεί να παραμένουν στην πράξη υπό τη δημόσια καθοδήγηση ωστόσο παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ευελιξία ανάλογα με τον τύπο της παρέμβασης (καθώς στην περίπτωση της κατοικίας εξακολουθεί να υπάρχει το ταμείο κρατικής χρηματοδότησης Caisse des Depots et des Consignations). Επιπλέον, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αυξημένη συμμετοχή των ιδιωτών, τόσο για την κατασκευή όσο και για τον μετέπειτα έλεγχο- διαχείριση των συμπράξεων
(Verhage 2009).

Στην περίπτωση της Γαλλίας, ασκείται ιδιαίτερη κριτική ZTO νόμο για την αποκέντρωση καθώς τίθενται σαφείς περιορισμοί για το μέγεθος των παρεμβάσεων που μπορούν να υλοποιηθούν από τους τοπικούς φορείς, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση ένα εξακολουθεί να συμμετέχει με αυτό τον τρόπο και στο τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, όπως τονίζει η Kuhlman (2006) η λεγόμενη διαδημοτική επανάσταση, κατά την οποία οι τοπικοί δήμοι σχημάτισαν δικούς τους συνασπισμούς (σύμφωνα με τον νόμο του 1999 Loi Chevenement) έδωσε μια νέα δυναμική στη σύναψη συμπράξεων, καθώς εξασφαλίστηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά από την είσπραξη φόρων, πράγμα που έδωσε σταδιακά μετά το 2000 μια μεγαλύτερη αυτονομία στο τοπικό επίπεδο. Μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι το δίκτυο φορέων στην τοπική κλίμακα που είναι υπεύθυνο για τη διεξαγωγή των συμπράξεων εξακολουθεί να είναι αρκετά σύνθετο, υπάρχουν ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες συντονισμού με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η τελική απόδοση των παρεμβάσεων. Τέλος τονίζονται ότι το υψηλό κόστος του συντονισμού και εν γένει όλων των συναλλαγών αποτελεί έναν ακόμη ανασταλτικό παράγοντα ωστόσο αυτοί οι ισχυρισμοί χρειάζονται μια περαιτέρω ανάλυση καθώς δεν ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις
(Halleux 2004 ; Kuhlman 2006).

Η σύναψη συμπράξεων για την υλοποίηση προγραμμάτων αστικής αναγέννησης, φαίνεται να αποτελεί την βασικότερη στρατηγική πολιτικής για το Γαλλικό κράτος, τουλάχιστον για θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη των πόλεων και την πολεοδομική πολιτική. Βασικό επιχείρημα στην όλη συζήτηση αποτελεί το γεγονός ότι μέσω αυτών των συμβάσεων μπορούν να εξασφαλιστούν τόσο τα χρήματα όσο και η τεχνογνωσία που απαιτείται για τις σύγχρονες παρεμβάσεις που προωθούνται. Πλέον δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου καθώς μόνον έτσι μπορεί και εξασφαλίζεται και η βιωσιμότητα των έργων. Επιπλέον σε επίπεδο πολιτικής τονίζεται ο σημαντικό ρόλος των συμμαχιών που μπορούν να αναπτύξουν οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης στα πλαίσια αυτών των συμπράξεων (L'Alliance pour l'avenir des villes et les Cites et gouvernements locaux unis - CGLU) οι οποίοι ορίζονται ως βασικοί σχεδιαστές της στρατηγικής. Ωστόσο εξ αιτίας του πρόσφατου των μεταρρυθμίσεων αναγνωρίζεται η ανάγκη για μια μεγαλύτερη προσπάθεια συντονισμού και δημιουργίας νέων δικτύων συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο (πχ ορθές πρακτικές για την αστική ανάπτυξη) (Deprtement Finance, economie & Developpement Urbain Reseau Developpement Durable, 2009:16-20).

4. Συμπεράσματα
Η Γαλλία και η Αγγλία αναφορικά με τις συμπράξεις στα πλαίσια των αστικών πολιτικών φαίνεται σε πρώτη φάση να ακολουθούν δύο διαφορετικά σχήματα και λογικές ωστόσο μετά το 1997 η Αγγλία και μετά το 2000 η Γαλλία επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν αυτές οι συμπράξεις. Η δε Αγγλία φαίνεται να έρχεται πιο κοντά στην παράδοση της Γαλλίας αναφορικά με την τοπική κλίμακα ολοκλήρωσης των διαδικασιών και η δε Γαλλία αδιαμφισβήτητα έρχεται πιο κοντά στις πρακτικές της Αγγλίας με την εκχώρηση μεγαλύτερων δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ιδιωτικός τομέας στις σύγχρονες αντιλήψεις που επικρατούν παίζει τον καθοριστικότερο ίσως ρόλο στις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται. Ο ρόλος του Δημοσίου τομέα είναι περισσότερο συντονιστικός στο αρχικό στάδιο όπου πρέπει να προσελκύσει τον ιδιωτικό τομέα και να διασφαλίσει ότι οι προτάσεις θα βρίσκονται σε αντιστοιχία με τη γενική στρατηγική για την οποία προωθείται για την περιοχή.

Παρά τις σύγχρονες τάσεις που τείνουν να γεφυρώσουν τις μεγάλες διαφορές του παρελθόντος παρατηρούνται ακόμη και σήμερα ορισμένες διαφορές μεταξύ των Συμπράξεων10 που υπάρχουν στην Γαλλία και την Αγγλία. Συγκεκριμένα οι περιπτώσεις της Γαλλίας δείχνουν ακόμη και σήμερα μια μεγαλύτερη εμπλοκή της τοπικής αυτοδιοίκησης (δημιουργία διαδημοτικών συνεργασιών) σε σχέση με την Αγγλία. Παράλληλα στη Γαλλία οι συμπράξεις αρκετές περιπτώσεις προκύπτουν ύστερα από τις απαιτήσεις των τοπικών οργανισμών και της κοινωνίας (από κάτω προς τα πάνω ανάδραση) και ο ιδιωτικός τομέα καλείται να συμμετέχει σε επόμενη φάση στην παρέμβαση που έχει αποφασιστεί. Στην Αγγλία δε φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο καθώς ο ιδιωτικός τομέας αναδεικνύεται ο κύριος ρυθμιστής. Επιπλέον, στην περίπτωση της Γαλλίας θα λέγαμε ότι η ανάδραση του συστήματος για να ανταποκριθεί στα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα και απαιτήσεις της αγοράς είναι πιο αργή σε σχέση με την Αγγλία που φαίνεται να αναπτύσσει ένα πιο ευέλικτο και προσαρμοστικό τύπο Συμπράξεων ανάλογα με τις συγκυρίες.

Αναγνωρίζονται ωστόσο ότι όλες οι συμπράξεις προωθούν τη δημιουργία δημοφιλών αστικών χώρων και τοπίων με υψηλές σχεδιαστικές απαιτήσεις και στοχεύουν στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας της περιοχής. Παράλληλα και στις δύο χώρες παρατηρείται ικανοποιητικό επίπεδο συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των εταίρων.


Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
  • Οικονόμου (2007) Σημειώσεις Μαθήματος Πολεοδομικής Πολιτικής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
  • Οικονόμου και Πετράκος (1999-2005) 'Διεθνοποίηση και Διαρθρωτικές Αλλαγές στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Αστικών Κέντρων' στο Οικονόμου, Δ. και Πετράκος, Γ. (επ.) Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής, Βόλος - Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας - Gutenberg, 13-44.
Ξενόγλωσση
  • Adams, D., Disberry, A., Hutchison , N.and Munjoma, T. (2001) 'Managing Urban Land: The Case for Urban Partnership Zones', Regional Studies, 35 (20) pp.153-162. 
  • Anderson, J. (1990) 'The 'new right', Enterprise Zones and Urban Development Corporations', International Journal of Urban and Regional Research, 14 (3) pp.468-489. 
  • Atkinson, R. and Moon, G. (1994) Urban Policy in Britain: the City, the State and the Market, London:Macmillan.
  • Bailey, N., Alison, B. and MacDonald, K. (1995) Partnership Agencies in British Urban Policy, London: UCL Press.
  • Balloch, S. and Taylor, M. (2001) Partnership Working: Policy and Practice, Bristol: The Policy Press.
  • Belorgey J.M. (1993) Evaluer les politiques de la ville, Paris: Conseil National des Villes.
  • Berry, J., S. McGreal, and B. Deddis (ed) (1993) Urban Regeneration: Property Investment and Development. London: E & FN SPON.
  • Campbell, C. and Whitty, G (2007) 'The Governance of Urban Education in the UK: a Public, Private or Partnership future?' , in Pink, W. T. and Noblit, G. W. (ed.) International Handbook of Urban Education, Netherlands: Springer, pp.1123—1138.
  • Carley, M., Chapman, M., Hastings, A., Kirk, K. and Young, R. (2000) Urban Regeneration Through Partnership A Study in nine Urban Regions in England Scotland and Wales, Bristol: The Policy Press.
  • Castells, M. (1996) The Information Age: Economy, Society and Culture: Volume 1 -The Rise of the Network Society, Oxford: Blackwell 
  • Couch, C. and Dennemann, A. (2000) 'Urban Regeneration and sustainable development in Britain', Cities, 17 (2) pp. 137-147. 
  • Cullingworth, J.B. and Nadin, V. (2002) Town and Country Planning in the UK, London: Routledge. 
  • Deakin, N. and Edwards, J. (1993) The enterprise culture and the inner city, London: Routledge. 
  • Dicken, P. (2003) Global Shift: Reshaping the Global Economic map in the 2st Century, London: Sage. 
  • Dormois, R., Pinson, G. and Reignier, H. (2005) 'Path-dependency in Public — Private Partnership in French Urban Renewal', Journal of Housing and the Built Environment, 20 pp.243—256 
  • Giddens, A. (1998) The Third Way. The Renewal of Social Democracy, Cambridge: Polity Press. 
  • Giddens, A. (2002) The Third Way and its Critics, Cambridge: Polity Press.
  • Greenhalg, P. and Gudgeon, C. (2004) 'Mechanisms of Urban Change: Regeneration Companies or Development Corporations?' , Northern Economic Review, 35 pp.53-72. 
  • Guenoun, M. and Tiberghien, B. (2007) 'The governance of contractual relationship: between regulation of the public action and search for performance', International Journal of Public Sector Performance Management, 1 pp.29-40.
  • Halkier, H., Damborg, C. and Danson, M. (1998) Regional Development Agencies in Europe, London: Jessica Kingsley Publishers Ltd. 
  • Hall, T. (2001) Urban Geography, London: Routledge.
  • Halleux, J-M. (2004) 'Le Recyclage Urbain en Partenariat Public-Prive : Le «Gap Funding» Anglais et la «Revitalisation Urbaine» Wallonne' , Bulletin de la Societe geographique de Liege, 44 pp.53-64. 
  • Imrie, R. and Thomas, H. (1999) 'Assessing urban policy and the Urban Development Corporations' , in:Imrie, R. and Thomas, H. (ed) British Urban Policy. An Evaluation of the Urban Development Corporations, London: Sage, pp.3—39. 
  • Lloyd, M. G., McCarthy, J., McGreal, S. and Berry, J. (2003) 'Business Improvement Districts, Planning and Urban Regeneration' , International Planning Studies,8 (4) pp. 295- 321. 
  • McCarthy, J. (2007) Partnership, Collaborative planning and Urban Regeneration, Hampshire: Ashgate. 
  • Meegan, R. (1999) 'Urban Development Corporations, Urban Entrepreneurialism and Locality: the Merseyside Development Corporation' in: Imrie, R. and Thomas, H. (ed) British Urban Policy. An Evaluation of the Urban Development Corporations, London: Sage, pp.3—39. 
  • Moulaert, F. (2000) Globalization and Integrated Area Development in European Cities, New York:Oxford University Press.
  • Moulaert, F, Rodriguez, A. and Swyngedouw, E. (2003a) 'The World in a Grain of Sand' Large Scale Urban Development Projects and the Dynamics of 'Glocal' Transformations in Moulaert, F, Rodriguez, A. and Swyngedouw, E. (ed) The Globalized City Economic Restructuring and Social Polarization in European Cities, New York: Oxford University Press.
  • Moulaert, F, Rodriguez, A. and Swyngedouw, E. (2003b) 'Urban Restructuring, Social — Political Polarization and New Urban Policies' in Moulaert, F, Rodriguez, A. and Swyngedouw, E. (ed) The Globalized City Economic Restructuring and Social Polarization in European Cities, New York: Oxford University Press.
  • Reimer, S. (1999) 'Getting by in Time and Space: Fragmented Work in Local Authorities' , Economic Geography, 75 (2) pp.157—177. 
  • Roberts, P. and Sykes, H. (2000-2005) Urban Regeneration: A Hand Book, London: SAGE Publications Ltd.
  • Swyngedouw, E. Moulaert and F Rodriguez, A. (2003) 'Neoliberal Urbanization in Europe:Large-Scale Urban Development Projects and the New Urban Policy', Antipode, 34 (3) pp.542-577. 
  • Verhage, R. (2005) 'Renewing urban renewal in France, the UK and the Netherlands: Introduction' ,Journal of Housing and the Built Environment, 20 pp.215-227. 
  • Wollmann, H. (2004): 'Local Government Reforms in Great Britain, Sweden, Germany and France:between Multi-function and Single Purpose Organisations' , Local Government Studies, 20 (4) pp.639-665.

Διαδικτυακές πηγές
  • Ball, M. (2005) RICSEuropean Housing Review 2005. London: Royal Institute of Chartered Surveyors. http: //www .rics.org/site/download_feed.aspx?fileID=1307&fileExtension=PDF
  • Cahiers ADES (2010) : Societes d'economie Mixte Locales et Partenariats Public Prive, UMR ADES -Amenagement, Developpement, Environnement, Sante et Societes http: //www .ades.cnrs.fr/IMG/pdf/cahier_ADES_6.pdf 
  • Cherry, A.H. (1999) Towards an Urban Renaissance—a Report by the Urban Task Force, Sweet &
  • Maxwell and Contributors: http://www.jplc.org/papers/1999Cherry.pdf 
  • Deprtement Finance, economie & Developpement Urbain Reseau Developpement Durable (2009) Strategie de la Banque Mondiale Pour les Villes et les Collectivites Territoriales : http://www.wburbanstrategy.org/urbanstrategy/sites/wburbanstrategy.org/files/WB%20Urban%20Strategy%20Note%20%20--%20French.pdf> 
  • Inner Urban Areas Act (1978) :http://www.legislation.gov.uk/ukpga/1978/50/pdfs/ukpga_19780050_en.pdf 
  • Lawson, J. and Milligan, V. (2007) International trends in housing and policy responses,Australian Housing and Urban Research Institute, Final Report No. 110 :http://www.ahuri.edu.au/publications/download/60323_fr 
  • Les Gales, P. (2007) Governing Globalizing Cities, Reshaping Urban Policies, CEVIPOF/Sciences, Po/CNRS., Paris : http://www.oecd.org/dataoecd/11/2Z40077635.pdf Local Enterprise Partnerships (2011) House of Commons Library :http://www.parliament.uk/briefingpapers/commons/lib/research/briefings/SNEP-05651.pdf 
  • Loi SRU (2000) L' Agence d' urbanisme region renobloise:http: //www .aurg .org/sru/sru.htm#deplacement 
  • Kuhlman (2006) 'Local Authorities between the State and the Market: An International Comparison of Local Government Systems and Reforms' Deutsches Institut fur Urbanistik:http://www.difu.de/publikationen/local-authorities-between-the-state-and-the-market-an.html 
  • Ministere del ' Interieur et de l ' Amenagement du territoire (2007) Le guide des societies d 'economie mixtelocales:http://www.dgcl.interieur.gouv.fr/sections/les_collectivites_te/interventions_econom/societes_d economie/guide_pratique fev/le_guide_des_societe/downloadFile/file/Guide_des_SEM L_Documentation_francaise.pdf?nocache=1206539177.57 
  • Rogers, R. (2005) Towards a Strong Urban Renaissance, Urban Task Force:http://www.urbantaskforce.org/UTF_final_report.pdf 
  • Thornley, A. (1999) 'Urban Planning and Competitive Advantage: London, Sydney and Singapore' London School of Economics and Political Science Discussion Paper No. 2 http ://74.125.155.132/scholar?q=cache: VeUKbQVatAJ: scholar.google.com/+Urban+Planning+and+ Competitive+Advantage:+London,+Sydney+and+Singapore&hl=el&as_sdt=0,5 
  • Vie publique (2006) La politique de la ville (1970-2005) : 35 ans d'expιrimentations (Town planning policy 1970-2005: 35 years of experimentations) dossier de la Documentation Francaise: http://www.vie-publique.fr/politiques-publiques/politique-ville/index/?xtor=EPR-56
#Εισήγηση στο 4ο συνέδριο πολεοδομίας - χωροταξίας στο Βόλο

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.