#ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ Φοιτητής,Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
#ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΒΙΑΣ Φοιτητής,Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Το ειδικό βάρος του εμπορίου είναι αρκετά μεγάλο τόσο σε οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό επίπεδο, όσο σε επίπεδο αστικών λειτουργιών, ποιότητας ζωής και ελκυστικότητας των πόλεων. Η παρατεταμένη οικονομική ύφεση στην Ελλάδα έχει επιβάλλει «λουκέτα» σε πολλές εμπορικές επιχειρήσεις στα κέντρα των πόλεων, επιφέροντας μεγάλα προβλήματα στην απασχόληση, τα εισοδήματα ενός μεγάλου ποσοστού νοικοκυριών, αλλά και μια εικόνα εγκατάλειψης, παρακμής και θλίψης των αστικών κέντρων.
Όμως, το λιανικό εμπόριο, δεν πλήττεται μόνο από την πρόσφατη κρίση. Η αλματώδης ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και μεγάλων εμπορικών κέντρων, κατά κανόνα στις παρυφές των πόλεων λειτουργούσαν απ’ ανέκαθεν διαλυτικά για το κεντρικό εμπόριο, επιδεινώνοντας σήμερα, την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση.
Στη χώρα μας δεν υπήρξε ποτέ χωροταξική και πολεοδομική πολιτική του εμπορίου, παρά μόνον κάποιες προσπάθειες στοιχειώδους οργάνωσης του, και συνεπώς τα ελληνικά αστικά κέντρα είναι εκτεθειμένα σεκάθε είδους αποσταθεροποιητική τάση.
Αντίθετα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εντοπίζονται αρκετές προσπάθειες εθνικού, περιφερειακού η αστικού επιπέδου για προστασία των πολύτιμων αστικών τους κέντρων, μέσω ρυθμιστικών νομοθεσιών ή κατευθύνσεων.
Στην παρούσα εργασία διερευνώνται τα πολεοδομικά, μέτρα οι δράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν στην Ελλάδα, καθώς και μία σειρά πρακτικών που εφαρμόζονται στον Καναδά, την Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Σκωτία και την Ουαλία προς την βέλτιστη οργάνωση του εμπορικού τους εξοπλισμού καθώς και την αξιοποίηση του τομέα του εμπορίου προς όφελος αναζωογόνησης προβληματικών περιοχών αλλά και ολόκληρων κέντρων. Λέξεις κλειδιά: Λιανικό εμπόριο, πολεοδομική πολιτική, ευρωπαϊκοί κανονισμοί, αστική αναζωογόνηση
1. Προκλήσεις του εμπορίου των κέντρων των πόλεων
Το εμπόριο στην Ελλάδα αναμφισβήτητα περνάει μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, από το 2010 και έπειτα, το λιανικό εμπόριο έχει απωλέσει περίπου το 25% του συνολικού του τζίρου, που μεταφράστηκε σε πτώση της απασχόληση κατά περίπου 5%.
Σχηματικά, σε επίπεδα εργασίας η ΕΣΕΕ συγκρίνει τον εθνικό εμπορικό τομέα του 2014, με τον αντίστοιχο του έτους 1995. Βέβαια ενώ οι απώλειες στους υπόλοιπους παραγωγικούς κλάδους ήταν αντίστοιχης κλίμακας, ο κλάδος του εμπορίου έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πως αυτή την μείωση την επωμίστηκε περισσότερο ο επιχειρηματικός κόσμος (εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι) παρά ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Έτσι η κρίση του εμπορίου μεταφράστηκε περισσότερο με διακοπή λειτουργίας καταστημάτων, τα «λουκέτα».
Από το 2010 η ΕΣΕΕ άρχισε να πραγματοποιεί καταγραφές των κλειστών καταστημάτων, σε κέντρα πόλεων, σε μια προσπάθεια κατανόησης του μεγέθους του φαινομένου. Σύμφωνα με την έρευνα λοιπόν, στο κέντρο της Αθήνας το ποσοστό κλειστών καταστημάτων είναι στο 27.5%, ενώ σε αντίστοιχες έρευνες το ποσοστό για το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι 26%, και της Πάτρας 23.5%, και του Πειραιά 33.5%.
Ακόμα, πέρα από την οικονομική ύφεση, τα κέντρα των πόλεων έχουν να αντιμετωπίσουν και την προβληματική διάρθρωση του εμπορίου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου εμπορίου και υπηρεσιών τα τελευταία 50 χρόνια το κέντρο της Αθήνας έχει απωλέσει 8% του μεριδίου των επιχειρήσεων που χωροθετούνται εκεί από το σύνολο των επιχειρήσεων του λεκανοπεδίου, ενώ «η διάχυση των κύριων τύπων εμπορικών κεντρικοτήτων […] παρουσιάζονται σε περίπου τετραπλάσιο αριθμό ∆ήμων σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό δήμων το 1988».
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, «η διασπορά του λιανικού εμπορίου το 2011 είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν το 1978 και το 1988, εξ’ αιτίας της ανάδυσης νέων εμπορικών συγκεντρώσεων σε δήμους αμελητέους στον «εμπορικό χάρτη» του 1988 και ακόμα περισσότερο αυτόν του 1978» (Η εξέλιξη του λιανικού εμπορίου 1978-2011, 2012). Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξαν οι νέες μεγάλες εμπορικές επιφάνειες που έκαναν την εμφάνιση τους στα τέλη του 2000, τα οποία σε συνδυασμό με τα μεγάλα έργα μεταφορικών υποδομών (μετρό, ηλεκτρικός, τραμ) κατάφεραν να καταλάβουν μεγάλο μερίδιο της αγοράς συνδέοντας τις νέες αυτές μορφές εμπορίου με ένα καινούριο πρότυπο αστικής ανάπτυξης (Delladetsima, 2006).
Αντίστοιχο πρόβλημα παρατηρείται και σε άλλες χώρες. Παραδείγματος χάριν σε σχετική έρευνα ο τζίρος των επιχειρήσεων στην περιφέρεια των γαλλικών πόλεων είναι 3 φορές πιο υψηλός σε σχέση με τα κέντρα τους και 5 φορές πιο υψηλός σε σχέση με τον τζίρο των επιχειρήσεων εμβέλειας γειτονιάς. (AdFC, 2012)
Τέλος, μία ακόμα σημαντική απειλή για τα εμπορικά καταστήματα, αποτελεί και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Παγκοσμίως, το 2014 περίπου το 1/20 των αγορών έγιναν μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή (eMarketer, 2014), ενώ στην Ελλάδα περίπου το 1/3 των χρηστών του διαδικτύου πραγματοποιεί από κει και αγορές, με το φαινόμενο αυτό να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. (ELTRUN, 2014)
Συνοψίζοντας, το υφεσιακό οικονομικό περιβάλλον, οι τάσεις «περιφερειοποίησης» του εμπορικού εξοπλισμού και η ολοένα αυξανόμενη τάση ηλεκτρονικών αγορών, αποτελούν σημαντικές απειλές για την επιβίωση του εμπορίου του κέντρου.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναλυθεί η σημασία του κλάδου του εμπορίου για σύγχρονη ζωή των πόλεων καθώς και ο ιδιαίτερος ρόλος του παράγοντα του «χώρου».
2. O ρόλος του εμπορίου
Το εμπόριο αναμφισβήτητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα «γρανάζια» της οικονομίας και της αστικής ζωής των σύγχρονων πόλεων, σε ολόκληρο τον κόσμο, και πιθανές δυσλειτουργίες του επιφέρουν προβλήματα σε μία σειρά τομέων.
Σύμφωνα με τον John England (2012), το εμπόριο παίζει καθοριστικό ρόλο σε τρείς τομείς:
- τον τομέα της οικονομίας,
- των κοινωνικών σχέσεων και του
- περιβάλλοντος.
Σε ότι έχει να κάνει με τον οικονομικό τομέα, ευρωπαϊκά το εμπόριο αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο «εργοδότη», μετά τον τομέα των κατασκευών, καθώς αντιπροσωπεύει 3.6 εκατομμύρια επιχειρήσεις, και 29 εκατομμύρια εργαζομένων, δηλαδή το 13% του εργατικού δυναμικού. Σημαντικό στοιχείο των θέσεων εργασίας είναι πως χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά κοινωνικής ισότητας καθώς αντιπροσωπεύονται ικανοποιητικά και τα 2 φύλλα καθώς και η πλειοψηφία των ηλικιακών ομάδων (Retail&wholesale, 2014).
Στη συνέχεια, είναι σχεδόν σίγουρο, πως η σημασία του λιανικού εμπορίου έγκειται και σε κοινωνικούς λόγους. Έτσι συνδέοντας τον παραγωγό με τον καταναλωτή, τα καταστήματα λιανικής πώλησης αποτελούν τον χώρο και τον τρόπο συνεύρεσης αγοράς και ζήτησης, καθώς και κάλυψης των πρωτευουσών και δευτερευουσών αναγκών των πολιτών για τροφή, ένδυση, υπόδηση, φάρμακα κ.α.. Η σημασία της κοινωνικής διάστασης του εμπορίου είναι τόσο σημαντική που μερικές φορές ξεπερνάει την οικονομική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σουηδία, στην οποία σε βόρειες περιοχές όπου η πυκνότητα των καταναλωτών είναι τόσο μικρή που δεν επιτρέπει την οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων λιανικής, μη κυβερνητικές οργανώσεις με την κρατική στήριξη ομάδες ανοίγουν και διατηρούν καταστήματα για την εξυπηρέτηση του τοπικού πληθυσμού (Δελαδέτσιμας και Δουκάκης, 2012).
Τέλος, η φύση και η χωρική διάρθρωση του εμπορίου, άπτεται αρκετών περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Σύμφωνα με τον John England, εγείρονται 2 ειδών ζητήματα:
α) Το οικολογικό αποτύπωμα της σύνδεσης αγοράς κατοικίας, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω ΙΧ, και
β) η καταστροφή της αρχιτεκτονικής του τοπίου για εντός και εκτός πόλεως κατασκευές.
Σε ότι έχει να κάνει με το πρώτο, σύμφωνα με τον TomVanderbilt το 15% των μετακινήσεων στις Η.Π.Α. γίνονται από τον τόπο κατοικίας προς τον τόπο κατανάλωσης(“LivingLargeDrivingLess,”, 2011), ενώ μια έρευνα της εταιρίας IKEA σημειώνει πως οι μετακινήσεις από και προς το κατάστημα άφησαν 3 φορές μεγαλύτερο «στίγμα» CO2 από ότι η λειτουργία των ίδιων των καταστημάτων της (IKEA Sustainability Report 2010).
Επίσης, τα εμπορικά κτήρια σε εξωαστικές περιοχές, καταστρέφουν την αρχιτεκτονική του τοπίου, και προκαλούν οπτική μόλυνση. Σε ερώτηση έρευνας (AdFC,2012) στους γάλλους πολίτες, σχετικά με το ποια προβλήματα βρίσκεται κρισιμότερα σε σχέση με το τοπικό εμπόριο της πόλης σας, ο πρώτος σε απαντήσεις προβληματισμός (39% των απαντήσεων) αφορούσε τον ευτελισμό των εισόδων των πόλεων από κακής ποιότητας κτήρια.
Το εν λόγω πρόβλημα αναφέρεται σε σχετικά πλαίσια εμπορικής ανάπτυξης πολλών γαλλικών πόλεων (Γκρενόμπλ, Νάντ, Λυών, Πορτ ντελ Αμποθιέ κ.α.). Τέλος, εγείρεται ζήτημα αειφορίας, και σωστής διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων, καθώς οικοδομούνται νέοι εμπορικοί χώροι , όταν υπάρχουν αναξιοποίητα ήδη δομημένα κελύφη, με την κατασπατάληση ενέργειας και δομικών υλικών. Βέβαια κυριότερο, για πολλούς ερευνητές και ειδικούς είναι η ύπαρξη του εμπορίου στα κέντρα των πόλεων ως παράγοντας τοπικής οικονομίας, αστικής αναγέννησης και τουριστικής ελκυστικότητας. Έτσι σύμφωνα με τον γάλλο πρόεδρο του φορέα εμπορικού σχεδιασμού JeanRene Etchegaray «Το εμπόριο έχει πέρα από οικονομική, μια πολύ σημαντική αστική υπόσταση. Συμμετέχει στην ποιότητα ζωής των πολιτών, ενώ δίνει το ιδιαίτερο χαρακτήρα στις πόλεις, τις γειτονιές και τα χωριά μας. Ακόμα, ενισχύει την ελκυστικότητα του αστικού περιβάλλοντος, τόσο για τους ντόπιους προσφέροντας τους χώρο συνδιαλλαγής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όσο και για τους τουρίστες.
Άλλωστε ποιος θα ήθελε να επισκεφθεί ένα «νεκρό» κέντρο;» (3oΣεμινάριο σύνθεσης SCOT, 2010). Ανάλογη στάση κρατάνε και οι φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς ο σκοτσέζος αναπληρωτής πρωθυπουργός John Swinney, δήλωσε «Θέλουμε να πάρουμε οποιοδήποτε δυνατό μέτρο για να διασφαλίσουμε την ζωτικότητα των κέντρων των πόλεων μας». (Town Centre ActionPlan – the Scottish Government response,2013)
Τέλος, η προτίμηση του εμπορίου, για τις παρυφές των πόλεων γεννά προβλήματα αστικών λειτουργιών. Σύμφωνα με την έρευνα του AdFC (2012), το εμπόριο «δομεί τον χώρο», καθώς είναι ένας κύριος παράγοντας ζωντάνιας και κίνησης μιας περιοχής. Σε περιπτώσεις όπου το εμπόριο χωροθετείται στα κέντρα των πόλεων, αυτό βαίνει προς όφελος των τοπικών κοινοτήτων με ζωντανά και ενεργά αστικά κέντρα, αφού συμπληρωματικές επιχειρήσεις όπως εστιατόρια, σινεμά, γραφεία θα σπεύσουν να τοποθετηθούν κοντά σε πολυσύχναστες περιοχές και να επωφεληθούν από τις οικονομίες συγκέντρωσης.
Αντίθετα, σε περιπτώσεις, όπου το εμπόριο ελκυόμενο από τις χαμηλές τιμές ανά τετραγωνικό γης, αποφασίζει την χωροθέτησή του στις παρυφές πόλεων, ή και αρκετά έξω από αυτές, προκαλούνται σημαντικές αστικές ανισορροπίες που καθιστούν τις επιχειρήσεις του κέντρου πιο ευάλωτες και λιγότερο ανθεκτικές σε πιθανές κρίσεις, και μειώσεις καταναλωτικής δυνατότητας των πολιτών.
Έτσι σύμφωνα με τους γάλλους μελετητές, γεννούνται 2 αρνητικά σενάρια:
α) Δημιουργούνται μονολειτουργικές εμπορικές οντότητες, αφού οι περιοχές αυτές δεν είναι ιδανικές για λοιπές αστικές χρήσεις. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίστηκε την περίπτωση της Αθήνας καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ ο δείκτης μονολειτουργικών περιοχών στο λεκανοπέδιο διπλασιάστηκε από το 1988 μέχρι το 2011.
β) Οι αστικές χρήσεις έλκονται από την δύναμη του εμπορίου, και διαρθρώνουν αυτόνομους αστικούς πόλους εκτός των ήδη διαμορφωμένων, σχεδιασμένων και σαφώς καθορισμένων από πολεοδομικά πλαίσια, διαταράσσοντας τις ιεραρχίες και τις ροές ανθρώπων και αγαθών.
Συνολικά, γίνεται προφανές πως, η αξία ύπαρξης ενός ισχυρού και αρτίως χωρικά κατανεμημένου, εμπορικού κλάδου είναι άκρως σημαντική για κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά και την ποιότητα αστικής ζωής των ελληνικών πόλεων. Ακόμα, το λιανικό εμπόριο μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί από την πολιτεία ως εργαλείο αστικής αναγέννησης σε μεμονωμένες περιπτώσεις γειτονιών με έντονη τάση εγκατάλειψης ή ακόμα και σε ολόκληρα κέντρα πόλεων. Συνεπώς, απαραίτητη θεωρείται η κρατική παρέμβαση
3. Εθνικές ευρωπαϊκές νομοθεσίες για το εμπόριο
Τα περισσότερα κράτη της «ανεπτυγμένης» Ευρώπης έχουν προβλέψει εδώ και αρκετές δεκαετίες τακτικές, και νομοθετικές παρεμβάσεις για την καλύτερη λειτουργία του εμπορίου προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν αφενός να ενταχθούν σε ένα πολεοδομικό πλαίσιο, με ενίσχυση περιοχών εις βάρος άλλων, με όρους δόμησης και κάλυψης, αλλά και σε ένα πλαίσιο ρύθμισης του ανταγωνισμού, όπως τον περιορισμό των προς πώληση προϊόντων σε συγκεκριμένες περιοχές, ειδικές επιχορηγήσεις, ελέγχους τιμών κ.α. Αυτό έχει ως σκοπό την προστασία του μικρού και μεσαίου εμπορίου, της πραγματικής δηλαδή οικονομίας των πόλεων αλλά και την αντιμετώπιση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Σε αυτό το κεφάλαιο θα μελετηθεί η σχετική νομοθεσία της Αγγλίας και της Γαλλίας, ως παραδείγματα χωρών με έντονο νομοθετικό έργο σε αυτό τον τομέα.
3.1 Αγγλοσαξονική οικογένεια: Αγγλία
Αρχικά για την περίπτωση της Αγγλίας, η χωροθέτηση του εμπορίου ρυθμίζεται από την δεκαετία του 60’ μέσω μη δεσμευτικών, καθοδηγητικών κυβερνητικών κειμένων, τις Οδηγίες Πολιτικής και Σχεδιασμού (Policy and PlanningGuidance-PPG), που αργότερα μετονομάστηκαν σε Δηλώσεις Πολιτικής και Σχεδιασμού (Planning Policy Statement-PPS). Το 1977, εισάγεται η 5η Οδηγία Πολιτικής και Σχεδιασμού η οποία καθιερώνει για πρώτη φορά ένα προστατευτικό περιβάλλον για τις κεντρικές περιοχές αποτρέποντας την ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών αναπτύξεων στις περιαστικές ζώνες. Στην συνέχεια, επί κυβέρνησης Θάτσερ αυτή η πολιτική αναιρέθηκε, με την απελευθέρωση της χωροθέτησης των καταστημάτων λιανικής, γεγονός που επιβαρύνει το κλίμα σε βάρος των εδραιωμένων παραδοσιακών εμπορικών. (Katsuhikon, 2006) Έτσι ξανά καθιερώθηκε πολιτική προστασίας.
Σημαντικό εργαλείο εμπορικού σχεδιασμού που έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα είναι το ««sequential testmethod» (τεστ διαδοχικών θέσεων) κατά το οποίο πως εμπορικά η χωροθέτηση καταστημάτων εκτός αστικού ιστού θα επιτρέπεται μόνο εάν αποδειχθεί πως δεν υπάρχει άλλη κατάλληλη θέση αρχικά εντός του κέντρου και εν συνεχεία στις παρυφές του. Βέβαια σύμφωνα με τους Δελλαδετσιμα και Λουκάκη (2013) η εφαρμογή της οδηγίας δεν περιόρισε ουσιαστικά την περιφερειακή εμπορική ανάπτυξη καθώς παρείχε περιθώρια παρερμηνείας για τις δυνατότητες αδειοδότησης στις εκτός κεντρικού ιστού περιοχές. Συνεπώς βάρος για την ανάληψη δράσεων/στρατηγικών για την προστασία των αστικών κέντρων, έπεσε στις τοπικές διοικήσεις, καθιστώντας το μέτρο αρκετά αναποτελεσματικό, λόγω του έντονου διαπεριφερειακού ανταγωνισμού.
Στην συνέχεια, κατά την αναθεώρηση των της Οδηγίας η λογική της προστασίας των κεντρικών περιοχών διατηρήθηκε ενώ το εργαλείο του sequential testmethod συστηματοποιήθηκε με την εκ των προτέρων θέσπιση κατάλληλων θέσεων για μελλοντικές επενδύσεις.
Το 2005 εκδίδεται η οδηγία «Σχεδιασμός για τα κέντρα πόλεων», η οποία, για πρώτη φορά καθορίζει πολιτικές σε εθνική κλίμακα για μια ποικιλία θεμάτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό των μελλοντικών κέντρων των πόλεων, και τις κύριες χρήσεις σε αυτά, καθιστώντας υποχρεωτική την υιοθέτηση τους από τα περιφερειακά πλαίσια και από τα χωρικά αστικά σχέδια για κάθε πόλη του Ηνωμένου Βασιλείου, με πρωταρχικό ρόλο την προώθηση της ζωτικότητας και της βιωσιμότητας των ήδη υπαρχόντων κέντρων, με απώτερο στόχο την κατανάλωση όσο των δυνατών λιγότερης γης. Ακόμα εισάγεται ρύθμιση κατά την οποία οι επίδοξοι επενδυτές μεγάλων εμπορικών επιφανειών θα πρέπει να συνάπτουν έκθεση αποδεικνύοντας μεταξύ άλλων, την αναγκαιότητα της ανάπτυξης (σε σχέση με την υπάρχουσα ζήτηση και προσφορά) και την αξιολόγηση οικονομικών επιπτώσεων (impactassesment) στις υφιστάμενες επιχειρήσεις.
3.2 Ναπολεόντεια οικογένεια: Γαλλία
Η Γαλλία, και αυτή πήρε μέτρα σχετικά νωρίς για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ανάπτυξης μεγάλων εμπορικών επιφανειών σε μη αστικές περιοχές, αλλά με μια ποιο κανονιστική κατεύθυνση καθώς πέρα από τα κείμενα καθοδήγησης υπάρχει και σαφής νομοθεσία καθορισμού συγκεκριμένων ορίων και παραμέτρων Στις 27 Δεκεμβρίου 1973, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος n° 73-1193: “Loi d’ Orientation du Commerce et de l’Artisanat”,(«Νόμος για την κατεύθυνση του εμπορίου και της βιοτεχνίας»), γνωστός με το όνομα νόμος Ρουαγιέ,ο οποίος, υπαγόρευε πως για την δημιουργία εμπορικών χώρων μεγαλύτερων από 1.000τμ, σε κοινότητες με πληθυσμό μικρότερο των 40.000 κατοίκων, και αντίστοιχα για εμπορικούς χώρους μεγαλύτερους από 1500τμ για τους υπόλοιπους, πέρα από την άδεια οικοδόμησης απαιτείται και έγκριση από ειδική επιτροπή «Commission nationale d' équipement commercial» (Εθνική επιτροπή εμπορικού εξοπλισμού). Ο νόμος αυτός κρίθηκε πως δεν εφαρμόστηκε καταχρηστικά, και λανθασμένα καθώς την περίοδο 1974-1998 απορρίφθηκαν το 60% των αιτήσεων, ενώ παρατηρήθηκε μαζική κατασκευή κέντρων 990-999 τμ σε όλη την επικράτεια (Baar, 2002). H τάση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται όταν το 1983 η γαλλική βουλή ψήφισε νόμο διοικητικής μεταρρύθμισης, αποκεντρώνοντας φορολογικές λειτουργίες από το κεντρικό κράτος στους δήμους, υπήρξε η αντιφατική κατάσταση κατά την οποία οι δήμοι αφενός προσπαθούσαν να προσελκύσουν όσο των δυνατών περισσότερα και μεγαλύτερα καταστήματα, ενώ παράλληλα και να προστατεύσουν το μικρό εμπόριο τους. Το 1993 ο Νόμος Σαπέν (Loi Sapin), και το 1996 ο νόμος Ραφαρέν (Loi Raffarin) τροποποίησαν ουσιαστικά το νομοθετικό πλαίσιο. Το όριο των 1000 τ.μ. κατεβαίνει στα 300τ.μ. ενώ εισάγεται η «έρευνα δημοσίου οφέλους» (enquête d’ utilité publique) για καταστήματα άνω των 600 τ.μ. η οποία αποτελούσε μια ενδελεχή έρευνα της τοπικής και της περιφερειακής οικονομίας, με εξέταση στοιχείων της επένδυσης όπως: οι τοπικές σχέσεις προσφοράς- ζήτησης, οι επιπτώσεις στο υφιστάμενο εμπορικό δίκτυο, οι επιπτώσεις στην απασχόληση και τον ανταγωνισμό.
Τέλος ο νόμος Ραφαρέν βάζει τέλος στους δημοτικούς φόρους προερχόμενους από εμπορικές επιφάνειες. Ακόμα από το 1989 εισάγεται και ο φόρος FISAC Φόρος Παρέμβασης για τις Υπηρεσίες, τη Βιοτεχνία και το Εμπόριο –Fondsd’interventionpourlesservices, l’artisanatetlecommerce) ο οποίος υποχρεώνει περίπου 26.000 μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις ανά την γαλλική επικράτεια να καταβάλλουν φόρο για την στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για την ανθεκτικότητα τους στον έντονο ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με τους Δελλαδέτσιμα και Λουκάκη οι νόμοι στην Γαλλία, παρόλη την αυστηρότητά τους, δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν την τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να κατακτούν τις τοπικές αγορές των πόλεων, και έτσι σήμερα (2012) το 90% του μεριδίου της αγοράς βρίσκεται στα χέρια 10 επιχειρήσεων. Ακόμα, η πολιτική της Γαλλίας για ενδυνάμωση της πολιτικής ελέγχου για την ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών κέντρων έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική της Ε.Ε για το ζήτημα, γεγονός που ανάγκασε την ΕΕ τον Ιούλιο του 2005 να καταγγείλει το γαλλικό κράτος για το πνεύμα προβλεπόμενης ρύθμισης καθώς αντίβαινε στις κοινοτικές αρχές της «ελευθερίας εγκατάστασης» και της «ελευθερίας παροχής υπηρεσιών».
Σήμερα το νομικό πλαίσιο της Γαλλίας ρυθμίζεται από 2 νομικά έγγραφα: α)τον Εμπορικό Κώδικα (lecode de commerce) και τον Κώδικα Πολεοδομίας (lecode de l’urbanisme). Οι ρυθμίσεις και οι κανονισμοί υιοθετούνται από των διαφόρων επιπέδων κείμενα σχεδιασμού.
Το πλαίσιο εμπορικού-πολεοδομικού σχεδιασμού στην Γαλλία σήμερα χωρίζεται σε 3 άξονες: τον στρατηγικό σχεδιασμό, τον κανονιστικό σχεδιασμό και τις αδειοδότησεις, και σε καθένα από αυτά τα 3 στάδια καθορίζονται επιμέρους λεπτομέρειες για τον εμπορικό εξοπλισμό κάθε πόλης, την εμβέλεια της αγοράς κάθε πόλης, τις χρήσεις γης, την αρχιτεκτονική του τοπίου κ.α.
3.3 Η περίπτωση της Ελλάδας
Στην Ελλάδα το εμπόριο ρυθμίζεται μόνο με κανονιστικές ρυθμίσεις, αφού δεν υπάρχει κάποια εθνική στρατηγική κατεύθυνση για την καθοδήγηση του εμπορίου. Έτσι οι όποιες ρυθμίσεις υπάγονται στην νομοθεσία των χρήσεων γης, και τους νόμους για τις εμπορικές δραστηριότητες.
Έτσι, ο νόμος 2469/2014 στο άρθρο 7 και το άρθρο 8 ορίζει τις χρήσεις γης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων. Μελετώντας τις κατηγορίες των χρήσεων δεν παρατηρείται ιδιαίτερη μέριμνα προστασίας των κέντρων ή μεγάλης διαφοροποίησης των χρήσεων ανά περιοχές καθώς στην πλειοψηφία των κατηγοριών περιοχών του νόμου επιτρέπονται οι εμπορικές χρήσεις. Πιο συγκεκριμένα επιτρέπονται στο συντριπτικό σύνολο των οικιστικών και παραγωγικών περιοχών, ενώ για τις περιοχές προστασίας επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις συμβατότητας. Ομοίως καμία ιδιαίτερη μέριμνα δεν υπήρχε ούτε στο προηγούμενο νομικό καθεστώς χρήσεων γης (ΠΔ. 23.2/6.3.1987). Πιο συγκεκριμένα, βέβαια στο Ρυθμιστικό πλαίσιο της Αθήνας (Ν. 4277/2014), εισάγονται κάποιες στρατηγικές κατευθύνσεις για την ρύθμιση του εμπορίου (άρθρο 27) η πρώτη εκ των οποίων κάνει λόγο για ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων, κατά προτεραιότητα, εντός της πόλης, ενώ για τις εμπορικές επιφάνειες 5.000 τ.μ. και άνω προτεραιότητα αποτελεί η χωροθέτηση τους εντός αστικού ιστού και ειδικότερα στις περιοχές των πολεοδομικών κέντρων. Αντίστοιχες κατευθύνσεις διατυπώνονται και στο σχέδιο νόμου για το Ρυθμιστικό Πλαίσιο Θεσσαλονίκης (Μελέτη Επικαιροποίησης Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης) στο οποίο γίνεται λόγος για «ενίσχυση των πολεοδομικών κέντρων, με αποφυγή της γραμμικής ανάπτυξης εκτός κέντρων και ιδιαίτερα κατά μήκος των αξόνων του βασικού οδικού δικτύου», ενώ επισημαίνεται ότι «Η χωροθέτηση των εμπορικών επιφανειών μεγαλύτερων των 5.000 γίνεται εντός του αστικού ιστού και ειδικότερα στις περιοχές των πολεοδομικών κέντρων, με ενθάρρυνση της επανάχρησης υφιστάμενων κελυφών.».
Τα δύο αυτά πρόσφατα κείμενα εκτιμούμε πως κινούνται στην σωστή κατεύθυνση χρήσης της δυναμικής του εμπορίου προς όφελος των δύο αυτών αστικών μητροπόλεων.
Τέλος συγκεκριμένες οριζόντιες διατάξεις, που θυμίζουν την Γαλλική «νομοθετική» σχολή, διατυπώνονται στον νόμο 3377/2005 (με τις μετέπειτα τροποποιήσεις) ο οποίος αντικατέστησε τον 23/23/1995. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο λοιπόν όταν η εμπορική επιφάνεια ξεπερνάει κάποια όρια μεγέθους, σε συγκεκριμένες περιοχές, τότε απαιτείται αδειοδότηση από το τοπικό Νομαρχιακό συμβούλιο. Έτσι για τη Ρόδο, τη Κέρκυρας, το Νομό Χαλκιδικής, και τη Κρήτη το όριο για ανάγκη έγκρισης από το νομαρχιακό συμβούλιο είναι τα 1500 τμ εμπορικής επιφάνειας. Αντίστοιχα για τα νησιά , Κως, Λέσβος, Σάµος, Σύρος, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά και Λευκάδα είναι τα 500 τμ., ενώ για τα λοιπά νησιά της χώρας το όριο είναι στα 200τ.μ..
Στην συνέχεια λαμβάνεται υπόψη το πληθυσμιακό μέγεθος του κάθε δήμου και η απόσταση του καταστήματος από το κέντρο των δήμων. Έτσι για δήμους με πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους, εφόσον το κατάστηµα βρίσκεται σε απόσταση μέχρι είκοσι (20) χιλιόµετρα από το κέντρο των δήµων, το όριο για εμπορικά καταστήματα είναι 2.500 τ.μ., ενώ για μικρότερους δήμους (μέχρι 100.000 κατοίκους) ο όριο είναι στα 1.500 τ.μ..
Σύμφωνα με τους Δελαδέτσιμα και Λουκάκη η λογική, που υιοθετεί ο νόμος είναι αρκετά απλοϊκή καθώς στην γνωμοδότηση του οικείου επιμελητηρίου λαμβάνεται υπόψη, μόνο, το μέγεθος του καταστήματος και η απόστασή του από την κεντρική περιοχή του μεγαλύτερου Δήμου και το μέγεθος του δήμου. Ακόμα ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο 10, που εισάγεται ήδη από τον ν. 2323/1995, και τροποποιείται με το άρθρο 10 (παράγραφο 5) του ν. 3377/2005, το οποίο προβλέπεται ειδική μελέτη στην οποία καθορίζονται όπως επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό στην απασχόληση και την λειτουργία μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, την του όγκου και του τύπου της μονάδας προς το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής, η ύπαρξη οδικού δικτύου και λοιπών έργων υποδομής και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τις μετακινήσεις. Βέβαια οι το εν λόγω εδάφιο κρίθηκε αντισυνταγματικό καθώς δεν καθορίστηκαν με σαφήνεια ο συγκεκριμένος σκοπός δημοσίου συμφέροντος στην εξυπηρέτηση του οποίου αποσκοπεί το θεσπιζόμενο σύστημα με αποτέλεσμα οι κάθε τοπική διοίκηση να προβαίνει σε αποσπασματικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα τον χωροταξικό-πολεοδομικό σχεδιασμό σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
4. Αναζωογόνηση του εμπορικού κέντρου των πόλεων
Η ανάπτυξη των εμπορικών καταστημάτων μεγάλης κλίμακας, σε συνάρτηση με την περιφερειοποίηση και την τάση για ανάπτυξη στις παρυφές των πόλεων, έχει αλλάξει την αστική μορφή και ανάπτυξη των πόλεων παγκοσμίως. Η πληθυσμιακή αύξηση έχει προκαλέσει τις πόλεις να επεκτείνονται πέρα από τις παρυφές τους, και έτσι το μέλλον των κέντρων τους δεν είναι ευοίωνο. Σε κάποιες πόλεις, έχουν υιοθετηθεί νέα σχέδια αναζωογόνησης του κέντρου τους, αλλά σε κάποιες άλλες η δυναμική της αγοράς έχει αναδιαμορφώσει το σκηνικό του εμπορίου, με τους εμπόρους να προσπαθούν να αυξήσουν την ικανότητα προσαρμογής τους μέσω καινοτόμων στρατηγικών (Pendall, 2010).
Οι εμπλεκόμενοι φορείς χάραξης της πολιτικής έχουν προσπαθήσει να ενδυναμώσουν τις περιοχές του εμπορίου στο κέντρο της πόλης. Αυτό προσπάθησαν να το επιτύχουν προωθώντας νέα εμπορικά μοντέλα. Επιπρόσθετα, ακολουθήθηκαν σε αρκετές χώρες σημαντικές πολιτικές ενσωμάτωσης κέντρων των πόλεων με σοβαρά προβλήματα ανάπτυξης σε συγκεκριμένα εθνικά σχέδια ανάπτυξης, όπως τα κεντρικά σχέδια εμπορικής ανάπτυξης, και επίσης προσδιορίστηκαν οι διάδρομοι επιχειρηματικής βελτίωσης (BIDs) στα κέντρα των πόλεων, για την περαιτέρω βελτίωση των εμπορικών περιοχών (Robertson, 2007). Όσον αφορά τα BIDs συγκεκριμένα, αποτελούν εργαλεία αναζωογόνησης συγκεκριμένων εμπορικών περιοχών, όπου υιοθετήθηκαν αρχικά στον Καναδά, και μεταφέρθηκαν και στις ΗΠΑ την δεκαετία του ’60. Αποτελούν εργαλεία μικρής χρονικής διάρκειας, ευέλικτα, με στόχο την χρηματοδότηση μέσω μηχανισμών για την βελτίωση των εμπορικών περιοχών, συμπεριλαμβάνοντας μηχανισμούς φορολόγησης (De Magalhaes, 2012).
Επιπρόσθετα, περιλαμβάνουν μηχανισμούς επενδύσεων και συνεργασίας σε ιδιωτικές περιοχές. Ο στόχος τους είναι η παύση και η αντιστροφή της δραματικής επιδείνωσης της οικονομικής υγείας και της ποιότητας των πόλεων των ΗΠΑ, προσφέροντας υπηρεσίες καθαριότητας, επεκτάσεων πρασίνου και ασφάλειας, καθώς και κίνητρα για marketing (De Magalhaes, 2012).
Ως επιπλέον εργαλεία αναζωογόνησης των κέντρων των πόλεων χρησιμοποιούνται η εισαγωγή φορολογικών κινήτρων από τους Δήμους, η αλλαγή των ζωνών, και οι κανονισμοί στάθευσης, επιχειρώντας την περαιτέρω ενίσχυση του εσωτερικού των πόλεων και την αναζωογόνηση τους μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών (Larsen and Gilliand, 2008).
Στην Ελλάδα, ένα εργαλείο το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί για την αναζωογόνηση περιοχών των κέντρων των πόλεων αποτελούν και οι πεζοδρομήσεις. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, ο πρώτος καθαρά πεζόδρομος εμπορικού χαρακτήρα σε κέντρο αστικής περιοχής έγινε στην οδό Βουκουρεστίου στην Αθήνα (Κακολύρη, 2012).
Η δημιουργία πεζόδρομων συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη του ευρύτερου περιβάλλοντος της πόλης. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της πεζοδρόμησης η HassKlau (1993) αναφέρει ότι οι πεζοδρομημένες περιοχές χαρακτηρίζονται από τα πολύ χαμηλά επίπεδα χρήσης αυτοκινήτου, ελευθερία των κινήσεων, περισσότερες ευκαιρίες για αξιοποίηση του χώρου, ασφάλεια των μετακινουμένων, χαμηλά επίπεδα ρύπανσης και ατυχημάτων και αυξημένη κινητικότητα των πεζών.
Οι Brambilla και Longo αναφέρουν ότι οι πεζοδρομήσεις μπορούν να βοηθήσουν, μέσω συνδυασμού της βελτίωσης του λιανεμπορίου με τις νέες επενδύσεις στην ευρύτερη επιχειρηματική περιοχή (Brambilla and Longo, 1977).
Πιο πρόσφατα ο Whitehead κ.α., απέδειξαν σε μία μελέτη ότι ένας πεζόδρομος έχει θετική επίδραση σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες όπως απασχόληση, γραφεία, λιανικό εμπόριο και κατοικίες (Whiteheadatall, 2006). Έτσι γενικά στην Ελλάδα, οι περιοχές με εμπορικό χαρακτήρα δείχνουν να επωφελούνται περισσότερο, καθότι ο περιορισμός της πρόσβασης των οχημάτων έχει δείξει ότι οι εμπορικές δραστηριότητες αυξάνονται, λόγω της αύξησης του κύκλου εργασιών των καταστημάτων. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις αυξάνονται οι τιμές των ενοικίων των ακινήτων σε αυτές τις περιοχές, αλλά και δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται συνολικά το θέμα λόγω της μη ύπαρξης όλων των απαραίτητων υποδομών, ιδιαίτερα αυτών της κυκλοφορίας (Σίτη, 2011).
5. Μελέτες και εργαλεία αναζωογόνησης του κέντρου των πόλεων
Αρκετές χώρες έχουν ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την αναζωογόνηση του κέντρου των μεγαλύτερων πόλεών τους. Όσον αφορά την Ελλάδα, ακόμη δεν έχουν κατατεθεί σε μεγάλο βαθμό ικανοποιητικά σχέδια και μελέτες για την αναζωογόνηση των κέντρων των πόλεων της χώρας, ούτε καν των μεγαλύτερων εξ αυτών. Μετά από απαίτηση των τοπικών εμπορικών συλλόγων τη χώρας (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και Αλεξανδρούπολη), μέχρι το τέλος του 2015 αναμένεται να λειτουργήσουν, πιλοτικά, έξι (6) Ανοικτά Κέντρα Εμπορίου (ΑΚΕ) στις 6 προαναφερθείσες πόλεις, υπό την ευθύνη των τοπικών εμπορικών συλλόγων.
Η χωροθέτηση των ΑΚΕ έχει ήδη ολοκληρωθεί σε όλες τις πόλεις που πρόκειται να λειτουργήσουν και σ' αυτά θα συμμετάσχουν πάνω από 1.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις από όλους τους κλάδους.
Το πιλοτικό αυτό έργο συγχρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα του ΕΣΠΑ 2007-2013». Μέσω του προγράμματος περιλαμβάνονται δράσεις, όπως σήμανση οριοθετημένης περιοχής, κοινές εμπορικές δράσεις, ανάπτυξη εμπορικών πρακτικών προώθησης της επιχείρησης ή και προϊόντων της κάθε ωφελουμένης επιχείρησης ξεχωριστά, αναβάθμιση του δημόσιου χώρου, καθώς και πιθανή συνεργασία με τοπικούς, επαγγελματικούς και άλλους φορείς της πόλης.
Η δημιουργία Ανοικτών Κέντρων Εμπορίου ως στόχο έχει την οργανωμένη και συστηματική ανάδειξη και προβολή των παραδοσιακών εμπορικών κέντρων των πόλεων με συντονισμένες ενέργειες επικοινωνίας και ενημέρωσης, πολιτιστικής και κοινωνικής ευαισθητοποίησης με βασικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του αγοραστικού κοινού.
Τα Ανοικτά Εμπορικά Κέντρα που θα δημιουργηθούν θα βασίζονται στη συμμετοχή των επιχειρήσεων μιας περιοχής (μελών των οικείων εμπορικών ή επαγγελματικών συλλόγων), σε ενέργειες/δραστηριότητες στο πλαίσιο μιας ενιαίας πολιτικής ανάδειξης του εμπορικού κέντρου και εξυπηρέτησηςτων καταναλωτών. (ΦΕΚ 870 τεύχος Β’)
Όσον αφορά πόλεις του εξωτερικού οι οποίες έχουν ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την αναζωογόνηση των κέντρων των πόλεών τους, ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Σκωτία η οποία ανέπτυξε μέσω της κυβέρνησής της και της COSLA (the Convention of Scottish Local Authorities) το αντίστοιχο πρόγραμμα «Τown Center First Principle» το οποίο ξεκίνησε το 2013 και είχε ως στόχο την καθοδήγηση των ιδιωτικών κεφαλαίων προς τα κέντρα των πόλεων με σκοπό την αναζωογόνηση και την οικονομική ανάπτυξη των τοπικών αστικών κοινωνιών. Αναγνωρίζοντας πως όλες οι δραστηριότητες (ακόμα και οι εμπορικές) δεν είναι δυνατόν να χωροθετούνται αποκλειστικά και μόνο στα κέντρα των πόλεων, το μέτρο στοχεύει, μέσω στοχευόμενων και διαφανών διαδικασιών, στην καθοδήγηση μόνο των περισσότερο οικονομικά δυνατών επιχειρήσεων στα κέντρα των πόλεων. Το πρόγραμμα αυτό δεν θα εφαρμοστεί οριζόντια σε όλες τις πόλεις της Σκωτίας, αλλά θα αξιολογεί τις ιδιαίτερες δυνατότητες και ανάγκες της εκάστοτε πόλης, μετά από ανάλογη μελέτη.Το σχέδιο δράσης θα στηρίζεται σε 6 πυλώνες: κατοικία, αναζωογόνηση τοπικών οικονομιών, κοινότητες που επιχειρούν, ψηφιακή πόλη, δημόσιες υπηρεσίες, και δυναμικός σχεδιασμός. Κύριο ρόλο παίζουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς και οι συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
Επίσης, πέρα από σχέδια δράσης εκπονούνται μελέτες καταγραφής και αξιοποίησης του εμπορίου τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Ενδεικτικά παρουσιάζονται 2 μελέτες.
Η μία αφορά την μητροπολιτική περιοχή της Λυών, ενώ η άλλη αφορά την «χώρα» της Ουαλίας.
To “Town centers and Retail dynamics: Towards a revised retail planning policy for Wales” (2013) , αποτελεί μια προσπάθεια της Κυβέρνησης της Ουαλίας για την δημιουργία ενός εθνικού πλαισίου σχεδιασμού του εμπορίου, κινούμενο στα πλαίσια των κατευθύνσεων (PPS), του Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι λοιπόν, κάνοντας μια ποσοτική ανάλυση των στοιχείων προσφοράς και ζήτησης ώστε να κατανοηθούν τα καταναλωτικά μοτίβα και οι ρόλοι των εμπορικών κέντρων, μια πρόβλεψη μελλοντικών τάσεων, και μια ενδελεχή μελέτη των κυριότερων ουαλικών πόλεων, καταλήγει σε μια σειρά αποτελεσμάτων
Αρχικά τονίζεται η ανάγκη μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής προσέγγισης από την κυβέρνηση υποστηριζόμενη από σαφώς καθορισμένο νομοθετικό πλαίσιο, καθώς η ύπαρξη ισχυρού νομοθετικού πλαισίου διευκολύνει την τοπική διακυβέρνηση στην λήψη αποφάσεων για το κοινό συμφέρον.
Ως άκρως επιτυχημένα κρίνονται το εργαλείο του sequential test. Ακόμα η έρευνα αποφάνθηκε ότι η προσέλκυση δραστηριοτήτων αναψυχής μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την συγκέντρωση μικρο-εμπορίου σε μία κεντρική περιοχή. Επίσης, η εκτός πόλης χωροθέτηση επιχειρήσεων δεν χαρακτηρίζεται ως de facto αρνητικό στοιχείο, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που δρα συμπληρωματικά στο κεντρικό εμπόριο, αποφορτίζοντας (κυρίως με την παροχή αρκετών θέσεων parking) το φορτισμένο κέντρο.
Τέλος, θετική κρίθηκε και η τακτική «ενεργής πολεοδομίας του εμπορίου», όταν και ουαλικός δήμος αποφάσισε από μόνος του την κατασκευή μεγάλου παραδοτέου εμπορικού χώρου χώρο στα όρια του κέντρου της πόλης για την μετέπειτα αξιοποίηση του από εμπορική αλυσίδα. Με την τακτική «το μη χείρον βέλτιστο», απέτρεψε την ανεξέλεγκτη εμπορική ανάπτυξη, δίνοντας μια λύση της οποίας τα αρνητικά αποτελέσματα θα ήταν υπολογισμένα και ευκολότερα διαχειρίσιμα. Τέλος, στην Γαλλία, η νομοθεσία επιβάλει συγκεκριμένες μελέτες εμπορίου ανά επίπεδο σχεδιασμού. Στο πολεοδομικό σκέλος εκπονούνται μελέτες SDUC (SchemaDirecteurd'Urbanisme Commercial- Σχέδια εμπορικής αστικής ανάπτυξης) τα οποία, επιβάλλονται από τον Αστικό Κώδικα (Code de l’Urbanisme) αποτελούν σχέδια τα οποία ρυθμίζουν μεταξύ άλλων και την κατοικία, τις μετακινήσεις το περιβάλλον και την χωρική αστική οργάνωση υπό το πρίσμα της εμπορικής δραστηριότητας. Τα πλαίσια αυτά περιλαμβάνουν ανάλυση ποσοτικών (δημογραφικών, καταναλωτικών και εμπορικών) στοιχείων, στοιχείων ζήτησης, προσφοράς, ροών προϊόντων και καταναλωτών, για την κατανόηση του προφίλ κάθε αστικής περιοχής. Εν συνεχεία προβάλλεται το όραμα για την περιοχή, δηλαδή τον αναπτυξιακό στόχο κάθε πόλης καθώς και τον ρόλο του στις διακοινοτικές λειτουργίες, και τέλος δίνουν κατευθύνσεις για την χωροθέτηση του εμπορικού εξοπλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το SDUC της Λυών, σύμφωνα με το οποίο στόχος της πόλης είναι η δημιουργία νέων εμπορικών ισορροπιών, πολύ-πολικό εμπόριο με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών κοντά στην κατοικία τους, για την εξοικονόμηση καυσίμων καθώς και για την οικολογική αειφορία, ενώ κρίνεται σημαντική η ελκυστικότητα της πόλης μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου, εξ ου και η προσπάθεια δημιουργίας πόλων διαπεριφερειακής εμβέλειας. 6. Συμπεράσματα
Η εν λόγω εργασία σκοπεύει να προωθήσει τον προβληματισμό σχετικά με την πολεοδομία του εμπορίου, δηλαδή τον τρόπου που διαρθρώνεται το εμπόριο στις πόλεις έτσι ώστε να αποτελεί παράγοντα αναζωογόνησης, αναγέννησης αλλά και κάλυψης των κοινωνικών αναγκών των καταναλωτών. Το πρόβλημα της υποβάθμισης του κέντρου ήταν υπαρκτό στις ελληνικές πόλεις από τις αρχές του 00’, με την απομάκρυνση επιχειρήσεων προς όφελος των χαμηλών ενοικίων των αστικών περιφερειών, ενώ επιδεινώθηκε τα τελευταία 6 χρόνια, με την οικονομική ύφεση της χώρας. Η ανάγκη για αναζωογόνηση και επαναφορά των χρήσεων στα κέντρα των πόλεων έχει επισημανθεί από αρκετούς ερευνητές, όμως δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμα οι αποδοτικές πρακτικές επίλυσης αυτού του προβλήματος. Κατά την γνώμη μας, η χώρα μας βρίσκεται ακόμα σε πρωτόλεια στάδια αντιμετώπισης του φαινομένου, στο επίπεδο τόσο του νομοθετικού πλαισίου, όσο και των πρακτικών εφαρμογής. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για γενναία παρέμβαση στον κλάδο του εμπορίου με ένα πλαίσιο που θα ρυθμίζει ουσιαστικά τον ανταγωνισμό, προς όφελος των τοπικών κοινωνιών, καθώς κοινό τόπο αποτελεί η πεποίθηση πως η απορρυθμισμένη οικονομία όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει λύση αλλά δυσχεραίνει περεταίρω το πρόβλημα των χωρικών ανισορροπιών.
Σε ότι έχει να κάνει με το νομοθετικό πλαίσιο, αν και ο νόμος 3377/2005 με τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, κινείται σε κατεύθυνση προστασίας των κεντρικών περιοχών των πόλεων, εκ των αποτελεσμάτων κρίνεται ως μάλλον ανεπαρκής. Η υιοθέτηση του εργαλείου sequential test από την αγγλική νομοθεσία, ίσως μπορεί να αποτελέσει μια δυναμική προσθήκη στην προσπάθεια επαναφοράς των εμπορικών χρήσεων στα κέντρα. Ακόμα σημαντικό στοιχείο για την καλύτερη και ολόπλευρη αντιμετώπιση του εμπορικού τομέα, μπορεί να αποτελέσει η υιοθέτηση της γαλλικής φιλοσοφίας σχεδιασμού, στην οποία εμπεριέχονται στόχοι για τον εθνικό εμπορικό τομέα, σε όλα τα επίπεδα πλαισίων. Σε ότι έχει να κάνει με τις σχετικές εμπορικές μελέτες και πρακτικές αναζωογόνησης, από το 2010 έχει ξεκινήσει από την ΕΣΕΕ η παρατήρηση των υφεσιακών τάσεων σε επιλεγμένες πόλεις της Ελλάδα, γεγονός που κρίνεται θετικό σαν πρώτο βήμα αντιμετώπισης του προβλήματος. Πρακτικές κατεύθυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων στα κέντρα, μέσω φορολογικών κινήτρων, μίξη εμπορικών χρήσεων με χρήσεις αναψυχής, οι πρωτοβουλίες εμπορικών συλλόγων ανά την Ελλάδα για δημιουργία Ανοιχτών Κέντρων Εμπορίου μπορούν να αποτελέσουν λύση του προβλήματος, να επαναφέρουν την ζωή στα κέντρα των πόλεων και να τα επανακαταστήσουν ως πόλους ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Βέβαια, ανεξαρτήτου της ύπαρξης πολιτικής βούλησης αναζωογόνησης των κέντρων ή όχι, τα «λουκέτα» στα κέντρα των πόλεων είναι κατά βάση απόρροια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης της χώρας, και ως εκ τούτου η λύση του προβλήματος δεν μπορεί να είναι τομεακή, αλλά πρέπει να αφορά συνολικά την χώρα, και την έξοδο της από το ατέρμονο «σπιράλ» της καταστροφικής αυτής ύφεσης.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
- Δελαδέτσιμας Α. και Λουκάκης Δ., (2012) ‘Η πολιτική για τα εμπορικά κέντρα στην Ευρώπη’, Αθήνα: ΙΜΕ ΓΕΣΕΒΕ
- Σαγιάς et al., (2012) ‘Η εξέλιξη του λιανικού εμπορίου 1978-2011. Οργανωτική-λειτουργική αναδιάρθρωση και χωροκοινωνικές επιπτώσεις’, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ΙΝΕ ΕΣΕΕ
- Κακολύρη, Θ.Α. (2012), ‘Δίκτυα πεζόδρομων: Ένα εργαλείο βιώσιμης αστικής ανάπλασης. Ερευνητική Εργασία.’,Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη
- Σίτη, Μ. (2011), ‘Επιπτώσεις από την πεζοδρόμηση κεντρικών εμπορικών οδών. Το παράδειγμα του Χαλανδρίου’, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, Τομέας Γεωγραφίας και Περιφερειακού Σχεδιασμού
Ξενόγλωσση
- Anon, (2010), ‘IKEA Presents Sustainability Report 2009.(Report)’, Global Warming Focus.
- Baar, K. (2002), ‘Legislative Tools for Preserving Town Centres and Halting the Spread of Hypermarkets and Malls Outside of Cities’, Νέα Υόρκη: Institute for Transport and Development Policy.
- Brambilla, R.and Longo G. (1977), ‘For pedestrians only: Planning, design, and management of trafficfree zones’, Whitney Library of Design (New York).
- Cars, G.and Von Sydow A. (2001),‘Governance and partnerships in Sweden/The planning process, Swedish planning - in times of diversity’, Swidish Society for Town and Country Planning.
- Collomb, G., Mercier M., Mathiolon G., Audurand, A., (2008), ‘Schema Directeur’ Commission of the Εuropean Communities (CEC) (2010), ‘Making our cities attractive and sustainable, How the EU contributes to improving the urban environment’ d’Urbanisme Commercial de la metropolelyonnaise 2009 – 2015, Lyon
- England, J., (2012),‘Retail Impact Assessment: A Guide to Best Practice’,London: Routledge
- Fisher, G. W. (1996),‘The worst tax?A history of the property tax in America’,Lawrence: University Press of Kansas
- Genecon, LlywodraethCymru Welsh Goverment (2014),‘TownCentres and Retail Dynamics: Towards a Revised Retail Planning Policy for Wales’, Cardiff
- Gerend, J. (2009),‘The Logic Behind Germany’s Intricate Retail Planning Regulations: Preserving Synergy and Vitality in Central Shopping Areas’, ICSC Research Review, 16(2), pp. 119-140.
- Geyer, H. (2011),‘The Retail City in Greater Birmingham - The changing face of urban retail districts as a result of retail-led regeneration and containment policy’, European Regional Science Association
- Gibbs, J., (2012),‘Urban retail Planning and Development’, New Jersey : John Wiley and Sons Inc.
- Guy, C. (1994), ‘The retail development process: Location, property, and planning’,Boston: Routledge
- Hass-Klau, C. (1993), ‘Impact of Pedestrianization and Traffic Calming on Retailing’,Transport Policy, 1, 21-31
- Jean-Marc Ayrault, J., (2012), ‘SchémaDirecteur de l’UrbanismeCommercial de Nantes Métropole’, Nantes
- Jean-RenιEtchegaray, (2010), ‘Seminaire Scot No 3 : Le commerce : un enjeud’aménagement du territoire’, Bayonne
- Jong, W., (2002), ‘The theory and practice of institutional transplantation: experiences with the transfer of policy institutions’, Dordrecht: Kluwer Academic Publishers.
- Kenyon, D., Langley, A., Paquin, B. (2012),‘Rethinking Property Tax Incentives for Business, Lincoln Institute of Land Policy Krmenec, A. J. (1991), ‘Sales tax as property tax relief? The shifting onus of local revenue generation’Professional Geographer, 43, pp. 60-67.
- Lalenis, K., Jong, M.D., Mamadouh, V. (2002),‘Families of Nations and Institutional Transplantation.’ The GeoJournal Library The Theory and Practice of Institutional Transplantation, pp 33–52.
- Lewis, P. G. (2001), ‘Retail Politics: Local Sales Taxes and the Fiscalization of Land Use’, Economic Development Quarterly, 15 (1), pp. 21-35.
- Martigny, C. and Ruault J., (2012),‘Urbanismecommercial :Une implication croissante des communautesmais un cadre juridique a repenser’, AdCF
- Neda, K., (2006),‘Evaluation of the Retail Planning Policy in Nottingham, UK.’,Geographical Review of Japan, 79(13), pp786–808.
- Newman, P. and Thornley, A. (1996),‘Urban Planning in Europe; International competition, national systems and planning projects’, London: Routledge.
- Reynolds, J. andCuthbertson, R., (2014),‘Retail and Wholesale: Key sectors for the European economy’Oxford: Institute of Retail Management
- The Scottish Government (2013),‘Town Centre Action Plan – the Scottish Government response’
- Vanderbilt, T., (2011), ‘Living Large Driving Less’, Sierra, 96 (4)., p. 42
- Whitehead, T. Simmonds, D. Preston, J. (2006), ‘The effect of urban quality improvements on economic activity’, Journal of Environmental Management
2323/95 (ΦΕΚ-145 Α') : Υπαίθριο εµπόριο και άλλες διατάξεις.
3377/2005 (ΦΕΚ 202/Α'/19.8.2005) Αρχές και Κανόνες για την εξυγίανση της λειτουργίας και την ανάπτυξη βασικών τομέων του εμπορίου και της αγοράς - Θέματα Υπουργείου Ανάπτυξης.
4269 /2014(ΦΕΚ Α' 142/28-6-2014), Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση - Βιώσιμη ανάπτυξη.
ΠΔ. 23.2/6.3.1987 (ΦΕΚ 166 Δ’) Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης.
Article 87 oftheECTreaty
Le code de commerce
Le code de l’urbanisme
Loi de Modernisation de l’ Economie–Renforcer les aides en faveur du commerce de proximité), 1989
LOI n° 2014-626 Loi n° 73-1193
Planning Policy Guidance Note No 6 - PPG 6, 1996
Planning Policy Statement 4
Policy and Planning Guidance 5 - PPG 5, 1977 Policy and Planning Guidance 5 - PPG 5, 1977
#Εισήγηση στο 4ο συνέδριο πολεοδομίας - χωροταξίας στο Βόλο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.