Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Μυθοπλασία και Πολεοδομία: Ανιχνεύοντας πνευματικές καταβολές στη θεωρία του αστικού σχεδιασμού

#ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Σχολή Αρχιτεκτονικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ήδη από τη μεσοπολεμική περίοδο - κατά τις δεκαετίες διάδοσης και ωρίμανσης του Μοντέρνου -φθάνοντας έως το σήμερα, στα πεδία της αρχιτεκτονικής θεωρίας πρωτοστατούν αλληλοαναιρούμενες, αντικρουόμενες ή ετεροθαλείς ερμηνείες ως προς ζητήματα αστικού σχεδιασμού, πολεοδομικής οργάνωσης ή ανάπτυξης, εκφέροντας αναπόφευκτα διαφοροποιημένες καταβολές, φιλοσοφικές ή εν γένει στοχαστικές. 
Κοινό τόπο για τις εκάστοτε θεωρήσεις περί πολεοδομίας και αστικού σχεδιασμού αποτελεί η ψυχολογική ανάγκη για τη συγκρότηση ενός ολιστικού «οράματος» ως αφετηρία σκέψης. Στον προσδιορισμό του εκάστοτε οράματος εντοπίζεται το ζήτημα της αναφερόμενης «μυθοπλασίας» η οποία κάθε φορά «εφευρίσκεται» - έστω και αν ενίοτε συνίσταται απλώς σε συνέκδοχα μιας ενιαίας «πρόθεσης» η οποία, υπό εναλλακτικές μορφές, δυνητικά επανέρχεται.
Συγκεκριμένα, ο ιστορικός Joseph Rykwert, με πρώτιστη αναφορά το περίφημο βιβλίο «Η Ιδέα μιας Πόλης», και στα πλαίσια δριμείας κριτικής του μοντερνισμού, επαναφέρει, μάλλον αυθόρμητα, μια ανθρωπολογική εξέταση του «αστικού φαινομένου», με έμφαση στις μυθοπλασίες, τα μεταφυσικά άγχη και τις λατρευτικές, θεολογικές ή και θρησκευτικές πεποιθήσεις του ρωμαϊκού ή και άλλων προγενέστερων αρχαίων πολιτισμών, προς αναζήτηση προ-καπιταλιστικών κοινωνικών και πνευματικών δομών που δυνητικά επηρεάζουν ή και προδιαγράφουν την εξέλιξη μιας πόλης και την ανάδειξη μιας κάποιας αστικότητας.
Παράλληλα, σε εναλλακτικές προσεγγίσεις από το θεωρητικό Colin Rowe, και με αιχμή τα αναγνώσματα του περίφημου βιβλίου Collage City, παρουσιάζεται μια κριτική επανεξέταση πολεοδομικών τάσεων και αρχών του Μοντέρνου, σε συσχετισμό με αντίστοιχες αναφορές ή αναζητήσεις της αναγεννησιακής περιόδου αλλά και με αρχέτυπα της ρωμαϊκής περιόδου. Συνεχίζοντας χρονολογικά, σχεδόν, τις μελέτες του Rykwert, ο Colin Rowe εν τέλει ιχνογραφεί τη συνάφεια της πνευματικής κληρονομιάς του Διαφωτισμού και του μοντέρνου κινήματος καταδεικνύοντας τα αίτια «αποτυχίας» των όποιων οραμάτων εκμοντερνισμού.
Στο παρόν κείμενο συγκροτούνται βασικοί άξονες κριτικής σκέψης που αρθρώνονται κυρίως με εφαλτήριο τα ως άνω αναγνώσματα των C. Rowe και J. Rykwert ως προς την παρακαταθήκη του Μοντέρνου, δίνοντας έμφαση στην αδιάκοπη και αδιάληπτη μυθοπλασία, ήτοι την ανάγκη γένεσης παραδοξολογικών νοηματικών πλοκών, μυθευμάτων, που τίθενται είτε ως συλλογική αφετηρία ή είτε ως αναδρομική ερμηνεία πεπραγμένων.
Για την κατανόηση της εντυπωσιακής διάδοσης ενός μυθοπλαστικού Zeitgeist στα πλαίσια του Μοντέρνου, αλλά και για την τεκμηρίωση της σημαντικής του όρου «μυθοπλασία», εξετάζονται ευρύτερες εκφάνσεις του φαινομένου με κύρια επιτακτική αναφορά στην παράλληλη άνθιση της ψυχανάλυσης. Μέσω μιας επισκόπησης της ψυχαναλυτικής θεωρίας, αποτολμώνται πρωταρχικές προσεγγίσεις του «μυθοπλαστικού» περιεχομένου, και αναγνωρίζεται η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική θεωρία όχι μόνο ως πεδίο αποτύπωσης μεταφυσικών προσεγγίσεων, αλλά ως προέκταση «θεολογικών» μάλλον στοχασμών καθαυτών, οι οποίοι κι αντανακλώνται στο ανθρωπογενές περιβάλλον μέσω του σχεδιαστικού έργου. Καθώς οι μυθοπλαστικές θεματικές επανέρχονται και αποδεικνύονται ιδιαιτέρως εστιασμένες στη σχέση του ανθρώπου με το «υπερβατικό», η μυθοπλασία εδραιώνεται ως ουσιώδες στοιχείο της σχεδιαστικής πράξης και ως κεντροβαρικό κίνητρο αστικής μεταμόρφωσης.

1. Εισαγωγή: Τρεις ή περισσότερες δυνητικές ανατροπές

1.1 Ανατροπή 1η: ο μύθος ως Λόγος;
Ο όρος «μύθος», προελληνικής μάλλον καταγωγής και ετυμολογικά συγγενής των λέξεων μύηση, μυστικό κ.α., φέρει ιδιαίτερη βαρύτητα. Αν και στην κοινή γλώσσα κατέχει την έννοια της φανταστικής αφήγησης, εξετάζοντας επιγραμματικά τη νοηματική πορεία του, ανακαλύπτουμε ότι αρχικά επρόκειτο για συνώνυμο του κρίσιμου όρου «λόγος», ενώ παράλληλα σήμαινε συμβουλή και γνώμη. Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ξεκινά συγκεκριμένα με την περίφημη ρήση «Έν άρχη ήν ό Λόγος» η οποία και αν αναδιατυπωνόταν υπό την έννοια του μύθου στην Ομηρική γλώσσα, μάλλον θα έγραφε «Έν άρχη ήν ό Μΰθος». Στην προσωκρατική φιλοσοφία, ο Λόγος ήταν η «αρχή» που κυβερνούσε τον κόσμο. Για τους Στωικούς αντίστοιχα, ο Λόγος ταυτίζεται με το Θεό, θέση που ενυπάρχει στην Ορθοδοξία ή στο Χριστιανισμό εν γένει, όπως μαρτυράται στη διατύπωση με την οποία συνεχίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «θεός ήν ό Λόγος». Υποκλέπτοντας τη σχέση και αντιστοιχία αυτή της έννοιας του «λόγου» με τον όρο «μύθος» διαφαίνεται με άλλο τρόπο η ήδη κατανοητή συσχέτιση του μυθικού με το θεϊκό, αλλά και μια ιδιότυπη σχέση με το λογικό.

1.2 Ανατροπή 2η: το Μοντέρνο ως θρησκεία;
Αν και σύμφωνα με τα παραπάνω η έννοια της μυθοπλαστίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνώνυμο της θεογονίας, στα πλαίσια μιας επιστημονικότερης προσέγγισης η επιλογή της λέξης μυθοπλασία θα ερμηνευόταν ως μάλλον εύσχημος τρόπος περιγραφής της «πίστης» ή αφοσίωσης σε μια ενιαία «αρχή» - ή σειρά αρχών - η οποία αποτελεί ανθρώπινο επινόημα. Η μυθοπλαστία αποτελεί με άλλα λόγια όρο πολιτικά ορθό, πιθανώς και διπλωματικό μέσο, ώστε να διατυπωθεί μια ήδη θρησκευτικού ύφους διάρθρωση των ιδεολογημάτων ή διακηρύξεων του εκάστοτε avant garde - προωθημένου κινήματος - όπως τουλάχιστον αυτά μαρτυρώνται και καταγράφονται κατά τον τελευταίο αιώνα στα πεδία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.
Η διπλωματικότητα αυτή καθίσταται εν μέρει επιβεβλημένη δεδομένου ότι η έννοια του θεολογικού στοιχείου θεωρείται ατυχώς από κάποιους ως εκλιπούσα και αναχρονιστική, αν και τελικά διαφαίνεται αξεπέραστη και εγγενής της ανθρώπινης φύσης. Όμως η σχεδόν θρησκευτική διάρθρωση αποτελεί εν τέλει αναπόσπαστο γνώρισμα και του Μοντέρνου, όπου ενυπάρχουν έννοιες μάλλον θεοκρατικού τόνου: οι όροι του δόγματος και του δογματικού, του σωτήρος και του μεσσιανικού, του προφητικού λόγου, του καινού και αισίου σε αντιπαραβολή με το παλιό και κίβδηλο, ή του μανιφέστο ως ξενικό συνώνυμο του ευαγγελικού.

1.3 Ανατροπή 3η: η μυθοπλασία ως επιστήμη;
Προφανώς η αναγνώριση ενός τέτοιου αφετηριακού στοιχείου που υπερβαίνει τη συμβατική λογική και εν γένει την υλική φύση αποτελεί ζήτημα αινιγματικό ως προς τη διαχείρισή του, και συνεπώς επικοινωνιακά ευαίσθητο θέμα. Η επαναφορά του θεωρητικού λόγου για την πόλη και το αστικό περιβάλλον σε τέτοια θεμελιώδεις προβληματισμούς, αποτελεί μάλλον αμφιλεγόμενο εγχείρημα, το οποίο όμως υπεραμύνεται το παρόν κείμενο σθεναρά 1.
Ακόμη και αν αγνοήσουμε τα για πολλούς παρελθόντα πεδία του θεολογικού ή θρησκευτικού και εστιάσουμε στη - συγκριτικά απενοχοποιημένη - έννοια του οντολογικού, η «μυθοπλαστία» επανέρχεται και αναδιατυπώνεται στη σύγχρονη εποχή ακόμη και ψυχαναλυτικά ως εννοιολογική βάση και ως υπόβαθρο μιας εν γένει μεταφυσικής σκέψης· ως «φαινόμενο» ανεξάρτητο μεν, αλλά σταθερά επανεμφανιζόμενο δε· ως εργαλείο αυτό-ανάλυσης στο οποίο έμμεσα ανιχνεύονται οι πνευματικές καταβολές του ανθρώπινου έργου. Ο όρος «μυθοπλασία» διατυπώνει λοιπόν αυτό που θα αποκαλούσαμε ως υπερφυσικό στοιχείο και την επενέργεια αυτού στην ανθρώπινη σκέψη και πράξη.


2. Μοντερνισμός και Ψυχανάλυση: Προοίμιο
Η ψυχανάλυση και ο μοντερνισμός χαράσσουν βίους παράλληλους. Οι κύριοι πρωτοπόροι 2 τους ήταν κατά κάποιο τρόπο σύγχρονοι, εν γένει μέλη μιας ενιαίας γενιάς αλλά και πρωτεργάτες μιας ιδιαίτερα ανήσυχης πνευματικής περιόδου κυρίως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αυτό όμως δεν αποτελεί απλώς τυχαίο ή στατιστικό γεγονός, αλλά απεικονίζει ένα αναπόφευκτο στάδιο εξέλιξης σε μια δυναμική πορεία ωρίμανσης αιώνων. Η ψυχανάλυση μπορεί να εξεταστεί ως έκφανση του Μοντέρνου επί των θεωρητικών και πειραματικών πεδίων της ψυχιατρικής.
Η άνοδος του λεγόμενου «ψυχολογικού» ανθρώπου (Frampton, 2006) λογίζεται παράλληλη με την εδραίωση και διάδοση της μοντέρνας πραγματικότητας. Ως παράγωγο του Διαφωτισμού, η μοντέρνα εποχή 3 στοιχειοθετεί την πρωτοκαθεδρία του ορθολογισμού, της καρτεσιανής λογικής και τη σταδιακή προώθηση του καταναλωτισμού και της προσωπικής ευημερίας ως πρότυπα ικανά αλλά και εφικτά για ολοένα αυξανόμενα πλήθη. Στο πνεύμα αυτό, το θρησκευτικό στοιχείο αποχαρακτηρίζεται ως σχεδόν δεισιδαιμονικής φύσης εκλιπούσα μνήμη άλλων εποχών. Καθώς ανά την Ευρώπη η χριστιανική θρησκεία καταρρακώνεται από την πολλαπλότητα νέων αιρέσεων, στον αντίποδα η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου αδιαμφισβήτητα παρέχει κατάλληλες συνθήκες και ικανό χρόνο για εκ νέου πνευματικές αναζητήσεις. Οι μεταφυσικοί προβληματισμοί που αναπόφευκτα εγκυμονούνται, σταδιακά γεννούν την υπό συζήτηση εκρηκτική περίοδο ανατροπών στις τέχνες, την αρχιτεκτονική ή την φιλοσοφία, σε ένα ανατρεπτικό πλαίσιο που σε κρίσιμο βαθμό εκφράζεται και με τη γένεση της ψυχανάλυσης.
Αυτές είναι οι εκφάνσεις ενός «Μοντέρνου» που αφενός θεμελιώνεται στη χειραφέτηση του ιδιώτη, ή του ατόμου, και στις νέες υλικοτεχνικές δυνατότητες που πλέον βρίσκονται στη διάθεση ολοένα και πολυπληθέστερων μαζών, και αφετέρου αναλίσκεται, ολοένα και εντονότερα, σε μια εμμονική μάλλον παραδοξολογία η οποία εντυπωσιάζει, καθώς αναζητά πνευματικές βάσεις και αναφορές σε απρόσμενα ή «πρωτογονικά» πεδία, αψηφώντας και αγνοώντας επιδεικτικά τις προσεγγίσεις πολλών αιώνων προς τα ίδια μεταφυσικά ζητήματα 4.

3. Η επανεφεύρεση του μεταφυσικού στη μοντερνικότητα
3.1 Η ψυχανάλυση ως μεταφυσική;

Αν το μεταφυσικό οριστεί ως το πέρα από το πραγματικό ή ρεαλιστικό, τότε η ονοματοδοσία του καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού κινήματος του υπερ-ρεαλισμού - το οποίο και αναπτύσσεται παράλληλα με τον αρχιτεκτονικό μοντερνισμό αλλά και την ψυχανάλυση -ομολογεί καθαυτή κι επακριβώς τη νέα ζέση για το μη-υλικό, το μη-φαινομενολογικό, για το πνευματικό, το μη-λογικό, το παράλογο, το παράδοξο και το υπερβατικό. Αν όμως ο σουρεαλισμός ειδωθεί ως έμμεσο μόνο πεδίο ψηλάφησης του πνευματικού και του ψυχικού, τότε παραμένει ως αμιγώς δημιουργικό πεδίο στο οποίο και μπορεί να δοθεί μερική μόνο βάση ως προς το βάθος, τη συνέπεια ή τη σοβαρότητα αλλά και την επιστημονικότητα τέτοιων αναζητήσεων. Άρα η ψυχιατρική, η ψυχολογία και η ψυχανάλυση 5 σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελούν κατεξοχήν τομείς μελέτης του ψυχικού και του πνευματικού, εντός αποδεκτών πλαισίων της επιστήμης.
Από τους τρείς όρους, ο πλέον πειραματικός, στοχαστικός, θεωρητικός αλλά και ο λιγότερο τεκμηριωμένος από κλινικής πλευράς - εμπρόθετα ενδεχομένως - παραμένει η ψυχανάλυση, η οποία χαίρει όμως ευρείας αναγνώρισης ως επιστημονική περιοχή αλλά και ως αγωγή ή πρακτική 6. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν την ψυχανάλυση 7 ως ιδανικό όχημα προσέγγισης της έννοιας του ψυχικού και της μυθοπλασίας συγκροτημένα ή και επισταμένα, μέσα στο αυτό πολιτισμικό και χρονολογικό πλαίσιο με το μοντερνισμό. Αν η όποια υπεράσπιση της έννοιας της μυθοπλασίας περιχαρασσόταν σε επισημάνσεις επί αρχιτεκτονικών, πολεοδομικών, ή καλλιτεχνικών έργων, το σχετικό επιχειρηματολόγιο, ειδικά στα πλαίσια μιας σύντομης εισήγησης, διέτρεχε κίνδυνο να κατηγορηθεί για την επιλεκτική προώθηση μεμονωμένων έργων ή αποκλινουσών περιπτώσεων ως γενικούς κανόνες.
Κρίσιμο πρώτο εγχείρημα εδώ, δεδομένου ειδικότερα του μεταφυσικού προβληματισμού, θα ήταν πρώτιστα να εξεταστεί η εκφορά της έννοιας της ψυχής στα πεδία της ψυχανάλυσης.

3.2 Η ψυχανάλυση ως άλλη θεολογία
Με την καθίδρυση της ψυχανάλυσης λοιπόν επανεφευρίσκεται η έννοια της ψυχής εντός του Μοντέρνου, σε ένα πλαίσιο λατρείας του πραγματιστικού, καθώς έχει ήδη διακηρυχθεί μερικές δεκαετίες πριν ο αποκαλούμενος θάνατος των θρησκειών (Νίτσε, 1999). Πολλοί μάλιστα ανάγουν την ψυχανάλυση σε άλλη θρησκεία, αφού κι αυτή διαθέτει ιερά κείμενα, ακλόνητες μορφές, σαφή ιεραρχία, «εκκλησίες» ή και αιρέσεις, μαθητές, διδάσκαλους και αποστόλους, πίστεις ή παραδόσεις, μυστική γνώση αλλά και τελετουργική δομή, προβαίνει σε αποκαλύψεις αληθείας, εξομολογήσεις, ενώ οι στόχοι της παραμένουν τελεολογικής φύσης. Ενδεικτικά, στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και θρησκεία» ο ψυχολόγος Erich Fromm, αποφεύγοντας να διαχωρίσει μεταξύ επιμέρους δογμάτων, εξετάζει τη θρησκεία ως ένα ενιαίο αμφισβητούμενο μέτωπο, αλλά κυρίως ως πεδίο επανάπαυσης ως υποδεέστερη κατηγορία του πνευματικού· ως υπεκφυγή, που ενίοτε επιλέγεται από «ασθενείς» αντί των δυσκολότερων ή και γενναιότερων ψυχικών προκλήσεων της ψυχανάλυσης (Fromm, 1950).

3.3 Η ψυχανάλυση ως μυθοπλασία
Μέσω έμφασης στη μυθοπλαστική επιδιώκεται, στα πλαίσια της ψυχανάλυσης, μια επίμονη, αποφασιστική και ιδιαιτέρως δεσμευτική ανασύνταξη παλαιότατων μύθων που οι πρωτεργάτες της επαν-εισηγούνται και μέσω αυτών «εξηγούν» εκ νέου τα περί του ανθρώπου. Οι σχέσεις της ψυχανάλυσης με τη μυθολογία (Segal, 1999) συνιστούν ιδιαίτερο πεδίο διερεύνησης. Επιχειρείται εδώ μια σχετική εξέταση και μια γενική μόνο επισκόπηση, που στοχεύει στην κατανόηση της ηθελημένης, αλλά μάλλον και αναπόφευκτης, σχέσης των σύγχρονων θεωρητικών προσεγγίσεων (Detienne, 1981) με την αυτή έννοια της μυθοπλασίας.
Ενδεικτική πρώτη υπόμνηση μπορεί να αποτελέσει και η θεματική διεθνούς συνεδρίου για την «Ιστορία και τη λειτουργία των μύθων στην ψυχανάλυση» 8 που οργανώθηκε στην Ελλάδα πριν μια δεκαετία σχεδόν.
Η σχέση της ψυχανάλυσης με την έννοια του μύθου διακατέχεται από ένα παράδοξο. Ενώ ο σύνθετος όρος (ψυχή +ανάλυση) εδραιώνεται στο βαρυσήμαντο αρχαίο ελληνικό λήμμα ψυχή, λέξη με προφανείς θεολογικές καταβολές - πρωτίστως από την αρχαιοελληνική θρησκευτική κοσμοθεωρία όσο και μετέπειτα από τη χριστιανική πίστη - πλέον η ψυχανάλυση, ως πεδίο έρευνας και πρακτικής, αποσυνδέει, μάλλον βίαια, τις αντιλήψεις περί ψυχής από τις ευρύτερα αποδεκτές προσεγγίσεις του θείου· από εδραιωμένες θρησκευτικές κατατάξεις.
Είναι ίσως ενδεικτικό ότι η χρήση της λέξης psyche στον Αγγλοσαξονικό κόσμο έχει εν γένει εκλείψει. Πέρα από τις τρεις ευρύτατα αποδεκτές έννοιες - για εμάς ξενικής προέλευσης, έστω και αν συντίθενται από ελληνικούς όρους 9 - τις ψυχολογία, ψυχιατρική και ψυχανάλυση, η λέξη ψυχή καθώς και τα παράγωγά της χρησιμοποιούνται είτε μόνο περιπαικτικά, ή ως παραδοξολογικά στοιχεία. Αυτό μαρτυρά η συνήθης ταύτιση του όρου psychic με την κοινή εκδοχή του «μέντιουμ» ή του απλώς του κοινώς εννοούμενου μελλοντολόγου (Webster's, OED). Ταυτόχρονα οι λέξεις psychosis και psychotic, προφανώς ενέχουν την έννοια του μανιακού, αποδίδοντας περαιτέρω αρνητική χροιά σε ένα αρχαιοελληνικό όρο που είχε την αντίστροφη σημασία, εννοώντας την αρχή της ζωής 10. Αν αποδεχτούμε ότι η ίδια η χρήση μιας γλώσσας μαρτυρά νοητικές τάσεις και πνευματικές κατευθύνσεις, τότε θα κρινόταν ως ανησυχητική, επιεικώς, η διαστρέβλωση ή και απαλοιφή του όρου ψυχή από την Αγγλική τουλάχιστον.
Στα πεδία της ψυχανάλυσης, πλήθος προϋπαρχόντων, ευρέως γνωστών μύθων ανασύρεται είτε από την αρχαιότητα ή την προϊστορία - πιθανώς γοητευτικά απομακρυσμένες και εκλιπούσες εποχές - ή από τη λογοτεχνία και το δράμα. Για τον Sigmund Freud, εν γένει πολέμιο της έννοιας της θρησκείας ή και αρνητή της όποιας θρησκευτικότητας, αποτέλεσε κύριο επιχειρηματολόγιο η πραγμάτευση των μύθων της αρχαίας Ελλάδας (Villing, 2005). Χαρακτηριστικά, ο θεατρικός ήρωας Οιδίπους (Freud, 1966) αποτέλεσε κορωνίδα της ψυχαναλυτικής του προσέγγισης (Caspo, 2005), γενικεύοντας την ακραία ιστορία του πατροκτόνου και αιμομίκτη βασιλέα και ανάγοντάς την σε εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης νοητικής λειτουργίας. Ο μύθος του Νάρκισσου παρομοίως ανασυντάχθηκε από τον Sigmund Freud (Morales, 2007), αποτελώντας τη βάση για πολλαπλές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις είτε από μεταγενέστερους συνεχιστές του ή από διαφορετικές ψυχαναλυτικές σχολές όπως του Jacques Lacan. Αντίστοιχα διαχειρίστηκε ο Freud και το μύθο του Προμηθέα (Freud, 2001) ανασκευάζοντάς τον στη σχετική του θεωρία που επονομάζει «Η μαστόρευση της Φωτιάς» 11 (Armstrong, 2005) ενώ παρόμοια οικειοποιήθηκε και επανερμήνευσε, μεταξύ άλλων, τις προθέσεις και ψυχικές καταστάσεις που ανακύπτουν από το μύθο της θυσίας της Περσεφόνης. Ο Freud επίσης συνεχίζει «προπατορικά» φιλοσοφικά διλήμματα για τη θεολογική αντίθεση ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό, στοχαστικά δίπολα που επανέθεσε ο περίφημος κλασσικός μελετητής και φιλόσοφος Friedrich Nietzsche 12 (Νίτσε, 2009). Ήδη λοιπόν από τη σύλληψή της η ψυχανάλυση στρέφεται στην κλασσική μυθολογία για κεντρικά ζητήματα, πέραν της πασίγνωστης επονομασίας των καινοφανών «συμπλεγμάτων» της, σε μια προσέγγιση που αποδεικνύεται βαθύτατα επηρεασμένη από μια Βικτωριανού ύφους προνομιακή έμφαση στις κλασσικές σπουδές (Eisner 1987).
Ο Carl Gustav Jung, ψυχίατρος και πρώην μαθητής του Freud, διατηρώντας μια διαφορετική προσέγγιση προς τη σημαντική της θρησκείας, παρουσιάζει ένα άσβεστο ενδιαφέρον για άλλες, εναλλακτικές εκδοχές της μυθολογίας (Segal, 1998): για τοπικά, θεολογικά ιδιώματα, μη-δυτικές προσεγγίσεις του μεταφυσικού, του μυστικιστικού, του παγανιστικού αλλά και αποκρυφιστικού, ενώ γοητεύεται πάραυτα από συστατικά των εκάστοτε θεολογικών «εξιστορήσεων» νομαδικών πολιτισμών. Χαρακτηριστικά, στις καταγραφές ονείρων του, οικειοποιείται γνώριμα ονόματα ετερόκλητων προελεύσεων: τα ονόματα Φιλήμων, Ηλίας, Σαλώμη, Κα (Αιγυπτιακή θεότητα), μεταξύ άλλων, ονοματίζουν διάφορες εκφορές του ψυχισμού του, προσαρμοζόμενα στις επιταγές της εκάστοτε ψυχολογικής «πλοκής» (Jung, 1989). Αντιπροσωπευτικός είναι ο τίτλος του βιβλίου του «Απάντηση στον Ιώβ» (Jung, 1973) όπου προθυμοποιείται να ερμηνεύσει ή και να δώσει συνέχεια σε αρχέγονες ψυχικές προκλήσεις που χρονολογούνται από την Παλαιά Διαθήκη, καταφανώς επιδεικνύοντας ένα αισιόδοξα διαφωτιστικό ρόλο μιας ψυχανάλυσης που συντέμνει εποχές ή πολιτισμούς «εξηγώντας» ζητήματα ιδιαίτερης ευαισθησίας και πολυπλοκότητας. Χαρακτηριστικά, στο βιβλίο «ο Άνθρωπος και τα Σύμβολά του» ο ψυχίατρος γράφει (Jung, 1968):
Ο μύθος είναι αρχέγονη γλώσσα, εγγενής σε αυτές τις ψυχικές διεργασίες, και καμία διανοητική διατύπωση δε πλησιάζει τον πλούτο ή την εκφραστικότητα της μυθικής εικονογραφίας. Τέτοιες διεργασίες σχετίζονται με αρχέτυπες εικόνες και αυτές αναπαράγονται καλύτερα και πιο πυκνά από τη μεταφορική γλώσσα 13.

4. Ανατροπή 4η: το παράδοξο ως εργαλείο εκλογίκευσης
Η επανεξήγηση και αναδιατύπωση των μύθων στις αρχές του 20ου αιώνα δεν αποτελεί αθώο, τυχαίο ή απλά στατιστικό γεγονός. Προωθείται σε μια ιστορική φάση κουρασμένη μάλλον από την επιμονή της εξάλειψης του θεολογικού στα πλαίσια του Διαφωτισμού αρχικά, αλλά και της επερχόμενης μοντερνικότητας. Η διαστρέβλωση αλλά και αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη μυθολογία και το παράδοξο που αυτή φέρει και εκλύει, επαναφέρει την εσωτερική ανάγκη για μεταφυσική ερμηνεία της ύπαρξης, και δυνητικά αποκαθιστά το πνευματικό κενό που έχει μεγαλυνθεί από το Διαφωτισμό και εφεξής.
Η εμπρόθετη παρερμηνεία ή επαν-ερμηνεία των μύθων όμως μεταβάλλει και την ιεραρχία των αξιών που αυτοί εκφέρουν, παραλλάσσοντας ή και ανατρέποντας την τελεολογική λειτουργία τους. Υπηρετείται έτσι ένα διαφορετικό, καινοφανές μοντέλο της ανθρώπινης νόησης που αφαιρεί τον όποιο εγγενή προβληματισμό περί του θείου, σε μια διαδικασία που μπορεί να οριστεί ακόμη και ως μυθαγωγία 14. Έτσι εκλείπει, αλλά και δεν ενδιαφέρει καν μια λυτρωτική κατάληξη στους μύθους ή τις ιστορίες, καθώς αυτές αφήνονται να διαποτίζουν βασανιστικά τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο διηνεκές. Από θεολογικοί μύθοι, πλέον ανασυστήνονται ως ανθρωποκεντρικοί μύθοι, μακριά από την αρχική τους σύλληψη και πέρα από τις ενίοτε τραγικές αφηγήσεις ακραίων ιδιοσυγκρασιών, βλέπε Οιδίπους ή Νάρκισσος. Εν τέλει οι μύθοι ανάγονται ή μετατρέπονται σε «κακές ιστορίες», σε αποκεκαλυμμένο σενάριο μιας απογοητευτικής μάλλον και βάναυσης δυϊκότητας της ανθρώπινης φύσης· ή μάλλον μιας απάνθρωπης χυδαιότητας που υποτίθεται ότι ενεδρεύει αλλά αποκρύπτεται υποκριτικά στα πλαίσια κοινωνικών συμβάσεων.

5. Μοντερνισμός και ψυχανάλυση: ο σχεδιασμός ως μυθοπλασία
Όπως διατυπώθηκε, η ψυχανάλυση αποτελεί γνήσιο τέκνο μιας ενιαίας τάσης και εποχής που γεννά παράλληλα τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομία. Η «ωρίμανση» αλλά και άνθηση της ψυχανάλυσης είναι σύγχρονη της καθεδραίωσης και της προώθησης του μοντέρνου στην αρχιτεκτονική, συνεπώς η επισκόπηση της ψυχαναλυτικής εξάρτησης από τη μυθοπλασία γίνεται ενδεικτική αντίστοιχων φαινομένων στο σχεδιασμό ή την πολεοδομία. Η μυθοπλασία ενυπάρχει στο αρχιτεκτονικό Μοντέρνο με άλλα λόγια, όπως θα διαφανεί και σε χαρακτηριστικές αναφορές.
Η ψυχανάλυση και ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός, ως απότοκα της αυτής θεωρητικής πορείας μερικών αιώνων υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού, μπορούν να θεωρηθούν προμετωπίδες αυτού προς αμφότερες κλίμακες, τη μεγάλη και τη μικρή: μεταφορικά λοιπόν, η ψυχανάλυση εντρυφεί στα πεδία του ανθρωπογενούς εσωτερικού, και αντίστοιχα ο μοντερνισμός εξελίσσει τα του ανθρωποδημιούργητου εξωτερικού. Επανεκφράζοντας αυτό το ισχυρό δίπολο, η ψυχανάλυση ασχολείται με τα του ανθρώπινου ψυχισμού ενώ ο μοντερνισμός με τα του ανθρωπογενούς τοπίου· του αστικού φαινομένου, της πόλης και της αρχιτεκτονικής. Τα φαινόμενα παραμένουν κοινά: εκεί που ως στόχος παρέμεναν η εκλογίκευση και ο εξορθολογισμός, επανέρχεται χειμαρρωδώς, ως μέσο επίτευξης αυτών, η έννοια του παράδοξου ή υπερφυσικού, του τρελού και ανορθόδοξου. Όπως και η ψυχανάλυση, ο μοντερνισμός λειτουργεί ως εργαλείο παραγωγής νέων δογμάτων επί παρελθόντων δογμάτων. Σαν άλλη αίρεση που εθελοτυφλεί προς τις στρεβλές της θεμελιώσεις, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσω νέας αίρεσης.

6. Ο μοντερνισμός ως προφητεία· σωτηρία ή καταδίκη
Η αρχιτεκτονική ιστορία των μοντέρνων καιρών διέπεται από ηρωικές τάσεις οραματισμού των αστικών τοπίων ενός συγκλονιστικά διαφορετικού μέλλοντος. Κοινό τόπο αποτελεί η εμμονή προς μια μεγαλεπήβολη τεχνοκρατική μεταστροφή, με πρόθεση αλλά και άμεση συνέπεια τον πλήρη αναπροσδιορισμό των αρχών που διέπουν τον ανθρώπινο βίο. Η σύνταξη τέτοιων οραμάτων για το δομημένο περιβάλλον προήγαγε αισθήσεις 'επιστημονικότητας', περιλάμβανε βαρυσήμαντες διακηρύξεις, ηδονιστικές διατυπώσεις, προβλέψεις για «ευδαιμονία» αλλά και έντονα φορμαλιστικές προτάσεις με στόχο τον άμεσο εντυπωσιασμό. Οι αποκαλούμενοι ως 'προφήτες' της αρχιτεκτονικής, επεδείκνυαν μια ιδιαίτερα εγωιστική εμμονή σε μυθοπλαστικές κοινοποιήσεις συνταγών περιβαλλοντικής πανάκειας. Μεγαλεπήβολα ριζοσπαστικός, ο δημιουργός πρόβαλλε ως διάνοια και ως άλλος ψευδο-μεσσίας της πολιτισμικής, κοινωνικής και τεχνολογικής πραγματικότητας προσφέροντας απολυτρωτικές λύσεις σε μυθικά προβλήματα μιας 'παραπέουσας' ανθρωπότητας. Σε ένα πνεύμα αδιαφορίας προς κάθε είδους συλλογικές διαδικασίες, το κοινό καλό ταυτιζόταν με τις πεποιθήσεις του ενός «σωτήρα», σε ένα αινιγματικό πλαίσιο υποθετικά καλόβολου ολοκληρωτισμού.
Η εμμονή στην επιστημονική φαντασία, τις συνήθως μονοδιάστατες, 'γρήγορες', υποθετικά θαυματουργικές συλλήψεις ή «προφητείες», καταμαρτυρεί αντιλήψεις μάλλον ξεπερασμένες, συρρικνωτικές αλλά και φυγόπονες τάσεις αυτοπροβολής. Με την καταφανή αποτυχία των πολεοδομικών οραμάτων του μοντερνισμού, των CIAM ή του μετέπειτα κινήματος της Αστικής Αναγέννησης (Urban Renewal), αναζητήθηκαν εκ νέου τα όποια συνεκτικά στοιχεία προφανώς αγνοήθηκαν ή εκτοπίστηκαν προηγουμένως.
Μια σειρά - ενδελεχών μεν, επιλεκτικών δε - ιστορικών αναδρομών προέκυψαν ως κάθετη αντίδραση στην επιμονή των περίφημων πρώτων διακηρύξεων του Μοντέρνου για τη γένεση ενός ανατρεπτικού αστικού τοπίου ή την υπόσχεση ενός συγκλονιστικά διαφορετικού μέλλοντος. Εδώ κατατάσσονται και τα προαναφερθέντα συγγραφικά πονήματα των Rowe και Rykwert 15. Όπως αναφέρει και ο ιστορικός Vincent Scully, αποτελεί πλάνη ο οραματισμός του μέλλοντος ως συνέχεια της κληρονομιάς του μοντερνισμού μέσω επιτακτικών προτροπών ή αντιλήψεων πως οφείλει να επινοηθεί κάτι εντελώς νέο ως προς την επίλυση ή εν γένει διαχείριση σύγχρονων αστικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων (Scully, 1988).

7. Η πόλη ως μύθος
Όμως, ως πλέον κρίσιμο στοιχείο ακόμη και των πιο αυστηρών, ορθολογιστικών ή εν γένει ανοίκειων πολεοδομικών προτάσεων, παραμένουν τα ενδόμυχα ή κεκαλυμμένα γνωρίσματα, ήτοι τα κινητήρια μυθεύματα που τις γέννησαν, τα οποία όμως έμμεσα διαμηνύονται και μέσω αυτών το έρεισμα της μυθοπλασίας επανέρχεται. Η θέση αυτή θα παρουσιαστεί παραστατικότερα από σύντομες αναφορές σε δύο κρίσιμα έργα του Le Corbusier: τις πολεοδομικές του προτάσεις για το Αλγέρι, και σε αντίθεση, τη σχεδιαστική απεικόνιση του «Ποιήματος της Ορθής Γωνίας».

Ο Le Corbusier έχει εργαστεί με μοναδική αφοσίωση και αμισθί, χωρίς ανάθεση για δώδεκα συναπτά έτη σε αλλεπάλληλες σχεδιαστικές προτάσεις αστικού σχεδιασμού (επτά στο σύνολο) για το Αλγέρι (Colomina, 1993). Ο ιστορικός Kenneth Frampton χαρακτηρίζει τα έργα αυτά ως «ερωτικά» και «αισθησιακά» (Frampton, 2001), επαναλαμβάνοντας τους χαρακτηρισμούς συχνά στη, συγκριτικά, περιορισμένης έκτασης αναφορά του. Διευκρινίζει πως η αισθητική των έργων αυτών είναι συναρπαστικά μεγαλειώδης και διακριτικά αποδέχεται το συσχετισμό πως το πάθος του αρχιτέκτονα για την πόλη είναι συνυφασμένο με την «ανακάλυψη της γυναικείας ομορφιάς στην Κάσμπα», ως άλλο «παθιασμένο ποίημα προς τη φυσική ομορφιά της Μεσογείου» (Ibid.).
O μύθος εδώ του παραλληλισμού ανάμεσα στη φυσική μεσογειακή ομορφιά, τις θελκτικές θηλυκές παρουσίες της Κάσμπα, και των ερωτικών προτάσεων αστικού σχεδιασμού ως ποιήματα έκφρασης σε παραλληλία με το ζωγραφικό έργο του Le Corbusier, βρίσκει παράλληλα υποστηρικτές χωρίς να καθίσταται και σχολαστικά σαφές το πραγματικό σενάριο (Zeynep, 1997). Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας, εντείνει την ανορθοδοξία της προσέγγισής του με τις απεικονίσεις του. Το εξώφυλλο του Le Corbusier για το ομώνυμο βιβλίο του "Poesie sur Alger" ή Ποίηση για το Αλγέρι, προκαλεί αίσθηση αφού δεν εστιάζει στην πολεοδομική του προσέγγιση, αλλά παραπέμπει σε αμφιλεγόμενο εξώφυλλο ποιητικής συλλογής. Αναπαριστώντας δαιμονική μορφή με κεφαλή και πόδια τράγου ή μονόκερου, σώμα γυμνής γυναίκας και φτερά αγγέλου, να συγκρατείται από το γιγάντιο χέρι (του αρχιτέκτονα;) καθώς υπερίπταται της κορυφογραμμής της πόλης, επί του ορίζοντα της θάλασσας, ο αναγνώστης υποβάλλεται ψυχολογικά σε μια ανοίκεια μυθοπλασία την οποία ο δημιουργός θεωρεί μέγιστης σημασίας. Η ίδια μορφή επανέρχεται και στην εικονογραφική εκδοχή του περίφημου «Ποιήματος της ορθής γωνίας» του ιδίου, σε τουλάχιστον δύο εικονίδια αυτής. Αποφεύγοντας να εκλογικευθούν ή να ερμηνευθούν εδώ οι επιμέρους τοποθετήσεις, απλώς αναφέρεται μια περιγραφή του αρχιτέκτονα από το βιβλίο του Ακτινοβολούσα Πόλη (Le Corbusier, 1967) για την πόλη του Αλγερίου ωσάν θηλυκή ύπαρξη:

Ένα υπέροχο σώμα, με καμπυλόσχημους γοφούς, πλούσιο στήθος (...) ένα σώμα που θα μπορούσε να αποκαλυφθεί σε όλο του το μεγαλείο, με τη συνετή επίδραση της μορφής (...)

Αν θα μπορούσε προς στιγμήν να θεωρηθεί το συνολικό αποτύπωμα του έργου του αρχιτέκτονα για το Αλγέρι ως «Διονυσιακό», σκοτεινό και ίσως ακατάληπτο, η προσέγγισή του για ένα άλλο αυθόρμητο έργο του, περίφημο Ποίημα της Ορθής Γωνίας (Frampton, 2001) μπορεί να θεωρηθεί ως αντίστροφης λογικής, αλλά εν τέλει εξίσου περίπλοκη και ανεξιχνίαστη. Το Άγιο Όρος επισκέφθηκε ο αρχιτέκτονας κατά το ταξίδι του στην ανατολή (Ibid.) και το πνευματικό αποτύπωμα αυτό επανέρχεται συστηματικά αλλά διακριτικά. Το ιδιότυπο «εικονοστάσιο» του Le Corbusier, για το Ποίημα της Ορθής Γωνίας αναπαριστά τη δομή ορθόδοξου εικονοστάσιου με σταυροειδή διάταξη και παραλλάσσεται νοηματικά ως αυτοβιογραφική καταγραφή επιμέρους φάσεων από τη ζωή του αρχιτέκτονα (βλ. Εικόνα 2). Η θρησκευτικότητα του εγώ στο απόγειο!

8. Ο μοντερνισμός και η ψυχανάλυση ως μυθοπλαστικά κολλάζ
Η ψυχαναλυτική εμμονή για τη μυθοπλαστική σύμπλευση πολλαπλών και ετερόκλητων επιρροών που, έξαφνα και μέσα από κρύφιες ή και αισθαντικές διαδικασίες, ανάγονται σε κοινώς αποδεκτούς κανόνες διαχείρισης συμπεριφορών, μπορεί να επανεξεταστεί συνολικά υπό τον όρο του κολλάζ. Ως ρηξικέλευθο εγχείρημα, θα μπορούσε η ψυχανάλυση να ανακηρυχθεί σε θρησκειολογικό και μυθολογικό κολλάζ· σε κολλάζ πίστεων - Collage Faith - το οποίο όμως δεν αποπειράται να επανασυνδέσει με το θείο, αλλά να αναλύσει ή και να εξηγήσει αυτονομημένα κι επίμονα το ανθρώπινο καθαυτό, παγιδεύοντάς το στις ίδιες του τις αγκυλώσεις.
Κρίνεται όμως ως εντυπωσιακό ότι επακριβώς, η κριτική επιχειρηματολογία των κριτικών και θεωρητικών της αρχιτεκτονικής Colin Rowe και Fred Koetter, μετά από χρόνια ωρίμανσης και επαν-επιμέλειας, αποκρυσταλλώνεται στον ταυτόσημο για τον αστικό σχεδιασμό και την πολεοδομία όρο Collage City ή Πόλη Κολλάζ (Rowe & Koetter, 1979) 16.
Η εξήγηση καθίσταται κρίσιμη: με την επιβολή ενός νοηματικού και μεταφυσικού κενού στη γραμμή σκέψης του Διαφωτισμού, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου η σταδιακή διόγκωση, η έξαρση και εν τέλει η εκρηκτική εκτόνωση μιας συλλογικής λαχτάρας για το άφατο. Η αποκήρυξη του θρησκευτικού ανθρώπου οδήγησε στην κλιμάκωση εναλλακτικών αναζητήσεων στο fin de siecle, στην καθοριστική μετάβαση δηλαδή από το 19ο στον 20ο αιώνα: αν μεν υποθέσουμε ότι ναι, όπως διακηρυσσόταν, «η θρησκεία πέθανε», τότε μάλλον μετεμψυχώθηκε σε ερινύα που με ιδιαίτερο δυναμισμό επιστρέφει, ταλανίζει και εμποτίζει κάθε εκδοχή της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η έκρηξη του πλέον ασυγκράτητου πάθους για το άρρητο κατέληξε στις ως άνω βασανιστικές διερευνήσεις στα πεδία των γραμμάτων και των τεχνών παράλληλα.
Το νοηματικό κενό που επέβαλλε το Μοντέρνο, ήταν αυτό που αυτό-συντριβόμενο γέννησε το μεταμοντέρνο ως πλέον αναπόφευκτη διάρρηξη του χωροχρόνου προς αναζήτηση νοηματικής, δεδομένης πρώτιστα της άρνησης του μεταφυσικού κατά τη γραμμή σκέψης του Διαφωτισμού. Η κατακρήμνιση αυτή του χωροχρόνου παρήγαγε σχεδόν εξαναγκαστικά τη λογική του κολλάζ ως τεχνική επιδιόρθωσης ή ως δημιουργική στρατηγική· πρόκειται για το επιλεκτικό συγκολλήμα δηλαδή εννοιών, απόψεων, δεδομένων, εικόνων κλπ. Ταυτόχρονα εγκαθιδρύθηκε και ένα μάλλον μη-αναστρέψιμο καθεστώς ρήξης της πραγματικότητας, ετερόκλητων αναφορών, αγεφύρωτων αντιθέσεων, σχιζοειδών αντιφάσεων, συγκρουσιακών σχέσεων και ανοίκειων ανασυνδέσεων.

9. Επανορίζοντας την παραδείσια πόλη


Στη συλλογή δοκιμίων Collage City εντοπίζεται η εξής κρίσιμη διατύπωση από την Πολιτεία του Πλάτωνα 17, αντιπροσωπευτική ενός ετεροχρονισμένου ιδεαλισμού που αναπολεί ή επιζητεί τη μεταφυσική δικαίωση. Αποδίδοντας το ως άνω απόσπασμα σε ελεύθερη μορφή, διαβάζουμε:
(Γλαύκων:) «Καταλαβαίνω, είπε· ομιλείς για εκείνη την πόλη της οποίας ιδρυτές είμαστε εμείς, και που υφίσταται ως ιδέα μόνο, γιατί δε νομίζω ότι υπάρχει μια τέτοια πουθενά στη γή.»

Η επίκληση του κλασικού αποσπάσματος, της «ιδεατής» ή και ιδεώδους πόλης που βρίσκεται ή τοποθετείται μόνο στους λόγους 18 θυμίζει την αντίστοιχη προσφυγή του Freud στους αρχαίους μύθους 19. Αν επικαλεστούμε επακριβώς την προαναφερθείσα αντιστοιχία της έννοιας του μύθου με την έννοια του λόγου στην αρχαία ελληνική, τότε επακριβώς οι Rowe και Koetter στο Collage City εκκινούν μια πορεία αμιγώς μυθοπλαστική. Αν περαιτέρω αναλογιστούμε ότι ο όρος heaven της αγγλικής μετάφρασης του πρωτότυπου «έν ούρανω» μπορεί να παραφραστεί ως παράδεισος, τότε αυτή η πόλη είναι παραδείσια και η όλη αναφορά χαρακτηρίζεται ως θεολογικού ύφους. Εδώ ταιριάζει η αντίστοιχου πνεύματος και αντιπροσωπευτική ρήση από το προοίμιο του βιβλίου "The Idea of a Town" (Rykwert, 1988), την οποία ο συγγραφέας ανασύρει από το βιβλίο του Βρετανού ποιητή Abraham Cowley, "The Garden" (1919) αναφερόμενος στην ίδρυση πόλεως:

Ο Θεός τον πρώτο κήπο έπλασε, την πρώτη πόλη ο Κάιν.

Η υπόνοιες είναι προφανείς: αφενός οι πόλεις καθιδρύονται από μύθους, κι αφετέρου η πόλη του αδελφοκτόνου Κάιν της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, 4:4-8), κατ' αντιστοιχία με την Αιώνια Πόλη του αδελφοκτόνου Ρώμου, κληρονομεί τις προαιρέσεις του θεμελιωτή της, και είναι αντίστροφης μάλλον φύσης από τον κήπου του Θεού, τον παράδεισο. Ο Rykwert εντάσσει τη συνολική του συγγραφική απόπειρα στην ιδιαίτερη έμφαση που ο ίδιος αποδίδει και εντοπίζει στις προθέσεις καθίδρυσης μιας πόλης, ή αρχιτεκτονικών συνόλων και αστικών ενοτήτων. Ως ιστορικός αναλύει τις διαδικασίες, τα τελετουργικά, καθώς και γνώριμους μύθους καθίδρυσης και θεμελίωσης υπαρκτών πόλεων ή και οικημάτων. Για τον ίδιο η τελετουργική διαδικασία θεμελίωσης ενός νέου τεκτονικού εγχειρήματος και η μεταφυσική διάσταση που κληρονομείται από τη φύση των προαιρέσεων των κατοίκων, οικοδόμων ή κτητόρων, προκαθορίζουν και προαναγγέλλουν και τις τύχες του.
Ως παράδειγμα άπτεται η κερδοσκοπική ή και περιστασιακή ίδρυση πόλεων με μοναδική πρόθεση το κέρδος, όπως η πόλη της αυτοβιομηχανίας του Detroit, ή οι πόλεις των χρυσοθήρων στις Δυτικές Πολιτείες των Η.Π.Α. Είναι μάλλον αυτονόητο ότι το τέλος της χρησιμοθηρικής περιόδου, η παύση της κερδοσκοπίας, ταυτίζεται με την εκπνοή της αστικής ζωής, αφού κανένα άλλο γεγονός ή στοιχείο δε συνδέει τους πολίτες μιας τέτοιας πολεοδομικής ενότητας, πέραν της εκμετάλλευσης ευκαιριών. Κι αυτή η προσέγγιση καθίσταται επιεικώς ειδεχθής για τη σύγχρονη πόλη που δομείται σχεδόν αποκλειστικά με γνώμονα την περιουσιακή εκμετάλλευση και την «ανάπτυξη» ακινήτων. Χωρίς ιδεαλισμούς, η ιστορική τεκμηρίωση του Rykwert είναι ενδελεχής και εμπεριστατωμένη ώστε να αποφευχθεί η ατυχής κατηγοριοποίηση ή καταδίκη του έργου του ως προληπτικού, φοβικού ή δεισιδαιμονικού ύφους.

10. Επίλογος και προτάσεις
Στα κείμενα του Collage City, επηρεασμένα από τη γραμμή σκέψης του Rudolf Wittkower, αλλά και στο βιβλίο του Rykwert, ιχνογραφείται ταυτόχρονα η συνάφεια της πνευματικής κληρονομιάς του Διαφωτισμού με το Μοντέρνο και καταδεικνύονται οι λόγοι «αποτυχίας» των όποιων οραμάτων εκμοντερνισμού. Δομείται λοιπόν μια αντίληψη και φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου η οποία προωθήθηκε μέσα από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομία και που




διαφέρει ή αποστασιοποιείται χαρακτηριστικά από το «γηγενές» πνευματικό περιβάλλον της πατρίδας μας.
Θα αποτελούσε μεγαλεπήβολο μεν - αλλά εξαιρετικής κρισιμότητας και σημασίας δε -όραμα και εγχείρημα, μια κριτική προσέγγιση των θέσεων του παρόντος κειμένου συγκεκριμένα υπό το πρίσμα της ελληνικής πολιτισμικής παρακαταθήκης. Προφανώς η είσοδος του μοντέρνου σχεδιαστικού ιδιώματος ή μεταγενέστερων εκδοχών του και παραγώγων τους στην εγχώρια αρχιτεκτονική πρακτική καθιστά ύψιστης προτεραιότητας τη συνεχή νοηματική ανασυσχέτιση των αλλότριων ιδεολογημάτων που εκφέρονται με το ιδιαίτερο πολιτισμικό τοπίο εφαρμογής τους. Μια τέτοια σειρά προσεγγίσεων μάλλον συνεχίζει να απουσιάζει, ενώ πιθανώς οι στόχοι της, αν και δυσεπίτευκτοι, θα θεωρούνταν μεγαλειώδους βαρύτητας, αφού θα εκκινούνταν μια δυναμική «χωροθέτησης» της εγχώριας θεωρητικής σκέψης επί ενός ευρύτερου «χάρτη» αρχιτεκτονικής «κριτικής». Θα δινόταν, με άλλα λόγια, η δυνατότητα ανάδειξης ενός ελληνικού «στίγματος» στο διεθνές στερέωμα της αρχιτεκτονικής θεωρίας.
Το παρόν κείμενο προτάσσει και αναλύει παραμέτρους που μελλοντικά θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε επιμέρους εργασίες ή σειρές σχολαστικών μελετών δυνητικά προωθώντας την κριτική εξέταση επιμέρους θεωρήσεων περί αστικού σχεδιασμού υπό το πρίσμα του ελληνισμού και όχι της ελληνικότητας - αφού η τελευταία έννοια υποκρύπτει την πεποίθηση ενός κολλάζ.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)Ειδικά σε μια εποχή που το «επιστημονικό» σχεδόν ταυτίζεται με το ακλόνητα μετρήσιμο, το τεχνικό και το μηχανιστικό, ή με συναφή δεδομένα και κριτήρια που είτε διαμηνύουν αμφίβολο νοητικό βάθος, ή ανακυκλώνουν προσεγγίσεις μάλλον συμβατικές.
(2)Σύγχρονοι ενδεικτικά ήταν πρώτιστα οι ψυχίατροι Carl Gustav Jung και Alfred Adler με τους αρχιτέκτονες Mies Van der Rohe, Adolf Loos, Walter Gropius και Le Corbusier, τον πολεοδόμο Ludwig Karl Hilberseimer, ενώ ο πρωτεργάτης της ψυχανάλυσης Sigmund Freud είναι χονδρικά μια γενιά παλαιότερος και ο Jacques Lacan κατά μισή γενιά νεότερος. Αντίστοιχα ήταν σύγχρονος των πρώτων (Jung κ.α.) ο ανατρεπτικός Marcel Duchamp, οι Pablo Picasso και Many Ray, ενώ του τελευταίου (Lacan) οι Salvador Dali , Andre Breton κ.α., πρωτεργάτες ισχυρών ανατροπών στις Τέχνες. Επίσης οι πρωτοπόροι της ψυχανάλυσης του μοντερνισμού Freud και Le Corbusier βαδίζουν με συγκυριακά κοινές αναγνωστικές εμμονές ιδιαίτερης βαρύτητας, συγκεκριμένα το Νίτσε και τον Cervantes.
(3)Όπως διαγραφόταν κατά το πέρασμα από το 19ο και 20ο αιώνα 
(4) Ο πρωτογονισμός της μοντέρνας τέχνης ευθυγραμμίζεται με τη γοητεία που ασκεί αντιστοίχως στην ψυχανάλυση η προϊστορική μυθολογία - προϊστορική, αφού ακόμη και για τους αρχαίους συγγραφείς η απαρχή της ιστορίας ξεκινά με τη θεογονία και την εγκατάλειψη της πίστης σα προγενέστερα μυθεύματα.
(5) Οι σχέσεις της ψυχιατρικής, της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης ως ερευνητικά και επιστημονικά πεδία αλλά και ως πεδία πρακτικής δεν είναι αυτονόητες, αν και οι τίτλοι του ψυχιάτρου και του ψυχαναλυτή συχνά εναλλάσσονται κυρίως για τους Jung, Freud, Fromm και άλλους. Μπορεί όμως να θεωρηθεί τουλάχιστον ότι στις «υψηλές» ή αποδεκτές τους εκδοχές, οι τρείς αυτοί τομείς εξετάζουν μη-φυσικές ή μάλλον μεταφυσικές επιπλοκές, ή αναζητήσεις από ιατρικής πλευράς, επισταμένα.
(6)Οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις αποδίδουν συγκεκριμένα προτεραιότητα στο «λόγο» και διάλογο έναντι μιας «χημικής» προσέγγισης, της ιατρικής χορήγησης φαρμάκων - ήτοι φυσικών ουσιών - για τη διαχείριση ψυχικών επιπλοκών.
(7)Κατά τις περασμένες δεκαετίες, κυρίως του '80, υπήρξε προσφιλής η προσέγγιση αρχιτεκτονικών ζητημάτων μέσα από το πρίσμα ψυχαναλυτικών τάσεων. Βιβλία με τίτλο Architecture and Psychoanalysis (Hendrix, 2006), ή αντίστροφα Psychoanalysis and Architecture (Winer et al, 2005), μεταξύ άλλων, διατηρούν μια κολακευτική μάλλον προσέγγιση προς τη σχέση των δύο πεδίων και δεν προβαίνουν σε ευρύτερες επισκοπήσεις σχετικές με το εξεταζόμενο θέμα.
(8)Το συγκεκριμένο διεθνές συνέδριο για την Ιστορία της Ψυχανάλυσης, οργανώθηκε στην Αθήνα, 4-8 Οκτωβρίου 2006, στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Διοργανωτές του συνεδρίου ήταν η Διεθνής Ένωση για την Ιστορία της Ψυχανάλυσης και η Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.
(9)Οι όροι ψυχιατρική, ψυχολογία και ψυχανάλυση μπορεί να ακούγονται οικείοι, όμως δεν αποτελούν λέξεις αρχαίες ελληνικές, αλλά πρόκειται για μεταγενέστερους αγγλικούς, γερμανικούς, γαλλικούς ή εν γένει λατινογενείς όρους. Ο νεότερος όρος psychoanalysis αποδίδεται στο γερμανόφωνο Sigmund Freud, ο όρος psychologia στον Christian Wolff, ενώ η συγκριτικά παλαιότερη λέξη psychiatry προέρχεται μέσω των Γαλλικών από τα Λατινικά (FEDL-Τσακαλώτος,1993).
(10) Στην αρχαία ελληνική ο όρος ψύχωσις σήμαινε αυτό που - μεταφορικά πλέον μόνο - αποδίδεται από τη γνώριμή
μας σύγχρονη λέξη εμψύχωση ή έμμεσα από τη λέξη έμπνευση (εν+πνεώ, βλέπε ενέπνευσα). Η έννοια αυτή όμως
έχει απωλεσθεί και πλέον στην καθομιλουμένη η ψύχωση και ο ψυχωτικός εννοούνται όπως στην ψυχανάλυση.
(11) Η Φροϋδική "Theory on the Prometheus Myth," (Freud, 1932) γνωστή και ως "The Mastery of Fire,"
πραγματευόταν την απόδοσή του υποσυνείδητου όπως αυτό εκδηλώνεται μέσω της μυθολογίας.
(12) Ο Νίτσε, ως πρώτιστα κλασικός φιλόλογος, ανατρέχει σε πληθώρα αναφορών από αρχαία κείμενα, στα οποία και προσάπτει μια αδιαμφισβήτητη αυθεντικότητα. Το δίπολο Απολλώνιου και Διονυσιακού εκφέρει την αντίθεση ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στο φωτεινό και το σκοτεινό, στο υψηλό και το αισθησιακό ή το φιλήδονο πιθανώς, μεταξύ άλλων εννοιών. Παράλληλα καταφανής είναι ο αντίστοιχος ενθουσιασμός του Νίτσε για άλλες μυθικές υποστάσεις όπως (ενδεικτικά) οι Κένταυροι αλλά και για τη βαρβαρική μάλλον και αρχέγονη θεότητα του Ζωροάστρη γίνεται προφανής με το πόνημά του «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» (Νίτσε, 1999).
(13) Η μετάφραση από την Αγγλική είναι δική μου. Ο Jung γράφει: Myth is the primordial language natural to these psychic processes, and no intellectual formulation comes anywhere near the richness and expressiveness of mythical imagery. Such processes are concerned with the primordial images (Urbilder = archetypes) and these are best and most succinctly reproduced by figurative language.
(14) Ως μυθαγωγία εννοείται εδώ η νοηματική στρέβλωση και καθοδήγηση της ερμηνείας των μύθων, ακολουθώντας ίσως τη χροιά του αρνητικού όρου χειραγωγία, παρά του μάλλον θετικού όρου μυσταγωγία.
(15) Στον αντίποδα των παραπάνω δύο προσεγγίσεων ή σε άλλες περιπτώσεις και συντεταγμένα προς αυτές, ως άλλες παράλληλες τοποθετήσεις, μια νεότερη γενιά κριτικής «γραφής» αναμοχλεύει τους ίδιους προβληματισμούς σε σχέση με τις φιλοσοφικές αρχές που είχαν ήδη τεθεί ως κεντρικά συστατικά της σκέψης των «Μοντέρνων» ηρώων της πρώτης γενιάς, όπως οι Ludwig Hilbersheimer και Le Corbusier. Αυτή η επαναφορά των ίδιων κεντρικών προβληματισμών ή ενίοτε και η πλήρης αμφισβήτησή τους, λειτουργεί σχεδόν ως αντίδραση οιδιπόδειας φύσης προς τους πρωτεργάτες του Μοντέρνου από μεταγενέστερους κριτικούς, ιστορικούς ή και αρχιτέκτονες, όπως οι Peter Eisenman, Oswald Matthias Ungers, Manfredo Tafuri, Aldo Rossi, Leon Krier, Christopher Alexander και άλλοι.
(16) Μια ιστορική ή φιλοσοφική ανασκόπηση των εννοιών collage και bricolage δεν κρίνεται εδώ σκόπιμη, δεδομένου ότι αποτελούν συγκριτικά γνωστότερα θέματα με ευρεία κάλυψη από πολλαπλές σχολαστικές και κριτικές μελέτες στα πλαίσια των τεχνών και της αρχιτεκτονικής (Levi-Strauss, 1966).
(17) Η νεοελληνική απόδοση είναι δική μου, λαμβάνοντας υπόψιν τη μετάφραση του κλασικού φιλόλογου Γιώργου Χριστοδούλου σε παράλληλη αναφορά με την Αγγλική μετάφραση που υιοθετεί ο Colin Rowe. 
Στο Αγγλικό κείμενο του βιβλίου Collage City (σ. 149) και στο ομώνυμο κεφάλαιο "Collage City and the Reconquest of Time" διαβάζουμε: 
I understand; you speak of that city of which we are the founders, and which exists in idea only, for I do not think there is such an one anywhere on earth? 'In heaven,' I replied, 'there is laid up a pattern of such a city;
and he who desires may behold this, and, beholding, govern himself accordingly. But whether there really is, or ever will be, such an one, is of no importance to him, for he will act accordingly to the laws of that city and of no other?' 'True,' he said. (Jowett, 2010, πηγή της Αγγλικής μετάφρασης του Πλάτωνα). 
Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου που εισηγείται ο Γιώργος Χριστοδούλου είναι: (Γλάυκων:) Α, κατάλαβα, είπε' εννοείς την πόλη που ιδρύσαμε εμείς και που μόνο στα λόγια υπάρχει, γιατί δεν πιστεύω να βρίσκεται σε κανένα μέρος της γης. (Σωκράτης:) Αλλά, είπα εγώ, ίσως να υπάρχει στον ουρανό το πρότυπό της για κείνον που θέλει να το βλέπει και βλέποντάς το να ρυθμίζει τα του οίκου του. Και δεν σημαίνει τίποτε αν ίσως υπάρχει ή αν θα υπάρξει ποτέ' γιατί εκείνος μόνο σε αυτής της πόλης τα πολιτικά θα αναμειχθεί, και σε καμιάς άλλης. (Γλάυκων:) Και είναι πολύ φυσικό, είπε.
«Στους ουρανούς», απάντησα, «εκεί υπάρχει το πρότυπο μιας τέτοιας πόλης, και αυτός που το επιθυμεί μπορεί να το δει, και βλέποντάς το, να 'διοικεί' τα του εαυτού του αντιστοίχως. Αλλά εάν πράγματι υπάρχει ή αν ποτέ θα υπάρξει μια τέτοια πόλη, είναι άνευ σημασίας για εκείνον, αφού αυτός θα πράξει αντίστοιχα με τα εκείνης της πόλης και καμίας άλλης.»
«Προφανώς», είπε.
(18) Σημειώνεται ότι το αγγλικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο ιδέα, ενώ το αρχαίο τον όρο έν λόγοις.
(19) Εδώ το αγγλικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο heaven ήτοι παράδεισος, και το ελληνικό αναφέρει στους «ουρανούς» ή επακριβώς έν ούρανφ. Μπορεί συνεπώς να θεωρηθούν ως εναλλασσόμενες έννοιες ο παράδεισος και οι ουρανοί.

Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
  • Νίτσε, Φ., Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα', μετ. Σαρίκας Ζ., Σκόπελος: Νησίδες, 1999. Νίτσε, Φ., 'Η γέννηση της τραγωδίας', μετ. Μαρσέλλος Χ., Αθήνα: Εστία, 2009. Πλάτωνος, Πολιτεία Θ'(Σωκράτης, Αδείμαντος).
  • Τσακαλώτος, Ε., Lexicon Graeco-Latinum. Αθήνα: Επικαιρότητα, 1993. 
Ξενόγλωσση
  • Armstrong, R.H.A, Compulsion for Antiquity: Freud and the Ancient World. Ithaca: Cornell University Press, 2005.
  • Caspo, E. (2005), 'Psychology: Psychoanalysis to Myth Analysis,' in Theories of Mythology. London:Blackwell Publishing, p. 91. 
  • Cowley, A., 'The Garden,' Works. London, 1710, p. 735. Peported in Bartlett's Familiar Quotations, 10th ed. (1919).Detienne, M., L 'invention de la mythologie. Paris: Gallimard, 1981. 
  • Colomina, B., 'War on Architecture: E.1027,' Assemblage No. 20: Violence, Space (April 1993), p. 28. 
  • Ernout A., Meillet, A., Dictionnaire Etymologique de la Langue Latine (Histoire des Mots). Paris:Librairie C. Klincksieck. 
  • Frampton, K., Modern Architecture: A Critical History, London: Thames & Hudson, 2006, p. 181.Le Corbusier, London: Thames & Hudson, 2001, p. 209. 
  • Freud, S., "The Acquisition and Control of Fire," The Standard Edition of the Complete Psychological Works of SigmundFreud. Vol. 22. New York: Vintage Classics, 2001, pp. 185-193.Introductory Lectures on Psycho-Analysis. New York: W.W. Norton & Co, 1966. 
  • Fromm, E., Psychoanalysis and Religion. New Haven: Yale University Press, 1950. 
  • Hendrix J.S., Architecture and Psychoanalysis: Peter Eisenman and Jacques Lacan, New York: Peter Lang, 2006.
  • Jowett, B., Dialogues of Plato. Cambridge: Cambridge University Press, 2010, p. 434. 
  • Jung, C.G., Answer to Job, trans. Hull, R.F.C. Princeton: Princeton University Press, 1973.Psychology and alchemy, 2nd ed. Trans. RFC Hull Princeton: 1968 p. 25.Man and His Symbols. St. Louis, Turtleback, 1968.Memories, Dreams, Reflections, rec. ed. Jaffe, A., trans. Winston R. & C. New York:Random House, Vintage Books, 1989). 
  • Le Corbusier, Poesie sur Alger. Paris, Editions Falaize, 1950.Radiant City, transl. Knight, (P., New York: Viking Press, 1967), p. 260. 
  • Levi-Strauss, C., The Savage Mind, Chicago: The Univeristy of Chicago Press, 1966. 
  • Morales, H., 'On the Analyst's Couch,' in Classical Mythology: A very short introduction. New York:Oxford University Press, 2007, pp. 70-75. 
  • Oxford English Dictionary (OED), 2nd ed. The print edition, 
  • Rowe, C., Koetter, F., Collage City. Cambridge: MIT Press, 1979. 
  • Rykwert, J., The Idea of a Town, Cambridge: MIT Press, 1988. 
  • Segal, R.A. ed., Jung on Mythology. Princeton: Princeton University Press, 1998.Theorizing About Myth. Amherst: University of Massachusetts Press, 1999, p. 71. 
  • Simpson, D.P., Cassell's Standard Latin Dictionary. Webster's New World, 1977. 
  • Scully, V., American Architecture and Urbanism, New York: Henry Holt & Co, 1988. 
  • Villing, A. (2005), Classical Athens. London: British Museum Press.
  • Winer J.A. et al, Psychoanalysis and Architecture (The Annual of Psychoanalysis, Vol. 33, 2005) 1st edition by Chicago Institute for Psychoanalysis, Chicago Psychoanalytic. New York: Mental Health Resources, 2005.
  • Zeynep,     Urban Forms and Colonial Confrontations: Algiers Under French Rule. Berkeley: University of California Press, 1997.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.