#Μάρλεν Μούλιου.Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών − Διεθνής Επιτροπή για τις Συλλογές και Δραστηριότητες των Μουσείων Πόλεων (CAMOC-ICOM)
Στη σύγχρονη εποχή διαμόρφωσης διεθνικών πόλεων-κρατών, οι πόλεις δέχονται συνεχείς πιέσεις να αναδείξουν το μοναδικό συγκριτικό τους πλεονέκτημα έναντι άλλων πόλεων, κατακτώντας μια θέση υψηλής προτίμησης στη συνείδηση και τις επιλογές οργανισμών, επιχειρήσεων, πολιτών και τουριστών, είτε ως καλές επιλογές για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δράσεων είτε για τη διαμόρφωση πολιτιστικών υποδομών και δράσεων,για επιλογή μόνιμης κατοικίας ή/και για ψυχαγωγικές αποδράσεις, με κεντρικό στόχο την κατάκτηση της ποιότητας σε επίπεδο συλλογικό και ατομικό, τόσο στο επιχειρείν όσο και στο ευ ζην. Όπου υπάρχουν πόλεις υπάρχουν και μουσεία, τα οποία ανέκαθεν είχαν μια δυναμική δημόσια εικόνα ως πεδία έκφρασης και έκθεσης σημαντικών ιδεών που κα-θώρησαν τις κοινωνίες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με την υιοθέτηση του νέου ορισμού του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων για το μουσείο, η γενεαλογία της αλλαγής, που καθόρισε τα μουσεία κατά την τελευταία τριαντακονταετία, αναπτύχθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις.
Αυτές σχηματικά αντιστοιχούν σε τρεις βασικές εκδοχές του μουσείου:
το μουσείο ως ποιότητα, το μουσείο ως εμπειρία και συμβολικό τοπόσημο στον αστικό χώρο, και το μουσείο ως συμπυκνωτής ήπιας δύναμης με επιρροή και εκτόπισμα στην κοινωνία.
Στο παρόν κείμενο, θα επιχειρηθεί ένας συνθετικός σχολιασμός της πρόσφατης μουσειακής πραγματικότητας, διεθνούς και εγχώριας, στη βάση αυτής της τριμερούς γενεαλογίας, με εστίαση σε επιλεγμένα θεσμικά παραδείγματα και μουσειακές δράσεις, που φωτίζουν περισσότερο τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.
4.1 Εισαγωγικές σκέψεις
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου Cities, Museums and Soft Power, οι επιμελήτριες του Gail Lord and Ngaire Blankenberg κάνουν ευθύς εξαρχής την ακόλουθη δήλωση: «Μουσεία και πόλεις σε όλο τον κόσμο συνδέονται μεταξύ τους με βασικό συστατικό σύνδεσης την ήπια δύναμή τους (soft power)» (Lord & Blankenberg, 2015, σελ. 9).
Όποια μετάφραση και αν επιχειρήσει κανείς στα ελληνικά για τον όρο αυτόν -ήπια δύναμη, εξουσία ή ενέργεια- πρόκειται για μια έννοια που πρωτοεμφανίστηκε πριν από 25 χρόνια για να περιγράψει διεθνείς σχέσεις που δεν βασίζονται σε σύγχρονες στρατιωτικές ή οικονομικές αυτοκρατορίες, αλλά σε διαδικασίες και εμπειρίες των οποίων βασικό συστατικό στοιχείο αποτελεί η δικτύωση, η επιρροή και η διαμόρφωση τάσεων μέσω άσκησης της πειθούς και συγκρότησης στρατηγικών επιλογών σε μια σειρά από καίρια κοινωνικά ζητήματα. Ενώ τα μέσα άσκησης «σκληρής εξουσίας» είναι συνήθως απτά και μετρήσιμα (π.χ. η επιβολή δύναμης στρατιωτικής ή οικονομικής), τα συστατικά της ήπιας εξουσίας είναι άυλα και, συνεπώς, μη απτά ή μετρήσιμα με συγκεκριμένους ποσοτικούς δείκτες (π.χ. οι ιδέες, η γνώση, οι αξίες και ο πολιτισμός). Σύμφωνα με μια σχετικά πρόσφατη μελέτη με τίτλο Influence and Attraction: Culture and the Race for Soft Power in the 21st Century (Holden, 2013), οι δυνάμεις που συν-διαμορφώνουν πολιτιστικές σχέσεις ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες:
α) εξωτερική πολιτική,
β) επιθυμία δημιουργίας θετικής εικόνας διεθνώς,
γ) μοναδική ιστορία και παγκόσμια παρακαταθήκη κάθε έθνους,
δ) ιδεολογία,
ε) υποδομές,
ζ) γλώσσα,
στ) πολιτιστικό κεφάλαιο (τέχνες, εκπαίδευση, ατομική έκφραση) και η) εμπορική δραστηριότητα (Holden, 2013, σελ. 3).
Στη σύγχρονη εποχή διαμόρφωσης διεθνικών πόλεων-κρατών, όπου παρατηρείται μετακίνηση μεγάλων μαζών πληθυσμού σ’ αυτές με τη λεγόμενη «αστική κρίση», ως απότοκο διαφορετικών πολιτικοοικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο κατανόησης και βιωματικής προσέγγισης του αστικού φαινομένου (Karavatzis & Ashworth, 2006).
Στο πλαίσιο ενός μάλλον ανταγωνιστικού σκηνικού, οι πόλεις δέχονται συνεχείς πιέσεις να αναδείξουν το μοναδικό συγκριτικό τους πλεονέκτημα έναντι άλλων πόλεων, κατακτώντας μια θέση υψηλής προτίμησης στη συνείδηση και τις επιλογές οργανισμών, επιχειρήσεων, πολιτών και τουριστών. Καλούνται να σταθούν είτε ως καλές επιλογές για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δράσεων, είτε ως επιλογές για τη διαμόρφωση πολιτιστικών υποδομών και δράσεων, ως επιλογή μόνιμης κατοικίας ή/και για ψυχαγωγικές αποδράσεις, με κεντρικό στόχο και των δύο αυτών επιλογών την κατάκτηση της ποιότητας σε επίπεδο συλλογικό και ατομικό, τόσο στο επιχειρείν όσο και στο ευ ζην. Τα πολλά και διαφορετικά προσωνύμια των σύγχρονων πόλεων που συμμετέχουν συνειδητά και ενεργά στην παγκόσμια σκηνή της αστικής καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας είναι ενδεικτικά της νέας συνθήκης που προκύπτει:
- πόλεις δημιουργικές
- έξυπνες (http://www.smart-cities.eu),
- ανθεκτικές (http://www.100resilientcities.org),
- πράσινες http://globalgreencities.com και http://www.earthday.org/greencities)
- ψηφιακές (http://www.govtech.com/dc/digital-cities/),
- υβριδικές (Charitos, Theona, Dragona, Rizopoulos & Meimaris, 2013),
- προσβάσιμες ή ακόμη και ρευστές (Westbury, 2008),
- δίκαιες (Ewald, Johal, Salento & Williams, 2014),
- βιώσιμες (http://sustainablecities.net),
- διεθνικές και εν τέλει
- ευτυχισμένες (Montgomery, 2013).
Ποικίλοι δείκτες και βαρόμετρα αξιολόγησης της αστικής ποιότητας και ταυτότητας προσδιορίζουν διαρκώς διαφορετικά κριτήρια για τη συστηματική χαρτογράφηση των βασικών χαρακτηριστικών των πόλεων και για την αξιολόγησή τους. Η ιεράρχηση και η βαρύτητα των κριτηρίων ποικίλλει ανάλογα με τις προτεραιότητες και τους στόχους που θέτει κάθε βαρόμετρο (Florida, 2008· Hildreth, 2008· Insch, 2011· Michael, 2014).
Για παράδειγμα, το περιοδικό Monocle (http://monocle.com/film/affairs/the-monocle-quality-of-life-survey-2015) κάθε χρόνο από το 2011 δημοσιεύει λίστα με τις 25 πιο βιώσιμες και ποιοτικές πόλεις στον κόσμο (The most livable cities), συνυπολογίζοντας ένα πλέγμα κριτηρίων, πολλά από τα οποία εντάσσονται στο πεδίο της ήπιας δύναμης ή εξουσίας (δημιουργικές βιομηχανίες, θέατρα, μουσεία, στατιστικά επισκεψιμότητας εκθέσεων τέχνης, αριθμός μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς, καλλιτεχνικές σκηνές, πανεπιστήμια, τουριστική κίνηση, αστική συνείδηση, γαστρονομία κ.ά.).
Στις λίστες των δύο τελευταίων ετών, πέρα από τις ευρωπαϊκές πόλεις που αναμένει κανείς να βρει στην κορυφή (π.χ. Παρίσι, Κοπεγχάγη, Μόναχο, Βερολίνο, Ελσίνκι, Στοκχόλμη, Βιένη, Όσλο, Γενεύη, Άμστερνταμ), συναντά και πόλεις του ευάλωτου -λόγω της οικονομικής κρίσης- ευρωπαϊκού Νότου (π.χ. εκτός από τη Βαρκελώνη, που αποτελεί μια σταθερή αστική δύναμη στον ευρωπαϊκό Νότο, τώρα πλέον και τη Λισαβόνα), οι οποίες κτίζουν μια νέα θετική εικόνα, που βασίζεται στην ήπια δύναμη του πολιτιστικού τους πλούτου, των δημόσιων χώρων και μουσείων τους, καθώς και της επιχειρηματικής τους ε- ξωστρέφειας.
Εντούτοις, η προσαρμογή ενός οράματος αστικής αναγέννησης σε λύσεις βασισμένες σε γενικευμένα πρότυπα παγκόσμιας ισχύος τίθεται σήμερα υπό σχετική αμφισβήτηση (Kalandides, 2011). Η μελέτη της βιώσιμης πόλης μέσα από το τρίπτυχο περιβάλλον-κοινωνία-οικονομία αποτέλεσε την κυρίαρχη προσέγγιση, εν-σωματώνοντας τους στόχους της περιβαλλοντικής προστασίας, της κοινωνικής ισότητας και της οικονομικής ανάπτυξης.
Εντούτοις, δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης ούτε εισήγαγε μια κοινωνικά ουσιαστική μεταρρυθμιστική πρόταση, ειδικά στο πλαίσιο των συνθηκών της κρίσης (Αθανασίου, 2012, 2013). Αντιθέτως, ο στόχος της ανταγωνιστικής πόλης στην ελεύθερη παγκόσμια αγορά, όχι μόνο αποτέλεσε κεντρική κατευθυντήρια γραμμή στη ρητορική των προγραμμάτων «αστικής αναγέννησης» διάφορων πόλεων ανά τον κόσμο, αλλά τελικά αφομοιώθηκε και ταυτίστηκε με τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας.
Η φιλοσοφία της βιώσιμης και επομένως ανταγωνιστικής πόλης δημιούργησε την ανάγκη υιοθέτησης στρατηγικών για την αναβάθμιση της ελκυστικότητας της εικόνας της πόλης (citybranding) και για την «πράσινη» διαχείριση του αστικού τοπίου, με την ελπίδα ότι αυτές οι στρατηγικές θα αποτελούσαν γνώμονα για την εξασφάλιση ακόμη και της οικονομικής βιωσιμότητας της πόλης, θέμα κυρίαρχο βεβαίως στην ατζέντα. Μολονότι αναγνωρίζουμε τη σκοπιμότητα και την ανάγκη της συζήτησης περί υιοθέτησης δεικτών μέτρησης της βιωσιμότητας και αναγνωρισιμότητας κάθε πόλης, τελικά οι τυποποιημένες παράμετροι αξιολόγησής τους δεν αναγνωρίζουν πάντα ότι καθεμία συγκροτεί ένα πολύ σύνθετο ζωντανό οικοσύστημα με δικό του μεταβολισμό και διαφοροποιημένα περιβάλλοντα, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, και, κυρίως, μια διαφορετική κοινωνία πολιτών.
Κάθε πόλη είναι διαφορετική, και όχι μόνο για λόγους ιστορικούς. Όπως μας θυμίζουν και οι επιμελήτριες του βιβλίου Cities, Museums and Soft Power, όπου υπάρχουν πόλεις υπάρχουν και μουσεία και «οι πανίσχυρες πόλεις έχουν και παντοδύναμα μουσεία» (Lord & Blankenberg, 2015, σελ. 9, 19), τα οποία ανέκαθεν είχαν μια δυναμική δημόσια εικόνα ως πεδία έκφρασης και έκθεσης σημαντικών ιδεών, που καθόρισαν τις κοινωνίες. Η άνοδος των πόλεων και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών ωθούν σήμερα τα μουσεία αφενός να μετακινηθούν από την περιφέρεια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, στον πυρήνα της έννοιας της ήπιας δύναμης και αφετέρου να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους ως οργανισμοί που οφείλουν τόσο να υπηρετούν την κοινωνία των πολιτών στο σύνολό της όσο και να βασίζονται σε διαφορετικές κοινωνικές συλλογικότητες και όχι μόνο σε κρατικούς φορείς και ισχυρούς πάτρονες των τεχνών (Lord & Blankenberg, 2015, σελ. 10-11). Αυτή η κορυφαία και αναγκαία αλλαγή επηρεάζει όλες τις πτυχές της ύπαρξής τους, καθώς επίσης και τους τομείς λειτουργίας τους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με την υιοθέτηση του νέου ορισμού του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων για το μουσείο, 5 η γενεαλογία αυτής της αλλαγής αναπτύχθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις, αρχής γενομένης σε χώρες με αγγλοσαξονική παράδοση και επιρροή. Οι φάσεις αυτές αντιστοιχούν σχηματικά σε τρεις βασικές εκδοχές του μουσείου: το μουσείο ως ποιότητα, το μουσείο ως εμπειρία και συμβολικό τοπόσημο στον αστικό χώρο, και το μουσείο ως συμπυκνωτή ήπιας δύναμης με επιρροή και εκτόπισμα στην κοινωνία (Lord & Blankenberg, 2015, σελ. 5-27).
Στο παρόν κείμενο, θα επιχειρηθεί ένας πολύ συνθετικός σχολιασμός της πρόσφατης μουσειακής πραγματικότητας, διεθνούς και εγχώριας, στη βάση της τριμερούς γενεαλογίας που προαναφέρθηκε, με εστίαση σε επιλεγμένα θεσμικά παραδείγματα και μουσειακές δράσεις που φωτίζουν περισσότερο τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.
4.2 Το μουσείο ως ποιότητα: επαγγελματισμός και πιστοποίηση μουσείων
Στη Δυτική Ευρώπη αλλά και στη Βόρεια Αμερική, η ποιοτική αναβάθμιση των μουσείων ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80 και ωρίμασε δημιουργικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα μουσεία βρέθηκαν αντιμέτωπα με ριζικές αλλαγές, τόσο σε επίπεδο διαχείρισης, λειτουργίας και αξιολόγησης του έργου τους όσο και υιοθέτησης νέων ιδεολογικών μοντέλων και θεσμικών αποστολών, προσδιορισμένων με γνώμονα το κοινωνικό τους κεφάλαιο. Εθνικές πολιτικές εκφράστηκαν σε κείμενα-μανιφέστα περί επαγγελματισμού και πιστοποίησης των μουσείων (American Association of Museums, 1992· Hopkins Van Mil: Creating Connections, 2010),6 αξιολόγησης των παρεχομένων υπηρεσιών τους και εδραίωσης του εκπαιδευτικού και κοινωνικού τους ρόλου. Δεν χωρά αμφιβολία ότι τα Συστήματα Πιστοποίησης Μουσείων, σε όποια χώρα ε-φαρμόστηκαν έκτοτε, συνέβαλαν καθοριστικά στην ποιοτική βελτίωση της λειτουργίας και στην εξωστρέφειά τους.
Ακόμη και οι πλέον επιφυλακτικοί σχολιαστές της εγχώριας μουσειολογικής παραγωγής οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 επίσημοι φορείς του κράτους και μουσεία άρχισαν να νιώθουν τις δονήσεις των αλλαγών που συνέβαιναν στα μουσεία του εξωτερικού και εν μέρει να αφουγκράζονται τη σημασία τους, αξιοποιώντας ποικίλα ερεθίσματα, όχι συντονισμένα, ωστόσο, αλλά ανάλογα με τις επιλογές των εκάστοτε επικεφαλής διευθυντών τους. Παρ’ όλα αυτά, όποιες μετακινήσεις επιχειρήθηκαν από παλαιά και παγιωμένα μοντέλα λειτουργίας και ερμηνείας, αυτές υλοποιήθηκαν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς και με μάλλον επιφυλακτικά και αβέβαια βήματα λόγω της έλλειψης συγκροτημένης μουσειακής πολιτικής και στρατηγικού σχεδιασμού για την αξιοποίηση των μεγάλων ευκαιριών που αναδύονταν σε όλα τα επίπεδα (νομοθετικά, οικονομικά, επιστημονικά, τεχνολογικά). Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν στηρίζονταν σε πολύ στέρεα θεμέλια, εφόσον το πλαίσιο μιας δομημένης εθνικής πιστοποίησης μουσείων με συγκεκριμένες προδιαγραφές και διαδικασίες δεν τέθηκε σε ισχύ (Mouliou, 2008β).
Σε άλλη μελέτη έχει περιγραφεί διεξοδικά πώς η δεκαετία 1997-2007 αποτέλεσε την περίοδο των μεγάλων και πιεστικών προκλήσεων για τα μουσεία στην Ελλάδα μέσω της χαρτογράφησης θεσμικών, διαχειριστικών, κοινωνικών και οικονομικών συνιστωσών που συνδιαμόρφωσαν ένα νέο πλαίσιο αναφοράς (Μούλιου, υπό εκτύπωση [β]). Εδώ, θα αναφέρουμε απλώς κάποια από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της περιόδου, επισημαίνοντας με κάπως πιο επιτακτικό τόνο τα ακόλουθα.
Σε θεσμικό επίπεδο, στην αρχή της περιόδου 1997-2007 αναπτύχθηκαν νέα δόγματα για τον πολιτισμό που εκφράστηκαν από την τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ωστόσο αυτά δεν διαμόρφωσαν, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, ουσιαστικά και αποδοτικά εναλλακτικά σχέδια για τον πολιτισμό. Σε νομοθετικό πλαίσιο, εισήχθησαν ρυθμίσεις για τη λειτουργία και την εκπαιδευτική διάσταση του μουσείου, οι οποίες, αν και δημιούργησαν αισιοδοξία και προοπτική για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αλλαγές, εντούτοις όσες απ’ αυτές τις αλλαγές συντελέστηκαν δεκαοκτώ χρόνια μετά την υιοθέτηση του πολυνομοσχεδίου 2557/1997 και δεκατρία χρόνια από όταν τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 3028/2002 -ο πρώτος που εισήγαγε μέσω του άρθρου 45 αναλυτικές αναφορές για τη συγκρότηση και λειτουργία των μουσείων- είναι λίγες αναλογικά με το μακρύ διάστημα που διανύθηκε από τη θέσπισή τους και τις μεγάλες ανάγκες των μουσείων της χώρας.
Κατά κύριο λόγο, αποτελούν αλλαγές των οποίων η θεμελίωση έγινε σε βάσεις που άρχισαν να κλυδωνίζονται, όταν παρήλθε η περίοδος ανάτασης από το όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και η χώρα εισήλθε στη μακρά περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ο Οργανισμός του Υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) που εισήγαγε το 2003 νέα δεδομένα επιστημονικού και διοικητικού τύπου -ορισμένα από τα οποία ήταν προ καιρού αναγκαία και άμεσα συναφή με τη λειτουργία των μουσείων,7 (ΠΔ 191, ΦΕΚ Α' 146/2003)- αντικαταστάθηκε με τον νέο Οργανισμό του 2014, ο οποίος σηματοδότησε τη συρρίκνωση σημαντικών δομών σχετικών με τη λειτουργία των μουσείων, χωρίς παράλληλα να προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο για την αναγκαία ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και κοινωνικών υπηρεσιών των μουσείων.
Κατά διαστήματα, δρομολογήθηκαν αναγκαίες ενέργειες για την ενεργοποίηση ενός εθνικού συστήματος Αναγνώρισης Μουσείων, με τις οποίες οριοθετούνταν συγκεκριμένες διαδικασίες διαχείρισής του, πέρα από το επίπεδο γενικών αρχών. Καθοριστικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση υπήρξε το 2011 η δημοσίευση κειμένου Υπουργικής Απόφασης αναφορικά με την «Ίδρυση και αναγνώριση μουσείου κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 του Ν. 3028/2002» (ΦΕΚ Β' 2385/26-10-2011), μια ενέργεια που εκκρεμούσε σχεδόν επί μία δεκαετία από την έναρξη ισχύος του νόμου 3028/2002 και που, ωστόσο, πάλι δεν επαρκούσε από μόνη της για την τυποποίηση της διαδικασίας υποβολής των στοιχείων από μουσεία ή φορείς διαχείρισης που θα επιθυμούσαν να υπαχθούν σε μια διαδικασία ελέγχου και πιστοποίησης. Η τυποποίηση αυτή ολοκληρώθηκε το 2014, έπειτα από το προπαρασκευαστικό έργο ειδικής Επιτροπής, αποτελούμενης από στελέχη του Υπουργείου και την πρόεδρο του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων. Ωστόσο, οι προτάσεις 8 της Επιτροπής παραμένουν έως σήμερα μη εκτελεστές, μολονότι τον Οκτώβριο του 2014 το Υπουργείο Πολιτισμού με Δελτίο Τύπου έθεσε για σύντομο χρονικό διάστημα σε δημόσια διαβούλευση τις θεσμικές προδιαγραφές, τις ακολουθητέες διαδικασίες και τα μέσα για την πολυαναμενόμενη αξιολόγηση των μουσείων σε δύο φάσεις (προελέγχου και συνολικού ελέγχου). Προανήγγειλε, ακόμη, την έναρξη της αναγνώρισης μουσείων εντός των πρώτων μηνών του 2015, χωρίς αυτή να έχει καταστεί ακόμη και σήμερα δυνατή.
Ως εκ τούτου και εν αντιθέσει με πολλές άλλες χώρες εντός και εκτός Ευρώπης, στην Ελλάδα εκκρεμεί η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου, λειτουργικού και ορθολογιστικού συστήματος ελέγχου των μουσείων, το οποίο θα χαρτογραφεί στο σύνολό του το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους, τις κτηριακές εγκαταστάσεις και πόρους τους (υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό), τις οικονομικές τους δυνατότητες, τις πρακτικές επιμέλειας και ανάδειξης των συλλογών τους, καθώς και τις υπηρεσίες προς τους επισκέπτες τους. Πρόκειται για μια έλλειψη που στερεί από τα μουσεία της χώρας κίνητρα και ευκαιρίες -έστω και εν μέσω κρίσης- να εναρμονιστούν με κανόνες και προδιαγραφές που θα τα οδηγήσουν σε πιο ποιοτικές υπηρεσίες ως προς όλα τα επίπεδα: τις συλλογές, τους επισκέπτες και την κοινωνία ευρύτερα.
Οφείλουμε, πάντως, να σημειώσουμε ότι σε διαχειριστικό πλαίσιο η ουσιαστική ενεργοποίηση του Συμβουλίου Μουσείων από το 2006 και εξής διαμόρφωσε σταδιακά νέες συνθήκες για την εκπόνηση και υλοποίηση μουσειολογικών και μουσειογραφικών μελετών μέσω της επιβολής πιο συγκεκριμένων προδιαγραφών για τους στόχους, τη δομή και το είδος πληροφορίας που θα περιείχαν υπό τον έλεγχο του Συμβουλίου.
Η σε βάθος χρόνου θετική επίδραση ενός τέτοιου γνωμοδοτικού οργάνου δεν συνοδεύτηκε από μια εξίσου δυναμική αξιοποίησή του για τη συγκρότηση εθνικής ή περιφερειακής μουσειακής πολιτικής με ρεαλιστικές προτεραιότητες και στρατηγικούς άξονες, που θα τοποθετούσαν τη μουσειακή παραγωγή σε μια άλλη βάση πραγμάτευσης και προοπτικής για τη δημιουργία οράματος. Τα καλά μουσειακά πρότυπα στην Ελλάδα προέκυψαν οργα¬νικά και εμπειρικά ως απόσταγμα της γνώσης που προέκυψε από την υλοποίηση του οράματος, των ερμηνευ¬τικών και κοινωνικών επιλογών, των καλών και ανανεωτικών πρακτικών, που όρισαν και ακολούθησαν ορι¬σμένα μουσεία της χώρας υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Τα πλέον εύγλωττα παραδείγματα καλών μουσειακών προτύπων αποτελούν τα δύο μεγάλα βυζαντινά μουσεία της χώρας, δηλαδή το πολυβραβευμένο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, που αναγεννήθηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση του Δημήτρη Κωνστάντιου (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 2011· Κωνστάντιος, 2002, 2005· Tsilidou, 2013) και το βραβευμένο το 2005 από το Συμβούλιο της Ευρώπης Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης κ.ά. Το Κρατικό Μουσείο Σύγ¬χρονης Τέχνης και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μουσείο Μπενάκη με τα πολλαπλά του παραρτήματα και τον πολιτιστικό πολυχώρο της οδού Πειραιώς, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με τις άκρως ενδιαφέρουσες περιοδικές του εκθέσεις ή το Δίκτυο Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς και το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, που διαμόρφωσαν, επίσης, στο πλαίσιο διαφορετικών διοικητικών δομών και διαχειριστικών μοντέλων, δράσεις και πρακτικές, οι οποίες άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα με θετικό πρόσημο στην πολιτιστική παραγωγή της χώρας.
Ο επαγγελματισμός των μουσείων, βεβαίως, κρίνεται στη βάση πολλών παραμέτρων. Αν, για παράδειγμα, το ζητούμενο είναι η κοινωνική διασύνδεση του μουσείου με διαφορετικές κοινότητες, μια σύνθεση πρακτικών που καταδεικνύει την κοινωνική δυναμική ενός μουσείου, ή ευρύτερα του φορέα που το υποστηρίζει, μπορεί να βασιστεί στο ακόλουθο μείγμα στρατηγικών αρχών: το ηγετικό όραμα του διευθυντή του για τη χάραξη μιας αποστολής με βάση αυτό, την προσπάθεια δημιουργίας συνεργειών και βιώσιμων συνεργασιών μεταξύ μουσείου και άλλων φορέων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, τη διάθεση για ποιοτικότερη και πιο αποδοτική πρόσβαση των επισκεπτών στις συλλογές, καθώς και την προσπάθεια για διεύρυνση της βάσης των επισκεπτών του μουσείου, την πρόθεση και δέσμευσή του να πειραματιστεί με συμμετοχικές μεθόδους εργασίας, καθώς και να κεφαλοποιήσει τα οφέλη από τη χρήση νέων ψηφιακών μέσων, όσο και στην επιμονή του να συνεχίζει να παράγει δημιουργικό έργο ανεξάρτητα από τις αντιξοότητες και τα εμπόδια που εγείρονται από διάφορες συγκυρίες.
Τρία ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία που υπηρέτησαν, για παράδειγμα, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους την παραπάνω τυπολογία πρακτικών και εκπροσωπούν ένα μεγάλο εθνικό μουσείο, ένα μουσείο αρχαιολογικού χώρου και ένα περιφερειακό μουσείο είναι αντίστοιχα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών και το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Εικόνα 4.1) γιόρτασε την πρώτη εκατονταετηρίδα της ζωής του το 2014, έχοντας διανύσει πιο πρόσφατα μια δεκαπενταετία ιδιαίτερα δυναμικής παρουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας βίωσε μια πλήρη μεταμόρφωση σε όλα τα επίπεδα, όπως: σταδιακή εφαρμογή ενός άλλου οργανογράμματος και μεθόδου διοίκησης, κτηριακό εκσυγχρονισμό και πρότυπες υποδομές, αριστεία σε τομείς έρευνας σχετικούς με το αντικείμενό του, νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των συλλογών και εκθετικά προ-γράμματα, νέα φιλοσοφία επιλογής θεματικών για τις περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικές δράσεις για ποικίλες ομάδες επισκεπτών, εξωστρεφείς δράσεις για τη διεύρυνση της βάσης των επισκεπτών του, καθώς ακόμη και λήψη μέριμνας για βελτίωση της προσβασιμότητάς του σε όλους τους τομείς, διεθνικές συνεργασίες και αξιο-ποίηση ποικίλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τον πολιτισμό, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, μέχρι και κοινωνική πολιτική με αποδέκτες ευάλωτες ομάδες και κοινότητες πολιτών (π.χ. ποικίλες δράσεις του για τον πολιτισμό των Ρομά κ.ά.). Το 2013 το Trip Advisor, στο οποίο τα θετικά σχόλια από Έλληνες και ξένους επισκέπτες είναι πολυάριθμα, του απένειμε το ετήσιο βραβείο ποιότητας.
Αντίστοιχη πιστοποίηση έλαβε πρόσφατα και το Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών, καθώς επίσης και η Εφορεία που αποτελεί τον φορέα διαχείρισής του (νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Φωκίδας), η οποία επιχειρεί τα τελευταία πέντε χρόνια να αναβαθμίσει τις υπηρεσίες προς το κοινό και να αναπτύξει, εκ των ενόντων και χωρίς πόρους, ένα ποικιλόμορφο πολιτιστικό πρόγραμμα και στοχευμένες συνέργειες με διαφόρους φορείς και φυσικά πρόσωπα, με κεντρικό στόχο την αλλαγή στάσης και σχέσης της τοπικής κοινωνίας με την αρχαιολογική κληρονομιά. Η συνεχής αύξηση της επισκεψιμότητας στο μουσείο και στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών -με μέσο αριθμό επισκεπτών περίπου 350.000 ετησίως- αποδεικνύει σε σημαντικό βαθμό ότι ένα άλλο μοντέλο διοίκησης, ακόμη και μέσα στις περιορισμένες δυνατότητες μιας υποστελεχωμένης και οικονομικά αποδυναμωμένης Περιφερειακής Υπηρεσίας του ελληνικού Δημοσίου, είναι εφικτό να δημιουργήσει μια νέα δυναμική. Το ζητούμενο, βεβαίως, είναι η βιωσιμότητα αυτής της δυναμικής και η περαιτέρω ενίσχυσή της.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας επαναλειτούργησε το 2009 σε καινούργιο χώρο, με τελείως ανανεωμένο νοηματικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, υπό ένα νέο διοικητικό σχήμα που επέβαλε τη συνδιαχείρισή του από δύο διαφορετικές (τότε) Εφορείες Αρχαιοτήτων, οι οποίες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2014, συγχωνεύθηκαν ως ενιαία Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Η νέα μουσειολογική προσέγγιση του Μουσείου, απότοκος της στενής συνεργασίας των τοπικών Εφορειών με κεντρική δομή του Υπουργείου Πολιτισμού (Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων), η οποία εκπόνησε και υλοποίησε τη μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη, πρότεινε έναν άλλον τρόπο ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων πέρα από τις συνήθεις χρονολογικές και θεματικές αφηγήσεις των αρχαιολογικών μουσείων, δίνοντας έμφαση στη γεωγραφία, την τοπογραφία, τον χάρτη και την έννοια του αρχείου υλικών τεκμηρίων πολλαπλών χρονικοτήτων, οι οποίες αποτυπώνονται σε κινητά και μη κινητά μνημεία κάθε τόπου και συνυπάρχουν στη στρωματογραφία της μνήμης του (Μούλιου, 2011). Άλλη καινοτομία του υπήρξε η χωροθέτηση ειδικού χώρου για εκπαιδευτικές δράσεις με στόχο την άμεση και συνεχή σύνδεση του Μουσείου με την τοπική κοινωνία, τις σχολικές ομάδες και τις οικογένειες με παιδιά, ώστε να καταστεί μέρος της καθημερινότητάς τους και μια από τις κύριες επιλογές για την αξιοποίηση του ελεύθερου τους χρόνου. Ο εντυπωσιακός αριθμός και η ποικιλία των εκπαιδευτικών δράσεων που αναπτύχθηκαν από το 2009 και εξής αποδεικνύουν ότι το όραμα δεν αποτέλεσε ουτοπία, μολονότι η στάση των Ελλήνων πολιτών είναι συχνά επιφυλακτική απέναντι στα μουσεία και η σχέση τους μ’ αυτά μάλλον χαλαρή έως και ανύπαρκτη.
Τα παραπάνω παραδείγματα, βεβαίως, είναι ενδεικτικά και μη μοναδικά για την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Πολιτεία οφείλει να χαράσσει συνολική μουσειακή πολιτική, η οποία θα εντάσσεται σε ευρύτερους πολιτιστικούς σχεδιασμούς, συνυφασμένους με την έρευνα, την παιδεία και την πολιτιστική βιομηχανία. Διαφορετικά, οι συνθήκες κρίσης, όπως αυτές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, θα δοκιμάζουν σκληρά τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των μουσείων και των επαγγελματιών τους και θα θέτουν σε αμφισβήτηση ακόμη και την αναγκαία εναρμόνισή τους με δείκτες αξιολόγησης και ποιοτικούς στόχους περαιτέρω βελτίωσής τους.
4.3 Το μουσείο ως εμπειρία, αστικό σύμβολο και μέσο αστικής αναγέννησης
Στην εισαγωγική παράγραφο του βιβλίου Museum Branding: How to Create and Maintain Image, Loyalty, and Support, διαβάζουμε:
«To brand (είδος, στίγμα, αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία) είναι μια ξεχωριστή ταυτότητα που γεννά πιστούς οπαδούς. Το branding δημιουργεί και διατηρεί ένα σύνολο προγραμμάτων και τάσεων που μεταδίδουν μια σαφή υπόσχεση, ενθαρρύνουν την οικειότητα και τη συνεχή υποστήριξη. Το branding περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα διακριτό σήμα (λογότυπο) και ένα θέμα, αλλά στη συνέχεια επεκτείνεται πολύ πέρα από αυτά, συμπεριλαμβάνοντας κάθε δράση του μουσείου. Καθώς πλέον ο ανταγωνισμός είναι πιο σκληρός από ποτέ, τα μουσεία σήμερα χρειάζονται μια δυνατή εικόνα, ένα ισχυρό brand [...]» (Wallace, 2006, σελ. 1).
Ο Mark Walhimer, δημιουργός μουσειακών έργων και του blog Museum Planner ορίζει πάλι το brand
ως:
«την κόλλα που συγκρατεί τη συνοχή ενός επιτυχημένου μουσείου και προσφέρει στους επισκέπτες άνεση και ευκαιρίες εμπλοκής και σύνδεσης με αυτό. Η δημιουργία ενός μουσειακού brand άλλοτε προκύπτει οργανικά και χωρίς πρόθεση από τον δημιουργό του μουσείου και άλλοτε είναι αποτέλεσμα πολύ επιμελημένης επικοινωνιακής στρατηγικής [...]. Η δημιουργία brand αποτελεί ένα πλαίσιο αναφοράς για κάθε μουσείο. Το μουσείο δεν είναι μόνο η συλλογή ή η αποστολή του αλλά η αφήγηση, η ιστορία που θα εμπλέξει το κοινό του [...]. Το brand αγκαλιάζει κάθε πτυχή του μουσειακού έργου: την εμπλοκή του μουσείου με τις κοινότητες, το περιεχόμενο των συλλογών, την έρευνα, τις εκπαιδευτικές δράσεις, την αξιολόγηση των εκθέσεων, το μάρκετινγκ, το εκθεσιακό πρόγραμμα» (Walhimer, 2013 α, 2013β).
Ο Robert Jones υποστηρίζει με παρόμοιο σκεπτικό ότι, ενώ παλαιότερα η δημιουργία εικόνας και brand για ένα μουσείο γινόταν οργανικά και αβίαστα, τρεις βασικοί παράγοντες άλλαξαν αυτή τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Καταρχάς, η επιστήμη των μουσείων, η Mουσειολογία, η οποία έδωσε έμφαση όχι μόνο στις συλλογές, αλλά και στους επισκέπτες των μουσείων, όχι μόνο στα αντικείμενα, αλλά και στις ιστορίες που κουβαλούν.
Δεύτερος παράγοντας ήταν η τηλεόραση και το Διαδίκτυο που διαμόρφωσαν θεατές οι οποίοι πλέον αναζητούσαν και απαιτούσαν πιο ζωντανές και διαδραστικές εμπειρίες.
Τρίτο βασικό παράγοντα αποτέλεσαν οι εθνικές πολιτικές κυβερνήσεων που επέβαλαν στα μουσεία συνεχείς βελτιώσεις, νέους τρόπους προσέγγισης των επισκεπτών και προσέλκυσης μη επισκεπτών, καθώς και νέους τρόπους χρηματοδότησης, εφόσον τα κρατικά κονδύλια για τον πολιτισμό συρρικνώθηκαν κατά πολύ (Jones, 2014).
Όλα τα παραπάνω στοιχεία υποχρέωσαν τα μουσεία να επανεξετάσουν σοβαρά το θέμα της ταυτότητας και των μοναδικών χαρακτηριστικών τους και να τα επικοινωνήσουν πιο αποτελεσματικά μέσω των εμπειριών που προσέφεραν στους επισκέπτες τους.
Συνεπώς, το θέμα brand είναι πολύ σοβαρό και δυνάμει ιδιαίτερα ευεργετικό για τα μουσεία, αποτελώντας τον θεμελιώδη διαμορφωτή του έργου και της δημόσιας εικόνας τους.
Σε συνδυασμό μ’ αυτές τις διαπιστώσεις, σημειώνεται επίσης ότι η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα όρισε τη δημιουργία μοναδικών εμπειριών στα μουσεία ως πρώτιστη προτεραιότητα, με κεντρικό αίτημα τον σχεδιασμό δράσεων που θα προήγαγαν την κοινωνική αποστολή του μουσείου αναγνωρίζοντας ως αποδέκτες αυτών το σύνολο των πολιτών και μεριμνώντας ιδιαιτέρως για κοινότητες ή άτομα που βρίσκονταν στο περι-θώριο της κοινωνικής ζωής. Η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα των ποικίλων μουσειακών δράσεων, όπως ξεχωριστές εκθέσεις με μικρή διάρκεια και δημοφιλία λόγω της εφήμερης ζωής τους, αλλά και η ξεχωριστή αρχιτεκτονική μορφολογία των μουσείων, η δύναμη της υλικότητάς τους στον αστικό ιστό και το ισχυρό χωρικό και ιδεολογικό τους στίγμα σε πόλεις - άλλες ήδη ακμάζουσες και άλλες σε αναζήτηση νέας ταυτότητας και προοπτικής- οδήγησε στη δημιουργία μουσείων-συμβόλων ή μουσείων-brands (Kotler & Kotler, 2008· Serota, 1999).
Διάσημα αρχιτεκτονικά τοπόσημα-μουσεία , που δημιουργούν ευφάνταστες εμπειρίες μάθησης, έμπνευσης, απόδρασης και δημιουργικότητας, υπάρχουν πολλά ανά τον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Μουσείο Guggenheim στο Bilbao με την υπογραφή του Frank Gehry, η Tate Modern με το εκσυγχρονισμένο βιομηχανικό κέλυφος-πολυχώρο (Εικόνα 4.2), το Βρετανικό Μουσείο (Εικόνα 4.3) και το Λούβρο με τις παγκόσμιες συλλογές και τις εμβληματικές προσθήκες σύγχρονων και λειτουργικών κατασκευών σε σχήμα πυραμίδας ή ελλειψοειδούς κύκλου (Εικόνα 4.4), το Pompidou με την ανατρεπτική αρχιτεκτονική του δομή, καταρχήν στο Παρίσι αλλά και ως Παράρτημα στην πόλη Metz, το Musee d’ Orsay με την ευρηματική και αισθητικά άρτια επανάχρηση ενός μνημειακού κτηρίου, αλλά και πολλά άλλα μουσεία, κυρίως τέχνης, που αναρριχώνται σταθερά στα Top 10 ή 20 των πιο επισκέψιμων μουσειακών οργανισμών του κόσμου. Κάποια άλλα, επίσης, αποτελούν κτήρια-εκθέματα, τα οποία, μέσω στοχευμένων αρχιτεκτονικών συμβολισμών, αφηγούνται παγκόσμιες ιστορίες, είτε μνήμες μιας δύσκολης κληρονομιάς, όπως το Εβραϊκό Μουσείο του Daniel Libeskind, είτε εμπειρίες προσέγγισης «άλλων» πολιτισμών και μετα-αποικιοκρατικής επαναξιολόγησης παλαιότερων αναζητήσεων οικειοποίησης και επιβολής της εξουσίας δυνατών κρατών σε άλλα, λιγότερο κραταιά, όπως το Musee du Quai Branly του Jean Nouvel.
Σε ποια αντίστοιχα παραδείγματα ελληνικών μουσείων θα μπορούσε να σταθεί κανείς; Επιλέγονται τέσσερεις ενδεικτικές, αλλά ξεχωριστές περιπτώσεις:
- ένα μουσείο (το Νέο Μουσείο Ακρόπολης),
- ένα δίκτυο μουσείων με διασπορά σε όλη την ελληνική επικράτεια (Δίκτυο Μουσείων Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς -ΠΙΟΠ),
- ένα δίκτυο μουσειακών σταθμών με διασπορά στο άστυ (το Μουσείο Μπενάκη με τους δορυφόρους του) και
- μια γειτονιά μουσείων με μελλοντικές προοπτικές πολυδύναμης λειτουργίας (Πολιτιστική Ακτή Πειραιά), αν βεβαίως η βαθιά οικονομική κρίση επιτρέψει την άμεση ολοκλήρωση του οράματος και του στρατηγικού πλάνου ανάπτυξής της.
Αναμφισβήτητα, η δημιουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης (Εικόνα 4.5) σηματοδότησε με τη θεμελίωσή του το 2003 μια νέα εποχή για τα μουσειακά πράγματα της Ελλάδας (Γκαζή, 2012). Από τα εγκαίνιά του στις 20 Ιουνίου του 2009, ο νέος μουσειακός οργανισμός σχεδόν αυτομάτως ταυτίστηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Νεοελλήνων με την ίδια την έννοια του μουσείου, ρόλο προνομιακό που μέχρι πρότινος κατείχε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αποτέλεσε το par excellence ελληνικό παράδειγμα επώνυμης μουσειακής αρχιτεκτονικής εμπειρίας, και μάλιστα μιας εμπειρίας απολύτως ξεχωριστής και συμβολικής χάριν της μοναδικής οπτικής και χωρικής σύνδεσης του νέου μουσείου και του ανώτερου επιπέδου των εκθεσιακών του χώρων, αφενός με τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης και τον Παρθενώνα και, αφετέρου, με την ίδια την πόλη της Αθήνας, τόσο με τον ιστορικό της πυρήνα όσο και με τις πολλαπλές θέες των πυκνοδομημένων γει¬τονιών της προς Βορρά και Νότο. Στα τέλη του 2015, το Μουσείο ανακηρύχθηκε από τους χρήστες του TripAdvisor ως το ενδέκατο στον κατάλογο των 25 κορυφαίων μουσείων στον κόσμο, βάσει του αλγορίθμου που συνυπολογίζει την ποιότητα και την ποσότητα των αξιολογήσεων των επισκεπτών της ιστοσελίδας του TripAdvisor για τη χρονική περίοδο ενός έτους (Καρνής, 2015).
Ομολογουμένως, έχουν εκφραστεί ποικίλα σχόλια για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης με θετικό ή περισσότερο κριτικό τόνο, όπως για παράδειγμα αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του και το ειδικό νομικό καθεστώς του ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), την ερμηνευτική του προσέγγιση, τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της έκθεσης, τα ιδεολογικά μηνύματα που εκπέμπει, τι αποσιωπά και τι αναδεικνύει κατ’ επιλογήν. Η εξάχρονη μέχρι σήμερα λειτουργία του και η σχέση που έχει αναπτύξει με τους Έλληνες πολίτες, ως μουσείο σύμβολο, ως τοπόσημο και ως εμπειρία, είναι σαφώς δεδομένη και πλέον ανιχνεύσιμη μέσω συστηματικών ερευνών που παρέχουν εύγλωττα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της έρευνας «Αποτύπωση της κοινής γνώμης των πολιτών για τα μουσεία και την κοινωνική τους αξία», η οποία σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε το 2014 από τη γράφουσα, αρχικές ενδείξεις από τη μερική ανάλυση ενός τετάρτου του συνολικού δείγματος των απαντήσεων (δηλαδή 130 από τις περίπου 600 απαντήσεις) συνηγορούν στα εξής:
το Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί τη συνήθη απάντηση της πλειοψηφίας (γυναικών και ανδρών όλων των ηλικιακών ομάδων) που ρωτήθηκε τι σκέφτεται στο άκουσμα της λέξης «μουσείο», καθώς και την απάντηση ακόμη περισσότερων από τους ερωτηθέντες στην ερώτηση ποιο συγκεκριμένο μουσείο φέρνουν στον νου τους με τη λέξη «μουσείο». Η συντριπτική τους πλειοψηφία (72%) αναγνωρίζει στο Μουσείο της Ακρόπολης το χρίσμα του σημαντικότερου μουσείου της Ελλάδας για διάφορους λόγους, όπως τα σημαντικά εκθέματα που φιλοξενεί, τη συμβολή του στην προσπάθεια επιστροφής των Μαρμάρων του Παρ¬θενώνα, τον αντιπροσωπευτικό και καθοριστικό ρόλο του στην προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, τη σχέση του με τον Παρθενώνα, που αποτελεί το εμβληματικότερο μνημείο της αρχαίας Ελλάδας, την αφήγηση της ιστορίας της αρχαίας Αθήνας μέσω των συλλογών του κ.ά. (Μούλιου, 2015). Η χωροθέτησή του στη γειτονιά του Μακρυγιάννη έχει ήδη συνεισφέρει στον τομέα της πολιτιστικής και τουριστικής κίνησης όσο και στην εμπορική ανάπτυξη μικρών επιχειρήσεων που εξυπηρετούν τις ανάγκες που προκύπτουν από την εντυπωσιακή άνοδο της αύξησης των περιηγητών, εποχιακών και ντόπιων, στην ευρύτερη περιοχή.
Τα υπόλοιπα τρία παραδείγματα αναδεικνύουν την προοπτική του «μουσείου ως εμπειρίας» ή του «μουσείου-τοπόσημου» με διαφορετικούς τρόπους.
Το Δίκτυο Μουσείων του ΠΙΟΠ (Λούβη, 2007) συγκροτείται από επτά θεματικά τεχνολογικά μουσεία σε επιλεγμένα (και ενίοτε απομακρυσμένα) σημεία της ελληνικής περιφέρειας, τα οποία ανήκουν κατά περίπτωση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ή το ελληνικό Δημόσιο και τελούν υπό τη διοίκηση του ΠΙΟΠ και επιτροπών για ορισμένο χρονικό διάστημα, με τη συμμετοχή τοπικών εταίρων και εκπροσώπων του Υπουργείου Πολιτισμού. Τα μουσεία του Δικτύου αναδεικνύουν κατά περίπτωση την τοπική τέχνη, την τεχνολογική παράδοση και παραγωγή, τη βιομηχανική ανάπτυξη και την τοπική πολιτιστική ταυτότητα, ενώ η φιλοσοφία του Δικτύου γενικότερα είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, τόσο στην πολιτιστική όσο και στην έμμεση οικονομική τους αναβάθμιση μέσω του πολιτιστικού τουρισμού, μια επιλογή που αποτελεί πολιτική του ΠΙΟΠ στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το Μουσείο Μπενάκη δημιούργησε στον άξονα της οδού Πειραιώς ένα νέο πολιτιστικό κύτταρο σε έναν εμβληματικό αρχιτεκτονικά χώρο που αναπλάστηκε με ιδανικό τρόπο, προσφέροντας στην πόλη και τους κατοίκους της αναρίθμητες πολιτιστικές εμπειρίες υψηλής ποιότητας. Και ενώ οι γενικές αρχές σχεδιασμού του χώρου βασίστηκαν στην ιδέα ενός εσωστρεφούς κτηρίου με ανοίγματα προς το κεντρικό αίθριο, οι εκδηλώσεις του Μουσείου υπήρξαν στην πλειονότητά τους εξωστρεφείς και συνεπείς με το όραμα για το άνοιγμα του Μουσείου Μπενάκη σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία, ποικιλίες συλλογών, νέους σύγχρονους δημιουργούς, νέες εκθεσιακές επιλογές και πολλές διαφορετικές ομάδες επισκεπτών. Και όλα αυτά με μια γρήγορη και δυναμική εναλλαγή που δεν ήταν καθόλου συνήθης στη φιλοσοφία και δράση άλλων μουσείων της Αθήνας. Η ιδιοτυπία του έγκειται, επίσης, στη σπονδυλωτή ραχοκοκαλιά οργάνωσης των συλλογών του σε διαφορετικά κτήρια και δομές διεσπαρμένες στην πόλη, καθεμία από τις οποίες προσφέρει μια διαφορετική εμπειρία γνωριμίας με την πολυσχιδή προσωπικότητα του δημιουργού του Μουσείου και με το έργο των συνεχιστών του. Η χωρική δικτύωση μέσα στην πόλη μεταφέρει την ταυτότητα ενός μουσείου με αναγνωρίσιμο και δυνατό brand σε περιφερειακά αστικά σημεία, των οποίων η ταυτότητα ορίζεται αφενός από την ιστορία και τον συμβολισμό του τόπου, του ανθρώπου, της συλλογής και του κτηρίου του εκάστοτε μουσειακού σταθμού, και αφετέρου από τη συνολική ιστορία και λειτουργία της μουσειακής μήτρας από την οποία προήλθαν (Karachalis & Deffner, 2012).
Το τέταρτο παράδειγμα αφορά το όραμα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού της Πολιτιστικής Ακτής του λιμένα Πειραιώς, το οποίο σύμφωνα με τους εμπνευστές του, εντάσσεται στη στρατηγική για τη δημιουργία ενός νέου έργου αναφοράς για την πόλη και το λιμάνι του Πειραιά με έμφαση στον πολιτισμό, τον ποιοτικό τουρισμό και την αειφόρο ανάπτυξη.
Το έργο της Πολιτιστικής Ακτής αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κρίκους στη φιλόδοξη αλυσίδα μιας σειράς από μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις για το δεκαετές πλάνο της γενικότερης αναμόρφωσης του λιμανιού, θέτοντας ως στόχο την άμεση εξέλιξή του σε κόμβο της κρουαζιέρας για την ανατολική Μεσόγειο και δημιουργώντας μια νέα Πύλη Πολιτισμού και Τουρισμού. Αφορά μια, μεγάλης κλίμακας, αστική ανάπλαση στην πόλη του Πειραιά που θα αποδώσει σημαντικό τμήμα του λιμενικού χώρου στον δημόσιο χώρο, μεταπλάθοντας παλιές εγκαταλελειμμένες λιμενικές εγκαταστάσεις σε χώρους πολιτισμού, αναβαθμίζοντας την αρχαιολογική περιοχή και ανοίγοντάς τη στο κοινό. Στόχος του Έργου της διαμόρφωσης της Πολιτιστικής Ακτής, του Αστικού Σχεδιασμού της και της πραγματοποίησής του είναι:
α) η δημιουργία ενός συγκροτήματος «γειτονιάς» μουσείων, εκθεσιακών χώρων και χώρων παραγωγής τέχνης, και ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων,
β) η δημιουργία ενός πνεύμονα παιδείας, τέχνης και αναψυχής στην καρδιά του λιμανιού και
γ) η αναβάθμιση του παρακείμενου αρχαιολογικού χώρου της Ηετιώνειας Πύλης.
Η γειτονιά των μουσείων θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα έργα:
καταρχήν, τη ναυαρχίδα του έργου, το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων, μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα και ένα από τα λιγοστά αντίστοιχα μονοθεματικά μουσεία παγκοσμίως, ένα μουσείο που θα στεγαστεί στο εμβληματικό κτήριο του SILO και το οποίο με την ολοκλήρωσή του θα καλύψει ένα μεγάλο κενό στον μουσειακό χάρτη της χώρας.
Το δεύτερο έργο αποτελεί το Αρχαιολογικό Θεματικό Μουσείο Πειραιά, το οποίο θα χωροθετηθεί σε γειτνίαση με το σημαντικό αρχαιολογικό χώρο της Ηετιώνειας Πύλης, δημιουργώντας μια μοναδική διαδραστική συνύπαρξη αρχαιολογικού χώρου και μουσείου με αναφορές στην ιστορία της πόλης κατά την αρχαιότητα. Τέλος, το κτήριο της Πέτρινης Αποθήκης θα φιλοξενήσει τη μόνιμη έκθεση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, το Ιστορικό Αρχείο του ΟΛΠ, Εκθεσιακό Χώρο και Επιβατικό Σταθμό.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτό το μεγαλόπνοο έργο, στο σημείο αυτό θα συμπληρωθεί απλώς ότι οι μουσειακοί οργανισμοί αυτής της μοναδικής γειτονιάς μουσείων στην Πολιτιστική Ακτή Πειραιώς, λόγω του θεματικού, νοηματικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τους, καθώς και λόγω της χωροθέτησής τους σε εμβληματικά κτήρια (τουλάχιστον στην περίπτωση του Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων), όταν ολοκληρωθούν θα αποτελέσουν παραδείγματα μουσείων-brands, τοπόσημα και μέσα αστικής αναγέννησης, όχι μόνο της πόλης του Πειραιά, αλλά και της δίδυμης πόλης Αθήνας, της περιφέρειας Αττικής και ευρύτερα της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
4.4 Το μουσείο ως ήπια δύναμη
Σήμερα όσα μουσεία βρίσκονται σε πόλεις που έχουν θέσει ως στόχο τη διαμόρφωση μιας ισχυρής αστικής ταυτότητας με όχημα τη δημιουργία, την πρόοδο και την ενδυνάμωση αφενός των ποικίλων αστικών συλλογικοτήτων και αφετέρου της κοινωνίας των πολιτών τους ευρύτερα, έχουν πλέον και τα ίδια αναπτύξει ποικίλους μηχανισμούς και ρόλους που βασίζονται στην ήπια δύναμη των μουσείων ως διαμορφωτών πολιτικών αστικής συνείδησης και πολιτιστικής δημοκρατίας. Τα μουσεία, όπως συζητείται εδώ και αρκετά χρόνια και όχι μόνο τώρα που διανύουμε μια περίοδο κρίσης, αντιμετωπίζουν μια βασική πρόκληση, πέρα από την εξασφάλιση της δικής τους οικονομικής βιωσιμότητας: να οραματιστούν εκ νέου τον κοινωνικό τους ρόλο, την υποχρέωσή τους, θα λέγαμε, να συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, υγιούς και ευτυχισμένης κοινωνίας για τους πολίτες (Μούλιου, 2014).
Ποιες είναι όμως οι αρχές της ήπιας δύναμης που διαθέτουν; Θα επιχειρήσουμε να τις σκιαγραφήσουμε σχηματικά, έχοντας ως αφετηρία την τρέχουσα μουσειακή πρακτική, κυρίως σε ό,τι αφορά τα μουσεία πόλεων, που αφηγούνται τις ιστορίες των πόλεων και των ανθρώπων τους.
Οι επισημάνσεις που ακολουθούν δεν εξαντλούν το θέμα, απλώς ορίζουν ένα εισαγωγικό πλαίσιο για την περαιτέρω διερεύνηση και ανάπτυξή του.
1. Τα μουσεία μπορούν να αναδείξουν τη σημασία της πόλης στην οποία βρίσκονται, αλλά και να ενδυναμώσουν τόσο τους κατοίκους όσο και τους επισκέπτες της, αποτελώντας δείκτες της υπερηφάνειας και της μοναδικότητάς της. Δημιουργούν «αποθετήρια» μνήμης για την πόλη, αλλά και ανοικτά σημεία επαφής και κόμβους (σε φυσικό ή ψηφιακό περιβάλλον) για ανταλλαγή απόψεων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων (μόνιμων κατοίκων, πολιτικών, μεταναστών, τουριστών κ.ά.), με στόχο την επίλυση προβλημάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής.
2. Τα μουσεία, χωρίς να αυτολογοκρίνονται ή να υπόκεινται σε έξωθεν αρνητικές πιέσεις, ενθαρρύνουν ανοικτές αντιπαραθέσεις για αμφιλεγόμενα κοινωνικά ζητήματα, τα οποία ακόμη αποτελούν ανοικτά τραύματα για μια πόλη, είτε πρόκειται για μια πόλη με μνήμες προσφυγιάς και μετανάστευσης είτε πρόκειται για μια πόλη οι κάτοικοι της οποίας έχουν αντιμετωπίσει τον εκτοπισμό ή ακόμα και την εξόντωση, ρατσιστικές διακρίσεις κ.ο.κ. (π.χ. Six District Museum στο Cape Town, Μουσείο της Anna Frank, Lower East Side Tenement Museum στη Νέα Υ- όρκη, Μουσεία Μετανάστευσης σε διάφορες πόλεις του κόσμου, από τη Μελβούρνη στη Νέα Υόρκη και από την Αμβέρσα στο Σάο Πάολο κ.ά.).
3. Τα μουσεία όχι μόνο αποτελούν διαμορφωτές της ταυτότητας ενός τόπου και μέσα για την αστική ανάπλαση παρηκμασμένων γειτονιών ή και ολόκληρων πόλεων (όπως σχολιάστηκε και στην προηγούμενη ενότητα), αλλά εκφράζουν με πολλαπλούς τρόπους ανθρώπινα επιτεύγματα και καινοτομίες, και συμπυκνώνουν τα οφέλη από την άσκηση μιας μορφής πολιτιστικής δη¬μοκρατίας.
4. Με την ιστορική γνώση που παράγουν και τη δημοκρατική τους συγκρότηση συμβάλλουν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών στρατηγικών δημιουργίας ταυτότητας τόπου (city branding), σε συνεργασία με τις δημοτικές αρχές και άλλους βασικούς εταίρους σε αντίστοιχες εκστρατείες.
5. Ο τρισδιάστατος μουσειακός χώρος, πλούσιος σε υλικά και άυλα τεκμήρια, προσφέρει ποικίλες κιναισθητικές εμπειρίες και ερμηνευτικές θεωρήσεις του κόσμου, οι οποίες στη συνέχεια προ(σ)καλούν τους επισκέπτες να προσεγγίσουν αλλιώς (και ίσως με πιο ουσιαστικό τρόπο) βασικά θέματα της ζωής. Η κίνηση των επισκεπτών στον μουσειακό χώρο τον μεταμορφώνει, ενώ και ο χώρος με τη σειρά του επιδρά μεταμορφωτικά στους επισκέπτες.
6. Τα μουσεία αποτελούν έναν από τους κεντρικούς πυλώνες μιας πόλης (σε συνδυασμό με τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, τις βιβλιοθήκες, τα κοινοτικά κέντρα, τους χώρους λατρείας κ.ά.), συνεισφέροντας στη βιωσιμότητά της. Εκτός από «συλλέκτες» μνήμης είναι και μετασχηματιστές της γνώσης και της εμπειρίας που πηγάζουν από το παρελθόν για την παραγωγή νέας γνώσης, χρήσιμης για το παρόν. Μέσω ποικίλων συμμετοχικών πληθοποριστικών δράσεων (π.χ. εκθέσεις, ψηφιακές εφαρμογές, κοινοτικά προγράμματα κ.ά.), τα μουσεία μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την αλλαγή και να την αποδεχθούμε ή να την επιδιώξουμε συνειδητά, ανάλογα με τις σύγχρονες συγκείμενες ανάγκες και προτεραιότητες. Με λίγα λόγια, τα μουσεία αναπτύσσουν την ήπια δύναμή τους βασισμένα αφενός στην όλο και πιο δυναμική συμμετοχή διαφορετικών κοινοτήτων και αφετέρου στις αρχές της διαφάνειας, της ανοικτότητας και της συμπερίληψης των πολλαπλών φωνών μιας πόλης.
7. Τα μουσεία καλλιεργούν ένα πλούσιο δίκτυο διεθνών σχέσεων, ανταλλαγών, συνεργασιών και αμοιβαία επωφελών δράσεων και μ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν εποικοδομητικά στη διεθνή διπλωματία και μακροπρόθεσμα στην κοινωνική συνοχή και αρμονία, που είναι και κεντρικό ζητούμενο.
Τα παραδείγματα που βασίζονται σ’ αυτές τις αρχές είναι πολλά, καθώς όλο και περισσότερα μουσεία πόλεων εισάγουν νέες έννοιες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο και προσαρμόζουν παλιές πρακτικές σύμφωνα με τα σύγχρονα προστάγματα. Το τελευταίο διάστημα, η Διεθνής Επιτροπή για τις Συλλογές και Δραστηριότητες των Μουσείων των Πόλεων (CAMOC) εργάζεται μεθοδικά για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας και του ορισμού των μουσείων πόλεων, διενεργώντας σχετική έρευνα μέσω ερωτηματολογίου, καθώς και ειδικά εργαστήρια. Το υλικό που έχει συλλεγεί είναι ενδεικτικό της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και των διαφορετικών πρακτικών που μπορεί να ακολουθούνται, ανάλογα με τη γεωγραφική περιφέρεια στην οποία ανήκουν τα μουσεία. Έννοιες-κλειδιά, κοινές στο λεξιλόγιο και τη φιλοσοφία των περισσότερων επαγγελματιών που συμμετείχαν σ’ αυτές τις διαδραστικές ασκήσεις επαγγελματικού ενδοστοχασμού, είναι οι εξής:
αναφορικά με το όραμα για το μέλλον των μουσείων και τις αξίες τις οποίες υιοθετούν, καίριες είναι οι αρχές της συνδεσιμότητας, της ανοικτότητας και του μη αποκλεισμού, της ενδυνάμωσης και της ενεργού εμπλοκής διαφορετικών κοινοτήτων στο μουσειακό έργο, της ανάπτυξης πολιτειακής συνείδησης, της υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης, της πολυφωνίας, της δημιουργικότητας, της έμπνευσης και της συμμετοχικότητας. Όσον αφορά, δε, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, αυτές συνοψίζονται στα πάντα επί¬μαχα ζητήματα της βιωσιμότητας και της πρόσβασης των μουσείων σε πόρους (υλικούς και έμψυχους), της ευγενούς άμιλλας -στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού κόσμου-, της παρακολούθησης των ραγδαίων αλλαγών και της συνεχούς ενθάρρυνσης διαφορετικών κοινοτήτων για ουσιαστική εμπλοκή στο έργο των μουσείων (Mouliou, 2015α· Mouliou, 2015β).
Κυρίαρχες προτεραιότητες των πιο προοδευτικών μουσείων πόλεων σήμερα είναι θέματα όπως: η μετανάστευση, η οικολογία των πόλεων, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι αστικές ταυτότητες κ.ά.
Για παράδειγμα, το Μουσείο της Κοπεγχάγης (Εικόνα 4.6) ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια ένα σύνολο παραδειγματικών συμμετοχικών πρότζεκτ, που ενέπλεξαν ολόκληρη την κοινότητα με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής των μελών της.
Οι εκθέσεις αυτές ήταν οι ακόλουθες: α) Becoming Copenhagener, με επίκεντρο τον πολυπολιτισμικό πλούτο της πόλης, β) “S0ren Kierkegaard: objects of love, works of love”, μια έκθεση για τη δύναμη της αγάπης, όπως αυτή εκφράστηκε στην προσωπική ζωή του διάσημου Δανού φιλοσόφου, αλλά και όπως εν γένει εκφράζεται στη ζωή των σύγχρονων πολιτών της Κοπεγχάγης, γ) Urban Nature, ένα πρότζεκτ για τη σχέση φύσης και πολιτισμού στο πλαίσιο του αστικού οικοσυστήματος και για την αξία μικρών κοινοτικών κήπων (μεταξύ άλλων και του κήπου του Μουσείου), δ) The Dream of a City, μια διαδραστική ζώνη για παιδιά και τους ενήλικους κηδεμόνες τους, όπου μπορούσαν να παίξουν, να ονειρευτούν και να φανταστούν από κοινού την πόλη του μέλλοντος, δοκιμάζοντας δημιουργικές ιδέες για το πώς μπορεί να μοιάζει αυτή η πόλη, και ε) το εμβληματικό πρότζεκτ WALL (μια διαδραστική επιφάνεια υπαίθριου χώρου, μήκους 12 μέτρων, παράδειγμα πραγματικής τεχνολογίας αιχμής), η οποία χρησιμοποίησε αρχειακό υλικό και υλικό συλ- λεγμένο με την πληθοποριστική μέθοδο, το οποίο προέβαλε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης και των ανθρώπων της, στο κέντρο δημόσιων υπαίθριων χώρων της πόλης (Sandahl, 2011, 2012).
Το STAM, το Μουσείο της πόλης της Γάνδης, με την πρόσφατη πολύ επιτυχημένη έκθεσή του, Sticking Around, επιχείρησε να επανερμηνεύσει και να παρουσιάσει -σε όλα τα μήκη και πλάτη της πόλης- τις μνήμες και την κληρονομιά των μεταναστών, ως αναπόστατων μελών και συστατικών της βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης. Μέσω της έκθεσης, τονίστηκε ότι η κληρονομιά αυτή δεν πρέπει να μείνει στην αφάνεια και στη λήθη, ενώ, παράλληλα, η ίδια η έκθεση επιχείρησε να διορθώσει τα λάθη ή τα κενά του παρελθόντος, ενσωματώνοντας τις ιστορίες των μεταναστών στην επίσημη αστική αφήγηση και δίνοντας σ’ αυτές μια νέα θετική προσέγγιση, παίρνοντας παράλληλα αποστάσεις από τις όποιες πολιτικές και ψυχολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος (De Bock, 2014). Πρόκειται σίγουρα για στόχους οι οποίοι, μαζί με την εξωστρεφή πρόθεση και τη χωροθέτηση αυτών των πρότζεκτ συχνά εκτός των φυσικών χωρικών ορίων του μουσείου, αποτελούν τα βασικά συστατικά στοιχεία της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός μουσείου με ήπια δύναμη και επιρροή στην πόλη. Κάποια μουσεία πόλεων μπορούν, επίσης, να αναφερθούν ως πρότυπα παραδείγματα για το πώς μια πόλη μπορεί να κινητοποιήσει διαφορετικούς φορείς και εκπροσώπους κοινωνικών εταίρων για να (επανα)σχεδιάσει την ταυτότητά της, μέσα από μια συντονισμένη επικοινωνιακή εκστρατεία, όπως το Μουσείο του Άμστερνταμ ή το Μουσείο της Βαρκελώνης.
Το Φεστιβάλ IDEAS CITY (http://www.newmuseum.org/ideascitv/about), το οποίο συνιστά απότοκο της συνεργασίας θεσμικών αστικών φορέων (όπως του New Museum της Νέας Υόρκης) και φορέων της τοπικής δημιουργικής βιομηχανίας και των τεχνών και της εκπαίδευσης, από το 2011 και ανά διετία ασχολείται με το πώς ο πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει τη βασική κινητήρια δύναμη για το μέλλον των πόλεων. Με σύνθημά του το «Νέα Τέχνη, Νέες Ιδέες», το Μουσείο «βγαίνει» στην πόλη και οργανώνει μέσα σε λίγες μέρες πάνω από 100 εκδηλώσεις (ομιλίες, στρογγυλές τράπεζες, εργαστήρια, συμμετοχικά πρότζεκτ, εκθέσεις και επιτελεστικές δράσεις) στη βάση πέντε θεματικών αξόνων: τέχνη, αρχιτεκτονική και design, αστική ζωή, περιβάλλον, πολιτική, τεχνολογία. Το θέμα του φεστιβάλ για το 2013 ήταν το «Αναξιοποίητο Κεφάλαιο» (Untapped Capital) και για το 2015 η «Αόρατη Πόλη» (Invisible City).
Στην Ελλάδα, η ανθρωποκεντρική ερμηνευτική προσέγγιση της πόλης του Βόλου, που αντλεί όλη της τη δύναμη από την πολυφωνική εκπροσώπηση των πολιτών με την εκτεταμένη χρήση της προφορικής ιστορίας ως βασικής μεθοδολογίας για την αφήγηση των πολλαπλών ιστοριών της πόλης, εντάσσεται σε έναν βαθμό σ’ αυτήν την κατηγορία μουσείων, προσδίδοντας στο νεοσύστατο Μουσείο της πόλης μια δυναμική ανθρωποκεντρική ταυτότητα και μια κοινωνική διάσταση, όπως αρμόζει σε κάθε μουσείο οποιασδήποτε πόλης (Βαν Μπούσχοτεν, 2015· Πεντάζου & Βαν Μπούσχοτεν, υπό δημοσίευση).
Ολοκληρώνοντας, αλλά όχι απαραίτητα εξαντλώντας κάθε πλευρά αυτής της επισκόπησης της γενεαλογίας της αλλαγής, την οποία διήλθαν και θα συνεχίζουν να βιώνουν τα μουσεία (δεδομένου του δημόσιου χαρακτήρα τους, καθώς και της ευθύνης τους να αφουγκράζονται την κοινωνία, να αντιδρούν ως ευαίσθητα βαρόμετρα των αναγκών των πολιτών ή, ακόμη καλύτερα, να προβλέπουν νέες ανάγκες και τάσεις), σημειώνουμε κάποιες ακόμη σκέψεις, αντί επιλόγου.
Στον σύγχρονο και ρευστό κόσμο που ζούμε, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με ραγδαίες και μεγαλειώδεις αλλαγές. Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σ’ αυτές τις προκλήσεις έχουμε ως οδηγούς τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την ικανότητά μας να καινοτομούμε. Η δημιουργικότητα, όμως, δεν σχετίζεται τόσο -ή αποκλειστικά με τη νόηση- όσο με το συναίσθημα και το σύνθετο πλέγμα των διασυνδέσεων που δημιουργούνται μέσω συλλογικών και ατομικών προσπαθειών. Τα μουσεία αποτελούν τα πιο θεμελιώδη τοπό- σημα μέσα στις πόλεις για την έκφραση της δημιουργικότητας, των ιδεών, των συναισθημάτων, των συνδέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Τα μουσεία αλλάζουν συνεχώς και αυτό είναι θετικό. Σ' αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο σκηνικό, ο κόσμος των μουσείων επιζητά να θέσει νέα ερωτήματα για τις ταυτότητες (θεσμικές, εθνικές, αστικές, εθνοτικές, ατομικές ή όποιες άλλες). Το 2010, Διεθνές Έτος για τη Σύγκλιση των Πολιτισμών, Έτος Βιοποικιλότητας και Έτος Νεολαίας: Διαλόγου και Αμοιβαίας Κατανόησης, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων κατά τη διάρκεια της 25ης Γενικής Διάσκεψης στη Σανγκάη, υιοθέτησε τη Χάρτα για την Πολιτιστική Διαφορετικότητα, ένα κείμενο δέκα σημείων-αρχών που αφορούσαν βασικά κοινωνικά ζητήματα, κυριότερα εκ των οποίων ήταν η αναγνώριση της σημασίας της πολιτιστικής πολυμορφίας και βιοποικιλότητας, η αναγκαιότητα για διαπολιτισμικό και διαγενεακό διάλογο και η υιοθέτηση πολιτικών κοινωνικής προσβασιμότητας από τα μουσεία.
Το ICOM Cultural Diversity Charter (http://icom.museum/the-governance/general-assemblv/resolutions-adopted-bv-icoms-general-ssemblies- 1946-to-date/shanghai-2010) χαρτογραφεί το σύνθετο θέμα της κοινωνικής πρακτικής από τα μουσεία προσφέροντας έναν νέο δεκάλογο μουσειακής ηθικής ή, αλλιώς, έναν νέο χάρτη πλοήγησης σε μια δυναμικά εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα.
Τον Νοέμβριο του 2015, στην 38η σύνοδο της Unesco, τέθηκε επιτυχώς προς οριστική επικύρωση το κείμενο Recommendation on the Protection and Promotion of Museums and Collections (http://www.unesco.org/new/en/culture/themes/museums/recommendation-on-the-protection-and-promotion-of-museums-and-collections), που συντάχθηκε από την Unesco σε συνεργασία με το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, με στόχο τη συμπλήρωση και τη διεύρυνση των προτύπων και των αρχών για τη λειτουργία των μουσείων, στη βάση του εκπαιδευτικού και κοινωνικού τους ρόλου.
Διανύουμε μια εποχή κρίσεων και μεγάλων αλλαγών. Τα μουσεία ως ποιοτικοί και αξιοκρατικοί οργανισμοί, ως χώροι ουσιαστικών εμπειριών βασισμένων στο υλικό και άυλο πολιτιστικό τους απόθεμα, ως σύμβολα τόπων και ανθρώπων και ως ήπια δύναμη στην κοινωνία των πολιτών, αποτελούν έναν από τους κύριους πλοηγούς μας σ’ αυτό το δύσκολο παρόν και στο αχαρτογράφητο ακόμη μέλλον.
Ασκήσεις / Ερωτήσεις Κατανόησης
1) Επιλέξτε ένα μουσείο που θεωρείτε ότι μπορεί να αποτελεί ενδιαφέρουσα μελέτη περίπτωσης και προσπαθήστε να το προσεγγίσετε ως συμπυκνωτή ήπιας δύναμης με επιρροή και εκτόπισμα στον τόπο και την κοινωνία όπου βρίσκεται. Ποια τα χαρακτηριστικά αυτής της ήπιας δύναμης για το συγκεκριμένο μουσείο και πώς μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην πόλη;
2) Επιλέξτε ένα χαρακτηριστικό «μουσείο-τοπόσημο» που βρίσκεται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και προσπαθήστε να χαρτογραφήσετε με ποιους τρόπους συγκροτεί μια ισχυρή προσωπική ταυτότητα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Η μελέτη, η οποία ανατέθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο στο Demos –ένα think tank με επιρροή σε ποικίλα κοινωνικά
θέματα– και στον John Holden, γνωστό ερευνητή σε ζητήματα οικονομίας και απόδοσης αξιών στον πολιτισμό. 2 Η βιβλιογραφία περί δημιουργίας ταυτότητας και μάρκετινγκ τόπου και πόλεων, ειδικότερα, είναι εξαιρετικά εκτενής
και συνεχώς διευρύνεται με νέες θεωρίες και καλές πρακτικές. Ως πολύ ενδεικτικές αναφέρουμε τις ακόλουθες πηγές:
Anholt, 2007, 2010· Dinnie 2011α, 2011β· Insch, 2011· Kavaratzis & Ashworth, 2006· Kavaratzis & Hatch, 2013·
Lindstedt, 2015· Middleton, 2011. Για σχετικές μελέτες στην ελληνική γλώσσα και με έμφαση στη σχέση του πολιτισμού
με την τοπική ανάπτυξη στην Ελλάδα: Καραχάλης, 2007· Καραχάλης & Δέφνερ, 2012α, 2012β· Karachalis & Deffner,
2012.
3 Βλ. το Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων της UNESCO (http://en.unesco.org/creative-cities/home) και πώς προσεγγίζει την
έννοια ο Richard Florida στο πασίγνωστο βιβλίο του The rise of the creative class: And how it is transforming leisure,
community and everyday life (2002). 4
Bλ. επίσης γενικά για τον θεσμό Hybrid City από το 2011: http://estia.media.uoa.gr/hybridcity/ έως το 2015: http://uranus.media.uoa.gr/hc3/.
5 Με πιο πρόσφατη και επικυρωμένη την αναθεώρηση του 2007, η οποία υιοθετήθηκε στην 21η Διάσκεψη του Διεθνούς
Συμβουλίου Μουσείων στην Αυστρία (http://icom.museum/the-vision/museum-definition/). 6Για μια επισκόπηση του Συστήματος Πιστοποίησης Μουσείων στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1988 έως σήμερα:
http://www.artscouncil.org.uk/what-we-do/supporting-museums/accreditation-scheme/.
Για την πιο πρόσφατη αναθεώρηση του Συστήματος, βλ. Arts Council England (2011), http://www.artscouncil.org.uk/media/uploads/pdf/accreditation_standard_english_web.pdf.
Για μια διεθνή επισκόπηση των Συστημάτων Πιστοποίησης: Βουδούρη, 2003· ICR & ICOM-Hellas, 2000· Mason &
Weeks, 2002· Negri, Niccolucci & Sani, 2009.
7 Όπως η δημιουργία ενιαίας κεντρικής Διεύθυνσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (ΔΜΕΕΠ)
με αρμοδιότητα διαχείρισης όλων των αρχαιολογικών μουσείων της χώρας (από τους προϊστορικούς έως και τους
μεταβυζαντινούς χρόνους), η συγκρότηση τμημάτων μουσείων στις κατά τόπους Εφορείες ή/και η θεσμοθέτηση (έστω και
λίγων) θέσεων μουσειολόγων στο Οργανόγραμμα του Υπουργείου.
8 Όπως π.χ. παραγωγή ειδικών εντύπων αίτησης προς συμπλήρωση από τα αιτούντα μουσεία, ευρεία δημοσιοποίηση του
συστήματος, σύνταξη εγχειριδίου αναλυτικών οδηγιών και σχεδιασμός ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας για ψηφιακή υποβολή και αρχειοθέτηση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών και κειμένων πολιτικής επί ποικίλων
τομέων δράσης των μουσείων, επιμόρφωση προσωπικού για τη διαδικασία αναγνώρισης μουσείων κ.ά.
9 Από την εκτεταμένη βιβλιογραφία για την αρχιτεκτονική των μουσείων, πολύ ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής εκδόσεις:
Giebelhausen, 2003· MacLeod, 2013· Τζώρτζη, 2013. Ειδικότερα για τα μουσεία τέχνης: Barker, 1999·Sabbagh, 2001·Van
Bruggen, 1997. Βλ. επίσης,
http://libeskind.com/publishing/museums-in-the-21st-century-concepts-projects-buildings/.
10 Βλ. ενδεικτικά Αρβανίτης, Γυιόκα, Νίτσιου, Σκαλτσά & Τζώνος, υπό εκτύπωση·Γκαζή, 2012, σελ. 56-58· Γκότσης &
Τσιτούρη, 2008· Μούλιου, υπό εκτύπωση (β)· Πλάντζος , 2010.
11 Για μια αναφορά της έρευνας στον τύπο βλ. επίσης: Συκκά, 2015. 12 Βλ. επίσης την ιστοσελίδα του Δικτύου http://www.piop.gr/el/diktuo-mouseiwn.aspx και
http://www.piraeusbankgroup.com/el/corporate-responsibility/culture/actions/museums. 13 Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί, Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα Αρκαδίας, Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη, Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας Λέσβου (Αγία Παρασκευή), Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Ν. & Σ. Τσαλαπάτα στον Βόλο, Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο Τήνου, Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας,
ορεινή Κορινθία. Σύντομα θα ολοκληρωθούν δύο ακόμη: το Μουσείο Μαστίχας στη Χίο και το Μουσείο Αργυροτεχνίας
στα Ιωάννινα.
14 Για μια συνολική θεώρηση του Master Plan της Πολιτιστικής Ακτής Πειραιά, αρκετά κατατοπιστικές με το υλικό που
προσφέρουν είναι οι ιστοσελίδες http://www.piraeusculturalcoast.org.gr/index.php?lang=en και http://www.olp.gr/el/thecity-of-piraeus/item/431-moyseio-enalion-arhaiotiton-politistiki-akti-arhitektonikos-diagonismos.
Ειδικότερα για το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, βλ. Ανωμερίτης & Αραχωβίτης, 2012, 2013, δηλ. τις δύο εκδόσεις του ΟΛΠ που αναφέρονται
ειδικότερα στο Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων. Επίσης, Μούλιου & Ομάδα Εργασίας, 2012· Mouliou & Arachovitis,
2013.
15 Συμπληρωματική προφορική ενημέρωση της γράφουσας από τον αρχιτέκτονα Γιώργο Αραχωβίτη εκ μέρους του ΟΛΠ
(1 Φεβρουαρίου, 2015).
16 Η βιβλιογραφία για τα μουσεία πόλεων είναι ήδη εκτενής. Χρήσιμες, ενδεικτικές για το θέμα βιβλιογραφικές πηγές
είναι, με χρονολογική σειρά, οι εξής: Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, 2006· MacDonald, 2006· Jones,
Macdonald & McIntyre, 2008· Lohman, 2008· Mouliou, 2008β· Μούλιου, 2010· Jones, Sandweiss, Mouliou & Orloff,
2012· Mouliou 2012· Van Kessel, Kistemaker & Meijer-Van Mensch, 2012· Tisdale, 2013· Lanz, 2014· Μούλιου,
2014·Lord & Blankenberg, 2015, σελ. 5-27·Postula, 2015·Μούλιου, υπό δημοσίευση[α]) και το τριμηνιαίο Ενημερωτικό
Δελτίο CAMOCnews, το οποίο αριθμεί 19 τεύχη από το 2011, με πολύ πλούσια και ενδιαφέρουσα ύλη, προσβάσιμο online
στο http://network.icom.museum/camoc/publications/newsletter/L/9/
17 Από την εξαιρετικά εκτενή βιβλιογραφία για τα μουσεία στον σύγχρονο κόσμο και τις αλλαγές τις οποίες διέρχονται,
βλ. ενδεικτικά: Black, 2012· Knell, MacLeod & Watson, 2007· Simon, 2010.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
- CAMOCnews. (2011-2015). Τεύχη 1-19. Ανακτήθηκαν 1 Νοεμβρίου, 2015, από http://network.icom.museum/camoc/publications/newsletter/L/9/
- Dinnie, K. (Επιμ.). (2011). City Branding, Theory and Cases. London: Palgrave Macmillan.
- Jones, I., Macdonald, R. & McIntyre, D. (Επιμ.). (2008). City Museums and City Development. Lanham: Alta- Mira Press.
- Jones, I., Sandweiss, E., Mouliou, M. & Orloff. C. (Επιμ.). (2012). Our Greatest Artefact: The City. Essays on Cities and Museums About Them. Istanbul: CAMOC. Ανακτήθηκε 1 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.works.com.tr/camoc/
- Lord, G. & Blankenberg, N. (Επιμ.). (2015). Cities, Museums and Soft Power. Washington DC: The American Alliance of Museums Press.
- Van Kessel, T., Kistemaker, R. & Meijer-Van Mensch, L. (Επιμ.). (2012). City Museums on the Move. A Dia-logue between Professionals from African Countries, the Netherlands and Belgium. Amsterdam: Uni-versity of Amsterdam, Amsterdam Museum: Reinwardt Academy.
- Αθανασίου, Ε. (2012). Η έννοια της βιώσιμης πόλης στη συνθήκη της κρίσης. Για την ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝτική εκ-παίδευση, 2 (47). Ανακτήθηκε 1 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.peekpemagazine.gr/article/η-έννοια-της-βιώσιμης-πόλης-στη-συνθήκη-της-κρίσης
- Αθανασίου, Ε. (2013). Βιώσιμες πόλεις στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Εισήγηση στο Συνέδριο Τμήματος Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, 1-3 Νοεμβρίου 2013, Μεταβολές και Ανασημασιοδοτήσεις του Χώρου στην Ελλάδα της Κρίσης. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.citybranding.gr/2014/12/blog-post_16.html
- American Association of Museums. (1992). Excellence and Equity: Education and the Public Dimension of Museums. Landover: ΑΑΜ - Harris LithoGraphics.
- Anholt, S. (2007). Competitive Identity: The New Brand Management for Nations, Cities and Regions. London: Palgrave Macmillan.
- Anholt, S. (2010). Places. Identity, Image and Reputation. London: Palgrave Macmillan.
- Ανωμερίτης, Γ. & Αραχωβίτης, Γ. (Επιμ.). (2012). SILO, Μετατροπή του Κτιρίου σε Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων. Πειραιάς: Ιστορικό Αρχείο ΟΛΠ.
- Ανωμερίτης, Γ. & Αραχωβίτης, Γ. (Επιμ.). (2013). SILO, Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, Ανοιχτός Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Προσχεδίων, Πολιτιστική Ακτή Πειραιά. Πειραιάς: Ιστορικό Αρχείο ΟΛΠ.
- Αρβανίτης, Κ., Γυιόκα, Λ., Νίτσιου, Π., Σκαλτσά, Μ. & Τζώνος, Π. (Επιμ.). (Υπό εκτύπωση). Μουσειολογία, Αρχιτεκτονική και Ιδεολογία: το Μουσείο της Ακρόπολης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη.
- Arts Council England. (2011). Accreditation Scheme for Museums and Galleries in the United Kingdom: Accreditation Standard. Ανακτήθηκε 3 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.artscouncil.org.uk/media/uploads/pdf/accreditation_standard_english_web.pdf
- Βαν Μπούσχοτεν, Ρ. (2015). Η πόλη θυμάται. Το Μουσείο Πόλης του Βόλου και η συμβολή της προφορικής μαρτυρίας στη συγκρότησή του. Στο Ε. Νάκου & Α. Γκαζή (Επιμ.), Η Προφορική Ιστορία στα Μουσεία και στην Εκπαίδευση (σελ. 93-102). Αθήνα: Νήσος.
- Barker, E. (Επιμ.). (1999). Contemporary Cultures of Display. New Haven & London: Yale University Press.
- Black, G. (2012). Transforming Museums in the Twenty-First Century. London: Routledge.
- Βουδούρη, Δ. (2003). Κράτος και Μουσεία. Το Θεσμικό Πλαίσιο των Αρχαιολογικών Μουσείων. Αθήνα: Σάκκουλας.
- Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. (2011). Αφιέρωμα: Δημήτρης Κωνστάντιος. Ilissia, τεύχος 7-8.
- CAMOCnews. (2011-2015). Τεύχη 1-19. Ανακτήθηκαν 1 Νοεμβρίου, 2015, από http://network.icom.museum/camoc/publications/newsletter/L/9/
- Charitos, D., Theona, I., Dragona, D., Rizopoulos, H. & Meimaris, M. (Επιμ.). (2013). Hybrid City 2013, Subtle rEvolutions. Proceedings of the 2nd International Biennal Conference, 23-25 May 2013. Αθήνα: Uni-versity Research Institute of Applied Communication.
- Γκαζή, Α. (2012). Εθνικά μουσεία στην Ελλάδα: όψεις του εθνικού αφηγήματος. Στο Α. Μπούνια & Α. Γκαζή (Επιμ.), Εθνικά Μουσεία στη Νότια Ευρώπη. Ιστορία και Προοπτικές (σελ. 36-71). Αθήνα: Καλειδο-σκόπιο.
- Γκότσης, Σ., & Τσιτούρη, Α. (2008). Σκέψεις για το ρόλο του Δημοσίου Μουσείου, με αφορμή το Νέο Μουσείο Ακρόπολης. Στρογγυλή Τράπεζα Ο Ρόλος των Δημόσιων Μουσείων Σήμερα. Σύλλογος Ελλήνων Αρ-χαιολόγων, 10/07/2008, Αμφιθέατρο Υπουργείου Πολιτισμού, Αθήνα. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.sea.org.gr/details.php?id=248
- De Bock, J. (2014). “Sticking Around”: Re-evaluating migration heritage across the city and through a virtual exhibition - STAM-Ghent city museum. CAMOCnews, 4, 1-3. Ανακτήθηκε 2 Νοεμβρίου, 2015, από http://icom.museum/uploads/txhpoindexbdd/CAMOCNewsletterN4November2014.pdf
- Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου. (2006). Μουσεία πόλεων τον 21ο αιώνα. Σχεδιάζοντας το Μουσείο της πόλης του Βόλου. Εν Βόλω, 22.
- Dinnie, K. (Επιμ.). (2011α). City Branding, Theory and Cases. London: Palgrave Macmillan.
- Dinnie, K. (2011 β). Introduction to the Theory of City Branding. Στο K. Dinnie (Επιμ.), City Branding, Theory and Cases (σελ. 3-7). London: Palgrave Macmillan.
- Ewald, E., Johal, S., Salento, A., & Williams, K. (2014, September 24). How to build a fairer city. The Guardian. Ανακτήθηκε 2 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.theguardian.com/cities/2014/sep/24/manifesto-fairer-rounded-city-sustainable-transport-broadband-housing
- Florida, R. (2002). The Rise of the Creative Class: And How It Is Transforming Leisure, Community and Everyday Life. New York: Basic Books.
- Florida, R. (2008). Who’s Your City? How the Creative Economy Is Making Where to Live the Most Important Decision of Your Life. New York: Basic Books.
- Giebelhausen, M. (Επιμ.). (2003). The Architecture of the Museum. Symbolic Structures, Urban Contexts. Man-chester: Manchester University Press.
- Hildreth, J. (2008). The Saffron European City Brand Barometer. Revealing Which Cities Get the Brands They Deserve. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου, 2015, από http://static1.1.sqspcdn.com/static/f/274066/2783576/1238531491050/SaffCityBrandBarom.pdf?token=uLoUrVsuf3gsinWoBSpSnYu5GOo%3D
- Holden, J. (2013). Influence and attraction: Culture and the race for Soft Power in the 21st Century. Demos - British Council. Ανακτήθηκε 7 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.britishcouncil.org/sites/de-fault/files/influence-and-attraction-report.pdf
- Hopkins Van Mil: Creating Connections. (2010). Accreditation Development. Analysis and Interpretation of Online Survey Findings. Birmingham: Museums, Libraries and Archives (MLA).
- ICR & ICOM-Hellas. (2000). Museum Accreditation. A Quality Prooffor Museums. Proceedings of the Annual Conference of the International Committee for Regional Museums, 17-24 October 1999. Bayreuth: ICR & ICOM.
- Insch, A. (2011). Branding the city as an attractive place to live. Στο K. Dinnie (Επιμ.), City Branding, Theory and Cases (σελ. 8-14). London: Palgrave Macmillan.
- Jones, I., Macdonald, R. & McIntyre, D. (Επιμ.). (2008). City Museums and City Development. Lanham: Alta- Mira Press.
- Jones, I., Sandweiss, E., Mouliou, M. & Orloff. C. (Επιμ.). (2012). Our Greatest Artefact: The City. Essays on Cities and Museums About Them. Istanbul: CAMOC. Ανακτήθηκε 10 Νοεμβρίου, 2015, από http://www .works.com .tr/camoc/
- Jones, R. (2014, May 1). Curators may be skeptical but branding is vital for museums. The Guardian. Ανακτήθηκε 3 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.theguardian.com/culture-professionals-network/culture-professionals-blog/2014/may/01/curators-branding-tate-british-museum
- Kalandides, A. (2011). The problem with spatial identity: revisiting the “sense of place”. Journal of Place Man-agement and Development, 4 (1), 28-39.
- Καραχαλης, Ν. (2007). Πολιτισμος και Τοπικη Αναπτυξη: O Ρολος των Πολιτιστικων και Τουριστικων Περιοχων στη Συγχρονη Πολη (Διδακτορικη Διατριβη). Παντειο Πανεπιστημιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Ανακτήθηκε 4 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/15382
- Καραχάλης, Ν., & Δέφνερ, Α. (2012α). H συγκέντρωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων σε κεντρικές περιοχές της πόλης και ο ρόλος του City Branding: η περίπτωση της Αθήνας. Εισήγηση στο Cultural Industries, Creative Clusters and City Branding: The Case of Athens. European Urban Research Association “The City without Limits”, 23-25 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε 1 Νοεμβρίου, 2015, από https://www.academia.edu/4534230/
- Καραxάλης Ν. Δέφνερ Α. 2012 H Συγκέντρωση Πολιτιστικών Δραστηριοτή των σε Κεντρικές Περιοχές της Πόλης και ο ρόλος του City Branding η περίπτωση της Αθήνας
- Καραχάλης, Ν., & Δέφνερ, Α. (2012β). Marketing και Branding του τόπου στην Ελλάδα: H θεωρία, η πρακτική και η διδασκαλία ενός πολυεπιστημονικού αντικειμένου. Στο Α. Δέφνερ & Ν. Καραχάλης (Επιμ.), Marketing και Branding του Τόπου: HΔιεθνής Εμπειρία και η Ελληνική Πραγματικότητα (σελ. 17-40). Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
- Karachalis, N., & Deffner, A. (2012). Rethinking the connection between creative clusters and city branding: The cultural axis of Piraeus Street in Athens. Quaestiones Geographicae 31 (4), 87-97.
- Καρνής, Λ. (2015, 3 Νοεμβρίου). Το Μουσείο Ακρόπολης είναι το 11ο καλύτερο στον κόσμο. CNN Greece. Ανακτήθηκε 10 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.cnn.gr/style/politismos/storv/3633/to-moyseio-akropolis-einai-to-11o-kalytero-ston-kosmo
- Kavaratzis, M., & Ashworth, G. (2006). City branding: an effective assertion of identity or a transitory market¬ing trick? Place Branding and Public Diplomacy, Vol 2 (3), 183-194.
- Kavaratzis, M., & Hatch, M. J. (2013). The dynamics of place brands: an identity-based approach to place branding theory. Marketing Theory, Vol 13 (1), 69-86.
- Knell, S., MacLeod, S. & Watson, S. ^πιμ.). (2007). Museum Revolutions. How Museums Change and Are Changed. London: Routledge.
- Kotler, N., & Kotler, P. (2008). Museum Strategy and Marketing (2η έκδ.). San Francisco: Jossey-Bass Publishers.
- Κωνστάντιος, Δ. (2002). Η πρόκληση των μουσείων τον 21ο αι. Στο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, Το Μέλλον του Παρελθόντος μας. Ανιχνεύοντας τις Προοπτικές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Ελληνικής Αρχαιολογίας. 4ο Συνέδριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, 24-26 Νοεμβρίου 2000 (σελ. 174-176). Αθήνα: Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων.
- Κωνστάντιος, Δ. (2005). Συνέντευξη με τον Διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Δημήτρη Κωνστάντιο. Τετράδια Μουσειολογίας, 2, 28-30.
- Lanz, F. (2014). City Museums in a Transcultural Europe. Στο L. Gourievidis (Επιμ.), Museums and Migration. History, Memory and Politics (σελ. 27-43). London: Routledge.
- Lindstedt, J. (2015). A deliberately emergent strategy - a key to successful city branding. Journal of Place Management and Development, Vol 8 (2), 90-102.
- Lohman, J. (2008). The Prospect of a City Museum. Στο Ι. Jones, R. Macdonald & D. McIntyre (Επιμ.), City Museums and City Development (σελ. 60-74). Lanham: AltaMira Press.
- Lord, G. & Blankenberg, N. (Επιμ.). (2015). Cities, Museums and Soft Power. Washington DC: The American Alliance of Museums Press.
- Λούβη, Α. (2007). Θεματικά Τεχνολογικά Μουσεία: το Δίκτυο Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. ΤετράδιαΜουσειολογίας, 4, 40-44.
- MacDonald, R. (2006). Urban Life and Museums. Special Issue. Museum International, 58, 3.
- MacLeod, S. (2013). Museum Architecture. A New Bibliography. London: Routledge.
- Mason, T., & Weeks, J. (2002). From Australia to Zanzibar. Museum Standards Schemes Overseas. A Research Project. London: The Council for Museums, Libraries and Archives.
- Michael, C. (2014, May 6). From Milan to Mecca: the world’s most powerful city brands revealed. The Guardian. Ανακτήθηκε 8 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.theguardian.com/cities/gallery/2014/may/06/from-milan-to-mecca-the-worlds-most-powerful-city-brands-revealed
- Middleton, A.C. (2011). City branding and inward investment. Στο K. Dinnie (Επιμ.), City Branding. Theory and Cases (σελ. 15-26). London: Palgrave Macmillan.
- Montgomery, Ch. (2013). Happy City: Transforming Our Lives Through Urban Design. London: Penguin.
- Μούλιου, Μ. (2010). Μουσεία Πόλεων και Διαδίκτυο την εποχή του Web 2.0. Αναλύοντας ένα σύνθετο τεχνο-λογικό, ιδεολογικό, κοινωνικό και αστικό τοπίο. Τετράδια Μουσειολογίας, 7, 74-80.
- Μούλιου, Μ. (2011). Αρχαιολογικό ‘ευρετήριο’ επί ‘χάρτου’, ένα αρχαιολογικό μουσείο στο (επί)κεντρο μιας πόλης. Ilissia, 9.
- Μούλιου, Μ. (2014). Τα μουσεία στον 21ο αιώνα: προκλήσεις, αξίες, ρόλοι, πρακτικές. Στο Γ. Μπίκος & Α. Κανιάρη (Επιμ.), Μουσειολογία, Πολιτιστική Διαχείριση και Εκπαίδευση (σελ. 77-111). Αθήνα: Εκδό¬σεις Γρηγόρη.
- Μούλιου, Μ. (2015). Τα μουσεία, οι αξίες τους και οι πολίτες: μελετώντας απόψεις και συμπεριφορές στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στο Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη & Ε. Μαυρομιχάλη (Επιμ.), Ανασκαφή & Έρευνα X: Από το ερευνητικό έργο του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. 10ο Επιστημονικό Συμπόσιο του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 22-23 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε 10 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.arch.uoa.gr/fileadmin/arch.uoa.gr/uploads/drastarch/anaskafhkaiereynaxperilhpseis.pdf
- Μούλιου, Μ. (Υπό εκτύπωση [α]). Η δική μου/μας πόλη... Συμμετοχικές πρακτικές για τη συλλογή της μνήμης του αστικού χώρου και η συμβολή των μουσείων πόλεων. Στο Ρ. Βαν Μπούσχοτεν, Π. Χανζαρούλα, Μ. Μούλιου & Τ. Βερβενιώτη (Επιμ.), Η Μνημη Αφηγειται την Πολη... Προφορικες Μαρτυρίες για το Παρελθον και το Παρον του Αστικου Χωρου. Αθήνα: Πλέθρον.
- Μούλιου, Μ. (Υπό εκτύπωση [β]). Τα μουσεία στην Ελλάδα. Σταθμοί στη μεταπολεμική ιστορία και σύγχρονες προκλήσεις. Στο Σ. Λεκάκης & Ν. Πάντζου (Επιμ.), Εισαγωγή στη Διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρο-νομιάς: Εγχειρίδιο. Αθήνα: Ασίνη.
- Mouliou, M. (2008α). From Urban Blocks to City Blogs - Defining attributes for the City Museum of Toda. Στο I. Jones, I. R. Macdonald & D. McIntyre (Επιμ.), City Museums and City Development (σελ. 155-179). Lanham: AltaMira Press.
- Mouliou, M. (2008β). Museum representations of the classical past in post-war Greece; A critical analysis. Στο D. Damaskos & D. Plantzos (Επιμ.), A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic identity in twen¬tieth-century Greece (3rd Supplement) (σελ. 83-109). Athens: Mouseio Benaki.
- Mouliou, Μ. (2012). City Matters: City Museums in Principle and in Practice. MUSE, Τεύχος Σεπτεμβρίου, 24¬35. Ανακτήθηκε 4 Νοεμβρίου, 2015, από http://issuu.com/lmcconnell/docs/muse9102012
- Mouliou, Μ. (2014). The Happy (City) Museum. City Museums in a quest for sustainability. ICOMnews, 67 (4), 9. Ανακτήθηκε 6 Νοεμβρίου, 2015, από http://archives.icom.museum/icomnews2014-4eng/index.html#/8-9/
- Mouliou, M. (2015α). Defining Museums of Cities in the 21st century. Work in progress. CAMOCnews, 3, 24¬29. Ανακτήθηκε 6 Νοεμβρίου, 2015, από http://network.icom.museum/fileadmin/user upload/min- isites/camoc/PDF/Newsletters/CAMOCNewsletter2015 3 Corrected8.15.2015 .pdf
- Mouliou, M. (2015β). Moscow Workshop: Redefining the city museum in the 21st century. CAMOCnews, 4, 30-32. Ανακτήθηκε 3 Νοεμβρίου, 2015, από http://network.icom.museum/fileadmin/userupload/minisites/camoc/PDF/Newsletters/CAMOCNewsletter20154.pdf
- Mouliou, M., & Arachovitis, Y. (2013). All about the city. The urban revitalization of a Mediterranean port through museum infrastructure. Εισήγηση στο 9th Annual Conference of CAMOC, 12-17 August 2013. Ανακτήθηκε 3 Νοεμβρίου, 2015, από http://network.icom.museum/fileadmin/userupload/minisites/camoc/PDF/Conferences/CAMOCConference 2013PaperAbstracts.pdf
- Μούλιου, Μ., & Ομάδα Εργασίας (2012). Μουσειολογική προμελέτη και θεματικοί άξονες του Μουσείου Ε¬ναλίων Αρχαιοτήτων. Στο Γ. Ανωμερίτης & Γ. Αραχωβίτης (Επιμ.), SILO, Μετατροπή του Κτιρίου σε Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων (σελ. 111-131). Πειραιάς: Ιστορικό Αρχείο ΟΛΠ.
- Negri, M., Niccolucci, F. & Sani, M. (Επιμ.). (2009). Quality in Museums. Budapest: ARCHAEOLINGUA.
- Πεντάζου, Ι. & Βαν Μπούσχοτεν, Ρ. (Υπό δημοσίευση). Σχεδιάζοντας το Μουσείο πόλης του Βόλου: η υπόσχεση και οι προκλήσεις των προφορικών μαρτυριών. Στο Ρ. Βαν Μπούσχοτεν, Π. Χανζαρούλα, Μ. Μούλιου & Τ. Βερβενιώτη (Επιμ.), ΗΜνημη Αφηγειται την Πολη... ΠροφορικεςΜαρτυριες για το Παρελθόν και το Παρόν του Αστικού Χώρου. Αθήνα: Πλέθρον.
- Πλάντζος, Δ. (2010). I’ Il n’y a pas de hors-texte: το Μουσείο της Ακρόπολης και τα απόνερα του ιδεαλισμού.
- ΤετράδιαΜουσειολογίας, 7, 23-29.
- Postula, J. L. (2015). Le Mus0e de Ville. Histoire et Actualit0s. Paris: La documentation Franqaise.
- Sabbagh, K. (2001). Power Into Art. The Making of Tate Modern. London: Penguin Books.
- Sandahl, J. (2011). Second life of the Copenhagen Wall. CAMOCnews, 2, 1-3. Ανακτήθηκε 1 Νοεμβρίου, 2015, από http://icom.museum/uploads/txhpoindexbdd/CAMOCNewsletter02.pdf
- Sandahl, J. (2012). Feeling at home? A city with room for everyone? Στο I. Jones, E. Sandweiss, M. Mouliou & C. Orloff (Επιμ.), Our Greatest Artefact: The City. Essays on Cities and Museums About Them (σελ. 89-105). Istanbul: CAMOC. Ανακτήθηκε 9 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.works.com.tr/camoc/
- Serota, N. (1999). Εμπειρία ή Ερμηνεία: Το Δίλημμα των Μουσείων Μοντέρνας Τέχνης (Α. Παππάς, Μτφρ.). Αθήνα: Άγρα.
- Simon, N. (2010). The Participatory Museum. Ανακτήθηκε 7 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.participatorymuseum.org/read/
- Συκκά, Γ. (2015, 17 Μαΐου). Τα μουσεία στη ζωή των Ελλήνων. Η Καθημερινή, Εικαστικά. Ανακτήθηκε 9 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.kathimerini.gr/815315/article/politismos/eikastika/ta-moyseia-sth-zwh-twn-ellhnwn
- Τζώρτζη, Κ. (2013). Ο Χώρος στο Μουσείο: Η Αρχιτεκτονική Συναντά τη Μουσειολογία. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
- Tisdale, R. (2013). City Museums and Urban Learning. Journal of Museum Education, 38 (1), 3-8.
- Tsilidou, S. (2013). “A worksite of ideas, perceptions and proposals”: embracing change at the Byzantine and Christian Museum in Athens. Στο A. Nicholls, Μ. Pereira & Μ. Sani (Επιμ.), New Trends in Museums in the 21st Century. The Learning Museum Network Project (σελ. 55-56). Ανακτήθηκε 6 Νοεμβρίου, 2015, από http://online.ibc.regione.emilia-romagna.it/I/libri/pdf/LEM7th-report-new-trends-in-muse-ums-of-the-21st-century .pdf
- Van Bruggen, C. (1997). Frank O. Gehry. Guggenheim Museum Bilbao. New York: Guggenheim Foundation.
- Van Kessel, T., Kistemaker, R. & Meijer-Van Mensch, L. (Επιμ.). (2012). City Museums on the Move. A Dia¬logue between Professionals from African Countries, the Netherlands and Belgium. Amsterdam: Uni¬versity of Amsterdam, Amsterdam Museum: Reinwardt Academy.
- Walhimer, M. (2013α). Building a museum brand. Museum Planner. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου, 2015, από http://museumplanner.org/building-a-museum-brand/.
- Walhimer, M. (2013β). Museum Branding in 10 steps. Museum Planner. Ανακτήθηκε 2 Νοεμβρίου, 2015, από http://museumplanner.org/museum-branding-in-10-steps/
- Wallace, M. (2006). Museum Branding: How to Create and Maintain Image, Loyalty, and Support. Oxford: Altamira Press.
- Westbury, M. (2008). Fluid cities create. Griffith Review, Edition 20, Cities on the Edge. Ανακτήθηκε 10 Νο-εμβρίου, 2015, από https://griffithreview.com/articles/fluid-cities-create/.
- 5 Με πιο πρόσφατη και επικυρωμένη την αναθεώρηση του 2007, η οποία υιοθετήθηκε στην 21η Διάσκεψη του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων στην Αυστρία (http://icom.museum/the-vision/museum-definition/).
- 6 Για μια επισκόπηση του Συστήματος Πιστοποίησης Μουσείων στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1988 έως σήμερα: http://www.artscouncil.org.uk/what-we-do/supporting-museums/accreditation-scheme/.
- Για την πιο πρόσφατη αναθεώρηση του Συστήματος, βλ. Arts Council England (2011), http://www.artscouncil.org.uk/media/uploads/pdf/accreditationstandardenglishweb.pdf.
- Για μια διεθνή επισκόπηση των Συστημάτων Πιστοποίησης: Βουδουρη, 2003· ICR & ICOM-Hellas, 2000· Mason & Weeks, 2002· Negri, Niccolucci & Sani, 2009.
- 7 Όπως η δημιουργία ενιαίας κεντρικής Διεύθυνσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (ΔΜΕΕΠ) με αρμοδιότητα διαχείρισης όλων των αρχαιολογικών μουσείων της χώρας (από τους προϊστορικούς έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους), η συγκρότηση τμημάτων μουσείων στις κατά τόπους Εφορείες ή/και η θεσμοθέτηση (έστω και λίγων) θέσεων μουσειολόγων στο Οργανόγραμμα του Υπουργείου.
- 8 Όπως π.χ. παραγωγή ειδικών εντύπων αίτησης προς συμπλήρωση από τα αιτούντα μουσεία, ευρεία δημοσιοποίηση του συστήματος, σύνταξη εγχειριδίου αναλυτικών οδηγιών και σχεδιασμός ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας για ψηφιακή υποβολή και αρχειοθέτηση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών και κειμένων πολιτικής επί ποικίλων τομέων δράσης των μουσείων, επιμόρφωση προσωπικού για τη διαδικασία αναγνώρισης μουσείων κ.ά.
*Από το βιβλίο Πολιτισμική Διαχείριση, Τοπική Κοινωνία και Βιώσιμη Ανάπτυξη.Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα.www.kallipos.gr
Συγγραφείς :ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣ ΜΑΣΧΑ - ΜΑΡΛΕΝ ΜΟΥΛΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΣΥΛΗΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΤΟΥΛΟΥΠΑ
Το κείμενο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0.
Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.Org/licenses/bv-nc-nd/3.0/gr/
Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.Org/licenses/bv-nc-nd/3.0/gr/
"Στόχος του παρόντος συγγράμματος είναι η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην πολιτισμική διαχείριση, την τοπική κοινωνία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, το σύγγραμμα:
«Αγκαλιάζει» τον συνολικό κλάδο της πολιτισμικής διαχείρισης. Προσεγγίζει το επίκαιρο ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης με τρόπο διεπιστημονικό. Εστιάζει στην τοπική κοινωνία και στον καθοριστικό της ρόλο για τη σύνδεση πολιτισμικής διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Αναδεικνύει ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς -ταυτόχρονα, όμως, μη επαρκώς ανεπτυγμένους ερευνητικά ή και προβληματικούς σε σχέση με την πολιτισμική διαχείριση-τομείς βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα, όπως η εκπόνηση αναπτυξιακών και ενεργειακών έργων.
Το σύγγραμμα συνδέει τη θεωρία (θεωρητικό πλαίσιο και αρχές) με την πράξη (παραδείγματα έρευνας), καθώς και τη διεθνή πραγματικότητα με την ελληνική.
Απώτερος σκοπός του είναι να εξετάσει: α) πώς η ελληνική πραγματικότητα εντάσσεται στις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και β) πώς η ελληνική πραγματικότητα μπορεί να συμβάλει στην πρόοδο των διεθνών εξελίξεων.
Στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης και λόγω του διεπιστημονικού του χαρακτήρα, το βιβλίο απευθύνεται, ως βοήθημα (συμπληρωματικό-ενισχυτικό του κύριου συγγράμματος), σε προπτυχιακούς φοιτητές διάφορων τμημάτων: π.χ. κοινωνιολογίας, αρχαιολογίας, πολιτισμικών σπουδών, τουριστικών σπουδών και τεχνικών έργων. Συγχρόνως, όμως, μπορεί να αξιοποιηθεί και από μεταπτυχιακούς φοιτητές. Επιπλέον, λόγω της σύνδεσης θεωρίας και πράξης, μπορεί να βοηθήσει και τους επαγγελματίες των επιμέρους κλάδων."
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.