Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Αίτημα ένταξης του Μινωικού πολιτισμού και της Σπιναλόγκα στον κατάλογο των μνημείων της UNESCO

#ΕΛΕΝΗ Ν. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, 
Αρχιτέκτων-Μηχανικός ΕΜΠ, M.Sc. Περιφερειακής Ανάπτυξης, Δρ Πολεοδομίας (PhD, PPhD), τ. Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Ελλήνων Περιφερειολόγων

1. Εισαγωγή
Το θέμα της ένταξης του Μινωικού πολιτισμού και της Σπιναλόγκα στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO τέθηκε στο πλαίσιο διεθνούς συνάντησης της επικουρικής επιτροπής σύμβασης της UNESCO που πραγματοποιήθηκε, πριν τα μέσα Μαρτίου  στην Κρήτη, με τη συμμετοχή 35 συνέδρων από 18 κράτη- μεταξύ των οποίων 4 πρέσβεις- από την Ασία, Ευρώπη, Αφρική, τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Τα μέλη της αντιπροσωπείας της UNESCO, την Κυριακή 12 Μαρτίου 2017 ξεναγήθηκαν στην Κνωσό και σε άλλα αξιοθέατα, ενώ την επόμενη επισκέφθηκαν αρχαιολογικούς χώρους και αξιοθέατα των Χανίων.

Η συνεδρίαση της επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου 2017, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο υπό την προεδρία της Γ.Γ. του υπουργείου Πολιτισμού κας Μαρίας Βλαζάκη και με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO με επικεφαλής την πρόεδρο κα Μαρία-Αικατερίνη Τζιτζικώστα.

Κύριο θέμα συζήτησης της επιτροπής υπήρξε η προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη διακίνηση-αρχαιοκαπηλία, ενώ τα μέλη της επιτροπής νωρίτερα ξεναγήθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και παρακολούθησαν ενημερωτικό βίντεο τοπικών αρχαιολόγων για τα προτεινόμενα προς ένταξη στην UNESCO Μινωικά Ανάκτορα, όπως: Κνωσού, Φαιστού, Ζάκρου, Μαλίων, Κυδωνίας, Ζωμίνθου, αλλά και βίντεο για τη Σπιναλόγκα.


Αυτό που κατά κύριο λόγο υποστηρίχθηκε από τον περιφερειάρχη Κρήτης, Σταύρο Αρναουτάκη και τον πρόεδρο της ΠΕΔ και Δήμαρχο Ηρακλείου, Βασίλη Λαμπρινό, ήταν η ένταξη των παλατιών του Μινωικού πολιτισμού και της Σπιναλόγκα στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα μέσω της  διεπιστημονικής συνεργασίας και κοινής προσπάθειάς της για την προστασία του παγκόσμιου αρχαιολογικού πλούτου, φαίνεται να συγκλίνει στην θεώρηση ότι, η  Κρήτη με ανεκτίμητη  πολιτιστική κληρονομιά και γη του  αρχαιότερου πολιτισμού της Μεσογείου, του  Μινωικού, δικαιούται και αυτή την τιμή.

2.Η UNESCO

Η UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization), διεθνής οργανισμός με έδρα το Παρίσι , ιδρύθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1945 με σκοπό την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την προστασία αγαθών, όπως η εκπαίδευση, η επιστήμη, ο πολιτισμός και η επικοινωνία [UNESCO]. Ο φορέας έχει καθιερώσει τον θεσμό των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, δηλαδή μνημεία, σύνολα κτισμάτων και χώρων με ιστορική, αισθητική, αρχαιολογική, επιστημονική, εθνολογική, ή ανθρωπολογική αξία  [Κόνσολα 1995. 2006]. Ειδικότερα, κατά τη σύνοδο των ευρωπαϊκών κρατών στο Παρίσι (1972) καταρτίστηκε κατάλογος προς συμπερίληψη ιδιαίτερα σημαντικών μνημείων όλων των πολιτισμών του κόσμου, ώστε να θεωρηθούν πολιτιστική περιουσία της ανθρωπότητας, να προστατευθούν και να αποτελέσουν την κληρονομιά των επερχόμενων γενεών [Μαρμαράς, κ.ά.]. Έξι κριτήρια ορίστηκαν για την ένταξη ενός μνημείου στον διεθνή κατάλογο της UNESCO, από τα οποία πρέπει να ικανοπoιείται  τουλάχιστον ένα [UNESCO]:

1) να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανθρώπινης ευφυίας
2) να αποτελεί σημαντικό παράδειγμα έκφρασης ανθρωπίνων αξιών σε βάθος χρόνού ή σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον του κόσμου, ως προς την αρχιτεκτονική, την τεχνολογία, την μνημειακότητα, τον αστικό σχεδιασμό.
3) να αποτελεί μοναδικό παράδειγμα, ή τουλάχιστον σπάνιο παράδειγμα πολιτιστικής παράδοσης ενός πολιτισμού που είτε υπάρχει είτε έχει χαθεί
4) να αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα τύπου κτιρίου, αρχιτεκτονικού ή τεχνολογικού συνόλου, που με την παρουσία του σηματοδοτεί την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας
5)να αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα παραδοσιακού οικισμού, χρήσης γης ή θαλάσσης, αντιπροσωπευτικό πολιτισμού ή πολιτισμών ή αποτέλεσμα διαλόγου ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όταν το περιβάλλον έχει καταστεί ευάλωτο λόγω των συνεπειών μη αναστρέψιμων αλλαγών
6) να συνδέεται είτε άμεσα είτε έμμεσα με συμβάντα ή ζώσες παραδόσεις, ιδέες ή πεποιθήσεις, με έργα τέχνης ή έργα ιδιαίτερης παγκόσμιας σπουδαιότητας.

Από την Ελλάδα 18 μνημεία-χώροι έχουν ενταχθεί στον διεθνή κατάλογο για την προστασία της Πολιτιστικής κληρονομιας: 
  • Ναός του Επικούρειου Απόλλωνος στις Βάσσες (1986)  ,
  • Αρχαιολογικός χώρος Ακροπόλεως Αθηνών (1987),
  • Αρχαιολογικός χώρος Δελφών (1987), 
  • Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο (1988), 
  • Άγιον Όρος – Άθως (1988), 
  • Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου (1988), 
  • Μετέωρα (1988)
  • Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Θεσσαλονίκης (1988), 
  • Αρχαιολογικός χώρος Μυστρά(1989), 
  • Αρχαιολογικός χώρος Ολυμπίας (1989), 
  • Αρχαιολογικός χώρος Δήλου (1990)
  • Μονή Δαφνίου, 
  • Μονή Όσιου Λουκά και Νέα Μονή Χίου (1990) 
  • Αρχαιολογικός χώρος Ηραίου Σάμου (1992), 
  • Αρχαιολογικός χώρος Αιγών (Βεργίνα) (1996), 
  • Αρχαιολογικοί χώροι Μυκηνών και Τίρυνθας (1999), 
  • Ιστορικό κέντρο (Χώρα), 
  • Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και Σπήλαιο Αποκαλύψεως στην Πάτμο (1999), 
  • Παλαιά Πόλη Κέρκυρας (2007) και πιο πρόσφατα  
  • ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων (Ιούλιος 2016).

Επισημαίνεται ότι η πλειονότητα των ενταγμένων μνημείων αναφέρεται  σε ευρωπαϊκά κράτη. Ειδικότερα, τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς είναι λίγο περισσότερα από 1000 και τα ¾ αυτών ανήκουν στην Ευρώπη , αναλογία δυσμενής  για τις υπόλοιπες προς όφελος της γηραιάς ηπείρου. Η Unesco προφανώς θα ανέμενε να εμφανίζεται μια σχετική ισορροπία, χωρίς, όμως, αυτή η επιδίωξη να είναι αποτρεπτική για οποιαδήποτε άλλη υποψηφιότητα .

3.Μινωικός πολιτισμός: Ανάκτορα Κνωσού, Φαιστού, Ζάκρου, Μαλίων, Κυδωνίας, Ζωμίνθου

Η επί πολλούς αιώνες θαλασσοκράτειρα Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη Νεολιθική εποχή. Ο σημαντικότερος οικισμός φαίνεται να ήταν η Κνωσός, όπως και στην Εποχή του Χαλκού Στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ. ο πολιτισμός στην Κρήτη προσέγγισε υψηλότατο επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Γνωστός ως «μινωικός πολιτισμός» από το μυθικό βασιλιά της Κνωσού Μίνωα, ήρθε στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα με τις ανασκαφές του Βρετανού αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό.

Από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. ο πληθυσμός στην Κρήτη παρουσιάζει σταδιακή αύξηση, η γεωργία και η κτηνοτροφία συστηματοποιούνται και οι κάτοικοι οργανώνονται σε μικρούς οικισμούς. 
Οι Μινωίτες έρχονται σε επαφή και συναλλάσσονται με άλλες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, όπως οι Κυκλάδες, η Ρόδος,η Κύπρος και η Αίγυπτος, με τις οποίες εμπορεύονται ποικιλία προϊόντων (εξαγωγή λαδιού, κρασιού, . ξυλείας, λίθινων αγγείων, κ.ά. και εισαγωγή μετάλλων ή άλλων πρώτων υλών  κατασκευής όπλων, εργαλείων και καλλιτεχνημάτων, όπως χαλκό από την Κύπρο και άργυρο από τις Κυκλάδες).
Ορισμένοι οικισμοί επεκτείνονται και αποκτούν μεγαλύτερο πληθυσμό, πλούτο και ισχύ. Ως αποτέλεσμα, περί στο 2000 π.Χ., σημειώνεται η σημαντικότερη μεταβολή στην ιστορία του μινωικού πολιτισμού με την εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων και την εξέλιξη της οικιστικής διάρθρωσης. Με πυρήνα τα ανάκτορα αναπτύσσονται μεγάλοι οικισμοί, που για τα μέτρα και τις συνθήκες της εποχής, χαρακτηρίζονται  πόλεις. 
Μέχρι σήμερα πιο γνωστά είναι τέσσερα :στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο. Τα πρώτα ανάκτορα καταστρέφονται γύρω στο 1700 π.Χ. από σεισμό, αλλά επανοικοδομούνται πιο ευρύχωρα, λειτουργικά και επιβλητικά. Η περίοδος των δεύτερων, νέων ανακτόρων (1700-1450 π.Χ) είναι της μεγαλύτερης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Την περίοδο αυτή οι Μινωίτες είναι οι κυρίαρχοι  στο Αιγαίο, όπου ιδρύουν αποικίες (Κύθηρα, Ρόδος) και διατηρούν στενές σχέσεις με την ηπειρωτική Ελλάδα, επηρεάζοντας έντονα και τον μυκηναϊκό πολιτισμό που τότε εμφανίζεται.

Τα ανάκτορα αποτελούν μεγάλα συγκροτήματα κτιρίων, συγκροτούνται δηλαδή από πολλές πτέρυγες δωματίων και είναι τα διοικητικά, οικονομικά, θρησκευτικά και καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής στην οποία δεσπόζουν. Τα ανάκτορα ήταν η κατοικία του άρχοντα της ευρύτερης περιοχής, όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή και τα εμπορεύματα με σκοπό τη διάθεσή τους  στο εσωτερικό του νησιού ή στο εξωτερικό. Αποτελούσαν, επίσης, κέντρα κατασκευής πολύτιμων αντικειμένων και καλλιτεχνημάτων, καθώς και θρησκευτικά κέντρα, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος κόσμου για τη διοργάνωση τελετών. Στα ανάκτορα δηλαδή διαβιούσε, κυκλοφορούσε και εργαζόταν μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, υπαλλήλων και τεχνιτών.

Παρά τις επιμέρους διαφορές τα μινωικά ανάκτορα στο σύνολό τους έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά [Υπουργείο Παιδείας-,Αρχαία Ιστορία Α΄Γυμνασίου-ηλεκτρονικό βιβλίο, Υπουργείο Πολιτισμού]:

1. Έχουν προσανατολισμό κατά τον άξονα Βορρά-Νότου.
2. Είναι συγκροτήματα κτιρίων, δηλαδή αποτελούνται από πολλές πτέρυγες με μικρά δωμάτια. Διαθέτουν ορθογώνια κεντρική αυλή, η οποία λειτουργούσε ως φορέας αερισμού και φωτισμού γύρω από την οποία  στις τέσσερις κατευθύνσεις (βορράς, νότος, ανατολή και δύση) αναπτύσσονται οι πτέρυγες με μικρά δωμάτια.
3. Εκτός από την κεντρική αυλή υπήρχαν και άλλες αυλές, πλακόστρωτες, ευρύχωρες για τα διάφορα δρώμενα και μάλιστα σε κάποια από αυτές υπήρχε το θέατρο, δηλαδή σκαλοπάτια, που χρησιμοποιούνταν ως καθίσματα θεάτρου.
4. Ήταν πολυώροφα, είχαν μεγάλες κλίμακες, φωταγωγούς, σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και ορισμένοι χώροι τους έφεραν τοιχογραφίες. Από αυτές αντλούνται χρήσιμες πληροφορίες για πολλές πτυχές της καθημερινότητας των Μινωιτών.
5. Η δυτική πτέρυγα των ανακτόρων είχε κατά κανόνα ιερό χαρακτήρα και εκεί εντοπίζονται, σκόπιμα, οι αποθήκες, γεγονός που δηλώνει τη σημασία του εμπορίου για την μινωική οικονομία.
6. Στην ανατολική πτέρυγα περιλαμβάνονται συνήθως τα διάφορα εργαστήρια.
7. Για την κατασκευή των ανακτόρων βασική υλικό δομής ήταν ο λίθος. Οι λιθοδομές είχαν επένδυση κονιάματος (σοβά) με νωπογραφίες (τοιχογραφίες όπου η παράσταση ζωγραφοζόταν στον νωπό ακόμα σοβά, ώστε το χρώμα να διεισδύσει σε αυτόν και να παραμένειει ανεξίτηλο). Αλλα υλικά κατασκευής των ανακτόρων ήταν το αλάβαστρο και το ξύλο.
8. Για τη θέρμανση των δωματίων των ανακτόρων κανόνας  ήταν η  καύση ξυλείας  σε ανοικτές εστίες στο δάπεδο. Τζάκι εντοπίστηκε μόνο στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό.
9. Οι είσοδοι των ανακτόρων είχαν διαμορφωθεί και διακοσμηθεί  ιδιαίτερα πολυτελείς. Χαρακτηριστικά ήταν τα πολύθυρα, δηλαδή πόρτες τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, το οποίο έδινε αισθητικό αποτέλεσμα και σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες κολόνες και τις μεγαλοπρεπείς κλίμακες (σκάλες) δημιουργούσαν επιβλητικά προπύλαια που οδηγούσαν στο εσωτερικό των ανακτόρων.
10. Δεν διέθεταν οχύρωση (δεν περιβάλλονται από υψηλά τείχη).

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αποδεικτικά υψηλού πολιτισμού, εφευρετικότητας  και καινοτομίας συγκριτικά με άλλες περιοχές της Μεσογείου και του γνωστού τότε κόσμου δεδομένων των  συνθηκώντης εποχής [Stamatiou 2001, 2003].  


4.Η Σπιναλόγκα 

Η Σπιναλόγκα είναι νησίδα στην βόρεια είσοδο της λιμνοθάλασσας της Ελούντας σε θέση κλειδί για τον έλεγχο του φυσικού λιμανιού της και βόρεια του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή 85 στρέμματα και μέγιστο ύψος 53 μ. Η Νησίδα η Σπιναλόγκα έχει την απαρχή της στους προϊστορικούς χρόνους. Από την αρχαιότητα (τους μινωϊκούς χρόνους) αποτελούσε φυσικό οχυρό του λιμανιού της αρχαίας πόλης κράτους Ολούντας (σημερινής Ελούντας). Η Ολούς, μεγάλο μέρος της οποίας είναι βυθισμένο, αναδείχθηκε σε σημαντικότατη πόλη [Μοσχόβη-Υπουργείο Πολιτισμού].στη  βόρειο-ανατολική Κρήτη με οργανωμένο ιερό, σπουδαίο λιμάνι και δικό της νόμισμα 

Το νησί οχυρώθηκε κατά την αρχαιότητα, πιθανότερα κατά την ελληνιστική περίοδο, με μεγάλο οχυρωματικό περίβολο. Στα ερείπια αρχαίου κάστρου οι Βενετοί οικοδόμησαν ισχυρό φρούριο, σχεδιασμένο σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini [Μοσχόβη- Υπουργείο Πολιτισμού]. 
Η Ολούς, στην οποία ανήκε η Σπιναλόγκα, ακμάζει μέχρι τον 8ο μ.Χ. όταν η ορατή απειλή των αραβικών επιδρομών σε ολόκληρη τη Μεσόγειο ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν στην ενδοχώρα για περισσότερη ασφάλεια[Μέρτζιος,  Spyropoulos]..
Η παρακμή που ακολούθησε την αραβοκρατία (827 - 961) συνεχίστηκε κατά τη β’ βυζαντινή περίοδο (961 - 1204), αλλά έπαυσε με την ενετική κατοχή (1211-1669) [Μέρτζιος,  Spyropoulos]..

Η Ολούς παρέμεινε εγκαταλελειμμένη μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, όταν οι Ενετοί εκμεταλλεύτηκαν την περιοχή για τη συγκέντρωση αλατιού από τα αλμυρά νερά του κόλπου. Συνεπώς, η περιοχή ανέκτησε τη σημασία της, ως εμπορικό κέντρο πλέον, οπότει συστηματικά επανακατοικήθηκε. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οδήγησαν τους Ενετούς στην οχύρωση του νησιού [Μέρτζιος,  Spyropoulos]. 

Επί Τουρκοκρατίας εκκίνησε νέα περίοδος για την ιστορία της νησίδας. Λόγω της ασφάλειας που παρείχαν οι οχυρώσεις της, εγκαταστάθηκαν σε αυτήν αμιγώς οθωμανικές οικογένειες [Μέρτζιος,  Spyropoulos]..

Την  πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου (1579-1586)ακολούθησαν επισκευές και μετατροπές στο φρούριο πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669). Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα προϋπάρχοντα κτίσματα στο εσωτερικό του κάλυπταν τις ανάγκες εγκατάστασης της φρουράς.Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας ως βάση τη νησίδα αντιμετωπίζουν  τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε το διάστημα που οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο αφού με την συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669 η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας [Μέρτζιος,  Spyropoulos].

Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους το 1715 η νησίδα εξελίχθηκε σταδιακά σε οικισμό αμιγώς οθωμανικό. Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το απαξιωμένο, πλέον. φρούριο χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας και απομόνωσης. Κατά το τέλος του 19ου αι. ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίζεται καθώς αποκτά άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Κατά τα μέσα του 19ου αι. στη νησίδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που λόγω του ασφαλούς οχυρωμένου οικισμού αξιοποιούν τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς της Ανατολικής Μεσογείου [Μοσχόβη-Υπουργείο Πολιτισμού]. 

Η λειτουργία αυτού του οικισμού διακόπηκε αίφνης εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τα τελευταία έτη του 19ου αι. Η ανασφάλεια που βίωναν οι Οθωμανοί της Κρήτης λόγω της επαναστατικής δράσης των Χριστιανών ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας σε μετανάστευση. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις [Μέρτζιος,  Spyropoulos].

Η νησίδα Σπιναλόγκα εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό, το 1898, μετά την αυτονόμηση της Κρήτης, ενώ οι τελευταίοι Τούρκοι κάτοικοι αποχώρησαν το 1903. Ηταν το έτος που η Κρητική Πολιτεία (1903) θέσπισε την απομόνωση των Χανσενικών (λεπρών) και αποφάσισε την ίδρυση Λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα με σκοπό τη συντονισμένη και κρατικά ελεγχόμενη παροχή στοιχειώδους περίθαλψης. Οι ασθενείς αυτοί πρωτύτερα διαβίωναν απομονωμένοι στη «Μεσκινιά», στα περίχωρα του Ητακλείου.ως  εστία μόλυνσηςι για τον υπόλοιπο πληθυσμό [Μέρτζιος,  Spyropoulos].

Κατά την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τόλμησαν να εγκαταστήσουν φρουρά στο νησί. Δεν ελευθέρωσαν τους έγκλειστους ασθενείς και τους τροφοδοτούσαν οι ίδιοι πριν την  είσοδο του νησιού, δεδομένου ότι είχαν εκκενώσει το απέναντι χωριό (Πλάκα) και οι κάτοικοι είχαν καταφύγει αλλού, ενώ όλη η παράλια περιοχή είχε οχυρωθεί από τους ίδιους (πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, κ.ά.)  εξαιτίας φόβου απόβασης των Αγγλων. Λόγω μη πρόσβασης των κατακτητών στο νησί, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είχε τη δυνατότητα αντιστασιακής δράσης. (μεταφορά ειδήσεων από Λονδίνο και Κάϊρο μέσω παράνομης λειτουργίας ραδιοφώνου).

Η δυσχερής διαβίωση των ασθενών, που διέμειναν στο νησί από το 1904 έως το 1957 , οπότε μετά  τη χρήση ισχυρής αντιβιοτικής θεραπείας, διαπιστώθηκε η ίασή τους, σηματοδότησε τον χώρο καθιστώντας το τόπο κοινωνικού αποκλεισμού, μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης[Μέρτζιος,  Spyropoulos]. 

Τη δεκαετία του ’70 η Σπιναλόνγκα ανακηρύσσεται προστατευόμενη αρχαιολογική περιοχή, αρχίζουν οι ανασκαφικές εργασίες, κατεδαφίστηκαν τα κτίρια του Λεπροκομείου και υλοποιήθηκαν έργα συντήρησης στα τείχη (Μπορμπουδάκης, έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων).Από το 1976 στο αρχαιολογικό πάρκο της Σπιναλόγκας και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, τα έργα διάσωσης και συντήρησης των ενετικών οχυρώσεων και των υπόλοιπων κτιρίων συνεχίζεται. Σήμερα η Σπιναλόνγκα είναι ένα από τα κυριότερα αξιοθέατα στην Κρήτη και δέχεται περισσότερους από χίλιους επισκέπτες καθημερινά. 

Η ένταξη της οχυρής νησίδας της Σπιναλόγκας στον κατάλογο της UNESCO, αποτελεί υπόθεση «που διανύει ήδη τη δεύτερη δεκαετία συζητήσεων, τεκμηριώσεων και προτάσεων και διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 2004 λίγα μόλις έτη μετά την έναρξη των συστηματικών εργασιών στερέωσης και αποκατάστασης των δομικών στοιχείων της οχύρωσης αλλά και κτισμάτων του όψιμου οικισμού, που αποτελούσαν τμήματα του ευρύτερου ενιαίου και κηρυγμένου με αλλεπάλληλες αποφάσεις αρχαιολογικού της χώρου.Οι εργασίες επισκευής του μνημείου επί της οχυρής νησίδας αποτέλεσαν αντικείμενο προγραμματικού και τεχνικού σχεδιασμού που επιταχύνθηκε ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1990»[Σγουρός], λόγω των εμφανών σημείων φθοράς του χρόνου αλλά και των αυθαίρετων ανθρωπογενών παρεμβάσεων, ότι «είχε αρχίσει να καθίσταται προβληματική τόσο η κατάσταση των δομικών του στοιχείων όσο και η λειτουργική του επάρκεια, τις οποίες επιβάρυνε εμφανώς και η αυξανόμενη επισκεψιμότητα του» »[Σγουρός].

«Το 2008, μετά από ωρίμανση της αρχικής ιδέας και πρόταση του Τεχνικού Επιμελητηρίου (Τμήμα Ανατ. Κρήτης)  επί προεδρίας Πέτρου Ινιωτάκη, εκκίνησε η διαδικασία για την υπογραφή προγραμματικής σύμβασης με την τότε Νομ. Αυτοδιοίκηση Λασιθίου (σήμερα Περιφ. Ενότητα Λασιθίου/ Περιφέρεια Κρήτης ), που κατέληξε το τέλος του 2009, μετά από ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος στη συγκρότηση πενταμελούς ομάδας επιστημονικού έργου που ανέλαβε τη σύνταξη των δυο φάσεων του σχετικού φακέλου και την εκπόνηση του απαιτούμενου διαχειριστικού σχεδίου.» [Σγουρός].

«Τα μέλη της επιστημονικής ομάδας του ΤΕΕ-ΤΑΚ (2009-2012)[....] παρέδωσαν ολοκληρωμένο κείμενο, που είχε αναφορά σε όλες τις γεωγραφικές, ιστορικές, αρχαιολογικές και οικιστικές παραμέτρους της νησίδας, με πλήρη συμμόρφωση στις απαιτητικές αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες (guidelines) της  UNESCO. [...] Στο τελικό κείμενο διατυπώθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις και χρονοδιάγραμμα για όλες τις σκόπιμες ενέργειες που απαιτούνται σήμερα και στο μέλλον για να γίνουν καλύτερες οι υποδομές του μνημείου και η ευρύτερη περιοχή συνοδείας και για να αυξηθεί η έννοια της προστασίας της Σπιναλόγκας και της περιοχής της,πραγματικό ζητούμενο αυτού του εγχειρήματος με τις διεθνείς ποιοτικές προδιαγραφές.» [Σγουρός].

Κατά την αναθεώρηση του Ελληνικού ενδεικτικού καταλόγου (tentative list) που πραγματοποιήθηκε  στο τέλος του 2013, δέκα έτη μετά την τελευταία του ενημέρωση το 2003 και δημοσιεύθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 2014 στο διαδικτυακό ιστότοπο της UNESCO η Σπιναλόνγκα περιλαμβανόταν πλέον μεταξύ των 15 εγγραφών της Ελλάδας, από τις οποίες μπορούν να αντληθούν οι εθνικές προτάσεις με  πληρέστερη τη στοιχειοθέτηση μιας ολοκληρωμένης τελικής πρότασης για τελική αίτηση ένταξης τα επόμενα έτη.

5. Προοπτικές για προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς και αστική και περιφερειακή ανάπτυξη

Μια αποτελεσματική πολιτική για τον πολιτισμό, πρέπει στην καθιερωμένη στοχοθεσία της, όπως η ανάδειξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και η ενίσχυση και διάδοση της σύγχρονης θεωρητικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, να προσθέσει τη σύνδεση του πολιτιστικού τομέα με την Παιδεία και τον Τουρισμό [Stamatiou 2001, 2003], αξιοποιώντας τον δεύτερο ως αξιόπιστο παράγοντα προοπτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η εξεύρεση, η ανάκτηση, η προστασία, η συντήρηση, η ανάδειξη και η σωστή διαχείριση της αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και των αποτυπωμάτων της παράδοσης,  πρέπει να διασφαλίζονται, με σκοπό την ενίσχυση του εγχώριου, εναλλακτικού και πολιτιστικού τουρισμού [Μαρμαράς κ.ά.]

Η αποτελεσματικότητα μιας πολιτιστικής πολιτικής συνδέεται πρωτίστως με την ύπαρξη και αποσαφήνιση οράματος, κατάρτιση σχεδιασμού και στοχοθεσίας για την περιφερειακή ανάπτυξη [Κόνσολα 2006]  μέσω της ανάδειξης  και προβολής  της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας και των μοναδικών χαρακτηριστικών και συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε περιοχής. Σημαντική  σε αυτό μπορεί να είναι η συμβολή των ΟΤΑ και της τοπικής κοινωνίας [Μπιτσάνη, Μπούνια κ.ά.].

Η σωστή αξιοποίηση και η άρτια διαχείριση του πολιτιστικού τομέα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου ή και μιας περιφέρειας [Κόνσολα 2006, Σταματίου 2001], δεδομένου ότι καθιστά αυτά αναγνωρίσιμα, διακριτά και δημοφιλή, λόγω της μοναδικότητας και της  ιστορικής, φυσικής, ανθρωπογενούς και καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητάς τους. Παραδείγματα –θετικά ή αρνητικά- από τον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα αυτή, επιβάλλοντας συγκεκριμένης φιλοσοφίας πολιτική και στρατηγική στόχευσης στην αυθεντικότητα και τη διάρκεια αξιοποίησης και επισκεψιμότητας του τουριστικού προϊόντος. 

Μια σύγχρονη, ολοκληρωμένη, ενιαία,  αποδοτική και αξιόπιστη  πολιτική πολιτιστικής ανάπτυξης πρέπει να περιλαμβάνει μέριμνα ανάδειξης των ιδιαίτερων και μοναδικών στοιχείων κάθε τόπου και μακροχρόνιο προγραμματισμό και επενδύσεις  (με κοινοτικά κονδύλια , αυτοχρηματοδότηση, κ.ά.) στην τοπική πολιτιστική κληρονομιά και παράδοση,που συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος και στην αύξηση και επέκταση των πόλων έλξης μιας περιοχής και έχουν καθορίσει την ιστορική, κοινωνική και οικονομική της πορεία και εξέλιξη [Μπιτσάνη, Μπούνια κ.ά.].
Σημαντική σε όλα τα παραπάνω είναι η συμβολή και ενθάρρυνση του συμμετοχικού σχεδιασμού, των τοπικών κοινωνιών, των φορέων,  σε συνεργασία με την κρατική ή την ιδιωτική πρωτοβουλία, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω ο  ρόλος, η σημασία και η συμμετοχή του πολιτισμού στην αστική και περιφερειακή ανάπτυξη [Σταματίου Ελένη 2001].
Δεδομένου του πολιτιστικού αποθέματος του ιστορικού παρελθόντος, απαραίτητη είναι η διασφάλιση του πλούτου αυτού  στο παρόν και στο μέλλον.  Υπό το πρίσμα των τελευταίων δραματικών οικονομικών εξελίξεων στη χώρα [Σταματίου &  Ψαλτάκη], κοινή πεποίθηση είναι ότι η ορθή αξιοποίηση του τομέα του πολιτισμού μπορεί να αποτελέσει κίνητρο και μέσο για την βελτίωση της οικονομίας και την έλευση της ανάπτυξης. 

6.Υποσημειώσεις
[1] Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του φορέα «Τα μνημεία που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς επιλέγονται και εγκρίνονται βάσει της αξίας τους ως τα καλύτερα παραδείγματα της δημιουργικής ευφυΐας του ανθρώπου. Αποτελούν τεκμήρια μιας σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια της ανθρώπινης ιστορίας και για το λόγο αυτό έχουν εξέχουσα οικουμενική αξία και αποτελούν τμήμα της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας» [UNESCO].

[2] Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό μνημείο που συμπεριελήφθη στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1986 με τον ακόλουθο σχολιασμό: «Ο διάσημος ναός αφιερωμένος στο θεό του ήλιου και της ίασης των ασθενειών κτίστηκε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. στα υψίπεδα των Αρκαδικών βουνών. Ο ναός με το αρχαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο που έχει βρεθεί μέχρι τώρα συνδυάζει το αρχαϊκό ύφος και το δωρικό ρυθμό με ορισμένα καινοτόμα αρχιτεκτονικά στοιχεία.» [UNESCO http://whc.unesco.org/en/list/392].

[3] Βάσει των στοιχείων του 2015,  τα  Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ήταν τότε 1.031. Από αυτά, τα 802 είναι πολιτιστικά μνημεία, 197 φυσικά, 32 σε μικτές κατηγορίες, 31 τα οποία εδαφικά ανήκουν σε πάνω από μια χώρες αποτελώντας διασυνοριακή κληρονομιά, 48 σε κίνδυνο, ενώ συνολικά κατανεμημένα σε 163 κράτη μέλη της UNESCO. Ως τον Ιούνιο του 2014, η Σύμβαση για την Παγκόσμια Κληρονομιά είχε επικυρωθεί από 191 κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων 187 κρατών μελών του ΟΗΕ και των Νήσων Κουκ, του Βατικανού, του Νίουε και των Παλαιστινιακών Εδαφών [UNESCO].

7.Βιβλιογραφία

1. Κόνσολα Ντόρα (2006), Πολιτιστική Ανάπτυξη και πολιτική, Παπαζήσης, Αθήνα 
2. Κόνσολα Θ. (1995), Η διεθνής προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, εκδ. Παπαζήση   
3. Μαρμαράς Εμμ., Ράπτη Σταυρ., Σταματίου Ελένη (2002), Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο .
4. Μέρτζιος Κ. Δ., Σούδα και Σπιναλόγκα. Πότε και πώς ηλώθησαν υπό των Τούρκων, Κρητικά Χρονικά, τομ. 10 (1956):26-28
5. Spyropoulos Yannis, Slaves and freedmen in 17th- and early 18th- century Ottoman Crete, Turcica, 46, 2015: 179-180
6. Σταματίου Ελένη (2001/επιμέλεια), Πολιτιστικό περιβάλλον και τουρισμός: O ρόλος του αρχιτέκτονα, διεθνής τόμος βασισμένος στα Πρακτικά του ομώνυμου Διεθνούς Συνεδρίου της UIA, Καβάλα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001, ΤΕΕ.
7. Σταματίου Ελένη,   Ψαλτάκη Μαρία (2013),  Οικονομική κρίση, κοινωνία και περιβάλλον στην Ελλάδα–στατιστική ανάλυση- Ερευνα  ερωτηματολογίου, Βιβλίο-ηλεκτρονική έκδοση, εκδόσεις Akakia, Λονδίνο.
8. Stamatiou Eleni (2003),‘‘Evolution de la Législation et de la Politique Urbaine en Grèce’’,  Discussion Paper Series, 9(20): 447-488, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος.

8.Πηγές Διαδικτύου

1. Μοσχόβη Γεωργία, αρχαιολόγος (χ.χ.),’’Οχυρή νησίδα Σπιναλόγκα’’, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού http://odysseus.culture.gr
2. Υπουργείο Παιδείας,Αρχαία Ιστορία Α΄Γυμνασίου-ηλεκτρονικό βιβλίο http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A105/29/156,901/
3. Σγουρός Οδυσσέας (2017), Η Σπιναλόγκα και εμείς,  cretalive.gr http://www.cretalive.gr/opinions



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.