Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Μνημεία και branding: Αλληλεπίδραση πόλης (Λάρισα) και περιφέρειας (Θεσσαλία)

#ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Δ. ΣΠΑΝΟΣ,
Υπ. Διδάκτωρ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Η πολιτιστική κληρονομιά στο σύνολο της διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην ελκυστικότητα όχι μόνο των πόλεων αλλά και των περιφερειών. Σε διεθνή κλίμακα χρησιμοποιείται ως μέσο για τη δημιουργία θελκτικής εικόνας τόπων (branding) με απώτερο στόχο τόσο την αναζωογόνηση ενός τόπου όσο και την κατάλληλη προώθηση της εικόνας του στο εξωτερικό περιβάλλον. Η στρατηγική διαμόρφωσης της ταυτότητας ενός τόπου αναδεικνύεται σε ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα στο παρόν λαμβάνοντας υπόψη τις μαζικές μεταναστεύσεις αλλά και την υπερεθνικότητα (π.χ. ΕΕ).
Οι πόλεις πλέον βασίζονται στη δημιουργία ενός brand για την προσέλκυση πόρων όπως ανθρωπίνων ή/και οικονομικών. Ωστόσο, το branding δεν χαρακτηρίζεται από επιδερμική αντιμετώπιση σχετικά με τη διαμόρφωση της εικόνας ενός τόπου καθώς αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το στρατηγικό σχεδιασμό. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία εγγενή αντίληψη η οποία λαμβάνει υπόψη υλικά και άυλα γνωρίσματα, όπως άλλωστε και η ίδια η πολιτιστική κληρονομιά. 
Συνεπώς, το branding οδηγεί στη δημιουργία ενός φάσματος πεποιθήσεων, σκέψης, δραστηριοτήτων.

Η συμβολή των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων στη διαμόρφωση της εικόνας ενός τόπου θεωρείται δεδομένη και αποκτά μεγαλύτερη σημασία για περιοχές οι οποίες στηρίζουν την ανάδειξη τους στην πολιτιστική κληρονομιά. Οι επιδράσεις όμως μίας τέτοιας πολιτικής δεν παρατηρούνται μόνο εντός ενός συγκεκριμένου χωρικού πλαισίου (πόλη) αλλά είναι σε θέση να επεκτείνονται και σε επίπεδο περιφερειών. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η αποτίμηση του βαθμού επιρροής διαφόρων μνημείων της Λάρισας ως πόλης και της Θεσσαλίας ως Περιφέρειας για τη διαμόρφωση μίας ελκυστικής εικόνας ενός δυνητικού τουριστικού προορισμού. Επιπλέον, επισημαίνεται και η βαρύτητα του χώρου ως πλεονεκτήματος στον τουριστικό σχεδιασμό.

1. Εισαγωγή
Με δεδομένη τη μικροκλίμακα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη μακροκλίμακα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οι πόλεις καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση ή/και τη δημιουργία της ταυτότητας ενός τόπου. Η φθίνουσα σημασία των χωρών έχει ως αποτέλεσμα την κρίση ταυτότητας (Castells, 1993), η οποία προκύπτει από τις ογκώδεις μεταναστεύσεις από τις φτωχές περιοχές της νότιας Ευρώπης και των ανατολικών χωρών στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Επακόλουθο αυτής της πραγματικότητας είναι η μετατροπή των πόλεων σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες (Hall, 1995· King, 1993· King, 1995). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτιστική κληρονομιά - μεταξύ άλλων - είτε υλική είτε άυλη, θεωρείται βασικό στοιχείο της ταυτότητας μίας πόλης ή μίας περιφέρειας και συγκριτικό πλεονέκτημα στο διεθνή ανταγωνισμό (Florida, 2002· Pratt, 2011).

Παρόλο που η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι δύσκολο να οριστεί με ξεκάθαρο τρόπο, η βαρύνουσα σημασία της εδράζεται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τις ιδέες ενός έθνους που έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα του εδώ και αιώνες ή ακόμα και χιλιετίες (Johnson, 1999). Είτε πρόκειται για ένα απλό αντικείμενο είτε για ένα μνημείο, συμβολική απεικόνιση ή δεξιότητα που έχει κληρονομηθεί, η πολιτιστική κληρονομιά οφείλει να αναγνωρίζεται ως δείκτης ταυτότητας και διαχωριστικό στίγμα οποιασδήποτε κοινωνικής και εθνοτικής ομάδας ατόμων (Bessiere, 1998). Ο Sofield (2001) υποστηρίζει επιπλέον πως η κοινωνική σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς έγκειται στη σχέση της με την ταυτότητα αφού αυτή με τη σειρά της αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο που βοηθά τα άτομα, τις κοινωνίες και τα έθνη να αυτοπροσδιοριστούν, κάτι το οποίο είναι επωφελές και για τα ίδια τα κράτη αλλά και για την εικόνα που θα έχουν οι άλλες χώρες του εξωτερικού για αυτά.

Η υπόσταση της ταυτότητας προκύπτει από ιστορικά, γεωγραφικά, βιολογικά, ακόμα και θρησκευτικά κριτήρια (Castells, 2004) ενώ η πολυδιάστατη αντίληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς ανά τον κόσμο, την καθιστά ποικιλόμορφη. Σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον όπου η ομοιομορφία ελλοχεύει ως κίνδυνος, η διατήρηση της ταυτότητας μοιάζει να είναι επιτακτική ανάγκη. Ο Huntington (1998) υπογραμμίζει ότι ο ρόλος της ταυτότητας και πιο συγκεκριμένα της πολιτισμικής ταυτότητας θα γίνεται ολοένα και πιο καίριος στο μέλλον και η τελική μορφή που θα έχει ο κόσμος θα είναι αποτέλεσμα της επιρροής που θα υπάρξει μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτισμών. Η πολιτισμική ταυτότητα ενός τόπου συνδέεται στο επίπεδο της ανθρώπινης δράσης με την πολιτισμική ταυτότητα των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων ενώ στο επίπεδο της χωρικής δομής σχετίζεται με την πολιτισμική ταυτότητα του αστικού, του αγροτικού και του εθνικού χώρου (Δέφνερ, 2006).

Η έννοια της ταυτότητας δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο αλλά αποκτά μία βαθύτερη σημασία γι’ αυτούς που διαμένουν σε μία περιοχή, πολύ δε περισσότερο αν αυτή η περιοχή έχει να αναδείξει κάτι από το πρόσφατο ή μη παρελθόν. Σύμφωνα με τον Meurs (2000), η ταυτότητα είναι εκείνο το γνώρισμα που μεταλλάσσει ένα αυθαίρετο τοπίο σε μία περιοχή γεμάτη νόημα. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο τουρισμός που επιτελείται σε αυτά τα μέρη ισχυροποιεί την πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα και τη γνώση για τον τοπικό πολιτισμό (Besculides et al., 2002).

2. Πόλη και branding
Αντίδοτο σε οποιαδήποτε διαδικασία ομογενοποίησης, η ουσιαστική αντίληψη μίας πόλης ή περιοχής αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε τόπος στον πλανήτη είναι σε θέση να έχει αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία αποκαλείται ως “brand". Κατά γενική ομολογία, οι όροι “brand" και “branding" χαρακτηρίζονται προβληματικοί και ασαφείς. Ο συγκεκριμένος όρος μάλιστα δεν μεταφράζεται - μέχρι σήμερα τουλάχιστον - στην Ελληνική γλώσσα καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία στην ακριβή απόδοση του όρου. Σύμφωνα με την American Marketing Association (1995) «το brand είναι ένα όνομα, ένας όρος, ένα σχέδιο, ένα σύμβολο ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό που προσδιορίζει τα αγαθά και τις υπηρεσίες ενός «πωλητή» σε αντιδιαστολή με τα αγαθά και τις υπηρεσίες κάποιου άλλου».

Ο Ναλμπάντης (2013) επισημαίνει ότι η λέξη “brand" προέρχεται από την αρχαία Νορβηγική λέξη “brandr"", που σημαίνει «καίω». Οι αρχαίοι Νορβηγοί - ένας εκ των Σκανδιναβικών λαών - σημάδευαν τα ζώα τους χρησιμοποιώντας τη φωτιά, όχι μόνο για να τα ξεχωρίζουν από εκείνα των συμπατριωτών τους αλλά και για να προστατεύουν την περιουσία τους από κάθε είδους κλοπές. Ουσιαστικά, η προέλευση του “brand" χάνεται στο μακρινό παρελθόν· αρκεί κάποιος να αναλογιστεί σημαντικούς αρχαίους πολιτισμούς (π.χ. Ελληνικός, Κινεζικός, Αιγυπτιακός) των οποίων η επίδραση υφίσταται και δεν είναι καθόλου αμελητέα μέχρι σήμερα ακόμα. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, λόγω των επών «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια», αποτελεί ένα “brandname" εδώ και 2.800 χρόνια περίπου.

Είναι εμφανές ότι το “brand" είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτιστική κληρονομιά πάσης φύσεως. Ωστόσο, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο βάσει του οποίου δομείται ένα “brand" και αυτό διότι οι εποχές που το “brand" ταυτιζόταν με ένα λογότυπο έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα που αντιπροσωπεύει την ταυτότητα ενός τόπου, οικοδομώντας μία εσωτερική και εξωτερική εικόνα (Aaker, 2001· Aaker και Joachimsthaler, 2000) και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στρατηγικού σχεδιασμού (branding). Το μεγαλύτερο σφάλμα που παρατηρείται συνήθως είναι η αντιμετώπιση των πόλεων και των περιφερειών ως προϊόντα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να ισχύει διότι ο χώρος από μόνος του είναι  μία πολύπλοκη οντότητα (Govers, 2013). Εκτός από το χώρο καθαυτό, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και η παράμετρος της κοινωνίας αφού οι καθημερινές δραστηριότητες και συμπεριφορές αλλά και διαφόρων ειδών μεταβλητές όπως κοινωνικά, μορφωτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται εξαιτίας των ατόμων μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο.

Μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον με παγκόσμιες προεκτάσεις, οι πόλεις και κατ’ επέκταση οι περιφέρειες προσπαθούν, με τον δικό τους τρόπο η κάθε μία, να ανταπεξέλθουν προσελκύοντας, όσο αυτό είναι δυνατό, περισσότερος οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους (Morgan κ.ά., 2011). Παρόλο που ο σχεδιασμός του εκάστοτε “brand" έχει παραλληλιστεί σχεδόν με την οικονομία δημιουργώντας έτσι ένα δίπολο «προϊόν - καταναλωτής», με τις προτιμήσεις των καταναλωτών να επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες (Alba και Hutchinson, 2011· Chaudhuri, 2006· Deliza κ.ά., 1999· Dikolli κ.ά., 2007· Oliveira-Kastro κ.ά., 2008· Yoo και Donthu, 2005), η περίπτωση των (δυνητικών) τουριστικών προορισμών διαφέρει αφού εμπίπτουν παράμετροι που συνδέονται με το κλίμα, τη γεωμορφολογία, τα χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού και τον τρόπο ζωής της τοπικής κοινωνίας (Kaplan κ.ά., 2010). Αυτό συμβαίνει διότι το “brand" επικεντρώνεται στην έννοια της αντίληψης και της κουλτούρας τόσο του χώρου όσο και των ατόμων που περιέχονται σε αυτόν (Aitken και Campelo, 2011). Συνεπώς, η εικόνα ενός τόπου - προορισμού είναι πιο περίπλοκη σε σχέση με την εικόνα ενός προϊόντος διότι τα χαρακτηριστικά της πρώτης είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστούν (Ramkissoon και Nunkoo, 2011) . Ο Balakrishnan (2009) θεωρεί μάλιστα πως η πολιτιστική κληρονομιά και η ιστορία ενός τόπου αποτελούν σταθερές, ικανές να διαχωρίσουν έναν (δυνητικό) προορισμό από το προϊόν. Η μείζων επίδραση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη δημιουργία της εικόνας μίας πόλης καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες πόλεις διαθέτουν πλέον σε επίπεδο υποδομών και παρεχόμενων υπηρεσιών κοινά χαρακτηριστικά (Blichfeldt, 2005).

3. Λάρισα
Κέντρο μυθολογικών και ιστορικών εξελίξεων είναι η πόλη της Λάρισας που τοποθετείται στο κέντρο του ανατολικού Θεσσαλικού κάμπου περιβαλλόμενη από ένα φυσικό περιβάλλον που διαβαθμίζεται από την πεδιάδα προς τα όρη που την περικλείουν και σηματοδοτείται από τον ποταμό Πηνειό. Κτισμένη γύρω από ένα λόφο που σήμερα αποκαλείται «Φρούριο», η πόλη ήταν προφυλαγμένη από Βορρά και Δύση εξαιτίας του Πηνειού ποταμού. Η ιστορικότητα της πόλης αποδεικνύεται και από την αδιάλειπτη κατοίκηση της για 8.000 χρόνια (Μπάτζιου - Ευσταθίου, 2008).
Η προέλευση του ονόματος της Λάρισας δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανότατα, πρώτος οικιστής της ήταν ο Λάρισσος, γιος του Πελασγού ή σύμφωνα με άλλες πηγές ο ίδιος ο Πελασγός την ονόμασε κατ’ αυτόν τον τρόπο προς τιμήν της κόρης του, Λάρισσας. Μία τρίτη άποψη, που συγκεντρώνει όμως μικρές πιθανότητες, είναι αυτή που παρουσιάζει τον Ακρίσιο, παππού του Περσέα, πατέρα του πρώτου βασιλιά της Λάρισας, Τεύταμου, ως πρώτου οικιστή της (Οικονόμου, 2007). Μία τελευταία εκδοχή είναι αυτή της νύμφης Λάρισας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η νύμφη Λάρισσα παίζοντας δίπλα στον Πηνειό ποταμό, γλίστρησε και έπεσε με αποτέλεσμα να πνιγεί στα νερά του. Από τότε, το όνομα της δόθηκε στην πόλη για να τη θυμίζει. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η Λάρισα προήλθε από την Πελασγική λέξη «λάας», που σημαίνει «πέτρα» (λάας < λαός) (www.larissa-dimos.gr).

Άμεσα συνδεδεμένος με την πόλη εδώ και δύο χιλιετίες τουλάχιστον, είναι ο ξακουστός Πηνειός ποταμός. Ο Όμηρος τον αποκαλεί «αργυροδίνη», οι Οβίδιος και Πλίνιος υμνούν την καθαρότητα του ενώ ο γεωγράφος Στράβων επιβεβαιώνει την ίδια άποψη χρησιμοποιώντας τη φράση «του Πηνειού δε καθαρόν εστίν ύδωρ» (Ψύρρας, 2008). Ο εντυπωσιακός αυτός ποταμός ενέπνευσε γοητευτικούς αρχαιοελληνικούς μύθους. Υπήρξε και αυτός, όπως επίσης άλλοι 3.000 περίπου ποταμοί, καρπός της ένωσης δύο θεών, παιδιών του Ουρανού και της Γης· του Ωκεανού και της μικρότερης των Τιτανίδων, της ποθητής Τηθύος. Η ιστορία που περιπλέχθηκε γύρω από το όνομα του, τον θέλει πατέρα των νυμφών της Θεσσαλίας αλλά και γενάρχη του Θεσσαλικού λαού των Λαπιθών αφού από το σμίξιμο του ποτάμιου θεού με τη νύμφη Κρέουσα, ήρθαν στον κόσμο τρία παιδιά· ο Υψεύς, ο Ανδρεύς και η Στίλβη. Η τελευταία ενώθηκε με το θεό Απόλλωνα και γέννησε τον Λαπίθη, επώνυμο ήρωα και αρχηγέτη των Λαπιθών (Ντάφης, ΧΕ).

Παρ' όλη την πλούσια μυθιστορία της, η Λάρισα ως πόλη δεν είναι γνωστή για την ελκυστικότητα της σε επίπεδο (πολιτιστικού) τουρισμού. Το γεγονός ότι η Θεσσαλία είναι μία από τις επτά διοικητικές Περιφέρειες όπου καταγράφηκαν περισσότερες διανυκτερεύσεις ημεδαπών έναντι των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών, απεικονίζει τη σχετική αδυναμία της Περιφέρειας να προσελκύσει ικανό αριθμό αλλοδαπών τουριστών καθώς και τον έως τώρα προσανατολισμό της στον εσωτερικό τουρισμό (Χατζηδάκης, 2011). Εξαίρεση αποτελεί ο Νομός Μαγνησίας που με κριτήριο το συνολικό αριθμό διανυκτερεύσεων, κατέχει περίπου το 65% της συνολικής επισκεψιμότητας της Περιφέρειας ενώ οι υπόλοιποι τρεις Νομοί μοιράζονται το 35% (www.onlarissa.gr). Αν και η Λάρισα δεν είναι τουριστική πόλη, ούτε υπάρχουν προοπτικές θεαματικής αύξησης του τουρισμού, τα σημερινά δεδομένα καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εστιασμένης προβολής. Η πολιτιστική κληρονομιά στο σύνολο της αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας της πόλης, με το πόρισμα του «Στρατηγικού Σχεδίου Μάρκετινγκ Λάρισας 2016 - 2020» να συμπυκνώνεται - στους τομείς του τουρισμού και του πολιτισμού - στις φράσεις “OPEN TOURISM" και “OPEN CULTURE" (Δέφνερ κ.ά., 2015). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι εκ των στόχων είναι οι εξής:

Προσέλκυση πολιτιστικού τουρισμού.
Σταδιακή καθιέρωση της πόλης ως «πόλης του θεάτρου»»
Καθιέρωση και προβολή της Λάρισας ως τουριστικού προορισμού, κυρίως για Σαββατοκύριακα (city break).
Προβολή της Λάρισας ως σημείου αφετηρίας για μονοήμερες εκδρομές (περιπατητικός/φυσιολατρικός τουρισμός).
Προβολή και ανάπτυξη τουριστικών υπηρεσιών (ξεναγήσεων, εξυπηρετήσεων για γκρουπ).

Όσον αφορά στην υλική πολιτισμική κληρονομιά της Λάρισας, υπάρχουν τρεις συγκεκριμένες πτυχές της που είναι σε θέση να οδηγήσουν την πόλη προς τις παραπάνω κατευθύνσεις. Άλλωστε, η Λάρισα ανέκαθεν δεν ήταν γνωστή για τα μνημεία της (Διάγραμμα 1). Τα τρία συγκεκριμένα μνημεία - αρχαιολογικοί χώροι αναφέρονται και διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα εξαιτίας της εμβέλειας και της δυναμικής που διαθέτουν αφού με κατάλληλη οργάνωση και σωστό σχεδιασμό μπορούν να συνεισφέρουν στην εξωστρέφεια της πόλης. Εκτός όμως από αυτό, αξίζει να σημειωθεί και η κεντροβαρής θέση της Λάρισας στον Ελλαδικό χώρο - ανάμεσα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης - που αποτελεί ένα πολύ μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω της ευκολίας πρόσβασης. Τα τρία μνημεία για τα οποία γίνεται μνεία αμέσως παρακάτω είναι το Α' αρχαίο θέατρο, το μνημείο του Ιπποκράτη και το νεοσύστατο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας.
3.1 Α' αρχαίο θέατρο Λάρισας
Στην Ελλάδα σώζονται μέχρι σήμερα 125 αρχαίοι χώροι θέασης και ακρόασης, από τους οποίους κάποιοι διατηρούνται σε καλή κατάσταση ενώ κάποιοι άλλοι σώζονται αποσπασματικά. Στον προηγούμενο αριθμό δεν συγκαταλέγονται 35 θεατρικοί χώροι που είναι γνωστοί μόνο από μαρτυρίες περιηγητών και επιγραφές. Τα αρχαία θέατρα, πλην της γνωστής λειτουργίας τους, αποτελούσαν ταυτόχρονα ωδεία, βουλευτήρια, χώρους συνάθροισης, ψυχαγωγίας, λατρείας και διαλόγου (Δερβένη και Σοφικίτου, 2011). Το Α' αρχαίο θέατρο της Λάρισας είναι χτισμένο στη νότια πλευρά του λόφου «Φρούριο». Η κατασκευή του συνδέεται άμεσα με τη λατρεία του θεού Διονύσου και την τέλεση θεατρικών παραστάσεων. Από τον 1ο αι. π.Χ., μετατράπηκε από τους Ρωμαίους σε αρένα για τη τέλεση αποκλειστικά επίσημων εορταστικών εκδηλώσεων, μονομαχιών και θηριομαχιών. Επειδή το Α' αρχαίο θέατρο μετατράπηκε σε αρένα, οι κάτοικοι της αρχαίας Λάρισας κατασκεύασαν την ίδια περίοδο το λιτό Β' αρχαίο θέατρο με σκοπό τη συνέχιση των θεατρικών παραστάσεων και την πραγματοποίηση άλλων ομαδικών εκδηλώσεων. Οι αρχαίες επιγραφές συνηγορούν για το γεγονός αυτό, καθώς αναφέρουν με σαφήνεια ότι κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, στη μεγάλη πανθεσσαλική γιορτή της Λάρισας, τα «Ελευθέρια», τελούνταν παράλληλα με τους ιππικούς αγώνες και αγώνες ποίησης, χορού και μουσικής (Τζιαφάλιας, 2006).

Η φήμη των «Ελευθερίων» ήταν τόσο μεγάλη που ξεπερνούσε τα σύνορα της Θεσσαλίας και κάθε φορά κατέφθαναν στη Λάρισα για να συμμετέχουν στους αγώνες αυτούς διάσημοι αθλητές και καλλιτέχνες από όλο τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της Μ. Ασίας (Έφεσος, Σμύρνη, Σινώπη) και της Ιταλίας. Στους μουσικούς αγώνες συμμετείχαν σαλπιγκτές, κήρυκες, αυλητές και κιθαρωδοί. Οι νικητές αυτών των αγώνων, που προηγούνταν χρονικά αυτών των γυμνικών και ιππικών, είχαν την τιμή να ανακηρύσσουν στη συνέχεια τους νικητές του υπόλοιπου προγράμματος των «Ελευθερίων». Τη μεγαλύτερη απήχηση πάντως, φαίνεται ότι είχε το αγώνισμα των «Ταυροθηρίων» (Μπάτζιου - Ευσταθίου, 2008). Έφιπποι νέοι καταδίωκαν ταύρους και την κατάλληλη στιγμή εκτινάσσονταν από το ζώο, άρπαζαν τον ταύρο από τα κέρατα και άρχιζε η πάλη. Στόχος του αθλητή ήταν να καταβάλλει τον ταύρο, να στρέψει το κεφάλι του εξαντλημένου ζώου στο έδαφος και να τοποθετήσει τα κέρατά του στη γη. Στο τέλος, ο νικημένος πλέον ταύρος θυσιαζόταν στο βωμό.

Χρονολογικά, το Α' αρχαίο θέατρο οικοδομήθηκε στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας, Αντιγόνου Γονατά, όταν μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου κατά την Ελληνιστική εποχή, η Θεσσαλία αποτελούσε τμήμα του βασιλείου της Μακεδονίας. Η θέση κατασκευής του στις νότιες υπώρειες του λόφου, υπαγορεύθηκε από τη θέση της πόλης και τον ρου του ποταμού Πηνειού, χωρίς να συμβαδίζει με την οδηγία του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Βιτρούβιου για την επιλογή της θέσης των θεάτρων, σύμφωνα με την οποία «πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια έτσι ώστε το θέατρο να μην είναι εκτεθειμένο στο νότο διότι ο αέρας που εγκλωβίζεται στο κοίλο όταν ο ήλιος γεμίζει το ημικύκλιο των θεατών, περιφέρεται εκεί και θερμαίνεται» (Μπάτζιου - Ευσταθίου, 2008). Η κατασκευή του πραγματοποιήθηκε από λευκό μάρμαρο, γεγονός που καταδεικνύει την οικονομική ευρωστία της πόλης εκείνη την εποχή.

Από όλα τα αρχαία θέατρα που τοποθετούνται στον Ελλαδικό χώρο, αυτό της Λάρισας διαθέτει τρία γνωρίσματα που το καθιστούν μοναδικό. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που αποτελεί το σημείο αναφοράς της πόλης εδώ και αρκετά χρόνια αφότου η αρχαιολογική σκαπάνη το έφερε στην επιφάνεια. Μάλιστα, το σήμα του Δήμου Λαρισαίων άλλαξε κατά κάποιο τρόπο, αφού στο άλογο - το οποίο μέχρι πριν κάποια χρόνια ήταν το σύμβολο της πόλης - προστέθηκε και το αρχαίο θέατρο, απόδειξη της σημασίας που αυτό έχει για την κοινωνία των κατοίκων της Λάρισας.

Αρχικά, πρόκειται για το ένα από τα τρία αρχαία θέατρα (τα άλλα δύο είναι του Διονύσου και των Αχαρνών) το οποίο βρίσκεται εντός πολεοδομικού ιστού. Βρίσκεται στην καρδιά της πόλης, με τους κατοίκους της να έχουν καθημερινά τη δυνατότητα να το θαυμάζουν μιας και ο περιβάλλων χώρος έχει πεζοδρομηθεί. Εν συνεχεία, το Α' αρχαίο θέατρο Λάρισας ξεχωρίζει για  τη χωρητικότητα του, η οποία ανερχόταν περίπου στους 10.000 - 12.000 θεατές. Η χωρητικότητα του ήταν αρκετά μεγάλη φτάνει να αναλογιστεί κάποιος ότι τα αρχαία θέατρα με μεγαλύτερη χωρητικότητα από αυτό της Λάρισας ήταν της Επιδαύρου (14.000 θεατές), της Δωδώνης (17.000 θεατές), του Άργους (20.000 θεατές), της Μεγαλόπολης (20.000 θεατές) και της Σπάρτης (20.000 θεατές) (Σπανός κ.ά., 2014). Τέλος, το συγκεκριμένο αρχαίο θέατρο ήταν το επίκεντρο ολόκληρης της Θεσσαλίας καθώς σχετίζεται και με πολιτικές δραστηριότητες της διοίκησης του «Κοινού των Θεσσαλών». Σε αυτό το χώρο συγκεντρώνονταν οι Θεσσαλοί για να αποφασίσουν από κοινού για διαφόρων ειδών ζητήματα που τους απασχολούσαν. Ο Ψύρρας (2008) αναφέρει ένα ψήφισμα των Λαρισαίων το 219 π.Χ: «[...] σύνκλειτος γενομένας, αγορανομέντουν του ταγούν πάντουν [...] κρεννέμεν ψαφιξάσθειν άμμε ους κε τοις κατοικέντεσι παρ’ άμμε Πετθαλούν και τουν άλλουν Ελλάνουν δοθεί πολιτεία [...]» ([...] σε γενική συνέλευση, με την παρουσία όλων των αρχόντων [...] αποφασίζουμε να ψηφιστεί νόμος για να δοθούν πολιτικά δικαιώματα σε όσους κατοικούν στον τόπο μας, Θεσσαλοί ή άλλοι Έλληνες είναι αυτοί [...]).

Το αρχαίο θέατρο είναι ο τηλεφωνικός κατάλογος της εποχής του καθώς στα σπλάχνα του αποτυπώνονται πολλές και συνάμα άγνωστες πτυχές της ιστορίας της πόλης. Μία από αυτές για παράδειγμα, ήταν και η σύνδεση της Λάρισας με τον Ρωμαίο Λεύκιο Κορνήλιο Βάλβο. Συμμετείχε στη μάχη των Φαρσάλων, στις 9 Αυγούστου του 48 π.Χ., μεταξύ του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπηίου, στο πλευρό του πρώτου. Ως γνωστόν, ο στρατός του Πομπηίου είχε τεράστιες απώλειες αν και υπέρτερος αριθμητικά. Μετά τη μάχη αυτή, ο Πομπήιος κατέφυγε πρώτα στη Λάρισα και έπειτα στην Αίγυπτο όπου τελικά δολοφονήθηκε. Οι Λαρισαίοι και το Λαρισαϊκό ιππικό ήταν με το μέρος του Πομπηίου. Ο Ιούλιος Καίσαρας θέλησε μετά να καταστρέψει τη Λάρισα για να την εκδικηθεί. Ο Βάλβος παρενέβη και έπεισε τον Ιούλιο Καίσαρα να μην κάψει την πόλη. Γι’ αυτό το λόγο οι Λαρισαίοι τίμησαν τον Βάλβο στο πιο επίσημο μνημείο της πόλης, στο αρχαίο θέατρο. Μάλιστα έβαλαν άγαλμα του μπροστά στο κέντρο του κοίλου του θεάτρου και μάλιστα ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα αγάλματα τιμώμενων προσώπων. Οι Ρωμαίοι ενδιαφέρονταν πολύ για τη Λάρισα και τη Θεσσαλία εξαιτίας του σιτοβολώνα της που προμήθευε με σιτάρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πέραν των προνομίων που είχαν δώσει στη Λάρισα, την είχαν ονομάσει «Αυγούστα», δηλαδή «σεβαστή» (Ρηγόπουλος, 2014).
3.2 Ιπποκράτης
Στις 27 του μήνα «Αγριανίου», που στο ημερολόγιο της Κω αντιστοιχούσε στον τωρινό Ιανουάριο, του έτους 460 π.Χ., γεννήθηκε ο θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Ο πατέρας του, ο Ηρακλείδης, καταγόταν από τον Ασκληπιό και η μητέρα του, η Φαιναρέτη, από τον Ηρακλή. Συνεπώς, ήταν «Ασκληπιάδης» από τον πατέρα του και «Ηρακλείδης» από τη μητέρα του (Μανδηλαράς, 1992). Μαθήτευσε δίπλα στον Ηρόδικο, δάσκαλο της διαιτητικής, το Γοργία και τον Πρόδικο. Την ιατρική επιστήμη τη διδάχθηκε στις σχολές της Κω και της Κνίδου (πόλη στα Μικρασιατικά παράλια απέναντι από την Κω) και παράλληλα ταξίδεψε τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες μακρινές όπως η Σκυθία και η Αίγυπτος (www.hippocratesgarden.gr).
Η κρισιμότητα της εποχής που έζησε ο Ιπποκράτης καταδεικνύεται από μία κοσμοϊστορική αλλαγή που αφορά στην αντιμετώπιση της ιατρικής επιστήμης από τους ανθρώπους (Spanos, 2017). Η αλλαγή ρότας στην αντίληψη της επιστήμης γενικότερα και της ιατρικής ειδικότερα οφείλεται εξ ολοκλήρου στην επίδραση των Προσωκρατικών φιλοσόφων, η οποία ήταν καταλυτική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κοινή συνισταμένη όλων των επιστημών (κοσμολογία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, ιατρική, βιολογία κ.λπ.) είναι η φιλοσοφία.

Ο στενός δεσμός μεταξύ της ιατρικής (όπως και των άλλων επιστημών) και της φιλοσοφίας αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Εμπεδοκλή, ο οποίος προσπάθησε να συγκεράσει τις απόψεις του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη. Ο πρώτος, υποστήριζε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο μόνιμο από την αλλαγή (Φάλκος - Αρβανιτάκης, 2010) ενώ ο δεύτερος θεωρούσε πως η γέννηση και ο θάνατος υφίστανται μόνο στον ψεύτικο κόσμο των φαινομένων (Καραγιάννης, 2003). Ο Εμπεδοκλής με τη σειρά του επιχειρεί ένα συμβιβασμό μεταξύ των δύο και τονίζει ότι δεν υπάρχει γένεση και φθορά αλλά τέσσερα ποιοτικά και αιώνια αμετάβλητα στοιχεία (φωτιά - αέρας - νερό - γη) τα οποία αντιστοιχούν στο «θερμό», το «ψυχρό», το «υγρό» και το «ξηρό». Η ανάμειξη αυτών των στοιχείων στη σωστή αναλογία έχει ως επακόλουθο την αρμονία και μία τέτοια αρμονία είναι και η υγεία.
Η φιλοσοφική αυτή διδασκαλία για τα τέσσερα στοιχεία υπήρξε το υπόδειγμα, κατά την επικρατέστερη άποψη, για τη διδασκαλία στη σχολή της Κω των τεσσάρων «χυμών» (αίμα - φλέγμα - κίτρινη χολή - μαύρη χολή) (Λυπουρλής, 2000). Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση της ιατρικής από τον Ιπποκράτη και τους σύγχρονούς του έχει ως αφετηρία την πεποίθηση πως η ερμηνεία όσων συμβαίνουν στο ανθρώπινο σώμα είναι κατανοητή αν και μόνο αν το σώμα αντιμετωπιστεί ως ένα υποσύνολο ενός γενικότερου συνόλου (σύμπαν), κάτι που υπογραμμίζεται και στον «Φαίδρο» του Πλάτωνα.
Η στενή σχέση του Ιπποκράτη με τη Λάρισα αποδεικνύεται από το όνομα του ενός από τους γιους του (Θεσσαλός) αλλά και από την επιθυμία του να αφήσει την τελευταία του πνοή κοντά στην πατρίδα του προγόνου του Ασκληπιού (το «Ασκληπιείο» της αρχαίας Τρίκκης, κοντά στη Λάρισα, είναι σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα το αρχαιότερο «Ασκληπιείο» από τα 400 περίπου στην Ελληνική επικράτεια). Επιπρόσθετα, η Λάρισα εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ήταν ακμάζουσα πόλη με τον ταγό Αρίστιππο, από την αριστοκρατική οικογένεια των Αλευαδών, να προωθεί σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε πνευματική κίνηση (ΦΟΚ, 1996).

3.3 Διαχρονικό Μουσείο
Το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας είναι κτισμένο στο λόφο «Μεζούρλο» στις νότιες παρυφές της πόλης. Τα εκθέματα που ξέθαψε η αρχαιολογική σκαπάνη από τη Θεσσαλική γη καλύπτουν μία τεράστια σε διάρκεια χρονική περίοδο που αρχίζει από την Παλαιολιθική Εποχή και τελειώνει το 19ο αιώνα. Το εκθεσιακό υλικό αποτελείται από μία πλούσια συλλογή ποικίλων αρχαιολογικών ευρημάτων από τα οποία τα περισσότερα είναι λίθινα εργαλεία, χάλκινα όπλα, ανθρώπινα σκελετικά λείψανα, ειδώλια, κτερίσματα και νομίσματα. Στο επιβλητικό αυτό νεόδμητο συγκρότημα εντυπωσιάζει, μεταξύ άλλων, η διαρρύθμιση του εκθεσιακού χώρου, η ευταξία, η περίοπτη θέση των εκθεμάτων και ο άπλετος φωτισμός (Γερόπουλος, 2015). Η διαφοροποίηση του συγκεκριμένου μουσείο έγκειται στο σήμα του (σύζευξη απείρου - ανθρώπου - θέωσης) και στο όνομά του, καθώς οι μεγάλες Ελληνικές πόλεις διαθέτουν Αρχαιολογικά μουσεία.
4. Θεσσαλία
Στην προηγούμενη ενότητα σκιαγραφήθηκαν τα γνωρίσματα συγκεκριμένων μνημείων που είναι σε θέση να τοποθετήσουν τη Λάρισα στον τουριστικό χάρτη στο βαθμό που - αρχικά - της αναλογεί. Είναι πασιφανές πως όσον αφορά στο κομμάτι των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων γενικότερα, παρατηρείται μία διαμόρφωση ενός brand ιδίου με το συνολικό της πόλης. Ενώ δηλαδή η Λάρισα χαρακτηρίζεται ως “Open City”, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, έτσι και στο κομμάτι των μνημείων η πόλη είναι «ανοικτή», με αρκετά από αυτά να συνθέτουν το μωσαϊκό του παρελθόντος της. Ωστόσο, πέραν της δεδομένης σημασίας των εκάστοτε μνημείων, φαίνεται πως σημαντικό ρόλο σε αυτήν την περίπτωση διαδραματίζει και ένα άλλο στοιχείο· ο χώρος.

Το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα της Λάρισας έναντι οποιασδήποτε άλλης πόλης, τουλάχιστον σε κοντινή απόσταση, είναι η κεντροβαρής γεωγραφική της θέση. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την ύπαρξη και επιθυμητή λειτουργία του αεροδρομίου της Ν. Αγχιάλου. Η θέση της Λάρισας στο κέντρο της Περιφέρειας Θεσσαλίας είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα ακτινωτό δίκτυο πρόσβασης σε μνημεία μεγάλου βεληνεκούς. Λαμβάνοντας υπόψη την εμβέλεια αυτών των μνημείων - κατ’ επέκταση την οργάνωση ανάδειξης και προβολής τους αφού η Θεσσαλία θεωρείται μία αδικημένη αρχαιολογικά περιοχή - η προσέλευση πολιτιστικών τουριστών δεν είναι παρά δεδομένη. Ωστόσο, η επίσκεψη αυτών των μνημείων προϋποθέτει ως βάση διαμονής την πόλη της Λάρισας εξαιτίας των κοντινών αποστάσεων γεγονός που θα ενδυναμώσει την προβολή της πολιτισμικής της κληρονομιάς. Συνεπώς, η Θεσσαλία δύναται να αναδειχθεί μέσω της ύπαρξης πολλών μνημείων και η Λάρισα μέσω της γεωγραφικής της τοποθεσίας, στοιχεία τα οποία αλληλεπιδρούν προς όφελος και των δύο. Εξαιρώντας τα Μετέωρα που αποτελούν ήδη πόλο έλξης κυρίως Ρώσων τουριστών, τα μνημεία της Θεσσαλίας που είναι ικανά να προωθήσουν την εικόνα της στο εξωτερικό περιβάλλον - κατά την κρίση του συγγραφέα - δημιουργώντας ένα δίκτυο πολιτιστικών διαδρομών είναι τα παρακάτω:

Όλυμπος: 12 θεοί - εθνικός δρυμός - περιπατητές - περιηγητές (πεζοπορία - ορειβασία).
Όθρυς: Τιτάνες - Δευκαλίων - Φθία - περιπατητές - περιηγητές (πεζοπορία - ορειβασία).
Πήλιο: Πηλέας - Κένταυροι - Χείρων - Αχιλλέας - Θέτιδα - μαζικός τουρισμός.
Ιωλκός: Αργοναύτες - Ιάσονας - Βόλος - Πήλιο.
Σέσκλο - Διμήνι: Προϊστορικοί οικισμοί Νεολιθικής Εποχής (7η - 5η χιλιετία π.Χ.) (Αδρύμη - Σισμάνη, 2012).
Φθιώτιδες Θήβες: Αρχαίο θέατρο - Ιερό Αθηνάς Πολιάδος - Ασκληπιείο (Αδρύμη - Σισμάνη, 2012).
Φυλάκη: Πρωτεσίλαος - Λαοδάμεια (Αδρύμη - Σισμάνη, 2012).
Περραιβική Τρίπολη: Πύθιο - Άζωρος - Δολίχη (Νικολάου, 2012).
Πανθεσσαλικό Ιερό Ιτωνίας Αθηνάς: «Ίτωνος» - Αθηνά - Προμηθέας - Δευκαλίων (Νικολάου, 201 2).
Αρχαία Τρίκκη: «Ασκληπιείο» - Μαχάων - Ποδαλείριος (Ντάσιος, 2012).
Σκοτούσσα: Μαντείο Φηγωναίου Διός - Θησέας - Αμαζόνες - Πολυδάμας (Ντάσιος,
2012).
Σπήλαιο Θεόπετρας: Ανθρώπινα αποτυπώματα 130.000 ετών (http://odysseus.culture.gr).
Φαράγγι Καλυψώς: Περιπατητικός - φυσιολατρικός τουρισμός.

Σκοπίμως δεν γίνεται αναφορά στο θέμα της εύρεσης των ανακτόρων του βασιλιά Πηλέα και του πρίγκιπα Αχιλλέα καθώς αυτό αποτελεί ένα ζήτημα ανοιχτό ακόμα προς συζήτηση. Η «ανασκαφή του αιώνα», όπως έχει χαρακτηριστεί από τους κύκλους της αρχαιολογίας διεθνώς, είναι σε θέση να μεταβάλλει το τουριστικό τοπίο ολόκληρης της Θεσσαλίας. Πλην της σημασίας του Αχιλλέα ως προσωπικότητας - κατ’ επέκταση και των προγόνων του Πηλέα, Θέτιδας,
Αιακού - σημαντικότατο ρόλο διαδραματίζει και το όνομα του λαού του Αχιλλέα, «Έλληνες», στο οποίο οφείλεται το όνομα της χώρας (Spanos, 2015). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι «Έλληνες εκλήθησαν οι πρώτοι εν Θεσσαλία άνθρωποι» (Οικονόμου, 2007).

5. Επίλογος
Η παρούσα εργασία εξέτασε το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μικροκλίμακα (πόλη) και μακροκλίμακα (περιφέρεια) μπορούν να λειτουργήσουν ως δίπολο με θετικές επιδράσεις τόσο για την πρώτη περίπτωση όσο και για τη δεύτερη. Η έννοια αυτού του διπόλου χαρακτηρίζει τη Λάρισα και την Περιφέρεια Θεσσαλίας, με το χωρικό πλεονέκτημα της πρώτης να στέκεται αρωγός στη δυνητική ανάδειξη μνημείων μεγάλης εμβέλειας και το αντίστροφο. Επιπρόσθετα, αυτή σύμπραξη διευκολύνει και την προώθηση του πολιτισμικού αποθέματος της πόλης της Λάρισας αφού η πόλη πληροί τις προϋποθέσεις έτσι ώστε να καταστεί ένας “city break’ (ολιγοήμερος) προορισμός. Η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης πολιτιστικού τουρισμού - οι πολιτιστικοί τουρίστες αποτελούν μία σταθερή ποιότητα στο χρόνο - στη Λάρισα και τη Θεσσαλία αλλά ταυτόχρονα και την ευκαιρία στην πόλη της Λάρισας να θεωρηθεί κέντρο της χώρας σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το παρόν.

Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση

  • Αδρύμη - Σισμάνη, Β. (2012) ‘Τα Πρώτα Οργανωμένα Χωριά: Νεολιθικός Οικισμός Σέσκλου - Νεολιθικός Οικισμός Διμηνίου’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 134 - 148.
  • Αδρύμη - Σισμάνη, Β. (2012) ‘Φθιώτιδες Θήβαι’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 240 - 245. Αδρύμη - Σισμάνη, Β. (2012) ‘Αχαΐα Φθιώτις’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 250. Γερόπουλος, Α. (2015) Το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, διαθέσιμο στο: http://www.eleftheria.gr/m/απόψεις/item/97654-το-διαyρονικό-μουσείο-λάρισας.html [πρόσβαση 23/01/2017].
  • Δερβένη, Α. και Σοφικίτου, Μ. (2011) Τα Ξεχασμένα Αρχαία Θέατρα, διαθέσιμο στο: http://www.diazoma.gr/200-Stuff-04-Press_2013/DM_281_Article.pdf [πρόσβαση 05/11/2016]. Δέφνερ, Α., Μεταξάς, Θ., Καραχάλης, Ν., Συρακούλης, Κ., Ψαθά, Ε., Βογιαζίδης, Ν., Κατσαφάδου, Σ., Λάλου, Γ., Μαντάς, Ν. (2015) Λάρισα: Ανοικτή Πόλη, διαθέσιμο στο: http://www.larissa-dimos.gr/new/pdf/OPENLA_tourism_culture_EPRINT.pdf [πρόσβαση 04/11/2016].
  • Δέφνερ, Α. (2006) Σχεδιασμός Τουρισμού και Ελεύθερου Χρόνου. Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος.
  • Καραγιάννης, Σ. Γ. (2003) Παρμενίδης ο Ελεάτης: Περί Φύσιος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
  • Λυπουρλής, Δ. (2000) Ιπποκράτης: Ιατρική Θεωρία και Πράξη, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
  • Μανδηλαράς, Β. (1992) Ιπποκράτης: Άπαντα - Γενική Ιατρική, Αθήνα: Κάκτος.
  • Μπάτζιου - Ευσταθίου, Α. (2008) ‘Από τους Πελασγούς στη Ρωμαϊκή Κατάκτηση’, στο: Μπάτζιου - Ευσταθίου (επ.) Λάρισα: 8.000 Χρόνια Νεότητας. Λάρισα: Δήμος Λαρισαίων, σελ. 15 - 39. Ναλμπάντης, Ε. Μ. (2013) Brand: Η Στρατηγική, Αθήνα: Φερενίκη.
  • Νικολάου, Ε. (2012) ‘Πανθεσσαλικό Ιερό Ιτωνίας Αθηνάς’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 88 - 96.
  • Νικολάου, Ε. (2012) ‘Η «Περραιβική Τρίπολις»: Πύθιον, Άζωρος, Δολίχη’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 222 - 225.
  • Ντάσιος, Φ. (2012) ‘Εστιαιώτις: Τρίκκη’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 48 - 52.
  • Ντάσιος, Φ. (2012) ‘Πελασγιώτις: Σκοτούσσα’, στο: Νικολάου, Ε. και Κραβαρίτη, Σ. (επ.) Αρχαίες Πόλεις Θεσσαλίας & Περίοικων Περιοχών, Λάρισα: Γραφικές Τέχνες Τερζίδης, σελ. 115 - 119. Ντάφης, Σ. (ΧΕ) Αργυροδίνης Ποταμός, Πράσινος Τόπος: Τέμπη - Δέλτα Πηνειού. Λάρισα: Τερζίδης.
  • Οικονόμου, Κ. (2007) Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία: Στην Ομίχλη του Μύθου. Λάρισα: Γνώση.
  • Ρηγόπουλος, Ε. (2014) Πώς Σώθηκε η Λάρισα από τον Ιούλιο Καίσαρα το 48 π.Χ.!, διαθέσιμο στο: http://www.eleftheria.gr/%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B1/item/50061-.html [πρόσβαση 05/11/2016].
  • Σπανός, Δ. Β., Δέφνερ, Α., Καραχάλης, Ν. (2014) ‘Κριτική Επισκόπηση του Βιώσιμου Στρατηγικού Σχεδιασμού του Α' Αρχαίου Θεάτρου Λάρισας’, 12ο Επιστημονικό Συνέδριο, Ελληνικό Τμήμα ERSA, 27 - 28 Ιουνίου, Αθήνα.
  • Τελλάκη, Μ. (2012) ‘Λάρισα: Αλλαγή Πλεύσης με Οδηγό την Πολιτιστική Κληρονομιά’, 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Marketing & Branding Τόπου, 30 Μαρτίου - 01 Απριλίου, Βόλος.
  • Τζιαφάλιας, Α. (2006) Αρχαίο Θέατρο Λάρισας: Πώς Ένα Όνειρο Έγινε Πραγματικότητα, 1ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας & Πολιτισμού της Θεσσαλίας, 9 - 11 Νοεμβρίου, Λάρισα.
  • Φάλκος - Αρβανιτάκης, Τ. (2010) Ηράκλειτος: Άπαντα, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
  • Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (1996) Σωρανός: Άπαντα 1 & 2, Αθήνα: Κάκτος.
  • Χατζηδάκης, Α. (2011) Ανάλυση της Πορείας της Τουριστικής Κίνησης 2001 - 2010. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
  • Ψύρρας, Θ. (2008) Θεσσαλία: Ο Τόπος και οι Άνθρωποι. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Ξενόγλωσση

  • Aaker, D. A. (2001) Strategic Market Management (6η έκδ). New York: John Wiley and Sons.
  • Aaker, D. A. και Joachimsthaler, E. (2000) Brand Leadership. New York: The Free Press.
  • Aitken, R. και Campelo, A. (2011) ‘The Four Rs of Place Branding’, Journal of Marketing Management, 27 (9 - 10), σελ. 913 - 933.
  • Alba, J. W. και Hutchinson, J. W. (2007) ‘Consumer Psychology’, στο: Durso, F. Handbook of Applied Cognition, (2η έκδ.). West Sussex: John Wiley and Sons, σελ. 683 - 711.
  • American Marketing Association (1995) Dictionary, διαθέσιμο στο: https://www.ama.org/resources/Pages/Dictionary.aspx?dLetter=B#brand [πρόσβαση 03/11/2016].
  • Balakrishnan, S. M. (2009) ‘Strategic Branding of Destinations: A Framework’, European Journal of Marketing, 43 (5/6), σελ. 611 - 629.
  • Besculides, A., Lee, E. M., McCormick, J. P. (2002) ‘Residents’ Perceptions of the Cultural Benefits of Tourism’, Annals of Tourism Research, 29 (2), σελ. 307 - 322.
  • Bessiere, J. (1998) ‘Local Development and Heritage: Traditional Food and Cuisine as Tourist Attractions in Rural Areas’, Sociologia Ruralis, 38 (1), σελ. 21 - 34.
  • Blichfeldt, B. S. (2005) ‘Unmanageable Place Brands?’, Place Branding, 1 (4), σελ. 388 - 401.
  • Castells, M. (1993) ‘European Cities, the Informational Society and the Global Economy’, Journal of Economic and Social Geography, 84 (4), σελ. 247 - 257.
  • Castells, M. (2004) The Information Age: Economy, Society and Culture, (2η έκδ.). Oxford: Blackwell.
  • Chaudhuri, A. (2006) Emotion and Reason in Consumer Behavior. Boston: Elsevier Butterworth- Heinemann.
  • Deliza, R., Rosenthal, A., Hedderley, D., Macfie, H. J. H., Frewer, L. J. (1999) ‘The Importance of Brand, Product Information and Manufacturing Process in the Development of Novel Environmentally Friendly Vegetable Oils’, Journal of International Food & Agribusiness Marketing, 10 (9), σελ. 67 - 77.
  • Dikolli, S. S., Kinney Jr., R. W., Sedatole, L. K. (2007) ‘Measuring Customer Relationship Value: The Role of Switching Cost’, Contemporary Account Research, 24 (1), σελ. 93 - 132.
  • Florida, R. (2002) The Rise of the Creative Class: And how it’s Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life. New York: Basic Books.
  • Govers, R. (2013) ‘Why Place Branding is not about Logos and Slogans’, Place Branding and Public Diplomacy, 9 (2), σελ. 71 - 75.
  • Hall, S. (1995) ‘New Cultures for Old’, στο: Massey, D. και Jess, P. (επ.) A Place in the World? Place, Cultures and Globalization. Oxford: Open University/Oxford University Press, σελ. 176 - 211.
  • Huntington, P. S. (1998) Η Σύγκρουση Ανατολής - Δύσης και η Πρόκληση Χάντινγκτον. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.
  • Johnson, C. N. (1999) ‘Framing the Past: Time, Space and the Politics of Heritage Tourism in Ireland’, Political Geography, 18 (2), σελ. 187 - 207.
  • Kaplan, D. M., Yurt, O., Cangarli, C. B., Kurtulus, K. (2010) ‘Branding Places: Applying Brand Personality Concept to Cities’, European Journal of Marketing, 44 (9/10), σελ. 1286 - 1304.
  • King, R. (1993) (επ.) Mass Migration in Europe: The Legacy and the Future. London: Belhaven.
  • King, R. (1995) ‘Migrations, Globalization and Place’, στο: Massey, D. και Jess, P. (επ.) A Place in the World? Place, Cultures and Globalization. Oxford: Open University/Oxford University Press, σελ. 6 - 44.
  • Meurs, P. (2000) De Moderne Historische Stad. Rotterdam: NAi.
  • Michelson, A. και Paadam, K. (2016) ‘Destination Branding and Reconstructing Symbolic Capital of Urban Heritage: A Spatially Informed Observational Analysis in Medieval Towns’, Journal of Destination Marketing & Management, 5 (2), σελ. 141 - 153.
  • Morgan, N., Pritchard, A., Pride, R. (2011) ‘Tourism Places, Brands and Reputation Management’, στο: Morgan, N., Pritchard, A., Pride, R. (επ.) Destination Brands: Managing Place Reputation. Oxford: Butterworth-Heinemann, σελ. 3 - 19.
  • Oliveira-Kastro, M. G., Foxall, R. G., James, K. V., Pohl, H. B. F. R., Dias, B. M., Chang, W. S. (2008) ‘Consumer-based Brand Equity and Brand Performance’, The Service Industries Journal, 28 (4), σελ. 445 - 461.
  • Pratt, A. C. (2011) ‘The Cultural Contradictions of the Creative City’, City, Culture and Society, 2 (3), σελ. 123 - 130.
  • Ramkissoon, H. και Nunkoo, R. (2011) ‘City Image and Perceived Tourism Impact: Evidence from Port Louis, Mauritius’, International Journal of Hospitality & Tourism Administration, 12 (2), σελ. 123 - 143.
  • Rehmet, J. και Dinnie, K. (2013) ‘Citizen Brand Ambassadors: Motivations and Perceived Effects’, Journal of Destination Marketing & Management, 2 (1), σελ. 31 - 38.
  • Sevin, H. E. (2014) ‘Understanding Cities through City Brands: City Branding as a Social and Semantic Network’, Cities, 38, σελ. 47 - 56.
  • Sofield, T. (2001) ‘Sustainability and Pilgrimage Tourism in the Katmandu Valley of Nepal’, στο: Smith, L. V. και Brent, M. (επ.) Hosts and Guests Revisited: Tourism Issues of the 21st Century. New York: Cognizant, σελ. 257 - 274.
  • Spanos, D. V. (2017) (forthcoming) ‘Branding cultural heritage: Global vs local’, MENON.
  • Spanos, D. V. (2015) ‘The Hidden Myth of a Forgotten Kingdom: The Potential of Ancient Phthia as a Cultural Heritage Centre’, 2nd International Conference on Changing Cities: Spatial, Morphological, Formal and Socio-economic Dimensions, June 22 - 26, Porto Heli, Hellas.
  • Yoo, B. και Donthu, N. (2005) ‘The Effect of Personal Cultural Orientation on Consumer Ethnocentrism’, Journal of International Consumer Marketing, 18 (1 - 2), σελ. 7 - 44.


*Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο Marketing & Branding Τόπου, Λάρισα 31 Μαρτίου-2 Απριλίου 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.