@Πρόσφατα στην Κέρκυρα πραγματοποιήθηκε ημερίδα με τίτλο "Τοπικοί Πόροι, Τοπικά Προϊόντα, Τουρισμός: Η Ευρωπαϊκή Ταυτότητα της Κερκυραϊκής Οικονομίας".Κεντρικό θέμα της ημερίδας ήταν η προσπάθεια να συνδεθεί ο Τουρισμός και η Γεωργία μέσω των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών και τοπικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μια άρρηκτη σύνδεση ενός προϊόντος με μια περιοχή. Να ταυτοποιηθεί η ποιοτική διαφοροποίηση ενός προϊόντος με τα πολιτισμικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής που το παράγει. Έτσι, τα προϊόντα της γίνονται μοναδικά, αποκτούν ταυτότητα. Ο καταναλωτής αρνείται να τα υποκαταστήσει με άλλα, ομοειδή προϊόντα. Η σχέση του με το προϊόν, τις υπηρεσίες, τον τόπο προέλευσης αποκτά προσωπικό χαρακτήρα, το προϊόν αποκτά δικούς του "οπαδούς" και η αύξηση στο μερίδιο της αγοράς κατοχυρώνεται.
Διαβάστε την ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του ευρωβουλευτή Σπύρου Δανέλλη γύρω από το θέμα :
Η σημερινή ημερίδα διεξάγεται σε μια στιγμή που βρίσκει την Ευρώπη σε οικονομική κρίση και την ευρωπαϊκή γεωργία ενώπιον μεγάλων προκλήσεων. Η Ελλάδα, μπροστά σε πρωτοφανή αδιέξοδα που αναδεικνύουν θεμελιώδη προβλήματα με την παραγωγική της βάση, φέρεται να αναζητά αναπτυξιακές λύσεις χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων δύο άξονες με κοινά χαρακτηριστικά, κοινά προβλήματα, κοινές διεξόδους¨ τον τουρισμό και τη γεωργία.
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κέρκυρα, μια περιοχή με αναπτυγμένο τουρισμό αλλά και επώνυμα γεωργικά προϊόντα, όπως το λάδι του Αγίου Ματθαίου ή το κουμ-κουάτ. Μένει λοιπόν να διερευνήσουμε κατά πόσο και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο τομέων και το πώς η σύνδεσή τους προσδίδει αμοιβαία προστιθέμενη αξία.
Ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή, ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και στους δύο τομείς δε μπορεί παρά να βασίζεται στη διαφοροποίηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ως προς τα ομοειδή τρίτων χωρών. Στόχος μας λοιπόν θα πρέπει να είναι η δημιουργία -κατά κάποιον τρόπο- προϊόντων και υπηρεσιών που δεν έχουν εύκολα υποκατάστατα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη θα είναι η προστιθέμενη αξία κάθε τέτοιου προϊόντος και υπηρεσίας τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συμβολή του στη διαδικασία ανάπτυξης.
Η Ελλάδα ευνοείται από εγγενή γεωφυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και μακρόχρονες παραδόσεις, που από μόνα τους, αν δεν αλλοιωθούν, καθιστούν τα προϊόντα τόσο της γεωργίας της όσο και του τουρισμού της μοναδικά. Επιπλέον, η ποιοτική διαφοροποίηση κάθε ενός από τους δύο τομείς έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και για τον άλλο. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Να χαραχτεί μια στρατηγική συνέργειας, με σύνδεση του τουρισμού και της γεωργίας, κάνοντας χρήση της ποιοτικής διαφοροποίησης των προϊόντων και υπηρεσιών στη βάση ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων.
Έτσι θα μπορούσε να αποφευχθεί η ανεπαρκής αξιοποίηση ορισμένων πόρων (βιοποικιλότητα, παραδοσιακές ποικιλίες και φυλές), η κατασπατάληση άλλων (νερό), η υποβάθμιση πολλών (νερό, έδαφος). Έτσι θα μπορούσε να ανταποκριθεί η χώρα στις σημερινές προκλήσεις, που εκτείνονται από την οικονομική κρίση και τη συνεχή απώλεια της ανταγωνιστικότητας μέχρι τα ακραία καιρικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής και την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων που άλλοτε έδιναν οικονομικό και κοινωνικό σφρίγος στην περιφέρεια, ποιότητα στα προϊόντα, ταυτότητα στην ελληνική ύπαιθρο.
Δεν θέλω να φανώ ρομαντικός νοσταλγός ενός παρελθόντος που στην πραγματικότητα είχε σημαντικά προβλήματα. Θέλω όμως να τονίσω ότι στο παρελθόν η ύπαιθρος έζησε στιγμές κοινωνικής ευημερίας και έντονης οικονομικής δραστηριότητας, και ας μην συγκρίνονται τα μεγέθη οικονομικών απολαβών με αυτά που συνηθίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε εκείνες τις περιόδους -όπου δεν υπήρχαν υποδομές, δεν υπήρχε τουρισμός, δεν υπήρχαν επιδοτήσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις- υπήρχαν ισορροπίες μικρής κλίμακας. Η έννοια της ενδογενούς ανάπτυξης, που άρχισε να γίνεται μόδα τη δεκαετία του ΄80 και αναβιώνει σήμερα με τη στροφή προς τα τοπικά προϊόντα και τα μικρά δίκτυα διανομής, ήταν τότε σε πλήρη άνθηση, αν και κανένας δε χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους.
Σήμερα καλούμαστε να αξιοποιήσουμε αυτές τις αρχές, όχι για να επιστρέψουμε σε πρακτικές προστατευτισμού, εσωστρέφειας και απομόνωσης, αλλά για να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη από την πρόοδο που έχουμε κάνει και να ελαχιστοποιήσουμε τα προβλήματα που αυτή έφερε μαζί της. Με ποιον τρόπο; Θέτοντας τους εκάστοτε τοπικούς πόρους -φυσικούς, περιβαλλοντικούς, πολιτισμικούς και ανθρώπινους- στην υπηρεσία μιας γεωργίας που να βοηθά την ανάπτυξη ενός ήπιου τουρισμού και ενός ποιοτικού τουρισμού που να βοηθά την κατανάλωση ποιοτικών γεωργικών προϊόντων από τον τόπο φιλοξενίας.
Κομβικό σημείο είναι η σύνδεση του τουρισμού και της γεωργίας μέσω των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών και μέσω των ιδιαίτερων τοπικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μια άρρηκτη σύνδεση ενός προϊόντος με μια περιοχή. Να ταυτοποιηθεί η ποιοτική διαφοροποίηση ενός προϊόντος με τα πολιτισμικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής που το παράγει. Έτσι, τα προϊόντα της γίνονται μοναδικά, αποκτούν ταυτότητα. Ο καταναλωτής αρνείται να τα υποκαταστήσει με άλλα, ομοειδή προϊόντα. Η σχέση του με το προϊόν, τις υπηρεσίες, τον τόπο προέλευσης αποκτά προσωπικό χαρακτήρα, το προϊόν αποκτά δικούς του "οπαδούς" και η αύξηση στο μερίδιο της αγοράς κατοχυρώνεται.
Στον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα, η ΚΓΠ μεταρρυθμίζεται με έμφαση στα προϊόντα ποιότητας, τη βιοποικιλότητα, την προστασία της ταυτότητας για τα αγροδιατροφικά προϊόντα. Στόχος είναι η στράτευση της γεωργίας στην υπηρεσία του κοινωνικού οφέλους με την προσφορά δημόσιων αγαθών. Στόχος είναι η ενίσχυση του παραγωγού στην αγροδιατροφική αλυσίδα και η βελτίωση του εισοδήματός του. Στόχος είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ανάγκη περιορισμού των εκπομπών αερίων με περιορισμό των μεταφορών σε μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, αξιοποίηση των τοπικών δικτύων διανομής και χρήση τοπικών πόρων στην παραγωγική διαδικασία. Στόχος είναι η κεφαλαιοποίηση των τοπικών πόρων από την τοπική οικονομία και κοινωνία, το ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου.
Οι έλληνες πολίτες έχουν ήδη συνείδηση της σημασίας που έχει η κατοχύρωση μιας ονομασίας για την εμπορική επιτυχία ενός γεωργικού προϊόντος. Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις, τα γνωστά μας ΠΟΠ και ΠΓΕ, έχουν δώσει σημαντική ώθηση στην εμπορία των προϊόντων. Η αξία των συνολικά 145.000 τόνων ΠΟΠ και ΠΓΕ για την Ελλάδα ξεπερνά τα 620 εκατομμύρια ευρώ. Απ΄ αυτήν, το 68% περίπου διατίθεται στην ελληνική αγορά, το 26% εξάγεται στην υπόλοιπη ΕΕ και το 6% εξάγεται σε τρίτες χώρες.
Όμως οι καταχωρίσεις της χώρας, αν και πολλές σε αριθμό, δεν αποδίδουν σε αξία όσο εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γερμανία. Μπορεί να έχουμε 85 καταχωρίσεις ΠΟΠ/ΠΓΕ, ενώ το Ηνωμένο βασίλειο έχει μόλις 29 και η Γερμανία 62, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο εισπράττει σχεδόν 5 φορές πάνω την αξία των ελληνικών επώνυμων προϊόντων και η Γερμανία 8,5 φορές.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα προστατευμένα προϊόντα μας δεν έχουν αρκετά υψηλή προστιθέμενη αξία. Συνδέεται επίσης με την απόκλιση που συχνά παρατηρείται μεταξύ των προδιαγραφών για την εξασφάλιση μιας καταχώρισης ΠΟΠ/ΠΓΕ και της πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, πολλές καταχωρίσεις δεν ανταποκρίνονται, στις σημερινές συνθήκες παραγωγής, σε κανενός είδους προϊόν. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες αναφέρεται το επώνυμο προϊόν είναι συχνά πολύ μικρές, με αποτέλεσμα να είναι μικρή και η παραγόμενη ποσότητα, γεγονός που περιορίζει το εξαγωγικό ενδιαφέρον.
Και εκτός από αυτά τα προβλήματα, γίνεται και ελλιπής αξιοποίηση του θεσμού των ΠΟΠ/ΠΓΕ από τη χώρα μας. Κι αυτό διότι η προώθηση και προβολή τους, αν και στηρίζεται χρηματοδοτικά από την ΕΕ, προϋποθέτει ανάληψη πρωτοβουλίας από ομάδες παραγωγών, η λειτουργία των οποίων στη χώρα μας είναι ατροφική. Ως αποτέλεσμα, πολλά κοινοτικά κονδύλια μένουν αναξιοποίητα και ένα προϊόν ΠΟΠ/ΠΓΕ δεν προβάλλεται στο βαθμό που θα κατοχύρωνε την εξάπλωση του μεριδίου του στην αγορά.
Δε σας ανέφερα τα παραπάνω προβλήματα για να σας αποθαρρύνω. Αντίθετα, πρόθεσή μου είναι να επισημάνω τα περιθώρια αξιοποίησης που υπάρχουν.
Ο τουρισμός, εκτός από τη δική του συμβολή στην ανάπτυξη, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο όχημα για την προώθηση των τοπικών προϊόντων ποιότητας και στη χώρα μας και στο εξωτερικό. Θέλουμε λοιπόν να κρατήσουμε την τοπική ταυτότητα και να την κάνουμε γνωστή στην ΕΕ και στις τρίτες χώρες. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τις γεωφυσικές, πολιτισμικές, κλιματικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και να εκμεταλλευτούμε γι αυτό τις υπάρχουσες υποδομές και τους τοπικούς πόρους. Ας μην υπάρξει καμία παρεξήγηση με την προτροπή για "ευρωπαϊκή ταυτότητα της κερκυραϊκής οικονομίας". Κατά τη γνώμη μου, είναι ακριβώς την κερκυραϊκή ταυτότητα που θα πρέπει να αναζητήσουμε, να ανασύρουμε από τις επιστρώσεις λογής-λογής μιμητισμών για μια βιώσιμη ανάπτυξη της τοπικής και της εθνικής οικονομίας. Δε θέλουμε να μεταλλάξουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Κέρκυρας. Θέλουμε απλώς να εντάξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά στη σημερινή πραγματικότητα. Και θέλουμε με αυτά να αναπτύξουμε τοπικές οικονομίες, εύρωστες και σύγχρονες, βασισμένες στην ποιότητα και τον επαγγελματισμό.
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κέρκυρα, μια περιοχή με αναπτυγμένο τουρισμό αλλά και επώνυμα γεωργικά προϊόντα, όπως το λάδι του Αγίου Ματθαίου ή το κουμ-κουάτ. Μένει λοιπόν να διερευνήσουμε κατά πόσο και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο τομέων και το πώς η σύνδεσή τους προσδίδει αμοιβαία προστιθέμενη αξία.
Ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή, ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και στους δύο τομείς δε μπορεί παρά να βασίζεται στη διαφοροποίηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ως προς τα ομοειδή τρίτων χωρών. Στόχος μας λοιπόν θα πρέπει να είναι η δημιουργία -κατά κάποιον τρόπο- προϊόντων και υπηρεσιών που δεν έχουν εύκολα υποκατάστατα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη θα είναι η προστιθέμενη αξία κάθε τέτοιου προϊόντος και υπηρεσίας τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συμβολή του στη διαδικασία ανάπτυξης.
Η Ελλάδα ευνοείται από εγγενή γεωφυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και μακρόχρονες παραδόσεις, που από μόνα τους, αν δεν αλλοιωθούν, καθιστούν τα προϊόντα τόσο της γεωργίας της όσο και του τουρισμού της μοναδικά. Επιπλέον, η ποιοτική διαφοροποίηση κάθε ενός από τους δύο τομείς έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και για τον άλλο. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Να χαραχτεί μια στρατηγική συνέργειας, με σύνδεση του τουρισμού και της γεωργίας, κάνοντας χρήση της ποιοτικής διαφοροποίησης των προϊόντων και υπηρεσιών στη βάση ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων.
Έτσι θα μπορούσε να αποφευχθεί η ανεπαρκής αξιοποίηση ορισμένων πόρων (βιοποικιλότητα, παραδοσιακές ποικιλίες και φυλές), η κατασπατάληση άλλων (νερό), η υποβάθμιση πολλών (νερό, έδαφος). Έτσι θα μπορούσε να ανταποκριθεί η χώρα στις σημερινές προκλήσεις, που εκτείνονται από την οικονομική κρίση και τη συνεχή απώλεια της ανταγωνιστικότητας μέχρι τα ακραία καιρικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής και την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων που άλλοτε έδιναν οικονομικό και κοινωνικό σφρίγος στην περιφέρεια, ποιότητα στα προϊόντα, ταυτότητα στην ελληνική ύπαιθρο.
Δεν θέλω να φανώ ρομαντικός νοσταλγός ενός παρελθόντος που στην πραγματικότητα είχε σημαντικά προβλήματα. Θέλω όμως να τονίσω ότι στο παρελθόν η ύπαιθρος έζησε στιγμές κοινωνικής ευημερίας και έντονης οικονομικής δραστηριότητας, και ας μην συγκρίνονται τα μεγέθη οικονομικών απολαβών με αυτά που συνηθίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε εκείνες τις περιόδους -όπου δεν υπήρχαν υποδομές, δεν υπήρχε τουρισμός, δεν υπήρχαν επιδοτήσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις- υπήρχαν ισορροπίες μικρής κλίμακας. Η έννοια της ενδογενούς ανάπτυξης, που άρχισε να γίνεται μόδα τη δεκαετία του ΄80 και αναβιώνει σήμερα με τη στροφή προς τα τοπικά προϊόντα και τα μικρά δίκτυα διανομής, ήταν τότε σε πλήρη άνθηση, αν και κανένας δε χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους.
Σήμερα καλούμαστε να αξιοποιήσουμε αυτές τις αρχές, όχι για να επιστρέψουμε σε πρακτικές προστατευτισμού, εσωστρέφειας και απομόνωσης, αλλά για να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη από την πρόοδο που έχουμε κάνει και να ελαχιστοποιήσουμε τα προβλήματα που αυτή έφερε μαζί της. Με ποιον τρόπο; Θέτοντας τους εκάστοτε τοπικούς πόρους -φυσικούς, περιβαλλοντικούς, πολιτισμικούς και ανθρώπινους- στην υπηρεσία μιας γεωργίας που να βοηθά την ανάπτυξη ενός ήπιου τουρισμού και ενός ποιοτικού τουρισμού που να βοηθά την κατανάλωση ποιοτικών γεωργικών προϊόντων από τον τόπο φιλοξενίας.
Κομβικό σημείο είναι η σύνδεση του τουρισμού και της γεωργίας μέσω των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών και μέσω των ιδιαίτερων τοπικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μια άρρηκτη σύνδεση ενός προϊόντος με μια περιοχή. Να ταυτοποιηθεί η ποιοτική διαφοροποίηση ενός προϊόντος με τα πολιτισμικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής που το παράγει. Έτσι, τα προϊόντα της γίνονται μοναδικά, αποκτούν ταυτότητα. Ο καταναλωτής αρνείται να τα υποκαταστήσει με άλλα, ομοειδή προϊόντα. Η σχέση του με το προϊόν, τις υπηρεσίες, τον τόπο προέλευσης αποκτά προσωπικό χαρακτήρα, το προϊόν αποκτά δικούς του "οπαδούς" και η αύξηση στο μερίδιο της αγοράς κατοχυρώνεται.
Στον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα, η ΚΓΠ μεταρρυθμίζεται με έμφαση στα προϊόντα ποιότητας, τη βιοποικιλότητα, την προστασία της ταυτότητας για τα αγροδιατροφικά προϊόντα. Στόχος είναι η στράτευση της γεωργίας στην υπηρεσία του κοινωνικού οφέλους με την προσφορά δημόσιων αγαθών. Στόχος είναι η ενίσχυση του παραγωγού στην αγροδιατροφική αλυσίδα και η βελτίωση του εισοδήματός του. Στόχος είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ανάγκη περιορισμού των εκπομπών αερίων με περιορισμό των μεταφορών σε μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, αξιοποίηση των τοπικών δικτύων διανομής και χρήση τοπικών πόρων στην παραγωγική διαδικασία. Στόχος είναι η κεφαλαιοποίηση των τοπικών πόρων από την τοπική οικονομία και κοινωνία, το ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου.
Οι έλληνες πολίτες έχουν ήδη συνείδηση της σημασίας που έχει η κατοχύρωση μιας ονομασίας για την εμπορική επιτυχία ενός γεωργικού προϊόντος. Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις, τα γνωστά μας ΠΟΠ και ΠΓΕ, έχουν δώσει σημαντική ώθηση στην εμπορία των προϊόντων. Η αξία των συνολικά 145.000 τόνων ΠΟΠ και ΠΓΕ για την Ελλάδα ξεπερνά τα 620 εκατομμύρια ευρώ. Απ΄ αυτήν, το 68% περίπου διατίθεται στην ελληνική αγορά, το 26% εξάγεται στην υπόλοιπη ΕΕ και το 6% εξάγεται σε τρίτες χώρες.
Όμως οι καταχωρίσεις της χώρας, αν και πολλές σε αριθμό, δεν αποδίδουν σε αξία όσο εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γερμανία. Μπορεί να έχουμε 85 καταχωρίσεις ΠΟΠ/ΠΓΕ, ενώ το Ηνωμένο βασίλειο έχει μόλις 29 και η Γερμανία 62, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο εισπράττει σχεδόν 5 φορές πάνω την αξία των ελληνικών επώνυμων προϊόντων και η Γερμανία 8,5 φορές.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα προστατευμένα προϊόντα μας δεν έχουν αρκετά υψηλή προστιθέμενη αξία. Συνδέεται επίσης με την απόκλιση που συχνά παρατηρείται μεταξύ των προδιαγραφών για την εξασφάλιση μιας καταχώρισης ΠΟΠ/ΠΓΕ και της πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, πολλές καταχωρίσεις δεν ανταποκρίνονται, στις σημερινές συνθήκες παραγωγής, σε κανενός είδους προϊόν. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες αναφέρεται το επώνυμο προϊόν είναι συχνά πολύ μικρές, με αποτέλεσμα να είναι μικρή και η παραγόμενη ποσότητα, γεγονός που περιορίζει το εξαγωγικό ενδιαφέρον.
Και εκτός από αυτά τα προβλήματα, γίνεται και ελλιπής αξιοποίηση του θεσμού των ΠΟΠ/ΠΓΕ από τη χώρα μας. Κι αυτό διότι η προώθηση και προβολή τους, αν και στηρίζεται χρηματοδοτικά από την ΕΕ, προϋποθέτει ανάληψη πρωτοβουλίας από ομάδες παραγωγών, η λειτουργία των οποίων στη χώρα μας είναι ατροφική. Ως αποτέλεσμα, πολλά κοινοτικά κονδύλια μένουν αναξιοποίητα και ένα προϊόν ΠΟΠ/ΠΓΕ δεν προβάλλεται στο βαθμό που θα κατοχύρωνε την εξάπλωση του μεριδίου του στην αγορά.
Δε σας ανέφερα τα παραπάνω προβλήματα για να σας αποθαρρύνω. Αντίθετα, πρόθεσή μου είναι να επισημάνω τα περιθώρια αξιοποίησης που υπάρχουν.
Ο τουρισμός, εκτός από τη δική του συμβολή στην ανάπτυξη, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο όχημα για την προώθηση των τοπικών προϊόντων ποιότητας και στη χώρα μας και στο εξωτερικό. Θέλουμε λοιπόν να κρατήσουμε την τοπική ταυτότητα και να την κάνουμε γνωστή στην ΕΕ και στις τρίτες χώρες. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τις γεωφυσικές, πολιτισμικές, κλιματικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και να εκμεταλλευτούμε γι αυτό τις υπάρχουσες υποδομές και τους τοπικούς πόρους. Ας μην υπάρξει καμία παρεξήγηση με την προτροπή για "ευρωπαϊκή ταυτότητα της κερκυραϊκής οικονομίας". Κατά τη γνώμη μου, είναι ακριβώς την κερκυραϊκή ταυτότητα που θα πρέπει να αναζητήσουμε, να ανασύρουμε από τις επιστρώσεις λογής-λογής μιμητισμών για μια βιώσιμη ανάπτυξη της τοπικής και της εθνικής οικονομίας. Δε θέλουμε να μεταλλάξουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Κέρκυρας. Θέλουμε απλώς να εντάξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά στη σημερινή πραγματικότητα. Και θέλουμε με αυτά να αναπτύξουμε τοπικές οικονομίες, εύρωστες και σύγχρονες, βασισμένες στην ποιότητα και τον επαγγελματισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.