Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Δημιουργικότητα και ανάπτυξη: μύθοι και πραγματικότητες με α­φορμή την περίπτωση της Θεσσαλονίκης

#Αθανάσιος Καλογερέσης
Λέκτορας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή, ΑΠΘ
#Αρτέμιος Κουρτέσης
Λέκτορας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή, ΑΠΘ

Ομιλία στο 11ο ΤΑΚΤΙΚΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ - 2013 (ERSA - GR) που έγινε στην Πάτρα 14-15 Ιουνίου 2013 

Το άρθρο πραγματεύεται την ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια για το ρόλο της δημιουργικότητας στην τοπική - κυρίως αστική -ανάπτυξη, που αναπτύσσεται παράλληλα με τον κεντρικό ρόλο που αποδίδεται στη δημιουργικότητα στα πλαίσια ενός ιδιαίτερα έντονου αστικού ανταγωνισμού. Μια επιπλέον ένδειξη της αυξανόμενης σημασίας του δημιουργικού τομέα αποτελεί η έκδοση από την UNCTAD του 'Creative Economy Report' που εκδίδεται κάθε δύο έτη.
Ο βασικός στόχος του άρθρου είναι μια πρώτη βιβλιογραφική επισκόπηση και κριτική τοποθέτηση επί της ιδιαίτερα πλούσιας βιβλιογραφίας. Σε εμπειρικό επίπεδο το άρθρο απομακρύνεται από παλαιότερες προσπάθειες εξαντλητικής καταγραφής και χαρτογράφησης του δημιουργικού κλάδου και τις συνεπακόλουθες ταξινομικές αμφισημίες και επικεντρώνεται σε μια σειρά μελετών περιπτώσεως δημιουργικών επιχειρήσεων με έδρα το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης με έμφαση στη ανάλυση των σύνθετων και πυκνών διασυνδέσεων τόσο στο εσωτερικό του cluster, όσο και σε εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο, βασική φιλοδοξία του άρθρου είναι η διερεύνηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ του δημιουργικού κλάδου και του περιβάλλοντος. Του τρόπου με τον οποίο ο δημιουργικός κλάδος επηρεάζει την ανάπτυξη της πόλης, αλλά και αντίστροφα, πως η ανάπτυξη της πόλης διαμορφώνει την ανάπτυξης του δημιουργικού κλάδου.
Χωρίς να ενστερνιζόμαστε απόλυτα τις έντονα σκεπτικιστικές απόψεις ενός μεγάλου αριθμού οικονομικών γεωγράφων, σύμφωνα με τους οποίους ο δημιουργικός κλάδος δεν είναι παρά μία ακόμη νεοφιλελεύθερη μετενσάρκωση της εμπορευματοποίησης του - ιδιαίτερα αστικού - χώρου, τα αρχικά μας ευρήματα δείχνουν να επιβεβαιώνουν, τουλάχιστον εν μέρει, κάποιες από τις εκφάνσεις του σκεπτικισμού σχετικά με τον ενδεχόμενο ρόλο του κλάδου ως 'κινητήρα ανάπτυξης' της οικονομίας της πόλης.


Εισαγωγή
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών έχει αναπτυχθεί μια πολύ πλούσια βιβλιογραφία για το ρόλο της δημιουργικότητας στην τοπική - κυρίως αστική - ανάπτυξη, η οποία αναπτύσσεται παράλληλα με τον κεντρικό ρόλο που αποδίδεται στον δημιουργικό κλάδο στα πλαίσια του εξαιρετικά έντονου πια ανταγωνισμού των πόλεων. Μια από τις ενδείξεις της αυξανόμενης σημασίας του δημιουργικού τομέα, αλλά και της επιρροής του στην ανάπτυξη είναι η έκδοση από το 2008 από την UNCTAD (τον οργανισμό του ΟΗΕ που ασχολείται με τα ζητήματα του εμπορίου και της ανάπτυξης) του 'Creative Economy Report' το οποίο εκδίδεται ανά διετία.

Μόλις πριν από ένα έτος, στο προηγούμενο συνέδριο της ERSA, στην εισαγωγή του κειμένου ενός από τους συγγραφείς του άρθρου (Καλογερέσης και Βογιατζής, 2012) είχαμε αναφερθεί στις διακρίσεις της δημιουργικής σκηνής της Θεσσαλονίκης στο 2011, αναφερόμενοι στη βράβευση του δημιουργικού γραφείου Beetroot στην κατηγορία σχεδιασμού επικοινωνίας των βραβείων Red Dot. Οι διακρίσεις αυτές συνεχίστηκαν και για την ακρίβεια συνεχίζονται έως και σήμερα, καθώς (μεταξύ άλλων) τρία γραφεία της πόλης (dolphins, beatroot, designersunited) βραβεύτηκαν με τις υψηλότερες διακρίσεις στα European Design Awards.

Παράλληλα, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ένας προβληματισμός γύρω από τον τρόπο με τον οποίο η πόλη θα μπορέσει να ενισχύσει την ανάδυση του δημιουργικού cluster και των επιχειρήσεων του, αξιοποιώντας ταυτόχρονα την επιτυχία αυτή προς όφελος της πόλης. Μια σειρά πρωτοβουλιών οι οποίες στοχεύουν στην ανάδειξη του δημιουργικού κλάδου της πόλης (ενδεικτικά αναφέρουμε το περιοδικό Παράλλαξη, το dynamo project, το creativity platform), αλλά και ο ίδιος ο Δήμος Θεσσαλονίκης δημιουργούν ένα πυκνό δίκτυο προβολής και στήριξης της δημιουργικής σκηνής της πόλης.

Ο βασικός στόχος του παρόντος άρθρου είναι μια προσπάθεια ανάλυσης και κατανόησης του φαινομένου της δημιουργικής οικονομίας, αλλά κυρίως των επιπτώσεών της στην ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρούμε να διαπιστώσουμε τους τρόπους με τους οποίους η δημιουργικότητα (και κατά συνέπεια ο πολιτισμός) σχετίζονται με την - τοπική - οικονομία και κατά συνέπεια με την ανάπτυξη. 'δημιουργικότητας'

Η δημιουργικότητα και το σύνολο των συναφών όρων (δημιουργικοί κλάδοι, δημιουργικοί άνθρωποι, δημιουργική οικονομία, δημιουργικές πόλεις κλπ) έχει, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, βρεθεί στο επίκεντρο μιας ιδιαίτερα έντονης -θεωρητικής - συζήτησης, αλλά πολύ περισσότερο στη χάραξη πολιτικών τοπικής -κυρίως αστικής - ανάπτυξης. Έτσι, εκτός από μια σειρά 'δημιουργικών' πόλεων στις ΗΠΑ, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000 η 'μόδα' της δημιουργικότητας επεκτάθηκε ταχύτατα σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα η δημιουργικότητα, η επιστήμη, η γνώση και ο σχεδιασμός (design) να αποτελούν πολύ συνηθισμένα βασικά συστατικά του αναπτυξιακού οράματος πόλεων σε όλον τον κόσμο. Έτσι, μεταξύ άλλων, έχουμε (Evans, 2009) δημιουργική Νέα Υόρκη, δημιουργικό Λονδίνο (αλλά και Λονδίνο του σχεδίου), δημιουργικό Άμστερνταμ, δημιουργικό Βερολίνο, δημιουργική Βαλτιμόρη, δημιουργικό Σέφιλντ, δημιουργική Σιγκαπούρη (1). Το κείμενο αναπτύσσεται ως εξής: Από την κεντρική έννοια της δημιουργικότητας μετακινούμαστε διαδοχικά στις έννοιες του δημιουργικού κλάδου, της δημιουργικής οικονομίας, πόλης και τάξης. Τέλος, κλείνουμε με μία πρώτη προσπάθεια κατανόησης των επιπτώσεων των παραπάνω σχετικά νέων εννοιών στην τοπική ανάπτυξη στα πλαίσια της Θεσσαλονίκης, αλλά και των προβλημάτων που η ελληνική πραγματικότητα συνεπάγεται.

Δημιουργικοί άνθρωποι, δημιουργικές πόλεις, δημιουργική οικονομία: εισαγωγικοί ορισμοί.

Δημιουργικότητα

Ο ορισμός και η κατανόηση της δημιουργικότητας οριοθετούν και το εγχείρημα της συσχέτισης της δημιουργικότητας με την - οικονομική, αλλά όχι μόνο - ανάπτυξη. Έτσι, μετά από αρκετές δεκαετίες συζήτησης, γύρω από το περιεχομένο της έννοιας (Guilford, 1950; Hadamard, 1954; Wallas, 1926), φαίνεται πως σήμερα υπάρχει μια σχετική συναίνεση. Η δημιουργικότητα, λοιπόν, στην απλούστερή της μορφή ορίζεται ως η παραγωγή καινοφανών και χρήσιμων προϊόντων (Mumford, 2003, p. 110). Περαιτέρω, η δημιουργικότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία η οποία προϋποθέτει την ικανότητα διαχείρισης της πληροφορίας μέσω ενός συστήματος γνώσης. Συνδυάζοντας πληροφορία, γνώση και δεξιότητες η διαδικασία παράγει νέα γνώση ή δεξιότητες (Andersson, 1985).

Είναι προφανές πως αυτός ο ιδιαίτερα απλός ορισμός απαιτεί περαιτέρω εξειδίκευση προκειμένου να γίνει κατανοητός ο ρόλος του, αλλά και δυνατή η μέτρησή του. Ιδιαίτερα όταν η συζήτηση κατευθύνεται προς έννοιες όπως η 'δημιουργική οικονομία' ή οι 'δημιουργικές πόλεις' η ανάγκη κατανόησης του τι συνιστά τη δημιουργικότητα στη σημερινή οικονομία γίνεται αδήριτη. Σύμφωνα με την KEA (2006) η εξέταση του ρόλου της δημιουργικότητας στην σημερινή οικονομία απαιτεί τον ορισμό τεσσάρων 'τύπων' δημιουργικότητας: της καλλιτεχνικής, της οικονομικής, της επιστημονικής και της τεχνολογικής.

Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι πως γεννάται η δημιουργικότητα. Σύμφωνα με τον Andersson (1985), εκτός τις δεξιότητες (και του τρόπου που συνδυάζονται με την πληροφορία και τη γνώση) είναι απαραίτητη η ύπαρξη συνεργειών μεταξύ διαφόρων δεξιοτήτων και δομικής αστάθειας. Όπως αναφέρει ο Hall (2000) η αστάθεια αναφέρεται ως γενεσιουργός αιτία της δημιουργικότητας και από τον Tornqvist (1983) και ένα από τα βασικά συστατικά του 'δημιουργικού περιβάλλοντος' (creative millieux). Εναλλακτικά, σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από την 'οικονομίστικη' οπτική της δημιουργικότητας που τείνει να καθιερωθεί στον δυτικό κόσμο, οι Hui κ.α. (2005) υποστηρίζουν πως η δημιουργικότητα μιας κοινωνίας, ή οι χωρικές διαφοροποιήσεις αυτής είναι προϊόν της αλληλεπίδρασης μιας σειράς παραγόντων οι οποίοι μπορεί να είναι ανθρώπινοι, θεσμικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί. Μάλιστα, η δημιουργικότητα ενδέχεται να μετουσιωθεί σε μια σειρά μη εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία συνήθως διαφεύγουν της προσοχής των πιο συμβατικών προσεγγίσεων.

Δημιουργικοί κλάδοι
Ο όρος «δημιουργικοί κλάδοι» πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία το 1997 όταν η Αγγλική κυβέρνηση δημιούργησε μία Ομάδα Εργασίας για τους δημιουργικούς κλάδους (Creative Industries Task Force) και το Υπουργείο Πολιτισμού, Μέσων και Αθλητισμού της Αγγλίας (DCMS) ανέλαβε τη χαρτογράφηση της τρέχουσας δραστηριότητας στους δημιουργικούς κλάδους, καθώς και τη σύνταξη πολιτικών μέτρων που θα μπορούσαν να προωθήσουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους (Flew,
2002).

Σύμφωνα με το DCMS, «δημιουργικοί κλάδοι» είναι εκείνες οι δραστηριότητες που η προέλευση τους έγκειται στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν πλούτο και θέσεις εργασίας μέσω της γένεσης και της βιομηχανικής εκμετάλλευσης της διανοητικής ιδιοκτησίας. Για ένα μεγάλο διάστημα υπήρχε ουσιαστική ταύτιση των δημιουργικών με τους πολιτιστικούς κλάδους, και το DCMS προσπάθησε να διαχωρίσει τις έννοιες αυτές και να δώσει έναν πιο σαφή ορισμό, ορίζοντας τους πολιτιστικούς κλάδους ως «καλλιτεχνικά προσανατολισμένους» και τους δημιουργικούς κλάδους ως εκείνους που βασίζονται στην τεχνολογική αναπαραγωγή.

Πιο συγκεκριμένα, οι πολιτιστικοί κλάδοι περιλαμβάνουν την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, το ντιζάιν, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τα ηλεκτρονικά μέσα, ενώ οι δημιουργικοί κλάδοι περιλαμβάνουν όλα τα παραπάνω εκτός από την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά περιλαμβάνουν και κλάδους όπως η πληροφορική (Brecknock, 2004). Οι ορισμοί αυτοί δεν συμπίπτουν με τον μεταγενέστερο ορισμό που δίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους πολιτιστικούς κλάδους, όπου εκτός από τους παραδοσιακούς τομείς των τεχνών (τέχνες του θεάματος, εικαστικές τέχνες, πολιτιστική κληρονομιά) περιλαμβάνονται και οι κινηματογραφικές ταινίες, οι ταινίες DVD και τα βίντεο, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, τα βιντεοπαιχνίδια, τα νέα μέσα επικοινωνίας, η μουσική, τα βιβλία και ο Τύπος (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2010).

Η χαρτογράφηση των δραστηριοτήτων των «δημιουργικών κλάδων» εκ μέρους της αγγλικής κυβέρνησης το 1997, αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο διεθνώς. Ο προσδιορισμός και το σύνολο των κλάδων που είχαν συμπεριληφθεί υιοθετήθηκαν σταδιακά και από περιοχές της Ανατολικής Ασίας. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι στο Χονγκ Κονγκ, στη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν, την Κορέα και την Κίνα αναπτύχθηκαν αναλύσεις των «δημιουργικών κλάδων» που βασίστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στο αγγλικό μοντέλο, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, το μοντέλο αυτό έχει προσαρμοστεί για να ανταποκρίνεται στις τοπικές ανάγκες. Στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, έχει αναπτυχθεί ένα πλαίσιο ταξινόμησης κατά το οποίο οι «δημιουργικοί κλάδοι» ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες: τέχνες και πολιτισμός, σχεδιασμός και μέσα ενημέρωσης. Σε άλλες περιοχές, όπως στην Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία και τη Σκανδιναβία υπάρχουν κάποιες διαφορές όσον αφορά στην ταξινόμηση των «δημιουργικών κλάδων». Στη Σουηδία, για παράδειγμα, γίνεται λόγος για την «οικονομία εμπειρίας», η οποία, συμπεριλαμβάνει εκτός των άλλων και τα εστιατόρια.

Ο Caves (2000) ορίζει τους δημιουργικούς κλάδους ως τους κλάδους που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες που ευρέως συνδέονται με πολιτιστικές, καλλιτεχνικές ή απλά ψυχαγωγικές αξίες. Σε αυτές περιλαμβάνονται επίσης, η δημοσίευση βιβλίων και περιοδικών, οι πλαστικές τέχνες (ζωγραφική και γλυπτική), οι εκφραστικές τέχνες (θέατρο, χορός, όπερα), ο κινηματογράφος και η τηλεόραση ακόμα και η μόδα και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Οι Rutten et al (2004) ορίζουν τους δημιουργικούς κλάδους ως εκείνους τους τομείς στους οποίους τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγονται είναι αποτέλεσμα δημιουργικής εργασίας. Η υλική και η συμβολική αξία είναι σημαντικά στοιχεία σε αυτόν τον ορισμό. Από αυτή την άποψη οι δημιουργικοί κλάδοι διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας στην κοινωνία.
Σύμφωνα με την UNCTAD (2010) υπάρχουν 5 βασικά μοντέλα συστηματικής κατανόησης των δημιουργικών κλάδων τα οποία στηρίζονται σε αρκετά διαφορετικά κριτήρια, όπως συνοψίζονται στον πίνακα 1



Πηγή: (UNCTAD, 2010), ιδια επεξεργασία


Οι προσπάθειες ορισμού και μέτρησης της δημιουργικής οικονομίας είναι ενδεικτικές των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά και της συγκυρίας.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αύξηση της συγκέντρωσης των δημιουργικών κλάδων σε πολλές χώρες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική (Stam et al., 2008). Η σύνδεση των δημιουργικών κλάδων και της οικονομικής ανάπτυξης οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δουλειά του Richard Florida (Jarvis et al., 2008).

Σύμφωνα με τον O'Connor (1999), η χρήση του όρου «δημιουργικός κλάδος» και η σχέση αυτών των κλάδων με τη δημιουργικότητα που με κάποιο τρόπο διαδίδεται ή ενθαρρύνεται σε άλλους κλάδους είναι κάπως παραπλανητική, εφόσον η δημιουργικότητα μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα πλήθος άλλων δραστηριοτήτων, υπηρεσιών, βιομηχανιών που δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό ή τη συμβολική γνώση. Ωστόσο, πολλοί ερευνητές έχουν επισημάνει ότι οι δημιουργικοί κλάδοι αποτελούν έναν από τους περισσότερο υποσχόμενους οικονομικούς τομείς με πολλές δυνατότητες να συνεισφέρουν στη δημιουργία πλούτου και απασχόλησης, και επομένως να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη στις περιοχές τις οποίες βρίσκονται (Atkinson and Easthope, 2009; Hall, 1998; Kimpeler and Georgieff, 2009; Kunzmann, 2004).

Υπάρχει η αντίληψη πως οι εταιρείες που ανήκουν στους δημιουργικούς κλάδους τείνουν να έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όσον αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους και τις παραγωγικές διαδικασίες, που τις ξεχωρίζουν από το σύνολο των άλλων επιχειρήσεων. Είναι κυρίως επιχειρήσεις μικρής κλίμακας και με ευέλικτο εργασιακό σχεδιασμό, κάτι που τους επιτρέπει να αποκομίζουν νέες ιδέες και προσεγγίσεις κυρίως μέσω της κινητικότητας των υπαλλήλων.

Σε γενικές γραμμές, οι επιχειρήσεις των δημιουργικών κλάδων τείνουν να είναι πιο καινοτόμες και με υψηλότερες επενδύσεις για την καινοτομία συγκριτικά με εταιρείες σε άλλους κλάδους αλλά επίσης μπορούν να ενισχύσουν την καινοτομία μεταφέροντας ιδέες και νέες προσεγγίσεις σε άλλες εταιρείες, ακόμα και όταν οι τελευταίες δεν ανήκουν σε δημιουργικούς κλάδους (Kimpeler and Georgieff, 2009). Τέλος, οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε αστικές περιοχές εμφανίζονται να είναι σημαντικά πιο καινοτόμες από τις αντίστοιχες σε αγροτικές περιοχές, και αυτό αποδίδεται στην υψηλότερη συγκέντρωση δημιουργικών κλάδων στις αστικές περιοχές, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους (Stam et al., 2008).

Εξετάζοντας τις ταξινομήσεις για τους δημιουργικούς κλάδους μπορεί κανείς να κάνει ορισμένες παρατηρήσεις και να εντοπίσει κάποιες αδυναμίες. Κατ' αρχάς είναι μάλλον προφανές ότι όσο ευρύτερο ορισμό των δημιουργικών κλάδων υιοθετεί κάποιος , τόσο τείνει η ανάλυση περί δημιουργικότητας να προσιδιάζει με τις προσεγγίσεις της οικονομίας της γνώσης και της καινοτομίας, ιδίως δε με εκείνες τις προσεγγίσεις που δίνουν μεγάλη έμφαση στις τεχνολογίες πληροφορικής, επικοινωνιών και του διαδικτύου. Αντίστοιχα, δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τα κριτήρια με τα οποία, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο-ορισμό των δημιουργικών κλάδων δραστηριότητες που σχετίζονται με τις ΤΠΕ, και όχι αντίστοιχες δραστηριότητες έντασης γνώσης και καινοτομίας σε τομείς επιστημονικής αιχμής όπως για παράδειγμα η βιοτεχνολογία, η γονιδιακή έρευνα, κ.ο.κ. Τι είναι αυτό που κάνει π.χ τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της Apple (i-phone, i-pad, i-tunes, viber, κλπ) να εμπίπτουν στην κατηγορία των «δημιουργικών» κλάδων ενώ σημαντικές καινοτομίες σε άλλους τομείς έντασης γνώσης όχι; Επίσης, στις αναλύσεις των δημιουργικών κλάδων φαίνεται να υπάρχει μια άρρητη παραδοχή ότι αφορά κυρίως μικρές επιχειρήσεις (ή ακόμη και ατομικές προσπάθειες) δημιουργικών ανθρώπων. Τι συμβαίνει όταν οι επιχειρήσεις αυτές πετύχουν και γίνουν μεγάλες; Θεωρούνται ακόμη «δημιουργικές» ή εντάσσονται στην «κανονική» οικονομία έντασης γνώσης; Τα σχετικά παραδείγματα που μπορεί κανείς να σκεφτεί - ιδίως στον τομέα της πληροφορικής και του διαδικτύου- είναι αρκετά: το Google, το Facebook, το Skype, κ. ο. κ. Η άποψη μας είναι κατά συνέπεια, ότι στο μοντέλο των ταξινομήσεων των ομόκεντρων κύκλων που με κάποιες παραλλαγές ακολουθείται από τους περισσότερους ερευνητές, ο εξωτερικός κύκλος θα πρέπει να περιλαμβάνει τις περισσότερες δραστηριότητες έντασης γνώσης και έρευνας, και κατά συνέπεια να προσεγγίζει ως προς το εύρος του, τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τα συστήματα καινοτομίας.

Δημιουργική τάξη
Παρά το γεγονός πως η δημιουργικότητα (ή έστω οι διάφορες συνιστώσες της, π.χ. καινοτομία, γνώση, τεχνογνωσία κλπ) έχει αποτελέσει ένα σημαντικό θέμα συζήτησης στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η δημοσίευση το 2002 του βιβλίου του R. Florida 'The Rise of the Creative Class: And How It's Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life' (R.L. Florida, 2002) ήταν η απαρχή μιας μεγάλης στροφής η οποία έβαλε τα ζητήματα της δημιουργικότητας στο επίκεντρο των συζητήσεων σχετικά με την - περιφερειακή - ανάπτυξη.

Η έννοια της «Δημιουργικής Τάξης» (creative class) αναπτύχθηκε σχετικά πρόσφατα από τον αμερικανό οικονομολόγο Richard Florida (2002, 2005). Ο Florida θεωρεί ότι στη σύγχρονη εποχή, άνθρωποι που είναι σε θέση να παράγουν πρωτότυπες ιδέες και να δημιουργούν νέα γνώση και αγαθά, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη πόλεων ή και ολόκληρων περιοχών. Ο ορισμός που δίνει για τη «δημιουργική τάξη» αναφέρεται στο ολοένα αυξανόμενο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού που έχει κάνει ανώτατες σπουδές, έχει αναπτύξει γνώσεις και δεξιότητες και εργάζεται σε ανώτερες και υψηλά αμειβόμενες θέσεις. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται σε διάφορους κλάδους «έντασης γνώσης»: νέες τεχνολογίες, ανεπτυγμένες υπηρεσίες (χρηματοπιστωτικές εταιρείες, διοίκηση επιχειρήσεων, διαφημιστικές επιχειρήσεις, κλπ), υγεία (νοσοκομεία, φαρμακευτικές εταιρείες) τέχνες και πολιτισμό (κινηματογραφικές παραγωγές, οργάνωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων, τηλεόραση και ραδιόφωνο, θέατρο, κλπ).

Αυτό που κατά τον Florida διακρίνει τα μέλη της «δημιουργικής τάξης» είναι ότι η δουλειά τους - ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος αυτής- είναι να δημιουργούν καινούρια πράγματα: ιδέες, γνώση, προϊόντα, σχέδια. Ο κεντρικός πυρήνας της «δημιουργικής τάξης» αποτελείται από επιστήμονες, μηχανικούς, καθηγητές πανεπιστημίου, ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, κ.ο.κ. ενώ και άλλοι επαγγελματίες που μπορούν και αντιμετωπίζουν με δημιουργικό και νέο τρόπο προβλήματα και καταστάσεις, εντάσσονται στην τάξη αυτήν. Η κατηγορία αυτή, περιλαμβάνει κυρίως ανθρώπους με υψηλό επίπεδο μόρφωσης που εργάζονται σε τομείς έντασης γνώσης, αλλά επίσης και υπαλληλικό και τεχνικό προσωπικό που έχει μάθει να χρησιμοποιεί με δημιουργικό τρόπο τις γνώσεις του για να αντιμετωπίσει σύνθετες καταστάσεις.

Σύμφωνα με τον Florida, η «δημιουργική τάξη» δεν είναι μια περιθωριακή ελίτ του ανθρώπινου δυναμικού. Περιλαμβάνει 38.3 εκατομμύρια Αμερικανούς, δηλαδή περίπου το 30% του ανθρώπινου δυναμικού των Η. Π.Α., τρεις φορές περισσότερους από ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, και μιάμιση φορά περισσότερους από ότι τη δεκαετία του 1980. Ταυτόχρονα, οι αμοιβές των ανθρώπων αυτών είναι σημαντικά υψηλότερες από ότι των υπόλοιπων εργαζομένων. Το μέσο ετήσιο εισόδημα ενός «μέλους» της δημιουργικής τάξης προσεγγίζει τις 50.000 δολάρια, έναντι 28.000 δολαρίων του μέσου εργαζόμενου στις ΗΠΑ. Αντίστοιχες έρευνες στην Ευρώπη καταλήγουν σε παραπλήσια συμπεράσματα: Μια έρευνα της Manpower (πολυεθνικής εταιρείας εύρεσης και επιλογής προσωπικού) αναφέρει ότι πολλοί εργοδότες καταβάλλουν έως και 30% υψηλότερες αποδοχές σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά προκειμένου να προσελκύσουν ή να κρατήσουν στο δυναμικό τους τα λεγόμενα «στελέχη - ταλέντα». Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 30% των εργοδοτών δηλώνουν ότι θα είχαν προχωρήσει σε περισσότερες προσλήψεις αν μπορούσαν να βρουν το κατάλληλο άτομο στην αγορά εργασίας (2).

Εκτός από τα παραπάνω, ο Florida σε πρόσφατη εργασία του παρατηρεί κάτι ακόμα, διερευνώντας τα ποσοστά ανεργίας της «δημιουργικής τάξης» των ΗΠΑ σε τρεις φάσεις, πριν την έναρξη της ύφεσης του 2008-2010 που προκάλεσε η οικονομική κρίση, κατά τη διάρκειά της και μετέπειτα. Συμπεραίνει από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν ότι και στις τρεις περιόδους, το ποσοστό ανεργίας των δημιουργικών ανθρώπων ήταν χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό ανεργίας της χώρας, καθώς και από εκείνο στον τομέα των υπηρεσιών και της εργατικής τάξης.

Συγκεκριμένα, πριν την επίσημη έναρξη της ύφεσης η ανεργία της «δημιουργικής τάξης» ήταν 1,9% έναντι 4,7% των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της κρίσης 3% έναντι 6,9% και την περίοδο μετά την ύφεση 4,1% έναντι 9,4% αντίστοιχα. Μάλιστα, το πρώτο εξάμηνο του 2009, όταν το ποσοστό ανεργίας της εργατικής τάξης και του τομέα των υπηρεσιών άγγιζε το 15,2%, το αντίστοιχο της «δημιουργικής τάξης» ήταν μόλις 4,4%. (Gabe, Florida, Mellander, 2012).

Λόγω των προφανών πολιτικών επιπτώσεων - αλλά και επιπτώσεων πολιτικής - που έχει το μέγεθος της δημιουργικής τάξης, ο καθορισμός και η μέτρηση της συνεισφοράς της γίνεται ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας. Έτσι, για παράδειγμα, η επιλογή μέτρησης της απασχόλησης σε 'δημιουργικούς κλάδους' (όπως π.χ. κάνει ο Florida) ή σε δημιουργικά επαγγέλματα, δηλαδή η έμφαση, αντίστοιχα, στο τι παράγει ο κλάδος (και κατ' επέκταση ο εργαζόμενος) ή στο τι κάνει ο εργαζόμενος, μπορεί να δώσει για την ίδια περιοχή ιδιαίτερα διαφορετικά αποτελέσματα.

Παρότι οι άνθρωποι αυτοί -όπως λέει ο Florida- δεν έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια τάξη, μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις για την αξία της ελευθερίας, του ατόμου, της αξιοκρατίας, της δημιουργικότητας και της διαφορετικότητας. Αρκετές επιχειρήσεις έχουν προσαρμόσει τις πολιτικές τους ώστε να προσελκύουν ανθρώπους αυτής της τάξης, αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες τους και τη συμβολή τους στην οικονομική τους ανάπτυξη. Υιοθετούν χαλαρούς «κώδικες» ένδυσης και εμφάνισης επιτρέποντας στυλ που θα ήταν αδιανόητα πριν από λίγα μόλις χρόνια, χαλαρά και ευέλικτα ωράρια, και ένα χαλαρό περιβάλλον εργασίας. Επισημαίνει δε την ανάγκη του να κατανοήσουν και οι τοπικές αρχές των πόλεων τη σημασία προσέλκυσης (και διατήρησης) αυτών των ανθρώπων ώστε να δημιουργήσουν το «δημιουργικό» δυναμικό που είναι απαραίτητο για την οικονομική τους ανάπτυξη στη σύγχρονη διεθνοποιημένη οικονομία. Οι παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν καθοριστικά τις αποφάσεις των μελών της «δημιουργικής τάξης» να εγκατασταθούν σε μια πόλη/περιοχή παρουσιάστηκαν στην ενότητα 3.1 ανωτέρω.

Η προσέγγιση του Florida για τη δημιουργική τάξη έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από άλλους ερευνητές. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι περιλαμβάνει σε αυτήν, όλους τους κατόχους πτυχίων ανώτατης εκπαίδευσης χωρίς κάποιο άλλο κριτήριο καταδεικνύει τη σύγχυση της δημιουργικότητας και του ταλέντου με τη γνώση (Markusen, 2006), ενώ η εκτίμηση του μεγέθους του δημιουργικοί κλάδου είναι προβληματική, καθώς επιλογή των κλάδων ή επαγγελμάτων που θεωρούνται 'δημιουργικά' μπορεί επίσης να προκαλέσει μια ιδιαίτερη διακύμανση στη μέτρηση. Ελέγχοντας μια σειρά μεθοδολογιών οι Markusen at al. (2008) διαπίστωσαν πως η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να δώσει αποτελέσματα που κυμαίνονται μεταξύ 1 και 50% των απασχολούμενων σε δημιουργικά επαγγέλματα στο σύνολο του εργατικού δυναμικού. Κατά τη γνώμη μας, αυτό που ο Florida αποκαλεί «δημιουργική τάξη», συμπίπτει κατά ένα σημαντικό μέρος με το «εξειδικευμένο και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό» που αναφέρεται στα κείμενα αυτών που ασχολούνται με την οικονομία της γνώσης και την κοινωνία της μάθησης και δεν αποτελεί κατ' ανάγκην μια χωριστή κατηγορία ανθρώπων.

Από τα 'Δημιουργικά περιβάλλοντα' στις Δημιουργικές πόλεις
Από τα παραπάνω είναι καταρχάς προφανές πως δημιουργικές πόλεις είναι αυτές που καταφέρνουν να συγκεντρώσουν μεγάλους αριθμούς δημιουργικών ανθρώπων. 
Ωστόσο, οι προσεγγίσεις που σήμερα κυριαρχούν στη συζήτηση σχετικά με τους παράγοντες που επιτρέπουν σε ορισμένες περιοχές (κυρίως αστικά κέντρα) να γίνουν δημιουργικές παρεκκλίνουν σημαντικά από τις απόψεις περιφερειολόγων όπως ο Tornqvist (1983), ή ο Andersson (1985) σύμφωνα με τους οποίους η δημιουργικότητα είναι προϊόν περίπλοκων διαδικασιών που εμπλέκουν έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων και έχουν ως κεντρικό ζητούμενο - δημιουργικές - καινοτομίες από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίες εκ των υστέρων προκαλούν αντίστοιχες αντιδράσεις από την πλευρά της ζήτησης. 

Έτσι, για παράδειγμα σύμφωνα με τον πρώτο η συγκρότηση ενός δημιουργικού περιβάλλοντος απαιτεί α) την ύπαρξη πληροφορίας που μεταδίδεται ανάμεσα σε ανθρώπους, β) γνώσεις που αποθηκεύεται είτε σε ανθρώπινες είτε σε τεχνητές μνήμες, γ) δεξιότητες σε κάποιες συναφείς δραστηριότητες, και δ) δημιουργία κάτι νέου που προκύπτει ως μια συνέργεια των τριών προηγούμενων προϋποθέσεων. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συνάφεια της οπτικής αυτής με τις μεταγενέστερες προσεγγίσεις, όχι μόνο του καινοτομικού περιβάλλοντος του GREMI, αλλά και των προσεγγίσεων των συστημάτων καινοτομίας (Asheim and Herstad, 2003; Breschi and Malerba, 2007; Cooke, 2002; Freeman, 1995; Nelson, 2007). Η τρέχουσα συζήτηση τείνει να κυριαρχηθεί από τρεις προσεγγίσεις με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά και κάποιες ομοιότητες.

Η πρώτη προσέγγιση επικεντρώνεται στο ρόλο των πολεοδομικών παρεμβάσεων που μπορούν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την καλλιέργεια και την έκφραση δημιουργικότητας και ταλέντου στους κατοίκους της, με σκοπό την κινητοποίηση και τη γένεση νέων ιδεών (Landry, 2008). Η επίτευξη ενός τέτοιου περιβάλλοντος μπορεί να οδηγήσει τις πόλεις στην οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, η δημιουργική πόλη αποτελεί μία νέα προσέγγιση στρατηγικής του πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία βασίζεται στο ατομικό ταλέντο και δημιουργικότητα, στον πολιτιστικό σχεδιασμό και τη δημιουργική βιομηχανία, χωρίς όμως να αποσκοπεί σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, ή να προδιαγράφει πολιτικές. 
Η εναλλακτική έκφραση αυτής της προσέγγισης εντοπίζεται στις απόψεις του Clark (Clark et al., 2002), σύμφωνα με τις οποίες οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης ακυρώνουν τις 'κλασικές' αντιλήψεις γύρω από τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις αναπτύσσονται μετατρεπόμενες σε: 
α) συμμετέχοντες στην παγκόσμια αγορά, 
β) μηχανές διασκέδασης και 
γ) σε παγκόσμια δημοκρατία. 
Στις στάχτες της παλιάς 'αναπτυξιακής μηχανής' που ήταν η πόλη (Molotch, 1976) στήνεται μια 'νέα οικονομία' πάνω στην χρηματοοικονομική, τις υπηρεσίες, και την πληροφορική. Σε αυτό το μεταβιομηχανικό περιβάλλον η πόλη της πληροφορίας υπονοεί την πόλη των 'παροχών' (amenities), το βασικότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κυριαρχία της κατανάλωσης επί τις παραγωγής. Οι πόλεις που κυριαρχούν είναι αυτές που διαθέτουν (ή κατασκευάζουν) τις καλύτερες ανέσεις τις οποίες απολαμβάνουν οι κάτοικοι τους, αλλά και - κυρίως -οι επισκέπτες τους. Η δεύτερη προσέγγιση είναι αυτή του Glaeser (1998, 1998, 1999) και των συνεργατών του η οποία βρίσκεται στο χώρο των γεωγραφικών οικονομικών και επιδιώκει την ερμηνεία τόσο της χωροθέτησης της δημιουργικής τάξης όσο και της ανάπτυξης συνολικότερα, αφενός στο ανθρώπινο κεφάλαιο (δηλ. στο επίπεδο εκπαίδευσης), αφετέρου στις κλιματικές συνθήκες και τις τεχνολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν την αντιμετώπιση των δυσχερών συνθηκών (Storper and Scott,2009).

Η τρίτη (και ίσως αυτή με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση τοπικών αναπτυξιακών πολιτικών) είναι αυτή του Richard Florida (2002; 2003, 2005; 2002), σύμφωνα με τον οποίο οι κεντρικοί παράγοντες επιτυχίας μιας περιοχής συνοψίζονται στα «4Τ» (3) που πρέπει να διαθέτει μια πόλη (ή μια περιοχή) προκειμένου να μπορεί να εξελιχθεί σε «δημιουργική» (Florida, 2011). 

Αυτά είναι: το ταλέντο, η τεχνολογία, η ανεκτικότητα και τα χωρικά πλεονεκτήματα μιας περιοχής.

Ταλέντο: Αναφέρεται στα μέλη της δημιουργικής τάξης και περιλαμβάνει μηχανικούς, επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίων, συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, σχεδιαστές, αρχιτέκτονες, ερευνητές, αναλυτές, και γενικότερα κάθε είδους ανθρώπους του πνεύματος και της γνώσης. Εκτός, βέβαια από αυτούς, στη δημιουργική τάξη συγκαταλέγονται επίσης και όλοι οι δημιουργικοί επαγγελματίες που εργάζονται σε διάφορους κλάδους έντασης γνώσης, όπως είναι: νέες τεχνολογίες, αναπτυγμένες υπηρεσίες (χρηματοπιστωτικές εταιρείες, διοίκηση επιχειρήσεων, διαφημιστικές επιχειρήσεις κλπ), υγεία (κλινικές, νοσοκομεία, φαρμακευτικές εταιρείες), τέχνες και πολιτισμός (κινηματογράφος, τηλεόραση, ραδιόφωνο, θέατρο, πολιτιστικά δρώμενα, κλπ).

Τεχνολογία: Αποτελεί βασικό στοιχείο μιας περιοχής, ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης με σκοπό την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας-επιβίωσης των επιχειρήσεων είναι η ικανότητα μετατροπής της έρευνας, των ιδεών σε εμπορεύσιμα προϊόντα και καινοτομίες. Αντίστοιχα, σημαντικός παράγοντας προσέλκυσης της «δημιουργικής τάξης» κατά τον Florida είναι η συγκέντρωση επιχειρήσεων και οργανισμών έντασης γνώσης, νέων τεχνολογιών και καινοτομίας σε μια περιοχή.

Ανεκτικότητα: Κατά τον Florida, η «δημιουργική τάξη» προτιμά να εγκαθίσταται σε πόλεις με διεθνή χαρακτήρα, και αναγνωρισμένη ανεκτικότητα σε εθνικές, φυλετικές, πολιτιστικές και ερωτικές διαφοροποιήσεις. Φαίνεται πως οι δημιουργικοί και ταλαντούχοι άνθρωποι αναζητούν περιβάλλοντα πιο φιλελεύθερα και ανεκτικά στις διαφορές, που επιτρέπουν σε ανθρώπους έξω από τον «μέσο όρο» να ενταχθούν χωρίς να αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή ακόμη και εχθρικά. Η συνύπαρξη διαφορετικών νοοτροπιών και πολιτισμών φαίνεται ότι προσελκύει τους δημιουργικούς ανθρώπους. Εκτιμούν τη δυνατότητα να ακούν διαφορετικά είδη μουσικής, να δοκιμάζουν διαφορετικά μενού, καθώς και να συζητούν και να διαφωνούν με «ανόμοιούς» τους.

Χωρικά πλεονεκτήματα: Αν και στις αρχικές του προσεγγίσεις, ο Florida αναφερόταν στα πρώτα 3 «Τ», το 2011 εισάγει το τέταρτο T(territory assets) το οποίο αναφέρεται στην συνολική ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και όχι τόσο στην παραδοσιακή έννοια της ποιότητας ζωής, καθώς την αποδίδει σε συγκεκριμένα και μοναδικά χαρακτηριστικά (αυθεντικότητα τόπου) που προσδιορίζουν μια τοποθεσία ώστε να καταστεί ελκυστική για τους δημιουργικούς ανθρώπους. Tα χωρικά πλεονεκτήματα μπορούν να συνοψιστούν στην άποψή του ότι η ποιότητα μιας περιοχής δεν είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά μια αναγκαιότητα (Florida, 2012). Εξηγεί ότι η ποιότητα ενός τόπου αποτελεί μια συνεχή και δυναμική διαδικασία που εμπλέκει μια σειρά από διαφορετικές πτυχές μιας περιοχής, όπως:

α) «Τι είναι εκεί;»: Αναφέρεται στο συνδυασμό του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος που είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει ένα ελκυστικό σκηνικό για τη συνέχιση της δημιουργικής ζωής. Οι δημιουργικοί άνθρωποι φαίνεται ότι δίνουν μεγάλη βαρύτητα σ' αυτό και σε ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως είναι για παράδειγμα οι δυνατότητες ήπιων μορφών μετακίνησης (ποδηλατόδρομοι, πεζόδρομοι, κλπ.) και χώρων υπαίθριων δραστηριοτήτων (χώροι πρασίνου-άθλησης, πάρκα, πλατείες, κλπ.).

β) «<Ποιος είναι εκεί;»: Αναφέρεται στην παρουσία ανθρώπων διαφορετικών εθνικοτήτων, πολιτισμών, θρησκειών, σεξουαλικών προσανατολισμών οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη διαφορετικότητα και το γεγονός ότι μια περιοχή είναι «ανοικτή» σε αυτές τις προκλήσεις (ανεκτικότητα).

γ) «Τι συμβαίνει;»: Αναφέρεται στη ζωντάνια, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα, την «ταυτότητα» μιας περιοχής. Η ύπαρξη πολλών μικρών πολιτιστικών κέντρων που αποτελούν χώρους συνεύρεσης των ανθρώπων και δίνουν τη δυνατότητα για έντονη κοινωνική αλληλεπίδραση όπως για παράδειγμα τα καφέ, μπαρ, θέατρα, κινηματογράφοι, μουσικές ορχήστρες, τέχνες κλπ αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιλογής του τόπου εγκατάστασης για τη «δημιουργική τάξη» σε αντίθεση με την στρατηγική του "επιχειρησιακού μοντέλου" που χαρακτηρίζεται από κεντρικές πολιτιστικές εγκαταστάσεις, καταστήματα μεγάλων αλυσίδων, εμπορικά και νυκτερινά κέντρα για να προσελκύει τουρίστες. Δηλαδή, όσο πιο ενεργός πολιτιστικά (από την άποψη της ποικιλομορφίας) είναι ένας τόπος τόσο πιο ελκυστικός γίνεται για τους δημιουργικούς ανθρώπους. Αντίστοιχη έμφαση στην ποικιλομορφία ως σημαντικού παράγοντα για την αστική δημιουργικότητα δίνουν και ο Landry αλλά και άλλοι ερευνητές όπως η Jacobs και ο Hospers οι οποίοι αναφέρονται στην ευρεία έννοια του όρου της αστικής ποικιλομορφίας που περιλαμβάνει εκτός από τη διαφορετικότητα των κατοίκων, των ικανοτήτων και γνώσεων τους, και την ποικιλία στη συνολική εικόνα της πόλης (μίξη χρήσεων) που αποδίδεται και από το κτισμένο περιβάλλον (Hospers and van Dalm, 2005). 

Δημιουργική οικονομία
Από το 1973 και έπειτα φαίνεται να έχει πραγματοποιηθεί μία στροφή η οποία συνδέεται με μια πολύ ευρύτερη μεταβολή στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, με πολλαπλές εκφάνσεις μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι (Harvey, 1989): η αποβιομηχάνιση, η αυξανόμενη ανεργία και η δημοσιονομική αυστηρότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, αμφισβητείται η κεντρικότητα του έθνους κράτους η οποία σταδιακά υποσκελίζεται από τις περιφερειακές οικονομίες, οι οποίες υποστηρίζεται πως αποτελούν πλέον τις βασικές χωρικές ενότητες στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Έτσι, οι ενδογενείς αναπτυξιακές διαδικασίες, οι περιφερειακοί θεσμοί και η τοπική γνώση και μάθηση φαίνεται να καθορίζουν πλέον, σε σημαντικό βαθμό, τον αναπτυξιακό δυναμισμό (Scott and Storper, 2003; Storper and Scott, 1995; Storper, 1997).

Παράλληλα, η απώλεια βιομηχανικής απασχόλησης προκαλεί έντονη ανάγκη δημιουργίας θέσεων εργασίας, οι οποίες στο νέο, μεταβιομηχανικό, τοπίο μπορούν να προέλθουν μόνο από τις υπηρεσίες, οι οποίες, ωστόσο, παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα: η μετακίνησή τους είναι ακόμη ευκολότερη από αυτή της μεταποίησης. Αυτό, μέσα στο τοπίο του εντεινόμενου χωρικού ανταγωνισμού, έγινε στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αντιληπτό μέσω τριών κύκλων ανταγωνισμού (Pratt, 2008). Ο πρώτος αφορά στον ανταγωνισμό (μέσω ιδιαίτερα υψηλών επιδοτήσεων) για επιστήμη και υψηλή τεχνολογία. Ο δεύτερος αφορούσε στη δημιουργία επιστημονικών πάρκων, όπου σε συνεργασία με πανεπιστήμια θα ήταν δυνατή η εκκόλαψη καινοτομικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Ωστόσο και οι δύο αυτοί 'γύροι' έπασχαν από το ίδιο πρόβλημα: την προσέλκυση του ανθρώπινου δυναμικού που θα παρείχε την εξειδικευμένη του γνώση. Αυτή η ανάγκη αποτέλεσε το έναυσμα του τρίτου "κύκλου ανταγωνισμού", αυτού της 'κατασκευής' καλής ποιότητας ζωής, συνήθως μέσω εμβληματικών αρχιτεκτονημάτων

Στο πλαίσιο αυτό, η επιρροή της δημιουργικότητας και ιδίως του πολιτισμού (που είναι ο τομέας που ταυτίστηκε με τους δημιουργικούς κλάδους στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των προσεγγίσεων αυτών) , στην κατανόηση και ερμηνεία της λειτουργίας των οικονομιών αναδεικνύεται σε κεντρικό σημείο στη συζήτηση περί της οικονομίας, αλλά και στην κατανόηση των αναπτυξιακών επιπτώσεων.

Κάποιος μπορεί να καταλήξει σε θεμελιωδώς διαφορετικά συμπεράσματα αναλόγως του ρόλου που αποδίδει στον πολιτισμό. Πιο συγκεκριμένα, στη συντριπτική πλειοψηφία των προσεγγίσεων που ασχολούνται με την κατανόηση και ερμηνεία της οικονομικής ζωής, ο πολιτισμός (και η δημιουργικότητα ως άμεσο προϊόν του) γίνεται αντιληπτός ως ένας ακόμη από τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος εισέρχεται ως μια 'απλή' εξωγενής μεταβλητή στα διάφορα ερμηνευτικά μοντέλα (Amin and Thrift, 2007). Ακόμη και οι οπτικές οι οποίες θεωρείται πως βρίσκονται στον αντίποδα της φορμαλιστικής και μηχανιστικής θεώρησης της οικονομίας και οι οποίες στηρίζουν την ανάλυσή τους σε έννοιες όπως το κοινωνικό κεφάλαιο, η εμπιστοσύνη, οι θεσμοί ή η ιστορική εξέλιξη, όπως η θεσμική και η εξελικτική οικονομική ή η οικονομική κοινωνιολογία δεν φαίνονται διατεθειμένες να εισάγουν τον πολιτισμό στον πυρήνα των ερμηνευτικών τους μηχανισμών. Συνεπώς, παρότι συζητάμε όλο και περισσότερο για τη δημιουργική ή την πολιτιστική οικονομία, στην πραγματικότητα αυτό στο οποίο αναφερόμαστε δεν είναι άλλα από μια συγκυριακή αύξηση της σημασίας ή του κύκλου εργασιών των δημιουργικών ή πολιτιστικών κλάδων.

Μια επιστημολογική προσέγγιση που προσφέρει πολύ ενδιαφέρουσες προοπτικές είναι αυτή των Amin & Thrift (2007, p. 145) σύμφωνα με τους οποίους διαφαίνεται μια περίπλοκη οντότητα - η πολιτιστική οικονομία - που συνδέεται με την παραγωγή και τη διανομή των μέσων επιβίωσης και ευημερίας, που συντάσσεται σε όλα τα επίπεδα και τις κλίμακες ως ένα μίγμα των υβριδικών εισροών (δηλαδή, όχι ως επίπεδη ιεραρχία διακριτών εισροών σε διαφορετικά επίπεδα). Δηλαδή, ο πολιτισμός διαμορφώνει την οικονομία μέσω της συσσωμάτωσής του πρακτικά στα πάντα (αφηρημένους κανόνες, ιστορική κληρονομιά, υλικές πρακτικές, συμβολική και λογικές αφηγήσεις, κοινωνικές και πολιτιστικές συνήθειες, υλικές συνθήκες, συναισθήματα και προσδοκίες).

Η κυρίαρχη αυτή αντίληψη περί δημιουργικής ή πολιτιστικής οικονομίας αναπόφευκτα διαχέεται τόσο στις αναλύσεις περί αναπτυξιακών επιπτώσεων όσο και πολιτικών

Η 'δημιουργικότητα' προκαλεί ανάπτυξη;
Στην πραγματικότητα αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι ένα διττό ερώτημα. Το πρώτο μέρος του είναι θεωρητικό και αφορά στη σχέση δημιουργικότητας - ανάπτυξης, που έχει απασχολήσει τους κοινωνικούς επιστήμονες έντονα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ειδικότερα, παρά το γεγονός πως στη σχετική βιβλιογραφία (R. Florida,2002; R.L. Florida, 2002) η σχέση δημιουργικότητας - ανάπτυξης (αλλά και η σχέση αιτιότητας από την πρώτη προς τη δεύτερη) θεωρείται δεδομένη, στην πραγματικότητα, τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολο αυτή να θεμελιωθεί.

Σύμφωνα με τον Florida η δημιουργικότητα προκαλεί ανάπτυξη μέσω της έλξης που ασκεί στις επιχειρήσεις έντασης γνώσης η δημιουργική τάξη. Αυτό που ωστόσο προσελκύει αυτούς τους ανθρώπους είναι οι ανεκτικές, φιλελεύθερες κοινότητες και περιβάλλοντα εργασίας, αλλά και ένας 'μποέμικος' χώρος κατανάλωσης (Pratt, 2008). Σύμφωνα με τον Florida τα τέσσερα "Τ" είναι απαραίτητα για τη δημιουργία της ανάπτυξης, αλλά αν δεν συνυπάρχουν είναι αδύνατο για έναν τόπο να Προσελκύσει δημιουργικούς ανθρώπους, να παραγάγει καινοτομία και να προκαλέσει οικονομική μεγέθυνση' (R.L. Florida, 2002, p. 249)

Ο Florida περιγράφει μια περίπου γραμμική διαδικασία ανάπτυξης, όπου το 'ανθρώπινο κλίμα' (δηλ. οι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά τη χωροθέτηση των ανθρώπων) τείνει να γίνει εξίσου σημαντικός, αν όχι σημαντικότερος παράγοντας από το επιχειρηματικό κλίμα (τους παράγοντες που επηρεάζουν τη χωροθέτηση των επιχειρήσεων) (Asheim and Hansen, 2009, p. 426) στην ενίσχυση της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Το επιχείρημα αυτό επιχειρεί να δώσει απάντηση στο 'αίνιγμα της αστικής μεγέθυνσης' (Storper and Scott, 2009), δηλαδή στο ερώτημα αν 'οι άνθρωποι προσελκύουν τις δουλειές ή οι δουλειές τους ανθρώπους'; Σύμφωνα με τον Florida, ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι που ανήκουν στη λεγόμενη 'δημιουργική τάξη' (και στους κλάδους που αυτή εντοπίζεται) δεν ακολουθούν τις δουλειές, αλλά αντίθετα οι δουλειές ακολουθούν τη δημιουργική τάξη. Είναι προφανές πως το παραπάνω επιχείρημα έχει σημαντικές συνέπειες στη χάραξη και άσκηση πολιτικών, καθώς το αντικείμενο των τοπικών και περιφερειακών πολιτικών ανάπτυξης μπορεί πλέον να μετατοπιστεί από την προσέλκυση επιχειρήσεων (μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων), οι οποίες υποτίθεται πως δημιουργούν θέσεις εργασίας, στην προσέλκυση ανθρώπων (μέσω της βελτίωσης του ανθρώπινου περιβάλλοντος).

Εικόνα 1 Ο μηχανισμός ανάπτυξης του Florida

Σχετικά με τον ρόλο των δημιουργικών ανθρώπων στην ανάπτυξη μιας πόλης ή περιοχής, ο Florida έχει επίσης υποστεί κριτική κυρίως επειδή η έμφαση που αποδίδει στους παράγοντες προσέλκυσης δημιουργικών ανθρώπων τείνει να υποτιμά το ρόλο άλλων σημαντικών παραγόντων, αλλά και επειδή δεν μπορεί να ερμηνεύσει την έναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας σε μια πόλη/περιοχή. Όπως αναφέρουν οι Storper και Scott (2009), παρότι δεν υποτιμούν τη σημασία παραγόντων όπως η ανεκτικότητα της κοινωνίας και η φυσιογνωμία ενός τόπου για την προσέλκυση δημιουργικών ανθρώπων, τονίζουν πως είναι επίσης αναγκαίο να υποθέσει κανείς ότι προϋπόθεση για την απόφαση μετεγκατάστασης κάποιου είναι η δυνατότητα εύρεσης εργασίας αντίστοιχης με τα προσόντα του. Αυτό, όπως λένε οι ίδιοι, ισχύει κατ' εξοχήν για τα μέλη της δημιουργικής τάξης τα οποία έχουν επενδύσει σημαντικά στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτεχνιών και τα οποία συνεπώς θα διστάζουν να αφήσουν την τρέχουσα απασχόληση τους και να μετακινηθούν προς άλλο μέρος παραμονής και εργασίας, παρά μόνον αν έχουν εξασφαλίσει (ή έχουν πολλές πιθανότητες για) ανάλογη ή καλύτερη απασχόληση και αμοιβή στο μέρος αυτό. Κατά συνέπεια, προϋπόθεση για την προσέλκυση τέτοιων ανθρώπων με ενσωματωμένο υψηλό ανθρώπινο δυναμικό είναι η ύπαρξη δραστηριοτήτων (και επιχειρήσεων) που να τους επιτρέπει να βρουν απασχόληση υψηλού επιπέδου και αμοιβής. 
Κατά συνέπεια, κατά τους Storper και Scott, υπάρχει μια συγκεκριμένη χρονική αλληλουχία στην ανάπτυξη μιας πόλης/περιοχής. Προηγείται η εγκατάσταση και ανάπτυξη επιχειρήσεων έντασης γνώσης, και ακολουθεί η προσέλκυση του υψηλού ανθρώπινου δυναμικού.

Εν τούτοις, πρέπει κανείς να επισημάνει πως οι ίδιοι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι η ύπαρξη ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ποιότητας είναι από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις εγκατάστασης επιχειρήσεων - και ιδίως επιχειρήσεων έντασης γνώσης και τεχνολογιών- σε μια πόλη/περιοχή (Derudder et al., 2003; Scott, 2004; Storper, 1995). 

Συνεπώς φαίνεται πως δεν είναι τόσο προφανές ποιος προσελκύει ποιόν: οι επιχειρήσεις τους εργαζόμενους, ή το αντίστροφο. Το πιθανότερο είναι πως στη σύγχρονη μετα-βιομηχανική οικονομία δεν υπάρχει κάποια γραμμική προσέγγιση αιτίου-αιτιατού σε καμιά από τις δύο παραπάνω κατευθύνσεις και πώς οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται. Η σύνθετη αυτή αλληλεπίδραση (η οποία έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τις σύνθετες διαδικασίες παραγωγής γνώσης και καινοτομιών που περιγράφονται στις προσεγγίσεις των συστημάτων καινοτομίας) είναι δυνατό να δημιουργεί σε βάθος χρόνου μέσα από ιστορικές διαδρομές και εξαρτήσεις (path dependencies) τις συνθήκες για ενάρετους ή φαύλους κύκλους, στους οποίους δεν έχει νόημα να αναζητά κανείς την αρχή. Με άλλα λόγια, σε κάποιες περιοχές η ύπαρξη επιτυχημένων και καινοτόμων επιχειρήσεων προσελκύει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει περαιτέρω τις επιχειρήσεις και προσελκύει κι άλλες, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας για δημιουργικούς ανθρώπους, κ.ο.κ ή αντίστροφα, η έλλειψη επιχειρήσεων και ανθρώπων, μέσω της ίδιας διαδικασίας, μπορεί να οδηγήσουν σταδιακά σε αποδυνάμωση πόλεων και περιοχών.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από μια τέτοια θεώρηση αλληλεπιδράσεων είναι ότι στη μέση της διαδρομής ενός κύκλου (ενάρετου ή φαύλου), δεν έχει νόημα το πώς αυτή ξεκίνησε. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι η «προσωπικότητα» μιας περιοχής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας προσέλκυσης δημιουργικών ανθρώπων με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και κατάρτισης, προσθέτει μια νέα δέσμη εργαλείων για την περιφερειακή πολιτική στην προσπάθεια των κυβερνήσεων/ περιφερειών για την ενίσχυση ή αντιστροφή της πορείας του κύκλου. Ενώ μέχρι σήμερα οι πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης επικεντρώνονται αποκλειστικά στη δημιουργία συνθηκών για την προσέλκυση επενδύσεων και νέων επιχειρήσεων (υποδομές, τηλεπικοινωνίες, βιομηχανικές περιοχές, κλπ), η αναγνώριση αυτής της διάστασης επιτρέπει στις αρχές πόλεων και περιφερειών να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα τους με μέτρα που θα αποβλέπουν στην προσέλκυση των «κατάλληλων» ανθρώπων που θα μπορέσουν να δώσουν ώθηση σε αναπτυξιακές διαδικασίες (Κουρτέσης, 2008).

Παρά την κριτική που έχουν υποστεί οι ιδέες του Florida για τη «δημιουργική τάξη» και την συχνά «αμερικανοκεντρική» οπτική τους γωνία, εμπεριέχουν μια σημαντική συνεισφορά στις σύγχρονες θεωρίες περιφερειακής ανάπτυξης. Το ότι μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της θεώρησης από τις επιχειρήσεις στους ανθρώπους και δη σε αυτήν τη μερίδα ανθρώπων που ο ίδιος αποκαλεί «δημιουργικούς». Σε συνδυασμό με άλλες σύγχρονες θεωρητικές εργασίες (όπως π.χ των Scott, Lundvall, Miles) σχετικά με τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μάθησης, προκύπτει ότι η προσέλκυση αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, δημιουργικότητας και δυναμισμού, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη πόλεων και ευρύτερων περιοχών στις σημερινές συνθήκες του συνεχώς εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού.

Επιπτώσεις της 'δημιουργικής τάξης'
Η εμπειρική διερεύνηση της σχέσης δημιουργικότητας - ανάπτυξης έχει δώσει μάλλον ασαφή αποτελέσματα, τόσο όσον αφορά τη συσχέτιση του μεγέθους της δημιουργικής τάξης με την ανθεκτικότητα κάποιων περιοχών στις επιπτώσεις της κρίσης, όσο και στα αμφίβολα αποτελέσματα των πολιτικών ενίσχυσης της δημιουργικότητας. Έτσι, σύμφωνα με τους Sands και Reese (2013), κατά την περίοδο της πρόσφατης ύφεσης στις ΗΠΑ, καθώς αλλά και αυτής που είχε προηγηθεί (1990-2009) η αυξημένη δημιουργικότητα δεν φάνηκε να σχετίζεται αντίστροφα με τις αρνητικές επιπτώσεις της ύφεσης. Με άλλα λόγια οι πόλεις που χαρακτηρίζονταν ως περισσότερο δημιουργικές δεν φάνηκε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ύφεσης καλύτερα από τις λιγότερο δημιουργικές πόλεις.

Από την άλλη πλευρά, η δημιουργικότητα (κυρίως οι πολιτικές που αποσκοπούν στο μετασχηματισμό πόλεων σε 'δημιουργικές πόλεις'), όπως υποστηρίζεται, ακόμη και συγγραφείς που αποδέχονται τη σημασία της δημιουργικότητας όσον αφορά την ανάπτυξη, αποτελεί ένα μάλλον απατηλό αντικείμενο πολιτικής (Hall, 2000; Jacobs, 1985). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βαλτιμόρη. Ως μια παραδοσιακή βιομηχανική πόλη η Βαλτιμόρη αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση των αναπτυξιακών αδιεξόδων της μεταφορντικής περιόδου, αλλά και των στρατηγικών που υιοθετήθηκαν στη νέα περίοδο όπως τις περιέγραψε ο Harvey (1989). Έτσι, εκτός από 'soft' πολιτικές δημιουργίας δημιουργικών δικτύων, όπως η δημιουργία της 'δημιουργικής συμμαχίας' (creative alliance) η ιδέα της δημιουργικότητας αποτέλεσε κεντρική στρατηγική επιλογή για την πόλη, κατευθύνοντας όχι μόνο τις προσπάθειες αναζωογόνησης   συγκεκριμένων  περιοχών,   αλλά   και   το   συνολικό   σύστημα διακυβέρνησης της πόλης. Αν και οι προσπάθειες της Βαλτιμόρης έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον πολεοδόμων, γεωγράφων και οικονομολόγων (Acs and Megyesi, 2009; Harvey, 1989; Hula, 1990; Levine, 1987; Ponzini and Rossi, 2010), φαίνεται πως η αλλαγή που προκλήθηκε ωφέλησε κυρίως κάποιες ομάδες πολιτικών και τους θεσμικούς τους συνομιλητές, ενώ αν και η εικόνα κάποιων γειτονιών βελτιώθηκε, τα αποτελέσματα όσον αφορά την ποιότητα της ζωής στην πόλη, και - κυρίως - τη συνοχή, είναι μάλλον απογοητευτικά (Ponzini and Rossi, 2010).

Στην απέναντι πλευρά του Ειρηνικού, στη Σαγκάη, την μεγαλύτερη πόλη όχι μόνο της Κίνας, αλλά και του κόσμου, η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού στη στρατηγική δημιουργικότητας / πολιτισμού έχει προκαλέσει έναν έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα στα δημοτικά διαμερίσματα της μητρόπολης που εκδηλώνεται στην κατασκευή 'κέντρων δημιουργικότητας' με σκοπό την προσέλκυση δημιουργικών επιχειρήσεων ή ατόμων. Ο έντονος αυτός ανταγωνισμός έχει προκαλέσει μια σειρά παρενεργειών οι σημαντικότερες των οποίων είναι η κατασπατάληση πόρων, καθώς πολλά από τα κέντρα αυτά δεν είναι ανταγωνιστικά, και η αμφίβολη επιτυχία τους στην πρόκληση δημιουργικότητας, καθώς η ανάγκη εμφάνισης κερδών δεν επιτρέπει καμία διαδικασία επιλογής ενοικιαστών (Zheng, 2011).

Ευρήματα από την έρευνα πεδίου
Πραγματοποιήθηκαν επτά σε βάθος συνεντεύξεις με σκοπό την αρχική διερεύνηση μιας σειράς βασικών ερευνητικών ερωτημάτων. Ο βασικός κορμός των συνεντεύξεων (πέντε συνεντεύξεις) πραγματοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του παλαιού εμπορικού κέντρου της πόλης, που σε αδρές γραμμές οριοθετείται από τις οδούς Εγνατία, Βενιζέλου, Τσιμισκή και Δωδεκανήσου. Από αυτές τις επιχειρήσεις, οι τέσσερις βρίσκονται συγκεντρωμένες στο Μέγαρο Ερμείον, ένα κτίριο-μνημείο της πόλης, το οποίο μάλλον αυθόρμητα τείνει να μετατραπεί σε έναν "δημιουργικό πυρήνα', καθώς οι παλιές του, κατά κύριο λόγο εμπορικές, χρήσεις, μετά από μία σχετικά μακρά περίοδο κρίσης και φθοράς, έχουν, σχεδόν εξ'ολοκλήρου, αντικατασταθεί από δημιουργικές/πολιτιστικές χρήσεις.

Η πέμπτη συνέντευξη στην ευρύτερη περιοχή αφορά μια αρκετά μεγαλύτερη επιχείρηση, και μια από τις επιχειρήσεις που πρωταγωνιστούν στη δημιουργική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Οι δύο εκτός περιοχής συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, σε περιοχές που δεν χαρακτηρίζονται από κάποια ιδιαίτερη συγκέντρωση δημιουργικών επιχειρήσεων.

Όσον αφορά στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων, εκτός από την DesignersUnited, οι υπόλοιπες έξι επιχειρήσεις είναι πολύ μικρές (από έναν έως τρεις εργαζόμενους) ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ όσον αφορά τους κλάδους δραστηριοποίησης, έγινε προσπάθεια το δείγμα να περιλαμβάνει, τόσο επιχειρήσεις του δημιουργικού 'πυρήνα' (δημιουργικά γραφεία, σχεδιαστές κοσμημάτων και αξεσουάρ μόδας), όσο και επιχειρήσεις του ευρύτερου δημιουργικού τομέα (επεξεργασία εικόνας/εκτυπώσεις, αναπαραγωγή προεγγεγραμμένων μέσων, υπηρεσίες πληροφορικής).

Ο βασικός στόχος της έρευνας πεδίου ήταν η διερεύνηση δύο κεντρικών ζητημάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία του δημιουργικού cluster στην περιοχή. Το πρώτο ζήτημα αφορά στην πυκνότητα των δικτυώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων στην περιοχή, ενώ το δεύτερο αφορά στις διασυνδέσεις του cluster με τα ευρύτερα τοπικά παραγωγικά δίκτυα.

Οι σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων του cluster
Η πρώτη κατηγορία ερωτημάτων αφορούσε στα χαρακτηριστικά των σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του cluster. Στη βιβλιογραφία των κλάδων έντασης γνώσης θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό των πετυχημένων παραδειγμάτων είναι η ύπαρξη πυκνών δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και σχέσεων εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας (Bathelt et al., 2004; Scott, 2006). Εν τούτοις, πολύ συχνά , η εμπειρική πραγματικότητα δείχνει πως αρκετά συχνά οι σχέσεις στο εσωτερικό των cluster - ακόμη και αυτών που θεωρούνται υποδείγματα συνεργατικότητας - χαρακτηρίζονται από αντιπαλότητα. Για παράδειγμα η Markusen (1999) εξετάζοντας τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας της Silicon Valley, διαπίστωσε πως ήταν πολύ επιφυλακτικές και με σχετικά αδιαπέραστα όρια. Τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα στις επιχειρήσεις που βρίσκονται πιο κοντά στον πυρήνα των δημιουργικών κλάδων. Μελετώντας το cluster των επιχειρήσεων πολιτισμού της Σιγκαπούρης ο Kong (2009), διαπίστωσε την πλήρη απουσία εξωτερικοτήτων ή ακόμη και δημιουργικών σχέσεων μεταξύ των καλλιτεχνών, ενώ οι δικτυώσεις ανάμεσα στα μεγάλα ολλανδικά αρχιτεκτονικά γραφεία είναι σχεδόν ανύπαρκτες και πάντες πολύ πιο ασθενείς από τις προβλέψεις της θεωρίας (Kloosterman, 2008).

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης οι σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων του δείγματος μπορεί να γίνουν ευκολότερα κατανοητές σε δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η απόσταση με τις επιχειρήσεις του Μεγάρου Ερμείον να υποστηρίζουν πως έχουν σχέσεις υποστήριξης με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κτιρίου

"Εμείς έχουμε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα παιδιά. Είχαμε καλή σχέση και με τα καινούργια παιδιά, που έρχονται κατά καιρούς και γνωριζόμαστε κατευθείαν. Τουλάχιστον στον δικό μας τον όροφο αλλά και στον τέταρτο γνωριζόμαστε και έχουμε πολύ καλές σχέσεις. Συνεργαζόμαστε μεταξύ μας, μιλάμε, βγαίνουμε. Δηλαδή, έχουμε σχέσεις πέρα από την γειτνίαση-γραφείο (Συνεντ. 1)
...Και έχουμε κουμπώσει έτσι και όλο αυτό το συνάφι που δέσανε" (Συνέντ. 3)

Ταυτόχρονα φαίνεται πως αναπτύσσονται και σχέσεις συνεργασίας:

"Ναι, ναι. Κοίταξε και μας έχουν φέρει κάποια παιδιά δουλειές, φαντάσου δίπλα στο ραδιόφωνο του (.) κάνουμε εμείς όλες τις δουλειές, κάνουμε τα sites, κάνουμε τις αφίσες. Με την Άννα κάνουμε το site της (...). Αντίστοιχα, εμείς βοηθάμε όταν χρειαστεί από υλικό έως . και τις περισσότερες φορές χωρίς χρήματα. Είναι ξέρεις θα με βοηθήσει κάποιος, θα μου φέρει, κάπως θα το κάνουμε και σου λέω έχουμε πολύ καλές σχέσεις γενικά "(Συνεντ. 1)

Αντίθετα, οι επιχειρήσεις εκτός Ερμείου έχουν πολύ λιγότερες, και μάλλον ασθενέστερες σχέσεις

"Έχουμε [σσ. Σχέσεις] στο επίπεδο όχι άμεσης συνεργασίας, είμαστε σε μια επικοινωνία. Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι στην Αθήνα."(Συνεντ. 5)

Η άλλη διάσταση είναι η κλαδική. Καμία από τις επιχειρήσεις του δείγματος δεν έδειξε να έχει συνεργασίες με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις. Σχεδόν το σύνολο των σχέσεων, δηλαδή, είναι κάθετες, αντιπροσωπεύουν δηλαδή διαδοχικά (ή όχι) στάδια στην παραγωγή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας.
Λιγότερο συχνές, αλλά πάντως υπαρκτές ήταν και οι μαρτυρίες σχετικά με κακές σχέσεις στον κλάδο, οι οποίος κυρίως παραπέμπουν στις παγιωμένες σχέσεις συνεργασίας (ή έλλειψής τους) στο εσωτερικό του κλάδου. Δηλ. κάποιες επιχειρήσεις τείνουν να συνεργάζονται με ορισμένες επιχειρήσεις, ή με επιχειρήσεις εκτός τους cluster που προσφέρεουν πλεονέκτημα κόστους.

"...γιατί για παράδειγμα αν υπάρχει μια κλίκα που εμένα με θεωρούν κάπως αντικαλλιτεχνικό ή αντι-τέτοιο, δεν θα έρθουν να κάνουν σε εμένα και άρα δεν θα ενισχύσουν την οικονομία ούτε τη δουλειά που κάνω εγώ....(θ)α πάνε στον (....), στη μεγάλη βιομηχανία που τους δίνει και 100 ευρώ πιο φτηνή τη δουλειά, και θα την κάνουν και εκεί και θα πουν κι ένα τραγούδι και στο τέλος θα το παίζουν και καλλιτέχνες" (Συνεντ. 4)

Το cluster στην τοπική οικονομία και ευρύτερα
Όπως έγινε κατανοητό παραπάνω, ο δημιουργικός κλάδος είναι εξαιρετικά ανομοιογενής και συνήθως τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του αποτελούν - περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές - εισροές σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Σύμφωνα με τον Mato (2009), ο οποίος χωρίς να κάνει ρητή αναφορά, φαίνεται να απηχεί τις απόψεις των Amin & Thrift (2007) 'όλοι οι κλάδοι είναι πολιτιστικοί', και κατά συνέπεια όλοι οι κλάδοι είναι δημιουργικοί. Αυτή η αντίληψη μετατρέπει τη δημιουργικότητα και τον πολιτισμό σε σημαντικές εισροές για όλους τους υπόλοιπους κλάδους, ταυτόχρονα όμως και την εκθέτει στη συγκυρία του ευρύτερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Υπό αυτές τις συνθήκες αποκτά ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων,
Οι πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις του cluster με την τοπική οικονομία επικεντρώθηκαν σε δύο βασικούς τομείς:

Α) ο ρόλος της κρίσης
Όλες οι επιχειρήσεις του δείγματος αντλούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους από την τοπική οικονομία, και όπως είναι αναμενόμενο η αρνητική συγκυρία τις έχει επηρεάσει σημαντικά.

", η αλήθεια είναι ότι με αυτή την κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Ελλάδα, που εμείς τουλάχιστον που ασχολούμαστε με αυτό το πράγμα, με αυτό το χώρο, έχουμε φάει μεγάλη ήττα γιατί πλέον οι ιδέες μας δεν βρίσκουν. ..(υ)ποστηρικτές. Δεν υπάρχει αγορά, δεν υπάρχουν υποστηρικτές. Κι αναγκαζόμαστε να βάζουμε πολύ νερό στο κρασί μας και να..
. εγώ πριν τέσσερα χρόνια είχα τέσσερα άτομα προσωπικό, είχα συνέταιρο και παίρναμε και έξτρα κόσμο γιατί δεν προλαβαίναμε. Και τώρα είμαι από τα λίγα γραφεία, όχι λίγα, ας πω από τα λίγα και ας ακουστεί λιγάκι, που κρατάμε ακόμα έδρα. Οι πιο πολλοί μαζεύτηκαν στο σπίτι και δουλεύουνε μαύρα. Γιατί αυτό το πράγμα έχει έξοδα, έτσι; Έχει ενοίκια, εφορίες" (Συνεντ. 3)

Από την άλλη πλευρά, σε αρκετές περιπτώσεις ο συγκυριακός χαρακτήρας της κρίσης γίνεται αντιληπτός

"Τώρα ξέρετε είναι η περίοδος δύσκολη, αλλά σαν νέος πιστεύω ότι για τα τώρα δεδομένα είναι καλά. Εγώ πιστεύω σε βάθος πενταετίας θα φανεί η πορεία και μετά τα πέντε χρόνια θα μπω σε πιο γρήγορους ρυθμούς" (Συνεντ. 4)


Β) η μικρή σημασία και ο ρόλος του σχεδιασμού, η συνολική φυσιογνωμία (κλαδική σύνθεση και ανταγωνιστικότητα) της ελληνικής οικονομίας,
Πέραν, ωστόσο, αυτού η σημασία εισροών όπως η δημιουργικότητα και ο σχεδιασμός για τις ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται να είναι περιορισμένη ανεξαρτήτως της συγκυρίας,

"Και για μένα όλα αυτά που λένε για Θεσσαλονίκη αλλιώς, δεν έχουν ένα υπόβαθρο δηλαδή εξέλιξης, δεν βλέπω καμία επιχειρηματικότητα να κινείται γύρω από την πρωτογενή παραγωγή [σσ. Αναφέρεται στην μεταποίηση και όχι στον πρωτογενή τομέα]. . Αυτό με ενδιαφέρει, όχι αν ανοίγουν μπαρ ή εστιατόρια, τα οποία κινούν το μαύρο χρήμα. (Συνεντ. 5)
Να σου πω την αλήθεια είμαι πολλά χρόνια, στη Θεσσαλονίκη είμαι από το 2000, πάντα είχε η Θεσσαλονίκη ανθρώπους που μπορούν και κάνουν πράγματα ωραία. Το θέμα είναι στον επιχειρηματικό κλάδο, δηλαδή κατά πόσο χρήματα μπορούνε να έρθουν." (Συνεντ. 4)

Επίσης,  εξαιρετικό  ενδιαφέρον παρουσιάζει  και  η παράμετρος της θεσμική υπόστασης, αλλά και στήριξης του κλάδου. Παρά το γεγονός πως αρκετές από τις επιχειρήσεις του δείγματος είναι υγιείς και ουσιαστικά αυτοδύναμες επιχειρήσεις, σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις αναφέρθηκαν στο ρόλο του ευρύτερου θεσμικού περιβάλλοντος και πλαισίου, ακόμη και αν οι αναφορές ήταν αόριστες ή γενικευτικές.

Η πιο ενδιαφέρουσα σχετικά διατύπωση ήρθε από τη μεγαλύτερη επιχείρηση του δείγματος, η οποία παρουσιάζει πολύ αυξημένη εξωστρέφεια.

"Αλλά, δεν έχει βρεθεί ακόμα ο μηχανισμός ο οποίος να μας εκμεταλλευτεί. Να μας εκμεταλλευτεί εννοώ, να μας στηρίξει, να σας το πω απλοϊκά, όσο πιο πολλοί άνθρωποι εργάζονται εδώ τόσο πιο πολύ φόρο πληρώνουμε, τόσο πιο καλά λειτουργεί η οικονομία. Μια δεύτερη στήριξη θα ήταν, να προασπίσουν την ποιότητα της δουλείας στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολλά είδη στήριξης αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος να δραστηριοποιείται γύρω από αυτό." (Συνεντ.5)

Όπως διαπιστώσαμε, το αίτημα (κάτι που ισχύει σχεδόν για όλες τις επιχειρήσεις του δείγματος) δεν αφορά στη διεκδίκηση συντεχνιακού τύπου οριζόντια στήριξη (εδώ πρέπει να τονιστεί ο ιδιαίτερα χαμηλός μέσος ηλικιακός όρος των συνεντευξιαζόμενων), αλλά στη δημιουργία αποτελεσματικών θεσμών και μηχανισμών για τη στήριξη και την προβολή των επιχειρήσεων.

Συζήτηση - Συμπεράσματα
Η ανάλυση καταδεικνύει τον κατακερματισμό, αλλά και τις προκλήσεις του τοπικού συστήματος καινοτομίας και παραγωγής στο οποίο ο δημιουργικός κλάδος μπορεί να δώσει σημαντικές διεξόδους ποιότητας και εξωστρέφειας.
Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για έναν ακόμη κλάδο της ελληνικής οικονομίας, που βρίσκεται αντιμέτωπος με τα εμπόδια και τους περιορισμούς που αυτή θέτει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περιορισμού στον οποίο οι δημιουργικοί κλάδοι θα μπορούσαν να παίξουν ανασταλτικό ρόλο είναι αυτός της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Ο ρόλος είναι τουλάχιστον διττός. Από τη μία πλευρά οι ίδιες οι επιχειρήσεις μπορούν να εξάγουν τις υπηρεσίες τους στο εξωτερικό, ενώ από την άλλη μπορούν να συμβάλουν στην αναβάθμιση (τουλάχιστον της εικόνας, αλλά συχνά και του περιεχομένου) του ελληνικού εξαγωγικού προϊόντος.

Αυτομάτως ανακύπτουν και τα προβλήματα:  Η πρόσβαση στις αγορές του εξωτερικού είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών πόρων((Anderson and Gatignon, 1986; Peteraf, 1993; Prasad, 1999). Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο η μια, σχετικά μεγάλη, επιχείρηση του δείγματος μας είχε έσοδα από παροχή υπηρεσιών στο εξωτερικό (που κυμαίνονταν τα τελευταία χρόνια μεταξύ 25% - 50% του συνολικού κύκλου εργασιών. Ενώ η σχέση των ελληνικών επιχειρήσεων με την ποιότητα και την καινοτομία ιστορικά χαρακτηρίζεται από αδιαφορία ή στην καλύτερη περίπτωση δυισμό (Ιωαννίδης,2013).

Η ανάλυση που προηγήθηκε ανέδειξε ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ερευνητικά ερωτήματα προς διερεύνηση, το σημαντικότερο από τα οποία είναι ο ρόλος της χωρικότητας στην ανάπτυξη των κλάδων, αλλά και οι λόγοι για το εφήμερο των επεισοδίων ανάπτυξης που γνώρισε η Θεσσαλονίκη τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και ο εν δυνάμει ρόλος του δημιουργικού και πολιτιστικού κλάδου στη δημιουργία ενός ελκυστικού αστικού τοπίου και οι συνέπειές του στην ενίσχυση των τουριστικών ροών, αλλά και άλλων δημιουργικών ανθρώπων και επιχειρήσεων.

Υποσημειώσεις
(1)Όπως αναφέρει ο Evans (2009) είναι συχνό φαινόμενο πόλεις που βρίσκονται στην ίδια περιοχή (π.χ. το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ στη ΒΔ Αγγλία, αλλά και το Λιντς, το Σέφιλντ και το Γιορκ στο Γιόρκσαϊρ) να υιοθετούν αντίστοιχες πολιτικές.
(2)Ελευθεροτυπία, 19/11/2006, σελ. 15
(3)Έως το 2010, η προσέγγιση του Florida αναφερόταν στα 3T: Talent, technology, tolerance, ενώ το 2011 προσθέτει στις αναλύσεις του και το territory assets, καταλήγοντας έτσι στα 4Τ: Talent, technology, tolerance, territory assets.

Βιβλιογραφία
  • Acs, Z.J. and Megyesi, M.I. (2009), "Creativity and industrial cities: A case study of Baltimore", Entrepreneurship & Regional Development, Vol. 21 No. 4, pp.421-439.
  • Amin, A. and Thrift, N. (2007), "Cultural-economy and cities", Progress in Human Geography, Vol. 31 No. 2, pp. 143-161.
  • Anderson, E. and Gatignon, H. (1986), "Modes of Foreign Entry: A Transaction Cost Analysis and Propositions", Journal of International Business Studies, Vol. 17 No. 3, pp. 1-26.
  • Andersson, A. (1985), "Creativity and regional development", Papers of the Regional Science Association, Vol. 56 No. 1, pp. 5-20.
  • Asheim, B. and Hansen, H.K. (2009), "Knowledge Bases, Talents, and Contexts: On the Usefulness of the Creative Class Approach in Sweden", Economic Geography, Vol. 85 No. 4, pp. 425-442.
  • Asheim, B.T. and Herstad, S.J. (2003), Regional innovation systems and the globalising world economy, Economic Geography, Fac. of Geography, Philipps-Univ. Retrieved from http://www.spaces-online.uni-hd.de/include/SPACES%202003-12%20Asheim-Herstad.pdf
  • Atkinson, R. and Easthope, H. (2009), "The Consequences of the Creative Class: The Pursuit of Creativity Strategies in Australia's Cities", International Journal of Urban and Regional Research, Vol. 33 No. 1, pp. 64-79.
  • Bathelt, H., Malmberg, A. and Maskell, P. (2004), "Clusters and Knowledge: Local Buzz,global Pipelines and the Process of Knowledge Creation", Progress in Human Geography, Vol. 28 No. 1, pp. 31-56.
  • Brecknock, R. (2004), "Creative Capital: creative industries in the 'creative city'", Unpublished paper, Brecknock Consulting Australia, Brisbane.
  • Breschi, S. and Malerba, F. (Eds.). (2007), Clusters, networks, and innovation, Oxford University Press, Oxford.
  • Caves, R.E. (2000), Creative Industries: Contracts between Art & Commerce,Harvard University Press. Retrieved from
  • http://www.google.com/books? hl=el&lr=&id=imfTUHj8uVcC&oi=fnd&pg=PR7& dq=caves+creative&ots=1DUoS5qpE6&sig=K8okL8vEQgJQQSlGfOBt0N-Xx24
  • Clark, T.N., Lloyd, R., Wong, K.K. and Jain, P. (2002), "Amenities Drive Urban Growth", Journal of Urban Affairs, Vol. 24 No. 5, pp. 493-515.
  • Cooke, P. (2002), "Regional Innovation Systems: General Findings and Some New Evidence from Biotechnology Clusters", The Journal of Technology Transfer,Vol. 27 No. 1, pp. 133-145.
  • Derudder, B., Taylor, P.J., Witlox, F. and Catalano, G. (2003), "Hierarchical Tendencies and Regional Patterns in the World City Network: A Global Urban Analysis of 234 Cities.", Regional Studies, Vol. 37 No. 9, pp. 875-886.
  • Evans, G. (2009), "Creative Cities, Creative Spaces and Urban Policy", Urban Studies, Vol. 46 No. 5-6, pp. 1003-1040.
  • Flew, T. (2002), "Beyond ad hocery: Defining Creative Industries", Presented at the Cultural Sites, Cultural Theory, Cultural Policy, The Second International Conference on Cultural Policy Research 23-26 Ιανουαρίου 2002, Te Papa, Wellington, New Zealand.
  • Florida, R. (2002), "The Economic Geography of Talent", Annals of the Association of American Geographers, Vol. 92 No. 4, pp. 743-755.
  • Florida, R.L. (2002), The Rise of the Creative Class: And How It's Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life, Basic Books, 1sted.
  • Florida, R.L. (2003), "Cities and the creative class", City & Community, Vol. 2 No. 1, pp. 3-19.
  • Florida, R.L. (2005), The Flight of the Creative Class: New Global Competition for Talent, HarperBusiness, New York.
  • Freeman, C. (1995), "The 'National System of Innovation' in historical perspective", Camb. J. Econ., Vol. 19 No. 1, pp. 5-24.
  • Glaeser, E.L. (1998), "Are Cities Dying?", The Journal of Economic Perspectives, Vol. 12 No. 2, pp. 139-160.
  • Glaeser, E.L. (1999), "Learning in Cities", Journal of Urban Economics, Vol. 46 No. 2, pp. 254-277.
  • Guilford, J.P. (1950), "Creativity", American Psychologist, Vol. 5 No. 9, pp. 444-454.
  • Hadamard, J. (1954), An Essay on the Psychology of Invention in the Mathematical Field, Courier Dover Publications.
  • Hall, P. (1998), Αστική Γεωγραφία, Κριτική, Αθήνα.
  • Hall, P. (2000), "Creative Cities and Economic Development", Urban Studies, Vol. 37 No. 4, pp. 639-649.
  • Harvey, D. (1989), "From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation in Urban Governance in Late Capitalism", Geografiska Annaler. Series B, Human Geography, Vol. 71 No. 1, p. 3.
  • Hui, D., Ng, C., Mok, P., Fong, N., Chin, W. and Yuen, C. (2005), A Study on Creativity Index, Centre for Cultural Research, University of Hong Kong. Retrieved from http://www.uis.unesco.org/culture/Documents/Hui.pdf
  • Hula, R.C. (1990), "The two Baltimores", in Judd, D.R. and Parkinson, M. (Eds.),Leadership and Urban Regeneration: Cities in North America and Europe, Sage Publications, pp. 216-240.
  • Jacobs, J. (1985), Cities and the Wealth of Nations, Vintage Books, New York.
  • Jarvis, D., Lambie, H. and Berkeley, N. (2008), "Creative Industries and Urban Regeneration", Applied Research Centre in Sustainable Regeneration (SURGE), Presented at the Regional Studies Association Annual International Conference: The Dilemmas of Integration and Competition, Coventry University Technology Park: Coventry, Prague, Czech Republic.
  • KEA, European Affairs. (2006), The Economy of Culture in Europe, study prepared for the European Commission (Directorate General for Education and Culture), Brussels.
  • Kimpeler, S. and Georgieff, P. (2009), "The Roles of Creative Industries in Regional Innovation and Knowledge Transfer - The Case of Austria", European Commission and CRELL Measuring creativity OPOCE. Retrieved from http://ec.europa.eu/education/lifelong-learning-policy/doc/creativity/report/austria.pdf
  • Kloosterman, R.C. (2008), "Walls and bridges: knowledge spillover between 'superdutch' architectural firms", Journal of Economic Geography, Vol. 8 No. 4, pp. 545-563.
  • Kong, L. (2009), "Beyond Networks and Relations: Towards Rethinking Creative Cluster Theory", in Kong, L. and O'Connor, J. (Eds.),Creative Economies, Creative Cities, GeoJournal Library, Springer Netherlands, Vol. 98, pp. 61-75.
  • Kunzmann, K. (2004), "Culture, creativity and spatial planning", Town Planning Review, Vol. 75 No. 4, pp. 383-404.
  • Landry, C. (2008), The Creative City: A Toolkit for Urban Innovators, Routledge, 2nded.
  • Levine, M. v. (1987), "Downtown Redevelopment as an Urban Growth Strategy: A Critical Appraisal of the Baltimore Renaissance", Journal of Urban Affairs, Vol. 9 No. 2, pp. 103-123.
  • Markusen, A. (1999), "Fuzzy Concepts, Scanty Evidence, Policy Distance: The Case for Rigour and Policy Relevance in Critical Regional Studies", Regional Studies, Vol. 33 No. 9, p. 869.
  • Markusen, A., Wassall, G.H., DeNatale, D. and Cohen, R. (2008), "Defining the creative economy: Industry and occupational approaches", Economic Development Quarterly, Vol. 22 No. 1, pp. 24-45.
  • Mato, D. (2009), "All Industries Are Cultural", Cultural Studies, Vol. 23 No. 1, pp. 70¬87.
  • Molotch, H. (1976), "The City as a Growth Machine: Toward a Political Economy of Place", American Journal of Sociology, Vol. 82 No. 2, pp. 309-332.
  • Mumford, M.D. (2003), "Where Have We Been, Where Are We Going? Taking Stock in Creativity Research", Creativity Research Journal, Vol. 15 No. 2-3, pp. 107¬120.
  • Nelson, R.R. (2007), "The changing institutional requirements for technological and economic catch up", International Journal of Technological Learning, Innovation and Development, Vol. 1 No. 1, pp. 4-12.
  • O'Connor, J. (1999), "The Definition of 'Cultural Industries'", Manchester Institute for Popular Culture, Manchester. Retrieved from http://mmu.ac.uk/h-ss/mipc/iciss/home2.htm
  • Peteraf, M.A. (1993), "The Cornerstones of Competitive Advantage: A Resource-Based View", Strategic Management Journal, Vol. 14 No. 3, pp. 179-191.
  • Ponzini, D. and Rossi, U. (2010), "Becoming a Creative City: The Entrepreneurial Mayor, Network Politics and the Promise of an Urban Renaissance", Urban Studies, Vol. 47 No. 5, pp. 1037-1057.
  • Prasad, S.B. (1999), "Globalization of Smaller Firms: Field Notes on Processes", Small Business Economics, Vol. 13, pp. 1-7.
  • Pratt, A.C. (2008), "Creative cities: the cultural industries and the creative class",
  • Geografiska Annaler: Series B, Human Geography, Vol. 90 No. 2, pp. 107¬117.
  • Rutten, P., Manshanden, W., Muskens, J. and Koops, O. (2004), "De Creatieve Industrie in Amsterdam en de regio", TNO Strategie, Technologie en Beleid,Delft (in Dutch).
  • Sands, G. and Reese, L.A. (2013), "Fair Weather Friends? The Impact of the Creative Class on the Economic Health of Mid-sized US Metropolitan Areas, 1990-2009", Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, Vol. 6 No. 1, pp. 71-91.
  • Scott, A.J. (2004), "A Perspective of Economic Geography", Journal of Economic Geography, Vol. 4 No. 5, pp. 479-499.
  • Scott, A.J. (2006), "Creative Cities: Conceptual Issues and Policy Questions", Journal of Urban Affairs, Vol. 28 No. 1, pp. 1-17.
  • Scott, A.J. and Storper, M. (2003), "Regions, Globalization, Development.", RegionalStudies, Vol. 37 No. 6/7, p. 549.
  • Stam, E., De jong J.P.J and Marlet, G. (2008), "Creative industries in the Netherlands: structure, development, innovativeness and effects on urban growth", Geografiska Annaler. Series B, Human Geography, Vol. 90 No. 2, pp. 119¬132.
  • Storper, M. (1995), "The Resurgence on Regional Economics, Ten Years Later: The Region as a Nexus of Untraded Interdependencies", European Urban and Regional Studies, Vol. 2 No. 3, pp. 191-221.
  • Storper, M. (1997), The regional world: territorial development in a global economy, Guilford, New York.
  • Storper, M. and Scott, A.J. (1995), "The wealth of regions: Market forces and policy imperatives in local and global context", Futures, Vol. 27 No. 5, pp. 505-526.
  • Storper, M. and Scott, A.J. (2009), "Rethinking human capital, creativity and urban growth", Journal of Economic Geography, Vol. 9 No. 2, pp. 147-167.
  • Tornqvist, G. (1983), "Creativity and the renewal of regional life", in Buttimer, A. (Ed.),Creativity and context: A seminar report, Lund Studies in Geography. B. Human Geography, Gleerup, Lund, Vol. 50, pp. 91-112.
  • UNCTAD. (2010), Creative Economy Report 2010, Paris. Retrieved from http://www.unctad.org/en/docs/ditc20082cer_en.pdf
  • Wallas, G. (1926), The art of thought, Harcourt, Brace and Company.
  • Zheng, J. (2011), "'Creative Industry Clusters' and the 'Entrepreneurial City' of Shanghai", Urban Studies, Vol. 48 No. 16, pp. 3561-3582.
  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (2010), Πράσινη Βίβλος: Απελευθέρωση του δυναμικού των κλάδων του πολιτισμού και της δημιουργικότητας, COM (2010) 183 τελικό, Βρυξέλες.
  • Ιωαννίδης, Σταύρος. (2013), Η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα 2011-12: η εξέλιξη των δεικτών της επιχειρηματικότητας στη διάρκεια της κρίσης, ΙΟΒΕ, Αθήνα.
  • Καλογερέσης, Αθανάσιος and Βογιατζής, Νικόλαος. (2012), "Η Δημιουργική Θεσσαλονίκη ή η Θεσσαλονίκη ως Δημιουργική Πόλη: Μία προσπάθεια Χαρτογράφησης και Τυπολογίας", Οικονομική Κρίση και Πολιτικές Ανάπτυξης και Συνοχής, Presented at the 10ο Τακτικό Επιστημονικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρίας Περιφερειακής Επιστήμης (ERSA-GR),, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
  • Κουρτέσης, Αρτέμης. (2008), "Δημιουργικές Πόλεις και Θεσσαλονίκη: Μία Αρχική Θεώρηση", in Καυκαλάς, Γρηγόρης, Λαμπριανίδης, Λόης and Παπαμίχος, Νίκος (Eds.),Η Θεσσαλονίκη στο Μεταίχμιο: Η Πόλη ως Διαδικασία Αλλαγών, Κριτική, Αθήνα.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.