#Σαλάτα Κωνσταντίνα-Δήμητρα, Πολεοδόμος-Χωροτάκτης Μηχ. (Α.Π.Θ.)
#Γιαννακού Αθηνά, Αναπλ. Καθηγήτρια (υπό τοπ/ση), Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης (Α.Π.Θ)
Η κλιματική αλλαγή αποδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε ανθρώπινες δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα ως επί το πλείστον εντός των ορίων των αστικών περιοχών. Ο τρόπος με τον οποίο οι αστικές περιοχές έχουν σχεδιαστεί και δομηθεί μπορεί να επηρεάσει τα συμβάντα και την ένταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Παρόλο που οι αστικές δραστηριότητες είναι υπαίτιες σε μεγάλο ποσοστό για την εμφάνιση του φαινομένου, οι ίδιες οι αστικές περιοχές απειλούνται από αυτό και αντιμετωπίζουν πολλές από τις επιπτώσεις, όπως πλημμύρες, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, επίδραση της αστικής θερμικής νησίδας, ακραία καιρικά φαινόμενα, περιβαλλοντικά προβλήματα και φτώχεια.
Οι συμπαγείς πόλεις ειδικότερα, οι οποίες θεωρούνται από πολλές απόψεις ως μια βιώσιμη μορφή αστικής ανάπτυξης, αντιμετωπίζουν μια σειρά σύνθετων και σοβαρών προβλημάτων, μεταξύ των οποίων είναι οι υψηλές πυκνότητες, οι υψηλοί κυκλοφοριακοί φόρτοι, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η προβληματική ρυμοτομία, η έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, το παραμελημένο κτιριακό απόθεμα και τα υψηλά ποσοστά φτώχειας, όλα προβλήματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού τόσο στο μετριασμό για τη μείωση των εκπομπών όσο και στην προσαρμογή για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής άρχισε να αναδεικνύεται πρόσφατα στη σχετική βιβλιογραφία, ενώ ο βαθμός αποτελεσματικότητας στη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ρόλο και τη φύση του εκάστοτε συστήματος σχεδιασμού.
Με βάση μια μελέτη περίπτωσης σε έναν από τους Δήμους του συμπαγούς τμήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, η παρούσα εργασία καταγράφει τις πολυδιάστατες σχέσεις μεταξύ χωρικού σχεδιασμού και κλιματικής αλλαγής, με έμφαση στην προσαρμογή.
Μετά από μια σύντομη ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, η εργασία διερευνά ένα ευρύ φάσμα δεδομένων στην περιοχή μελέτης, όπως οι χρήσεις γης, η αστική πυκνότητα, η αστική δομή, κλιματολογικά και μετεωρολογικά στοιχεία, οι ελεύθεροι δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι, καθώς και οι πράσινες και μπλε υποδομές, και αξιολογεί τα προβλήματα και τους μελλοντικούς κινδύνους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας στην περιοχή μελέτης.
Η εργασία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά τις σημαντικές αδυναμίες του ελληνικού συστήματος χωρικού σχεδιασμού, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη αποτελεσματικών μέσων σχεδιασμού, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης της τοπικής αστικής μορφής και του περιβάλλοντος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τελικά να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τη δεκαετία του 1980 και τη δημιουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το 1988, η κλιματική αλλαγή έχει αναδειχθεί ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα της εποχής μας σε διεθνές επίπεδο, κυρίως λόγω των ολοένα αναμφισβήτητων πορισμάτων των εκθέσεων της IPCC (Davoudi et. al, 2009). Εξ ορισμού η κλιματική αλλαγή αποδίδεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο εντός των ορίων των αστικών περιοχών. Οι πόλεις είναι υπεύθυνες για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) (UN, 2007). Την ίδια στιγμή, οι αστικές περιοχές απειλούνται από την κλιματική αλλαγή, καθώς αντιμετωπίζουν πολλές επιπτώσεις της, όπως οι πλημμύρες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η επίδραση της αστικής θερμικής νησίδας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα περιβαλλοντικά προβλήματα και η φτώχεια (World Bank, 2010), καθώς και προβλήματα στις υποδομές της πόλης και στην ιστορική τους αξία (Blakely, 2007:13). Αυτή η ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ αστικών περιοχών και κλιματικής αλλαγής έχει προσελκύσει την προσοχή της σχετικής βιβλιογραφίας, καθώς πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στις πόλεις και έως το 2050 ο δείκτης αυτός αναμένεται να φθάσει περίπου το 70%.
Η αστική μορφή, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οι αστικές περιοχές έχουν σχεδιαστεί και δομηθεί, μαζί με τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής των πολιτών, μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση και την ένταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των συμπαγών πόλεων, οι οποίες είναι ευρέως αποδεκτό ότι αντιπροσωπεύουν μια βιώσιμη αστική μορφή και την πιο κατάλληλη για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (Pizzaro, 2009). Αυτές οι πόλεις αναμένεται να βιώσουν πιο έντονα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής λόγω των χαρακτηριστικών τους, όπως υψηλή πυκνότητα, υψηλοί κυκλοφοριακοί φόρτοι, κυκλοφοριακή συμφόρηση, προβληματική ρυμοτομία, έλλειψη ελεύθερων και πράσινων χώρων, εγκαταλελειμμένο κτιριακό δυναμικό και υψηλά ποσοστά φτώχειας. Τα περισσότερα από αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώνονται κυρίως από τον χωρικό σχεδιασμό και μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο εύκολα από τις τοπικές αρχές σε σχέση με τις εθνικές κυβερνήσεις (Bulkeley και Betsill, 2003), δεδομένου ότι οι πρώτες μπορούν να επικεντρωθούν στα μοναδικά χαρακτηριστικά των περιοχών τους, από τη στιγμή που η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αφορά συνήθως το περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύστημα σχεδιασμού αποτελεί σημαντική συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της λήψης αποφάσεων (Davoudi, 2009, Planning and Climate Change Coalition, 2010, Γιαννακού & Σαλάτα, 2012). Μια χωρική στρατηγική για την κλιματική αλλαγή είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη ότι η δε σύνδεση μεταξύ χωρικού σχεδιασμού, κλιματικής αλλαγής και αειφόρου ανάπτυξης είναι ισχυρότερη μέσα στα όρια των αστικών περιοχών.
Η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για την αστική βιωσιμότητα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή προϋποθέτει ριζικές αλλαγές στον τρόπο που τα κέντρα των πόλεων και τα προάστιά τους έχουν πολεοδομηθεί και τελικά δομηθεί (Blakely, 2007). Ο βαθμός στον οποίο ο χωρικός σχεδιασμός μπορεί να επιτύχει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής εξαρτάται κυρίως από το πόσο ευρέως ορίζεται ο χωρικός σχεδιασμός, καθώς και από το είδος και το επίπεδο των παρεμβάσεων, τα εργαλεία και τους πόρους που είναι διαθέσιμα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα σχεδιασμού (Davoudi et al., 2009). Ο χωρικός σχεδιασμός και ειδικότερα ο σχεδιασμός των χρήσεων γης θεωρούνται ως ένα ισχυρό εργαλείο για την επίτευξη της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής (Blakely, 2007), καθώς τα αποτελέσματά του διαμορφώνουν τα χωρικά πρότυπα για τις δραστηριότητες των σημερινών και των μελλοντικών γενεών. Συνεπώς, η συγκεκριμένη εργασία ασχολείται με το ερώτημα κατά πόσον και με ποιους τρόπους είναι δυνατόν να διαχειριστούμε μια υπάρχουσα συμπαγή πόλη, προκειμένου να καταστεί ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή. Για το σκοπό αυτό, επιχειρείται να διατυπωθεί μια στρατηγική προσαρμογής σε έναν από τους Δήμους του συμπαγούς τμήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο Δήμο Καλαμαριάς, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών μιας συμπαγούς περιοχής.
2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η ανάλυση της περιοχής μελέτης βασίστηκε σε τρεις κατηγορίες δεδομένων, τα δεδομένα βάσης (πληθυσμός και δημογραφικά δεδομένα), τα δεδομένα κατάστασης κλίματος/περιβάλλοντος (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, υγρασία, άνεμοι, στάθμης της θάλασσας, αέριοι ρύποι) και τα δεδομένα πολεοδομικής δομής (ρυμοτομία, χρήσεις γης, πυκνότητα, ανοικτοί χώροι).
2.1. Δεδομένα βάσης και δεδομένα κατάστασης
Ο Δήμος Καλαμαριάς βρίσκεται στο νοτιοανατολικό και παραλιακό τμήμα του συμπαγούς Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και έχει συνολικό πληθυσμό 90.096 κατοίκους. Κατά την περίοδο 1971-2011, ο Δήμος παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τάση που οδήγησε σε αυξημένη πίεση στους πόρους (γη, ενέργεια και νερό), μεγαλύτερη ανάγκη για μετακινήσεις, υψηλότερες πυκνότητες κ.ά., όλα χαρακτηριστικά που εντείνουν την κλιματική αλλαγή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εξαρτώνται από το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση και την κοινωνική τάξη (IPCC, 2012), οι κύριες τάσεις όσον αφορά στις ευάλωτες ομάδες είναι οι εξής: ο γυναικείος πληθυσμός υπερτερεί του αντρικού, υπάρχει σαφής ποσοστιαία μείωση της ηλικιακής ομάδας 0-14 ετών, ενώ οι ηλικιακές ομάδες 65 ετών και άνω, αν και κατέχουν μικρά ποσοστά, εμφανίζουν σημαντική αυξητική τάση. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο Δήμος Καλαμαριάς έχει έναν υψηλό βαθμό ευαισθησίας όσον αφορά στην προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθώς διαθέτει μεγαλύτερο μερίδιο γυναικών και ηλικιωμένων, ομάδες ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που θεωρείται ότι μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτές με μεγαλύτερη δυσκολία (ΕΕΑ, 2012).
Αναφορικά με τα δημογραφικά δεδομένα, ο Δήμος αποτελεί μια περιοχή μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, με υψηλότερο ποσοστό ατόμων με ανώτερα επαγγέλματα και ένα χαμηλότερο ποσοστό ανειδίκευτων εργατών. Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει, από τη μια πλευρά, ότι οι κάτοικοι ενδεχομένως διαθέτουν συνήθειες επιβλαβείς για το περιβάλλον (υψηλή κυριότητα και χρήση του Ι.Χ., υψηλή κατανάλωση ενέργειας κλπ.) και, αφετέρου, ότι είναι πιο πιθανό να προσαρμοστούν σε νέες και πιο αποδοτικές τεχνολογίες από τους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα (Blakely, 2007). Παράλληλα, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων συνιστά μια παράμετρο ότι είναι σε θέση να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να είναι πιο ανοιχτοί σε νέες εναλλακτικές λύσεις και περισσότερο πρόθυμοι να συμμετέχουν σε συλλογικές δράσεις.
Από γεωγραφική άποψη, η Καλαμαριά έχει ένα εκτεταμένο παραλιακό μέτωπο, με συνολική ακτογραμμή περίπου 5,5χλμ., ενώ ανατολικά διατρέχεται από την Ανατολική Περιφερειακή Τάφρο (Π.Τ.), η οποία παρέχει αντιπλημμυρική προστασία. Το κλίμα είναι μεσογειακό, με κρύους και βροχερούς χειμώνες και ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ενώ ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στην περιοχή μελέτης είναι η υψηλή υγρασία. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, από το 1951 η θερμοκρασία στη Θεσσαλονίκη έχει αυξηθεί, μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί, καθιστώντας το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας δύο από τα πιο κρίσιμα προβλήματα. Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι η υγρασία στην ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί, ενώ τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη έχει γίνει πιο άνυδρη και οι ετήσιες βροχοπτώσεις έχουν περιοριστεί σημαντικά και έχουν έγιναν πιο ραγδαίες (ΥΠΕΧΩΔΕ, 2002), στοιχεία που ενισχύουν την πιθανότητα ξαφνικής πλημμύρας. Η μέση ετήσια ταχύτητα του ανέμου είναι σχετικά αδύναμη και ανέρχεται στα 5,5Kt και η διεύθυνσή του είναι βορειοδυτική. Παράλληλα, ο ρυθμός ανόδου της στάθμης της θάλασσας στην πόλη της Θεσσαλονίκης είναι υψηλότερος (4.0mm/year) συγκριτικά με τον παγκόσμιο μέσο όρο (1-2mm/year). Τέλος, όσον αφορά τα δεδομένα σχετικά με τη ρύπανση του αέρα, ο Δήμος Καλαμαριάς παρουσιάζει υπερβάσεις μόνο στις τιμές συγκέντρωσης διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) και αιωρούμενων σωματιδίων (PM10). Κύριοι λόγοι αυτής της κατάστασης θεωρούνται η αυξημένη κυκλοφορία και η χρήση κεντρικής θέρμανσης.
2.2. Δεδομένα πολεοδομικής δομής
Η ρυμοτομία χαρακτηρίζεται από αρκετές κάθετες προς τη θάλασσα οδούς, ενώ η περιοχή είναι δομημένη με σχετικά χαμηλά κτίρια (4-5 ορόφων), χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την απρόσκοπτη ροή των βορειοδυτικών ανέμων και τον επαρκή αερισμό. Ωστόσο, υπάρχουν τμήματα όπου η αστική μορφή και η θέση των κτιρίων δημιουργούν ένα «τείχος» που εμποδίζει την απρόσκοπτη διέλευση του αέρα με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ευάλωτη περιοχή (Σχήμα 1). Σε αυτή την περιοχή ο ακατάλληλος και ανεπαρκής αερισμός, η υψηλή θερμοκρασία, τα οικοδομικά υλικά (τα οποία εκπέμπουν θερμότητα και έτσι συμβάλουν στην περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας) και οι υψηλές πυκνότητες (καθαρή πυκνότητα συχνά πάνω από 400 κατ./Ha) συμβάλλουν στην ένταση του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας και της αστικής χαράδρας. Τα φαινόμενα αυτά εντείνονται από τους στροβιλισμούς του αέρα που δημιουργείται ανάμεσα στους δρόμους, λόγω της υψηλής αναλογίας του ύψους των κτιρίων ως προς το πλάτος των οδών, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται μεταξύ των κτιρίων θερμότητα και αέριοι ρύποι.
Σχήμα 1. Ευάλωτη περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς
Όπως έχει αποδειχθεί, οι εμπορικές χρήσεις και οι χρήσεις αναψυχής και τουρισμού δημιουργούν μεγαλύτερη κυκλοφοριακή πίεση στις αστικές περιοχές από τις υπόλοιπες χρήσεις γης. Στην περιοχή μελέτης προκύπτει ότι οι υφιστάμενες χρήσεις αναψυχής και τουρισμού χωροθετούνται, ως επί το πλείστον, στο παραλιακό μέτωπο. Η περιοχή αυτή είναι καλά αεριζόμενη και συνεπώς οι χρήσεις αυτές δεν δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Αντιθέτως, οι κεντρικές λειτουργίες και τα τοπικά κέντρα εντοπίζονται κυρίως εντός της ευάλωτης περιοχής, ασκώντας ακόμα μεγαλύτερη πίεση σε αυτήν. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αυξημένοι κυκλοφοριακοί φόρτοι και κατά συνέπεια η αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή αερισμό θα οδηγήσουν στην ένταση του φαινομένου της αστικής χαράδρας. Άλλα προβλήματα που αφορούν τον τομέα των μεταφορών σχετίζονται με τη στάθμευση, την κακή κατάσταση των πεζοδρομίων και την έλλειψη ενός ελκυστικού, συνεκτικού, ολοκληρωμένου και καλά σχεδιασμένου δικτύου πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων. Ακόμα, παρόλο που ο Δήμος εξυπηρετείται από αρκετές λεωφορειακές γραμμές, με σχετικά καλή συχνότητα, οι περισσότερες διαθέτουν πολύ υψηλές τιμές μέσης πληρότητας, που υποδεικνύει πολύ υψηλή πληρότητα κατά τις ώρες αιχμής με επιβατικό συνωστισμό, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η χρήση των δημοσίων μέσων μεταφοράς.
Όσον αφορά στους πράσινους και ελεύθερους χώρους, παρατηρείται ότι είναι διάσπαρτοι μέσα στον αστικό ιστό και έχουν μάλλον μικρό μέγεθος. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι ένας αριθμός των χώρων που προβλέπονται από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο ως χώροι πρασίνου και ιδιαίτερα δύο από τους μεγαλύτερους (υφιστάμενοι ή παλαιοί χώροι στρατοπέδων) δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί ως τέτοιοι χώροι. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ενός δικτύου ελεύθερων και πράσινων χώρων όπως και η διασύνδεσή τους με μπλε υποδομές, προκειμένου να βελτιωθεί η ροή και η ανανέωση του αέρα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα, όπως ένταση της αστικής θερμικής νησίδας και τοπικές πλημμύρες ως συνέπεια έντονων και ραγδαίων βροχοπτώσεων και υπερχείλισης των υπονόμων.
Σημαντική πράσινη ζώνη αποτελεί το παραλιακό μέτωπο του Δήμου, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και ως φυσική μπλε υποδομή. Μια δεύτερη ζώνη είναι η Π.Τ., βασικός συλλεκτήρας ομβρίων υδάτων της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, η οποία λειτουργεί ως φυσικό οικοσύστημα στην άκρη του συμπαγούς τμήματος της πόλης και σχηματίζει ένα μακρύ πράσινο διάδρομο που συνδέει τα φυσικά στοιχεία (βουνό, θάλασσα, ρέματα) της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η Π.Τ. αντιμετωπίζει σήμερα αρκετά προβλήματα υποβάθμισης.
Η αποτελεσματική διαχείρισή της μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του αστικού μικροκλίματος, όχι μόνο στην περιοχή μελέτης, αλλά σε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο Δήμος διαθέτει πολλούς ιδιωτικούς χώρους πρασίνου (αυλές και ακάλυπτους χώρους), οι περισσότεροι από τους οποίους χρησιμοποιούνται είτε ως χώροι στάθμευσης ή ως ιδιωτικοί χώροι πρασίνου, καθώς και πλούσια βλάστηση με πολλά δένδρα στα πεζοδρόμια. Σε πολλά οικοδομικά τετράγωνα οι ακάλυπτοι χώροι είναι ευάεροι και/ή ενοποιημένοι, και έχουν πρόσβαση από τις οδούς, προσφέροντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αδόμητες ή εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και τους ιδιωτικούς χώρους πρασίνου, τη δυνατότητα δημιουργίας πράσινων διαδρόμων. Αυτοί οι ιδιωτικοί χώροι πρασίνου μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της αστικής ποιότητας, παρέχοντας σκιά και ψύξη και επιτρέποντας τον αερισμό, στοιχείο που ενισχύει την πιθανότητα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
3. ΜΙΑ ΧΩΡΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
3.1. Η συνολική στρατηγική προσαρμογής
Βάσει των Ευρωπαϊκών πολιτικών για το αστικό περιβάλλον και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης (προβλήματα, ευκαιρίες και προοπτικές) και τους τελικούς επιθυμητούς στόχους, είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο για μια χωρική στρατηγική με σκοπό την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός για τις τοπικές αρχές, έτσι ώστε να συμμετέχουν πιο αποτελεσματικά στη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Η στρατηγική αυτή, που παρουσιάζεται συνοπτικά παρακάτω, αποτελείται από τέσσερις γενικούς τομείς παρέμβασης: την αειφόρο αστική διαχείριση, τον αειφόρο πολεοδομικό σχεδιασμό, τις αειφόρες μεταφορές και την αειφόρο δόμηση.
Αειφόρος αστική διαχείριση: Κάθε στρατηγική για την αειφόρο αστική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, προϋποθέτει τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών στη λήψη αποφάσεων και την ενημέρωση και εκπαίδευσή τους σχετικά με τις πολιτικές και τα μέτρα προσαρμογής (με εργαστήρια, πλατφόρμες επικοινωνίας, ενθάρρυνση της δημιουργίας ομάδων πολιτών κλπ.). Μια τέτοια στρατηγική μπορεί να διαμορφώσει νέες συμπεριφορές ή νέα κοινωνικά πρότυπα, αυξάνοντας την ευαισθητοποίηση και διευκολύνοντας την προσαρμοστική ικανότητα της κοινότητας. Απαραίτητη είναι η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών αρχών και των πολιτών, αλλά και της συνεργασίας τους με υψηλότερα επίπεδα λήψης αποφάσεων.
Αειφόρος πολεοδομικός σχεδιασμός: Εξαιρετικής σημασίας είναι η διατήρηση και προστασία όλων των υφιστάμενων και θεσμοθετημένων χώρων πρασίνου και ελεύθερων χώρων, με παράλληλη απαγόρευση οποιασδήποτε περαιτέρω (μόνιμης) δόμησης στο παραλιακό μέτωπο και μετεγκατάσταση ορισμένων δομημένων χρήσεων σε άλλη θέση. Ταυτόχρονα, ένα δίκτυο χώρων πρασίνου σε συνδυασμό με άλλους ελεύθερους (δημόσιους ή ιδιωτικούς) χώρους μπορεί να συνδέσει το παραλιακό μέτωπο με τους μεγάλους χώρους των στρατοπέδων που προβλέπονται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως χώροι πρασίνου και μέσω της Π.Τ. με το δάσος-πάρκο της Θεσσαλονίκης. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να διαμορφωθεί ένας διάδρομος πρασίνου, ο οποίος -σε συνδυασμό με τη δημιουργία μπλε υποδομών- μπορεί να βοηθήσει την κίνηση των αερίων μαζών εντός της συμπαγούς αστικής περιοχής, επιτρέποντας έτσι την ψύξη και ουσιαστικά την αντιμετώπιση της αστικής θερμικής νησίδας και της αστικής χαράδρας, παράλληλα με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Άλλα οφέλη θα είναι η προστασία από τις πλημμύρες και τις παράκτιες καταιγίδες, καθώς οι πράσινες υποδομές μπορούν να απορροφήσουν περισσότερα όμβρια ύδατα, να μειώσουν το φόρτου στο σύστημα αποχέτευσης της πόλης και να συμβάλλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Μπορούν επίσης να συμβάλουν σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και έτσι στον περιορισμό τους, δεδομένου ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως δεξαμενές άνθρακα. Για να ενισχυθεί το πράσινο στοιχείο μπορούν να διευρυνθούν οι ήδη υφιστάμενες πράσινες νησίδες που σχηματίζονται κατά μήκος των οδών και να δημιουργηθούν νέες, καθώς και να ενθαρρύνεται η φύτευση των πεζοδρομίων.
Αειφόρες μεταφορές: Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα μιας συμπαγούς πόλης με μεικτές χρήσεις γης, όπως είναι η περιοχή μελέτης, είναι οι μικρές αποστάσεις μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών και χρήσεων. Έτσι, μπορεί εύκολα να δοθεί προτεραιότητα στα δημόσια και στα ήπια μέσα μεταφοράς. Οι ποδηλατόδρομοι και το δίκτυο πεζοδρόμων μπορούν να αποτελούν μέρος του πράσινου διαδρόμου, ενώ η χρήση των ήπιων μέσων μεταφοράς μπορεί με τη σειρά της να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Άλλα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα σε συμπαγείς περιοχές για να επιτευχθεί η αποθάρρυνση της χρήσης των ιδιωτικών αυτοκινήτων είναι τα όρια ταχύτητας ή άλλα μέτρα ήπιας κυκλοφορίας και η οικολογική οδήγηση.
Αειφόρος δόμηση: Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός θα πρέπει να ενθαρρύνεται για κάθε νέο κτίριο, συμπεριλαμβανομένων της θέσης και του προσανατολισμού του, ώστε να μεγιστοποιούνται τα οφέλη από τις τοπικές συνθήκες, όπως ο φυσικός αερισμός και φωτισμός. Ο περιβάλλων χώρος των νέων και υφιστάμενων κτιρίων προτείνεται να φυτεύεται υποχρεωτικά κατά τα 2/3 της έκτασής του και μόνον το υπόλοιπο μέρος να καλύπτεται με "ψυχρά" υλικά. Οι πράσινες στέγες και προσόψεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην εξοικονόμηση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη, στην απορρόφηση των ατμοσφαιρικών ρύπων και της σκόνης, στη βελτίωση του μικροκλίματος και του αερισμού του αστικού χώρου. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τον προτεινόμενο διάδρομο πρασίνου, μικρά οικοσυστήματα μπορούν να δημιουργηθούν εντός των δομημένων οικοδομικών τετραγώνων.
3.2. Λεπτομερής πολεοδομικός σχεδιασμός στην ευάλωτη ζώνη
Ίσως η μεγαλύτερη δυσκολία σε μια συμπαγή, πυκνοδομημένη πόλη, με υψηλές τιμές γης, είναι το πώς να επανασχεδιαστούν τα προβληματικά τμήματα του αστικού ιστού, αποφεύγοντας όμως μεγάλες και δαπανηρές παρεμβάσεις. Αυτό το πρόβλημα οξύνεται σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής αδυναμίας λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε στην παρούσα εργασία είναι η εξής: Πρώτον, καθορίστηκαν τα όρια της ευάλωτη ζώνης, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω (Σχήμα 1). Δεύτερον, σε αυτή τη ζώνη διεξήχθη επιτόπια αυτοψία με σκοπό να καταγραφούν λεπτομερώς όλοι οι υφιστάμενοι δημόσιοι και ιδιωτικοί ελεύθεροι και πράσινοι χώροι, οι μη δομημένες εκτάσεις, οι μπλε υποδομές, οι χρήσεις γης, τα χαρακτηριστικά του οδικού δικτύου και η κυκλοφοριακή κατάσταση. Στη συνέχεια, αξιολογήθηκαν η διαθεσιμότητα των ανοικτών πράσινων χώρων, τα προβλήματα που σχετίζονται με τον ανεπαρκή αερισμό, τα κυκλοφοριακά προβλήματα και ο βαθμός κινδύνου από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Βάσει αυτής της αξιολόγησης προσδιορίστηκαν τμήματα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Για αυτά τα τμήματα, μια δεύτερη αξιολόγηση ακολούθησε σχετικά με τις δυνατότητες και ευκαιρίες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στα πλαίσια των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Με βάση αυτή την αξιολόγηση ανασχεδιάστηκε το ρυμοτομικό σχέδιο και διαμορφώθηκε μια πρόταση αναθεώρησης του ισχύοντος σχεδίου. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι όλες οι αλλαγές που προτείνονται στο νέο ρυμοτομικό σχέδιο μπορούν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο των υφιστάμενων διατάξεων του ελληνικού συστήματος σχεδιασμού.
Ένα παράδειγμα ενός τέτοιου προβληματικού τμήματος στην ευάλωτη ζώνη παρουσιάζεται στα Σχήματα 2 και 3 και αφορά μια περιοχή κοντά στο παραθαλάσσιο μέτωπο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα αυτό περιλαμβάνει και το παραλιακό μέτωπο, μια περιοχή που δεν αποτελεί τμήμα της ευάλωτης ζώνης, αλλά ο επανασχεδιασμός του προσφέρει τη δυνατότητα να εκπληρωθούν οι στόχοι και τα αναμενόμενα αποτελέσματα της στρατηγικής για την προσαρμογή. Ένας από τους κύριους στόχους του νέου σχεδιασμού είναι, κατά μήκος του παραλιακού μετώπου, να δημιουργηθεί ένας συνεχής, συνεκτικός και γραμμικός χώρος πρασίνου. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να προσφερθεί προστασία από την αναμενόμενη αύξηση της στάθμης της θάλασσας και να επιτρέπεται η ανεμπόδιστη ροή του αέρα εντός της αστικής περιοχής, γεγονός το οποίο θα ενισχύσει την αστική ψύξη. Ως εκ τούτου, μία από τις προτάσεις είναι να αποφευχθεί η περαιτέρω δόμηση στο παραλιακό μέτωπο και να ενταθούν μόνο οι χρήσεις γης των χώρων πρασίνου και του αθλητισμού. Οι ελεύθεροι και πράσινοι χώροι προτείνεται να διατηρηθούν αλλά να επανασχεδιαστούν με βάση τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Επιπλέον, όλες οι ευπαθείς χρήσεις -όπως ένα σχολικό κτίριο που υπάρχει στην περιοχή- ενθαρρύνεται να μεταφερθούν μακροπρόθεσμα σε δημόσιους χώρους εντός της κατοικημένης περιοχής και παράλληλα οι υφιστάμενοι χώροι να μετατραπούν σε χώρους πρασίνου. Όσον αφορά στο μόνο δομημένο με κτίριο κατοικιών οικοδομικό τετράγωνο στο παραλιακό μέτωπο, προτείνεται η υποχρεωτική διατήρηση των ακάλυπτων χώρων μεταξύ τους και ουσιαστικά η απαγόρευση οποιασδήποτε δόμησης σε αυτούς, με σκοπό τη διέλευση του αέρα μέσω αυτών.
Στο υπόλοιπο τμήμα της περιοχής, απαραίτητη είναι η προστασία και η διατήρηση των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων, των χώρων πρασίνου και των πεζοδρόμων, παράλληλα με τη δημιουργία νέων και την ενσωμάτωση όλων αυτών των στοιχείων σε ένα δίκτυο. Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός των χώρων αυτών πρέπει, επίσης, να ενθαρρυνθεί. Ορισμένα μικρά κτίρια μπορούν να κατεδαφιστούν ή να δομηθούν στην ίδια έκταση σε διαφορετική θέση, προκειμένου να μην εμποδίζουν την ελεύθερη ροή του αέρα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε σε συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα των οποίων η τρέχουσα διάταξη δημιουργεί προβλήματα στη ροή του αέρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ακάλυπτοι χώροι ανασχεδιάζονται ως υποχρεωτικοί ιδιωτικοί χώροι πρασίνου με στόχο τη δημιουργία πράσινων διαδρόμων για τη διευκόλυνση αυτής της ροής.
Σχήμα 2. Υφιστάμενη κατάσταση σε επιλεγμένο τμήμα της ευάλωτης ζώνης - Αξιολόγηση
Σχήμα 3. Πρόταση ανασχεδιασμού σε επιλεγμένο τμήμα της ευάλωτης ζώνης
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι σχέσεις μεταξύ αστικής μορφής και κλιματικής αλλαγής είναι ακόμα ένα υπο-διερεύνηση ζήτημα στη σχετική βιβλιογραφία, καθώς και στο χωρικό σχεδιασμό. Οι συμπαγείς πόλεις είναι ευρέως αποδεκτές ως μια βιώσιμη μορφή αστικής ανάπτυξης, από τη στιγμή που η μορφή αυτή επιτρέπει την εφαρμογή ευρύτερων στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης (λιγότερη πίεση στους φυσικούς πόρους, μικρότερες αποστάσεις και μικρότερες ανάγκες για μετακίνηση, ευκολότερη χρήση των δημόσιων και ήπιων μέσων μεταφοράς κλπ.). Ωστόσο, οι συμπαγείς πόλεις αντιμετωπίζουν μια σειρά από σοβαρά προβλήματα, όπως υψηλοί κυκλοφοριακοί φόρτοι, συμφόρηση, έλλειψη ελεύθερων και πράσινων χώρων, παραμελημένο κτιριακό απόθεμα, όλα ζητήματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Δεδομένου ότι αυτή η αστική μορφή συνήθως εντοπίζεται στα παλαιότερα τμήματα των μεγαλύτερων μητροπολιτικών περιοχών, ο σχεδιασμός και ανασχεδιασμός τους σε όλα τα επίπεδα είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Η παρούσα εργασία προσπάθησε να αποδείξει ότι, παρά τα κρίσιμα προβλήματα των συμπαγών πόλων, όπως στην περίπτωση πολλών ελληνικών πόλων, και παρά τις ανεπάρκειες του συστήματος σχεδιασμού, ειδικά όσον αφορά στη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών εργαλείων σχεδιασμού, υπάρχει ακόμα περιθώριο για τη βελτίωση της τοπικής αστικής μορφής και του περιβάλλοντος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και, τελικά, να βελτιωθεί η ποιότητας ζωής.
Όπως καταδεικνύει η μελέτη στο Δήμο Καλαμαριάς, η συμπαγής πόλη είναι ένας τόπος που αντιμετωπίζει μια σειρά από επιπτώσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αλλά παράλληλα προσφέρει και ευκαιρίες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Συνεπώς, είναι εφικτή η διαμόρφωση μια αποτελεσματικής στρατηγικής προσαρμογής προσανατολισμένης στο τοπικό επίπεδο και στα ειδικά χαρακτηριστικά του συμπαγούς αστικού ιστού, η οποία παράλληλα με τη γενικότερη επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να συμβάλει, σε κάποιο βαθμό, και στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Η στρατηγική αυτή αφορά τόσο σε ένα σύνολο περισσότερων κατευθυντήριων εργαλείων, όσο και σε λεπτομερή πολεοδομικό σχεδιασμό. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί η έλλειψη επαρκών δεδομένων για τις σχέσεις της συμπαγούς πόλης με την κλιματική αλλαγή, τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να εντοπιστούν τα πραγματικά προβλήματα που επιφέρει η κλιματική αλλαγή και να διαμορφωθούν οι κατάλληλες πολιτικές. Τέλος, υπάρχει ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο εθνικό πλαίσιο που να προσδιορίζει με ποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή στις διάφορες κλίμακες σχεδιασμού και πώς πρέπει να αναθεωρούνται ή να τροποποιούνται τα υπάρχοντα χωρικά σχέδια για το σκοπό αυτό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Blakely, E. J., 2007, “Urban Planning for Climate Change”, Working Paper [online], Lincoln Institute of Land Policy, διαθέσιμο από: < http://masgc.org/climate/cop/Documents/UP.pdf > [9 Απριλίου 2011].
2. Bulkeley, H. & Betsill, M. 2003, Cities and Climate Change: Urban Sustainability and Global Environmental Governance, Routledge, London.
3. Davoudi, S., 2009, Framing the Role of Spatial Planning in Climate Change [online], διαθέσιμο από: < http://www.ncl.ac.uk/guru/publications/working/documents/EWP43.pdf> [9 Αυγούστου 2011].
4. Davoudi, S., Crawford, J. & Mehmood. A. (eds.), 2009, Planning for Climate Change: Strategies for Mitigation and Adaptation for Spatial Planners, Earthscan, London.
5. European Environment Agency, 2012, Urban adaptation to climate change in Europe: Challenges and opportunities for cities together with supportive national and European policies [online], διαθέσιμο από: <http://www.eea.europa.eu/highlights/publications/urban-adaptation-to-climate-change> [8 Σεπτεμβτίου 2012].
6. IPCC, 2012, Managing the Risks of Extreme Events and Disasters to Advance Climate Change Adaptation. A Special Report of Working Groups I and II of the Intergovernmental Panel on Climate Change [Field, C.B., V. Barros, T.F. Stocker, D. Qin, D.J. Dokken, K.L. Ebi, M.D. Mastrandrea, K.J. Mach, G.-K. Plattner, S.K. Allen, M. Tignor, and P.M. Midgley (eds.)]. Cambridge University Press, Cambridge.
7. Pizzaro, R., 2009, “Urban Form and Climate Change: Towards Appropriate Development Patterns to Mitigate and Adapt to Global Warming”, in Planning for Climate Change: Strategies for Mitigation and Adaptation for Spatial Planners, eds. Davoudi, S., Crawford, J. & Mehmood. A., Earthscan, London, pp. 33-45.
8. Planning & Climate Change Coalition, 2010, Planning for Climate Chang–Guidance and Model Policies for Local Authorities, Town and Country Planning Association, London.
9. UN, 2007, City planning will determine pace of global warming [online], διαθέσιμο από: <http://www.un.org/News/Press/docs/2007/gaef3190.doc.htm> [4 Ιανουαρίου 2012].
10. World Bank, 2010, Cities and Climate Change: An Urgent Agenda, vol. 10, [online], διαθέσιμο από: <http://siteresources.worldbank.org/INTUWM/Resources/340232-1205330656272/CitiesandClimateChange.pdf> [10 Αυγούστου 2011].
11. Γιαννακού Α. & Σαλάτα Κ.-Δ, 2012, “Η κλιματική αλλαγή στον χωρικό σχεδιασμό: Μαθήματα από τη σύγκριση του Αγγλικού και του Ελληνικού συστήματος σχεδιασμού”, Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου Συνέδριου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, pp. 1333-1339.
12. Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2002, 3η εθνική έκθεση της σύμβασης-πλαίσιο των Ενωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, Αθήνα.
*Τίτλος πρωτοτύπου: Salata K.-D. and Yiannakou A. 2013. Spatial planning for adapting urban areas to climate change: Issues raised from a case study in the city ofThessaloniki . 13th International Conference on Environment, Science and
Technology (CEST2013), Athens
5-7/09/2013
*Τίτλος πρωτοτύπου: Salata K.-D. and Yiannakou A. 2013. Spatial planning for adapting urban areas to climate change: Issues raised from a case study in the city of
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.