#Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Συγγραφέας :ΑΥΔΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
"Μία από τις πρώτες ίσως αντιδράσεις στο άκουσμα του όρου «πολιτιστική βιομηχανία» είναι η άρνηση ότι ο πολιτισμός είναι εμπόρευμα. Το βασικό θέμα ωστόσο είναι το κατά πόσο ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα αφήνεται στις δυνάμεις της αγοράς, ή υπάρχει μια στοχευμένη δημόσια πολιτική που προστατεύει την δημιουργία.
Στην Ελλάδα, η πολιτιστική πολιτική δεν είχε σχεδόν ποτέ σαφείς στόχους και κριτήρια, ενώ κυρίαρχη υπήρξε ανέκαθεν η εμμονή με την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνήθως λειτουργεί και ως «προϊόν» για τη τουριστική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι ο σύγχρονος πολιτισμός υπήρξε υποβαθμισμένος και οι λιγοστές πολιτικές για τη σύγχρονη δημιουργία υπήρξαν αποσπασματικές και δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες της εγχώριας πολιτιστικής παραγωγής.
Επιχειρώντας μια λεπτομερή ανάλυση των οικονομικών χαρακτηριστικών των κλάδων πολιτισμού και δημιουργικότητας στην Ελλάδα, το βιβλίο αυτό εισάγει τον αναγνώστη στα θεωρητικά παραδείγματα των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών, όπως και στις κυρίαρχες πολιτικές που υπάρχουν για τη στήριξή τους.
Παράλληλα, αναδεικνύει το ζήτημα της άνισης πολιτιστικής ανάπτυξης που παρατηρείται μεταξύ της Αθήνας και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων και εξετάζει τις γεωγραφικές συσπειρώσεις των δημιουργικών βιομηχανιών στην Αθήνα.
Αν και η οικονομική συνεισφορά των πολιτιστικών και δημιουργικών επιχειρήσεων στην εθνική οικονομία και ο αριθμός των εργαζομένων αποτελούν σημαντικά μεγέθη, μέχρις στιγμής έχουν γίνει πολύ λίγες μελέτες και έρευνες για τη σημασία των κλάδων πολιτισμού και δημιουργικότητας στην Ελλάδα. Η μελέτη του Βασίλη Αυδίκου έρχεται να καλύψει αυτό το κενό, δημιουργώντας μια αρχική βάση δεδομένων, ενώ ταυτόχρονα δίνει το έναυσμα για διάφορες συζητήσεις για την οικονομική συμπεριφορά των κλάδων αυτών αλλά και για τις στρατηγικές χωροθέτησής τους."
Ο Βασίλης Αυδίκος γεννήθηκε το 1979 στην Πρέβεζα. Σπούδασε στον Πειραιά, στη Γλασκώβη και στο Σέφιλντ. Είναι εκλεγμένος λέκτορας στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πάντειου Πανεπιστήμιου, ενώ έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας (ΑΠΘ, ΑΣΟΕΕ, Χαροκόπειο, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ΣΣΕ). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι η δημιουργική οικονομία, η σχέση χώρου – ιδεολογίας και η περιφερειακή ανάπτυξη και πολιτική.
Διαβάστε την εισαγωγή του Βιβλίου
Ο όρος πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες ή κλάδοι πολιτισμού και δημιουργικότητας (στο εξής ΚΠΔ) συνήθως περιλαμβάνει τις βιομηχανίες των εκδόσεων και εκτυπώσεων, την αρχιτεκτονική και το ειδικευμένο σχέδιο (design), την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, την παραγωγή μουσικής και κινηματογραφικών ταινιών, τις αναπαραστατικές και εικαστικές τέχνες, την παραγωγή διαφημίσεων, τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, τη φωτογραφία και την παραγωγή λογισμικού. 'Ετσι, μπορεί να περιλαμβάνει αμιγώς πολιτιστικά αγαθά, αλλά και αγαθά τα οποία είναι προϊόντα μιας ευρύτερης δημιουργικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών είναι ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγουν αποτελούν
(α) σύμβολα που
(β) προστατεύονται από νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Τέτοια αγαθά μπορεί να είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα διαφημιστικό μήνυμα, ένα βιβλίο, μια κινηματογραφική ταινία, μια υπηρεσία εσωτερικής διακόσμησης, ένα μουσείο κ.ά. Κάθε αγαθό ή υπηρεσία των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών έχει μια άμεση οικονομική αξία (όπως η τιμή του αγαθού, η τιμή του εισιτηρίου σε μια θεατρική παράσταση κ.λπ.). Αλλά και ως σύμβολα, τα αγαθά αυτά παράγουν διάφορες έμμεσες αξίες, που είναι πολλές φορές αδύνατο να υπολογιστούν με οικονομικούς όρους.
Για παράδειγμα, το μουσείο της Ακρόπολης, πέρα από την μεγάλη μουσειακή του αξία, αποτελεί ένα έργο ναυαρχίδα για την πόλη της Αθήνας, το οποίο επαναπροσδιόρισε τη θέση της στον διεθνή τουριστικό χάρτη, προσθέτοντας μεγαλύτερη αξία στο τουριστικό προϊόν της πόλης.
Οι δύο κύριοι στόχοι του βιβλίου είναι, αφενός, να διερευνήσουμε την πολιτιστική και δημιουργική παραγωγή στην Ελλάδα μέσα από το θεωρητικό πρίσμα των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών και, αφετέρου, να εξετάσουμε την οικονομική συνεισφορά των ΚΠΔ στο εθνικό και περιφερειακό χωρικό επίπεδο, την αγορά εργασίας και τις γεωγραφικές συγκεντρώσεις των ΚΠΔ. Στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση οι δημιουργικές βιομηχανίες παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στις διαδικασίες οικονομικής μεγέθυνσης των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών, αφού αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία δέκα χρόνια, απασχολούν πάνω από 8 εκ. εργαζομένους και οι περίπου 1,5 εκ. πολιτιστικές και δημιουργικές επιχειρήσεις έχουν κύκλο εργασιών περίπου 650 δις. ευρώ. 'Οπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα συνεισφέρουν περί-που 3% στο ΑΕΠ, έχοντας κύκλο εργασιών 11,7 δισ. ευρώ (2006), ενώ απασχολούν 110.000 εργαζομένους (α' τρίμηνο 2013), που αντιστοιχούν στο 3% των εργαζομένων στην Ελλάδα. Ειδικά, η περιφέρεια της Αττικής συνεισφέρει το 85% της συνολικής παραγωγής των ΚΠΔ στην Ελλάδα.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση αναδιαμόρφωσε τις συμβολικές αγορές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μέσω της δραστικής μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού στις μεγάλες δημιουργικές επιχειρήσεις και της ταυτόχρονης αύξησης του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων. Μια άλλη τάση ήταν η μείωση των επιχειρήσεων σε παραδοσιακούς δημιουργικούς κλάδους, όπως αυτοί των εκτυπώσεων και των εκδόσεων, και η ταυτόχρονη αύξησή τους στους νέους και περισσότερο καινοτόμους κλάδους της παραγωγής λογισμικού και ειδικευμένου σχεδίου (web design, βιομηχανικού σχεδίου, σχεδίου μόδας κ.λπ).
Αν και η οικονομική συνεισφορά των πολιτιστικών και δημιουργικών επιχειρήσεων στην εθνική οικονομία και ο αριθμός των εργαζομένων αποτελούν σημαντικά μεγέθη, μέχρι στιγμής έχουν γίνει πολύ λίγες μελέτες και έρευνες για τη σημασία των ΚΠΔ στην Ελλάδα. Το βιβλίο φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό, αφενός δημιουργώντας μια αρχική βάση δεδομένων για διάφορα μεγέθη και, αφετέρου, επιχειρώντας να δώσει το έναυσμα για διάφορες συζητήσεις τόσο για την οικονομική συμπεριφορά των κλάδων αυτών (μέσα μάλιστα στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης), όσο και για τις στρατηγικές χωροθέτησης των ΚΠΔ, για τις ενδοκλαδικές και διακλαδικές συνδέσεις τους, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους οι δημιουργικές βιομηχανίες δημιουργούν διάφορες άλλες (προστιθέμενες) αξίες για βιομηχανίες όπως η αγορά ακινήτων και ο τουρισμός. Οι παραπάνω προβληματισμοί «ανοίγουν» φυσικά και την συζήτηση για τις απαιτούμενες πολιτικές για τη στήριξη και ενδυνάμωση των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών.
Μια από τις πρώτες αντιδράσεις ορισμένων αναγνωστών στο άκουσμα του όρου «πολιτιστική βιομηχανία» είναι η άρνηση να αποδεχτούν ότι ο πολιτισμός είναι εμπόρευμα. Δυστυχώς, ο πολιτισμός, και δη ο σύγχρονος, ανάγεται σε εμπόρευμα, καθώς η πολιτιστική παραγωγή συνήθως υπόκειται στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, χρησιμοποιεί συντελεστές παραγωγής και πόρους που είναι περιορισμένοι και επηρεάζεται από τις διάφορες πιέσεις/ατέλειες της κεφαλαιοκρατικής αγοράς . Ακόμη και αν το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής σε μια οικονομία ήταν διαφορετικά δομημένο, θα υπήρχε πάλι η ανάγκη να αναλύσουμε τα «οικονομικά» των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών.
Το βασικό θέμα δεν είναι αν ο πολιτισμός είναι ή όχι εμπόρευμα, αλλά κατά πόσο ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα αφήνεται στις δυνάμεις της αγοράς ή υπάρχει μια στοχευμένη δημόσια πολιτική που προστατεύει την δημιουργία από τις δυνάμεις της αγοράς, οι οποίες, μέσω της πίεσης για μεγιστοποίηση του κέρδους, αφαιρούν συνήθως την αυθεντικότητα από την πολιτιστική παραγωγή και κλείνουν τον δρόμο στις εναλλακτικές αφηγήσεις του σύγχρονου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Το τελευταίο σημαίνει ότι η πρόσβαση στην καλλιτεχνική δημιουργία καθίσταται δύσκολη και κοστοβόρα για έναν νέο δημιουργό, καθώς ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συμβολικών αγαθών είναι η αβεβαιότητα για το αν θα γνωρίσει την απαιτούμενη αποδοχή ούτως ώστε να καλύψει, έστω, το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής του. Μια ματιά στις στατιστικές που παρουσιάζονται στα παρακάτω κεφάλαια δείχνει ότι οι εργαζόμενοι στις δημιουργικές και πολιτιστικές βιομηχανίες είναι σχετικά νέοι και εξειδικευμένοι και οι περισσότεροι από αυτούς διαθέτουν ανώτατη και ανώτερη μόρφωση. Αυτό που τα στατιστικά δεν φανερώνουν, αλλά μέσω ποιοτικής έρευνας αποκαλύπτεται, είναι ότι οι λεγόμενοι «δημιουργικοί εργαζόμενοι», λειτουργούν υπό το καθεστώς της εργασιακής ανασφάλειας, αφού, εργάζονται περιστασιακά, με πολύ ευέλικτα ωράρια και αναλογικά μικρούς μισθούς, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό είναι ανασφάλιστοι ή δηλώνουν άλλη εργασία.
Μια πολιτιστική πολιτική που έχει ως στόχο την προστασία της αυθεντικότητας και την ευκολότερη και πιο ασφαλή (για τους δημιουργούς) πολιτιστική παραγωγή και παράλληλα την αμεσότερη πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στην πολιτιστική παραγωγή πρέπει να ξεκινήσει από την οικονομική και γεωγραφική ανάλυση των πολιτιστικών και δημιουργικών αγορών. Εάν δεν αναλύσουμε την οικονομική πλευρά των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών, δεν θα μπορέ-σουμε να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε τις διάφορες αβεβαιότητες των αγορών τους. Εάν δεν αναλύσουμε τις συν-θήκες εργασίας και τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στους ΚΠΔ, δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε πολιτι¬κές που θα καταπολεμούν τη μαύρη εργασία και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας μιας μεγάλης μερίδας εξειδικευμένων νέων ανθρώπων. Ως εκ τούτου, το παρόν βιβλίο αναγνωρίζει το πολιτιστικό και συμβολικό προϊόν ως εμπόρευμα και προσπαθεί να χαρτογραφήσει την οικονομία και τη γεωγραφία των πολιτιστικών και δημιουργικών αγορών.
Στην Ελλάδα, η πολιτιστική πολιτική δεν είχε σχεδόν ποτέ σαφείς στόχους και κριτήρια, ενώ κυρίαρχη υπήρξε ανέκαθεν η εμμονή με την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνήθως λειτουργεί και ως «προϊόν» για την τουριστική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι ο σύγχρονος πολιτισμός υπήρξε υποβαθμισμένος και οι λιγοστές πολιτικές για τη σύγχρονη δημιουργία (θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, εικαστικά, τηλεόραση ραδιόφωνο κ.λπ.) υπήρξαν αποσπασματικές και δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες της εγχώριας πολιτιστικής παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες πολιτικές για τον πολιτισμό στην Ελλάδα εισάγονταν μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και ακολουθούσαν τις προτεραιότητες και τους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτιστικής πολιτικής, σε κάθε προγραμματική περίοδο. Μια ολοκληρωμένη ανάλυση της οικονομίας των ΚΠΔ στην Ελλάδα, μέσα από το θεωρητικό πλαίσιο των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών, μπορεί να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κλάδων αυτών και τις ιδιαίτερες ανάγκες των αγορών τους.
Το θεωρητικό πρίσμα των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών αναδύθηκε τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, κυρίως από τον επιστημονικό κλάδο των αστικών και περιφερειακών σπουδών, ο οποίος προσπάθησε να αναλύσει την οικονομία των ΚΠΔ και τη σχέση τους με την πόλη και την περιφέρεια, μιας και πολλές φορές οι πολιτιστικές βιομηχανίες γίνονται ο μοχλός ανάπτυξης μιας πόλης (μέσω αστικών αναπλάσεων κ.λπ.). Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο των θεωρητικών και πολιτικών συζητήσεων λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας (ψηφιοποίηση) και ειδικά, λόγω της έλευσης του διαδικτύου που άλλαξε τους τρόπους παραγωγής και διανομής των συμβολικών αγαθών και αναδιαμόρφωσε τη ζήτηση για αυτά τα αγαθά.
Το διαδίκτυο, από την πλευρά του, κατέστησε πολλά συμβολικά αγαθά πιο προσιτά στο ευρύ κοινό μέσω του διαμοιρασμού αρχείων (μουσική, κινηματογραφικές ταινίες κ.λπ.), ενώ η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας μεταμόρφωσε τους τρόπους και τα κόστη παραγωγής. Για παράδειγμα, ένας μουσικός με τα κατάλληλα ψηφιακά μέσα μπορεί πλέον να δημιουργήσει μουσικές συνθέσεις στο οικιακό του στούντιο, ενώ μέσω των ψηφιακών αρχείων (π.χ. mp3), μια δισκογραφική εταιρία έχει πλέον μηδενικά κόστη αναπαραγωγής της μουσικής των καλλιτεχνών της, σε σχέση με το κόστος αναπαραγωγής των ψηφιακών ή αναλογικών δίσκων (CD, LP). Η τεχνολογία μεταμόρφωσε σχεδόν όλες τις αγορές συμβολικών αγαθών, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε την τάση πολλά συμβολικά αγαθά να νοούνται πλέον ως ελεύθερα αγαθά, λόγω του ανεξέλεγκτου (και δωρεάν) διαμοιρασμού ψηφιακών αρχείων μέσω του διαδικτύου (ψηφιακή πειρατεία). Το τελευταίο υπήρξε ένας από τους κυριότερους λόγους για τη δημιουργία των πρώτων συνεκτικών δημόσιων πολιτικών για τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες, κάπου στο τέλος της δεκαετίας του 1990, οι οποίες στόχευαν στη θωράκιση των πνευματικών δικαιωμάτων των εταιρειών και των καλλιτεχνών.
Ενας ακόμη λόγος που ώθησε τις θεωρητικές αναζητήσεις και τις δημόσιες πολιτικές να στραφούν προς τις δημιουργικές βιομηχανίες είναι η αναδιάρθρωση των τάξεων στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Από την δεκαετία του 1980 και μετά, η παραγωγή στους κλάδους της μεταποίησης και του πρωτογενούς τομέα έδωσε σταδιακά τη θέση της στους κλάδους των υπηρεσιών, οι οποίοι σημείωσαν εκρηκτική άνοδο στα επίπεδα της παραγωγής και απασχόλησης. Η νέα μεσαία τάξη που αναδύθηκε από αυτή τη διαρθρωτική αλλαγή των δυτικών οικονομιών είχε μερικά βασικά χαρακτηριστικά, όπως υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα και ανώτατη μόρφωση, τα οποία άσκησαν πιέσεις για περισσότερη κατανάλωση συμβολικών αγαθών και για ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης στις σύγχρονες πόλεις που συνδέεται άρρηκτα με την πολιτιστική παραγωγή.
Το βιβλίο διαιρείται σε έξι κεφάλαια.
Το πρώτο κεφάλαιο επιχειρεί να δώσει μια συνοπτική εικόνα των θεωρητικών πυλώνων και πολιτικών του παραδείγματος των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών. Από τις πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις των Adorno και Horkheimer για την πολιτιστική βιομηχανία τη δεκαετία του 1940, μέχρι τις πιο πρόσφατες θεωρίες για τη δημιουργική πόλη και τη δημιουργική τάξη, το κεφάλαιο αυτό ασχολείται κριτικά με τους βασικούς θεωρητικούς άξονες της βιβλιογραφίας των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών.
Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει τους επικρατέστερους θεωρητικούς ορισμούς και τις μεθοδολογικές ταξινομήσεις διαφόρων οργανισμών και κρατών για τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η οικονομική συνεισφορά των ΚΠΔ στην ελληνική οικονομία, οι επιπτώσεις της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, τα χαρακτη-ριστικά της αγοράς εργασίας και το μέγεθος των εισαγωγών και κυρίως των εξαγωγών των συμβολικών αγαθών που παράγονται στην Ελλάδα.
Το επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζει την ιδιαίτερη θέση της περιφέρειας Αττικής στην παραγωγή συμβολικών αγαθών, καθώς παρατηρείται μια υπερσυγκέντρωση της παραγωγής συμβολικών αγαθών στην Αθήνα που δημιουργεί ανισότητες σε σχέση με τις υπόλοιπες ελληνικές περιφέρειες.
Στο πέμπτο κεφάλαιο η ανάλυση ασχολείται με τις διάφορες χωρικές συσπειρώσεις των ΚΠΔ που παρατηρούνται σε ορισμένες γειτονιές και περιοχές της Αθήνας, ενώ περιλαμβάνει και δύο μελέτες περιπτώσεων (Γκάζι, Μεταξουργείο), μέσα από τις οποίες η ανάλυση στρέφεται στον τρόπο που η πολιτιστική παραγωγή γίνεται ο μοχλός αστικής ανάπτυξης, μέσα από τις διαδικασίες αστικού εξευγενισμού που «κεφαλαιοποιούν» και μεταμορφώνουν το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο των παραπάνω περιοχών.
Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μια συνοπτική αναφορά στην πολιτική της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης για τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες και στην πολιτιστική πολιτική της Ελλάδας, ενώ επίσης παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική πολιτικών στήριξης και ενδυνάμωσης για τις πολι-τιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.