Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Τοπίο + Σεξουαλικότητα: Η περίπτωση των Μετεώρων

#ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΤΣΑΦΑΔΟΥ, Αρχιτέκτων Μηχανικός, MSc Πολεοδομίας-Χωροταξίας, Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
#ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΡΟΔΙΤΗΑρχιτέκτων Μηχανικός, Φοιτήτρια MSc Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός INSTEAD Παραποιήσεις,Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Στην παρούσα εισήγηση εξετάζονται οι έννοιες του τοπίου, αλλά και της σεξουαλικότητας, η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος δηλαδή που αλληλεπιδρούν, αλλά και η έκφραση αυτής της αλληλεπίδρασης σε χωρικό επίπεδο.
Το τοπίο σαν έννοια περιλαμβάνει το πεδίο της οπτικής παρατήρησης ως το υπόβαθρο της συνολικής σύνθεσης, αλλά και το σύνολο των μεμονωμένων στοιχείων που το απαρτίζουν. Αυτά, τόσο ως ανεξάρτητα στοιχεία, όσο και σαν ολότητα, εκπέμπουν ερεθίσματα με τελικό αποδέκτη τον άνθρωπο. Η σεξουαλικότητα από την άλλη, είναι μια αφηρημένη έννοια που όμως έχει βαθιά χωρική έκφανση, μιας και δεν μπορεί να εκδηλωθεί εκτός του χώρου, ούτε και να κατανοηθεί ανεξάρτητα από αυτόν, σε κάποια αφηρημένη μορφή.
Οι έννοιες του τοπίου και της σεξουαλικότητας πρέπει να μελετώνται συγγενικά, και μάλιστα σε μια ποικιλία από ανθρωπο-χωρικές κλίμακες, με αφετηρία τον χώρο-μονάδα μέχρι και τον χώρο-σύμπλεγμα. Η παράλληλη διερεύνηση αυτών των δύο εννοιών εξυπηρετεί στη σφαιρική κατανόησή τους, διευκολύνοντας την ανάγνωση του τοπίου και οδηγώντας σε πιθανούς αναπροσδιορισμούς του.
Το πιο κατάλληλο παράδειγμα μελέτης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το τοπίο των Μετεώρων, με τη μοναστηριακή πολιτεία του. Τα Μετέωρα αποτελούν σύμπλεγμα από ογκώδεις, σκοτεινόχρωμους βράχους, αλλά και το σημαντικότερο μοναστικό συγκρότημα μετά από αυτό του Αγίου Όρους. Η μοναδικότητα του βραχώδους, εκπληκτικού ανάγλυφου του τοπίου, το οποίο δημιουργήθηκε από μεγάλο γεωλογικό φαινόμενο στο Θεσσαλικό κάμπο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη των μοναστηριών με την ηχηρή απουσία της σεξουαλικότητας συνέστησαν τους βασικούς λόγους της επιλογής των Μετεώρων ως μελέτη περίπτωσης.

Οι θεόρατοι βράχοι αποτέλεσαν το ιδανικότερο καταφύγιο από επιδρομές, για τον πρώτο μοναχό που επέλεξε την εν λόγω περιοχή για την απομόνωση και την ησυχία, χτίζοντας το πρώτο μοναστήρι. Αντίθετα με τις συνήθεις επιλογές χωροθέτησης των μοναστηριών εκτός της πόλης, σε απομακρυσμένες και εντελώς απομονωμένες περιοχές, εδώ η απομόνωση εφαρμόζεται καθ' ύψος, επιτρέποντας τη συνύπαρξη του μοναχού με τα εγκόσμια μέσω της οπτικής επικοινωνίας και της συνολικής εποπτείας του τοπίου. Στο παρελθόν για την κατακόρυφη επικοινωνία και τον ανεφοδιασμό των μοναστηριών χρησιμοποιούνταν παραδοσιακές μέθοδοι όπως ανεμόσκαλες, σχοινιά, τροχαλίες και καλάθια. Με το πέρασμα των χρόνων λαξεύτηκαν στους βράχους κλίμακες και σήραγγες, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε ασφαλτόδρομος και καταργήθηκε το άβατο για τις γυναίκες, γεγονότα που υποκινούμενα από την τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, επηρέασαν εις βάθος το τοπίο. Τα Μετέωρα λειτουργούν με διττό αλλά αντίθετο χαρακτήρα, τόσο της απομόνωσης του τοπίου και της μη σεξουαλικότητας της ασκητικής ζωής του μοναχού, όσο και του πόλου έλξης της τουριστικής κίνησης.

1. Εισαγωγή
Το τοπίο, ως πεδίο οπτικής παρατήρησης αποτελεί τόσο το υπόβαθρο της συνολικής σύνθεσης, όσο και το σύνολο των μεμονωμένων στοιχείων που το απαρτίζουν. Η σεξουαλικότητα από την άλλη, είναι μια αφηρημένη έννοια που όμως διαθέτει βαθιά χωρική έκφανση, αφού δεν δύναται να εκδηλωθεί, ούτε να κατανοηθεί εκτός του χώρου. Οι έννοιες του τοπίου και της σεξουαλικότητας πρέπει να μελετώνται συγγενικά, και μάλιστα σε μια ποικιλία από ανθρωπο-χωρικές κλίμακες, με αφετηρία τον χώρο-μονάδα μέχρι και τον χώρο-σύμπλεγμα. Η παράλληλη διερεύνηση αυτών των δύο εννοιών εξυπηρετεί στη σφαιρική κατανόησή τους, διευκολύνοντας την ανάγνωση του τοπίου και οδηγώντας σε πιθανούς αναπροσδιορισμούς του.

Στην εισήγηση εξετάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο των εννοιών του τοπίου και της σεξουαλικότητας - ιδωμένη υπό το πρίσμα συγκεκριμένων σημαινουσών θεωριών - και η μεταξύ τους σχέση, δηλαδή ο τρόπος αλληλεπίδρασής τους σε χωρικό επίπεδο. Στη συνέχεια επιλέγεται και αναλύεται το χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοναστικού τοπίου των Μετεώρων που προσφέρει ταυτόχρονα την απομόνωση και την απουσία της σεξουαλικότητας στην ασκητική ζωή του μοναχού, αλλά και πόλο έλξης της τουριστικής κίνησης.

2. Τοπίο
Το τοπίο είναι μια δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια, καθώς το περιεχόμενο της εξαρτάται από τον εκάστοτε τρόπο προσέγγισής της. Η έννοια του μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από τις έννοιες του τόπου και του υποκειμένου, ως το αποτέλεσμα της φαινομενολογικής κατανόησης και ερμηνείας του τόπου από τον παρατηρητή του. Ο παρατηρητής προσλαμβάνει και ερμηνεύει τον τόπο μέσα από τα βιώματα, τις προθέσεις, τους στόχους και τους σκοπούς του. Οι αισθήσεις, η ψυχική και ψυχολογική κατάσταση, η αισθητική και η ιδεολογία του υποκειμένου, οι φιλοσοφικές θεωρήσεις και η μόδα της εποχής και οι εξωτερικές μεταβλητές του τόπου καθορίζουν την πρόσληψη και τη σύλληψη της έννοιας του τοπίου από τον παρατηρητή του (Δουκέλλης, 2007· Ελευθεριάδης, 2006· Στεφάνου και Στεφάνου, 1999). Η σύλληψη της ιδέας του τοπίου, αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες που ο παρατηρητής του έχει βιώσει και ενθαρρύνει (Berleant 2001 όπως αναφέρεται στο Ελευθεριάδης, 2006).

Το τοπίο είναι το αποτέλεσμα του συνεχούς μετασχηματισμού της οργανικής ζωής που περιέχει, όπως και το προϊόν της ιστορίας των γεωλογικών φαινομένων. Ένα τοπίο όμως δεν απαρτίζεται μόνο από αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του παρατηρητή του, αλλά κυρίως και από αυτό που βρίσκεται μέσα στο μυαλό του. Δεν αποτελείται από τα μοναδιαία στοιχεία που βρίσκονται στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή. Αντίθετα, τα παραπάνω μετατρέπονται σε τοπίο όταν ο παρατηρητής στραφεί προς αυτά ως σύνολο, χωρίς πρακτικό σκοπό, αφού αποκτήσει συνείδηση με ολότητα που υπερβαίνει τα στοιχεία του τόπου και δεν είναι προσδεδεμένη στις ξεχωριστές σημασίες του. Με την έξοδο του σε αυτή τη φύση ο παρατηρητής αλλάζει πρόσωπο. Με άλλα λόγια, το τοπίο αποτελεί το χώρο που συνυπάρχουν τόσο τα πραγματικά, φυσικά και αντικειμενικά στοιχεία του τόπου, δηλαδή όλα αυτά που υπάρχουν ανεξάρτητα από το εάν και πώς γίνονται αντιληπτά από το υποκείμενο, όσο και τα υποκειμενικά, δηλαδή τα νοήματα και οι αντιλήψεις που προκύπτουν κατά την αυτόματη επεξεργασία των προσλαμβανόμενων στοιχείων μέσα από τα εκάστοτε φίλτρα του παρατηρητή του (Ελευθεριάδης, 2006· Μανωλίδης, 2003· Meinig, 1979).

Ο πιο επίσημος ορισμός για το τοπίο δόθηκε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου που κυρώθηκε το 2010 από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Σε αυτή το τοπίο ορίζεται ως η περιοχή, η οποία γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους, ο χαρακτήρας της οποίας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και της αλληλεπίδρασης φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων (ΦΕΚ 30 Α/2010).
Το τοπίο σαν έννοια διαθέτει χαρακτηριστικά οπτικά, ακουστικά, οσμητικά, γευστικά, αφής κ.λπ. και ταυτόχρονα συναισθηματικά, ιδεολογικά και αισθητικά (Ελευθεριάδης, 2006). Είναι χώρος χωρίς συγκεκριμένη κλίμακα ή γεωγραφία, είναι αξιοπρόσεκτη τοποθεσία, αρχιτεκτονική, επιστήμη, τεχνική και τέχνη επιδεκτική κρίσης, τέχνη που μαρτυρά την ιστορία, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τους πολιτισμούς σύμφωνα με τις εποχές (Ανανιάδου-Τζημοπούλου, 1992/1997).

Πριν ακόμα εισαχθεί στους μηχανισμούς της αναπαράστασης, το τοπίο αποτελεί ήδη ένα πρωταρχικό σημασιολογικό πεδίο, πάνω στο οποίο έχουν προστεθεί νοήματα και αξίες, ενσωματώνοντας πρακτικές του πολιτισμού και του πνεύματος μας, καθώς και κοινωνικές σχέσεις. Το τοπίο λοιπόν έτσι όπως το προσλαμβάνει ο παρατηρητής, δεν είναι η ευθύγραμμη αναπαράσταση του φυσικού χώρου, αλλά η αναπαράσταση μιας ήδη διαρθρωμένης προσέγγισης του. Είναι ταυτόχρονα πραγματικός τόπος και είδωλο, συσκευασία και περιεχόμενο. Η σύνθετη μετάβαση που συντελείται από έναν τόπο στο είδωλο του διαπερνάει το νοηματικό πυρήνα του όρου του τοπίου. 'Κι επειδή στην πορεία αυτή συγκλίνουν διαφορετικές κατά περίπτωση μεταβλητές, το τοπίο αντιστέκεται συνεχώς στην προσπάθεια μας να το συλλάβουμε στην ολότητα του. Αυτή η αδυναμία καθιστά την έννοια του τοπίου ανοιχτή σε ερμηνείες, ιδιοποιήσεις και ανασημασιοδοτήσεις' (Μανωλίδης, 2003).

3. Σεξουαλικότητα
Η σεξουαλικότητα, αντίστοιχα, πέρα από την ερμηνεία της ως φαινόμενο που σχετίζεται με το ένστικτο της αναπαραγωγής και την ικανοποίησή του, ως έννοια συνεχώς εξελίσσεται, χωρίς μάλιστα να μπορεί να προσδιοριστεί αν πρόκειται για αντικείμενο της επιστήμης της Ψυχολογίας, της Ψυχανάλυσης ή της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Η μελέτη του όρου δε διερευνά την ερωτική διάσταση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, αλλά συνδέεται με ευρύτερα θέματα της Ανθρωπολογίας και των Κοινωνικών Επιστημών. Έτσι, δεν πρόκειται για ένα ξεχωριστό πεδίο ερευνών, αλλά περισσότερο για μια κρίσιμη και χρήσιμη συνιστώσα οποιουδήποτε θέματος αποτελεί αντικείμενο έρευνας (Γιαννακόπουλος, 2006).

Η αρχική επιστημονική αντίληψη γύρω από τα θέματα της σεξουαλικότητας ήταν αυτή που τη θεωρούσε ως φυσική ορμή που προϋπάρχει της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και συνεπώς προβάλλεται ως ' αέναα αδιαφοροποίητη, προκοινωνική και διαχρονική' (ουσιοκρατία). Σταδιακά, η αντίληψη αυτή έδωσε τη θέση της στο εναλλακτικό μοντέλο (κονστρουκτιβιστικό), το οποίο προτείνει τη σεξουαλικότητα ως κατασκευασμένη ιστορικά και κοινωνικά και άρα δεν τη θεωρεί βιολογικά προκαθορισμένη. Χαρακτηριστικά, η σεξουαλικότητα, όπως και το φύλο, θεωρείται από τον Κ. Γιαννακόπουλο (2006) ως ένα είδος πολιτικής οργανωμένης σε συστήματα εξουσίας, που ανταμείβουν κάποιες εκφάνσεις της, ενώ τιμωρούν άλλες: θεσμοθετημένοι νόμοι και άτυποι κανόνες υπαγορεύουν το αποδεκτό και το μη αποδεκτό, υποβάλλοντας τη σεξουαλικότητα σε ένα δυαδικό σύστημα θεμιτού/αθέμιτου. Η σχέση ανάμεσα στη σεξουαλική πράξη και το νόημά της δε νοείται αντικειμενικά σταθερή με οικουμενική σημασία, αλλά γίνεται αντιληπτή ως το ' αποτέλεσμα της προβολής από το χρόνο και τον τόπο του παραλήπτη'.

Εξετάζοντας την παραδοχή πως δε μπορούμε να αντιληφθούμε σφαιρικά το ανθρώπινο σώμα και τις λειτουργίες του έξω από τις νοηματικές διαμεσολαβήσεις που οι διάφοροι πολιτισμοί του προσέδωσαν (Γιαννακόπουλος, 2006) ο M. Foucault ήταν ίσως ο πρώτος που άσκησε κριτική στην παραδοσιακή έννοια της σεξουαλικότητας ως φυσικής λίμπιντο και υποστήριξε ότι οι σεξουαλικές επιθυμίες δεν είναι προϋπάρχουσες, αλλά συγκρούονται στο πλαίσιο των κοινωνικά προσδιορισμένων πρακτικών (Foucault, 2003b). Υπό το Φουκωκικό πρίσμα, η μεγάλη τομή στην πορεία της σεξουαλικότητας, υπήρξε η έλευση του Χριστιανισμού, με την εδραίωση των σεξουαλικών απαγορεύσεων και την καταισχύνη της γλώσσας, τις επιταγές της ευπρέπειας και την επιβολή της σιωπής, μα κυρίως με την αποκλειστική αποδοχή της ενήλικης, έγγαμης σεξουαλικότητας ως πρότυπο. Η σεξουαλική συμπεριφορά εγκλωβίστηκε, τότε, στη σοβαρότητα της γενετικής λειτουργίας και ό,τι δεν ευθυγραμμίστηκε με την τεκνοποίηση αναγκάστηκε να περάσει την ηδονή λαθραία μέσα από την αποδεκτή τάξη πραγμάτων (Foucault, 2003a).

Η ηθική του Χριστιανισμού, αντιτασσόμενη σε αυτήν του αρχαιοελληνικού Παγανισμού, αναδόμησε τη μορφή της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, προβάλλοντας την εσωτερικότητα ως την πρότυπη σχέση. Για το χριστιανικό υποκείμενο η πνευματική εμπειρία έγινε βασική επιδίωξη, έναντι της σαρκικής που θα τον απομάκρυνε από κάποια εσωτερική αλήθεια και η νοηματική σύνδεση ανάμεσα στην απάρνηση των σεξουαλικών απολαύσεων και την πρόσβαση στη θέωση, χαράχθηκε βαθιά (Λεντάκης, 2000· Foucault, 2003 a).
Ο 'σεξουαλικός' αυτός 'αρνητισμός', σαν ιδεολογική φόρμα του δυτικού πολιτισμού απέκτησε αυτονομία μέσω της υιοθέτησής του από το Αστικό Δίκαιο. Στοιχεία του εκκλησιαστικού κανόνα αποτέλεσαν τη βάση τη σύγχρονης νομοθεσίας ήδη από τον 19ο αιώνα και η διαιώνισή τους φαίνεται να μην είναι πια εξαρτημένη από τη θρησκεία (Γιαννακόπουλος, 2006).

4. Τοπίο + Σεξουαλικότητα
Σήμερα, το τοπίο θεωρείται πως είναι ένα αδρανές πεδίο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται ευκαιριακές και ασύντακτες παρεμβάσεις, οι οποίες κεφαλαιοποιούν τους φυσικούς πόρους και την αισθητική του αξία. Η προβληματική αυτή εικόνα όμως τείνει να καταστείλει την κατανόηση της πολυσύνθετης δυναμικής που διαθέτει, μέσα στην οποία ενυπάρχει και η σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα παρά το αφηρημένο της έννοιάς της παρουσιάζει χωρική έκφανση, διότι εκφράζεται στο χώρο και δε μπορεί να υπάρξει, άρα ούτε να κατανοηθεί ανεξάρτητα από αυτόν. Πέρα, όμως, από αυτό το πρώτο αδρό επίπεδο σύνδεσης των δύο εννοιών, υπάρχουν και άλλα επίπεδα, δευτερογενή. Η σεξουαλικότητα θεωρείται, όπως αναφέρθηκε, ότι κατασκευάζεται μέσα στο χώρο (Καντσά, 2010) και οι ερευνητές των θεωρητικών πεδίων ήδη έχουν αρχίσει να μελετούν την τελευταία ως συνάρτηση του πρώτου. Η χωρικότητα, δηλαδή, αποτελεί ένα εργαλείο που μπορεί να προσφέρει πολλαπλές αναγνώσεις στη μελέτη της σεξουαλικότητας (Σαρηγιαννάκη, 2012) και αντιστρόφως η τελευταία θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο ανάγνωσης του χώρου και του τόπου και κατ' επέκταση του τοπίου του.

Το τοπίο, ως απεικόνιση της πραγματικότητας μπορεί να συνεισφέρει στην ερμηνεία της ταυτότητας μιας περιοχής. Ως έννοια είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έναρξη του τουρισμού, αφού συμπίπτει με τα ταξίδια των ευγενών για τη μετακίνηση τους σε ηπιότερα κλίματα το χειμώνα (Μανωλίδης, 2003). Η πρώτη αυτή εμφάνιση του τουρισμού πριν από τέσσερις αιώνες περίπου, σχετίζονταν με την επανερμηνεία του κόσμου από τον άνθρωπο υπό καθαρά γεωγραφικούς όρους. Η επιδίωξη αυτή είχε ως σκοπό σύμφωνα με τον Montaigne την αντίληψη της ταυτότητας του ανθρώπου (Τερκενλή, 1996). Ο τουρίστας παρατηρεί το περιβάλλον του τόπου που έχει επισκεφθεί, τόπου που διαφέρει από το καθημερινό περιβάλλον του και με αυτόν τον τρόπο κατανοεί και αξιολογεί τον τόπο, προσδιορίζοντας και τη δική του ταυτότητα (Jakle, 1987). Σε αυτή τη διαδικασία ανάγνωσης του τόπου από τον παρατηρητή του, όπως και στην προσπάθεια εξεύρεσης της δικής του ταυτότητας, επιχειρείται μια επαναπροσέγγιση της έννοιας του τοπίου μέσα από την εναλλακτική σύνδεση της με τη σεξουαλικότητα.

Στοχαζόμενοι, λοιπόν, τη γενική έννοια του χώρου αρχικά, η σεξουαλικότητα υπεισέρχεται ως ο καταλύτης του διαχωρισμού του σε δημόσιο και ιδιωτικό - η σεξουαλική έκφραση είναι παραδοσιακά συνυφασμένη με τον ιδιωτικό χώρο. Αυτή η δυιστική αντίληψη για τις ' χωριστές χωρικές σφαίρες' αποτελεί στερεοτυπικό κατάλοιπο του 19ου αιώνα, στο οποίο λανθάνει ένας παρωχημένος διαχωρισμός του χώρου σε δημόσιο-ανδρικό και οικειακό-γυναικείο, αντίστοιχα (Peniston, 2002). Με την πάροδο του χρόνου, όμως, το κοινωνικό στερεότυπο διαφοροποιείται και οι σεξουαλικές συμπεριφορές διαχέονται στο χώρο, 'ερωτικοποιώντας' με τις εκδηλώσεις τους τη δημόσια σφαίρα (ζευγάρια κρατούνται χέρι-χέρι ή επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις σε κοινή θέα) (Hunt, 2002). Αυτή η σύνδεση του δημόσιου/ιδιωτικού χώρου είναι η βάση της queer θεωρίας που σύμφωνα με τον Halperin (1995) 'είναι εξ' ορισμού οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με το κανονικό, το νόμιμο, το κυρίαρχο' και συνεπώς δεν περιέχει τίποτα το συγκεκριμένο στο οποίο πρέπει να αναφέρεται. Όμως πλέον ο όρος έχει σχετιστεί με εκείνη την έκφραση της σεξουαλικότητας που αποδομεί τη ζώνη της ιδιωτικότητας και προτείνει εναλλακτικούς, 'αντιδημόσιους χώρους' (subaltern counter publics) στους οποίους μπορεί κάποιος να εκφραστεί σεξουαλικά (Fraser, 1993). Μα και πριν τη σύγχρονη queer θεωρία, ο Foucault είχε ήδη εντοπίσει την ύπαρξη της σεξουαλικότητας στον τόπο, ακόμα και σε χώρους από τους οποίους λείπει εντελώς. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των κολλεγίων του 18 αιώνα, τα οποία αποτελούν τόπο που φαντάζει να μην γίνεται καθόλου ούτε λόγος, ούτε έκφραση της σεξουαλικότητας. Διατυπώνει την ακραία άποψη πως η σεξουαλικότητα είναι εξίσου έκδηλη και μέσα από την ηχηρή απουσία της, ως μια λανθάνουσα, αλλά ενεργής εκδήλωση, ακόμα και εκεί που απαγορεύεται να εκδηλωθεί (Foucault, 2003 a).

Αναφορικά με τη συνάρτηση του τοπίου με τη σεξουαλικότητα, παραφράζοντας τον Ζ. Κοτιώνη (2004) υπάρχει περιθώριο να κατανοήσουμε μια σύνδεση που μοιάζει να είναι μεταφορά από τον αδιαμφισβήτητο κόσμο της κυριολεξίας στη σφαίρα κάποιου αφηρημένου συσχετισμού; Η πρώτη κατεύθυνση δίνεται από τη ματιά του λογοτέχνη Π. Γιαννόπουλου (1992), που περιγράφει το ελληνικό τοπίο ως ένα ηδυπαθές, γυναικείο σώμα με καμπύλες: ' Είναι (... ) μία καμπύλη γραμμή λόφου, μαλακά καμπυλωμένος λαιμός γυναικός, είναι γραμμή γεννώσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας έλκουσα το φίλημα, είτε γυναικός είτε λόφου γραμμή είναι η έλκουσα προφανώς το χέρι δια την απαλήν θωπείαν'. Εδώ ξεκάθαρα αποτιμάται το τοπίο με όρους ηδονικότητας και ερωτισμού, το οποίο, όχι απλώς παραλαμβάνει την εκδήλωση της σεξουαλικότητας, αλλά φέρει και το ίδιο τη δική του. Τη δεύτερη κατεύθυνση για το τοπίο ως σύμβολο των λιμπιντικών ενορμήσεων τη δίνει ο Freud (1993). Στη θεωρία του μιλά για τα ά¬τοπα τοπία του ονειρικού κόσμου, τα οποία όταν εικονογραφούνταν από τους θεραπευόμενούς έμοιαζαν με τεχνικά σχέδια και χάρτες, ενώ απέδιδαν στην πραγματικότητα παραστάσεις του ανθρωπίνου σώματος και των σεξουαλικών οργάνων. Τέλος, για τον εγγενή ερωτισμό του ίδιου του ελληνικού τοπίου κάνει λόγο ο Nietzsche (2008) συνδέοντας το σώμα με την ελληνική φύση μέσα από το διονυσιακό στοιχείο και αυτό αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για τη δομική λειτουργία της αποπλάνησης, του ερωτισμού και της σεξουαλικότητας μέσα στο σκηνικό του ελληνικού τοπίου (Κοτιώνης, 2004).

Κλείνοντας με τα λόγια του Α. Κωνσταντινίδη (1987)'Γιατί εμείς σήμερα αντικρίζουμε το φυσικό μας περίγυρο - το τοπίο, τη φύση - όχι μονάχα σαν μια ζωγραφισμένη εικόνα, αλλά πιο πολύ σαν ένα χώρο ζωής, όπου μπορούμε να ζήσουμε μέσα'. 'Στο δοχείο ζωής' του τοπίου, λοιπόν, η σεξουαλικότητα φαίνεται να είναι εγγενώς ενύπαρκτη.

5. Μετέωρα
Τα Μετέωρα αποτελούν σύμπλεγμα από ογκώδεις, σκοτεινόχρωμους βράχους, καθώς και το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μοναστικό συγκρότημα μετά από αυτό του Αγίου Όρους. Η λιθούπολη των Μετεώρων ανήκει στο Δήμο Καλαμπάκας της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της θεσσαλικής γης, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της Πίνδου και των Αντιχασίων και κοντά στον Πηνειό ποταμό. Πολύ κοντά στην πόλη της Καλαμπάκας, στο δρόμο για τα Μετέωρα βρίσκεται το χωριό Καστράκι που συνδέθηκε έντονα με την ιστορία του μετεωρικού μοναχισμού, καθώς στην περιοχή καλλιεργούσαν οι μοναχοί τους αμπελώνες τους (3kala.gr· Βουρονίκου, 2012).

Το λίθινο αυτό, μοναδικό στον κόσμο δάσος που έχει αναγνωρισθεί το 1988 ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς και συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο του Εκπαιδευτικού, Επιστημονικού και Πολιτιστικού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization - UNESCO) ως ένα ιδιαίτερης αξίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό (Ελληνική Εθνική Επιτροπή UNESCO^ ΟΔΥΣΣΕΥΣ, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2012), έχει ψηφιστεί με το Ν.2351/1995 ως Ιερός Χώρος (Ελληνικό Τμήμα International Council on Monuments and Sites - ICOMOS, 2015), έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευομένων περιοχών NATURE 2000 και προκαλεί στους επισκέπτες θαυμασμό και απορία για τη δημιουργία του. Οι γιγαντιαίοι βράχοι θεωρείται πως προήλθαν από την άμμο και τους λίθους ενός ποταμού, ο οποίος πριν περίπου 25 εκατομμύρια χρόνια, τότε που η Θεσσαλία με τα Χάσια και την περιοχή των Γρεβενών ήταν θάλασσα, χυνόταν στην περιοχή της Καλαμπάκας. Αργότερα, όταν τα νερά αποσύρθηκαν από την περιοχή, οι όγκοι των υλικών που βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, αποκαλύφτηκαν και κατατμήθηκαν σε πολλούς βράχους εξαιτίας των δυνατών ανέμων, των βροχών και των σεισμών. Η περιοχή περιλαμβάνει δασωμένους λόφους και την κοιλάδα του Πηνειού ποταμού με παραποτάμια δάση με πλατάνια και σπάνια ενδημικά είδη (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization, 1992· Παιδή, 2007).

Τα επιβεβαιωμένα ίχνη της ιστορίας των Μετεώρων εμφανίζονται τον 11ο αιώνα, όταν οι πρώτοι ερημίτες κατάφεραν και προσέγγισαν τις απάτητες εκείνες κορυφές και επέλεξαν να κατοικήσουν στα κοιλώματα των βράχων, αναζητώντας την ψυχική τους πληρότητα και λύτρωση (Σοφιανός, 1990). Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες υπήρχε οργανωμένος μοναχισμός στην περιοχή από το 9ο αιώνα. Οι πρώτοι μοναχοί κατάφεραν και αναρριχήθηκαν με σκαλωσιές στους βράχους προκειμένου να ζήσουν απομονωμένοι από τα εγκόσμια και ήσυχα, μέσα σε σκήτες, δηλαδή σε βαθουλώματα που υπήρχαν στους βράχους. Οι δυσπρόσιτες σχισμές και σπηλιές των βράχων υπήρξαν ο ιδανικός τόπος για την καλογερική ζωή, αποτελώντας τα πρώτα φυσικά, ολιγάριθμα ασκητήρια 'προσευχάδια'. Έως τις αρχές του 12ου αιώνα, στην περιοχή είχε δημιουργηθεί μια υποτυπώδης μικρή ασκητική πολιτεία, η Σκήτη της Δούπιανης ή των Σταγών, με κέντρο λατρείας το ναό της Θεοτόκου στον οποίο συγκεντρώνονταν οι ερημίτες κάθε Κυριακή. Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς Τούρκους (1393) και η πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας επέφεραν κατά το 15ο αιώνα μια κάμψη στη μοναστική ζωή των Μετεώρων. Το τελευταία τέταρτο του 15ου αιώνα παρατηρήθηκε μια ανάκαμψη, ενώ η ακμή τους συντελέστηκε ως τον 16ο αιώνα. Με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότερες από τις μονές ερημώθηκαν και ερειπώθηκαν, αφήνοντας τα απομεινάρια τους στο τοπίο. Από τις ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε πως οι μονές των Μετεώρων ήταν 30, αλλά σήμερα λειτουργούν οι έξι από αυτές, οι μονές του Μεγάλου Μετεώρου, του Βαρλαάμ, του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, του Ρουσάνου και της Αγίας Τριάδος (Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· ΟΔΥΣΣΕΥΣ, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2012· Σοφιανός, 1990). Οι μονές του Αγίου Στεφάνου και της Αγίας Τριάδος ανήκουν διοικητικά στη Δημοτική Ενότητα Καλαμπάκα, ενώ οι υπόλοιπες μονές ανήκουν στην Τοπική Κοινότητα Καστρακίου.

Η ανάβαση στους θεόρατους βράχους και κατ' επέκταση στα μοναστήρια των Μετεώρων γίνεται σήμερα εύκολα, μέσω των σκαλιστών κλιμάκων στο πλάι των βράχων, οι οποίες δημιουργήθηκαν μεταξύ του 1922 και του 1925. Νωρίτερα, η ανάβαση πραγματοποιούνταν με ανεμόσκαλα ή με δίκτυ και ο ανεφοδιασμός των μοναστηριών με τροχαλίες και καλάθια που κρεμούσαν από πάνω οι μοναχοί. Όσον αφορά στους πρώτους ανθρώπους που κατάφεραν να προσεγγίσουν τους πανύψηλους και απόκρημνους αυτούς βράχους έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Μερικοί υποστηρίζουν πως ανέβηκαν με πασσάλους που έμπηγαν στους βράχους, άλλοι με σκαλωσιές και άλλοι με τη βοήθεια πανύψηλων δέντρων που υπήρχαν παλιότερα δίπλα στους βράχους (Νημάς, 1987· www.greekvoyager.com). Σήμερα, η επίσκεψη στα Μετέωρα γίνεται επίσης μέσω δύο ασφαλτοστρωμένων οδών, οι οποίες τα συνδέουν με την Καλαμπάκα και το Καστράκι, στο τελείωμα των οποίων υπάρχουν ανοργάνωτοι χώροι στάθμευσης και κατασκηνώνουν ορισμένοι μικροπωλητές (Παπαβασιλείου, 2006).

Η Μονή του Μεγάλου Μετεώρου ή Μεταμορφώσεως ως η παλαιότερη και μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες μετεωρικές μονές αποτελεί την αφετηρία του οργανωμένου μοναχισμού στην περιοχή. Το Μετέωρο, όπως αλλιώς ονομάζεται, κατέχει δεσπόζουσα και επιβλητική θέση, αφού είναι κτισμένο στο ψηλότερο και μεγαλύτερο βράχο των Μετεώρων με υψόμετρο 613 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Η κορυφή του βράχου είναι επίπεδη και έχει εμβαδόν 50 στρέμματα. Η μονή δημιουργήθηκε λίγο πριν τα μέσα του 14ου αιώνα από τον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος κατοικούσε στο Άγιο Όρος, αλλά οι συχνές επιδρομές των Τούρκων και άλλες δυσκολίες και αντίξοες καταστάσεις τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την περιοχή και να αναζητήσει περισσότερη απομόνωση και γαλήνη στη θεσσαλική περιοχή. Έτσι λοιπόν, το 1340 διάλεξε ένα βράχο, το λεγόμενο Πλατύ Λίθο που ονόμασε Μετέωρο, για να εγκατασταθεί και να δημιουργήσει τη μονή και αργότερα να οργανώσει μια συστηματική μοναστική κοινότητα. Από την ονομασία αυτή του βράχου καθιερώθηκε και η ονομασία της περιοχής, το σύνολο των μοναστηριών και των βράχων. Ο διάδοχός του Μετεωρίτη, ο Ιωάσαφ το 1387/1388 επέκτεινε τον αρχικό ναό, ενώ ο ηγούμενος Συμεών το 1572 ανέγειρε το νοσοκομείο-γηροκομείο του μοναστηριού και το 1557 έκτισε την τράπεζα και την εστία, δηλαδή το μαγειρείο της μονής. Η μονή διαθέτει και τρία παρεκκλήσια (του Τιμίου Προδρόμου, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και του Αγίου Νεκτάριου) και είναι ανδρική. Η ανάβαση στη μονή παλιότερα πραγματοποιούνταν με δίχτυ ή ανεμόσκαλα, ενώ το 1923 κατασκευάστηκαν 146 λαξευτά σκαλοπάτια και μία σήραγγα για να μπορεί ο επισκέπτης να προσεγγίζει πιο εύκολα το μοναστήρι. Το μέρος από το οποίο πραγματοποιείται η σημερινή ανάβαση στη μονή βρίσκεται στα 250 μέτρα (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, 2014· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990· www.kalampaka.com).

Ο επιβλητικός, αλλά μικρότερος σε έκταση στο πλάτωμά του βράχος, που βρίσκεται πολύ κοντά και απέναντι από το βράχο της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου έχει ύψος 373 μέτρων και κατοικήθηκε το 14ο αιώνα από τον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, από τον οποίο πήρε και η μονή την ονομασία της. Ο μονήρης και απόκρημνος αυτός βράχος πάνω στον οποίο βρίσκεται η Μονή Βαρλαάμ ή Αγίων Πάντων έχει περιφέρεια 3 στρεμμάτων και η αρχική ανάβαση σε αυτόν καθίστατο δυνατή μέσω μιας κρεμάμενης στο σώμα του βράχου ξύλινης σκάλας 95 σκαλοπατιών. Μεταγενέστερα η ανάβαση γίνονταν με τέσσερις ανεμόσκαλες με 25 βαθμίδες η κάθε μία και αργότερα με δίχτυ. Το 1923, τελικά, κατασκευάστηκε λαξευμένη σκάλα με 195 σκαλοπάτια. Η μεγαλοπρεπής μονή ανεγέρθη το 1541/1542 και διαθέτει τράπεζα, εστία/μαγειρείο και νοσοκομείο, καθώς επίσης πύργο και υδάτινη δεξαμενή. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η πυρκαγιά που προκλήθηκε στο μοναστήρι κατά το 1925 και η οποία αποτέφρωσε το κτίσμα του ξενώνα. Για τη διάσωση των κειμηλίων και ιερών λειψάνων κινητοποιήθηκαν αστραπιαία οι κάτοικοι του χωριού Καστράκι, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, μεταφέροντας στη μονή νερό. Η συγκυρία αυτή της ανωτέρας βίας, έγινε αρχικά η αιτία να παραβιαστεί το άβατο και σε επόμενη φάση να χαλαρώσει η αυστηρότητα και να καταργηθεί εντελώς (Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990).

Η Μονή του Αγίου Στεφάνου βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Καλαμπάκα, στο νοτιοανατολικό άκρο της συστάδας των μετεωρικών βράχων και λειτουργεί από το 1961 ως γυναικείο μοναστήρι. Ο βράχος πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η μονή έχει έκταση κορυφής 7,5 στρέμματα και χωρίζεται με βαθιά και στενή χαράδρα από το βουνό Κουκουλά ύψους 50 μέτρων, ενώ το συνολικό ύψος του βράχου από τη νοτιοδυτική πλευρά φτάνει τα 400 μέτρα. Η Μονή του Αγίου Στεφάνου αποτελεί τη μοναδική μετεωρική μονή που μπορεί να επισκεφτεί κάποιος χωρίς να ανέβει σκαλοπάτια, καθώς η προσπέλαση σε αυτή γίνεται με μια μικρή γέφυρα, μήκους 8 μέτρων. Η γέφυρα αυτή στην αρχική της εκδοχή ήταν κινητή, δηλαδή ανασύρονταν τη νύχτα, ώστε να εμποδίζει την προσβασιμότητα που παρουσίαζε αυτή η μονή έναντι των υπολοίπων. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το πότε ακριβώς δημιουργήθηκε η μονή, αλλά στη βιβλιογραφία παρουσιάζονται δύο εκδοχές για την πρώτη κατοίκηση του βράχου. Σύμφωνα με την πρώτη, ο βράχος κατοικήθηκε από το 1192 και ο όσιος Φιλόθεος, λίγο πριν τον 1545 έκτισε εκ νέου, από τα θεμέλιά του το παλαιό ναό του Αγίου Στεφάνου. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, πρώτος κάτοικος του βράχου ήταν ο αναχωρητής ερημίτης Ιερεμίας στις αρχές του 12ου αιώνα. Η παλαιά τράπεζα της μονής έχει μετατραπεί σε μουσείο στο οποίο εκτίθενται τα αξιολογότερα κειμήλια της μονής (Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990· www.gometeora.gr).

Κοντά στο χωριό Καστράκι, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, ενώ τριγύρω της αναπτύσσονται ορισμένα ερειπωμένα μοναστήρια. Ο βράχος που φιλοξενεί τη μονή είναι σχετικά μικρός σε ύψος (85 μέτρα, ενώ στο βορειοδυτικό κομμάτι φτάνει τα 100 μέτρα), σε έκταση και σε πλάτωμα στην κορυφή του. Το γεγονός αυτό επηρέασε την κτιριακή δομή και συγκρότηση της μονής, η οποία δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε έκταση και έτσι διαμορφώθηκε σε αλλεπάλληλα πατώματα καταλαμβάνοντας ολόκληρη την έκταση του βράχου, σαν φυσική απόληξη του. Η ανάβαση στη μονή γινόταν αρχικά με ξύλινη ανεμόσκαλα (70 μέτρα ύψος, 62 σκαλοπάτια), ενώ αργότερα γύρω στο 1932-1936 μετά από εκβραχισμό δημιουργήθηκε βατή κλίμακα. Τα κτίσματα που εμφανίζονται στο βράχο πέρα από το ναό είναι το ηγουμενείο, το μαγειρείο, η δεξαμενή και ο χώρος των κελιών. Δεν είναι εξακριβωμένο πως προέκυψε η ονομασία της μονής, αλλά θεωρείται πως οφείλεται σε κάποιον παλιό κτήτορά της που τοποθετείται χρονικά στον 14οαιώνα ή στην ετυμολογία του ρήματος αναπαύομαι, δηλαδή τόπος ανάπαυσης και αναψυχής. Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου ανεγέρθη το 1528, ενώ το 1960 ξεκίνησε η αναστήλωση του μοναστηριού, αφού νωρίτερα είχε ερημωθεί (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, 2014· Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990).

Ανάμεσα στις Μονές Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και Βαρλαάμ, νοτιοανατολικά της τελευταίας, στο δρόμο από το Καστράκι στα Μετέωρα βρίσκεται η Μονή Ρουσάνου ή Αγίας Βαρβάρας. Ο βράχος πάνω στον οποίο είναι κτισμένη η μονή έχει τις τρεις πλευρές του ορθόκοφτες και την τελευταία με ελαφριά καμπύλη, μοιάζοντας να 'στέκεται κατακόρυφα σα μεγαλόπρεπο τραπέζι'. Το μοναστήρι δείχνει έτοιμο να κατακρημνηθεί, με το κτιριακό του συγκρότημα να καλύπτει όλο το πλάτωμά της κορυφής, εκτάσεως μικρότερης του ενός στρέμματος, δημιουργώντας την αίσθηση της φυσικής συνέχειας του βράχου. Η μονή αποτελεί ένα από τα πιο μικρά, αλλά πιο επιβλητικά και γραφικά μοναστήρια των Μετεώρων, αποτελούμενη από το ναό, έξι δωμάτια και δεξαμενή/ομβροδέκτη. Το βράχο πρωτοκατοίκησαν, πριν το 1545, δύο αδερφοί Ηπειρώτες ιερομόναχοι ο Μάξιμος και ο Ιωσαάφ. Η ανάβαση στη μονή που παλαιότερα γινόταν με ανεμόσκαλες ή κάποιες ξύλινες γέφυρες, γίνεται με τσιμεντένια σκαλοπάτια και δύο μικρές γέφυρες, που κατασκευάστηκαν το 1936. Η σημερινή μορφή του μοναστηριού διαμορφώθηκε κατά την τρίτη δεκαετία του 16ου αιώνα και αποτελείται από ένα τριώροφο συγκρότημα. Κατά τη δεκαετία του 1980, η μονή ανακαινίσθηκε και αναστηλώθηκε από την Έβδομη Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και από το 1986 λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι. Η επωνυμία της μονής δεν είναι εξακριβωμένη, αλλά πιθανότατα να οφείλεται στον πρώτο οικιστή του βράχου (Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990· www.gometeora.gr).

Άλλη μια εν ενεργεία μονή είναι η Μονή της Αγίας Τριάδος. Αυτήν, οι πηγές την παρουσιάζουν να κτίστηκε για πρώτη φορά είτε το 1438 από το μοναχό Δομέτιο, είτε το 1476 άγνωστο από ποιον, σύμφωνα με την επιγραφή του ναού. Το μοναστήρι καταλαμβάνει αποκλειστικά το ανατολικό μέρος του μονήρη, επιβλητικού, μεγαλοπρεπή απότομου μετεωρικού βράχου και δεσπόζει πάνω σε αυτόν σε ύψος 65-150 μέτρων (το νοτιοδυτικό μέρος του βράχου φτάνει τα 600 μέτρα), ενώ το εμβαδό στην κορυφή αγγίζει τα 5-6 στρέμματα. Η ανάβαση στο μοναστήρι παλαιότερα γινόταν με ανεμόσκαλα (με περισσότερα από 100 σκαλοπάτια) και με το παραδοσιακό δίχτυ. Το 1868 δημιουργήθηκε λαξευτή δίοδος εντός του βράχου, το 1925 όμως, λαξεύτηκε κλίμακα στο εξωτερικό πλαϊνό βορειοανατολικό κομμάτι του βράχου, που προστατεύεται με στηθαίο για τη διευκόλυνση των επισκεπτών. Ο επισκέπτης και προσκυνητής, μετά τη δύσκολη κατάβαση στην κοιλάδα και την μετέπειτα ανάβαση στο βράχο αποζημιώνεται από τη θέα που προσφέρουν οι εξώστες της μονής. Στη νότια πλευρά, στους πρόποδες του βράχου απλώνεται η πόλη της Καλαμπάκας, στα δυτικά φαίνεται η Μονή Βαρλαάμ και Μεγάλου Μετεώρου και ανατολικά η Μονή Αγίου Στεφάνου. Οι εγκαταστάσεις της μονής παρείχαν εκτός από το ναό, 25 κελιά, δεξαμενή, μαγειρείο και τράπεζα/αίθουσα εστίασης. Το μοναστήρι παρέμενε έρημο από το 1942 έως το 1961, οπότε και εγκαταστάθηκε ένας γέροντας μοναχός. Το 1970 κατασκευάσθηκε ένας εναέριος μεταφορέας (τελεφερίκ) για τη μεταφορά των πραγμάτων και το 1972 η μονή ανακαινίσθηκε. Το μοναστήρι είναι ανδρικό (Κοτοπούλης, 1973· Νημάς, 1987· Σοφιανός, 1990· www.kalampaka.com).

6. Το μετεωρικό τοπίο και η ανάγνωση του μέσα από τη σεξουαλικότητα
Το πέτρινο αυτό δάσος των σκοτεινόχρωμων μετεωρικών βράχων είναι ένα θαυμαστό φυσικό τοπίο που στέκει περήφανα, διακόπτοντας την τοπιογραφική μονοτονία του θεσσαλικού κάμπου. Το επιβλητικό παράστημά του δημιουργεί αίσθηση δέους και ίσως γι' αυτό να θεωρήθηκε κατάλληλος τόπος για την ανάπαυση και την ασκητική ζωή, αποτελώντας το καταφύγιο των ερημιτών στην αναζήτηση της ψυχικής τους ηρεμίας. Η απομάκρυνση του μοναχού από τα εγκόσμια, που σε άλλες περιπτώσεις καθίστατο δυνατή με την απομάκρυνσή του σε απομονωμένο σημείο, στην περίπτωση των Μετεώρων επιτυγχάνεται με την καθ' ύψος απομόνωση. Αυτή προσφέρει τόσο την αποκοπή του ερημίτη από τα εγκόσμια, όσο και την ταυτόχρονη σύνδεσή του με αυτά, μέσα από την οπτική εποπτεία στο τοπίο και τον τόπο, που του παρέχει η τοποθεσία.

Το μοναστηριακό αυτό συγκρότημα, μετατρέπει το τοπίο σε νοηματικά άρρηκτο σύνολο. Δεν είναι απλώς όμοιοι βράχοι, δηλαδή, αλλά είναι ένα θεματικό σύνολο, που αποτελείται από συμπληρωματικά κομμάτια φυσικού και κτισμένου περιβάλλοντος παράλληλα. Η μοναστική πολιτεία θα έλεγε κανείς ότι συνιστά μια μικρή πόλη πάνω από την πόλη, έναν τόπο μέσα στον τόπο. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι απλώς θεωρητική, αλλά ενισχύεται από τα χωρικά δεδομένα. Η ανάπτυξη των μοναστηριών πραγματοποιείται σχεδόν σε ολόκληρη την επιφάνεια του βράχου, με την εξωτερική περιτοίχιση να μοιάζει κατακόρυφη συνέχεια αυτού, ανάγοντας το κτίσμα σε φρούριο/οχυρό, το οποίο αποτελεί μεν μονάδα για το συνολικό οχυρωματικό σύμπλεγμα, αλλά αποτελείται και το ίδιο από επιμέρους μονάδες μέσω της εσωτερικής του δομής σε πτέρυγες, χώρους και λειτουργίες.

Μα παρά την οχυρωματική χροιά των κτισμάτων, η παρέμβαση του ανθρώπου στο τοπίο ήταν ιδιαίτερα διακριτική. Αυτό αφορά αρχικά στη βελτίωση της προσβασιμότητας των μοναστηριών με τη λάξευση μονοπατιών και κλιμάκων στον ίδιο το βράχο, αντί για μια κραυγαλέα τεχνητή παρέμβαση - η οποία σχετίζεται βέβαια και με τα λιγοστά τεχνολογικά μέσα μιας περασμένης εποχής. Αφορά, όμως, επίσης και στην ογκοπλασία, το μέγεθος και τα υλικά των ίδιων των μοναστηριών. Υλικό δόμησης είναι η πέτρα με υφή και χρώμα που κάνει το κτισμένο να μοιάζει, τελικά, με φυσική απόληξη του ίδιου του βράχου. Σε αυτό διαδραματίζει το ρόλο της, βεβαίως, και η κλίμακα με την αναλογία του μοναστηριού σε σχέση με αυτή του βράχου. Η θέαση του τοπίου από τη βάση των βράχων φαίνεται να αποκρύπτει την ύπαρξη των μονών σαν τεχνητό επιστέγασμα. Ενώ αντίστοιχα στη θέαση των Μετεώρων από μακριά, που θα επέτρεπε την παρατήρηση της ύπαρξης των μοναστηριών στην κορυφή, δείχνει να υπερισχύει πάλι η φύση με τους θεόρατους βράχους.

Στην ολότητά του το μετεωρικό αυτό τοπίο συνιστά έναν ιδιαίτερο τόπο, με το διττό χαρακτήρα της απομόνωσης αλλά και του τουρισμού. Η απομόνωση του μοναχισμού με την ανάγκη του ερημίτη για την ένωση με τα θεία αποδίδεται χωρικά ως αίσθηση με το μεγαλόπρεπο των πανύψηλων βράχων, σαν μια συνειρμική δίοδος προς το ανώτερο. Το έντονο σχήμα των βράχων δημιουργεί, εξίσου, όμως, και στον επισκέπτη/πιστό ένα αίσθημα μηδαμινότητας, η οποία συσχετιζόμενη και με την ύπαρξη των μοναστηριών, θα μπορούσε συνειρμικά να συνδεθεί με τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης έναντι της θεϊκής. Μάλιστα μια τέτοια αίσθηση ενισχύεται και από τα ίχνη των ερειπωμένων μονών στο τοπίο, που αφενός συμβάλουν στη διαμόρφωσή του και αφετέρου δημιουργούν την αίσθηση μια λανθάνουσας ενέργειας. Όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες του τοπίου, έχουν καταστήσει τα Μετέωρα πόλο έλξης της τουριστικής κίνησης, ο οποίος αντιμάχεται με έναν τρόπο τον αρχικό ρόλο τους ως ησυχαστήριο. Ο πολιτιστικός τουρισμός με επίκεντρο το θρησκευτικό στοιχείο αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής των Μετεώρων. Ταυτόχρονα είναι η βάση της τοπικής, παραγωγικής και κοινωνικής δομής, επηρεάζοντας τις λειτουργίες και τις αναπτυξιακές προοπτικές της. Ο όγκος των τουριστών, η συσσώρευση τουριστικών και άλλων χρήσεων και οι συνεχείς παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον όμως ενδέχεται στο μέλλον να πληγώσουν το τοπίο, προκαλώντας επιπτώσεις και αλλοιώσεις σε αυτό.

Με παρονομαστή τη συνιστώσα της σεξουαλικότητας, το καθ' αυτό μετεωρικό τοπίο θα μπορούσε κανείς εναλλακτικά να το αναγνώσει είτε ως υπερμεγέθεις γυναικείες καμπύλες -μέσα από την ' Ελληνική Γραμμή' του Γιαννόπουλου (1992) - είτε ως τεράστια φαλλικά σύμβολά - μέσα από τη θεωρία του Freud (1993) - είτε με όρους εκστατικής διονυσιακής αποτύπωσης - μέσα από τη θεωρία του Nietzsche (2008). Αυτό, όμως, που καθιστά την υπόσταση του βραχώδους αυτού τοπίου επιπλέον διττή και ενδιαφέρουσα είναι ακριβώς ότι αποτελεί μοναστηριακό σύμπλεγμα και άρα παραδοσιακά κατά πολύ απομακρυσμένο από την έννοια της σεξουαλικότητας. Στον τόπο που ασκείται ο μοναχισμός, απαιτείται η αυτοκυριαρχία του ερημίτη πάνω στις σωματικές του ανάγκες, μέσω της καθυπόταξης της σεξουαλικότητάς του. Επιβάλλεται, όμως, και ένα δευτερογενές επίπεδο κυριαρχίας, όχι στον εαυτό αυτή τη φορά, αλλά στον άλλο μέσω της ισχύος του άβατου για τις γυναίκες. Ακόμα και με την κατάργηση αυτού, όμως, ίχνη της υποβόσκουσας κυριαρχίας απομένουν μέσα από την πρέπουσα επίδειξη σεμνής συμπεριφοράς των επισκεπτών, αλλά και της επιβολής συγκεκριμένου ενδυματολογικού κώδικα στις γυναίκες επισκέπτριες, θεωρούμενες αιτία κολασμού. Έτσι, το μοναστικό τοπίο φαίνεται να είναι τόπος πολλαπλής καθυπόταξης πάνω στη σεξουαλικότητα και εν προκειμένω τα Μετέωρα, ιδωμένα από την ακραία άποψη του Foucault (2003a), ακολουθώντας το παράδειγμα των κολλεγίων του 18ου αιώνα, ίσως να παρουσιάζουν ακόμα μια σχέση με τη σεξουαλικότητα, μέσω της ηχηρά επιβεβλημένης απουσίας της.

Βιβλιογραφία 
Ελληνόγλωσση
  • Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1992/1997) Αρχιτεκτονική Τοπίου Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Κριτική και Θεωρία Σύγχρονες Τάσεις Σχεδιασμού Τοπίου, Θεσσαλονίκη: Ζήτη. 
  • Βουρονίκου, Δ. (2012) 'Ο Θρησκευτικός Τουρισμός στα Μετέωρα', Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. 
  • Γιαννακόπουλος, Κ. (2006) Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και Πολιτικές της Ανθρωπολογίας, Αθήνα:Αλεξάνδρεια.
  • Γιαννόπουλος, Π. (1992) Η Ελληνική Γραμμή, Αθήνα: Λιβάνη.
  • Δουκέλλης, Π. (2007) Το Ελληνικό Τοπίο Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου, Αθήνα: Εστία.
  • Ελευθεριάδης, Ν. (2006) Αισθητική Τοπίου, Δράμα: ΧΑΡΙΣ.
  • Foucault, M. (1976/2003) Ιστορία της Σεξουαλικότητας 1. Η Δίψα της Γνώσης, Αθήνα: Ράππα. 
  • Foucault, M. (1976/2003) Ιστορία της Σεξουαλικότητας 2. Η Χρήση των Απολαύσεων, Αθήνα: Ράππα. 
  • Foucault, M. (1976/2003) Ιστορία της Σεξουαλικότητας 3. Η Επιμέλεια Εαυτού, Αθήνα: Πλέθρον. 
  • Freud, S. (1900/1993) Η Ερμηνεία των Ονείρων, Αθήνα: Επίκουρος.
  • Karlheinz, D. και Αναγνώστου, Λ. (μτφ) (1999) Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός, Πειραιάς: Μαύρη Λίστα.
  • Καντσά, Β. (2010) Περπατώντας Αγκαλιασμένες στους Δρόμους της Αθήνας: Ομόφυλες Σεξουαλικότητες σε Αστικά Περιβάλλοντα, στο Γιαννακόπουλος, Κ. και Γιαννιτσιώτης, Γ. (επ.) (2010) Αμφισβητούμενοι Χώροι στην Πόλη: Χωρικές Προσεγγίσεις του Πολιτισμού, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Κοτιώνης, Ζ. (2004) Η τρέλα του τόπου, Αθήνα: Εκκρεμές.
  • Κοτοπούλης, Φ. (1973) Τα Μετέωρα, Αθήνα: Δίφρος.
  • Κωνσταντινίδης, Α. (1987) Για την Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Άγρα.
  • Λεντάκης, Α. (2000) Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα 1: Ο Έρωτας στη Θρησκεία ή η Ιδεολογία του Έρωτα, Αθήνα: Καστανιώτης. 
  • Μανωλίδης, Κ. (επ.) (2003) "Ωραίο, Φριχτό κι Απέριττο Τοπίον!" Αναγνώσεις και Προοπτικές του Τοπίου στην Ελλάδα, Σκόπελος: Νησίδες. 
  • Nietzsche, F. (1872/2008) Η Γέννηση της Τραγωδίας, Αθήνα: Βάνιας.
  • Νημάς, Θ. (1987) Τρίκαλα - Καλαμπάκα - Μετέωρα - Πίνδος - Χάσια: Γεωγραφία - Ιστορία - Μνημεία - Τουρισμός, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη. 
  • Παιδή, Δ. (2007) 'Μορφές Τουριστικής Ανάπτυξης στην Περιοχή των Μετεώρων', Διπλωματική Εργασία, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. 
  • Παπαβασιλείου, Α. (2006) 'Η Τουριστική Ανάπτυξη στα Μετέωρα Τρικάλων: Χαρακτηριστικά και Πρότυπα,  Σχεδιασμός και Διαχείριση.  Οι Δυνατότητες Εφαρμογής του Προτύπου του Θρησκευτικού Τουρισμού', Διπλωματική Εργασία, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. 
  • Σαρηγιαννάκη, Δ. (2012) 'Αστικός Χώρος και Σεξουαλικότητα στον Δυτικό Κόσμο κατά τον 19ο Αιώνα:Από τις Χωριστές Σφαίρες στο Σεξουαλικοποιημένο Χώρο', Εργασία Α Εξαμήνου Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών, Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
  • Σοφιανός, Δ. Ζ. (1990) Μετέωρα: Οδοιπορικό, Θεσσαλονίκη: Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως).
  • Στεφάνου, Ι. και Στεφάνου, Ι (1999) Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. 
  • Simmel, G., Ritter, J. και Gombrich, E. H. (1913/2004) Το Τοπίο, Αθήνα: Ποταμός. 
  • Τερκενλή, Θ. (1996) Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις, Αθήνα: Παπαζήση. 
  • Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως (2010) Αριθμός 30, Τεύχος Α, 'Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου', Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Ξενόγλωσση
  • Boswell, J. (1980) Christianity, Social Tolerance and Homosexuality. Gay people in Western Europe from the Beginning of the Christian Era to the Fourteenth Century, Σικάγο και Λονδίνο: The University of Chicago Press [διαδίκτυο (online)]. Διαθέσιμο στο: <URL: https://books.google.gr/books?hl=el&lr=&id=v-MR5_AdG68C&oi=fnd&pg=PR11&dq=boswell+john+christianity+social+tolerance+and+homose xuality&ots=uPL6ozaJQ9&sig=yqprYBIHz4029w40fz9b_IMJVRM&redir_esc=y#v=onepage&q= boswell%20john%20christianity%20social%20tolerance%20and%20homosexuality&f=false> [πρόσβαση 1 Ιουλίου 2015]. 
  • Dora, V. (2012) 'Setting and Blurring Boundaries: Pilgrims, Tourists, and Landscape in Mount Athos and Meteora', Annals of Tourism Research, 39 (2), σελ. 951-974. 
  • Fraser, N. (1993) Rethinking the Public Sphere. A Contribution to the Critique of Actually Existing Democracy,  Λονδίνο  και Νέα Υόρκη:   Routledge   [διαδίκτυο  (online)].  Διαθέσιμο  στο: <URL:http://www.jstor.org/stable/466240?seq=1#page_scan_tab_contents> [πρόσβαση 1 Ιουλίου 2015].
  • Halperin, D. (1995) Saint Foucault. Towards a Gay Hagiography, Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
  • Hunt, A. (2002) 'Regulating Heterosocial Space: Sexual Politics in the Early Twentieth Century', Journal of Historical Sociology, 15 (1) [διαδίκτυο (online)]. Διαθέσιμο στο: <URL: http://www.readcube.com/articles/10.1111%2F1467-6443.00161?r3_referer=wol&tracking_action=preview_click&show_checkout= 1&purchase_referrer=onlinelibrary.wiley.com&purchase_site_license=LICENSE_DENIED_NO_CUSTOMER> [πρόσβαση 1 Ιουλίου 2015].
  • Jakle, J. (1987) The Visual Elements of Landscape, Amherst: The University of Massachusetts Press [ διαδίκτυο (online)]. Διαθέσιμο στο: <URL:http://books.google.gr/books?id=asAp0gmORhIC&pg=PP15&lpg=PP15&dq=The+Visual+Elemen ts+of+Landscape&source=bl&ots=04eva_rA20&sig=WHcedK3rzNa5tID9bT5wOQjA74Y&hl=el &sa=X&ei=YdUeVNeyFYGKONL1gKAH&ved=0CDsQ6AEwAw#v=onepage&q=The%20Visua l%20Elements%20of%20Landscape&f=false> [πρόσβαση 30 Ιουνίου 2015]. 
  • Meinig, D. (1979) 'The Beholding Eye: Ten Versions of the Same Scene', στο Meinig, D. (επ.) The Interpretation of Ordinary Landscapes: Geographical Essays, ΝέαΥόρκη: Charles Scribner. 
  • Peniston, A. (2002) 'Pederasts, Prostitutes and Pickpockets in Paris of the 1870s', Journal of Homosexuality,        41        [διαδίκτυο        (online)].        Διαθέσιμο        στο:        <URL: http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1300/J082v41n03_12?queryID=%24{resultBean.queryID} &#.VZmxQEZkrHs> [πρόσβαση 1 Ιουλίου 2015].
Διαδικτυακές πηγές
  • Ελληνική Εθνική Επιτροπή UNESCO (2015) http://unesco-hellas.org/politismos/ellinika-mnimeia/ 
  • Ελληνικό   Τμήμα   International   Council   on   Monuments   and   Sites   -   ICOMOS   (2015) https://www.icomoshellenic.gr/ 
  • Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (2014) www.visitgreece.gr
  • ΟΔΥΣΣΕΥΣ, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2012 http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2442 
  • United      Nations      Educational,      Scientific      and      Cultural      Organization      (1992) 
  • http://whc.unesco.org/en/list/455www.gometeora.gr 
  • www.greekvoyager.com 
  • www.3kala.gr www.kalampaka.com


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.