#ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΡΝΑΒΟΥ, Γεωγράφος, πολεοδόμος Ομ. Καθηγήτρια ΑΠΘ.
Αντικείμενο της εργασίας είναι το βυζαντινό τείχος της Θεσσαλονίκης και η σημερινή του κατάσταση σε ότι αφορά στην ανάδειξη ή, αντιθέτως, την οπτική του κακοποίηση, τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος χώρου του, την απουσία διαδικασιών, θεσμών και πρακτικών αποτελεσματικής περιφρούρησης του προαναφερθέντος περιβάλλοντος χώρου, τα κενά και τις παραλείψεις της υπάρχουσας νομοθεσίας, τους ελλιπείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την αδυναμία ή τεράστια δυσκολία εφαρμογής των αρχικών θεσμικών και σχεδιαστικών προθέσεων. Η επιχειρηματολογία και τα εντοπιζόμενα προβλήματα έχουν συνολικότερη εμβέλεια και αφορούν και άλλα μνημεία της πόλης και της επικράτειας.
Στην εργασία αναδεικνύεται το γεγονός ότι ο περιβάλλον χώρος του μνημείου [βρίσκεται σε αρνητική λειτουργική και αισθητική κατάσταση, εξαιρουμένων λιγοστών σημείων του συνολικού αναπτύγματος. Η εργασία αναδεικνύει διάφορες κατηγορίες αιτίων μεταξύ των οποίων οι ακόλουθες: 1/ Θεσμικές παραλήψεις και υπερβάσεις. 2/ Έλλειψη σύγχρονου διοικητικού ορισμού του περιβάλλοντα χώρου του τείχους και απουσία επεξεργασμένων αρχών προστασίας. 3/Απουσία αδιαφιλονίκητου, πάγιου και ενιαίου συστήματος ελέγχου χρήσεων γης και πλήρης απουσία κανονισμού όρων επέμβασης στις όψεις των υφιστάμενων /επισκευαζόμενων κτιρίων (ιδιωτικόςχώρος). 4/Απουσία ειδικών μελετών παρέμβασης στον περιβάλλοντα δημόσιο χώρο. 5/Πλημμελής λειτουργία διοικητικών μηχανισμών ελέγχου.
Η αποτυχία προστασίας του μνημείου εντάσσεται σε μία αφήγηση της συνολικής αποτυχίας και εκφυλισμού του πολεοδομικού σχεδιασμού στην πόλη.
1. Εισαγωγή
Στην εργασία γίνεται αποτίμηση του πολεοδομικού σχεδιασμού των τελευταίων τριάντα ετών με επίκεντρο τις επιπτώσεις στην προστασία και απόλαυση του μνημείου των τειχών της Θεσσαλονίκης. Αναδεικνύεται το γεγονός ότι η παραμέληση του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου συνδέεται άρρηκτα με τον εκφυλισμό του σχεδιασμού της πόλης .
Η εργασία αντιμετωπίζει διάφορα ζητήματα που αφορούν στο βυζαντινό τείχος της Θεσσαλονίκης και τη σημερινή του κατάσταση σε ότι σχετίζεται με την ανάδειξη ή, αντιθέτως, την οπτική του κακοποίηση, τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος χώρου του, την απουσία διαδικασιών και πρακτικών αποτελεσματικής περιφρούρησης του προαναφερθέντος περιβάλλοντος χώρου, τα κενά και τις παραλείψεις της υπάρχουσας νομοθεσίας, τους ελλιπείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την αδυναμία ή τεράστια δυσκολία εφαρμογής των αρχικών θεσμικών και σχεδιαστικών προθέσεων. Παρά το γεγονός ότι αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο βυζαντινό μνημείο, η εμβέλεια των επιχειρημάτων αφορά σε πολλά μνημεία της πόλης όλων των εποχών.
Η κεντρική θέση της εργασίας είναι ότι ο περιβάλλον χώρος του μνημείου βρίσκεται σήμερα σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση, εξαιρουμένων λιγοστών σημείων του συνολικού αναπτύγματος, με τα χειρότερα δείγματα στις υποβαθμισμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Η εργασία αναδεικνύει τις ακόλουθες κατηγορίες αιτίων:
1. Θεσμικές παραλήψεις και υπερβάσεις
2. Έλλειψη σύγχρονου διοικητικού ορισμού του περιβάλλοντα χώρου του τείχους και απουσία
επεξεργασμένων αρχών προστασίας.
3. Απουσία αδιαφιλονίκητου, πάγιου και ενιαίου συστήματος ελέγχου χρήσεων γης και πλήρης
απουσία κανονισμού όρων επέμβασης στις όψεις των υφιστάμενων / επισκευαζόμενων
κτιρίων (ιδιωτικός χώρος)
4. Απουσία ειδικών μελετών παρέμβασης στον περιβάλλοντα δημόσιο χώρο
5. Πλημμελής λειτουργία διοικητικών μηχανισμών ελέγχου
Η εργασία διαρθρώνεται σε πέντε, πλην της εισαγωγής, μέρη.
Στο δεύτερο μέρος στοιχειοθετούνται ορισμένες πλευρές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, οι οποίες, συντηρούνται και αναπαράγονται οδηγώντας συστηματικά σε συμπτώματα όπως αυτά που σχετίζονται με τον περιβάλλοντα χώρο του βυζαντινού μνημείου αλλά και σε επιπλέον, συναφή εκφυλιστικά φαινόμενα όπως είναι η παραμέληση και καταστροφή των δασών, τα προβλήματα της χρήσης του αιγιαλού, η ανεπαρκής προστασία των παραδοσιακών οικισμών, η αυθαίρετη δόμηση κ.α.
Στο τρίτο μέρος αναφερόμαστε στην πολεοδομική νομοθεσία και ειδικότερα στο τμήμα εκείνο της νομοθεσίας αυτής που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο των μνημείων και τη σχέση του με τον οικιστικό ιστό καθώς και στη διαδικασία εξέλιξης της νομοθεσίας αυτής, η οποία συχνά κινήθηκε σε οπισθοδρομική τροχιά.
Στο τέταρτο μέρος περιγράφονται οι συνταγματικές προβλέψεις , οι επιταγές των διεθνών συνθηκών καθώς και η νομοθεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, πρόσφατες εκδοχές της οποίας δίνουν απεριόριστες δυνατότητες προστασίας, ανάδειξης και οπτικής απόλαυσης του μνημείου, μέσω της διαμόρφωσης του ευρύτερου χώρου του.
Στο πέμπτο τμήμα της εργασίας πέραν των αναδεικνυόμενων στο τρίτο μέρος σοβαρών θεσμικών αδυναμιών αναδεικνύονται επιπλέον πρακτικές και παραλείψεις οι οποίες αθροιστικά υπονομεύουν τον προαναφερθέντα στόχο και οδηγούν στη σημερινή αρνητική εικόνα.
Σε σχέση με την πολεοδομική νομοθεσία και την νομοθεσία προστασίας και απόλαυσης των μνημείων η εργασία επικεντρώνεται κυρίως στην εποχή μετά το 1983. Αυτό γίνεται παρά το γεγονός ότι η προηγούμενη πολεοδομική νομοθεσία αλλά και η γενικότερη στάση απέναντι στον περιβάλλοντα χώρο των μνημείων ήταν σαφώς υποδεέστερη και έχει επιβαρύνει αμετάκλητα πολλές φορές το μνημείο. Η έμφαση στην μετά το 1983 πολεοδομική και αρχαιολογική νομοθεσία εδράζεται στο γεγονός ότι αμφότερες ενσωματώνουν ανώτερες προθέσεις πολεοδομικής ρύθμισης και προστασίας και αποτελούν «γόνους» του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1975, το οποίο αποτελεί σταθμό για τα ελληνικά συντάγματα και δίνει νέες δυνατότητες για το εύρος και το βάθος των προαναφερθεισών ρυθμίσεων.
Τα Βυζαντινά Τείχη αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και υπάγονται στην Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης από την οποία συντηρούνται.
2. Κοινωνικός σχηματισμός , νομοθεσία, διοικητικές πρακτικές
Στο άρθρο αυτό όπως έχει ήδη λεχθεί μας απασχολεί ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που αφορά τη σχέση του αστικού οικιστικού ιστού με το τείχος της Θεσσαλονίκης. Στην ενότητα αυτή, παραθέτουμε ορισμένα πάγια και αναπαραγόμενα αρνητικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο των οποίων επανεμφανίζονται εκφυλιστικές διαδικασίες και στάσεις όπως αυτές που δημιουργούν και συντηρούν το υπό συζήτηση πρόβλημα. Επιχειρηματολογούμε δηλαδή ότι αυτά που θα ακολουθήσουν σχετικά με την διεπιφάνεια πόλης και μνημείου αποτελούν μια εκ των πολλών απορροιών των αρνητικών ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού σχηματισμού, οι οποίες δυστυχώς δεν ξεπεράστηκαν παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις και στηλιτεύσεις από τους σχολιαστές, παρά τον αντιπολιτευτικό λόγο και τις πραγματικές αν και ιδιαίτερα βραχύβιες αλλαγές.
Η σχέση της ελληνικής πολεοδομικής πραγματικότητας και της ελληνικής νομοθεσίας είναι τόσο πολύπλοκη όσο και αντιφατική. Το ελληνικό οικιστικό περιβάλλον είναι αποτέλεσμα ογκώδους και δαιδαλώδους πολεοδομικής νομοθεσίας σε βαθμό που ο επισκέπτης των ελληνικών πολεοδομικών πραγμάτων θα έκρινε τα τελευταία απολύτως αναντίστοιχα αυτής της νομοθεσίας. Διατυπωμένο διαφορετικά αυτό σημαίνει ότι δύσκολα μπορεί κανείς να κατανοήσει το ελληνικό οικιστικό προϊόν ως αποτέλεσμα μιας πολυσχιδούς και εκτεταμένης πολεοδομικής νομοθεσίας και μιας (φαινόμενης) πρόθεσης βελτιώσεων και ανασυγκροτήσεων. Η πολεοδομική νομοθεσία άλλοτε καταγράφει θετικές πολιτικές προθέσεις και εν συνεχεία τις αναιρεί (τροποποιούμενη ή παραχαρασσόμενη στην πράξη), άλλοτε πάλι δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά έκφραση συγκυριακών συσχετισμών με εξ αρχής αρνητικά χαρακτηριστικά (όπως για παράδειγμα οι επανειλημμένες νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων κτισμάτων ή καταπατήσεων γης).
Στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο μπορεί καταρχήν να σημειωθεί ότι οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις θεωρούν «χρέος» τους να επιφέρουν αλλαγές στα νομοθετήματα των προγενέστερων παράγοντας νέο νομοθετικό έργο. Δεν αποτέλεσε ποτέ πάγια αρχή των ελληνικών διαδοχικών διοικήσεων η εύρεση κοινού τόπου σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής με στόχο την αποφυγή παλινωδιών, αμοιβαίων ακυρώσεων και επίτευξη μεγαλύτερων ταχυτήτων κίνησης προς θετική κατεύθυνση. Η κατάσταση επιδεινώνεται στο επιχειρησιακό επίπεδο από την απουσία μεταγενέστερων κωδικοποιήσεων για την επιτευξη αποτελεσματικής χρήσης των νόμων. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της ελληνικής νομοθετικής παραγωγής αποτελεί η μη έκδοση εκτελεστικών διαταγμάτων και αποφάσεων, με την οποία δηλώνεται πολύ συχνά η απουσία πολιτικής πρόθεσης να εφαρμοστεί ο νόμος.
Έχει χαρακτηριστεί ως πελατειακή σχέση η διάδραση μεταξύ εκλεγόμενων αντιπροσώπων και ατόμων , χωρίς διαμεσολάβηση νομιμοποιημένων οργανώσεων, η οποία λειτουργεί ιδιαίτερα στο επίπεδο του βουλευτή και του δημάρχου. Η ως άνω διάδραση ευτελίζει τη σχέση εκλογέα και εκλεγόμενου, υποκαθιστά τα συλλογικά ρητά και διαφανή αιτήματα για αξιόλογες αλλαγές με ατομικά, αποδομεί και αποσυντονίζει τις όποιες αρχικές προσπάθειες πολεοδομικής και περιβαλλοντικής ρύθμισης.
Η πελατειακή σχέση που αναπτύσσεται στο διάστημα μεταξύ δυο πολιτικών αναμετρήσεων κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στη προεκλογική περίοδο αποκτώντας μαζικά χαρακτηριστικά και λειτουργώντας ως μια εκμαυλιστική διαδικασία για τους πολιτικούς ενόψει μιας άλλης παθογενούς κατάστασης του πολιτικού κόστους. Έτσι οι διαδοχικές διοικήσεις υιοθετούν επαναλαμβανόμενες ενδοτικές στάσεις απέναντι σε ομάδες παραβατών (πχ νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων, διάθεση καταπατημένης αλλά κοινωνικά απαραίτητης γης έναντι συμβολικού τιμήματος σε ιδιώτες κ.α. ). Πρόκειται πραγματικά για (αρνητικά) παιδευτική, ανακυκλούμενη διαδικασία που αναπαράγει διαχρονικά ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα καθώς το πελατειακό αναιρεί το κατ' εξοχήν πολιτικό.
Η διοικητική οργάνωση και στελέχωση που απαιτείται για την εφαρμογή νόμων, όρων και κανονισμών είναι μόνιμα ανεπαρκής με συνέπεια τη μη άσκηση των απαραίτητων ελέγχων τήρησης ή μη των όρων δόμησης, εφαρμογής των προβλεπόμενων χρήσεων γης, ύπαρξης ή μη οικοδομικής άδειας, αυθαίρετης κατάτμησης και ανοικοδόμησης, εμπορίας αυθαίρετα κατατμηθείσας γης, καταπάτησης κλπ.
Θα πρέπει να αναδειχθεί εδώ το γεγονός ότι στην πλειονότητα , αν όχι στο σύνολο, των περιπτώσεων έλεγχοι διακρίβωσης της νομιμότητας δεν ασκούνται. Η κατάσταση επομένως αφήνεται στην τύχη της με αποτέλεσμα - ελλείψει μάλιστα ατομικών καταγγελιών παραβάσεων - να αναπτύσσεται όχι μόνο συστηματική παραβατικότητα αλλά και μαθησιακή διαδικασία μετάδοσης και εγκατάστασης των παραβατικών στάσεων. (Είναι ενδιαφέρον ίσως να αναφερθεί στο σημείο αυτό η σπάνια περίπτωση ενός μικρού οικισμού της Κεντρικής Μακεδονίας, όπου επιβλήθηκαν πρόστιμα για αυθαίρετες κατασκευές μόνο κατόπιν αλυσιδωτής ανταγωνιστικής διαδικασίας καταγγελιών, η οποία τελικά έφτασε και στον τελευταίο εμπλεκόμενο πολίτη).
Οι διαδικασίες αδειοδοτήσεων είναι γραφειοκρατικές και χρονοβόρες, χωρίς αξιοποίηση ηλεκτρονικών και εξ αποστάσεως μέσων. Στις περιπτώσεις των λεγόμενων σύνθετων διοικητικών αποφάσεων απαιτούνται επάλληλες εγκρίσεις και επιμέρους αδειοδοτήσεις , οι οποίες όφειλαν και μπορούσαν να επιτελούνται με μια μόνο επαφή του αδειοδοτούμενου με τη διοίκηση (αδειοδότηση μίας μόνο «στάσης»). Το γεγονός δεν συνεπάγεται μόνο την ταλαιπωρία των πολιτών αλλά και έναν άγονο κατακερματισμό, με υποτονική την «αρχή της ενιαίας διοίκησης», στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία θα εμφανίζονταν συγκροτημένη με πλήρη γνώση του σύνολου θεσμικού πλαισίου για το εκάστοτε υπό εξέταση ζήτημα αντί της αποσπασματικής σημερινής αντιμετώπισης (με αρνητικές συνέπειες στην απόδοση δικαίου).
Η ασάφεια της νομοθεσίας, οι γραφειοκρατικές δομές , οι συνεπαγόμενες ακαμψίες και καθυστερήσεις και η ατιμωρησία συνεπιφέρουν το φαινόμενο του χρηματισμού των υπαλλήλων το οποίο στην συνεχεία δημιουργεί κέντρα αντίδρασης στις μεταρρυθμιστικές αλλαγές.
Η μη βελτιωνόμενη κατάσταση άφησε βαθιά αρνητικά ίχνη σε στάσεις και συμπεριφορές που σήμερα διατρέχουν οριζόντια ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, με ιδιαίτερα επί μέρους χαρακτηριστικά ανά κοινωνικό στρώμα. Για τον ανανεωνόμενο και αυξανόμενο κύκλο της παραβατικοτητας, που σχετίζεται με τα αυθαίρετα κτίσματα, την διαφυγή της διατήρησης των αρχιτεκτονικών μνημείων ( αλλά και την καταπάτηση και εμπρησμό του δάσους, την καταστρατήγηση του αιγιαλού, την αύξηση της ρύπανσης κλπ) υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφική τεκμηρίωση από ειδικούς (αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, ιστορικούς και αρχαιολόγους).
3. Πολεοδομική νομοθεσία
3. 1 Πολεοδομικές ρυθμίσεις της δεκαετίας του 80
Η περίοδος από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι το 1983 ενσωματώνει στο εσωτερικό της σημαντικές θεσμικές προσπάθειες αλλαγών στη διαδικασία παραγωγής του δομημένου περιβάλλοντος πόλεων και οικισμών. Όπως έχει σημειωθεί αναλυτικά από πολλούς συγγραφείς, το σύνολο της περιόδου χαρακτηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ματαιώσεις και ανεπαρκή αποτελέσματα. Παρά το γεγονός ότι κατά περιόδους εισήχθηκαν θεσμοί με σκοπό την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, είτε ήταν ανεπαρκείς είτε έμειναν ανενεργοί είτε σταδιακά συρρικνώθηκαν και τροποποιήθηκαν προς το χειρότερο, με αποτέλεσμα την ακύρωση των όποιων αρχικών θετικών προθέσεων. Η ανάπτυξη της ελληνικής πόλης στηρίχθηκε στο σύστημα της αντιπαροχής με αρκετά υψηλούς συντελεστές δόμησης και μεγάλα ποσοστά κάλυψης, τα οποία οδήγησαν στη δημιουργία ενός αστικού τοπίου με τη σφραγίδα της πυκνής δόμησης και του μεγάλου ύψους κτιρίων.
Τα τυπικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής πόλης επηρέασαν δραστικά τα μνημεία και τη μη ανάδειξή τους. Η σχέση μνημείου αστικού ιστού δεν αποτέλεσε συστηματικό μέλημα της Πολιτείας ούτε σε επίπεδο στοιχειωδών αρχών εξασφάλισης μιας απόστασης από τα μνημεία ούτε σε επίπεδο ειδικού σχεδιασμού παρακείμενων όψεων ούτε, πολύ λιγότερο, ειδικών μελετών του ευρύτερου χώρου του μνημείου. Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις υπάρχουν πολλές μεταξύ των οποίων η Καστοριά με τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά της μνημεία και η Θεσσαλονίκη σε ότι αφορά το τείχος της. Και στις δυο περιπτώσεις με προεξάρχουσα την πρώτη η ελληνική πολεοδομική νεωτερικότητα συμβάλει στην αρνητική σημερινή εικόνα, όπου τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Καστοριάς εγκολπώθηκαν πνιγηρά αν όχι θανατηφόρα από τις πολυκατοικίες, ενώ το βυζαντινό τείχος υπέστη παρόμοια κακοποίηση, ενώ διέλαθε της κακοποίησης αυτής μόνο σε κάποια σημεία που περισσότερο σχετίζονται με την τοπογραφία της περιοχής και λιγότερο με θετική ανθρώπινη παρέμβαση.
Η περίοδος 1981 - 87 εισάγει αξιοσημείωτες αλλαγές στο πεδίο της πολεοδομικής νομοθεσίας, στο πλαίσιο γενικότερων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών ιδιαίτερα σημαντικών για τη χώρα. Το 1983 ψηφίζεται ο Νέος Οικιστικός Νόμος (ο οποίος αντικαθιστά το ΝΔ του 1923 και τον μη εφαρμοσμένο έως τότε οικιστικό νόμο 947 του 1979), ενώ παράλληλα εξελίσσεται η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (Ε.Π.Α.) όλων πρακτικά των ελληνικών πόλεων. Τόσο ο Ν 1337-83 όσο και η ΕΠΑ παρά τις αδυναμίες τους (των αρχικών ελλιπών συνθηκών και της μεγαλομανίας της δεύτερης και του μεταβατικού άρα και ελλιπούς χαρακτήρα του πρώτου) αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις στην ελληνική πολεοδομική ιστορία. Η δεκαετία του '80 χαρακτηρίζεται από επιπλέον ενδιαφέρουσες και κοινωνικά σημαντικές παρεμβάσεις όπως αυτές που καταγράφονται στους νόμους των Ρυθμιστικών Σχεδίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, το προεδρικό διάταγμα κατηγοριοποίησης των χρήσεων γης, τους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος, την κατάρτιση κτηματολογίου κ.α. (H αρνητική τύχη των νομοθετημάτων αυτών δεν θα μας απασχολήσει στην εργασία αυτή με την εξαίρεση των σημείων που αφορούν το αντικείμενό μας δηλαδή τη σχέση αστικού ιστού και μνημείων).
Ιδιαίτερης αναφοράς σε σχέση με το αντικείμενό μας χρήζει η νομοθεσία των Ρυθμιστικών Σχεδίων και των σχετικών οργανισμών για τις δύο μεγάλες πόλεις και ειδικότερα το "Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης " (Ν. 1561/1985) και η ίδρυση λίγο αργότερα του αντίστοιχου οργανισμού υλοποίησης του σχεδίου και εποπτείας του σχεδιασμού σε όλο το εύρος των δήμων που συναποτελούν την ευρύτερη περιοχή .
Τόσο η ίδρυση του οργανισμού Θεσσαλονίκης όσο και η θέσπιση σε επίπεδο νόμου ενός σχεδίου και του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της περιοχής ήσαν προωθημένες παρεμβάσεις. Όσον αφορά στο πρώτο η πρωτοβουλία ήταν σημαντική δεδομένης της πρακτικής ανυπαρξίας στο παρελθόν ειδικών φορέων χωρικής ρύθμισης και της κατάτμησης ενιαίων συγκροτημάτων από τα διοικητικά όρια δήμων προς βλάβη του χωρικού σχεδιασμού. Όσον αφορά στο δεύτερο η θέσπιση σχεδίων με νομοθετικό εργαλείο νόμο, ο οποίος σφράγιζε με κύρος το σχετικό σχεδιασμό, σπάνιζε στην διεθνή πραγματικότητα. ενώ και οι δυο κινήσεις αντανακλούσαν το πνεύμα της εποχής και τις θετικές προθέσεις για μια νέα εποχή πολεοδομικών σχεδίων και εφαρμογών.
Τις δυο επόμενες βαθμίδες αποτελούν το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και η Πολεοδομική Μελέτη.
Τα τρία επίπεδα συναρθρώνονται με τρόπο ιεραρχικό και με αυξανόμενο τον βαθμό λεπτομέρειας και την υποχρέωση τήρησης των αρχών, των κατευθύνσεων και των σχεδιαστικών στόχων του εκάστοτε προηγούμενου. Ένα τέταρτο επίπεδο σχεδιασμού είναι η Ειδική Μελέτη η οποία αφορά μόνο σε συγκεκριμένες επιλεγμένες για τα ειδικά τους χαρακτηριστικά περιοχές (όπως για παράδειγμα της εγγύτητάς τους σε ένα μνημείο και της εξ αυτής απορρέουσας ανάγκης ιδιαίτερης προσοχής) και απευθύνεται στα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου (πχ τα πλακόστρωτα, τα δημόσια καθίσματα, το φωτισμό, τις πινακίδες όδευσης και κυκλοφορίας κλπ) καθώς και την τρίτη διάσταση.
Σημαντική για τα ελληνικά δεδομένα (και για την κεντρική του θέση στο υπό συζήτηση θέμα) υπήρξε και η θέσπιση του Προεδρικού Διατάγματος "Κατηγορίες και Περιεχόμενο χρήσεων γης", επειδή όριζε για πρώτη ουσιαστικά φορά τις κατηγορίες χρήσεων (π.χ. αμιγής κατοικία, κεντρικές λειτουργίες κλπ) και αναφερόταν ρητά στις περιεχόμενες υποκατηγορίες με απώτερο σκοπό τη αξιοποίηση τους στον καθορισμό ζωνών στα ΓΠΣ και τις Πολεοδομικές Μελέτες.
3.2 Μεταγενέστερες τροποποιήσεις και εφαρμογές της πολεοδομικής νομοθεσίας - νέες ρυθμίσεις
Είναι δύσκολο να περιοδολογήσει κανείς το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το 1981 μέχρι σήμερα με κριτήρια σχετικά με την εξέλιξη και την ποιότητα του σχεδιασμού, κάτι που άλλωστε υπερβαίνει τις προθέσεις της εργασίας. Παρόλα αυτά δεν απέχει από την αλήθεια η διατύπωση σύμφωνα με την οποία η προσπάθεια αναμόρφωσης του αστικού τοπίου της χώρας, αν και ξεκίνησε με τις θετικότερες των προθέσεων, σε πολύ μεγάλο βαθμό εκφυλίστηκε.
Επιγραμματικά να αναφέρουμε ότι ο Ν.1337/1983 παρέμεινε μεταβατικός μέχρι το 1997, ενώ η Ε.Π.Α. καθυστέρησε πέραν του αναμενόμενου, δεδομένου ότι αποτελούσε μια προσπάθεια αναντίστοιχα φιλόδοξη με διοικητικά δεδομένα της εποχής. Την ίδια στιγμή κάτω από ένα καθεστώς ισχυρών πολιτικών πιέσεων σε τοπικό επίπεδο, οι επεκτάσεις των πόλεων ήταν τεράστιες (παρά τις αρχικές κεντρικές οδηγίες που συνεκτιμούσαν την μεταβατικότητα του νόμου) δίχως πολλές φορές να συνοδεύονται από αντίστοιχες επεκτάσεις δικτύων (μετακινήσεων, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κλπ). Μεγάλη καθυστέρηση υπήρξε και στη διαδικασία σύνταξης κτηματολογίου με αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα των πολεοδομικών μελετών και την επάρκεια των δημόσιων χώρων της πόλης, δεδομένου ότι η σύνταξή τους στηρίχθηκε σε προβλεπόμενες εισφορές σε γη , οι οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων αποδείχθηκαν πολύ λιγότερες από τις απαιτούμενες όταν τα κτηματολογικά στοιχεία οριστικοποιήθηκαν. Ο συνδυασμός των παραπάνω, μαζί με πολλά άλλα που για λόγους οικονομίας του κειμένου παραλείπονται, είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί τουλάχιστον προβληματική η αναβάθμιση του αστικού χώρου που χαρακτήριζε την ελληνική πόλη προ του 1983.
Ο Οργανισμός της Θεσσαλονίκης (ΟΡΘ) άρχισε σταδιακά να υπολειτουργεί ,να υποστελεχώνεται και να υποχρηματοδοτείται με δυσμενείς συνέπειες στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των αντικειμένων του. Σε ότι αφορά το αντικείμενο αυτής της εργασίας να σημειώσουμε ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στη έγκριση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης, η οποία δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί τυχαία, αλλά μάλλον ενταγμένη σε μια γενικότερη στροφή κινούμενη προς την κατεύθυνση της απορύθμισης.
Το ΓΠΣ Θεσσαλονίκης σε ότι αφορά τις περιοχές αμιγούς κατοικίας γενικά αλλά και ειδικότερα αυτές που γειτνιάζουν με το τείχος αποτελεί μια ιδιαίτερα αρνητική εκδοχή των μετά το 1983 εξελίξεων. Ενώ αρχικά, σημαντικά και ευαίσθητα σημεία της πόλης μεταξύ των οποίων τα παρακείμενα στο μνημείο οικοδομικά τετράγωνα χαρακτηρίστηκαν ως περιοχές αμιγούς κατοικίας, ύστερα από έλεγχο τοπικών αναγκαιοτήτων από τους μελετητές και την υπηρεσία του ΟΡΘ, στην τελική φάση στο λεκτικό της υπουργικής απόφασης η αμιγής κατοικία και το περιεχόμενό της διαστρεβλώθηκαν. Στη ζωνοποίηση λοιπόν των χαρτών του ΓΠΣ φάνηκε ότι εξασφαλίστηκε με τον τρόπο αυτό μια πρώτη στοιχειώδης προστασία τόσο από χρήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φυσική φθορά (π.χ. βιομηχανικές, βιοτεχνικές) όσο και από χρήσεις που θα προκαλούσαν αισθητικό ευτελισμό του περιβάλλοντος χώρου. Στο λεκτικό της υπουργικής απόφασης αυτό ακυρώθηκε με την προσθήκη χρήσεων όπως είναι: καφενεία, εστιατόρια, ιατρεία, γραφεία, φωτοσύνθεση, συνεργεία αυτοκινήτων και ελαστικών (πλην βαφείων και φανοποιείων). Η αμιγής κατοικία μετετράπη «πραξικοπηματικά» σε γενική κατοικία.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται προσπάθεια νομιμοποίησης του χωρίς προηγούμενο νομοθετικού αυτού ατοπήματος είναι ακόμα εντυπωσιακότερος. Γίνεται μια χωρίς προηγούμενο καταχρηστική ανάγνωση και ερμηνεία του άρθρου 11 του προεδρικού Διατάγματος του 1987 , στο οποίο ο νομοθέτης αφήνει πράγματι μια δυνατότητα εξαιρέσεων και διαφοροποίησης του περιεχομένου των διαφόρων κατηγοριών χρήσεων , συμπεριλαμβανομένης της αμιγούς κατοικίας, για να δώσει τη δυνατότητα στους συντάκτες των ΓΠΣ να υλοποιήσουν τους στόχους των Ρυθμιστικών Σχεδίων. Στην περίπτωση της αμιγούς κατοικίας αυτό θα σήμαινε, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ότι σε μια ζώνη προδιαγραφόμενη με αυτό τον τρόπο, με γεωγραφική θέση γειτνιάζουσα στο μνημείο και το κέντρο της πόλης, θα επιτρέπονταν κατ' εξαίρεση η χωροθέτηση ενός (πχ) κτιρίου γραφείων προς εξυπηρέτηση σχετικών πολιτιστικών αναγκών.
Ας αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι βασικοί στόχοι και εναρκτήρια θέση του ΡΣΘ είναι η ακόλουθοι:
"α) η ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης και η αναβάθμιση της κεντρικής
περιοχής της.
β) η βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους τους κατοίκους της και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
γ) η εξισορρόπηση των κοινωνικών ανισοτήτων από περιοχή σε περιοχή.
δ) η διεύρυνση των επιλογών κατοικίας και εργασίας, αναψυχής και ψυχαγωγίας σε κάθε περιοχή της Θεσσαλονίκης.
ε) η ποιοτική αναβάθμιση κάθε γειτονιάς και η προστασία των περιοχών κατοικίας από οχληρές λειτουργίες και χρήσεις."
Κάθε πολεοδόμος ή νομικός αντιλαμβάνεται το μέγεθος τόσο της ουσιαστικής όσο και της θεσμικής παρέκκλισης από τους κανόνες της πολεοδομικής και νομοθετικής πρακτικής και τις αρνητικές συνέπειές της. Οι στόχοι του Ρυθμιστικού Σχεδίου και ιδιαίτερα η ανάδειξη της ιστορικής ταυτότητας της πόλης όχι μόνο δεν υποστηρίζονται, αλλά υπονομεύονται ευθέως από την προσθήκη των επί πλέον χρήσεων, τόσο περισσότερο όσο η ιδιόμορφη και αξιοπερίεργη αυτή 'αμιγής κατοικία' γειτνιάζει με κάθε είδους ευαίσθητη περιοχή. Η εξόφθαλμη αγνόηση της ιεραρχίας των επιπέδων του σχεδιασμού με διακύβευμα τον ευτελισμό του περιβάλλοντα χώρου μνημείων, όπως τα Τείχη της Θεσσαλονίκης, στηρίζεται στην παραβίαση της πολεοδομικής και θεσμικής αντίληψης που διατρέχει το Διάταγμα του 87 για τις χρήσεις γης.
Σε σχέση με την σταδιακή συσσωρευτική έκπτωση του σχεδιασμού της πόλης και των πολλαπλών υποχωρήσεων θα πρέπει να γίνει αναφορά σε δυο επιπλέον πολύ σημαντικά σημεία. Τα ΓΠΣ σε ότι αφορά τις περιοχές οι οποίες διέθεταν ήδη ρυμοτομικά σχέδια με το προηγούμενο οικιστικό πλαίσιο (ΝΔ 1923) επρόκειτο να αποτελέσουν πλαίσιο για την αναθεώρησή τους και την παραγωγή νέων ρυμοτομικών σχεδίων όπου αυτό ήταν απαραίτητο. Το πρόγραμμα αναθεώρησης των πολεοδομικών σχεδίων ακυρώθηκε ουσιαστικά σε όλη τη χώρα, ενώ η Θεσσαλονίκη, όχι μόνο δεν αποτέλεσε εξαίρεση αλλά αρνητική εκδοχή σε σχέση με άλλες πόλεις, για διάφορους λόγους το αποτέλεσμα των οποίων επιδεινώνεται από την απουσία ειδικών μελετών ή την ύπαρξη ελάχιστων αποτυχημένων παραδειγμάτων τέτοιων πρωτοβουλιών. Οι κατ' εξοχήν τόποι αναγκαιότητας μελετών αναθεώρησης είναι οι ιστορικοί μνημειακοί άξονες και τα επιμέρους μνημεία.
Εξαίρεση στο ναυάγιο του προγράμματος αναθεωρήσεων αποτέλεσε η Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Όπως είναι γνωστό, και προς τιμήν των συντελεστών του σχεδίου, η περιοχή είχε ειδικό σχέδιο από το 1979 λογω της ιστορικής, αρχιτεκτονικής και μνημειακής της άξιας. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 και μετά από πολύ δημόσιο «θόρυβο» για τις υπερβάσεις συντελεστών και καλύψεων και την πτώχευση της ποιότητας περιβάλλοντος στην περιοχή, ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το 1999 η αναθεώρηση του σχεδίου. Και τα δυο σχέδια (και οι σχετικοί έλεγχοι αδειών) είχαν ως συνέπεια την τήρηση αρχών σχεδιασμού στις παρατείχιες περιοχές με αποτέλεσμα την προστασία του τείχους από την μία πλευρά (!).
Παρά την θετική αξιολόγηση του γεγονότος και την επιβαλλόμενη απεξάρτηση από το γενεσιουργό αίτιο, δεν μπορεί παρά να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η συνταγματική αρχή της προστασίας και απόλαυσης του μνημείου υλοποιήθηκε σε ένα βαθμό ως παρελκόμενο της αναβάθμισης μιας συγκεκριμένης περιοχής κατοικίας συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων. Τόσο οι λοιπές βορειοδυτικές περιοχές του Δ. Θεσσαλονίκης, του συνοικισμού του επταπυργίου συμπεριλαμβανομένου, όσο και του Δ. Συκεών παρέμειναν ως είχαν χωρίς μειώσεις συντελεστών και χωρίς αναθεωρημένα ρυμοτομικά σχέδια και τον αναγκαίο εμπλουτισμό του κοινωνικού εξοπλισμού.
Το έμψυχο περιεχόμενο των περιοχών αυτών (δηλαδή της περιοχής του διατάγματος της Άνω Πόλης αφενός και του δυτικού τμήματος του Δ.Θ. και τμημάτων του Δ. Συκεών αφετέρου) και η αντιδιαμετρική κοινωνική διαστρωμάτωση που τους αντιστοιχεί παραπέμπουν και στους λόγους της διαφοροποιημένης αντιμετώπισης. Δυστυχώς η μέριμνα για τον παραδοσιακό οικισμό της Άνω Πόλης, το 1999, δεν μπορεί παρά εν μέρει μόνο να αποδοθεί στο ενδιαφέρον των αρχών για την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης όταν το ενδιαφέρον αυτό δεν φθάνει στο σύνολο της εγγύς περιοχής. Αντίθετα είναι εμφανής εδώ η υπεροχή των συμφερόντων μιας περιοχής κατοικίας υψηλών εισοδημάτων, κοινωνικής και πολιτικής επιρροής σε σχέση με τα χαμηλά εισοδήματα και απουσία επιρροής των λοιπών.
Με το ΡΣΘ και τον σχεδιασμό των είκοσι πέντε τελευταίων ετών στην περιοχή (και την πόλη) δεν υπήρξε «ποιοτική αναβάθμιση κάθε γειτονιάς» ή «εξισορρόπηση των κοινωνικών ανισοτήτων» ούτε «ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης» (σημεία γ. και ε. και α. του παρατεθέντος αποσπάσματος του ΡΣΘ).
4. Η νομοθεσία προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς
Πριν από το Σύνταγμα του 1975 δεν υπήρχε κάποια ειδική συνταγματική πρόβλεψη για την προστασία ιστορικών μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, ενώ οι διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας (νόμος της 10/22.5.1834 της Αντιβασιλείας του Όθωνα, ν. ΒΧΜΣ (2646) του 1899 και νόμος 5351/1932) χαρακτηρίζονται «...από τη νομολογία και την επιστήμη ως ειδικότατες και ως διατάξεις αυστηρού δικαίου και δημοσίας τάξεως, οι οποίες κατίσχυαν των άλλων κοινών διατάξεων νόμων».
Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι μέχρι το 1921 προβλέπεται η προστασία ipso jure όλων των αρχαιοτήτων που χρονολογούνται μέχρι το «τέλος του μεσαιωνικού ελληνισμού» (1453), χωρίς να τηρείται επίσημος κατάλογος καταγραφής των μνημείων. Το 1962 με την υπουργική απόφαση "Περί χαρακτηρισμού ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων και αρχαιολογικών χώρων" (ΥΑ 15813/19-12-1961 - ΦΕΚ 36/Β/3-2-1962) χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο «τα τείχη της Θεσσαλονίκης «...εν τω συνόλω αυτών και έκτασις 20 - 10 μέτρων εκατέρωθεν καθ' όλον το μήκος αυτών.
Η πρώτη φορά, ωστόσο, που καθιερώθηκε η δυνατότητα και το πλαίσιο αυξημένης προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι με την συνταγματική αναθεώρηση του 1975, στο άρθρο 24 της οποίας αναδεικνύεται η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος και ορίζεται με σαφήνεια ότι η προστασία του, μέσω της λήψης ιδιαίτερων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.
Η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη να προστατέψει με τον πλέον ισχυρό τρόπο το πολιτιστικό περιβάλλον ακόμα και εις βάρος της ατομικής ιδιοκτησίας διαφαίνεται στην παράγραφο 6 του παραπάνω άρθρου, κατά την οποία προβλέπεται η σύνταξη νόμου προκειμένου να καθοριστεί το απαραίτητο πλαίσιο περιοριστικών μέτρων και αποζημιώσεων.
Επόμενο σημαντικό βήμα στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί η κύρωση της Σύμβασης της Γρανάδας (1985) με τον νόμο 2039/1992. Ο νόμος διατυπώνει έναν αρκετά ευρύ ορισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς κάνοντας ταυτόχρονα τη διάκριση σε μνημεία, αρχιτεκτονικά σύνολα και τόπους. Ανάμεσα στα άλλα, υποχρεώνει τους συμβαλλόμενους στην καθιέρωση ενός νομικού καθεστώτος προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην εφαρμογή κατάλληλων διαδικασιών ελέγχου και αδειών, στην προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος χώρου και τέλος στον καθορισμό της συντήρησης, αναβίωσης και ανάδειξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως σημαντικότατου στοιχείου της χωροταξικής πολιτικής, το οποίο χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη στην εκπόνηση ρυθμιστικών σχεδίων και στις διαδικασίες έγκρισης εργασιών.
Αν και ο Ν.2039/1992, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, δεν ορίζει με σαφήνεια ένα νομικό πλαίσιο προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέλη στην κατάρτιση τέτοιων πλαισίων και ταυτόχρονα περιγράφει τις βασικές αρχές που αυτά θα πρέπει να ικανοποιούν. Να τονιστεί επίσης ότι σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (παράγραφος 1 του άρθρου 28) οι διεθνείς συμβάσεις που κυρώνονται από την πλευρά της Πολιτείας έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προσθέτει μια επιπλέον ενδιαφέρουσα ρύθμιση ενισχύοντας την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος όχι μόνο ως υποχρέωση του Κράτους αλλά και ως δικαιώμα του κάθε πολίτη. Οποιαδήποτε λοιπόν παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από την πλευρά της διοίκησης ισοδυναμεί με παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων.
Τελευταίος σταθμός αυτής της σύντομης αναδρομής στη νομοθεσία για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς είναι ο νόμος 3028/2002. Μέσω αυτού ενσωματώνονται στην ελληνική νομοθεσία οι υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα από την υπογραφή διεθνών συμβάσεων, όπως αυτή της Γρανάδας. Ο Ν.3028 ορίζει με σαφήνεια πως απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο αλλοίωση στο μνημείο. Η εγκατάσταση και λειτουργία οποιασδήποτε δραστηριότητας, απαιτεί την κατά προτεραιότητα έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και δίνεται μόνο σε περίπτωση που η εν λόγω δραστηριότητα δεν επιφέρει άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο εξαιτίας του χαρακτήρα της (άρθρο 10). Τέλος, στο άρθρο 10 του νόμου εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων περιορισμού των χρήσεων γης και καθορισμού όρων δόμησης «με σκοπό την προστασία των μνημείων και κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη».
Σύμφωνα με σχετικές διατυπώσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εξάλλου «κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ' αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευόμενων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου» (ΣτΕ 2540/2005, Τμ. Ε', πρβλ. και την ΣτΕ 3279/2003, ολομέλεια). Κατά τη νομολογία άλλωστε του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι προσβολές περιλαμβάνουν και τον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου (ΣτΕ 2540/2005), ενώ ο «περιβάλλων χώρος» εκτείνεται πέρα της οριοθέτησης του μνημείου και σε απόσταση τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό» (ΣτΕ 676/2005, ολομέλεια).
Σημαντική εξ άλλου είναι και η έννοια της απόλαυσης του μνημείου σε αντιδιαστολή με την απλή προστασία: «Ο σκοπός, άλλωστε, του συνταγματικού, διεθνούς και κοινού νομοθέτη είναι αυτονόητο ότι δεν εξαντλείται μόνο στη διαφύλαξη του μνημείου και του περιβάλλοντα χώρου. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση θα καθιστούσε τη διαφύλαξη του μνημείου και του περιβάλλοντα χώρου αυτοσκοπό, πράγμα λογικά ορθό, αλλά ωστόσο ασύμβατο με την συστηματική «ανάγνωση» και ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων, ιδίως των συνταγματικών. Ειδικότερα, εάν στις στοχεύσεις του, κατά τα παραπάνω νομοθέτη, δεν προβλέπονταν και η απόλαυση του πολιτιστικού αγαθού από καθέναν που υπόκειται στην έννομη τάξη (ελληνική και διεθνή), η προστασία θα ήταν ελλιπής και πάντως, αφενός μεν,εναντίον του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του Συντάγματος, αφετέρου εναντίον της θεσμοθετημένης υποχρέωσης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που θέτει τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου (μεταξύ των οποίων και εκείνα που εδράζονται στο άρθρο 24 παρ. 1) υπό την εγγύηση του Κράτους, το οποίο υποχρεούται στην προστασία τους διά των οργάνων του. Υπό την τελευταία παραδοχή, είναι προφανές ότι ο Υπουργός Πολιτισμού και τα συλλογικά όργανα της Διοίκησης υποχρεούνται σε ανάλογες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.» (Ορφανουδάκης, Σ., 2006).
5. Η προστασία του βυζαντινού μνημείου στην πράξη
Σε ότι αναφέρθηκε στην ακριβώς προηγούμενη ενότητα, διακρίνονται πρόσφατες θετικές θεσμικές προθέσεις προστασίας των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου στη χώρα και την πόλη της Θεσσαλονίκης και διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής. Εν τούτοις η πραγματικότητα διαψεύδει τις σχετικές προθέσεις άλλοτε σε επίπεδο καθαρά νομοθετικό και άλλοτε σε επίπεδο διοικητικών πρακτικών αδειοδότησης και διοικητικών στάσεων επαγρύπνησης για την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Η διάψευση αυτή εκφράζεται με πράξεις ή παραλήψεις που αναφέρονται στην μεθεπόμενη παράγραφο.
Αναφέρονται παρακάτω οι γενικές κατηγόριες απαιτήσεων, πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων κεντρικών και τοπικών φορέων που θα εξασφάλιζαν την τήρηση των αρχών του συντάγματος, των διεθνών συνθηκών και του νόμου 3028/02 (άρθρο 10) :
1/ τήρηση των υφιστάμενων θεσμών και θεσμικές εξειδικεύσεις
2/ σύγχρονος διοικητικός ορισμός του περιβάλλοντα χώρου του τείχους και επεξεργασία σαφών αρχών προστασίας.
3/ ειδικές μελέτες προστασίας του περιβάλλοντος δημόσιου χώρου
4/ αδιαφιλονίκητο, πάγιο και ενιαίο σύστημα χρήσεων γης
5/ πλήρης κανονισμός όρων επέμβασης στις όψεις τόσο των νέων όσο και των επισκευαζόμενων κτιρίων (ιδιωτικός χώρος)
6/ ουσιαστική λειτουργία διοικητικών μηχανισμών ελέγχου
Οι αρνητικές πρακτικές της διοίκησης που υπονομεύουν την προστασία του μνημείου και το υποβαθμίζουν συστηματικά είναι τόσο η διατήρηση της υπουργικής απόφασης του 1962 για τον περιβάλλοντα χώρο, παρά την μεσολάβηση του συντάγματος του 1975, όσο και η παντελής αδράνεια στην έκδοση εκτελεστικών διαταγμάτων κατ εφαρμογή του άρθρου 10 του Ν. 3028/02 (χρήσεις γης, όροι δόμησης).
Στα ανωτέρω προστίθενται η αδιαφορία για
1) την εκπόνηση ειδικών μελετών
2) την θέσπιση κανονισμού όψεων έναντι του τείχους όταν αυτές σχετίζονται με επισκευές
3) τις χύδην χρήσεις γης
4) την κάθε είδους εκτρωματική παρέμβαση /κατάσταση που μεταβάλλει τον περιβάλλοντα χώρο του τείχους σε «εκτενές πεδίο απορριμμάτων» με την στενή και ευρεία έννοια του όρου
5) τις συντελούμενες παρανομίες (κυρίως στις επισκευές κτιρίων). Τα παραπάνω διευκολύνονται από α) την ανυπαρξία τυποποιημένων ενιαίων κανόνων και αρχων γνωμοδότησης του Τοπικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και των αποφάσεων της εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Β.Α.) . β) τον κατακερματισμό των αποφάσεων σε επί μέρους εγκρίσεις βασιζόμενες στην πλημμελή εφαρμογή της αρχής της ενιαίας διοίκησης.
Η τοπική εφορία Β.Α. με τον νόμο 3028/02 είχε μεγάλη δυνατότητα επιβολής αρχών και ενημέρωσης των άλλων αρμόδιων για την μη τήρηση τους. Αυτή η δυνατότητα και οι εκ των παραλήψεων απορρέουσα ευθύνη σχετίζεται με ορισμένα από τα θιγόμενα εδώ σημεία. Για άλλα ζητήματα, οι ευθύνες είναι περισσότερο κατανεμημένες μεταξύ φορέων και σχετικών υπηρεσιών όπως των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου και του Οργανισμού Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης (στη φάση λειτουργίας του).
Παρά τις διατάξεις του Συντάγματος του 1975 , των αναθεωρητικών διατάξεων του συντάγματος του 2001 και την 'εντολή' αυξημένης προστατευτικής στάσης παρατηρούμε ότι καμία υπηρεσία ή οργάνωση κρατική ή άλλη δεν κινήθηκε προς την κατεύθυνση νομοθετικής ακύρωσης της υπουργικής απόφασης του 1962 "Περί χαρακτηρισμού ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων και αρχαιολογικών χώρων" (ΥΑ 15813/19-12-1961 - ΦΕΚ 36/Β/3-2-1962) η οποία είναι νομοθετικά και πολεοδομικά αίολη, εκφράζει άλλες συνταγματικές αρχές και άλλη στάση της κοινωνίας απέναντι στα μνημεία. Ο προσδιορισμός του περιβάλλοντος χώρου της υπουργικής απόφασης του 1962, είναι εργαλειακός και ελλιπής ενώ καθιστά την προσβολή του μνημείου βεβαία με δεδομένο ότι σήμερα είναι δυνατή οποιαδήποτε χρήση γης σε απόσταση 10 μέτρων από αυτό. Η διατύπωση της απόφασης είναι μνημειώδους προχειρότητας ενώ αρκείται, όπως προαναφέρθηκε την προηγούμενη ενότητα, σε δύο γραμμές. («. τα τείχη της Θεσσαλονίκης «...εν τω συνόλω αυτών και έκτασις 20 - 10 μέτρων εκατέρωθεν καθ' όλον το μήκος αυτών» χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο).
Ο Ν. 3028/2002 παραπέμπει σε έκδοση προεδρικού διατάγματος για την επιβολή περιορισμών χρήσεων γης και όρων δόμησης, η νομοθετική αυτή εντολή εντούτοις , όπως συνηθίζεται στα ελληνικά θεσμικά πράγματα, δεν εκτελέστηκε. Τόσο οι κεντρικές όσο και οι τοπικές υπηρεσίες με προεξάρχουσα την τοπική εφορία Β. Α.- η οποία φαίνεται να μη το θεωρεί καν αναγκαίο - δεν επέσπευσαν να εισηγηθούν στους αρμόδιους υπουργούς την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων εγκαταλείποντας τον περιβάλλοντα το μνημείο χώρο στις διαθέσεις και το αισθητικό κριτήριο του οιουδήποτε. Η υπόθεση σύμφωνα με την οποία η παράλειψη ενδέχεται να είναι σκόπιμη δεν μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμη, ύστερα από δεκατρία έτη από την ψήφιση του νόμου, από το ένα μέρος, αλλά και την αποφυγή άλλων δυνατών πρακτικών που θα είχαν προστατευτικό αποτέλεσμα από το άλλο.
Αναφέρθηκε ήδη ότι υπήρξε στο παρελθόν στοιχειώδες ενδιαφέρον για το ζήτημα του γειτνιάζοντος οικιστικού ιστού και την οπτική του σχέση με το μνημείο. Πράγματι οι τοπικές υπηρεσίες προ της έκδοσης του νόμου 3028/2002 (και μετά από αυτόν) επιβάλλουν στα οικόπεδα με μέτωπο έναντι του τείχους, κεραμοσκεπή στέγη και χαμηλό ύψος (με συνεπαγόμενη μείωση του προβλεπόμενου για τα λοιπά κτίρια της περιοχής συντελεστή δόμησης) ενώ οι όψεις τω κτιρίων ελέγχονται και προεγκρίνονται από την τοπική Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προ της έκδοσης οικοδομικής άδειας από τη πολεοδομία.
Εντυπωσιακό, αν και σύμφωνο με την ανάλυση μας στην ενότητα 2, είναι το γεγονός ότι παρατηρείται σαφής επιδείνωση των διοικητικών πρακτικών, δεδομένου ότι αυτό που εθεωρείτο αυτονόητο για τις όψεις των νέων κτιρίων προ του 3028/2002, μετά τον σημαντικό αυτό νόμο που διευρύνει τις δυνατότητες, έγινε μετέπειτα «δυσνόητο» για τη διοίκηση σε ότι αφορά τον έλεγχο των χρήσεων γης και τα λοιπά προαναφερθέντα θέματα.
Αυτό που θα μπορούσε να επιτύχει ένα Π.Δ., χωρίς την διαμεσολάβηση ειδικής πολεοδομικής μελέτης σε όλο το μήκος του τείχους θα ήταν «να προλάβει το χειρότερο» επιβάλλοντας σαφείς ενιαίους (και επομένως ίσους για όλου)ς κανόνες χρήσεων και όρων δόμησης. Σοβαρότερη και καθολικότερη αντιμετώπιση θα ήταν ασφαλώς η εκπόνηση ειδικής μελέτης για τα αναπτύγματα των όψεων και τον ελεύθερο χώρο, ανατάσσοντας την σημερινή εικόνα που ομοιάζει με σειρά «αδόμητων, εγκαταλειμμένων οικοπέδων» ή/και «ανοργάνωτο χώρο στάθμευσης» όταν δεν θυμίζει «χώρο αποκομιδής απορριμμάτων». Η ειδική μελέτη θα έπρεπε όπως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις να καλύπτει θέματα πεζοδρομήσεων, φωτισμού, υπαίθριων καθισμάτων, επιγραφών όδευσης και κυκλοφορίας, εμπορικών επιγραφών, υπογείωσης καλωδιώσεων και ούτω καθεξής.
Ελλείψει της προφανούς για κάθε πολιτισμένη χώρα συνολικής αντιμετώπισης , η διοίκηση δεν θεώρησε απαραίτητη την άσκηση ελέγχων (με εξαίρεση τον «ελληνικό κανόνα της απουσίας ελέγχων», με το σταθερό πρόσχημα της «έλλειψης προσωπικού») με αποτέλεσμα την ολοσχερή εγκατάλειψη των όψεων των κτιρίων που επισκευάζονται ή επεκτείνονται παράνομα , κατά την επιφάνεια και το ύψος, και την καταστρατήγηση κάθε αρχής μορφολογίας και αισθητικής. Αναμένεται και εδώ, όπως αλλού, αλλά και συνιστάται από τα διοικητικά στελέχη, η πρακτική της επώνυμης γραπτής καταγγελίας ιδιώτη για την κάλυψη του κενού. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας γνωστές στην διοίκηση όλες οι συντελούμενες παρανομίες, απαιτείται όμως η προαναφερθείσα απαράδεκτη ιδιωτική πρωτοβουλία γεγονός που όφειλε να έχει τύχει περισσότερης προσοχής από τους κοινωνιολόγους ενδεχομένως και από τους ανθρωπολόγους (!)
Παρομοίως δεν θεωρούν οι αρμόδιοι ότι αντιμετωπίζοντας εν προκειμένω ένα μνημείο διεθνούς κλάσεως και όχι την τυχούσα περιοχή της πόλης, θα όφειλαν να καλύψουν μέρος της ένοχης απουσίας ειδικής μελέτης με ένα στοιχειώδη κανονισμό επιτρεπόμενων και μη επιτρεπόμενων χρήσεων γης. Έτσι τόσο το γνωμοδοτικό τοπικό αρχαιολογικό συμβούλιο όσο και η τοπική εφορία μπορούν να επιτρέπουν τα πάντα ή αντιστρόφως να απαγορεύουν «ότι νομίζουν», στην πρώτη περίπτωση στο όνομα «διακριτικής χρήσης που δεν προξενεί βλάβη», ( πχ συνεργείο σε ελάχιστη απόσταση από το μνημείο που χρησιμοποιεί τον αύλειο χώρο του τελευταίου για την αναμονή και επισκευή αυτοκινήτων !) και στην δεύτερη στο όνομα του «σεβασμού του μνημείου και της προστασίας του περιβάλλοντος χώρου» όπου και όταν νομίζουν.
Ελλείψει λοιπόν όλων των ανωτέρω ενδείξεων ενδιαφέροντος για την ανάδειξη και προστασία του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου και μετά την μετατροπή του σε αρνητικό αξιοθέατο για τον σπουδαστή της πόλης και της πολεοδομίας θεωρείται απόλυτα «φυσικό και αναμενόμενο» να τοποθετείται στο χώρο αυτό κάθε είδους επιγραφή, πινακίδα, κάθισμα, φωτιστικό, κάδος απορριμμάτων και να ολοκληρώνεται κατ αυτόν τον τρόπο η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα σύμμειξη του 'αρχαιολογικού' με το «ελληνικό νεωτερικό» και το «ελληνικό μετανεωτερικό». Παρακάμπτοντας σκοπίμως τις μητροπόλεις της Ευρώπης, άλλες χώρες του πλανήτη που δεν βρίσκονταν (μεταξύ 2002-2010) ανάμεσα στα 25 πλουσιότερα κράτη του κόσμού ούτε αποτελούν μέρος της ελληνο- ευρωπαικής κληρονομιάς (με ότι αυτό συνεπάγεται για τους θεσμούς και τις αντιλήψεις συντήρησης) έχουν βρει τρόπους αντιμετώπισης τέτοιων κορυφαίων ζητημάτων αρνούμενες να αναγάγουν «την έλλειψη πόρων και προσωπικού» σε άλλοθι για κάθε αμέλεια. Ένας διαγωνισμός με ηθικά βραβεία σε φοιτητές όλων των σχολών αρχιτεκτονικής της χώρας θα έδινε θαυμάσια αποτελέσματα ενώ θα ήταν ευκολότατη η εφαρμογή του σε ότι αφορά τα δημόσια στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου (σε αντιδιαστολή με τα ιδιωτικά που ενδεχομένως θα ενέπλεκαν για μια ακόμη φορά το πελατειακό, τον χρηματισμό, 'το πολιτικάντικο, την υποκρισία και εν τέλει την αναποτελεσματικότητα).
Αφήνοντας προς στιγμή το καθαρά οπτικό, εικαστικό, αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σκέλος του ζητήματος, και επανερχόμενοι στο ζήτημα της χρηστής διοίκησης θα πρέπει να (επαν)υπογραμμισθούν δυο τεράστιες αδυναμίες της σημερινής διοικητικής πρακτικής που δεν επιφέρουν απλώς βλάβη στο μνημείο αλλά και στην ισονομία και στην διοικητική (ποιοτική) αποτελεσματικότητα. Αναφερθήκαμε ήδη στην δυνατότητα, ελλείψει σταθερών αδιαφιλονίκητων αρχών, του τοπικού αρχαιολογικού συμβουλίου και την τοπικής εφορίας Β.Α. να γνωμοδοτούν και αποφασίζουν με διαφορετικό τρόπο για ίδιες αντικειμενικές καταστάσεις. Από το άλλο μέρος υπογραμμίζουμε την αναχρονιστική στάση του κατακερματισμού της ίδιας διοικητικής πράξης σε επί μέρους τμήματα , την πτωχευμένη εφαρμογή της αρχής του ενιαίου της διοίκησης δια των οποίων χάνεται συχνά η στόχευση της προστασίας του μνημείου. Συντελεστή κακοδιοίκησης αποτελεί και το γεγονός ότι οι ενδιάμεσες εγκρίσεις δίνονται συχνά
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Απόσπασμα από γνωμοδότηση του αναπλ. καθηγητή της νομικής ΑΠΘ, Σ. Ορφανουδάκη, σχετικά με την έγκριση ή μη εγκατάστασης συνεργείου αυτοκινήτων σε ελάχιστη απόσταση από το τείχος. Η γνωμοδότηση αγνοήθηκε από την εφορία και το τοπικό αρχαιολογικό συμβούλιο.
2. Αναφέρεται σε έγκριση του Τοπικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου εγκατάστασης συνεργείου σε ελαχίστη απόσταση από το μνημείο παρά την σαφέστατη νομική γνωμοδότη προς την αντίθετη κατεύθυνση.
3 Υπήρξε αρχιτέκτων / πολεοδόμος που πρότεινε την αφιλοκερδή εκπόνηση μελέτης για τον περιβάλλοντα χώρο σε υψηλόβαθμο εκλεγμένο μέλος της διοίκησης του Δήμου. Η προσφορά έτυχε ενθουσιώδους στιγμιαίας αποδοχής και απορρίφτηκε «ευγενικά και μετ' επαίνων» μετά από βραχύ χρονικό διάστημα.
υπό (ορθές) προϋποθέσεις η τήρηση των οποίων δεν εξασφαλίζεται στην πράξη εξαιτίας της πάγιας συνθήκης του «ανεπαρκούς προσωπικού».
Βιβλιογραφία
- Βελένης Γ., 1998. Τα τείχη της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο ως τον Ηράκλειο. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
- Καρνάβου Ε., 2000 Πολεοδομικός Σχεδιασμός. Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Θεσσολινικη: ΑΠΘ
- Μπαλαλάκης, Γ.,.1966. Γ. Χωροταξική μελέτη Θεσσαλονίκης, Ιστορία- αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη.
- Ορφανουδάκης, Σ., 2006. Γνωμοδότηση σχετικά με αδειοδότηση εγκατάστασης συνεργείου παρά το τείχος. Θεσσαλονίκη.
- Παπαγιαννόπουλος, Α., 1982. Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη : Ρέκος.
- Περί χαρακτηρισμού ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων και αρχαιολογικών χώρων. (ΥΑ 15813/19-12¬1961 - ΦΕΚ 36/Β/3-2-1962)
- Ρυθμιστικό Σχέδιο Ε.Π. Θεσσαλονίκης, νόμος 1561/85.
- Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης ΠΔ. (ΦΕΚ 166 / 6-3-1987).
- Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας συνεργείων συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, καθώς και της διαδικασίας χορήγησης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας αυτών ΠΔ78.(ΦΕΚ 34Α/25.2.1988).
- Τροποποίηση διατάξεων του ΠΔ78 του 1988. ΠΔ 416 (ΦΕΚ 152Α/11.10.1991).
- Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης, Δήμος Θεσσαλονίκης, 1993.
- Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ Α 153/28.6.2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.