Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ανθρώπινο δυναμικό και τουριστική ανάπτυξη: η περίπτωση του Ρεθύμνου και της Νάξου

#ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ, Δρ. Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
#ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, υποψήφια διδάκτωρ, τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Η συμβολή του τουριστικού κλάδου στην απασχόληση είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στη δημόσια συζήτηση. Πολλοί φορείς σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο προτάσσουν κυρίως τη θετική επίδραση της τουριστικής ανάπτυξης στην απασχόληση ως βασικό μέγεθος της εθνικής οικονομίας, αλλά και στη συγκράτηση του πληθυσμού σε περιθωριοποιημένους τόπους όπως οι νησιωτικές και οι ορεινές περιοχές. 
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, υπογραμμίζεται ο ρόλος του τουρισμού στην ενίσχυση της απασχόλησης στους κλάδους στους οποίους «ακουμπάει» η αλυσίδα αξίας του τουρισμού (αγροτροφικό σύμπλεγμα, ΤΠΕ, δημιουργική βιομηχανία). 
Η συζήτηση στρέφεται επιπλέον στα εγγενή εκείνα χαρακτηριστικά του εγχώριου προτύπου τουριστικής ανάπτυξης (εποχικότητα, κυριαρχία μαζικού τουρισμού, πληθώρα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων) τα οποία καθορίζουν και τα ιδιαίτερα σημεία της απασχόλησης στον κλάδο (εποχική απασχόληση, πολυαπασχόληση, μεγάλο ποσοστό θέσεων χαμηλής ειδίκευσης, άτυπη εργασία). 
Από το πλαίσιο αυτό της συζήτησης αλλά και των δημοσίων πολιτικών που απορρέουν από αυτήν απουσιάζει το ανθρώπινο δυναμικό ως βασικός συντελεστής της τουριστικής ανάπτυξης. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στον εγχώριο τουριστικό κλάδο; Πώς καθόρισαν το πρότυπο ανάπτυξης των ελληνικών τουριστικών προορισμών αλλά και πώς καθορίστηκαν από αυτό; 
Επιχειρώντας μια πρώτη διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων εξετάσαμε τη θέση του ανθρώπινου δυναμικού στην ανάπτυξη δύο διαφοροποιημένων ελληνικών τουριστικών προορισμών, του Ρέθυμνου και της Νάξου.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας αναδύεται η σημασία της δεύτερης γενιάς ελλήνων επιχειρηματιών του τουρισμού, που χαρακτηρίζεται από εντοπιότητα, σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό προς τον τουριστικό κλάδο και συνακόλουθα ανώτερη κατάρτιση στο αντικείμενο του τουρισμού και σαφή αντίληψη ότι πολλά προβλήματα επιλύονται καλύτερα μέσα σε ένα περιβάλλον συνεργασίας των εταίρων. 
Το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών διαφοροποιεί τους σύγχρονους επιχειρηματίες του τουρισμού από την προηγούμενη γενιά και διαμορφώνει μια νέα επιχειρηματική κουλτούρα, οι επιπτώσεις της οποίας στη διαδρομή του ελληνικού τουρισμού μένει ακόμη να διαφανούν. 
Παράλληλα, η έρευνα εστίασε στις διασυνδέσεις προς-τα-πίσω του τουρισμού με τον αγρο-τροφικό τομέα. Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης της τοπικής κουζίνας στην τουριστική εμπειρία αποτελεί πλέον μέρος της κουλτούρας των νέων επιχειρηματιών του τουρισμού. Ωστόσο οι διασυνδέσεις με τον τοπικό αγροτροφικό τομέα παραμένουν περιορισμένες, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους των προμηθειών και της ελλιπούς συνεργασίας μεταξύ των κλάδων, με αποτέλεσμα η τουριστική ανάπτυξη να μην πραγματώνει πλήρως τις δυνατότητες για πολλαπλασιαστική επίδραση στην τοπική οικονομία.

1. Εισαγωγή
Οι συνθήκες κρίσης των τελευταίων χρόνων ενέτειναν τη συζήτηση για τη συμβολή του τουρισμού στη βελτίωση των βασικών μεγεθών της εθνικής οικονομίας. Υπό το φως των εξελίξεων συλλογικοί φορείς υπογράμμισαν τη θετική - άμεση, έμμεση και προκαλούμενη - επίδραση της τουριστικής ανάπτυξης στην απασχόληση στην Ελλάδα (ΙΟΒΕ, 2013; ΣΕΤΕ, 2014). Ταυτόχρονα επισημάνθηκε η σχετική ανθεκτικότητα της απασχόλησης στον τουριστικό τομέα απέναντι στο υφεσιακό πλήγμα καθώς υπολογίζεται ότι η συρρίκνωση της απασχόλησης στον τουριστικό κλάδο είναι σημαντικά μικρότερη εκείνης που διαπιστώθηκε σε άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας όπως το εμπόριο, η μεταποίηση και οι κατασκευές (ΙΤΕΠ-ΞΕΕ, 2014). Το δημόσιο διάλογο απασχολούν επίσης τα αρνητικά γνωρίσματα της απασχόλησης στον κλάδο - όπως οι περισσότερες ώρες απασχόλησης και οι χαμηλότεροι μισθοί σε ξενοδοχεία και εστίαση σε σχέση με το μέσο όρο εργασίας και αμοιβής στο σύνολο της οικονομίας, η εποχικότητα και η χαμηλή ειδίκευση -απότοκα τόσο των εγγενών χαρακτηριστικών του προτύπου τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα όσο και των μηχανισμών ευελιξίας που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις προκειμένου να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε περιόδους κρίσης (ΙΤΕΠ-ΞΕΕ, 2014).

Ο ρόλος του ανθρώπινου δυναμικού στην τουριστική ανάπτυξη αποτελεί ένα σχετικά παραγνωρισμένο τμήμα της συζήτησης αυτής τόσο στην ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία όσο και στο επίπεδο των δημοσίων πολιτικών. Σε αυτό το κενό ανταποκρίνεται το παρόν άρθρο. Επιχειρεί να αναδείξει ορισμένες παραμέτρους της σχέσης ανθρώπινου δυναμικού, τουρισμού και τοπικής ανάπτυξης μέσα από την εμπειρική διερεύνηση δύο τουριστικών προορισμών, του Ρεθύμνου και της Νάξου. Κατ' αρχάς παρουσιάζονται συνοπτικά τα βασικά σημεία της συζήτησης στην αγγλόφωνη και ελληνική βιβλιογραφία. Παρά το γεγονός ότι στη διεθνή βιβλιογραφία αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός γύρω από την τουριστική επιχειρηματικότητα και τα χαρακτηριστικά της, στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση διατυπώθηκε εξ αρχής με όρους απασχόλησης, θέτοντας ερωτήματα γύρω από τα χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας στον κλάδο. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου η οποία θέλησε να φωτίσει πτυχές του ανθρώπινου παράγοντα και της συμβολής του στην τοπική ανάπτυξη. Στράφηκε κυρίως στα χαρακτηριστικά των επιχειρηματιών και των ανώτερων στελεχών του τουρισμού, αναδεικνύοντας στοιχεία μιας νέας επιχειρηματικής κουλτούρας που χαρακτηρίζει τη δεύτερη γενιά των επιχειρηματιών του τουρισμού. Δεύτερος σημαντικός άξονας της έρευνας υπήρξε ο ρόλος των νέων αυτών επιχειρηματιών στην τοπική ενθήκευση του τουρισμού κυρίως ως προς τις διασυνδέσεις του με τον τοπικό αγροτροφικό τομέα.

2. Τουρισμός, ανθρώπινο δυναμικό και απασχόληση
Η διεθνής βιβλιογραφία έχει, σε μεγάλο βαθμό, παραγνωρίσει τη σημασία του ανθρώπινου δυναμικού στην τουριστική ανάπτυξη. Αν και επιμέρους πτυχές του φαινομένου, όπως τα χαρακτηριστικά της τουριστικής επιχειρηματικότητας, έχουν διερευνηθεί, απουσιάζει η συνθετική θεώρηση της σχέσης ανθρώπινου δυναμικού και τουριστικής ανάπτυξης. Η τουριστική επιχειρηματικότητα και η σχέση της με την οικονομική ανάπτυξη αναδύεται στη διεθνή συζήτηση μόλις από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η έρευνα στρέφεται στα δομικά χαρακτηριστικά της τουριστικής προσφοράς και στην κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και στα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης στον τουρισμό, αναλύοντας ποικίλα κίνητρα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, τη σημασία της άτυπης και οικογενειακής απασχόλησης ή της μετανάστευσης, καθώς και στοιχεία όπως την εμπειρική γνώση, την κοινωνική ανέλιξη, τα κοινωνικά πρότυπα και τη σημασία τους στην ανάδυση και τοπικοποίηση μιας πολυσχιδούς προσφοράς τουριστικών υπηρεσιών (Shaw & Williams, 2002, Shaw, 2004). Άλλοι μελετητές κατέδειξαν την πολλαπλότητα των δομών αγοράς και των κοινωνικο-πολιτισμικών παραμέτρων ως καθοριστικών στοιχείων για την ανίχνευση ετερογενών μορφών επιχειρηματικότητας (για συνθετικές αποτιμήσεις της συζήτησης βλ. Morrison et al., 1999, Page & Ateljevic, 2009).

Στην Ελλάδα η συζήτηση στράφηκε κυρίως γύρω από τον κεντρικό άξονα της απασχόλησης. Η συμβολή του τουρισμού θεωρείται καθοριστική ώστε από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και μετά να αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και να ενισχυθεί η τοπική απασχόληση σε περιθωριοποιημένους τόπους και ιδιαίτερα στις νησιωτικές περιοχές της χώρας (Κομίλης, 1986, Konsolas & Zacharatos, 1992). Ωστόσο η τοπική ανάπτυξη που βασίστηκε στον τουρισμό χαρακτηρίστηκε εξ αρχής από δομικά προβλήματα οφειλόμενα στο υιοθετούμενο πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης. Η κυριαρχία του μοντέλου "ήλιος, άμμος, θάλασσα", η οποία πριμοδοτεί την ανάπτυξη παράκτιων και νησιωτικών περιοχών υπό την οργανωτική ηγεμονία του μαζικού τουρισμού, καθώς και η προσπελασιμότητα ορισμένων μόνο περιοχών βάσει της εφαρμοζόμενης πολιτικής δημοσίων επενδύσεων και αναπτυξιακών κινήτρων (Σπιλάνης, 2000) οδήγησαν τον τουριστικό κλάδο να αναπτυχθεί ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Η χωρική πόλωση συμβαδίζει με την χρονική πόλωση της ζήτησης και συνεπάγεται την εποχική απασχόληση στον τουρισμό και την ανάπτυξη μίας ντόπιας μικρο-μεσαίας επιχειρηματικότητας. Σημαντικό γνώρισμα της τελευταίας αποτελεί η εκμετάλλευση της εγγείου ιδιοκτησίας, η οποία -από κοινού με την απουσία μηχανισμών ελέγχου και πιστοποίησης- ευθύνεται και για τη γενικευμένη ανάπτυξη του άτυπου κλάδου παροχής καταλύματος (γνωστού και ως παραξενοδοχία). Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, ενισχυόμενο από την απουσία τουριστικής πολιτικής, έχει οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλού επιπέδου υπηρεσιών και προσέλκυσης ζήτησης χαμηλής εισοδηματικής κατηγορίας (Τσάρτας, 2010).

Τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά του εγχώριου τουριστικού προϊόντος διαμορφώνουν με τη σειρά τους και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της απασχόλησης στον κλάδο. Λόγω της έντονης εποχικότητας μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού δυναμικού απασχολείται σε ετήσια βάση, ενώ παράλληλα αυξάνεται η ανειδίκευτη και η παραοικονομική απασχόληση (Τσάρτας, 2010). Το μικρό μέγεθος και ο οικογενειακός χαρακτήρας της πλειονότητας των επιχειρήσεων σε ξενοδοχεία και εστίαση συντελούν στη δημιουργία ιδιόμορφων διπλών ή και τριπλών αγορών εργασίας, στις οποίες η άτυπη επιχειρηματική δραστηριοποίηση καθώς και η συμπληρωματική απασχόληση για περιστασιακή και αδήλωτη εργασία κυρίως νέων και γυναικών έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Σε ό,τι αφορά την πολυαπασχόληση, προγενέστερες έρευνες έχουν δείξει τον καταλυτικό ρόλο του τουρισμού για τη δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος έναντι της λιγότερο δυναμικής αγροτικής παραγωγής και τη δημιουργία μιας κυρίαρχης πολυδραστηριότητας, στην οποία ο τουρισμός είναι πολλές φορές αφανής αλλά αποτελεί τον κινητήριο μοχλό αλλαγής και τη σημαντικότερη -από άποψη εισοδήματος- δραστηριότητα (Τσάρτας, 2010).

Το ενδιαφέρον έχει προσελκύσει ιδιαίτερα η διάρθρωση της απασχόλησης στα τουριστικά καταλύματα. Η χαμηλή μέση απασχόληση ανά μονάδα αποτελεί έκφανση της κυριαρχίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο. Σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας έρευνας πεδίου του ΙΤΕΠ, τον Αύγουστο του 2013 το 15% των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων απασχολούσε μόνο ένα άτομο το οποίο κατά πάσα πιθανότητα ήταν και ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ενώ το 51% απασχολούσε μέχρι 5 εργαζόμενους (ΙΤΕΠ-ΞΕΕ, 2014). Η πλειονότητα της απασχόλησης στα ελληνικά ξενοδοχεία αφορά σε θέσεις μέσης και χαμηλής ειδίκευσης (Παπανίκος, 2004). Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την εποχικότητα της απασχόλησης στον κλάδο οδηγεί το εργατικό δυναμικό με υψηλό μορφωτικό επίπεδο εκτός της τουριστικής αγοράς. Εκτιμάται ότι μόλις 16%των απασχολουμένων στις υπηρεσίες καταλύματος είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν στο σύνολο των κλάδων το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε 26%, ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία η απασχόληση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις υπηρεσίες καταλύματος ανέρχεται σε 25% και 23% αντίστοιχα (ΙΟΒΕ, 2013 ). Ταυτόχρονα υφίσταται ισχυρός καταμερισμός της απασχόλησης κατά φύλο, με τις γυναίκες να καταλαμβάνουν τις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης στην καθαριότητα, τα επισιτιστικά τμήματα και τη ρεσεψιόν (Παπανίκος, 2004, ΙΤΕΠ-ΞΕΕ, 2014). Ενδεικτικό από την άποψη αυτή είναι και το γεγονός ότι η μεγαλύτερη αναλογία γυναικών καταγράφεται στα ξενοδοχεία χαμηλότερων κατηγοριών όπου οι θέσεις εργασίας είναι λιγότερο εξειδικευμένες, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες μονάδες υψηλών κατηγοριών όπου οι περισσότερο εξειδικευμένες και σταθερές θέσεις εργασίας καταλαμβάνονται από άνδρες (ΙΤΕΠ -ΞΕΕ, 2014). Οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής πληθυσμού (Γραφήματα 1 και 2).



Ωστόσο τα στοιχεία αυτά φαίνεται να αναδεικνύουν μια εσωτερική διαφοροποίηση μεταξύ των τουριστικών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Οι υπηρεσίες καταλύματος και εστίασης  διακρίνονται από θέσεις χαμηλής ειδίκευσης στις οποίες κυρίαρχη είναι η απασχόληση αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ποσοστό 63,52% και 72,33% αντίστοιχα). Στον αντίποδα, μεγαλύτερη εξειδίκευση απαιτείται σε κλάδους όπου απαιτείται υψηλή χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και διαδικτύου καθώς και γνώση τεχνικών marketing για την προσέλκυση ειδικών τμημάτων της αγοράς, όπως ο κλάδος των τουριστικών γραφείων και της διοργάνωσης συνεδρίων,οι οποίοι συγκεντρώνουν και μεγαλύτερο ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης . Η παρατήρηση αυτή υποδεικνύει τη σημασία του εμπλουτισμού και της διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος και για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών της απασχόλησης στον κλάδο με τη δημιουργία περισσότερο εξειδικευμένων και διαθέσιμων για μεγαλύτερο διάστημα του έτους θέσεων εργασίας.


Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό της απασχόλησης είναι η προσέλκυση οικονομικών μεταναστών και επαναπατριζομένων, με τους πρώτους να καλύπτουν κυρίως τις θέσεις εργασίας που εγκαταλείπονται -λόγω της χαμηλής στάθμης τους- από τους ντόπιους. Στην άλλη άκρη του φάσματος, νεοεισερχόμενοι από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό κάλυπταν -κατά τη δεκαετία του 1990- τις ανάγκες σε ειδικευμένες διευθυντικές θέσεις μισθωτής απασχόλησης (Andriotis, 2000, Παπαδάκη-Τζεδάκη, 1997).

3. Ζητήματα μεθοδολογίας
Αν και τα βασικά σημεία της συζήτησης που συνοψίσαμε προηγουμένως αφορούν στα χαρακτηριστικά της εργασίας στον τουριστικό κλάδο στην Ελλάδα, ήδη προσδιορίζονται αδρομερώς τα γνωρίσματα του ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς ωστόσο να τίθεται το ερώτημα γύρω από τη σχέση ανθρώπινου παράγοντα και τουριστικής ανάπτυξης. Ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στην λειτουργία και αναδιάρθρωση των τουριστικών επιχειρήσεων; Πώς καθόρισε το πρότυπο ανάπτυξης των ελληνικών τουριστικών προορισμών, αλλά και πώς καθορίστηκε από αυτό; Επιχειρώντας μια πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα επιλέξαμε να μελετήσουμε δύο ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν δύο διακριτούς τύπους τουριστικής ανάπτυξης, το Ρέθυμνο και τη Νάξο. Το βασικό ερώτημα αναλύθηκε σε δύο επιμέρους άξονες. Ο πρώτος αφορά στην επιχειρηματικότητα και στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Εξετάζονται βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας όπως το ιστορικό και τα κίνητρα του επιχειρηματία και η αμφίδρομη σχέση με το περιβάλλον επιχειρηματικής δραστηριοποίησης. Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβατική θεώρηση περί ανθρώπινου κεφαλαίου, διερευνάται ο ρόλος της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του προσωπικού στη λειτουργία της επιχείρησης. Ο δεύτερος άξονας επικεντρώνεται στη σχέση που συνδέει το ανθρώπινο δυναμικό με την τοπική ανάπτυξη, εξετάζοντας το ρόλο που έχουν οι τουριστικοί επιχειρηματίες στην τοπική ανάπτυξη με όρους τοπικής ενθήκευσης των διασυνδέσεων της παραγωγής, εστιάζοντας στις διασυνδέσεις ανάμεσα σε τουρισμό και αγροτροφική παραγωγή.

Σε ένα πρώτο στάδιο έγινε επισκόπηση των δευτερογενών δεδομένων, η οποία περιέλαβε τόσο την επιστημονική βιβλιογραφία όσο και την ευρύτερη δημόσια συζήτηση με αποδελτίωση σχετικών δημοσιευμάτων του ημερήσιου και περιοδικού τύπου. Σε ένα δεύτερο στάδιο, πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα με τη διεξαγωγή συνεντεύξεων ανοικτού τύπου με βάση οδηγό συνέντευξης. Οι συνεντεύξεις έγιναν με προνομιακούς πληροφορητές. 
Συγκεκριμένα με: 
(α) επιχειρηματίες και ανώτερα στελέχη τουριστικών επιχειρήσεων κυρίως στους κλάδους του καταλύματος και της εστίασης, 
(β) εκπροσώπους των τοπικών Δήμων, 
(γ) εκπροσώπους τοπικών φορέων (Σύλλογος Ξενοδόχων, Εμπορικό Επιμελητήριο, Σύλλογος Ενοικιαζόμενων Δωματίων, Σωματείο Ξενοδοχοϋπαλλήλων, Αγροτικός Συνεταιρισμός κ.α.), 
(δ) λοιπούς πληροφορητές (επιστήμονες, μέλη κοινωνικών συλλογικοτήτων κ.ά.). 
Συνολικά έγιναν συνεντεύξεις με 13 πληροφορητές για τη Νάξο και με 10 πληροφορητές για το Ρέθυμνο. Πρέπει να τονιστεί ότι η διερεύνηση έχει κυρίως ποιοτικά χαρακτηριστικά και αποτελεί μια αρχική προσέγγιση στην αποτύπωση κρίσιμων ζητημάτων.

4. Χαρακτηριστικά της τουριστικής ανάπτυξης στο Ρέθυμνο και τη Νάξο
Η επιλογή του Ρεθύμνου και της Νάξου ως περιοχών μελέτης αντικατοπτρίζει την εξέταση δυο διαφορετικών τύπων τουριστικής ανάπτυξης. Το Ρέθυμνο αποτελεί έναν ώριμο τουριστικό προορισμό, ο οποίος άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και χαρακτηρίζεται από τη σημασία των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, του εισερχόμενου τουρισμού και του οργανωμένου πακέτου διακοπών. Ο τουρισμός αποτελεί την βασική οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή. Στον αντίποδα, η Νάξος αποτελεί έναν «μεσαίου» τύπου και αναπτυσσόμενο προορισμό των Κυκλάδων, όπου το μέγεθος των μονάδων είναι μικρό, ο ημεδαπός τουρισμός έχει μεγάλη σημασία, το πακέτο διακοπών δεν είναι κυρίαρχο, ενώ η τοπική οικονομία εμφανίζεται λιγότερο εξαρτημένη από τον τουρισμό. Και οι δύο περιοχές χαρακτηρίζονται από έντονη χωρική πόλωση στην ανάπτυξη των τουριστικών δραστηριοτήτων. Στο Ρέθυμνο η πλειονότητα των επιχειρήσεων (περίπου 80%) είναι εγκατεστημένες στην πόλη και στην ανατολική της πόλης παράκτια έκταση. Στη Νάξο η αντίστοιχη τάση χωροθέτησης αφορά στην Χώρα και την περί αυτής περιοχή (περίπου 84%). Η επιτόπια έρευνα εστίασε σε αυτές τις δύο περιοχές (στην πόλη και τα περίχωρα του Ρεθύμνου και στη Χώρα της Νάξου).
Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει τις θεμελιώδεις διαφορές της τουριστικής προσφοράς στις δύο αυτές περιοχές με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου. Το 2013 το σχεδόν πενταπλάσιο σε σχέση με τη Νάξο δυναμικό κλινών του Ρεθύμνου κατανέμεται σχετικά ομοιόμορφα στις κατηγορίες δύο έως τεσσάρων αστέρων, ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό της υψηλότερης κατηγορίας. Αντιθέτως, το ήμισυ των κλινών στη Νάξο ανήκει σε χαμηλή κατηγορία (δύο αστέρων), ενώ μονάδες στις ανώτερες κατηγορίες κάνουν πρόσφατα την εμφάνισή τους και έχουν περιορισμένο μερίδιο στη συνολική κατανομή των κλινών. Ισχυρή διαφοροποίηση υφίσταται και ως προς τους ρυθμούς μεταβολής. Στην περίπτωση του Ρεθύμνου οι σχετικά ήπιοι ρυθμοί μεταβολής κατά την περίοδο 2005-2009 δίνουν τη θέση τους σε μόλις θετικούς ρυθμούς κατά την περίοδο της κρίσης, οι οποίοι ωστόσο αφορούν σε ενίσχυση της προσφοράς υψηλής κατηγορίας. Οι αντίστοιχοι ρυθμοί στη Νάξο είναι μεγαλύτεροι και σχεδόν τετραπλάσιοι σε σχέση με εκείνους του Ρεθύμνου, γεγονός που φανερώνει τη συνέχιση των τάσεων μεγέθυνσης αλλά και μετατόπισης της προσφοράς προς υψηλότερες κατηγορίες.

Η παραπάνω εικόνα συμπληρώνεται από το σχετικά χαμηλό ποσοστό διανυκτερεύσεων των αλλοδαπών τουριστών στη Νάξο έναντι του Ρεθύμνου. Ενώ στο δημοτικό διαμέρισμα Νάξου το ποσοστό αυτό το 2009 είναι 50,5%, το αντίστοιχο στο Ρέθυμνο είναι 94,2% (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Επίσης η οργάνωση του ταξιδιού είναι διαφορετική στις δυο περιοχές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων των συλλόγων ξενοδόχων, οι επιχειρήσεις στο Ρέθυμνο αναπτύσσουν προϊόντα πλήρους πακέτου διακοπών (all inclusive - 30%), ημιδιατροφής (30%) και καταλύματος με πρωινό (bed & breakfast - 40%). Οι συνεργασίες με τις εταιρείες οργάνωσης ταξιδίων καλύπτουν ποσοστό 90-95% της ζήτησης. Το αντίστοιχο ποσοστό διείσδυσης των πακέτων διακοπών στα ξενοδοχεία της Νάξου είναι περίπου 10%, ενώ μόλις 5 μονάδες προσφέρουν υπηρεσίες πλήρους πακέτου διακοπών.

Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις εξηγούνται από την ιστορία της τουριστικής ανάπτυξης στις δύο περιοχές. Στο Ρέθυμνο οι πρώτες ξενοδοχειακές μονάδες αρχίζουν τη λειτουργία τους στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Κομβικό ρόλο έπαιξε η πρωτοβουλία της ντόπιας μεταπρατικής τάξης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τόσο τους ενδογενείς πόρους (κυρίως την αναξιοποίητη γη και το ιδιωτικό κεφάλαιο) όσο και τις κρατικές ενισχύσεις καθώς και τη δημιουργία των πρώτων βασικών υποδομών μεταφορών, κάνοντας έτσι μια ριζική μεταστροφή από το υπό κρίση εμπόριο του πρωτογενούς τομέα (κυρίως λαδιού) στον άγνωστο μέχρι τότε τουρισμό (Παπαδάκη-Τζεδάκη, 1997). Οι σημαντικές κρατικές ενισχύσεις αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για τη δημιουργία μονάδων μεγάλου μεγέθους οι οποίες σε συνδυασμό με τη λειτουργία επαρκών υποδομών (κυρίως το αεροδρόμιο του Ηρακλείου) οδήγησαν εξ αρχής στη διεθνοποίηση του κλάδου. Σε σχέση με το Ρέθυμνο, η τουριστική ανάπτυξη στη Νάξο ξεκινά έπειτα από περίπου μία δεκαετία. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα μεγάλων εκτάσεων γης, η «εκλαΐκευση» των επενδυτικών κινήτρων κατά τη δεκαετία του 1980, η παραμένουσα σημασία της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και η έλλειψη διεθνούς αεροδρομίου συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός σχετικά ηπιότερου ρυθμού ανάπτυξης, με μονάδες κυρίως μικρού μεγέθους οι οποίες αρχικά απευθύνονταν στους τουρίστες-εξερευνητές και στη συνέχεια στην τότε διαμορφωνόμενη εσωτερική ζήτηση.

5. Αποτελέσματα της έρευνας
5.1. Χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας
Σε αμφότερες τις περιοχές, ένα μεγάλο πλέον ποσοστό των επιχειρηματιών και των ανώτερων στελεχών ανήκει στη λεγόμενη δεύτερη γενιά. Το προφίλ του επιχειρηματία της δεύτερης γενιάς είναι αυτό του άντρα, αποφοίτου τριτοβάθμιας ή ειδικευμένης μεταλυκειακής εκπαίδευσης, ηλικίας 30-50 ετών, απασχολούμενου κατ' αποκλειστικότητα (ή σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα) στον τουριστικό τομέα και προερχόμενου από την ίδια περιοχή. Στην περίπτωση των επιχειρηματιών, συνήθως πρόκειται για τον διάδοχο του πατέρα-ιδρυτή της επιχείρησης, με τον τελευταίο σε πολλές περιπτώσεις (σε ξενοδοχειακές μονάδες μικρού και μεσαίου μεγέθους) να διατηρεί έναν γενικό εποπτικό ρόλο. Στις μεγάλες μονάδες υπάρχει αυστηρός εσωτερικός καταμερισμός εργασίας, με σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην ιδιοκτησία και τη διοίκηση. Στις ΜΜΕ ο ρόλος του ιδιοκτήτη και του μάνατζερ εξακολουθεί να ταυτίζεται σε ένα πρόσωπο.

Τα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με αυτά που αναφέρει η βιβλιογραφία και που αφορούν κυρίως τις δεκαετίες 1970 έως 1990 (βλ. για παράδειγμα Παπαδάκη-Τζεδάκη, 1997). Πλέον ο επιχειρηματίας - ή το στέλεχος της μεγάλης επιχείρησης -προέρχεται από την ίδια περιοχή, είχε από νωρίς την επιθυμία να ασχοληθεί με τον τουρισμό, έχει λάβει κατάρτιση στο αντικείμενο στο ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης (πολλές φορές στο εξωτερικό και πολλές φορές σε επίπεδο μεταπτυχιακής εξειδίκευσης). Η διεπαγγελματική κινητικότητα με βάση τις ευρύτερες ευκαιρίες και κοινωνικές αλλαγές που καθοδηγήθηκαν από τον τουρισμό μοιάζει να μην υφίσταται πλέον.
Ως προς τις δεξιότητες που απαιτούνται για την απασχόληση στον τουρισμό, φαίνεται ότι η σημασία της φιλόξενης συμπεριφοράς και ορισμένων απλών αρχών εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία των επιχειρηματιών της δεύτερης γενιάς. Πρόκειται για μια κουλτούρα που αναπτύχθηκε από τους επιχειρηματίες της πρώτης γενιάς και καλλιεργήθηκε στους εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς μέσα από τον επαγγελματισμό. Σύμφωνα με τους προνομιακούς πληροφορητές, η επαγγελματική νοοτροπία και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης της δεύτερης γενιάς ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις για βιωσιμότητα και ανάπτυξη της επιχείρησης στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Οι απαντήσεις των συνομιλητών μας στο ερώτημα «τι κάνει διαφορετικά η δεύτερη γενιά» εστιάζουν σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά στη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τη διαμόρφωση μιας εμπεριστατωμένης αντίληψης και με τη γνώση εργαλείων μάρκετινγκ σχετικά με τις πρόσφατες αλλαγές στη ζήτηση. Οι συνομιλητές μας μοιράστηκαν με σαφήνεια και με πολλά παραδείγματα την αντίληψή τους για κομβικά θέματα όπως την τμηματοποίηση της ζήτησης ή την ανάγκη παροχής ειδικών και συμπληρωματικών υπηρεσιών στον προορισμό.

Όμως το στοιχείο που όλοι συμφώνησαν ότι διαφοροποιεί την τεχνικά καταρτισμένη και μεγαλωμένη μέσα στον τουρισμό δεύτερη γενιά είναι η κοινή αντίληψη ότι η υπερπήδηση πολλών προβλημάτων απαιτεί την ανάληψη συλλογικών πρωτοβουλιών. Αυτές αφορούν τόσο στο μάρκετινγκ του προορισμού, έχουν όμως περισσότερο να κάνουν με την αναγκαιότητα κοινών δράσεων που θα μειώσουν τον τοπικό ανταγωνισμό σε επίπεδο κλάδου, θα ενισχύσουν τη διαμόρφωση μιας αναγνωρίσιμης εικόνας-εμβλήματος για τον προορισμό και θα επιφέρουν βελτιστοποίηση εμπορεύσιμων διακλαδικών και διατομεακών διασυνδέσεων σε τοπικό επίπεδο. Ακόμα ένα πεδίο το οποίο αναγνωρίζεται από όλους ότι απαιτεί κοινές στοχευμένες δράσεις είναι αυτό της υπερπήδησης προβλημάτων στις υποδομές. Στην πράξη η συνεργασία έχει δοκιμαστεί σε μικρά και μεγάλα πράγματα, τις περισσότερες φορές χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το πεδίο όπου έχουν με μεγαλύτερη βεβαιότητα γίνει θετικά βήματα είναι αυτό της συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις, τους παραγωγικούς φορείς και τις τοπικές αρχές.

Σχετικά με το ανθρώπινο κεφάλαιο και ειδικότερα την εκπαίδευση και κατάρτιση των απασχολουμένων σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, όλοι οι προνομιακοί πληροφορητές τόνισαν τη σημασία της εμπειρικής απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων και της κατάρτισης εντός της απασχόλησης για πολλές από τις θέσεις και επίπεδα απασχόλησης. Ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζεται η σημασία της τυπικής εκπαίδευσης και της εξειδίκευσης. Τα στελέχη της δεύτερης γενιάς κομίζουν μια υψηλότερη τεχνική κατάρτιση και συγχρόνως η προσωπική ταξιδιωτική τους εμπειρία έχει διαμορφώσει ένα υψηλό επίπεδο γνώσης. Επισημάνθηκε ότι οι ευκαιρίες σπουδών και το παρεχόμενο επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι είτε χαμηλού επιπέδου (οι σχολές τουριστικών επαγγελμάτων) είτε δεν καλύπτουν τις τρέχουσες ανάγκες (ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις), γεγονός που δεν συμβαδίζει με τη σημασία του κλάδου στην ελληνική οικονομία. Επισημάνθηκε επίσης ότι τα προγράμματα εκπαίδευσης θα έπρεπε να είναι περισσότερο διαφοροποιημένα, σε αντιστοιχία προς την ποικιλία των θέσεων απασχόλησης στον τουρισμό. Αναγνωρίζεται ότι η διοργάνωση από τους επαγγελματικούς φορείς προγραμμάτων κατάρτισης σε ετήσια βάση για τους εργαζόμενους, πολιτική που ακολουθούν εσωτερικά και σε υψηλό επίπεδο οι μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία μιας σύγχρονης δομής εκπαίδευσης.

Η απουσία εκπαιδευτικών δομών και ο εποχικός χαρακτήρας της απασχόλησης αναγνωρίζονται ως οι κυριότεροι λόγοι για τη μέτρια επίδοση του προσωπικού από ιδιοκτήτες και στελέχη επιχειρήσεων. Η μέση «βαθμολόγηση» που δόθηκε κυμαίνεται από 5 έως 8 σε δεκαβάθμια κλίμακα. Τα στελέχη των επιχειρήσεων τονίζουν ιδιαίτερα τη στρέβλωση που επιφέρει η εποχικότητα, η οποία στερεί από τους νέους το κίνητρο να σπουδάσουν εφ' όσον πρόκειται για εποχική απασχόληση, η οποία επιπλέον, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μισθωτή απασχόληση, συνοδεύεται από απαιτητικές συνθήκες εργασίας. Η εντατικοποίηση της εργασίας, η αύξηση των εργάσιμων ημερών και του ωραρίου καθώς και η πτώση των μισθών φαίνεται ότι αποτελούν τις κυριότερες μορφές ευελιξίας, οι οποίες επέτρεψαν στις επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στην τρέχουσα οικονομική κρίση.

5.2. Τουρισμός και τοπικός αγροτροφικός τομέας
Δεύτερο βασικό ερώτημα της έρευνας πεδίου αποτέλεσε η τοπική ενθήκευση των διασυνδέσεων προς-τα-πίσω του τουριστικού κλάδου με τον αγροτροφικό τομέα και ο ρόλος που αναλαμβάνει το τοπικό ανθρώπινο δυναμικό για την ολοκλήρωση του παραγωγικού κυκλώματος. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι τοπικοί επιχειρηματίες γνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα του ευρύτερου περιβάλλοντος για ενσωμάτωση της τοπικής κουζίνας και των τοπικών αγροτροφικών προϊόντων στο τουριστικό προϊόν. Καταβάλλεται ισχυρή προσπάθεια για ενσωμάτωση αυτών των χαρακτηριστικών στο μενού αλλά και την προώθηση -σε επίπεδο τουριστικού μάρκετινγκ- της κρητικής, της ναξιακής και της μεσογειακής κουζίνας (όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στους πρόσφατους τοπικούς ταξιδιωτικούς οδηγούς και τις ιστοσελίδες ξενοδοχείων, εστιατορίων και δημοσίων φορέων).

Πρόκειται για μια κομβική αλλαγή της τελευταίας δεκαετίας, η οποία προέκυψε κατ' αρχήν ως ανταπόκριση στα αιτήματα της ζήτησης και την ανάγκη διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος. Όμως δεν ήταν μια εύκολη αλλαγή. Κυρίως στο Ρέθυμνο αλλά και σε μικρότερο βαθμό στη Νάξο, ο μαζικός χαρακτήρας της τουριστικής ανάπτυξης των προηγούμενων δεκαετιών χαρακτηρίστηκε από την αναπαραγωγή των διατροφικών επιλογών από τις χώρες προέλευσης των τουριστών και τη μείωση του κόστους. Έτσι υπήρχε μια γενικευμένη παραγνώριση της τοπικής παραγωγής, η οποία είχε επιπλέον ένα συγκριτικό μειονέκτημα κόστους προμήθειας, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διείσδυση της τοπικής παραγωγής ιδίως σε ξενοδοχεία και εστιατόρια μεσαίας και χαμηλής κατηγορίας. Επιχειρηματίες που απευθύνονται σε υψηλής εισοδηματικής κατηγορίας ζήτηση είναι εκείνοι με τις μεγαλύτερες δυνατότητες για ενσωμάτωση τοπικών προϊόντων, ενώ χαμηλότερης κατηγορίας μονάδες και οι επιχειρήσεις γρήγορης εστίασης δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δυνατότητα.

Ο ρόλος ορισμένων επιχειρηματιών και στελεχών σε ξενοδοχεία και εστίαση, οι οποίοι ήδη μια δεκαετία πριν διείδαν την ανάγκη ενσωμάτωσης της τοπικής κουζίνας, υπήρξε καίριος και αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την σταδιακή διάχυση αυτής της αντίληψης στην τοπική επιχειρηματική κοινότητα. Πρόκειται για τη δημιουργία εξωτερικών οικονομιών μέσα από κομβικές διαδικασίες διάχυσης άτυπης γνώσης. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε εδώ η κατάρτιση των στελεχών, η εμπειρία στη δουλειά και οι σχέσεις τους -τυπικές και άτυπες- με φορείς της αγοράς κυρίως στο εξωτερικό, καθώς και τα προσωπικά κίνητρα για διαφοροποίηση του προϊόντος και της επιχείρησης. Μάλιστα τα προσωπικά κίνητρα και η κουλτούρα του επιχειρηματία ή του στελέχους είχαν ιδιαίτερη σημασία για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τόσων ετών. «Είναι άλλο να ξυπνάς στις 6 π.μ. για να ψωνίσεις τα τοπικά προϊόντα που θέλεις και άλλο να ξυπνάς στις 12 μ.μ. και να τηλεφωνείς στον μανάβη», όπως μας είπε σεφ εστιατορίου στο Ρέθυμνο. Εντούτοις, δύο παράγοντες δρουν ανασταλτικά ως προς την ουσιαστική πραγμάτωση της παραπάνω αλλαγής. Ο πρώτος αφορά στη μειούμενη καταναλωτική δαπάνη των τουριστών, η οποία οφείλεται τόσο στις γενικές οικονομικές συνθήκες και το διαθέσιμο εισόδημα στις χώρες προέλευσης όσο και στην προσέλκυση μέσης και χαμηλής εισοδηματικά κατηγορίας τουριστών. Η συρρίκνωση της ζήτησης επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την οικονομική κρίση και αφορά τόσο τον εισερχόμενο όσο και τον εγχώριο τουρισμό. Ο δεύτερος ειδικότερος παράγοντας αφορά στα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου τουριστικού προϊόντος. Το πακέτο διακοπών και -τα τελευταία χρόνια- τα πλήρη πακέτα διακοπών (all inclusive) σημαίνουν ότι η δαπάνη που αναλογεί στη διατροφή είναι πολύ περιορισμένη. «Στα γκρουπ χρεώνουν 6 ή 7 € κατά κεφαλή διατροφή, τι να φας μ' αυτά τα λεφτά;», μας είπε χαρακτηριστικά εστιάτορας στο Ρέθυμνο. Στη δε περίπτωση των all inclusive προϊόντων, το πλαίσιο είναι ακόμα πιο ασφυκτικό κι επίσης περιορίζει σημαντικά την αγορά για τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις εστίασης, αφού η διατροφή καλύπτεται εντός της ξενοδοχειακής μονάδας.

Η έρευνα πεδίου ανέδειξε επιπλέον την απουσία συλλογικής δράσης -μια όψη του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου- ως σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για τη διεύρυνση της διασύνδεσης ανάμεσα σε τουρισμό και τοπική αγροτροφική παραγωγή. Στο ερώτημα της επιτόπιας έρευνας για τις αιτίες που δεν μεγιστοποιούνται οι διασυνδέσεις, οι προνομιακοί πληροφορητές, αφού ανέδειξαν κατ' αρχάς τα ζητήματα κόστους, αναφέρονταν στη συνέχεια σε θέματα κλαδικής οργάνωσης και επιχειρηματικής νοοτροπίας. Για τα στελέχη του τουρισμού την ευθύνη φέρουν οι παραγωγοί και αντιστρόφως. Για τους ξενοδόχους, η έλλειψη οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων και η μικρή κλίμακα της μεταποίησης εξηγούν την αδυναμία ανταπόκρισης εκ μέρους των παραγωγών στα αιτήματα του τουρισμού. Παράλληλα, υφίστανται σημαντικά προβλήματα στους τομείς της τυποποίησης, στην ανταπόκριση στην εποχικότητα της ζήτησης και στην εισαγωγή προϊόντων που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τουριστικής αγοράς. Για τους παραγωγούς, η ελλιπής διασύνδεση οφείλεται στην κατηγορία τουριστών που προσελκύουν τα ξενοδοχεία και στα πακέτα διακοπών, τα οποία δεν επιτρέπουν στα υψηλότερου κόστους τοπικά προϊόντα να είναι στον μπουφέ των ξενοδοχείων. «Καμία από τις δύο πλευρές δεν κάνει κάποια κίνηση για να έχουμε μια συνεννόηση», παραδέχτηκε διευθυντής ξενοδοχείου στο Ρέθυμνο.

6. Συμπεράσματα
Τα ευρήματα της επιτόπιας έρευνας στο Ρέθυμνο και τη Νάξο κατέδειξαν τη διαμόρφωση της λεγόμενης δεύτερης γενιάς των επιχειρηματιών και στελεχών του τουρισμού. Η γενιά αυτή διαφοροποιείται από την προηγούμενη σε μια σειρά από τυπικά χαρακτηριστικά που αφορούν στην υψηλή κατάρτιση και στην εντοπιότητα, αλλά και στην επιχειρηματική κουλτούρα (επαγγελματισμός, κατανόηση της ανάγκης για συνεργασία). Τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά διαμορφώνουν και ανάλογες επιδιώξεις και όμοιες αντιλήψεις για τις προοπτικές εξέλιξης του τουριστικού προϊόντος στο μέλλον (ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας των προορισμών βάσει των τοπικών πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου), και τούτο παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δύο προορισμούς που αντιπροσωπεύουν διακριτούς τύπους τουριστικής ανάπτυξης. Ο υψηλός βαθμός εντοπιότητας τόσο των επιχειρηματιών όσο και των απασχολουμένων συνηγορεί υπέρ της δημιουργίας μιας τοπικής παράδοσης επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και απασχόλησης, τις ακριβείς εκφάνσεις της οποίας μένει ακόμα να δούμε και να σταθμίσουμε.

Αν και εκκινούνται από διαφορετική αφετηρία καθώς εστιάζουν ειδικότερα στο επίπεδο των επιχειρηματιών και των στελεχών των μεγάλων επιχειρήσεων, τα αποτελέσματα της έρευνας έρχονται προς επίρρωση των γενικότερων χαρακτηριστικών της απασχόλησης στον τουριστικό τομέα όπως αναδεικνύονται από τη μελέτη των δευτερογενών δεδομένων. Ειδικότερα, στον κλάδο των καταλυμάτων και της εστίασης η υψηλή κατάρτιση και εξειδίκευση παραμένει περιορισμένη και φαίνεται να χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο αυτό κύκλο των επιχειρηματιών, ενώ η πλειονότητα των απασχολουμένων παραμένει μέσης και χαμηλής κατάρτισης, πρόβλημα το οποίο αναγνωρίζεται από τα στελέχη του κλάδου. Τα στελέχη αυτά διατυπώνουν το αίτημα για ενίσχυση των εκπαιδευτικών δομών, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις τρέχουσες ανάγκες. Ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι τις ανώτερες αυτές θέσεις καταλαμβάνουν συνήθως άνδρες, επισήμανση η οποία επίσης συμφωνεί με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν πρόσφατες κλαδικές μελέτες, στις οποίες η αυξημένη γυναικεία απασχόληση στον τουρισμό συνδέεται με την πληθώρα θέσεων χαμηλής ειδίκευσης.

Σχετικά με τη διασύνδεση ανάμεσα σε τουρισμό και αγροτροφική παραγωγή, διαπιστώνεται κατ' αρχάς μια σημαντική αλλά περιορισμένη έκταση στην ανάπτυξη διασυνδέσεων, η οποία περιορίζει το θετικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα της τουριστικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο. Η μερική τοπική ολοκλήρωση της παραγωγής οφείλεται κυρίως σε ζητήματα κόστους, αλλά και ελλιπούς πληροφόρησης και συντονισμού μεταξύ των δύο κλάδων και απηχεί τις βασικές δυσχέρειες για τη συνεργασία τουρισμού και αγροτροφικού τομέα που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά Hall et al., 2003). Σε κάθε περίπτωση η αναγκαιότητα για ανάδειξη των τοπικών αγροτροφικών προϊόντων ως μέρους της τουριστικής εμπειρίας είναι πλέον εδραιωμένη. Ωστόσο η ακριβής εκτίμηση των διασυνδέσεων και συγχρόνως οι κατευθύνσεις για μεγέθυνση αυτών των διασυνδέσεων παραμένουν ως ανοικτά ερωτήματα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η μελέτη βασίζεται στα στοιχεία απασχόλησης της έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και επομένως περιλαμβάνει τους απασχολουμένους με κύρια θέση εργασίας στον κλάδο των καταλυμάτων (κλάδος 55, ΣΤΑΚΟΔ 08).
 Σε ό,τι αφορά την εστίαση, τα δεδομένα αναφέρονται στο σύνολο της χώρας, κάνοντας την υπόθεση ότι η διάρθρωση της απασχόλησης στην εστίαση δεν διαφέρει ανάλογα με την ένταση της τουριστικής ζήτησης σε μια περιοχή. Η υπόθεση αυτή μένει να επαληθευθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
3 Τόσο στη μελέτη του ΙΟΒΕ όσο και στην απογραφή πληθυσμού 2011 της ΕΛΣΤΑΤ ακολουθείται η Διεθνής Τυποποιημένη Ταξινόμηση της Εκπαίδευσης (ISCED97) της UNESCO.

Βιβλιογραφία 
Ελληνόγλωσση
  • Ζακοπούλου, Ε. (1999). «Πολυαπασχολούμενοι και Γεωργία: προς μια νέα ανίχνευση ενός πολυδιάστατου φαινομένου». Στο Χ. Κασίμης και Λ. Λουλούδης (Επιμ.), Η Ελληνική Αγροτική Κοινωνία στο Τέλος του Εικοστού Αιώνα (σσ. 115-147). ΕΚΚΕ & Πλέθρον: Αθήνα.
  • ΙΟΒΕ (2013). Η Απασχόληση τον τουριστικό τομέα. ΙΟΒΕ: Αθήνα.
  • ΙΤΕΠ-ΞΕΕ (2014). Εξελίξεις στον τουρισμό και στην ελληνική ξενοδοχία 2013. ΙΤΕΠ: Αθήνα.
  • Κοκκώσης, Χ., Τσάρτας, Π., & Γκρίμπα, Ε. (2011). Ειδικές και Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού: Ζήτηση και Προσφορά Νέων Προϊόντων Τουρισμού, Κριτική: Αθήνα. 
  • Κομίλης, Π. (1986). Χωρική Ανάλυση του Τουρισμού. Επιστημονικές Μελέτες Νο 20, ΚΕΠΕ: Αθήνα. 
  • Παπαδάκη-Τζεδάκη, Σ. (1997) Ενδογενής Τουριστική Ανάπτυξη: Διαρθρωμένη ή Αποδιαρθρωμένη Τοπική Ανάπτυξη; Η Περίπτωση του Ρεθύμνου Κρήτης, Αθήνα: Παπαζήσης. 
  • Παπανίκος, Γ. Θ. (2004). Η Απασχόληση στα Ελληνικά Ξενοδοχεία, ΙΤΕΠ: Αθήνα.
  • ΣΕΤΕ (Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων) (2014). Ελληνικός Τουρισμός: Στοιχεία και Αριθμοί. ΣΕΤΕ: Αθήνα.
  • Σπιλάνης, Γ. (2000) «Τουρισμός και περιφερειακή ανάπτυξη: Η περίπτωση των νησιών του Αιγαίου». Στο Π. Τσάρτας (Επιμ.), Τουριστική Ανάπτυξη: Πολυεπιστημονικές Προσεγγίσεις. Εξάντας: Αθήνα.
  • Τσάρτας, Π. (2010). Ελληνική Τουριστική Ανάπτυξη: Χαρακτηριστικά, Διερευνήσεις, Προτάσεις. Κριτική: Αθήνα.
  • Τσάρτας, Π. (2014). «Βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη». Εισήγηση στην Ημερίδα Ζωντανή Ελληνική Οικονομία, 15 Οκτωβρίου 2014, WWF: Αθήνα (απομαγνητοφώνηση των συγγραφέων).

Ξενόγλωσση
  • Andriotis, K. (2000) Local Community Perceptions of Tourism as a Development Tool: the Island of Crete,αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Bournemouth University. 
  • Andriotis, K. (2002) «Scale of hospitality firms and local economic development: evidence from Crete».Tourism Management, 23(4), 333-341. 
  • Hall C.M., Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.) (2003), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann. 
  • Konsolas, N., & Zacharatos, G. (1992). «Regionalisation of tourism activity in Greece: problems and policies». Στο J. Van den Straaten & H. Briassoulis (Επιμ.), Tourism and the Environment: Regional,Economic and Policy Issues, Kluwer: Dordrecht. 
  • Mathieson, A., & G. Wall, G. (1982) Tourism: Economic, Physical and Social Impacts. Longman: London. 
  • Morrison, A. J, Rimmington, M., & Williams, C. (1999). Entrepreneurship in the Hospitality, Tourism and Leisure Industries. Butterworth-Heinemann: Oxford. 
  • Page, S., & Ateljevic, J. (2009). Tourism and Entrepreneurship: International Perspectives. Butterworth-Heinemann: Oxford.
  • Rodenburg, E. E. (1980). «The effects of scale in economic development: tourism in Bali». Annals of Tourism Research, 7(2), 177-196. 
  • Shaw, G. (2004). «Entrepreneurial cultures and small business enterprises in tourism». Στο Α. A. Lew, C. M.Hall & A. M. Williams (Επιμ.) A Companion to Tourism, Blackwell: Oxford. 
  • Shaw, G., & Williams, A. M. (2002). Critical Issues in Tourism: a Geographical Perspective. 2nd edition,Blackwell: London.
  • Tsartas, P. (1992) «Socioeconomic impacts of tourism on two Greek isles», Annals of Tourism Research, 19 (3), 516-533.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.