Αρχιτέκτων Μηχανικός, Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ. Πολυτεχνείου
Η προώθηση της ταυτότητας πόλεων εμφανίζει επιχειρησιακό-ερευνητικό ενδιαφέρον, στο πλαίσιο ενίσχυσης της περιηγητικής κίνησης και της προσέλκυσης επενδύσεων, αλλά και της ενίσχυσης των πολιτιστικών ενδιαφερόντων των τοπικών πληθυσμών.
Επομένως μια ανάλογη προσπάθεια, πρώτη καθοριστική παρατήρηση για την εισήγηση που ακολουθεί, μπορεί να διαθέτει, πέρα από την άμεση οικονομική-αναπτυξιακή της πρόθεση, βαθύτερη πολιτιστική και πολιτική εντέλει σκοπιμότητα. Σκοπιμότητα συνυφασμένη με την ενίσχυση της ‘αξιοπρέπειας της κατοίκησης’ στις επιμέρους περιοχές αναφοράς.
Υποδεικνύει βέβαια, η πρώτη αυτή παρατήρηση, την ανάγκη στιβαρής ιστορικής γνώσης, εκ μέρους των επαγγελματιών εκείνων, των προτάσεων εκείνων που επιχειρούν να προωθήσουν την ταυτότητα του τόπου, ιδιαίτερα σε περιοχές συνταρακτικού ιστορικού ‘βάθους’, ιστορίας χιλιετιών, όπως ο Ελληνικός χώρος και ευρύτερα ο χώρος της ανατολικής Μεσογείου.
Επιπλέον, δεύτερη ουσιώδης παρατήρηση, η προσπάθεια προώθησης της ταυτότητας μπορεί να οδηγήσει σε θετικότερα αποτελέσματα, αν στραφεί όχι σε μεμονωμένες πόλεις, αλλά στη συσχέτισή τους με ευρύτερες περιοχές ενδιαφέροντος, πέρα από το περιορισμένο αστικό πεδίο, όπως και σε δίκτυα επισκεψιμότητας.
Αν στραφεί σε δίκτυα ικανά να συσχετίσουν περισσότερα από ένα σημεία ενδιαφέροντος, ικανά να απευθυνθούν σε ευρύτερες περιοχές μιας χώρας ή να αναπτυχθούν ακόμη και στο εύρος της κρατικής επικράτειας συνολικά. Αν στρεφεί και σε αυτήν ακόμη την κατεύθυνση προώθησης της ταυτότητας περιοχών που μπορεί να περιγραφεί με την εισαγωγή εκ μέρους μας όρων, όπως ‘cross-border’ ή ‘trans-national branding’, δια-κρατική δηλαδή ταυτότητα περιοχών στις δύο πλευρές των συνόρων κρατών.
Μια τρίτη τέλος σημαντική παρατήρηση αναφέρεται στην κεντρική συμμετοχή του ‘φυσικού σχεδιασμού ’, αστικού σχεδιασμού, αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, τοπιακού σχεδιασμού στη συγκρότηση, υλική όσο και φαντασιακή, της ταυτότητας πόλεων και περιοχών, της ταυτότητας του τόπου γενικά.
Στην εισήγηση που ακολουθεί, οι προηγούμενες προσεγγίσεις επεξηγούνται παραδειγματικά με την πολιτιστική και πολιτική αναφορά στην ταυτότητα της «Ευδαίμονος Αρκαδίας», όπως και με την προσπάθεια ανάδειξης της ταυτότητας της Πελοποννήσου, μέσω της πολιτιστικής προβολής του σιδηροδρομικού της δικτύου. Επίσης με την αναφορά στο θαλάσσιο δίκτυο επισκεψιμότητας των νησιών του Αιγαίου και στην πιθανότητα συσχετισμού του με τα μικρασιατικά παράλια. Τέλος με την αναφορά σε παραδείγματα ‘φυσικού ’ σχεδιασμού, όπως αυτά που αφορούν τις κατασκευές επισήμανσης των δικτύων επισκεψιμότητας στα οικολογικά πάρκα της Ευρυτανίας ή τον σχεδιασμό βαγονιών ξενάγησης και μονάδων φιλοξενίας, για το δίκτυο σιδηροδρομικής περιήγησης στην Πελοπόννησο.
1.Εισαγωγή: Η ταυτότητα του τόπου, αντικείμενο οικονομικής ή πολιτισμική-πολιτιστικής και πολιτικής κρισιμότητας;
Είναι μάλλον προφανές πως η προώθηση της ιδιαίτερης ταυτότητας του τόπου ξεπερνά, από την άποψη του ενδιαφέροντος, τα θέματα του εμπορικού-οικονομικού ανταγωνισμού, υπονοώντας πως, πέρα από την οικονομική κρισιμότητα του place marketing, η αναφορά στην ταυτότητα του τόπου θέτει ουσιώδη θέματα πολιτισμικής, πολιτιστικής και πολιτικής τάξης .
Θέματα που αφορούν την ενίσχυση του κύρους πόλεων, περιοχών ή ακόμη και χωρών, με αποτελέσματα επιρροής στραμμένα προς την κατεύθυνση των ‘εξωτερικών’ σχέσεων, προς το πεδίο δηλαδή προβολής μιας ιδιαίτερης διαφοροποιημένης ταυτότητας, σε σχέση με άλλες εν πολλοίς ανταγωνιστικές. Αλλά με ενδιαφέροντα αποτελέσματα επίσης, στο πεδίο της ‘εσωτερικής’ ενίσχυσης της αυτοσυνειδησίας των τοπικών πληθυσμών ή, ακόμη, και στο πεδίο της ιδεολογικής εσωτερικής συγκρότησης και ‘κατασκευής’ όρων τοπικισμού. Το προφανές σχόλιο, είναι πως οι δυο αυτές κατευθύνσεις αναφοράς, της συγκρότησης και προώθησης της ταυτότητας περιοχών με στόχο την εξωτερική προβολή αφενός ή την εσωτερική άσκηση πειθούς αφετέρου, μάλλον δε μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα, αντίθετα αναπτύσσουν συνήθως σχέσεις αμοιβαίου καθορισμού.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως, στην περίπτωση του παραδείγματος της Βαρκελώνης, η επιτυχέστατη ανάπτυξη του city marketing στηρίχθηκε σε ισχυρότατες κινήσεις συγκρότησης city branding και αναπτύχθηκε στη συνέχεια ως ενδιαφέρον για την ιδιαίτερη ταυτότητα της Καταλονίας συνολικά.
Με αυτήν την έννοια, η επέκταση του city branding προς την κατεύθυνση του territory branding φάνηκε να ξεπερνά τα οικονομικά ενδιαφέροντα προώθησης και συνδέθηκε με κρισιμότατες πολιτικές απαιτήσεις. Ακολουθήθηκε ή έστω κινήθηκε παράλληλα, με την αναζωπύρωση των απαιτήσεων απόσχισης και αυτονόμησης της Καταλονίας από την υπόλοιπη Ισπανία, ενεργοποιώντας εθνικά αιτήματα βάθους τριών αιώνων.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως, στην περίπτωση του παραδείγματος της Βαρκελώνης, η επιτυχέστατη ανάπτυξη του city marketing στηρίχθηκε σε ισχυρότατες κινήσεις συγκρότησης city branding και αναπτύχθηκε στη συνέχεια ως ενδιαφέρον για την ιδιαίτερη ταυτότητα της Καταλονίας συνολικά.
Με αυτήν την έννοια, η επέκταση του city branding προς την κατεύθυνση του territory branding φάνηκε να ξεπερνά τα οικονομικά ενδιαφέροντα προώθησης και συνδέθηκε με κρισιμότατες πολιτικές απαιτήσεις. Ακολουθήθηκε ή έστω κινήθηκε παράλληλα, με την αναζωπύρωση των απαιτήσεων απόσχισης και αυτονόμησης της Καταλονίας από την υπόλοιπη Ισπανία, ενεργοποιώντας εθνικά αιτήματα βάθους τριών αιώνων.
Εικόνα 1: Η επέκταση του city branding της Βαρκελώνης ακολουθήθηκε ή έστω κινήθηκε παράλληλα, με την αναζωπύρωση των απαιτήσεων απόσχισης και αυτονόμησης της Καταλονίας από την υπόλοιπη Ισπανία
2. Η ‘αξιοπρέπεια’ της κατοίκησης και η αναφορά στο ιστορικό ‘βάθος’ της ταυτότητας των τόπων
Αναπτύσσοντας ακόμη περισσότερο την προηγούμενη σειρά σκέψεων, είμαστε υποχρεωμένοι να τονίσουμε πως η τεκμηρίωση ή ακόμη και η ‘πλαστογράφηση’ της ταυτότητας τοπικών πληθυσμών, ανατρέχει συνήθως σε αληθή ή ψευδή ιστορικά επιχειρήματα ή, ακόμη ουσιαστικότερα, σε σχέσεις ιστορικών αναφορών και αναφορών τόπου. Οι τελευταίες προσφέρουν συνήθως ισχυρότατη εποπτική βεβαιότητα για την ‘αλήθεια’ για την ‘α-λήθεια’, για τη μη λήθη, για τη μνημονική στήριξη των σχετικών ισχυρισμών .
Οι τόποι, η ‘γη’ ισχυρίζονται οι Deleuzes και Guattari χαρακτηρίζονται από ‘εμμένεια - immanence’, μοιάζουν να διατηρούν στο εσωτερικό τους, με την αδράνεια του εδάφους και την υλικότητα των διαμορφώσεων και των κατασκευών που εδράζονται σε αυτό, καταγωγικές αναφορές των κοινωνιών, στοιχεία ταυτότητας που η χρονική τους διάρκεια φαίνεται να διασφαλίζει την εγκυρότητά τους (Deleuzes και Guattari, 2004, σσ. 101-133).
Οι τόποι, η ‘γη’ ισχυρίζονται οι Deleuzes και Guattari χαρακτηρίζονται από ‘εμμένεια - immanence’, μοιάζουν να διατηρούν στο εσωτερικό τους, με την αδράνεια του εδάφους και την υλικότητα των διαμορφώσεων και των κατασκευών που εδράζονται σε αυτό, καταγωγικές αναφορές των κοινωνιών, στοιχεία ταυτότητας που η χρονική τους διάρκεια φαίνεται να διασφαλίζει την εγκυρότητά τους (Deleuzes και Guattari, 2004, σσ. 101-133).
Ώστε η προσπάθεια προώθησης της ταυτότητας των τόπων, αυτή είναι μια πρώτη καθοριστική παρατήρηση για την εισήγησή μας, μπορεί να συνδέεται με το πολιτισμικά, πολιτιστικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών, απαιτώντας έτσι την ιστορική αναφορά.
Ιδιαίτερα σε περιοχές με συνταρακτικό ιστορικό ‘βάθος’, με ιστορία χιλιετιών, όπως αυτή που αναδύεται από τον Ελληνικό χώρο ή ευρύτερα από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το ιστορικό ενδιαφέρον στρέφεται βέβαια η ανάδειξη της ταυτότητας, όταν ο σκοπός της διαθέτει πολιτισμικές, πολιτιστικές και πολιτικές προθέσεις, αλλά έστω και αν η σκοπιμότητα αφορά πρώτιστα την εμπορική προώθηση, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της τουριστικής κίνησης συνδέεται με κίνητρα πολιτιστικά.
Ιδιαίτερα σε περιοχές με συνταρακτικό ιστορικό ‘βάθος’, με ιστορία χιλιετιών, όπως αυτή που αναδύεται από τον Ελληνικό χώρο ή ευρύτερα από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το ιστορικό ενδιαφέρον στρέφεται βέβαια η ανάδειξη της ταυτότητας, όταν ο σκοπός της διαθέτει πολιτισμικές, πολιτιστικές και πολιτικές προθέσεις, αλλά έστω και αν η σκοπιμότητα αφορά πρώτιστα την εμπορική προώθηση, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της τουριστικής κίνησης συνδέεται με κίνητρα πολιτιστικά.
Έτσι, αν επιθυμούμε να προβάλουμε τουριστικά την ταυτότητα της Αρκαδίας, θα ήταν μάλλον άστοχο να περιοριστούμε στα φυσιολατρικά της μόνον θέλγητρα ή στις γαστριμαργικές ευκαιρίες των τουριστικών προορισμών. Η περιοχή της Αρκαδίας χαρακτηρίζεται επίσης, από μια σειρά σημαντικότατων αρχαιολογικών - ιστορικών προορισμών που αφορούν την αρχαία ιστορία, την ιστορία των μέσων χρόνων, όπως και τη νεότερη ιστορία.
Αλλά το κυριότερο, ο όρος ‘Αρκαδία’ αποτελεί, για τη νεότερη Δυτική σκέψη, όρο που περιγράφει ταυτόχρονα την τοπιακή αισθητική ποιότητα, την πολιτική ελευθερία, όπως και την προσωπική ευδαιμονία και ερωτική ευτυχία. Ακόμη ουσιαστικότερα, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο όλες οι προηγούμενες έννοιες συσχετίζονται, για τον νεότερο Δυτικό πολιτισμό, σε ενιαίο πλέγμα. Ώστε ο όρος ‘Αρκαδία’, συχνά συσχετισμένος με τον επιθετικό προσδιορισμό ‘ευδαίμων’, αποτελεί μια από τις ισχυρότερες αναφορές τόπου, μια από τις ισχυρότερες φαντασιακές ουτοπίες του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, ισχυρή για έξη αιώνες, με καταβολές πολιτιστικής προέλευσης που διατρέχουν δυο περίπου χιλιετίες . Αποτελεί ίσως, μαζί με τους όρους ‘Ηλύσια Πεδία’ (Elysium ή Elysian Fields, Champs Elysees), μια από τις ισχυρότερες ονομασίες τοπικής ταυτότητας, ένα από τα ισχυρότερα brand names τόπου στη Δυτική ιστορία. Αποδεικνύεται έτσι, η ισχύς της ‘κατασκευασμένης’ ιστορικής ταυτότητας, καθώς η αίγλη των προηγούμενων αναφορών παράγεται μέσα από διαρκείς παρανοήσεις και μετατοπίσεις των οποιονδήποτε πραγματικών ιστορικών σχέσεων και αναπτύσσεται στην ουσία σε επίπεδο φαντασιακών συσχετισμών, καθώς το ‘Ηλύσια Πεδία’ δε συνιστούν τόπο πραγματικό και καθώς οι καλλιτέχνες και συγγραφείς της νεότερης Ευρώπης που αναφέρονται στην Αρκαδία, δεν την έχουν, κατά κανόνα, επισκεφτεί πραγματικά. Αλλά αποδεικνύεται επίσης, με την αναφορά στα προηγούμενα παραδείγματα, η βαθύτατη άγνοια ή έστω η αμέλεια, πολλών από εκείνους που θα όφειλαν σήμερα να προωθούν την ταυτότητα των περιοχών της χώρας.
Αλλά το κυριότερο, ο όρος ‘Αρκαδία’ αποτελεί, για τη νεότερη Δυτική σκέψη, όρο που περιγράφει ταυτόχρονα την τοπιακή αισθητική ποιότητα, την πολιτική ελευθερία, όπως και την προσωπική ευδαιμονία και ερωτική ευτυχία. Ακόμη ουσιαστικότερα, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο όλες οι προηγούμενες έννοιες συσχετίζονται, για τον νεότερο Δυτικό πολιτισμό, σε ενιαίο πλέγμα. Ώστε ο όρος ‘Αρκαδία’, συχνά συσχετισμένος με τον επιθετικό προσδιορισμό ‘ευδαίμων’, αποτελεί μια από τις ισχυρότερες αναφορές τόπου, μια από τις ισχυρότερες φαντασιακές ουτοπίες του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, ισχυρή για έξη αιώνες, με καταβολές πολιτιστικής προέλευσης που διατρέχουν δυο περίπου χιλιετίες . Αποτελεί ίσως, μαζί με τους όρους ‘Ηλύσια Πεδία’ (Elysium ή Elysian Fields, Champs Elysees), μια από τις ισχυρότερες ονομασίες τοπικής ταυτότητας, ένα από τα ισχυρότερα brand names τόπου στη Δυτική ιστορία. Αποδεικνύεται έτσι, η ισχύς της ‘κατασκευασμένης’ ιστορικής ταυτότητας, καθώς η αίγλη των προηγούμενων αναφορών παράγεται μέσα από διαρκείς παρανοήσεις και μετατοπίσεις των οποιονδήποτε πραγματικών ιστορικών σχέσεων και αναπτύσσεται στην ουσία σε επίπεδο φαντασιακών συσχετισμών, καθώς το ‘Ηλύσια Πεδία’ δε συνιστούν τόπο πραγματικό και καθώς οι καλλιτέχνες και συγγραφείς της νεότερης Ευρώπης που αναφέρονται στην Αρκαδία, δεν την έχουν, κατά κανόνα, επισκεφτεί πραγματικά. Αλλά αποδεικνύεται επίσης, με την αναφορά στα προηγούμενα παραδείγματα, η βαθύτατη άγνοια ή έστω η αμέλεια, πολλών από εκείνους που θα όφειλαν σήμερα να προωθούν την ταυτότητα των περιοχών της χώρας.
Πανεπιστημιακά εργαστήρια ιστορίας της τέχνης και του πολιτισμού στην Αρκαδία, υποσχέσεις μια ‘ευδαίμονος’ ερωτικής νύχτας στην Αρκαδία; Ποιά υπόδειξη θεωρείτε, μπορεί να είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα για τον Αρκαδικό τόπο;
3. Δίκτυα επισκεψιμότητας και δίκτυα ανάδειξης και προώθησης της ταυτότητας των τόπων
Σε κάθε μια από τις δυο πιθανές απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα, ο ερωτώμενος μπορεί να μην αποκλείσει την αντίθετη προσέγγιση. Η ακαδημαϊκή ή συνεδριακή δραστηριότητα δεν αποκλείει τη διαδικασία παράλληλης αναψυχής. Επιπλέον, σε οποιαδήποτε πιθανή επιλογή απάντησης, δεν επιβάλλεται αναγκαστικά ο περιορισμός της επίσκεψης σε ένα μόνο σημείο - τόπο προορισμού, σε μια αίθουσα θερινών μαθημάτων, σε έναν χώρο αναψυχής, σε ένα μονοπάτι ορεινής πεζοπορίας ή σε ένα μουσείο.
Αντίθετα μάλιστα, η αναφορά σε δίκτυα επισκεψιμότητας μπορεί να ενισχύσει την προβολή της ταυτότητας του τόπου και την οικονομική του προώθηση, μέσω του συσχετισμού δράσεων. Με αυτήν τη διάθεση σκέψης, είναι λοιπόν δυνατόν να συσχετίσουμε γειτονικούς προορισμούς στο πλαίσιο ενός ενιαίου δικτύου ή περισσότερων δικτύων συσχετισμού και να αναφερθούμε στην ιδιαίτερη ταυτότητα αυτού του δικτύου ή αυτών των δικτύων.
Έτσι η αναφορά στην Αρκαδία μπορεί να επεκταθεί με την αναφορά σε δίκτυα ‘αρκαδικών προορισμών’ ή, με ακόμη ευρύτερη διάθεση, να προωθήσει τη δυνατότητα συσχετισμού τόπων στο ευρύτερο πεδίο της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, επιχειρώντας να συσχετίσει και άλλους τόπους αναφοράς, την Ολυμπία για παράδειγμα. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η γενικότερη πρόταση χαρακτηρισμού της σιδηροδρομικής γραμμής της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, ως μνημείο της Unesco, καθώς συσχετίζει αφενός πολλούς σημαντικούς σημειακούς προορισμούς, αλλά ορίζει και η ίδια μια συνθήκη μετακίνησης, μια συνθήκη σιδηροδρομικής περιήγησης με ιδιαίτερο πολιτισμικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον .
Άλλωστε η ίδια η σιδηροδρομική γραμμή αποτελεί στοιχείο αναφοράς της νεότερης ελληνικής ιστορίας που επισημαίνεται σημειακά με τα λιθόκτιστα κτήρια των μικρότερων ή μεγαλύτερων σταθμών.
Αντίθετα μάλιστα, η αναφορά σε δίκτυα επισκεψιμότητας μπορεί να ενισχύσει την προβολή της ταυτότητας του τόπου και την οικονομική του προώθηση, μέσω του συσχετισμού δράσεων. Με αυτήν τη διάθεση σκέψης, είναι λοιπόν δυνατόν να συσχετίσουμε γειτονικούς προορισμούς στο πλαίσιο ενός ενιαίου δικτύου ή περισσότερων δικτύων συσχετισμού και να αναφερθούμε στην ιδιαίτερη ταυτότητα αυτού του δικτύου ή αυτών των δικτύων.
Έτσι η αναφορά στην Αρκαδία μπορεί να επεκταθεί με την αναφορά σε δίκτυα ‘αρκαδικών προορισμών’ ή, με ακόμη ευρύτερη διάθεση, να προωθήσει τη δυνατότητα συσχετισμού τόπων στο ευρύτερο πεδίο της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, επιχειρώντας να συσχετίσει και άλλους τόπους αναφοράς, την Ολυμπία για παράδειγμα. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η γενικότερη πρόταση χαρακτηρισμού της σιδηροδρομικής γραμμής της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, ως μνημείο της Unesco, καθώς συσχετίζει αφενός πολλούς σημαντικούς σημειακούς προορισμούς, αλλά ορίζει και η ίδια μια συνθήκη μετακίνησης, μια συνθήκη σιδηροδρομικής περιήγησης με ιδιαίτερο πολιτισμικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον .
Άλλωστε η ίδια η σιδηροδρομική γραμμή αποτελεί στοιχείο αναφοράς της νεότερης ελληνικής ιστορίας που επισημαίνεται σημειακά με τα λιθόκτιστα κτήρια των μικρότερων ή μεγαλύτερων σταθμών.
Φθάνουμε έτσι να μεταθέσουμε το ενδιαφέρον για έναν τόπο και για την ταυτότητά του, από τον εντοπισμό των χαρακτηριστικών του, στα χαρακτηριστικά και στη γοητεία της μετακίνησης, επεκτείνοντας την περιηγητική εμπειρία και ολοκληρώνοντας έτσι τη δεύτερη καθοριστική πρόταση αυτής της εισήγησης. Την πρόταση ανάπτυξης κα προώθησης της ταυτότητας περιοχών, με τη συγκρότηση και προβολή δικτύων κινήσεων και δικτύων τόπων μάλλον, παρά με τον εντοπισμό μεμονωμένων σημειακών προορισμών.
4. Η ταυτότητα των χερσαίων και η ταυτότητα των θαλάσσιων δικτύων
Η πρόταση αναβάθμισης του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, με πρόθεση ενίσχυσης της ταυτότητας ενός δικτύου τόπων και της ίδιας της σιδηροδρομικής περιήγησης, ως ιδιαίτερης περιηγητικής εμπειρίας, δεν είναι πρωτοφανής για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Το γνωστότερο ανάλογο παράδειγμα αφορά τη ‘Ραετινή - Rhaetian’ σιδηροδρομική γραμμή, στις Ανατολικές Ελβετικές Άλπεις. Συσχετισμένη με σημαντικότατους τουριστικούς προορισμούς, όπως το Davos, το Saint-Moritz και το Tirano, η γραμμή αυτή διασχίζει εντυπωσιακές ορεινές περιοχές, αλλά συνδέεται επίσης με την ανάδειξη της ιστορικής ιδιοτυπίας της περιοχής, με την προβολή της ιδιαίτερης καταγωγής του πληθυσμού της που ανάγεται στους αρχαίους Ετρούσκους και που χρησιμοποιεί, έως και σήμερα, ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, την Ραετινή διάλεκτο, συγγενή με την αρχαία ετρουσκική.
Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δικτύου επισκεψιμότητας στις Ελβετικές Άλπεις, όπως και στην Αρκαδία ή στην κεντρική και νότια Πελοπόννησο, αναφερόμαστε σε χερσαίες εκτάσεις που όμοιες τους μπορούμε να συναντήσουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αντίθετα, σε ελάχιστες περιοχές στο κόσμο μπορούμε να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε ιστορικά και τουριστικά την ταυτότητα ενός δικτύου νησιών που συγκροτούν ένα πυκνό σε συσχετισμούς αρχιπέλαγος. Μια ανάλογη δυνατότητα προσφέρεται βέβαια για τα νησιά του Αιγαίου, συγκροτώντας ένα δίκτυο προορισμών ναυσιπλοΐας, μικρών ή μεγαλύτερων λιμανιών που συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους θαλάσσιους. Ο συσχετισμός των δικτύων αυτών ναυσιπλοΐας με χερσαία δίκτυα στα επιμέρους νησιά ή στις παραθαλάσσιες περιοχές του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου, μπορεί να συγκροτήσει μια σειρά από προτεινόμενα δίκτυα περιήγησης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον των επισκεπτών και ενισχύοντας τη συμπληρωματική, σε συσχετισμό, σε συνεργασία μεταξύ τους, προώθηση της ταυτότητας των επιμέρους τόπων.
Στην πρόταση μιας παλαιότερης συμμετοχής στη 10η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, του 2006, το δίκτυο των νησιών του Αιγαίου παρουσιάζεται ως ενιαία συνθήκη κατοίκησης, με δυνατότητα συνεκτικής παρουσίας συνολικά, ανάλογη με αυτήν ενός αστικού πεδίου, ‘το Αιγαίο μια διάσπαρτη πόλη’ . Στην πρόταση της Αλεξάνδρας Μεντεκίδου (2016) πάλι, τα νησιά του Αιγαίου συσχετίζονται με οργανωμένο ιστιοπλοϊκό δίκτυο, στο πλαίσιο ήδη συγκροτημένων ιστιοπλοϊκών αγώνων ή στο πλαίσιο νέων οργανωτικών προτάσεων.
Αντίθετα, σε ελάχιστες περιοχές στο κόσμο μπορούμε να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε ιστορικά και τουριστικά την ταυτότητα ενός δικτύου νησιών που συγκροτούν ένα πυκνό σε συσχετισμούς αρχιπέλαγος. Μια ανάλογη δυνατότητα προσφέρεται βέβαια για τα νησιά του Αιγαίου, συγκροτώντας ένα δίκτυο προορισμών ναυσιπλοΐας, μικρών ή μεγαλύτερων λιμανιών που συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους θαλάσσιους. Ο συσχετισμός των δικτύων αυτών ναυσιπλοΐας με χερσαία δίκτυα στα επιμέρους νησιά ή στις παραθαλάσσιες περιοχές του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου, μπορεί να συγκροτήσει μια σειρά από προτεινόμενα δίκτυα περιήγησης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον των επισκεπτών και ενισχύοντας τη συμπληρωματική, σε συσχετισμό, σε συνεργασία μεταξύ τους, προώθηση της ταυτότητας των επιμέρους τόπων.
Στην πρόταση μιας παλαιότερης συμμετοχής στη 10η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, του 2006, το δίκτυο των νησιών του Αιγαίου παρουσιάζεται ως ενιαία συνθήκη κατοίκησης, με δυνατότητα συνεκτικής παρουσίας συνολικά, ανάλογη με αυτήν ενός αστικού πεδίου, ‘το Αιγαίο μια διάσπαρτη πόλη’ . Στην πρόταση της Αλεξάνδρας Μεντεκίδου (2016) πάλι, τα νησιά του Αιγαίου συσχετίζονται με οργανωμένο ιστιοπλοϊκό δίκτυο, στο πλαίσιο ήδη συγκροτημένων ιστιοπλοϊκών αγώνων ή στο πλαίσιο νέων οργανωτικών προτάσεων.
Αλλά η ταυτότητα της διάχυτης αστικότητας του αιγιακού αρχιπελάγους που προβάλλουν οι συντελεστές της ελληνικής συμμετοχής στη Biennale ή η συγκρότηση των δικτύων θαλάσσιας τοπιακής φυσιογνωμίας που προτείνει η Μεντεκίδου, για την ‘προώθηση και ενίσχυση των νησιών του βορειανατολικού Αιγαίου’, υπερβαίνουν, ως ταυτότητα, τα σημερινά αναπτυξιακά μας ενδιαφέροντα και προσφέρουν δυνατότητες συσχετισμών, πέρα από τα ανατολικά μας σύνορα.
Η ταυτότητα αυτού του δικτύου νησιών και προορισμών, η ταυτότητα αυτού του θαλάσσιου τοπίου, συναρτημένη με εντοπισμένες νησιωτικές αναδύσεις ξηράς, περιγράφει την ουσιωδέστερη ίσως γεωγραφική και γεωπολιτική ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου σε όλο το εύρος της ιστορίας του (Μωραΐτης, 2015β). Σημαντικοί πολιτισμοί ξεκινούν από το θαλάσσιο αυτό πεδίο, σημαντικές ‘συμπλεύσεις’ με άλλους πολιτισμούς πραγματοποιούνται σε αυτόν ή σημαντικές θαλάσσιες εισβολές, ειρηνικοί συσχετισμοί και πολεμικές συγκρούσεις, ορίζοντας τα θαλάσσια θεμέλια πολιτισμών, επί χιλιετίες.
Η ταυτότητα αυτού του δικτύου νησιών και προορισμών, η ταυτότητα αυτού του θαλάσσιου τοπίου, συναρτημένη με εντοπισμένες νησιωτικές αναδύσεις ξηράς, περιγράφει την ουσιωδέστερη ίσως γεωγραφική και γεωπολιτική ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου σε όλο το εύρος της ιστορίας του (Μωραΐτης, 2015β). Σημαντικοί πολιτισμοί ξεκινούν από το θαλάσσιο αυτό πεδίο, σημαντικές ‘συμπλεύσεις’ με άλλους πολιτισμούς πραγματοποιούνται σε αυτόν ή σημαντικές θαλάσσιες εισβολές, ειρηνικοί συσχετισμοί και πολεμικές συγκρούσεις, ορίζοντας τα θαλάσσια θεμέλια πολιτισμών, επί χιλιετίες.
Στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου Πελάγους, στα μικρασιατικά παράλια, παλαιότατες οικήσεις συμπληρώνουν το πλέγμα θαλάσσιων και χερσαίων συνάψεων και ολοκληρώνουν την ευρύτερη γεωγραφική και ιστορική ταυτότητα της περιοχής αυτής της ανατολικής Μεσογείου. Στηριγμένη σε όρους καλής γειτονίας, η περιηγητική ανάπτυξη του ανατολικού Αιγαίου, θα μπορούσε να προτείνει την ανάδειξη και προώθηση της διεθνικής, διασυνοριακής ταυτότητας τοπίου και πολιτισμού, συσχετίζοντας ελληνικά νησιά και μικρασιατικά παράλια. Σε μελλοντική φευ προβολή... Η τελευταία αυτή πρόταση πάντως, παρά την απαισιόδοξη για τη δυνατότητα σημερινής πραγματοποίησής της πρόβλεψη, εξαιτίας των γενικότερων πολιτικών συνθηκών, εισάγει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τη συγκρότηση δικτύων επισκεψιμότητας όσο και για την ουσιαστικότερη παρουσίαση της ταυτότητας περιοχών οι οποίες, παρά τον σημερινό διαχωρισμό τους, εκατέρωθεν συνοριακών γραμμών, εμφανίζουν ουσιαστικότατους ιστορικούς συσχετισμούς και συνάφεια πολιτισμικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών.
Την ιδιαίτερη αυτή κατεύθυνση προώθησης της ταυτότητας περιοχών, θα την περιγράψουμε με την εισαγωγή εκ μέρους μας όρων, όπως ‘cross-border’ ή ‘trans-national branding’, διασυνοριακή δηλαδή ή δια-κρατική ταυτότητα περιοχών, στις δύο πλευρές των συνόρων κρατών, θαλάσσιων ή χερσαίων.
Την ιδιαίτερη αυτή κατεύθυνση προώθησης της ταυτότητας περιοχών, θα την περιγράψουμε με την εισαγωγή εκ μέρους μας όρων, όπως ‘cross-border’ ή ‘trans-national branding’, διασυνοριακή δηλαδή ή δια-κρατική ταυτότητα περιοχών, στις δύο πλευρές των συνόρων κρατών, θαλάσσιων ή χερσαίων.
5. Η συμμετοχή του ‘φυσικού’ σχεδιασμού στη συγκρότηση της υλικής και φαντασιακής ταυτότητας του τόπου
Ισχυριστήκαμε προηγούμενα πως η προβολή της ταυτότητας τόπων, όπως τα Ήλύσια Πεδία’ ή η ‘Αρκαδία’, στη νεότερη Δυτική ιστορία, συνδέεται καταρχάς με τη συγκρότηση ενός πεδίου φαντασιακών αναφορών, καθώς από τους τόπους αυτούς ο πρώτος ήταν απόλυτα φανταστικός, μυθικός, ενώ ο δεύτερος διέθετε μεν το γεωγραφικό του αντίστοιχο, αλλά ήταν, κατά την περίοδο της πολιτιστικής προβολής του στις Δυτικές κοινωνίες, άγνωστος ως προς την πραγματική περιοχή επίσκεψης.
Εντούτοις η Δυτική σκέψη αισθάνεται την ανάγκη να φανταστεί ‘τόπους’, ακόμη περισσότερο ‘τοπία’, δηλαδή τη σχέση ενός υποθετικού γεωγραφικού υπόβαθρου και της πολιτιστικής ή της πολιτικής πρότασης που συνδέεται με αυτό. Η ισχυρότερη ίσως ανάλογη προσέγγιση αφορά τις πολιτικές ‘ουτοπίες', με αφετηρία την πρόταση του Thomas More, που περιγράφει στα 1516, μία φανταστική, ιδανική κοινωνία με τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα, που κατοικεί ένα επίσης φανταστικό νησί του Ατλαντικού Ωκεανού και με ανάλογα παραδείγματα τις προτάσεις του Tomasso Campanella και του Francis Bacon (Νούτσος, 1985).
Οι προτάσεις αυτές, όπως και οι αναφορές στα Ηλύσια Πεδία ή στην Αρκαδία, προτάσεις δηλαδή για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, αισθάνονται την ανάγκη να ‘εφεύρουν’ τόπους και τοπία αναφοράς, περιγράφοντάς τα συγγραφικά ή αποδίδοντάς τους εικαστική εποπτεία, ώστε να εγκαταστήσουν την επιρροή των συναφών ιδεολογημάτων στο φαντασιακό των κοινωνιών.
Εντούτοις η Δυτική σκέψη αισθάνεται την ανάγκη να φανταστεί ‘τόπους’, ακόμη περισσότερο ‘τοπία’, δηλαδή τη σχέση ενός υποθετικού γεωγραφικού υπόβαθρου και της πολιτιστικής ή της πολιτικής πρότασης που συνδέεται με αυτό. Η ισχυρότερη ίσως ανάλογη προσέγγιση αφορά τις πολιτικές ‘ουτοπίες', με αφετηρία την πρόταση του Thomas More, που περιγράφει στα 1516, μία φανταστική, ιδανική κοινωνία με τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα, που κατοικεί ένα επίσης φανταστικό νησί του Ατλαντικού Ωκεανού και με ανάλογα παραδείγματα τις προτάσεις του Tomasso Campanella και του Francis Bacon (Νούτσος, 1985).
Οι προτάσεις αυτές, όπως και οι αναφορές στα Ηλύσια Πεδία ή στην Αρκαδία, προτάσεις δηλαδή για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, αισθάνονται την ανάγκη να ‘εφεύρουν’ τόπους και τοπία αναφοράς, περιγράφοντάς τα συγγραφικά ή αποδίδοντάς τους εικαστική εποπτεία, ώστε να εγκαταστήσουν την επιρροή των συναφών ιδεολογημάτων στο φαντασιακό των κοινωνιών.
Ακόμη περισσότερο, ο Δυτικός πολιτισμός θα προσπαθήσει να υλοποιήσει τις φευγαλέες συγγραφικές περιγραφές ή τις σαφέστερες εικαστικές αποδόσεις σε πραγματικό τρισδιάστατο χώρο. Στη Φλωρεντία της Αναγέννησης ο Lorenzo il Magnifico dei Medici, o Λορέντζο ο Μεγαλοπρεπής των Μεδίκων και ο κλασικιστής λόγιος και ποιητής Angelo Poliziano, περιγράφουν μεταφορικά τη Villa Fiesole στην Τοσκάνη και τις τοπιακές διαμορφώσεις που τη συνοδεύουν, σαν ‘Αρκαδία’, αποδίδοντας έτσι στη Νεοπλατωνική Ακαδημία που συγκεντρωνόταν εκεί, την πολιτιστική ποιότητα της αρχαίας ελληνικής αναφοράς (Panofsky, 1983, σ. 348).
Έχουμε έτσι μια πρώτη μεταφορά από ένα υποθετικό τοπίο σε ένα πραγματικό τοπίο, μεταφορά που στην συνέχεια των εποχών θα επαναλαμβάνεται συχνότατα, στη Δυτική ιστορία των τοπιακών διαμορφώσεων. Με τρόπο ανάλογο οι τοπιακές διαμορφώσεις του Stowe, στο Buckinghamshire της Αγγλίας, αφιερώνουν ένα τμήμα τους στα Ηλύσια Πεδία.
Έχουμε έτσι μια πρώτη μεταφορά από ένα υποθετικό τοπίο σε ένα πραγματικό τοπίο, μεταφορά που στην συνέχεια των εποχών θα επαναλαμβάνεται συχνότατα, στη Δυτική ιστορία των τοπιακών διαμορφώσεων. Με τρόπο ανάλογο οι τοπιακές διαμορφώσεις του Stowe, στο Buckinghamshire της Αγγλίας, αφιερώνουν ένα τμήμα τους στα Ηλύσια Πεδία.
Εικόνα 2 (αριστερά): Τα ‘Ηλύσια Πεδία’ στις τοπιακές διαμορφώσεις του Stowe, στο Buckinghamshire της Αγγλίας, ως κατασκευασμένη ‘μεταφορά’ ενός αρχαίου ελληνικού μυθικού τοπίου. Το μικρό νεοκλασικό περίπτερο της εικόνας ονομάζεται ‘Ναός της Αρχαίας Αρετής’. Είναι αφιερωμένος στην πολιτιστική και πολιτική ‘αρετή’ των αρχαίων Ελλήνων και...
Εικόνα 3 (δεξιά): .περιλαμβάνει στο εσωτερικό του ανδριάντες του Επαμεινώνδα, του Λυκούργου, του Όμηρου και του Σωκράτη.
Τα συμπεράσματα είναι σαφή.
Η συγκρότηση της ταυτότητας ενός τόπου, μιας κοινωνικής ομάδας, μιας πολιτιστικής ιστορικής περιόδου, ενός πολιτικού εγχειρήματος, απαιτούν βέβαια τη επιρροή στο συλλογικό φαντασιακό. Αλλά αυτή η συγκρότηση προτάσεων για τις συνθήκες ύπαρξής μας, φαίνεται πως ενισχύονται με πραγματικές, υλικές χωρικές αναφορές. Οι ασθενέστερες μάλλον από αυτές μπορούν να είναι εικονιστικές αναφορές παραστάσεων, οι ισχυρότερες μπορούν να αφορούν την κατασκευή και τη διαμόρφωση του τόπου, κτηρίων, τμημάτων πόλης, αστικού και εξωαστικού τοπίου.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο πως η ταυτότητα κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών προτάσεων συνδέεται με εμβληματικές αρχιτεκτονικές κατασκευές ή με αντίστοιχα εμβληματικές αναπλάσεις αστικών περιοχών και διαμορφώσεις τοπίου. Μη τολμώντας να αναφερθώ στον Παρθενώνα ή στην Αγία του Θεού Σοφία, που η ανέγερσή της ξεκινά την επαύριον μιας πολιτικής νίκης του Ιουστινιανού, θα προτιμήσουμε να υπενθυμίσουμε την κατασκευή του Φλωρεντινού Duomo, για να δοξάσει περισσότερο από την Παναγία των Λουλουδιών, την πολιτική και οικονομική ισχύ της πόλης, την αστική ανάπλαση του λόφου του Καπιτωλίου στη Ρώμη του Μανιερισμού, τη διαμόρφωση της πλατείας του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη της Αντιμεταρρύθμισης, τους κήπους των Βερσαλλιών στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου (Μωραΐτης, 2015α).
Στη νεότερη Ελλάδα, η ποθούμενη Δυτική ταυτότητα της πρωτεύουσας, μετά την οθωμανική κυριαρχία, θα δηλωθεί με ένα κλασικιστικό σχέδιο πόλης και με την κατασκευή εμβληματικών κλασικιστικών κτηρίων, όπως αυτά της Αθηναϊκής Τριλογίας.
Η συγκρότηση της ταυτότητας ενός τόπου, μιας κοινωνικής ομάδας, μιας πολιτιστικής ιστορικής περιόδου, ενός πολιτικού εγχειρήματος, απαιτούν βέβαια τη επιρροή στο συλλογικό φαντασιακό. Αλλά αυτή η συγκρότηση προτάσεων για τις συνθήκες ύπαρξής μας, φαίνεται πως ενισχύονται με πραγματικές, υλικές χωρικές αναφορές. Οι ασθενέστερες μάλλον από αυτές μπορούν να είναι εικονιστικές αναφορές παραστάσεων, οι ισχυρότερες μπορούν να αφορούν την κατασκευή και τη διαμόρφωση του τόπου, κτηρίων, τμημάτων πόλης, αστικού και εξωαστικού τοπίου.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο πως η ταυτότητα κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών προτάσεων συνδέεται με εμβληματικές αρχιτεκτονικές κατασκευές ή με αντίστοιχα εμβληματικές αναπλάσεις αστικών περιοχών και διαμορφώσεις τοπίου. Μη τολμώντας να αναφερθώ στον Παρθενώνα ή στην Αγία του Θεού Σοφία, που η ανέγερσή της ξεκινά την επαύριον μιας πολιτικής νίκης του Ιουστινιανού, θα προτιμήσουμε να υπενθυμίσουμε την κατασκευή του Φλωρεντινού Duomo, για να δοξάσει περισσότερο από την Παναγία των Λουλουδιών, την πολιτική και οικονομική ισχύ της πόλης, την αστική ανάπλαση του λόφου του Καπιτωλίου στη Ρώμη του Μανιερισμού, τη διαμόρφωση της πλατείας του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη της Αντιμεταρρύθμισης, τους κήπους των Βερσαλλιών στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου (Μωραΐτης, 2015α).
Στη νεότερη Ελλάδα, η ποθούμενη Δυτική ταυτότητα της πρωτεύουσας, μετά την οθωμανική κυριαρχία, θα δηλωθεί με ένα κλασικιστικό σχέδιο πόλης και με την κατασκευή εμβληματικών κλασικιστικών κτηρίων, όπως αυτά της Αθηναϊκής Τριλογίας.
6. Προτάσεις ‘φυσικού’ σχεδιασμού για την ενίσχυση της ταυτότητας δικτύων επισκεψιμότητας
Οι προτάσεις ‘φυσικού σχεδιασμού’ που ακολουθούν αντιστοιχούν σε σχεδιάσματα απείρως μικρότερου πολιτιστικού, πολιτικού και σχεδιαστικού βεληνεκούς από αυτά στα οποία μόλις αναφερθήκαμε. Αποτελούν σεμνές προτάσεις ενίσχυσης της ταυτότητας περιοχών που η επισκεψιμότητά τους στηρίζεται στην προσπάθεια συγκρότησης δικτύων περιήγησης. Δικτύων τα οποία, πέρα από τη διαδικασία οργάνωσής τους σε μεγάλη κλίμακα, σε κλίμακα εύρους περιοχής, επισημαίνονται με χαρακτηριστικές κατασκευές.
Μικρές κατασκευές σήμανσης ή περιπτέρων, στο πρώτο παράδειγμα των οικολογικών πάρκων της Ευρυτανίας ή υποδέχονται, στο δεύτερο παράδειγμα του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, ένα κινούμενο σύστημα υποστήριξης της περιήγησης των επισκεπτών .
Μικρές κατασκευές σήμανσης ή περιπτέρων, στο πρώτο παράδειγμα των οικολογικών πάρκων της Ευρυτανίας ή υποδέχονται, στο δεύτερο παράδειγμα του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, ένα κινούμενο σύστημα υποστήριξης της περιήγησης των επισκεπτών .
Εικόνα 4 (αριστερά): Δίκτυο επισκεψιμότητας στο οικολογικό πάρκο του Καρπενησιώτη στην Ευρυτανία.
Εικόνα 5 (δεξιά): Διαμόρφωση επισήμανσης σημείου στάσης σε σημείο αξιόλογης θέας, με στέγαστρο και κρήνη. Ανάλογες κατασκευές επαναλαμβάνονται σε πολλά σημεία αυτής και των άλλων διαδρομών, των δικτύων επισκεψιμότητας στα οικολογικά πάρκα της Ευρυτανίας, ενισχύοντας την αντίληψη της ενιαίας ταυτότητας των παρεμβάσεων.
6.1. Δίκτυα επισκεψιμότητας στα οικολογικά πάρκα της Ευρυτανίας
Η πρώτη πρόταση ξεκινά από τη διαπίστωση πως η επισκεψιμότητα τόπων ενδιαφέροντος είναι σημαντικό, σε πολλές περιπτώσεις να αφορά δίκτυα τόπων, παρά εντοπισμένα σημεία επίσκεψης. Επιχειρεί, για τον λόγο αυτό να παράγει και να ενεργοποιήσει ανάλογα δίκτυα στις περιοχές των τεσσάρων οικολογικών πάρκων της Ευρυτανίας. Επεκτείνει, με την έννοια αυτή χωρικά, την προσπάθεια προώθησης της ταυτότητας της περιοχής και του τουριστικού της ενδιαφέροντος, συνεχίζοντας την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με την κίνηση προσέλκυσης θερινών επισκεπτών από τον δήμο Καρπενησίου και η οποία είχε δημοσιοποιηθεί με την προβολή του χαρακτηριστικού διαφημιστικού μηνύματος «το δικό μου νησί είναι το Καρπενήσι».
Το εγχείρημα επέκτασης της τουριστικής κίνησης στα τέσσερα χαρακτηρισμένα οικολογικά πάρκα του νομού, είχε ως αφετηρία του τον ορισμό διαδρομών προσέγγισης οι οποίες απευθύνονταν τόσο σε εποχούμενους επισκέπτες όσο και σε επισκέπτες με ενδιαφέρον για την ορεινή πεζοπορία, τη χρήση ποδηλάτου ή την έφιππη περιήγηση.
Το εγχείρημα επέκτασης της τουριστικής κίνησης στα τέσσερα χαρακτηρισμένα οικολογικά πάρκα του νομού, είχε ως αφετηρία του τον ορισμό διαδρομών προσέγγισης οι οποίες απευθύνονταν τόσο σε εποχούμενους επισκέπτες όσο και σε επισκέπτες με ενδιαφέρον για την ορεινή πεζοπορία, τη χρήση ποδηλάτου ή την έφιππη περιήγηση.
Η αρχική αυτή κίνηση σχεδιασμού ενίσχυσε άμεσα τη βεβαιότητα των μελετητών, πως η σύνδεση των επιμέρους σημείων ενδιαφέροντος παρήγαγε ένα πλέγμα τόπων, ικανό να προωθήσει την αναγνώριση της ορεινής περιοχής, πέραν του αρχικού επιδιωκόμενου στόχου της απλής αναβάθμισης της τουριστικής δραστηριότητας. Πολύ περισσότερο, προσέφερε στην Ευρυτανία τη δυνατότητα να προβληθεί ως πολιτισμικό τοπίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, με ουσιώδη συμμετοχή στην ιστορία της ορεινής κεντρικής Ελλάδας. Ως περιοχή δηλαδή η οποία, πέρα από το αξιολογότατο φυσικό περιβάλλον της, αποτελεί πεδίο εγγραφής ιδιαίτερων, επίσης σημαντικών πολιτισμικών μορφωμάτων, που την χαρακτηρίζουν σε όλο το εύρος της ιστορίας των μέσων και των νεότερων χρόνων.
Αλλά αυτή η επικύρωση της πολιτισμικής σημασίας του τόπου, αναφέρεται ακριβώς στην πολιτική ενίσχυσης της ‘αξιοπρέπειας της κατοίκησης’, στην πολιτική ενίσχυσης της σημασίας που ο τόπος αυτός διαθέτει για τους κατοίκους του.
Αλλά αυτή η επικύρωση της πολιτισμικής σημασίας του τόπου, αναφέρεται ακριβώς στην πολιτική ενίσχυσης της ‘αξιοπρέπειας της κατοίκησης’, στην πολιτική ενίσχυσης της σημασίας που ο τόπος αυτός διαθέτει για τους κατοίκους του.
Σε επίπεδο ‘φυσικού σχεδιασμού’ μικρότερης κλίμακας, η πρόταση περιέλαβε μια σειρά από στοιχεία σήμανσης και μικρές κατασκευές ημιυπαίθριου κύρια χαρακτήρα, οι οποίες αναλάμβαναν να προσφέρουν σημεία ανάπαυσης και κατόπτευσης του χώρου για τους επισκέπτες. Το κοινό σχεδιαστικό ύφος, η κοινή αισθητική που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις κατασκευές και το κυριότερο, η επανάληψη κάθε μιας από αυτές σε περισσότερα από ένα σημεία των διαδρομών, που διαθέτουν χαρακτηριστικά ανάλογα, σκοπό έχει να παράγει μια κοινή ενιαία ‘εικόνα ταυτότητας’, ‘brand image’, για την κάθε διαδρομή χωριστά και για όλες τις διαδρομές στο σύνολό τους.
6.2. Φιλοξενία επισκεπτών εν κινήσει
Η δεύτερη πρόταση αφορά την ενίσχυση της ταυτότητας όχι των υπαίθριων τόπων που συσχετίζονται με το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου, αλλά την ενίσχυση της ταυτότητας αυτής της ίδιας της σιδηροδρομικής περιήγησης, η οποία μπορεί να συνδέει είτε σημεία πολιτισμικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος, είτε σημεία φυσικού τοπιακού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής σχεδιάζονται σιδηροδρομικά βαγόνια για τη ξενάγηση των επισκεπτών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή για την εκπαίδευση ομάδων μαθητών ή πανεπιστημιακών σπουδαστών.
Επιπλέον σχεδιάζεται μια σειρά από μικρές μεταφερόμενες μονάδες διανυκτέρευσης, για τη δημιουργία ‘στιγμιαίων’ εγκαταστάσεων φιλοξενίας - ‘instant camps’, σε σημεία ενδιαφέροντος. Είναι προφανές πως η ίδια η παραδοξότητα της πρότασης θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό στοιχείο προώθησής της. Το ουσιαστικότερο εντούτοις ενδιαφέρον της συνδέεται με την εξαιρετική έμφαση του στοιχείου της κίνησης, το οποίο άλλωστε δικαιολογεί και το πρώτο τμήμα του τίτλου τη εργασίας «Κατοικία εν κινήσει» που ολοκληρώνεται με την επεξήγηση «(Ανα)-βιώνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου».
Εν προκειμένω, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση από ότι στο παράδειγμα της ‘Ραετινής - Rhaetian’ σιδηροδρομικής γραμμής, στις Ανατολικές Ελβετικές Άλπεις ή της αναβίωσης της σιδηροδρομικής γραμμής της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, με τον χαρακτηρισμό της ως μνημείο της Unesco (βλ. προηγούμενες αναφορές), η έννοια του δικτύου κίνησης εντείνεται, καθώς ο επισκέπτης δεν κινείται απλά σε ένα οδικό δίκτυο, δεν κινείται καν σε ένα αυστηρά συγκροτημένο δίκτυο όπως το σιδηροδρομικό. Κατοικεί το δίκτυο, κατανέμοντας το ενδιαφέρον του αφενός στην ίδια τη διαδρομή και αφετέρου στα σημαντικά σημεία στάσης.
Επιπλέον σχεδιάζεται μια σειρά από μικρές μεταφερόμενες μονάδες διανυκτέρευσης, για τη δημιουργία ‘στιγμιαίων’ εγκαταστάσεων φιλοξενίας - ‘instant camps’, σε σημεία ενδιαφέροντος. Είναι προφανές πως η ίδια η παραδοξότητα της πρότασης θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό στοιχείο προώθησής της. Το ουσιαστικότερο εντούτοις ενδιαφέρον της συνδέεται με την εξαιρετική έμφαση του στοιχείου της κίνησης, το οποίο άλλωστε δικαιολογεί και το πρώτο τμήμα του τίτλου τη εργασίας «Κατοικία εν κινήσει» που ολοκληρώνεται με την επεξήγηση «(Ανα)-βιώνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου».
Εν προκειμένω, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση από ότι στο παράδειγμα της ‘Ραετινής - Rhaetian’ σιδηροδρομικής γραμμής, στις Ανατολικές Ελβετικές Άλπεις ή της αναβίωσης της σιδηροδρομικής γραμμής της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, με τον χαρακτηρισμό της ως μνημείο της Unesco (βλ. προηγούμενες αναφορές), η έννοια του δικτύου κίνησης εντείνεται, καθώς ο επισκέπτης δεν κινείται απλά σε ένα οδικό δίκτυο, δεν κινείται καν σε ένα αυστηρά συγκροτημένο δίκτυο όπως το σιδηροδρομικό. Κατοικεί το δίκτυο, κατανέμοντας το ενδιαφέρον του αφενός στην ίδια τη διαδρομή και αφετέρου στα σημαντικά σημεία στάσης.
Εικόνες 6,7 και 8: «Κατοικία εν κινήσει. (Ανα)-βιώνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου» Η ενεργοποίηση τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής Πελοποννήσου και τα σημαντικά σημεία επίσκεψης (επάνω) και η δημιουργία, σε σημεία ενδιαφέροντος, ‘στιγμιαίων’ εγκαταστάσεων φιλοξενίας - ‘instant camps’, από μικρές μεταφερόμενες μονάδες διανυκτέρευσης που μεταφέρονται με τον συρμό (κάτω).
7. Καταληκτικά
Η εισήγηση επιμένει σε τρεις σημαντικές παρατηρήσεις οι οποίες συνδέονται με την προσπάθεια συγκρότησης, ανάδειξης και προώθησης της ταυτότητας τόπων.
Η πρώτη αφορά την έκταση και τις πιθανές διαφοροποιήσεις του ενδιαφέροντος ανάλογων προσεγγίσεων. Ενδιαφέρον το οποίο μπορεί να συνδέεται, όχι μόνο με την οικονομική σκοπιμότητα του εγχειρήματος, αλλά επίσης με την πρόθεση ενίσχυσης του θετικού αισθήματος των τοπικών πληθυσμών για τις πόλεις ή τις περιοχές κατοίκησής τους.
Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η αρχική σκοπιμότητα ενίσχυσης της ταυτότητας του τόπου, οικονομικού ενδιαφέροντος ή πολιτικής κατεύθυνσης, συναρτημένης με ότι αποκαλέσαμε ‘αξιοπρέπεια της κατοίκησης’, σίγουρο είναι πως η ταυτότητα αυτή συνδέεται αναπόδραστα με τη γνώση και πιθανότατα με την επαναδιαπραγμάτευση του ιστορικού υποβάθρου των πόλεων και των περιοχών αναφοράς. Με τον επαναπροσδιορισμό του ιστορικού πολιτισμικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος περιοχών, όπως η ελληνική Αρκαδία για παράδειγμα.
Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η αρχική σκοπιμότητα ενίσχυσης της ταυτότητας του τόπου, οικονομικού ενδιαφέροντος ή πολιτικής κατεύθυνσης, συναρτημένης με ότι αποκαλέσαμε ‘αξιοπρέπεια της κατοίκησης’, σίγουρο είναι πως η ταυτότητα αυτή συνδέεται αναπόδραστα με τη γνώση και πιθανότατα με την επαναδιαπραγμάτευση του ιστορικού υποβάθρου των πόλεων και των περιοχών αναφοράς. Με τον επαναπροσδιορισμό του ιστορικού πολιτισμικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος περιοχών, όπως η ελληνική Αρκαδία για παράδειγμα.
Με συνολικότερο τρόπο μπορούμε, ισχυρίζεται η δεύτερη σημαντική παρατήρηση της εισήγησης, να προωθήσουμε την ταυτότητα περιοχών προσδιορίζοντας δίκτυα επισκεψιμότητας ή πόλεων, εντάσσοντας τις σε ανάλογα δίκτυα. Υποδεικνύεται επιπλέον σε σχέση με την οργάνωση δικτύων επισκεψιμότητας η συσχέτισή τους με συγκροτημένα ήδη δίκτυα, όπως δίκτυα σιδηροδρόμου που μπορεί να αποτελούν αυτά τα ίδια αντικείμενο ενδιαφέροντος ή δίκτυα ναυσιπλοΐας, συναρτημένα προφανώς με σημεία ελλιμενισμού ή με σημεία επίσκεψης και δίκτυα χερσαίου χαρακτήρα. Η συγκρότηση ανάλογων δικτύων σημειώσαμε, μπορεί να διασπά τους φραγμούς των κρατικών συνόρων και να επιζητεί συνάψεις φυσικού τοπίου ή πολιτισμικών και πολιτιστικών συσχετισμών σε επίπεδο δια-κρατικής, δι-εθνικής συνεργασίας, στηριγμένη είτε στην ομοιότητα και συμπληρωματικότητα των γεωγραφικών φυσικών χαρακτηριστικών είτε σε σχέσεις ιστορικής τάξης.
Η τρίτη σημαντική παρατήρηση της εισήγησης επιμένει στη σημασία του φυσικού σχεδιασμού για τη συγκρότηση και ανάδειξη της ταυτότητας του τόπου, των πόλεων ή των περιοχών. Ο φυσικός σχεδιασμός, ισχυρίζεται η εισήγηση, όχι μόνο σε επίπεδο αφαιρετικής στρατηγικής μεγάλης κλίμακας εφαρμογής, αλλά επίσης ως φυσικός σχεδιασμός αρχιτεκτονικών αντικειμένων και κτηρίων, αστικών αναπλάσεων ή διαμορφώσεων τοπίου, προσφέρει τις εποπτικές συνθήκες για την ενίσχυση του συλλογικού φαντασιακού, ορίζοντας ή επαναπροσδιορίζοντας τους ιστορικούς συσχετισμούς της συλλογικής μνήμης.
Σε σχέση με τη συνολικότερη αυτή διατύπωση η εισήγηση προσφέρει δυο παραδείγματα φυσικού σχεδιασμού, στα οποία συμμετείχε ο συγγραφέας της και στα οποία κοινό μάλλον στοιχείο αποτελεί ο φυσικός καθορισμός της διαδρομής επίσκεψης, είτε ως ακολουθίας σημείων είτε ως εμπειρίας διαρκούς ταξιδιωτικής κίνησης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Σε όλο το εύρος του κειμένου το επίθετο ‘πολιτιστικός’ χρησιμοποιείται ως αντίστοιχο των όρων ‘civilization- civilisation-Zivilisation’, που περιγράφουν τον κεντρικά συγκροτημένο και θεσμοθετημένο ‘αστικό’ πολιτισμό, όπως αυτόν που αντιστοιχεί στις νεότερες ‘αναπτυγμένες Δυτικές κοινωνίες ή στις καταγωγικές για αυτές κοινωνίες της αρχαίας Ρώμης και αρχαίας Αθήνας. Το επίθετο ‘πολιτισμικός’, αντίθετα, χρησιμοποιείται ως αντίστοιχο των όρων ‘culture-Kultur’, περιγράφοντας τον πολιτισμό γενικά, είτε προέρχεται από κεντρικά συγκροτημένες κοινωνίες, όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται ο όρος ‘πολιτιστικός’, είτε προέρχεται από κοινωνικές ομάδες περιφερειακών, μη Δυτικών πολιτισμών, είτε από κοινότητες της Δυτικής παράδοσης, είτε ακόμη και από κοινωνικές ομάδες του σύγχρονου κοινωνικού περιθωρίου.
(2) Για τη σχέση του ρήματος ‘λανθάνω’ και της απόρριψης της λανθάνουσας, κρυμμένης συνθήκης με την ‘αλήθεια’, βλέπε και το αντίστοιχο κείμενο του M. Heidegger (1984, σσ. 311-341).
(3) Από την περίοδο δηλαδή της αναφοράς στην Αρκαδία του Πόπλιου Βεργιλίου Μάρωνα, γνωστότερου ως Βιργιλίου, στο έργο του Εκλογές - Eclogues, κατά τον πρώτο ήδη αιώνα π.Χ. Αλλά το ενδιαφέρον για την Αρκαδία εντείνεται κατά την Αναγέννηση, για να διατηρηθεί αμείωτο, τουλάχιστον ως την εποχή του Ρομαντισμού (Panofsky, 1983, σσ. 340-367).
(4) Στο προηγούμενο κείμενο αναφοράς, ο Erwin Panofsky επεξηγεί πως οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Πολύβιος διέθεταν μια μάλλον αρνητική αντίληψη για την Αρκαδία που αναβαθμίζεται ριζικά από τον Βιργίλιο, ο οποίος ‘μεταφέρει’, στον υποθετικό τόπο της Αρκαδίας που δε γνωρίζει, ‘μεταφυτεύει’ κατά την χαρακτηριστική διατύπωση του Panofsky, τα ιδανικά χαρακτηριστικά των τόπων που περιγράφονται στα Ειδύλλια του Θεόκριτου (Panofsky, 1983, σσ. 344-345).
(5) Πρόταση που βρίσκεται σε εξέλιξη.
(6) Αγγλική μετάφραση του τίτλου της Ελληνικής συμμετοχής και της έκδοσης που τη συνόδευε, The dispersed urbanity of the Aegean archipelago (Κοτζιά κ.ά. (επιμ.), 2006).
(7) Πρόταση που σχεδιάστηκε από τον συγγραφέα της εισήγησης, σε συνεργασία με τον Αναπληρωτή Καθηγητή ΕΜΠ Γιώργο Γιαννίτσαρη, για τον δήμο Καρπενησίου. Ολοκληρώθηκε το 2014.
(8) Πρόκειται για τη διπλωματική εργασία των σπουδαστών της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τακόπουλου Μιχάλη και Πετρόγγονα Μιχαήλ-Μάριου, με θέμα «Κατοικία εν κινήσει: (Ανα)-βιώνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου», με επιβλέποντες καθηγητές τους Κ. Μωράΐτη και Δ. Παπαλεξόπουλο και σύμβουλο καθηγητή τον Π. Βασιλάτο η οποία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2015.
Ελληνόγλωσση
- Deleuzes, G. και Guattari, F. (2004) Τι είναι Φιλοσοφία;, Αθήνα: εκδ. Καλέντης.
- Κοτζιά, Κ. κ.ά. (επιμ.) Το Αιγαίο: Μια διάσπαρτη πόλη - 10η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετίας - Ελληνική Συμμετοχή, Αθήνα: έκδ. Υπ. Πολιτισμού και εκδ. οίκου Futura.
- Μεντεκίδου, Α. (2016) Territory Branding και Οργάνωση Δικτύων Τοπιακής Φυσιογνωμίας: Ανάδειξη του Θαλάσσιου Τοπίου του Αιγαίου. Διπλωματική εργασία, Δ.Π.Μ.Σ. Αρχιτεκτονική - Σχεδιασμός του Χώρου. Αθήνα: Ε. Μ. Πολυτεχνείο - Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
- Μωραΐτης, Κ. (2015α) Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου. Αθήνα: Εκδ. Σιδέρης.
- Μωραΐτης, Κ. (2015β) «Ανταγωνιστική ταυτότητα της χώρας και η θαλάσσια φυσιογνωμία της», στο Μουτζούρης Κ. (επιμ.), Τουριστικοί λιμένες, μαρίνες. Εισηγήσεις. Αθήνα: Εργαστήριο Λιμενικών Έργων Ε.Μ.Π., σ. 231 - 238.
- Νούτσος, Π. (1979) Ουτοπία και ιστορία.η ιστορική διάσταση των ουτοπικών σχεδιασμάτων του T. Campanella και του Fr. Bacon, Αθήνα: εκδ. Κέδρος.
Ξενόγλωσση
- Heidegger, M. (1984) ‘Aletheia’, στο Essais et Confirences, σσ. 311-341, Paris: editions Gallimard.
- Panofsky, E. (1983) ‘Et in Arcadia Ego: Poussin and the Elegiac Tradition’, στο Meaning in the Visual Arts, σσ. 340-367, Middlesex: Penguin Books.
*Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο Marketing & Branding Τόπου, Λάρισα 31 Μαρτίου-2 Απριλίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.