photo@CostisMochianakis |
#ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΩΡΑΙΤΗΣ
Αρχιτέκτων Μηχανικός, Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ. Πολυτεχνείου
Σε όλο το εύρος της νεωτερικής και σύγχρονης ιστορίας, η ιδιαιτερότητα του τοπίου αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, είτε αυτή περιγράφεται με συμβατική ορολογία είτε με τη νεόκοπη ορολογία του Nation Branding. Στο πλαίσιο αυτό, η ταυτότητα του ‘εθνικού ’ τοπίου αναφέρεται σε ένα από τα ουσιαστικότερα αιτήματα των εθνικών διεκδικήσεων, την αυτοτέλεια της κρατικής επικράτειας και συνάπτεται, με την έννοια αυτή, με τα χαρακτηριστικά του ‘πατρώου εδάφους ’ και της ‘μητέρας πατρίδας ’.
Εντούτοις η νεωτερική ιστορία υποδεικνύει δύο τοπιακές αναφορές που υπερβαίνουν τον περιορισμένο εθνικό συμβολισμό και παραπέμπουν στην παγκόσμια πολιτιστική και ακόμη εντονότερα, στην παγκόσμια πολιτική κοινότητα, αποδίδοντας στοιχεία ταυτότητας τα οποία, παρά τη συγκεκριμένη αναφορά τόπου, διαθέτουν μια δι-εθνική, trans-national ευρύτητα ενδιαφέροντος.
Η πρώτη αφορά το Ιταλικό Τοπίο και η δεύτερη, η κυριότερη, αυτή που θα μας απασχολήσει, το Ελληνικό Τοπίο. Τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση, το τοπίο αποβαίνει η εμβληματική αναφορά των νεότερων Δυτικών κοινωνιών, σε παλαιότερους αρχαίους πολιτισμούς που αποτελούν τα πολιτικά τους παραδείγματα. Τα παραδείγματα δηλαδή συγκρότησης της νεότερης αστικής Δυτικής δημοκρατίας. Έτσι το φυσικό τοπίο της Ιταλικής χερσονήσου και της Ελλάδας και πολύ περισσότερο το πολιτιστικό τοπίο των χωρών αυτών, το φυσικό υπόβαθρο του τόπου ‘κατοικημένο’ από την αρχαία μνήμη, προσφέρει τους εποπτικούς όρους συγκρότησης της ταυτότητας του Δυτικού πολιτισμού και των νεότερων Δυτικών πολιτευμάτων. Επιτυγχάνοντας τούτο το εξαιρετικά ενδιαφέρον, τη συγκρότηση πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας που υπερβαίνει τους εθνικούς περιορισμούς, τη συγκρότηση μιας δι-εθνικής, trans-national, ταυτότητας τόπου.
Η προηγούμενη συσχέτιση εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι νεότερες διαμορφώσεις τοπίου εποικίζονται από ελληνικές μυθολογικές αναφορές, από γλυπτικές αναπαραστάσεις θεοτήτων, νυμφών, αρχαίων Ελλήνων ηρώων. Το κυριότερο, εξηγεί τον λόγο για τον οποίο οι τοπιακές αυτές διαμορφώσεις υποδεικνύονται ως αντίστοιχες με την αρχαία ελληνική Αρκαδία η οποία, σε όλο το εύρος της νεότερης Δυτικής ιστορίας, προβάλλεται ως υποδειγματικός, εξιδανικευμένος τόπος ατομικής ευδαιμονίας και συλλογικής πολιτικής ελευθερίας. Με σαφέστατο τρόπο, η υπόθεση ενός ελληνικού τοπίου αρχέγονης ευτυχίας και μη συγκρίσιμης αισθητικής ποιότητας, υποστηρίζει τα νεότερα ευρωπαϊκά ήθη, σε επίπεδο ατομικής και το κυριότερο, σε επίπεδο γενικότερης πολιτικής σύλληψης.
Η αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να ανακαλέσει αυτήν την ισχυρότατη αναφορά της νεότερης Δυτικής σκέψης και να την προβάλει, η αδυναμία της να τη χρησιμοποιήσει ως στοιχείο συγκρότησης πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, ως στοιχείο ενεργοποίησης του ‘τριγώνου ’ της ακαδημαϊκής δραστηριότητας, των τοπικών κοινωνιών και των επιχειρηματικών ομάδων, αποδεικνύει περισσότερο από ασυγχώρητη ολιγωρία, συνολική πολιτιστική και πολιτική φτώχεια.
1. Εισαγωγικά: Το ‘εθνικό’ τοπίο και η συγκρότηση της περιορισμένης εθνικής ταυτότητας
Η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας επιμένει σε μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών των εθνικών ομάδων, όπως η κοινή τους καταγωγή ή η φυλετική τους ομοιογένεια. Αλλά αναφέρεται επίσης, με εμμονή, στο φυσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της αρχικής υποθετικής προέλευσης του εθνικού πληθυσμού, το οποίο αποτελεί, άλλωστε, μια από τις πάγιες διεκδικήσεις του, αυτήν της εθνικής εδαφικής κυριαρχίας. Συσχετίζεται το έδαφος αυτό, της εθνικής αναφοράς, με ένα άλλο χαρακτηριστικό που εξασφαλίζει, σύμφωνα με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα, την αναντίρρητη συνοχή του εθνικού πληθυσμού. Συσχετίζεται δηλαδή με το ‘όμαιμον’, με την απόλυτη συγ-γένεια προέλευσης και αποκαλείται, κατά την έννοια αυτή, ‘πατρώο έδαφος’, έδαφος πατρικό ή ‘μητέρα πατρίδα’.
Αλλά η προηγούμενη εδαφική αναφορά συνάπτει τον φυσικό γεωγραφικό υποδοχέα, τη γη της κατοίκησης, με ιδεολογικές, πολιτισμικές-πολιτιστικές και πολιτικές ερμηνείες. Αναφέρεται δηλαδή σε ένα υλικό, φυσικό ή ανθρωπογενές υπόβαθρο, συναρτημένο με τον πολιτισμό που εκφέρεται σε αυτό. Αναφέρεται λοιπόν σε ένα ‘τοπίο’ , το οποίο εν προκειμένω θα το χαρακτηρίσουμε ‘εθνικό τοπίο’, σημειώνοντας πως η αναγνώριση και η περιγραφή του υπόκειται συνήθως σε ιδεολογικές στρεβλώσεις, ανάλογες με αυτές που χαρακτηρίζουν τα εθνικιστικής προδιάθεσης ιδεολογήματα, γενικά. Έτσι το ‘εθνικό τοπίο’ οφείλει να είναι ομοιογενές και συνεκτικό εσωτερικά και ‘ιδιαίτερο’, διαφοροποιημένο, εξωτερικά. Υποτάσσεται τότε σε στερεοτυπικές περιγραφές και συσχετίζεται, πιθανόν, με άλλα ιδεολογήματα, όπως αυτά μιας γηγενούς αδιατάρακτης παράδοσης ή μιας ιδεολογικά προσανατολισμένης ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αναφερόμαστε, εν προκειμένω, σε παραδείγματα συγκρότησης και προώθησης ταυτότητας με στόχους πολύ σημαντικότερους ίσως από τα οικονομικά ή εμπορευματικά ενδιαφέροντα. Πολιτισμικής, πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, συναρτημένης με την ταυτότητα τόπων.
Θα επιμείνουμε πως η συγκρότηση αυτή αντιστοιχεί συνήθως σε στερεοτυπικούς περιορισμούς, τόσο διαβρωτικούς, ώστε συχνά η ενότητα του τοπίου στις δυο πλευρές των συνόρων κρατών, να εμφανίζεται ως παρά-δοξη, πέραν της εθνικής άποψης, ‘δόξας’, πέρα από την εθνική διαφορά με βάση την οποία οι πληθυσμοί των κρατών συνήθως γαλουχούνται.
2. Το ιταλικό και ελληνικό τοπίο και η υπέρβαση των εθνικών περιορισμών: η ‘κλασικιστική’ αναφορά και η πολιτιστική και πολιτική σημασία της
Στην προηγούμενη πάγια τακτική ‘εθνικής’ διαφοροποίησης του τοπίου των κρατών, ταύτισής του με μια ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε δυο παραδείγματα τοπίων τα οποία, παρά τους εθνικούς τους προσδιορισμούς που τα συνδέουν με συγκεκριμένες εθνικές ομάδες ή συγκεκριμένα κράτη, διαθέτουν ταυτότητα δι-εθνικού, trans¬national ενδιαφέροντος. Πρόκειται για το ιταλικό αφενός και το ελληνικό αφετέρου τοπίο. Πως όμως δικαιολογείται αυτή η υπέρβαση των εθνικών περιορισμών; Τι καθιστά το ιταλικό όσο και το ελληνικό τοπίο εμβληματικά, για τις ευρωπαϊκές και Δυτικές κοινωνίες και πιθανόν για τον παγκόσμιο πολιτισμό, γενικά;
Η ανάδυση της ιταλικής αναγεννησιακής κοινωνίας του Quattrocento, του 15ου αιώνα, απαιτεί πρότυπα ικανά να ενισχύσουν την ιδιαίτερη, καινοτομική οικονομική, πολιτική και επίσης πολιτιστική ταυτότητά της. Στην προσπάθεια αυτή συγκρότησης ενός κεντρικού ισχυρού ιδεολογήματος, ενός ισχυρού συλλογικού φαντασιακού ικανού να πλαισιώσει μια καινοφανή ιστορική συνθήκη, οι κοινωνίες της Φλωρεντίας αρχικά, άλλων ιταλικών περιοχών στη συνέχεια, στρέφονται προς τη ρωμαϊκή και ελληνική αρχαιότητα.
Παράγεται με τη διεργασία αυτήν ιστορικής ‘παλινδρόμησης’ το ρεύμα πολιτιστικής έκφρασης που αποκαλούμε ‘κλασικισμό’, επιμένοντας αρκετά συχνά στην επιρροή που είχε στις καλές τέχνες, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και λησμονώντας να τονίσουμε την αναφορά του σε πολιτικά πρότυπα, αυτά των αρχαίων δημοκρατιών, της ρωμαϊκής και αθηναϊκής. Πολιτικά πρότυπα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την καινοφανή αστική ιταλική τάξη, τους οικονομικά και πολιτικά ανερχόμενους Ιταλούς αστούς. Ώστε ο πολιτιστικός κλασικισμός, στις εικαστικές τέχνες, την αρχιτεκτονική, τη διαμόρφωση της πόλης, την τοπιοτεχνία, μπορεί να αναγνωστεί ως εποπτική έκφραση μιας πολιτικής αναφοράς στις αρχαίες κλασικές κοινωνίες που δανείζουν την αίγλη της δικής τους ταυτότητας στην ταυτότητα των νέων κοινωνιών.
Αλλά η Αναγέννηση , πέρα από περίοδος νέων οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων και νέων πολιτιστικών και καλλιτεχνικών μορφωμάτων γενικά, αποτελεί επίσης, ειδικότερα, την περίοδο πρώτης ουσιαστικής ανάπτυξης των νεότερων τεχνών διαμόρφωσης του τοπίου, αστικού και εξωαστικού. Έτσι τοπιακή διαμόρφωση ή ανάπλαση των πόλεων και νέα πολιτιστικά και πολιτικά ήθη συνάπτονται. Οι πόλεις, σε πολλά σημεία τους επανασυγκροτούνται, ώστε να προσφέρουν την εποπτεία, το εμφανές ‘σημαίνον’ της νέας τάξης ελέγχου που συνδέεται σχεδόν πάντα με κλασικές αναφορές. Με ανάλογη κλασικιστική πρόθεση, οι αναγεννησιακές διαμορφώσεις του εξωαστικού τοπίου και των κήπων εποικίζονται και αυτές, όπως τα κτήρια και οι αστικές διαμορφώσεις, από ελληνικές μυθολογικές αναφορές, από γλυπτικές αναπαραστάσεις θεοτήτων, νυμφών, αρχαίων Ελλήνων ηρώων.
Ο κλασικισμός αποτελεί, για πολλούς αιώνες, το μόνιμο στήριγμα της πολιτικής ισχύος, τη μόνιμη εποπτεία της πολιτικής ταυτότητας, ας μην αποπειραθούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘brand’. Πρόκειται για συσχετισμό που εντείνεται ιδιαίτερα, καθώς οδεύουμε προς τον 18ο αιώνα και ακολουθούμε τα βήματα του Διαφωτισμού. Κλασικισμός και συγκρότηση των νέων δημοκρατικών, αστικών διακηρύξεων συμπλέουν. Είναι ο κλασικισμός, ισχυρίζονται οι μελετητές, ‘έμβλημα του Λόγου’, ‘embleme de la Raison’ (Starobinski, 1993), έμβλημα του πολιτικού λόγου που επιμένει στους όρους της αστικής δημοκρατίας.
Αλλά την ίδια εποχή η τέχνη του τοπίου προχωρά σε νέες καινοτομικές τάσεις σχεδιασμού, αυτές που περιγράφονται ως αγγλική ‘αρχιτεκτονική τοπίου’, ‘landscape architecture’. Αυτό το οποίο αγνοεί όμως συνήθως ο μέσος σημερινός επισκέπτης των αγγλικών πάρκων, είναι πως οι αγγλικές τοπιακές διαμορφώσεις του 18ου και 19ου αιώνα, συσχετίζουν την εκφραστική τους ελευθερία με την ελευθερία των πολιτικών ηθών και με την απαίτηση ελευθερίας των καθημερινών ηθών της αστικής τάξης της εποχής. Αυτό που θα έπρεπε να μάθει επιπλέον, ιδιαίτερα αν διέθετε καταγωγή ελληνική, είναι πως τα πάρκα αυτά αποτελούν με ρητό τρόπο ‘μεταφορικές’ διαμορφώσεις που εμφανίζονται ως αντίστοιχες προς τα μυθικά αρχαία Ηλύσια πεδία ή την Αρκαδία. Αυτές οι αναφορές μπορούν να εξηγηθούν ως ανάλογες του κλασικισμού στην αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό, τον σχεδιασμό των επίπλων, των ρούχων. Ανάλογες είναι με τον κλασικισμό στις εικαστικές τέχνες, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, με τον κλασικισμό στη λογοτεχνία, επιμένοντας να συγκροτήσουν με κάθε τρόπο την εποπτεία ή την αφηγηματική αναφορά στα σημαίνοντα στοιχεία μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων που όφειλε να καθορίσει τα πάντα, τους θεσμούς, τις τέχνες όσο και την προσωπική ζωή, παράγοντας συναφείς συνθήκες ταυτότητας σε όλες αυτές τις περιοχές.
3. Ο Goethe, η ρωμαϊκή ύπαιθρος και η ελληνική Αρκαδία
Στον γνωστό πίνακα του Johann Tischbein, ο Johann Wolfgang von Goethe απεικονίζεται στην ύπαιθρο της Ρώμης . Το τοπίο είναι προφανώς και εδώ δηλωτικό μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής συνθήκης, αλλά και μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής και πολιτιστικής εκδοχής, αυτής που χαρακτηρίζει την Ιταλία. Αλλά τοπίο και Ιταλία του 19ου αιώνα συνδέονται, στον πίνακα αυτό, με ένα αρχαίο ανάγλυφο, καθώς ο Δυτικός στοχασμός δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί στον Ιταλικό χώρο, χωρίς τον συσχετισμό του με την αρχαιότητα. Για τον ελληνικό χώρο ισχύει ακριβώς το αντίστοιχο.
Ο Goethe δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα, παρά τα γνωστά έντονα φιλελληνικά του αισθήματα. Κουβαλούσε όμως στις πνευματικές του αποσκευές την κλασικιστική επιρροή, έντονη ακόμη, αν και ήδη έχομε εισέλθει στην περίοδο του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Ρομαντικός διανοητής θεωρείται και ο Goethe, χωρίς όμως να απαλλαγεί ποτέ, χωρίς εντέλει να απορρίψει ποτέ, την επιρροή του ρωμαϊκού και ελληνικού κλασικισμού και μαζί του την αναφορά στο ελληνικό τοπίο που μας αφορά ιδιαίτερα. Γιατί όμως η αναφορά στο τοπίο, στο φυσικό ιδιαίτερα τοπίο, είναι τόσο σημαντική για την ταυτότητα του νεότερου Δυτικού ανθρώπου; Γιατί καταφεύγει σε αυτό για να το συσχετίσει με την πολιτιστική του και πολιτική ταυτότητα, ακόμη και με την ιδιαιτερότητα των ηθών του, του ερωτισμού του, της συλλογικής πολιτικής όσο και της προσωπικής του ευτυχίας; Μα για τον ίδιο λόγο για τον οποίο οι επιμέρους εθνικές ομάδες καταφεύγουν σε αυτό. Γιατί το τοπίο αποτελεί ισχυρότατο συμβολισμό αναφοράς ενός πεδίου καταγωγής. Εθνικά περιορισμένης καταγωγής στα παραδείγματα των ιδεολογημάτων εθνικής διεκδίκησης ή καταγωγής ενός ευρύτερου συνόλου πληθυσμών και πολιτιστικών ή πολιτικών προτάσεων, όπως αυτές που συγκροτούν το νεότερο Δυτικό πολιτισμό.
Σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση το τοπίο αποκτά το εύρος αρχέγονου φυσικού υποδοχέα και ταυτόχρονα κυοφορεί την ποιότητα πολιτισμικών και πολιτικών σχέσεων που συνδέονται με μια αρχική ευτυχή αφετηρία των ανθρώπινων κοινωνιών. «Με μια πρωτογενή ζωή επάρκειας, αθωότητας και ευτυχίας, με άλλα λόγια με μια ζωή πολιτισμού απαλλαγμένη από τα δεινά της» (Panofsky, 1983, σ. 342) . Έτσι ο τόπος, συνδυάζοντας το πολιτικό όραμα και την αναφορά στην προσωπική ευτυχία, ανάγεται σε δι-εθνικό τοπιακό πρότυπο, ξεπερνά τη συγκεκριμένη γεωγραφική του αναφορά, ως ρωμαϊκού-ιταλικού ή ελληνικού τοπίου και προσφέρεται ως θέμα ιδεολογικής αναφοράς ή ως εξιδανικευμένο πρότυπο που επιχειρείται να επανεγγραφεί σε πραγματικές διαμορφώσεις τοπίου, σε όλο το εύρος του νεότερου Δυτικού κόσμου. Το Ελληνικό ιδιαίτερα τοπίο θα αποτελέσει εμβληματική πολιτιστική και πολιτική αναφορά του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, συσχετισμένη με χαρακτηρισμούς όπως ‘Ηλύσια Πεδία’ ή ‘Αρκαδία’. Ο δεύτερος ιδιαίτερα χαρακτηρισμός θα είναι και ο μακροβιότερος, ξεκινώντας από την περίοδο θαυμασμού των αρχαίων Λατίνων συγγραφέων και φθάνοντας ως τις μέρες μας (Panofsky, 1983). Σε όλο αυτό το ιστορικό εύρος ο όρος ‘Αρκαδία’ θα συμβολίζει την τοπιακή αισθητική αρτιότητα, συσχετισμένη με την πολιτική ελευθερία, πριν τις στρεβλώσεις αυταρχικών πολιτικών πιέσεων. Θα συμβολίζει όμως ταυτόχρονα και τη σωματική ερωτική ευτυχία, συνθήκη όπως είδαμε η οποία συνδέεται άμεσα με τη ‘φυσική’ αμεσότητα του πρωτογενούς τοπίου και με τη ‘φυσική’ αθωότητα πρωτογενών κοινωνικών-πολιτικών σχέσεων.
Ο Goethe δεν ταξίδεψε ποτέ στην Ελλάδα, δεν επισκέφτηκε ποτέ την Αρκαδία, σωματικά εννοούμε. Γιατί στον δεύτερο τόμο του Faust, επιχειρεί, ταυτισμένος με τον κεντρικό του ήρωα, ένα φανταστικό ταξίδι στην Ελλάδα και στην Αρκαδία, στη χώρα η οποία, όπως ο ίδιος την περιγράφει, είναι «η πιο ώρια από τον ήλιο κάτω / της γης, που όλες ευεργετεί /... Γιατί όλοι ενώνονται εκεί πέρα, / όπου άρχει η φύση καθαρή». Συνοδευμένος από το πνεύμα της Ωραίας Ελένης, η οποία δεν είναι πλέον ένα ένσαρκο σώμα, αλλά η ιδεατή έκφραση της αισθητικής αρτιότητας, ο λογοτεχνικός Faust θα περιηγηθεί τον ελληνικό χώρο συνδέοντας έτσι την κλασικιστική αναφορά, τα αναντίρρητα πρότυπα της αισθητική ποιότητας, το εξιδανικευμένο τοπίο και την ελευθερία. Ο Faust απευθύνεται στη μυθική σύντροφο του ταξιδιού του και της εξηγεί, μιλώντας πάντα για την Αρκαδία. «Βρήκες γλυκειά χώρα και τύχη! / Οι θρόνοι μας βγάλαν ανθιά. / Κι η αγάπη μας ας επιτύχη / Αρκαδική πια ελευτεριά» (Goethe, 2004, σσ. 273¬274-276).
4. Η ανάδειξη της ιδιαίτερης δι-εθνικής σημασίας του ελληνικού τοπίου: Λόγοι οικονομικού και κύρια πολιτικού ενδιαφέροντος
Έχουμε μάλλον κατανοήσει τη δι-εθνική σημασία του ελληνικού τοπίου που την περιγράψαμε ‘κακόηχα’ στον τίτλο αυτής της εισήγησης με τους όρους ‘trans-national place identity’. Αλλά η δι-εθνική αυτή σημασία εξηγεί το ενδιαφέρον του ελληνικού τοπίου, σε υπέρβαση των εθνικών εγκλεισμών, για λόγους που αφορούν τον συσχετισμό του με κοινές πολιτιστικές και πολιτικές προθέσεις που αφορούσαν το σύνολο ίσως των Δυτικών κοινωνιών, σε μεγάλο εύρος της νεότερης ιστορίας. Η ανάδειξη της ιδιαίτερης αυτής δι-εθνικής σημασίας και ο τονισμός της παρατήρησης, στην περίπτωση προώθησης της ταυτότητας της Αρκαδίας για παράδειγμα, πως το αντικείμενο προώθησης δεν αφορά έναν συγκεκριμένο τόπο μόνο, αλλά τις καταστατικές αναφορές συγκρότησης του νεότερου Δυτικού πολιτισμού γενικά, των ιδανικών προβολών του τόπου και του τοπίου γενικά, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ιδιαίτερο κίνητρο για την αύξηση της επισκεψιμότητας σε περιοχές αναφοράς, όπως η παραδειγματική πραγματική Αρκαδία της σημερινής ελληνικής γεωγραφίας και της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει βέβαια και για αρκετές άλλες περιοχές της χώρας που δικαιούνται και αυτές να αναγνωριστούν ως περιοχές μοναδικής ταυτότητας. Έτσι δεν υπάρχει, στο πεδίο του Δυτικού κόσμου και πιθανότατα σε παγκόσμια κλίμακα αναφοράς, τόπος συγκρίσιμος με την αρχαία Ολυμπία, πολιτιστικό τοπίο με σημασία αντίστοιχη για τον νεότερο και σύγχρονο Δυτικό και παγκόσμιο πολιτισμό, ενώ θα ήταν περιττό να τονίσω την ανάλογη μοναδικότητα για τοπία της ελληνικής πρωτεύουσας, για τον βράχο της Ακρόπολης ή για τον Κεραμεικό, όπου εκφωνείται ο καταστατικός, για την περιγραφή του δημοκρατικού πολιτεύματος, Επιτάφιος λόγος του Περικλή. Δεν θα προσθέσω το ιστορικό τοπίο του Μαραθώνα ή τις Θερμοπύλες, τοπία τα οποία τα νεότερα και, διόλου παράδοξα, τα σύγχρονα Δυτικά ιδεολογήματα, έχουν συνδέσει με τη θριαμβική απόκρουση του εξ ανατολών πολιτικού κινδύνου, σε όλο το βάθος της γνωστής ιστορίας, φθάνοντας έως τις ημέρες μας.
Αλλά περιγράφοντας σταδιακά όλους τους τόπους αυτούς που τους επισήμανα αρχικά ως ενδιαφέροντες από την άποψη της εξασφαλισμένης τουριστικής επισκεψιμότητας, διολίσθησα ανενδοίαστα στην επισήμανση της πολιτιστικής και εντέλει της πολιτικής κρισιμότητας της ταυτότητάς τους, ως εάν η τελευταία να μην αφορούσε απλά ένα επιπλέον προστιθέμενο χαρακτηριστικό στην οικονομική ‘αξιολόγησή’ τους, αλλά αξίες ευρύτερες, καθοριστικές για τα ήθη των νεότερων κοινωνιών, σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής ταυτόχρονα (Moraitis, 2016).
Επέμεινα βέβαια στην παρουσίαση τόπων που η ιστορική τους ταυτότητα παραπέμπει στην αρχαία Ελλάδα, παρασυρμένος ίσως από την ιδιαίτερη σημασία που διαθέτει αυτή η περίοδος για την ιδεολογική υποστήριξη των νέων Δυτικών αστικών κρατών. Παρασυρμένος ίσως από προσεγγίσεις όπως αυτή του David Hume ο οποίος επιμένει, ήδη στα 1741, πως «η Ευρώπη, αποτελεί σήμερα αντίγραφο σε μεγέθυνση, εκείνου το οποίο η Ελλάδα υπήρξε άλλοτε το υπόδειγμα σε μικρογραφία» Ο Hume, σχολιάζει η Νάσια Γιακωβάκη, προτείνει έτσι ένα «σχήμα σε σμίκρυνση» που αποτελεί «τη μήτρα μιας νέας σύλληψης της ευρωπαϊκής ιστορίας» - ή η Ελλάδα φαίνεται να προσφέρει «το μείζον ιστορικό προηγούμενο» της νέας Ευρωπαϊκής συνείδησης (Γιακωβάκη, 2006). Αλλά αυτή «η άνοδος της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή συνείδηση... δεν είναι νοητή χωρίς τη νέα πρόσληψη του ελληνικού χώρου, ως χώρου διακεκριμένου, αναγνωρίσιμου και χώρου ταυτόχρονα ευρωπαϊκού». Έτσι ο Hume θα προχωρήσει στη συνέχεια του κειμένου του, τονίζοντας πως η ίδια η γεωγραφία της Ελλάδας, διασπασμένη από θάλασσες, ποταμούς και βουνά, αποτελεί την αιτία της πολιτειακής της οργάνωσης. Η γεωγραφία αυτή επομένως είναι εν πολλοίς υπεύθυνη για τη συγκρότηση του πολιτιστικού και πολιτικού τοπίου της χώρας, της πολιτιστικής και πολιτικής της ταυτότητας. Αυτό που σε μικρότερη κλίμακα συμβαίνει στην Ελλάδα, ισχυρίζεται ο Hume, πιθανόν παρασυρμένος από την επιθυμία της μίμησης του αρχαίου ελληνικού παραδείγματος, πιθανόν παρασυρμένος από την επιθυμία πρόσκτησης της αίγλης του, συμβαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα στην Ευρώπη, καθώς και σε αυτήν, εξαιτίας της γεωγραφικής της κατάτμησης, εμφανίστηκε η δυνατότητα πολιτειακής οργάνωσης ανάλογης με τα αρχαία Ελληνικά πρότυπα.
Επιμένοντας βέβαια στους συσχετισμούς με την Ελληνική αρχαιότητα περιορίσαμε την παρουσίαση άλλων ιστορικών περιόδων και άλλων ιστορικών συσχετισμών, επίσης σημαντικών για την επιρροή του ελληνικού πολιτιστικού και πολιτικού χώρου, πέραν των σημερινών ελληνικών συνόρων. Έτσι δεν αναφερθήκαμε στον παλαιολόγειο Μυστρά και στη συγκρότηση μια πρώιμης δικής μας Αναγέννησης που η έξοδός της στην Ιταλική χερσόνησο αποτέλεσε την αφετηρία για την πολιτιστική και πολιτική άνθηση της Φλωρεντίας, της Ιταλίας και της Ευρώπης, την αφετηρία για τη συγκρότηση του Δυτικού ουμανισμού που ακολουθεί. Δεν αναφερθήκαμε ακόμη στα πλούσια παραδείγματα της προβιομηχανικής παράδοσης. Σίγουρα η πρόταση ανάδειξης της ταυτότητας των ελληνικών περιοχών σε βάθος χρόνου, της κλασικής αρχαιότητας ή άλλων ιστορικών περιόδων, πρέπει να διατηρήσει, για τον ξένο επισκέπτη αλλά κυρίως για τον Έλληνα περιηγητή της πολιτισμικής, πολιτιστικής και πολιτικής ιστορίας τη συνέπεια του αμερόληπτου συσχετισμού των επιμέρους ιστορικών ενοτήτων, το αίσθημα της μεταξύ τους άρθρωσης και της αμοιβαίας επιρροής τους, πρέπει να διατηρήσει το πολυσύνθετο ψηφιδωτό των διαδοχικών εγγραφών και να επιτρέψει στον γηγενή ιδιαίτερα πληθυσμό να συλλάβει τον πλούτο του παρελθόντος χρόνου και την προσφορά του χρόνου αυτού στην παγκόσμια κοινότητα.
Θα συνεχίσουμε επισημαίνοντας πως η πρόταση ανάδειξης της προηγούμενης ταυτότητας, των ελληνικών επιρροών στον παγκόσμιο πολιτισμό και στην παγκόσμια πολιτική σκέψη σε βάθος χρόνου, οφείλει να προβληθεί ιδιαίτερα σήμερα, σε περιόδους συνεχών πιέσεων, οικονομικών αλλά επίσης πολιτικών πιέσεων, όπως αυτές που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει το τελευταίο διάστημα. Οφείλει να δηλώσει, η προηγούμενη πρόταση, με σαφή τρόπο αυτό που επισημαίνει ο Γερμανός ποιητής Gunter Grass, στο ποίημα του Η ντροπή της Ευρώπης. «Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις» κατακεραυνώνει τους δανειστές ο ποιητής, τολμώντας να προτάξει αυτό που η ελληνική διανόηση συχνά ξεχνά να τονίσει, την πολιτιστική σημασία της ελληνικής αναφοράς, θεωρώντας τη ως ελάσσονα σε σχέση με τους όρους οικονομικής επιβολής. «Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά», συνεχίζει ο Grass, θυμίζοντας την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην χώρα και συγκρίνοντάς την, άμεσα, με τη σημερινή οικονομική ‘εισβολή’, «στον στρατιωτικό τους σάκο τον Χέλντερλιν κουβαλούσαν» . Κουβαλούσαν δηλαδή, ακόμη και αυτοί, στις πολιτιστικές τους ‘αποσκευές’, την αναπότρεπτη επιβολή στον δικό τους πολιτισμό της ελληνικής ταυτότητας και την ποιητική αναφορά στο ελληνικό τοπίο, ως εποπτική συμπερίληψη της επιβολής αυτής.
5
rfi r r L ·· r r r
. Το τρίγωνο των συσχετισμών: Ακαδημαϊκή δραστηριότητα, τοπική κοινωνία, επιχειρηματικές ομάδες.
Τυπικά η εισήγηση αυτή θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια πρόταση στρατηγικής για την καλλίτερη εφαρμογή της, για την καλλίτερη δηλαδή ανάδειξη και προώθηση της ταυτότητας περιοχών της χώρας που χαρακτηρίζονται από δι-εθνικό ενδιαφέρον, πολιτιστικό και πολιτικό. Αν όμως η προσπάθεια αυτή συνδέεται επίσης με την αναγνώριση της αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να ανακαλέσει ισχυρότατες αναφορές της νεότερης Δυτικής σκέψης στη χώρα μας και να τις προβάλει, αν η σύγχρονη ελληνική κοινωνία φαίνεται να λησμονεί ή να υποτιμά κάποιες από τις αναφορές αυτές, τότε θα ήταν σημαντικό να υπάρξει ένα ‘παιδαγωγικός’ παράγοντας αφύπνισης, ικανός να υπενθυμίσει, για παράδειγμα τη σημασία, για τη νεότερη Ευρώπη του ονόματος ‘Αρκαδία’ ή το ενδιαφέρον σημαντικών μορφών της Δυτικής σκέψης, για το ελληνικό τοπίο. Αυτήν την ιδιαίτερη υποχρέωση θα έπρεπε να αναθέσουμε πιστεύω στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, ζητώντας τους να απευθυνθούν στο ελληνικό κοινό εν γένει και στις τοπικές κοινωνίες ειδικότερα, πριν η συνολική πρωτοβουλία κινηθεί προς τις επιχειρηματικές ομάδες.
Με την έννοια αυτή η ακαδημαϊκή δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος παράγοντας ενεργοποίησης της πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, ως η πρώτη ενεργή κορυφή του ‘τριγώνου’ ενδιαφέροντος, που τις άλλες δυο κορυφές του καταλαμβάνουν οι τοπικές κοινωνίες και οι επιχειρηματικές ομάδες. Η καθυστέρηση της δραστηριοποίησης αυτής, θα ισχυριστούμε, αποδεικνύει περισσότερο από ασυγχώρητη ολιγωρία, συνολική πολιτιστική και πολιτική φτώχεια.
6. Καταληκτικά
Εδώ και χρόνια επιθυμώ διακαώς να αφηγηθώ όλα τα προηγούμενα σε όσο το δυνατόν περισσότερους ακροατές, Έλληνες όσο και ξένους. Στην αρχή ισχυριζόμουν πως ο λόγος πρώτιστα ήταν πρακτικός, να ενισχύσει για παράδειγμα την περιηγητική κίνηση στην Αρκαδία, άρα την οικονομική της ζωή. Αργότερα κατανόησα πως οι λόγοι του ενδιαφέροντος μου ήταν ουσιαστικότεροι. Αφορούσαν εντέλει την προσπάθεια να ‘κατασκευάσω’ τη δική μου ταυτότητα, να υπαινιχθώ μια ουσιαστικότερη σχέση με πρότυπα πολιτικής ελευθερίας ή, γιατί όχι, να περιγράψω, σε προσωπικό επίπεδο, την επιθυμία μου και την αδυναμία μου να ταυτοποιηθώ με πρότυπα προσωπικής ευτυχίας που πιθανόν μου διαφεύγουν και με όρους ‘φυσικής’ αθωότητας που έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί για τις κοινωνίες που γνωρίζω.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου, το τοπίο ορίζεται ως «η περιοχή, η οποία γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους και της οποίας ο χαρακτήρας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και της αλληλεπίδρασης φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων». Πρόκειται για ορισμό ο οποίος περιγράφεται επίσης στο ΦΕΚ 30 Α/2010.
[2] ‘Παλινδρόμηση - regression - regression - Regression’, όρος της ψυχανάλυσης που περιγράφει την επιστροφή σε πρωιμότερα στάδια της συμπεριφοράς του ατόμου.
[3] Ακόμη και αυτός, ο όρος ‘Αναγέννηση’ είναι δηλωτικός της παλίνδρομης κίνησης που περιγράψαμε προηγούμενα.
[4] Πρόκειται για τον πίνακα του Johann Tischbein, Goethe in der romischen Campagna, Ο Goethe στην εξοχή της Ρώμης.
[5] Υπόδειξη του Erwin Panofsky για την Αρκαδία και για άλλες ανάλογες προσεγγίσεις εξιδανικευμένων πρωτογενών κοινωνιών της αρχαιότητας (Panofsky, 1983).
[6] Από το ποίημα Η ντροπή της Ευρώπης, Europas Schande που δημοσιεύτηκε στις 26 Μαΐου 2012, στην εφημερίδα Suddeutsche Zeitung. Η αναφορά στον Γερμανό ρομαντικό ποιητή του 18ου αιώνα Johann Christian Friedrich Holderlin, προφανώς υποδεικνύει το έργο του Υπερων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα, Hyperion oder Der Eremit in Griechenland, όπου πέρα από την πρώιμη φανταστική περιγραφή μιας Ελληνικής επανάστασης, περιγράφονται επίσης πολλές φανταστικές εκδοχές του Ελληνικού τοπίου (Holderlin, 2008).
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
- Γιακωβάκη Ν., (2006) Ευρώπη μέσω Ελλάδας - Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος - 18ος αιώνας. Αθήνα: εκδ. Εστία.
- Goethe, J. W. (2004) Φάουστ, τμ. Β’. Λάμψας, Δ. (ελλ. μτφρ.), Αθήνα: εκδ. Δωδώνη.
- Μωραΐτης, Κ. (2015) «To Ελληνικό Τοπίο: Θεωρητικό Σχεδίασμα με αφορμή το νησί της Σύρου». Κείμενο συμμετοχής στον Τιμητικό Τόμο για τον ομότιμο καθηγητή ΕΜΠ Ι. Στεφάνου. Σύρος: Ινστιτούτο Σύρου, σσ. 339-358.
- Grass, G. (2012) Shame of Europe. [διαδίκτυο)] στο: http://www.ellopos.net/politics/grass-greece.asp?pg=2 [πρόσβαση 9/2/2016].
- Holderlm, F. (2008) Hyperion. Ross, B. (transl.). New York: Deckle Edge pbl.
- Moraitis, K. (2013) “Tradition - Landscape - History: The island of Syros as an example of multiple cultural correlations”, στο Sustainable Development, Culture, Traditions Journal - V. 1/2013. Syros: KIMKES ed., pp. 100-113.
- Moraitis, K. (2016) “Hellenic historic landscape and modern political ethics”, στο Sustainable Development, Culture, Traditions Journal - V. 4/2016. Syros: KIMKES ed.
- Panofsky, E. (1983) Meaning in the Visual Arts. Middlesex: Penguin Books.
- Starobinski, J. (1993) 1789 - Les Emblemes de la Raison. Paris: ed. Flammarion.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.