Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Η πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης : Θέατρο του παραλόγου , θέατρο συγκρούσεων ή θέατρο σύνθεσης ;

*Μαρία Ψαρρού
Διευθύντρια Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Πολιτισμού Κερατσινίου.

Ο πολιτισμός παραδοσιακά αντιμετωπιζόταν ως μέρος των δημόσιων επενδύσεων, όχι ως τμήμα της αναπτυσσόμενης οικονομίας. Μετά τη δεκαετία του ’90, ο προσανατολισμός διαφοροποιείται αισθητά καθώς αποδεικνύεται και ερευνητικά ότι οι επενδύσεις στον πολιτισμό αναζωογονούν το χαρακτήρα αλλά και την οικονομία ενός τόπου (Ward, 2002:7). Οι στρατηγικές τοπικής οικονομικής ανάπτυξης αναγνωρίζουν με άλλα λόγια τις πολιτιστικές βιομηχανίες ως νευραλγικό τομέα για την ανάπτυξη των αστικών και περιφερειακών οικονομιών (Miles & Paddison, 2005:836).
 
Προκύπτει επίσης ότι ένα δυναμικό και διευρυμένο μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής μπορεί να ανταποκριθεί τόσο σε ανθρωπιστικούς στόχους όπως είναι η συγκρότηση της ταυτότητας μιας κοινότητας, η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, ο εορτασμός και η κοινωνική συνοχή όσο και σε τεχνοκρατικούς (οικονομική ανάπτυξη, κέρδος, βιομηχανικές στρατηγικές, ανάπτυξη των υποδομών, προγράμματα εκπαίδευσης, τουριστική βιομηχανία, αστικός σχεδιασμός κ.α.)(Mercer, 1991a:3)
Σε περιόδους σαν κι αυτή που διανύουμε, η οικονομική ανάκαμψη και η κοινωνική συνοχή συνιστούν ένα δυναμικό δίπολο, το οποίο κάθε πολιτική πρόταση ή πρόγραμμα ανάπτυξης οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν. Για την προώθηση μάλιστα της βιώσιμης ανάπτυξης, που είναι και ο στόχος για κάθε κοινωνία που δεν διαχειρίζεται απλά το σήμερα, αλλά οραματίζεται και μεθοδεύει το αύριο, αναδεικνύεται και η σημασία δύο ακόμη πυλώνων: της περιβαλλοντικής ευαισθησίας και του πολιτιστικού σχεδιασμού (Hawkes,2001).
 
Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτιστική πολιτική αδιαμφισβήτητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αιχμή του δόρατος της ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο περιφερειών και δήμων. Αν αναλογιστούμε δε ότι ο πολιτιστικός τομέας στη χώρα προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία εν πολλοίς παραμένουν αναξιοποίητα, λόγω οργανωτικών αγκυλώσεων, αναποτελεσματικών δομών, πεπαλαιωμένων πρακτικών και φοβικών νοοτροπιών, κατανοούμε το μέγεθος του χάσματος που πρέπει να καλυφθεί.
 
Η οικονομική ανάπτυξη, όπως προκύπτει από την οικονομική θεωρία, καθορίζεται από τη διαθεσιμότητα και το βαθμό αξιοποίησης του φυσικού κεφαλαίου (φυσικοί πόροι), του παραγόμενου κεφαλαίου (εξοπλισμός, μηχανήματα), του ανθρώπινου κεφαλαίου (γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες) και του κοινωνικού κεφαλαίου (πόροι που ενυπάρχουν στις οικογενειακές σχέσεις και την κοινωνική οργάνωση μιας κοινότητας, όπως η κοινωνική εμπιστοσύνη, η πολιτική συμμετοχή και τα κοινωνικά δίκτυα).
 
Κατά συνέπεια, η πολιτιστική πολιτική για να συνδεθεί με τους στόχους της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, πρέπει να βασισθεί σε μια ρεαλιστική καταγραφή των διαθέσιμων πόρων αλλά και στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού προγράμματος διαχείρισής τους.
Η ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου είναι σκόπιμο να λειτουργήσει ως προτεραιότητα, καθώς αποδεικνύεται ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής οπισθοδρόμησης ανά τον κόσμο οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικής εμπιστοσύνης ενώ σε ένα τέτοιο καθεστώς οι διαδικασίες καινοτομίας υπονομεύονται (Knack & Keefer, 1997). Είναι απαραίτητη δηλαδή η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μας στους επίσημους θεσμούς και τα όργανα άσκησης πολιτιστικής πολιτικής, αλλά και η ενεργή συμμετοχή σε άτυπα δίκτυα πολιτών που σχηματίζονται με αντικείμενο την ανταλλαγή απόψεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών σε σχέση με τον πολιτισμό. Από το πνευματικό κέντρο ενός δήμου ή τη δημοτική επιχείρηση πολιτισμού έως το υπουργείο πολιτισμού και τουρισμού, από τον εθνοτοπικό σύλλογο μιας περιοχής ή την κινηματογραφική της λέσχη έως τις κλαδικές ενώσεις και τα σωματεία, αλλά και τα θεματικά πολιτιστικά δίκτυα, είναι ανάγκη να υπάρξει σύνθεση απόψεων, συναίνεση σε επίπεδο προγραμματισμού και συνεργασία σε επίπεδο υλοποίησης.
 
Βαρύνουσα σημασία έχει ασφαλώς και η διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα του 2005, 2,1% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον πολιτιστικό τομέα . Ο δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας αποτελούσε τον κύριο εργοδότη, ενώ ο αριθμός των ασχολούμενων με ζητήματα πολιτισμού σε φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν έχει καταγραφεί επίσημα . Επιπρόσθετα, γνωρίζουμε ότι στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος Πολιτισμός 2000-2006, θεσπίστηκε ως στόχος η δημιουργία 3.000 θέσεων εργασίας στον τομέα της πολιτιστικής διαχείρισης , ενώ δεν υπάρχουν επικαιροποιημένα δεδομένα σχετικά με τον αριθμό τον απασχολουμένων στον τομέα του πολιτισμού και της δημιουργικής βιομηχανίας και βέβαια ούτε σε σχέση με τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, τις σχέσεις εργασίας και το επίπεδο αμοιβών.
Ταυτόχρονα, δεδομένων των διαρθρωτικών αλλαγών που πραγματοποιούνται στο δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση, είναι επόμενη η ύπαρξη σημαντικών συνεπειών στον κλάδο του πολιτισμού, καθώς επίσης και η επίδραση της οικονομικής κρίσης στη ζήτηση για πολιτιστικά προϊόντα και υπηρεσίες που επιδρά επίσης στα επίπεδα της απασχόλησης. Τέλος, το γεγονός ότι το πλέον ελπιδοφόρο κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, οι νέοι με ακαδημαϊκές σπουδές και υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, αναζητά την επαγγελματική του ανέλιξη εκτός της χώρας, εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με την τύχη της ανάπτυξης.
 
Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι είναι άμεσα απαραίτητη η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος διαχείρισης του ανθρώπινου κεφαλαίου και η παροχή κινήτρων για την διατήρηση εντός της επικράτειας των πλέον φιλόδοξων και ικανών ατόμων, αλλά και η αξιοποίηση των δεξιοτήτων και των γνώσεων όσων οδηγούνται στην ανεργία, καθώς επίσης και η ενδυνάμωση των εργαζομένων με την παροχή κινήτρων και εκπαίδευση για να συμβάλουν ενεργά στην εφαρμογή των προωθούμενων πολιτικών. Σε αυτή την κατεύθυνση, μείζονος σημασίας είναι και η συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα, με την αρωγή της οποίας θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σημαντικά βήματα για τη διάδοση της καινοτομίας.
 
Αναφορικά δε με το φυσικό και το παραγόμενο κεφάλαιο, απαιτούνται συγκροτημένες ενέργειες διάσωσης της υλικής και άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και η ενσωμάτωση των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων στον τομέα της πληροφορικής και της επικοινωνίας στις πρακτικές των πολιτιστικών οργανισμών, που θα τους επιτρέψουν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο ως φορείς παραγωγής περιεχομένου στην εποχή της πληροφορίας.

  (1)Eurostat Pocketbook: Cultural Statistics,2007
  (2)http://www.culturalpolicies.net/web/greece.php
  (3)http://ep.culture.gr/pol/g_pageindex.aspx

Βιβλιογραφικές αναφορές
Ward D. (2002) The Guggenheim Effect, Cities Reborn: the Challenge of an Urban Renaissance, The Guardian, 30 October
Miles S. & Padisson R. (2005) The Rise and Rise of Culture-led Urban Regeneration, Urban Studies 42, (5/6), 833-839
Hawkes J. (2001) The Fourth Pillar of Sustainability: Culture’s Essential Role in Public Planning. Melbourne: Cultural Development Network & Common Ground Press.
Knack S. & Keefer P. (1997) Does Social Capital Have an Economic Payoff? A Cross-country Investigation, Quarterly Journal of Economics, 114, 83-116.
Mercer C. (1991a) Brisbane’s Cultural Development Strategy: the Process the Politics and the Product, in EIT pty Ltd, The Cultural Planning Conference, Mornington Vic Engineering Publications

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.