#ΜΟΡΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, διπλ. αρχιτέκτονας μηχανικός ΑΠΘ, M.Arch αρχιτεκτονικός οχεδιασμός-χώρος ΕΜΠ, υπ.Διδάκτορας ΑΠΘ.
#ΔΑΣΤΙΡΙΔΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ , διπλ. Πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ
Πολύ συχνά η διαχείριση μίας πόλης δεν είναι τίποτα άλλο από τη διαχείριση της εικόνας της. Ο σκοπός είναι η επινόηση ή εύρεση μίας συνεικτικής έκφρασης ή ενός συμβόλου για την ευκολία επικοινωνίας της ιδέας αυτής. Οι πόλεις για ποιο απροσδιόριστο λόγο πρέπεινα βγάζουν νόημα, να σημαίνουν κάτι το οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε ταυτότητα μίας πόλης.
Η ιδέα της ταυτότητας μίας πόλης αποτελεί το εμπορικά φιλικό, δαμασμένο πρόσωπο ενός αφηρημένου προϊόντος το οποίο στις μέρες μας γίνεται αντιληπτό ως ένα πεδίο επενδύσεων (πχ η Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη).
Είτε αναφερόμαστε σε πόλεις που γίνονται ευρέως γνωστές από τη μία ημέρα στην άλλη μέσα από ένα κτίριο (Guggenheim effect), είτε αναφερόμαστε σε πόλεις που πάση θυσία προσπαθούν να επινοήσουν μία θεματική ταυτότητα (disneyfication), η πόλη προσεγγίζεται ως ένα ιεραρχημένο δίκτυο αξιών το οποίο οφείλει να συντηρεί τη θεαματική του αναπαραγωγή, πιστή στην ιδέα της εικόνας της και των ιδεοληψιών της.
Αυτές τις ιδεοληψίες ακολουθεί και ο σχεδιασμός των πόλεων και των αστικών χώρων. Η σχεδιαστική διαχείριση του δημόσιου χώρου ειδικότερα αποβάλλει λόγω των ιδεοληψιών της ταυτότητας ένα πολύ μεγάλο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και εκφράσεων οι οποίες είτε δε δύναται να απεικονιστούν συνεκτικά, ή δεν είναι οπτικά φιλικές.
Καθώς δεν ικανοποιούνται σχεδιαστικά αυτές οι κοινωνικές εκφράσεις, οι μετέχοντες σε αυτές έχουν την τάση να μεταστρέφουν το χώρο, να τον επαναπροσδιορίζουν με τρόπο που να τον προσαρμόζουν και να τον οικειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργούν σημειακά χωρικά και χρονικά κενά τα οποία δεν ακολουθούν τους υφιστάμενους κανόνες. Το γεγονός
ωστόσο ότι οι δράσεις αυτές αναδύονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο και σε συγκεκριμένο χρόνο φορτίζει την πράξη της μεταστροφής με ένα βάρος πολύ πιο ισχυρό από οποιοδήποτε σχεδιασμό ο οποίος είναι απεδαφοποιημένος και πολύ συχνά συμβαίνει έξω από το περιβάλλον το οποίο επιχειρεί να προσεγγίσει, καθώς στις συνήθεις πολεοδομικές πρακτικές δεν εφαρμόζονται καν αναγνωρίσεις των υπό σχεδιασμό περιοχών.
Ποιά θα μπορούσε να είναι η εικόνα μίας πόλης αν δίναμε έμφαση σε αυτές τις πράξεις μεταστροφής; Πώς θα έμοιαζε μία πόλη στην οποία πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι δράστες εντός της; Πώς θα ήταν η Λάρισα αν σχεδιαζόταν από κάτω προς τα πάνω και ποια στρατηγική θα έπρεπε να ακολουθήσει κανείς για να επιχειρήσει να προσεγγίσει μία τέτοια συνθήκη; Ποιά είναι τα χωρικά αιτήματα των δραστών εντός της πόλης και πού εστιάζουν;
Οι αντικουλτούρες δεν αποτελούν κοινωνική νόρμα, είναι συνήθως εξαιρετικά προοδευτικές και φιλελεύθερες και μη αποτελώντας κανόνα, μεταστρέφουν οτιδήποτε μπορούν με σκοπό να εκφραστούν. Καθώς κινούνται “κάτω από το ραντάρ” σημαδεύουν την πόλη ως παράλληλες γλώσσες (στην επικρατούσα που είναι εκφρασμένη σχεδιαστικά) επαναπροσεγγίζουν την αστικότητα και την υλικότητα αυτής μέσα από την επαναδιαπραγμάτευση των ορίων της, από κάτω προς τα πάνω, με αποτέλεσμα τη δυνάμει παραγωγή αστικών γεγονότων τα οποία δεν υπακούουν σε ιεραρχημένες σχέσεις/δομές. Οι αντικουλτούρες έχουν πλάκα επειδή είναι απρόβλεπτες, ακριβώς επειδή δε λαμβάνονται υπ’ όψιν από εκείνους που χτίζουν, σχεδιάζουν, διοικούν τις πόλεις, με αποτέλεσμα η έκφρασή τους να στηρίζεται στον επαναπροσδιορισμό του υφιστάμενου.
Διαθέτουν επίσης κάθε μία από αυτές χαρακτηριστικά ομάδας, ιδιαίτερες γλώσσες οι οποίες είναι ταυτόχρονα τοπικές και παγκόσμιες, ενώ έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τεχνογνωσία εξαιρετικά αποτελεσματικά, καθώς στηρίζονται σε διαδικασίες που είναι παιγνιώδεις, διαισθητικές και ουσιαστικά πειραματικές. Αυτός ο δεσμός των αντικουλτούρων με τον πειραματισμό είναι που δημιουργεί επιφυλάξεις απέναντι τους καθώς με όρους πολιτικής οικονομίας τέτοιες δραστηριότητες θεωρούνται σπάταλες. Με άλλα λόγια, το ίδιο άτομο είναι θεμιτό να εκθέτει εντός μίας πινακοθήκης, ενώ είναι παράλογο να κάνει κάτι τέτοιο στο δρόμο. Είναι θεμιτό ένας ποδηλάτης να τρέχει σε αγώνες αλλά οι δρόμοι δεν είναι σχεδιασμένοι για αυτόν, η άσκηση είναι φυσική αλλά σε κλειστά ελεγχόμενα περιβάλλοντα.
Διαθέτουν επίσης κάθε μία από αυτές χαρακτηριστικά ομάδας, ιδιαίτερες γλώσσες οι οποίες είναι ταυτόχρονα τοπικές και παγκόσμιες, ενώ έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τεχνογνωσία εξαιρετικά αποτελεσματικά, καθώς στηρίζονται σε διαδικασίες που είναι παιγνιώδεις, διαισθητικές και ουσιαστικά πειραματικές. Αυτός ο δεσμός των αντικουλτούρων με τον πειραματισμό είναι που δημιουργεί επιφυλάξεις απέναντι τους καθώς με όρους πολιτικής οικονομίας τέτοιες δραστηριότητες θεωρούνται σπάταλες. Με άλλα λόγια, το ίδιο άτομο είναι θεμιτό να εκθέτει εντός μίας πινακοθήκης, ενώ είναι παράλογο να κάνει κάτι τέτοιο στο δρόμο. Είναι θεμιτό ένας ποδηλάτης να τρέχει σε αγώνες αλλά οι δρόμοι δεν είναι σχεδιασμένοι για αυτόν, η άσκηση είναι φυσική αλλά σε κλειστά ελεγχόμενα περιβάλλοντα.
Στην πράξη το πλήθος των δραστών επιβάλλεται. Όταν εκατοντάδες ποδηλάτες βγαίνουν στο δρόμο η κίνηση καταργείται, όταν δεκάδες περπατούν σε παράδρομο τα αυτοκίνητα δεν χωρούν, όταν ένας τοίχος βαφεται και ξαναβάφεται δεκάδες φορές γίνεται μία πινακοθήκη πιο ουσιαστική και δραστήρια από την επίσημη και το σημαντικότερο δεν είναι ότι η συμμετοχή
σε όλα αυτά είναι χωρίς κόστος, αλλά ότι μέσα από αυτές τις δράσεις αναδύεται ένα νέος είδος πολίτη ο οποίος απλώνει τις ρίζες του τοπικά (σε ένα τυπολογικό σχήμα χωρικό πέραν της πνύκας ή της αγοράς). Όταν τα πλήθη γίνονται κανόνας δε μένει παρά να μελετήσεις τις τάσεις για να δεις τι θα ακολουθήσει.
Για να εντοπίσουμε αυτές τις τάσεις κάναμε μία αρχική έρευνα πεδίου στη Λάρισα εστιάζοντας στις αντικουλτούρες εκείνες οι οποίες στηρίζονται στη συμμετοχή και εκτυλίσσονται στον αστικό χώρο. Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε τη σχέση των αντικουλτούρων με το χώρο,
επιστρατεύσαμε δύο έννοιες: το ίχνος (outsider art, graffiti, stencils, tags, αφισοκόλληση, markers, φωτογραφία δρόμου κα.), δραστηριότητες που σημαδεύουν «οριστικά» και την τροχιά (skateboarding, bmx, fixed gear, ποδηλατοβόλτες, τζόκινγκ, parkour κα.), δραστηριότητες που χαράσσουν μέσα από την κίνηση. Στη συνέχεια προχωρήσαμε σε έρευνα στο διαδίκτυο σε σχέση με τις αντικουλτούρες και τη Λάρισα, κάναμε προσωπικές άτυπες “συνεντεύξεις” με δράστες, ενώ συντάξαμε και ένα ερωτηματολόγιο το οποίο προωθήθηκε διαδικτυακά με σκοπό να αντλήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη χωρική πληροφορία μπορούσαμε, αλλά και σχόλια σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνονται αντιληπτές οι υποκουλτούρες στη Λάρισα.
Η πληροφορία συγκεντρώθηκε σε χάρτες με σκοπό τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων κατά είδος αρχικά, ενώ στη συνέχεια όλοι οι κατά μέρους χάρτες διασταυρώθηκαν με σκοπό τον εντοπισμό πόλων έντασης δραστηριοτήτων οι οποίοι να συνδυάζουν τόσο δραστηριότητες τροχιάς όσο και δραστηριότητες ίχνους. Σε αυτή την πληροφορία προστέθηκε και πληροφορία που έχει να κάνει με υφιστάμενες υποδομές της πόλης όπως πεζόδρομοι, χώροι πρασίνου, πολιτισμού και άθλησης ποδηλατοδρόμοι...
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από τη διαδικασία χαρτοποίησης προέκυψαν συμπεράσματα τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις είναι ευπρόβλεπτα, ενώ σε άλλες προκαλούν την έκπληξη. Η περιοχή του κέντρου (Κεντρική πλατεία, πλατεία Ταχυδρομείου, άξονας Αρχαίου Θεάτρου, Άγιος Αχίλλειος, πλατεία Λαού), η κοίτη του Πηνειού, η περιοχή του πάρκου Αλκαζάρ και του Άλσους συγκεντρώνουν ιδιαίτερη δραστηριότητα όπως αναμενόταν. Το ίδιο δε συμβαίνει με περιοχές όπως ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Κωνσταντίνος ή ο Μύλος, παρά το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες και με επαρκείς κτιριακές υποδομές (πλατείες, γυμναστήρια κλπ). Ο λόγος είναι πιθανότατα η απουσία ικανοποιητικού αστικού εξοπλισμού, αλλά και υποδομών που θα μπορούσαν να ευνοήσουν είτε τη μετακίνηση (δίκτυο ποδηλατόδρομων, πεζοδρόμων κλπ) ή τη στάση (προστατευμένα καθιστικά, ασύρματα δίκτυα, σχετικός αστικός εξοπλισμός κλπ).
Εκτός του κέντρου, η περιοχή της Πινακοθήκης Κατσίγρα, το Πνευματικό Κέντρο Ζιαζιά και η περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού μοιάζουν να συγκεντρώνουν αντικουλτούρες.
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός συγκεντρώνει παραδοσιακά γκραφίτι και κόσμο για παρκούρ που εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα κτιριακή υποδομή και τον αστικό εξοπλισμό. Το ίδιο συμβαίνει με την πινακοθήκη, όπου υπάρχει αστικός εξοπλισμός αλλά και ικανοποιητικό αρχιτεκτονικά περιβάλλον, το οποίο αν μη τι άλλο δημιουργεί ένα πολύπλοκο σκηνικό. Θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί ότι καμία αναφορά δεν έγινε στις νέες πλατείες της Νεάπολης ή της Φιλιππούπολης. Μία βεβιασμένη εκτίμηση θα ήταν ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κριτήρια σχεδιασμού ήταν καθαρά οικονομικά στην πρώτη περίπτωση (εμπορική αξιοποίηση σχεδόν του συνόλου της περιμέτρου με αποτέλεσμα το εσωτερικό να είναι κλειστοφοβικό), ενώ η δεύτερη πιθανότατα δεν έχει «μπει ακόμα στο χάρτη», αν και σε αυτήν την περίπτωση ο αστικός εξοπλισμός είναι πολύ φτωχός και παρόλα αυτά η συνολική επιφάνεια της πλατείας χαρακτηρίζεται από κατάτμηση και έλλειψη ταυτότητας, όντας ένα κολάζ γενικοτήτων (λίγο πράσινο, λίγο σιντριβάνι, λίγο γήπεδο...) Η περιοχή γύρω από το Ζιαζιά ήταν για εμάς μία έκπληξη καθώς συγκέντρωσε πολλές αναφορές. Πέρα των δραστηριοτήτων εντός
του πολιτιστικού κέντρου υπάρχουν πέριξ κτιριακές υποδομές των οποίων η εικόνα και ο εξοπλισμός παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ενώ υπάρχουν επίσης ποδηλατόδρομοι και πολλές αθλητικές εγκαταστάσεις σε μια κατά τα άλλα περιοχή αμοιγούς κατοικίας.
Στο σύνολο των αναφορών υπήρχε επίσης το εξαιρετικά ενθαρρυντικό στοιχείο της αναφοράς των σχολείων ως χώρων άσκησης δραστηριοτήτων (αν και μετά το πέρας του σχολικού προγράμματος). Ένας λόγος είναι ότι τα σχολεία διαθέτουν έναν ελάχιστο αστικό εξοπλισμό αλλά και εγκαταστάσεις άθλησης οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά.
Συμβολικά δε, αποτελούν οικείο χώρο και νησίδες (αν και καθόλου πράσινες ή ήσυχες) εντός του αστικού ιστού.
Από τα σχόλια στα ερωτηματολόγια και στις συνεντεύξεις δε μπορούσε τέλος κανείς να αγνοήσει τις διαρκείς επισημάνσεις για το πόσο κακός είναι ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός αλλά και τα υλικά του αστικού εξοπλισμού ακόμη και στις περιπτώσεις που αφορούν δραστηριότητες οι οποίες ειναι εξαιρετικά διαδεδομένες (υλικά επίστρωσης σε γήπεδα, πλατείες, πεζοδρόμια κλπ υλικά και διαστάσεις στους ποδηλατόδρομους, ζητήματα σήμανσης και εφαρμογής της, περιφραγμένοι χώροι χωρίς λόγο...).
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Καθώς οι χάρτες που παράχτηκαν δεν επισήμαιναν αυτό που συμβαίνει, αλλά πρακτικά αυτό που επιθυμούν οι δράστες να συμβαίνει μέσα από την ενεργοποίηση και κινητοποίηση τους, σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να πλάθαμε ένα σχεδιαστικό σενάριο το οποίο να συνδύαζε τη ζωτικότητα των εμπλεκόμενων στις αντικουλτούρες με τον επαναπροσδιορισμό της εικόνας της πόλης.
Η προσέγγιση εστίασε στην προβολή και προώθηση των πόλων που αναδύθηκαν μέσα:
α. από τη θεματική διασύνδεση τους και
β. από την εντατικοποίηση του χαρακτήρα τους.
Η διασύνδεση των πόλων αποσκοπεί στη διευκόλυνση της δημιουργίας σχέσεων μεταξύ των κατοίκων των διαφορετικών περιοχών ενώ η εντατικοποίηση των πόλων στοχεύει στην ανάδειξη του χαρακτήρα των περιοχών. Η διασύνδεση μπορεί να γίνει εφικτή με την παροχή υποδομής ασφαλούς εναλλακτικής κίνησης μέσα από διαπλατυμένα πεζοδρόμια, διαδρόμων τζόκινγκ, περπατήματος και ποδηλατοδρόμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων απαιτείται ουσιαστικά διευθέτηση (σήμανση και εφαρμογή της, κάποια προστατευτικά μέτρα κοκ) μόνο και όχι νέες ακριβές επενδύσεις. Στους πόλους αναδεικνύεται αυτό που κάνει κάθε περιοχή να διαφέρει θεματικά μέσα από τη παροχή κοινωνικών χώρων σε ήδη υφιστάμενο κτιριακό μετεστραμένο απόθεμα, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εκκολαπτήριο για τις πρακτικές των δραστών.
Το αποτέλεσμα είναι ένας ευρύτερος αστικός δακτύλιος διασύνδεσης που συνδέει:
- τις εγκαταστάσεις του ΤΕΙ (σύνδεση με την πόλη με τα πόδια, ποδηλατόδρομος, διασύνδεση με την τάφρο του Χατζηχαλάρ)
- το τόξο της τάφρου του Χατζηχαλάρ που φτάνει μέχρι τον Πηνειό (μίξη δραστηριοτήτων: εύνοια σε τροχιές, θεματικοί κήποι, κοινοτικοί μπαξέδες, άνοιγμα των προαυλίων των σχολείων προς τους δημόσιους χώρους.)
- το διαχρονικό μουσείο, σε συνδυασμό με την πινακοθήκη Κατσίγρα, το Χατζηχαλάρ και γιατί όχι υφιστάμενες εγκαταστάσεις της στρατιάς (θα μπορούσαν να διαμορφώσουν από κοινού ένα art walk με υπαίθριες υποδομές για τεχνη του δρόμου συνδέοντας ταυτόχρονα την περιοχή του κέντρου με αυτή της Νεάπολης καθώς το στρατόπεδο λειτουργεί σαν εμπόδιο ανυπέρβλητο)
- τις γραμμές του ΟΣΕ (από το διαθέσιμο πλάτος είναι δυνατό να παραχωρηθούν κομμάτια, λωρίδες ή ακόμη και να υπογειοποιηθούν τμήματα του ευνοώντας την κίνηση πεζών και ποδηλάτων, συνδέοντας τις απέναντι περιοχές που πρακτικά είναι υποβαθμισμένες λόγω της αδυναμίας να περάσει κανείς με ασφάλεια απέναντι.
- τις εγκαταστάσεις του Μύλου (διευκόλυνση πρόσβασης με σταδιακή υποβάθμιση της κίνησης επί της Γεωργιάδου, παροχή εγκαταστάσεων σε κάθε είδους συλλόγων οι οποίοι έναντι μικρού αντιτίμου θα μπορούν να νοικιάσουν χώρους ενώ παράλληλα θα τους δίνεται η δυνατότητα να εκθέσουν ικανοποιητικά το έργο τους στους υφιστάμενους δημόσιους χώρους που χρησιμοποιούνται παράνομα σαν χώροι στάθμευσης) και τέλος - την κοίτη του Πηνειού.
Διαφαίνεται δε και η δυνατότητα επέκτασης του δακτυλίου και προς τη Θεοφράστου και ίσως μελλοντικά να μπορεί να βρεθεί σύνδεση και προς τις υπόλοιπες συνοικίες οι οποίες μοιάζουν αποκομμένες. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι αυτό που επιχειρήσαμε ήταν να συνδέσουμε υφιστάμενες συνθήκες και όχι να εφεύρουμε νέες.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η σύγχρονη αστικότητα στην εποχή των δικτύων διαθέτει δύο εξαιρετικά αντιφατικά χαρακτηριστικά. Από τη μία πλευρά είναι μία πηγή (η αποκλειστική κατά πολλούς) που παράγει πολιτισμό και από την άλλη εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την απώθηση του τοπικού από την πλευρά των αστών. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες πόλεις μας (εξαίρεση δεν αποτελεί η Λάρισα) είναι μία ιδιόμορφη έλξη στην απώθηση, ο τόπος μας έλκει ως νόστος παρά ως τώρα. Το τώρα δεν υφίσταται καθώς τα πάντα είναι προγραμματισμένα, τα πάντα είναι χτισμένα, προκαθορισμένα, αντικειμενικοποιημένα με τρόπο οριστικό και αυτοαναφορικό. Η κατάλυση αυτής της συνθήκης και μόνο μπορεί να αποτελέσει μία νέα ιδεολογία του τόπου η οποία να μην είναι αναχρονιστική, επίκληση ενός “παρελθόντος μεγαλείου”, “αγνότητας” (με όρους αποκλειστικά ιστορικότητας κλπ) και που ταυτόχρονα να μπορεί να γεννάει πράγματα χωρίς το άγχος του βάρους της σημαντικότητας του υψηλού. Χρειαζόμαστε να μπασταρδέψουμε αυτή την πόλη για να αποκτήσει ενδιαφέρον και δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τη δράση και την οργάνωση σε ομάδες που κάνουν πράγματα. Μπαξέδες αντί για πάρκα, ποδηλατοδρόμους αντί για λεωφορεία, δημοτικά βοσκοτόπια αντί για γήπεδα, ζωολογικό κήπο στο Παλιό Φάληρο, κοτέτσια στα μπαλκόνια, καραόκε αντί για το Φραγκούλη, δράστες αντί για θεατές, έτσι κι αλλιώς η show biz χρεοκόπησε, δεν έχει μείνει τίποτε άλλο να δούμε.
Ευχαριστίες:
Δημήτρης Αμβράζης, φωτογράφος
Ποδηλάτες Λάρισας: http://bicyclelarissa.blogspot.com
Παρκούρ στη Λάρισα: www.facebook.com/pages/parkour-in-larisa
Φωτογραφική λέσχη Λάρισας: http://fll.gr/
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Free press περιοδικό Ιmagine (Αύγουστος, 2012)
Διαβάστε επίσης :
Branding the city. Η πόλη της Λάρισας ως ένα πεδίο δράσεων.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Free press περιοδικό Ιmagine (Αύγουστος, 2012)
Διαβάστε επίσης :
Branding the city. Η πόλη της Λάρισας ως ένα πεδίο δράσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.