Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Διαχείριση Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Τοπική Κοινωνία και Βιώσιμη Ανάπτυξη

#Μαριλένα ΑλιβιζάτουUCL Centre for Museums, Heritage and Material Culture Studies Ιωάννης Πούλιος: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο - Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου - UNESCO School on Sustainable
Energy Governance in World Heritage Sites
#Ιωάννης Πούλιος ,Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο - Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου - UNESCO School on Sustainable Energy Governance in World Heritage Sites
#Μαρία ΠαπαδάκηΑνεξάρτητη ερευνήτρια - ICing's College London

Η ολοένα και πιο ενεργός συμμετοχή κρατών στην προστασία της άυλης κληρονομιάς έχει μετατρέψει την καταγραφή και τεκμηρίωση του λαϊκού και παραδοσιακού πολιτισμού από ακαδημαϊκή δραστηριότητα σε διεθνές θεσμικό πλαίσιο πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτικής.
Το παρόν κείμενο εξετάζει τη διαδικασία κατά την οποία εκφράσεις προφορικού και παραδοσιακού πολιτισμού αναγνωρίζονται ως άυλη κληρονομιά και γίνονται αντικείμενο διαφύλαξης, προώθησης, εκπαίδευσης και βιώσιμης ανάπτυξης. Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει βασικά σημεία που διέπουν τον διάλογο γύρω από τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Unesco για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας το 2003.
Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου εξετάζει την ιστορική αναδρομή και το σύγχρονο πλαίσιο διαχείρισης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, με εστίαση στη σχετική Σύμβαση της Unesco και με αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα από τη διεθνή πραγματικότητα. Αναλύονται οι προσπάθειες επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών μέσω της διαχείρισης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ, συγχρόνως, καταγράφονται και περιπτώσεις εμπορευματοποίησης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου εστιάζει στην ελληνική πραγματικότητα, με ανάλυση της διαχείρισης της Μεσογειακής Διατροφής, η οποία αποτελεί το πρώτο (από τα δύο μόνο μέχρι στιγμής) παραδείγματα εγγραφής εκφράσεων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας στον σχετικό κατάλογο της Unesco. Περιγράφεται η διαδικασία και σημασία της εγγραφής, καθώς και οι δράσεις που ακολούθησαν την εγγραφή. Τονίζεται η σημασία της εγγραφής για την ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας της Κορώνης, ενώ, συγχρόνως, διαπιστώνονται και δυσκολίες ενεργού συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας, καθώς και δυσκολίες επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή.
Το κεφάλαιο καταλήγει στο συμπέρασμα με αναφορά στη διεθνή και την ελληνική πραγματικότητα ότι χωρίς την ενεργό συμμετοχή και κινητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων είναι πιθανό ότι η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς θα αποτελέσει μια επιφανειακή άσκηση και γραφειοκρατική εργασία για τους κρατικούς εμπειρογνώμονες με περιορισμένο αντίκτυπο στον τοπικό κοινωνικό ιστό.

1. Θεωρητικό πλαίσιο - Διεθνής πραγματικότητα 
1.1 Εισαγωγή

Μεσημέρι Κυριακής Ιουνίου 2006 στο Mevlevihane στη λεωφόρο Istiklal (παλιά λεωφόρο του Peran) της Κωνσταντινούπολης. Το ιστορικό μοναστήρι έχει γεμίσει ξένους επισκέπτες που περιμένουν την εμφάνιση των ξακουστών Περιστρεφόμενων Δερβίσηδων. Η μουσική ξεκινάει, οι δερβίσηδες εμφανίζονται και οι επισκέπτες ετοιμάζουν τις φωτογραφικές μηχανές για να απαθανατίσουν το μυστικιστικό δρώμενο. Ανάμεσα στην Αγιά Σοφιά, το Μπλε Τζαμί, μια περιήγηση στον Βόσπορο και τον χορό της κοιλιάς, η τελετή Sema των Mevlevi αναφέρεται ως σημαντικό αξιοθέατο στους περισσότερους ταξιδιωτικούς οδηγούς της Πόλης. Μάλιστα, από το 2005 κοσμεί τον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας. 
Ακολουθώντας το πετυχημένο μοντέλο του Καταλόγου των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς του 1972, ο πρώτος κατάλογος της άυλης κληρονομιάς θεσμοθετήθηκε το 2001 και σήμερα περιλαμβάνει πάνω από 200 εκφράσεις, προφορικές παραδόσεις, δρώμενα, παραστατικές τέχνες, χώρους που σχετίζονται με τον παραδοσιακό πολιτισμό και τεχνογνωσία. 
Με τον τρόπο αυτόν, η τελετή των δερβίσηδων, η οποία ιστορικά είχε απαγορευθεί για αρκετές δεκαετίες επί Κεμάλ Ατατούρκ, αποτελεί επίσημα, πλέον, έκφραση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Τουρκίας (Pietrobruno, 2013).

Το παρόν κείμενο εξετάζει τη διαδικασία κατά την οποία εκφράσεις προφορικού και παραδοσιακού πολιτισμού, όπως η τελετή Sema των Mevlevi, αναγνωρίζονται ως άυλη κληρονομιά και γίνονται αντικείμενο διαφύλαξης, προώθησης, εκπαίδευσης και βιώσιμης ανάπτυξης. Η ολοένα και πιο ενεργός συμμετοχή κρατών στην προστασία της άυλης κληρονομιάς έχει μετατρέψει την καταγραφή και τεκμηρίωση του λαϊκού και παραδοσιακού πολιτισμού από ακαδημαϊκή δραστηριότητα σε διεθνές θεσμικό πλαίσιο πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτικής. Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει βασικά σημεία, τα οποία διέπουν τον διάλογο γύρω από τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μετά την υπογραφή της σχετικής σύμβασης από την Unesco το 2003.

1.2 Ιστορική Αναδρομή και Σύγχρονο Πλαίσιο

Μολονότι η συζήτηση για την προστασία της άυλης κληρονομιάς απέκτησε διεθνείς διαστάσεις την τελευταία δεκαετία, το σκεπτικό και τα επιχειρήματα γύρω από την καταγραφή και προστασία του παραδοσιακού πολιτισμού αποτέλεσαν κεντρικό ανθρωπολογικό άξονα σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρωπολογικής σκέψης, όπως άρχισε να διατυπώνεται στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η διαπίστωση του κινδύνου ότι ο πολιτισμός και οι παραδόσεις των αυτοχθόνων στις αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Ιταλίας, Ισπανίας) αλλά και της Βόρειας Αμερικής επρόκειτο να εξαφανιστούν κάτω από την πίεση του δυτικού πολιτισμού. 
Βασικός ρόλος του νέου επιστημονικού κλάδου της ανθρωπολογίας ή της εθνολογίας ήταν, κατ' επέκταση, η μελέτη, καταγραφή και διάσωση του πολιτισμού (άυλου και υλικού) των αυτοχθόνων σε όλα τα προσβάσιμα μήκη και πλάτη της γης, προτού αλλοιωθεί από εξωτερικές επιρροές και τελικά εξαφανιστεί. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή και οι μεγάλες εθνογραφικές συλλογές πολλών μουσείων της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια από τις πρώτες «σωστικές αποστολές» που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο του Cambridge στα νησιά των Στενών Τόρες (Torres Straits, νησιωτικό σύμπλεγμα ανάμεσα στην Αυστραλία και τη Νέα Γουινέα) υπό την επίβλεψη του Alfred Cort Haddon (1855-1940), ενός εκ των θεμελιωτών της βρετανικής ανθρωπολογίας. Σκοπός της αποστολής ήταν η συλλογή στοιχείων σχετικών με όλες τις εκφάνσεις της ζωής των αυτοχθόνων, οι οποίοι θεωρούνταν ανθρώπινο είδος υπό εξαφάνιση: καθημερινή ζωή, πίστη, έθιμα, προφορικές παραδόσεις, γενεαλογία, γλώσσα. Η αποστολή, στην οποία έλαβαν μέρος πέντε ερευνητές, διήρκεσε έξι μήνες και τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν σε έξι τόμους, ενώ, εκ των υστέρων, η πρακτική αυτή έμεινε γνωστή ως «σωστική ανθρωπολογία» (Clifford, 1988).

Μετά από μερικές δεκαετίες, και ενώ η παράδοση της επιτόπιας έρευνας είχε γίνει πια η βασική μεθοδολογία της ανθρωπολογίας, ο Γάλλος ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss (1908-2009) στο έργο του Race et Histoire (1952) διακήρυττε την αξία και την ανάγκη για τη διάσωση και τον σεβασμό της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Το έργο αυτό αποτέλεσε κεντρικό ιδεολογικό άξονα της Unesco και έμπνευση για τις δραστηριότητές της στον τομέα του πολιτισμού και του διαπολιτισμικού διαλόγου.

Ένα από τα σημαντικά ερωτήματα που αντιμετώπισαν τα κράτη μέλη της Unesco από τη δεκαετία του '80 ήταν η προστασία παραδοσιακών μορφών τέχνης και πολιτισμού (μουσική, χορός, θέατρο, ποίηση κ.τ.λ.), τα οποία, καθότι συλλογικά αγαθά, μπορούν να γίνουν πιο εύκολα προϊόν οικονομικής και εμπορευματικής εκμετάλλευσης (Aikawa, 2004). Έπειτα από χρόνια διαβουλεύσεων με τον Διεθνή Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) αποφασίστηκε ότι το θέμα της οικονομικής εκμετάλλευσης θα εξεταζόταν από τον WIPO, ενώ η Unesco θα επικέντρωνε την προσοχή της περισσότερο σε θέματα διαφύλαξης, εκπαίδευσης και μετάδοσης, παρά προστασίας. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο και ύστερα από σειρά διπλωματικών διεργασιών και προγραμμάτων, η γενική συνέλευση των κρατών μελών της Unesco υιοθέτησε τη Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς τον Οκτώβριο του 2003. 
Είχε προηγηθεί το πιλοτικό πρόγραμμα της «Προκήρυξης των Αριστουργημάτων της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας», η οποία περιλάμβανε τη θεσμική αναγνώριση και προβολή παραδοσιακών μορφών τέχνης, όπως το Φεστιβάλ της Binche στο Βέλγιο, το καρναβάλι του Oruro στη Βολιβία και την ξυλουργική γνώση των Zafimaniry στη Μαδαγασκάρη (Nas, 2002·
Alivizatou, 2007).

1.3 Η Σύμβαση της Unesco για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (2003)

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του 2003, η άυλη κληρονομιά ορίζεται ως «[...] οι πρακτικές, παραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις, ικανότητες, καθώς και οι σχετικοί χώροι και αντικείμενα, τα οποία κοινότητες, ομάδες και ιδιώτες αναγνωρίζουν ως συστατικά στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Αυτή η άυλη κληρονομιά μεταδιδόμενη από γενιά σε γενιά συνεχώς μεταβάλλεται σε σχέση με το περιβάλλον, τη φύση και την ιστορία, και ενισχύει την ταυτότητα και τη συνοχή των κοινοτήτων, προωθώντας τον σεβασμό για την πολιτισμική διαφορετικότητα και την ανθρώπινη δημιουργικότητα» (Unesco, 2003, παρ. 2). Επίσης, η Σύμβαση παραθέτει συγκεκριμένες μορφές άυλης κληρονομιάς, όπως «προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις, παραστατικές τέχνες, δρώμενα και εορταστικές δραστηριότητες, γνώση της φύσης και του σύμπαντος και παραδοσιακή τεχνογνωσία» (Unesco, 2003, παρ. 2).

Κεντρικός όρος της Σύμβασης είναι η έννοια της «διαφύλαξης», η οποία ορίζεται ως «[...] μέτρα που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της άυλης κληρονομιάς και, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό, την τεκμηρίωση, την έρευνα, τη διατήρηση, την προστασία, την προώθηση και τη μετάδοση διαμέσου επίσημης και ανεπίσημης εκπαίδευσης, καθώς και την αναζωογόνηση αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς» (Unesco, 2003, παρ. 2). Οι ιδέες της αναζωογόνησης και της μετάδοσης που αναφέρονται στον παραπάνω ορισμό δίνουν έμφαση στη δημιουργική συνέχιση της παράδοσης μέσω της ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας, παρά στην αμιγώς τεχνική και επιστημονική τεκμηρίωση. Ουσιαστικά, η Σύμβαση του 2003 καινοτομεί σε σχέση με τις προηγούμενες συμβάσεις της Unesco, καθώς είναι η πρώτη που αναγνωρίζει τον πρωταρχικό ρόλο τον οποίο διαδραματίζουν οι τοπικές κοινότητες στη διαφύλαξη και μετάδοση της άυλης κληρονομιάς. Ενώ, δηλαδή, στις προηγούμενες συμβάσεις η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ευθύνη των κυβερνήσεων και των σχετικών εμπειρογνωμόνων, η Σύμβαση του 2003 στο προοίμιο και το άρθρο 15 κάνει ιδιαίτερη μνεία στον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι τοπικές κοινότητες ως φορείς μετάδοσης και προστασίας της προφορικής γνώσης και παράδοσης. Εξάλλου, η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των προγραμμάτων διαφύλαξης.

Ο όρος «διαφύλαξη», επομένως, περιλαμβάνει μια σειρά δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στη δημιουργική συνέχιση της άυλης κληρονομιάς. Αντίθετα από την προστασία της υλικής κληρονομιάς των ιστορικών μνημείων, μουσειακών συλλογών και αρχαιολογικών χώρων, η οποία αποσκοπεί κυρίως στη συντήρηση συγκεκριμένων υλικών, ώστε να μην αλλοιωθεί η αυθεντικότητά τους, η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς, σύμφωνα με τη Σύμβαση του 2003, έγκειται στο κατά πόσο η τοπική κοινωνία με την υποστήριξη του κράτους και μη κρατικών οργανισμών είναι σε θέση να τη μεταδώσει στις επόμενες γενιές, ανεξάρτητα από υφιστάμενες αλλαγές. Κατά συνέπεια, η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς αφορά ένα αρκετά σύνθετο σύνολο δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδυάζουν τεχνικές γνώσεις καταγραφής και έρευνας με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, το κράτος και οι λοιποί σχετικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν έναν διαμεσολαβητικό ρόλο σχετικά με την εφαρμογή των προγραμμάτων διαφύλαξης. Και αυτό γιατί, όπως έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό τα τελευταία χρόνια της εφαρμογής της Σύμβασης, ο πολύπλοκος μηχανισμός αναγνώρισης της άυλης κληρονομιάς, εκτός από τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, έχει καταστήσει απαραίτητη, πλέον, τη συμμετοχή τεχνικών φορέων στα προγράμματα διαφύλαξης (Jacobs, 2014).

Μέσα στο νέο πλαίσιο της Σύμβασης, οι κυριότερες υποχρεώσεις των κρατών μελών αφορούν την καταγραφή παραδόσεων και εκφράσεων σε εθνικούς καταλόγους απογραφής (inventories) μέσα από συνεργασία με τοπικές κοινότητες, συλλόγους, ερευνητικά κέντρα και μουσεία. Οι κατάλογοι αυτοί συντάσσονται συνήθως από ειδικά καταρτισμένους ερευνητές, χωρίς να επιβάλλεται κάποια συγκεκριμένη μεθοδολογία από την Unesco. Κάθε κρατικός φορέας αποφασίζει ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και μεθόδους και μελετώντας τους καταλόγους άλλων κρατών. Για την κατάρτιση των καταλόγων τους, η Ιαπωνία και η Βραζιλία, για παράδειγμα, έχουν χρησιμοποιήσει εθνογραφική έρευνα, η Βουλγαρία βασίστηκε σε ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν από πολιτιστικούς συλλόγους στις τοπικές κοινότητες, ενώ η Πορτογαλία βασίστηκε σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από εθνογραφική έρευνα σε συνδυασμό με τις κατηγορίες της Σύμβασης (http://www.unesco.org/culture/ich/en/inventorying-intangible-heritage-00080).
Επίσης, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να υιοθετήσουν τα σχετικά νομικά, διοικητικά και οικονομικά μέτρα που κρίνονται απαραίτητα σε κάθε χώρα. Σε διεθνές επίπεδο, η Σύμβαση προβλέπει τη δημιουργία δύο καταλόγων: α) του Αντιπροσωπευτικού Καταλόγου της Άυλης Κληρονομιάς και β) του Καταλόγου της Άυλης Κληρονομιάς σε Κατάσταση Επείγουσας Διαφύλαξης, για εκφράσεις που βρίσκονται στα πρόθυρα εξαφάνισης ή σημαντικής αλλοίωσης. Τέλος, προβλέπεται η δημιουργία του διεθνούς ταμείου ενίσχυσης εκφράσεων και φορέων άυλης κληρονομιάς, το οποίο αποσκοπεί στη στήριξη των παραδοσιακών κοινοτήτων και δημιουργών (Unesco, 2003, παρ.11-28).

1.4 Σχέση Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς (2003) και Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς (1972)

Η Σύμβαση του 2003 θεωρείται ότι συμπληρώνει τη Σύμβαση του 1972, καθώς προτείνει μια πιο σφαιρική και ανθρωποκεντρική αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρ' όλα αυτά, διαφοροποιείται σε πολλά σημεία απ' αυτήν, όχι μόνο ως προς τον ορισμό του αντικειμένου προστασίας, αλλά και ως προς διαχειριστικά θέματα, τα οποία αφορούν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών και τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων.

Αναλυτικότερα, η Σύμβαση του 1972 αναφέρεται κυρίως στην προστασία εμβληματικών φυσικών και πολιτιστικών μνημείων και τόπων που έχουν «εξαιρετική παγκόσμια αξία» (outstanding universal value). Αντίθετα, η Σύμβαση του 2003 προσφέρει ένα πλαίσιο διαφύλαξης όλων των εκφράσεων της άυλης κληρονομιάς μιας χώρας, χωρίς άμεση αναφορά στο θέμα της αξίας ή της αυθεντικότητας των πολιτιστικών παραδόσεων.

Επίσης, κατά τη Σύμβαση του 2003 τα κράτη μέλη υποχρεούνται να δημιουργήσουν καταλόγους απογραφής (inventories) στην επικράτειά τους και να υιοθετήσουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς με τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων. Αντίθετα, τα κράτη μέλη της Σύμβασης του 1972 υποχρεούνται να προστατεύσουν μόνο μνημεία και χώρους που έχουν αναρτηθεί σε έναν από τους τρεις προβλεπόμενους Καταλόγους.
Μια άλλη σημαντική διαφοροποίηση είναι ο ρόλος των τοπικών κοινοτήτων στη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως είδαμε νωρίτερα και θα δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω, η Σύμβαση του 2003 προϋποθέτει τη συμμετοχή της τοπικής κοινότητας σε όλα τα στάδια της διαφύλαξης της άυλης κληρονομιάς, καθώς αυτή αποτελεί και βασικό συστατικό της. Αντίθετα, η Σύμβαση του 1972 είναι περισσότερο τεχνοκρατική με λίγες σχετικά αναφορές στις τοπικές κοινότητες. Όπως παρουσιάζεται στο κεφάλαιο 1, ο ρόλος των κοινοτήτων στην προστασία των πολιτιστικών χώρων και μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς υπήρξε ιστορικά περιορισμένος (και σε πολλά μέρη είναι ακόμα και σήμερα) και αποτελεί συχνά προβληματικό θέμα ως προς τη διαχείριση των τόπων αυτών.

1.5 Άυλη πολιτιστική κληρονομιά και βιώσιμη ανάπτυξη

Η έννοια της βιωσιμότητας διαπνέει τη Σύμβαση του 2003 και είναι άμεσα συνυφασμένη με την έννοια της διαφύλαξης (Alivizatou, 2012· Smith & Akagawa, 2009). Βασικό στοιχείο της είναι η προστασία της άυλης κληρονομιάς και η μετάδοσή της στις επόμενες γενιές. Αυτό όμως προϋποθέτει τη δημιουργική συνέχιση των πολιτιστικών παραδόσεων προς όφελος των φορέων τους. Επομένως, η βιωσιμότητα αναγνωρίζει την αξία της άυλης κληρονομιάς ως πολιτιστικού αποθέματος που μπορεί να αποτελέσει εργαλείο κοινωνικής, εκπαιδευτικής, πνευματικής και οικονομικής τοπικής ανάπτυξης. Ανάγει, δηλαδή, τις εκφράσεις του παραδοσιακού πολιτισμού σε παραγωγικό αγαθό προς όφελος της κοινωνίας. 
Συγχρόνως, όμως, αναγνωρίζει ότι οι εκφράσεις αυτές πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο προστασίας, ώστε να μην αλλοιωθεί η τοπική τους σημασία και η σχέση τους με τις τοπικές κοινότητες. Όπως η έννοια της «διαφύλαξης», έτσι και η έννοια της «βιωσιμότητας» εμπεριέχει τάσεις που ενδεχομένως να αλληλοσυγκρούονται. 
Για παράδειγμα, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, η προστασία του πολιτιστικού αποθέματος δεν συνάδει πάντα με προσπάθειες προώθησης που έχουν ως απώτερο στόχο την οικονομική του εκμετάλλευση. Γι' αυτόν τον λόγο, η επιτυχής διαφύλαξη και βιωσιμότητα της άυλης κληρονομιάς είναι αποτέλεσμα συνεργασίας κρατικών, μη κρατικών οργανισμών και τοπικών κοινοτήτων και απαιτεί προσεκτικό ισοζύγισμα διαφορετικών τάσεων. Η μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων διαφωτίζει καλύτερα τα παραπάνω.

Ίσως από τις πιο φημισμένες αναρτήσεις στον κατάλογο της άυλης κληρονομιάς της Unesco είναι η πλατεία Jemaa el-Fnaa στην πόλη Μαρακές του Μαρόκου, η οποία αποτελεί χώρο παραγωγής και μετάδοσης της άυλης κληρονομιάς, ένα υπαίθριο θέατρο «μουσικών, παραμυθάδων, ακροβατών και γητευτών φιδιών», τόσο για την τοπική κοινωνία όσο και για τους ξένους επισκέπτες (Schmitt, 2008). Μολονότι η παλιά πόλη (Medina), και κατ' επέκταση η πλατεία, είχε αναρτηθεί στον Κατάλογο Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς από το 1985, τα προβλεπόμενα μέτρα συντήρησης του ιστορικού ιστού της αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές, καλλιτεχνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις και δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στην πλατεία από τον 17ο αιώνα.

Για την ακρίβεια, στις αρχές της δεκαετίας του '90 η πλατεία είχε απειληθεί με την κατασκευή ενός υπόγειου χώρου στάθμευσης και ενός διοικητικού κτηρίου ύψους 15 μέτρων. Όπως εξηγεί ο Schmitt (2008), ύστερα από σειρά παρεμβάσεων και διπλωματικών διεργασιών με τη συμβολή καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων και πνευματικών ανθρώπων, τα προβλεπόμενα έργα ακυρώθηκαν, η πλατεία χαρακτηρίστηκε από την Unesco «προφορικό αριστούργημα της ανθρωπότητας» στα τέλη της δεκαετίας του '90, και το 2001 αποτέλεσε μια από τις πρώτες αναρτήσεις στον κατάλογο των «Αριστουργημάτων της Άυλης Κληρονομιάς», το πρόγραμμα που προηγήθηκε του Καταλόγου της Σύμβασης του 2003. 
Στα μάτια των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας, αλλά και της διεθνούς κοινότητας, αποτελεί έκτοτε κατεξοχήν τόπο μετάδοσης και διδασκαλίας της τοπικής αφηγηματικής τέχνης. Κατά τον Schmitt (2008), η περίπτωσή της είναι μια από τις δραστηριότητες που οδήγησαν στον ορισμό και τη διεθνή αναγνώριση της έννοιας της άυλης κληρονομιάς.

Από τα χρόνια μετά την επίσημη αναγνώρισή της, η πλατεία θεωρείται πλέον έμβλημα της πόλης του Μαρακές και της ταυτότητας του Μαρόκου. Όπως διαπίστωσα η ίδια τον Νοέμβριο του 2009, κατά τη διάρκεια της ημέρας η πλατεία είναι γεμάτη παραδοσιακούς αφηγητές, θεραπευτές, μουσικούς, γητευτές φιδιών και πωλητές πορτοκαλιών. Το βράδυ επικρατεί πιο ζωντανή και γιορτινή ατμόσφαιρα με την παρασκευή και κατανάλωση τοπικών φαγητών, την παρουσίαση χορών και τη συμμετοχή οικογενειών. Εκτός από την τοπική κοινότητα, τον τόπο μνήμης και παραδοσιακής δημιουργίας κατακλύζει μέρα και νύχτα μεγάλος αριθμός ξένων επισκεπτών, οι οποίοι συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική οικονομία. 
Η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στη διαφύλαξη των πολιτιστικών δράσεων της πλατείας και στις απαιτήσεις των ξένων επισκεπτών αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του Πολιτιστικού Συλλόγου και της αντιπροσωπείας της Unesco (Skounti, 2009).

1.6 Βιώσιμη ανάπτυξη και εμπορευματοποίηση

Οι περιπτώσεις της πλατείας Jemaa el-Fnaa και των Περιστρεφόμενων Δερβίσηδων θέτουν σημαντικούς προβληματισμούς σχετικά με τις συγκρουόμενες τάσεις στα προγράμματα διαφύλαξης, καθώς η αναγνώριση μιας πλατείας και μιας θρησκευτικής τελετής αντιστοίχως ως άυλης κληρονομιάς της ανθρωπότητας αποτελεί νέο τρόπο θεώρησης και αντιμετώπισης των εκφράσεων αυτών, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Για πολλούς μελετητές ο μηχανισμός διαφύλαξης και προστασίας της άυλης κληρονομιάς που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια η Unesco αποτελεί μορφή της παγκοσμιοποίησης, την οποία, ειρωνικά, προσπαθεί να αντιμετωπίσει, και, ουσιαστικά, εκθέτει τον παραδοσιακό πολιτισμό στο σύγχρονο καπιταλιστικό modus vivendi ως ένα ακόμα καταναλωτικό αγαθό (Bendix, 2009· Kirshenblatt-Gimblett, 2004).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προστασία της υφαντικής παράδοσης στο νησί Taquile στη λίμνη Titicaca σε υψόμετρο 3.800 μέτρων στα σύνορα Περού και Βολιβίας στη Νότια Αμερική, η οποία κοσμεί τον κατάλογο της Unesco από το 2005. Σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Περού για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, οι κάτοικοι του νησιού είναι υποχρεωμένοι να φορούν καθημερινά την τοπική ενδυμασία και να ακολουθούν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής όσον αφορά τα παραδοσιακά επαγγέλματα και την οικοδόμηση κτηρίων. Η φυσική ιδιαιτερότητα του τοπίου και ο τρόπος ζωής των κατοίκων του νησιού προσελκύουν πλήθος επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Κατά συνέπεια, μέσα σε λίγα χρόνια η σχετικά περιθωριοποιημένη κοινότητα έχει μετατραπεί σε σημαντικό τουριστικό προορισμό με αισθητά οικονομικά οφέλη για τοπικούς παράγοντες, καθώς το νησί κινείται στον ρυθμό των καϊκιών που αδειάζουν κάθε πρωί εκατοντάδες τουρίστες (http://www.unesco.org/culture/ich/en/RL/taquile-and-its-textile-art-00166).

Το ερώτημα που τίθεται είναι μήπως τα μέτρα διαφύλαξης και προβολής τελικά δεσμεύουν την τοπική κοινότητα σε έναν αυθεντικά παραδοσιακό, πλην όμως απονεκρωμένο και αποστειρωμένο, τρόπο ζωής, όπου η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς εκφράζει πρωτίστως οικονομικές και πολιτικές ανάγκες, και παύει να αποτελεί μια πηγαία εκδήλωση πολιτισμικής ταυτότητας (Bendix, 2009). Η συγκεκριμένη περίπτωση υπονοεί ότι, όταν η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς ακολουθεί κυρίως κρατικές επιταγές οικονομικής ανάπτυξης, συχνά τα μέτρα που εφαρμόζονται προωθούν μια εξωτερική εικόνα των παραδοσιακών εκφράσεων, οι οποίες έχουν χάσει τη λειτουργική τους σχέση με τις τοπικές κοινότητες και έχουν γίνει εμπορεύσιμα προϊόντα «αυθεντικών πολιτισμών» προς διεθνή κατανάλωση. Σ' αυτές τις περιπτώσεις πιο σημαντική είναι η πιστή αναπαράσταση ενός δρώμενου ή μιας παραδοσιακής καλλιτεχνικής έκφρασης, παρά οι αλλαγές που έχουν επέλθει ή η σημασία της συγκεκριμένης παράδοσης για την τοπική κοινότητα.

Από την άλλη πλευρά, η εμπορευματοποίηση της παράδοσης έχει δημιουργήσει μια τοπική οικονομία με σημαντικά οφέλη για την τοπική κοινωνία. Σε συζητήσεις με κατοίκους του νησιού το 2010, διαπίστωσα ότι η ανάπτυξη του τουρισμού έχει σταματήσει τη νησιώτικη μετανάστευση, τον αναλφαβητισμό και τη φτώχεια. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το νησί ήταν από τα λιγότερο ανεπτυγμένα μέρη της χώρας, ενώ σήμερα πολλοί άνθρωποι από άλλες περιοχές ταξιδεύουν ως εκεί σε αναζήτηση εργασίας. Η νεότερη γενιά αρχίζει να αναγνωρίζει τη νέα αξία της πολιτιστικής αυτής κληρονομιάς και ασχολείται με την αναβίωση εθίμων και παραδόσεων.

1.7 Επιχειρησιακές Οδηγίες της Unesco (2008 και εξής)

Μέχρι στιγμής διαπιστώνεται ότι ο διεθνής χαρακτηρισμός της άυλης κληρονομιάς περιλαμβάνει μάλλον εκφράσεις που ανήκουν στον χώρο του λαϊκού πολιτισμού και του φολκλόρ. Μ' αυτό το σκεπτικό, μια άλλη σημαντική κριτική στη Σύμβαση του 2003 ήταν ότι οι περισσότερες εκφράσεις που βρίσκονται στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Unesco αποτελούν κυρίως περιθωριακά ή προβιομηχανικά φαινόμενα, όπως εκείνα που έσπευσαν να καταγράψουν και να διασώσουν οι πρώτοι ανθρωπολόγοι, παρά πιο σύνθετες εκφράσεις ταυτότητας που αντιπροσωπεύουν τη σύγχρονη πραγματικότητα (Brown, 2005). 
Δηλαδή, ο κατάλογος περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο παραδοσιακούς χορούς, τραγούδια, δρώμενα και τελετές πολιτισμών που μοιάζουν να είναι ανέπαφοι από διαδικασίες παγκοσμιοποίησης και νεωτερικότητας. Γιατί όμως το μπαλέτο της Καμπότζης να θεωρείται περισσότερο αντιπροσωπευτικό από το μπαλέτο Μπολσόι; Από το 2008 τέτοιοι προβληματισμοί οδήγησαν στην υιοθέτηση Επιχειρησιακών Οδηγιών που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την αναθεώρηση των κριτηρίων για την επιλογή των εκφράσεων της άυλης κληρονομιάς. Ως συνέπεια, σήμερα έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο πιο σύγχρονες και δυτικές εκφράσεις, όπως το Αργεντίνικο Τανγκό, το γαστρονομικό γεύμα των Γάλλων, τα καφέ της Βιέννης και η Μεσογειακή Διατροφή. Για την ακρίβεια, από το 2008, και μετά τη διεύρυνση των κριτηρίων, οι αναρτήσεις στον Κατάλογο της Unesco σημειώνουν σημαντική αύξηση.

Ο ενθουσιασμός των κρατών μελών να προβάλλουν τις τοπικές τους παραδόσεις παγκοσμίως έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές στο να κάνουν λόγο για διεθνή ανταγωνισμό σχετικά με το ποια χώρα θα έχει τις περισσότερες αναρτήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν το θέμα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς γίνεται θέμα διεθνούς προβολής και κινείται πρωτίστως από κρατικούς μηχανισμούς, η συμμετοχή και η πρωτοβουλία της τοπικής κοινότητας στα μέτρα καταγραφής και διαφύλαξης συχνά παραβλέπονται. Εκείνο που προέχει είναι μάλλον οι πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις της επίσημης αναγνώρισης. Εξάλλου, η οργανωμένη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στα προγράμματα διαφύλαξης αποδεικνύεται στην πράξη αρκετά σύνθετη και δύσκολη διαδικασία (Cooke & Kothari, 2001). 
Για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, τα τελευταία χρόνια μετά την υιοθέτηση των Επιχειρησιακών Οδηγιών η Unesco έχει αναλάβει την οργάνωση μιας σειράς σεμιναρίων στα τοπικά γραφεία του οργανισμού σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, τα οποία σκοπό έχουν την ενδυνάμωση και επαγρύπνηση των τοπικών κοινοτήτων (www.unesco.org/culture/ich).

1.8 Συμμετοχή της Τοπικής Κοινωνίας

Αν και η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς μέχρι τώρα θεωρείται κυρίως υποχρέωση των κρατών μελών, εντοπίζονται ιδιαίτερα αξιόλογες περιπτώσεις όπου τοπικές κοινότητες και οργανισμοί έχουν αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες. Μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι οι εθελοντές ερευνητές πεδίου του Πολιτιστικού Κέντρου των Νήσων Vanuatu στον Ειρηνικό Ωκεανό (http://vanuatuculturalcentre.vu/fieldworkers). Ύστερα από την ανεξαρτησία των νήσων από τη σχεδόν ογδονταετή αγγλογαλλική διοίκηση, το 1980 η αναζήτηση και ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας έγινε κεντρικό θέμα της μετα-αποικιακής πραγματικότητας. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και σε συνεργασία με Ευρωπαίους και Αυστραλούς ανθρωπολόγους το Πολιτιστικό Κέντρο του Vanuatu οργάνωσε την ομάδα των τοπικών ερευνητών πεδίου (fieldworkers), σκοπός της οποίας είναι η καταγραφή και αναζωογόνηση προ-αποικιακών εθίμων και παραδόσεων (Bolton, 2003).

Ειδικότερα, οι γυναίκες και οι άντρες ερευνητές, που ασχολούνται με θηλυκές και αρσενικές δραστηριότητες αντίστοιχα, εκλέγονται σε κάθε νησιωτική κοινότητα. Κάθε χρόνο οι ερευνητές διαλέγουν ένα θέμα (για παράδειγμα, έθιμα του γάμου, κυνήγι, καλλιέργεια της γης και ανατροφή παιδιών), το οποίο διερευνούν και καταγράφουν με εθνογραφικές μεθόδους, όπως συνεντεύξεις και παρατηρήσεις, καθώς και με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, όπως κάμερες, μαγνητόφωνα και φωτογραφικές μηχανές. Ο ρόλος του ερευνητή θεωρείται τιμητική διάκριση και οι ερευνητές δεν λαμβάνουν μισθό. Στο τέλος της ερευνητικής περιόδου, παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους σε συνέδριο που διοργανώνεται στο Πολιτιστικό Κέντρο / Μουσείο στην Port Vila, πρωτεύουσα του Vanuatu. Τα στοιχεία που συλλέγονται φυλάσσονται στο ειδικά διαμορφωμένο «απαγορευμένο δωμάτιο» του μουσείου και με την έγκριση των τοπικών κοινοτήτων χρησιμοποιούνται αργότερα σε εκπαιδευτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα και σε εκθέσεις στο μουσείο που απευθύνονται περισσότερο στην τοπική κοινότητα παρά σε ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό.

Οι ερευνητές του Vanuatu θεωρούνται διεθνώς ένα ιδιαίτερα πετυχημένο παράδειγμα διαφύλαξης της άυλης κληρονομιάς, το οποίο ξεκίνησε και αναπτύχθηκε σε τοπικό επίπεδο με σχετικά περιορισμένη κρατική υποστήριξη (Regenvanu, 2005). Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα των ερευνητών έχει μια εντυπωσιακή ιστορία και έργο άνω των τριάντα χρόνων, ενώ πολλά από τα κρατικά ή διεθνώς επιχορηγούμενα προγράμματα παύουν να λειτουργούν μόλις τελειώσει η σχετική επιχορήγηση, γιατί ο ρόλος τους δεν είναι τόσο απαραίτητος στην τοπική κοινότητα. Σε γενικές γραμμές, η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς θεωρείται πρωτίστως υποχρέωση των κρατών, και περιπτώσεις όπως αυτής των ερευνητών πεδίου του Vanuatu είναι σπάνιες.

Μια άλλη περίπτωση ενεργού συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς είναι η φλαμανδική κοινότητα του Βελγίου (www.faronet.be), η οποία αποτελεί ιδιαίτερα δραστήριο μέλος της διεθνούς σκηνής ως προς τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς. Το Βέλγιο αποτελείται από τρεις γλωσσικές και γεωγραφικές κοινότητες: τη γαλλόφωνη, τη γερμανόφωνη και τη φλαμανδική, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς στην περιοχή τους. Η φλαμανδική κοινότητα έχει αναλάβει από το 2008 την οργάνωση και τον εμπλουτισμό του τοπικού καταλόγου απογραφής και τον σχεδιασμό της πολιτικής για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς στη Φλάνδρα. Αν και τα μέλη της κοινότητας έχουν δραστήριο ρόλο στη διαφύλαξη και μετάδοση των εκφράσεων της άυλης κληρονομιάς, όπως για παράδειγμα του κεντήματος της δαντέλας, της παραγωγή της μπύρας και της σοκολάτας και του κυνηγιού με αετούς, οι περισσότερες διαφυλακτικές δραστηριότητες εκτελούνται με την τεχνική υποστήριξη ειδικά καταρτισμένων επαγγελματιών του πολιτισμού (culture brokers).

Το ερώτημα που προκύπτει, βέβαια, τόσο στην περίπτωση του Vanuatu όσο και της Φλάνδρας, είναι πόσο αντιπροσωπευτική είναι η εκπροσώπηση κάθε τοπικής κοινότητας. Για παράδειγμα, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Φλάνδρας αποτελείται από Μαροκινούς δεύτερης γενιάς, ως επί το πλείστον μουσουλμάνους, οι οποίοι έχουν διαφορετική πολιτιστική ταυτότητα από τους υπόλοιπους Φλαμανδούς. Ο κατάλογος, όμως, δεν περιέχει προς το παρόν εκφράσεις αντιπροσωπευτικές των παραδόσεων αυτού του πληθυσμού, γεγονός που πιθανώς να δημιουργεί προβλήματα κοινωνικής συνοχής και να θέτει υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατική λειτουργία της κοινότητας στον χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς. 
Επίσης, η θεματολογία των ερευνητών του Vanuatu κινείται κυρίως στο επίπεδο των προ-αποικιακών παραδόσεων με στόχο την ενδυνάμωση της τοπικής ταυτότητας στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας των Νήσων από τον αγγλογαλλικό έλεγχο. Για τον λόγο αυτόν, οι ερευνητές είναι συνήθως ώριμα μέλη της κοινότητας. Η θεματολογία και η τοπική εκπροσώπηση, όμως, πιθανότατα να μην εκφράζουν πάντοτε τις προτιμήσεις και προσδοκίες της νεότερης γενιάς. Επομένως, το θέμα της συμμετοχής και της εκπροσώπησης της τοπικής κοινωνίας έχει πολλαπλές διαστάσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη στα προγράμματα ορισμού και διαφύλαξης της άυλης κληρονομιάς.

1.9 Η Σύμβαση της Unesco (2003) και η Ελληνική Πραγματικότητα

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς την τελευταία δεκαετία έχει σημαντική διεθνή απήχηση σε επίπεδο όχι μόνο σπάνιων πολιτισμικών φαινομένων, αλλά και πιο σύγχρονων και ευρύτερα διαδεδομένων παραδόσεων. Και ενώ οι πρώτες χώρες που υιοθέτησαν τη Σύμβαση και άρχισαν να την εφαρμόζουν ήταν χώρες με έντονο προφορικό, παραδοσιακό πολιτισμό στην ανατολική Ασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται πιο έντονη συμμετοχή ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ άλλων, και της Ελλάδας.

Η Ελλάδα υιοθέτησε τη Σύμβαση το 2006 και έκτοτε συμμετείχε στη συλλογική πρόταση της Μεσογειακής Διατροφής με το Μαρόκο, την Ιταλία και την Ισπανία το 2013, και πιο πρόσφατα, το 2014, με την ανάρτηση της Χιώτικης Μαστίχας στον Κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς. Σε γενικές γραμμές, όμως, η επίσημη ελληνική συμμετοχή στον διεθνή διάλογο για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτό είναι αναμενόμενο, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των διαθέσιμων κρατικών πόρων για την πολιτιστική κληρονομιά καλύπτει προγράμματα για την προστασία και την έρευνα αρχαιολογικών χώρων και μνημείων.

Παρά την περιορισμένη κρατική συμμετοχή σε προγράμματα διαφύλαξης, στην Ελλάδα λειτουργούν επί σειρά δεκαετιών ερευνητικοί οργανισμοί, μουσεία και σωματεία που ασχολούνται με την έρευνα και τη μετάδοση της άυλης κληρονομιάς σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Μολονότι δεν αυτοπροσδιορίζονται κατά τον τρόπο αυτόν, το γνωστικό αντικείμενο και ο κεντρικός θεματικός τους άξονας αφορούν άμεσα την προστασία της άυλης κληρονομιάς. 
Η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, για παράδειγμα, η οποία ιδρύθηκε το 1909 από τον Νικόλαο Πολίτη, αποσκοπεί στον εμπλουτισμό των λαογραφικών σπουδών της Ελλάδας και των Βαλκανίων, και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με θέματα δημοτικής και λαϊκής φιλολογίας και πολιτισμού. 
Η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, που εδρεύει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Παλαιάς Βουλής και ιδρύθηκε το 1882, ασχολείται επίσης με την καταγραφή και τεκμηρίωση του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, ενώ 
το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, μετά την πρόσφατη ανακαίνισή του, αποτελεί σημαντικό τόπο παρουσίασης του λαϊκού πολιτισμού στην Αθήνα. 
Το Λύκειο Ελληνίδων είναι ένας ιστορικός θεσμός για τη διαφύλαξη και μελέτη των ελληνικών χορών. 
Το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς με το δίκτυο μουσείων του έχει επίσης μακροχρόνια συμμετοχή στην ανάδειξη και προστασία των παραδοσιακών επαγγελμάτων και σχέσεων με το περιβάλλον, όπως, εξάλλου, και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. 
Παράλληλα, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη συλλογή φορεσιών από όλη τη χώρα, καθώς και με το πλούσιο σχετικό εκδοτικό του έργο. 
Επιπλέον, σε τοπικό επίπεδο, πολιτιστικοί σύλλογοι και ομάδες πολιτών, χωρίς απαραίτητα τη σχετική πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά με αγάπη και ενδιαφέρον για τον τόπο τους, ασχολούνται με τη διαφύλαξη και προώθηση μορφών λαϊκού πολιτισμού. 
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πυργίου στη Χίο και το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο Κιμώλου αποτελούν, από προσωπική εμπειρία, τόπους μνήμης και διαφύλαξης της άυλης κληρονομιάς που εκφράζουν την τοπική κοινωνία.

Και ενώ υπάρχει πλούσια πνευματική και κοινωνική υποδομή για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς, αυτό που απουσιάζει είναι μια πιο οργανωμένη προσπάθεια συνομιλίας και συνεργασίας των φορέων αυτών σε ένα ευρύτερο πνευματικό αλλά και πρακτικό επίπεδο ως προς το θέμα της βιώσιμης ανάπτυξης και της συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας σε προγράμματα έρευνας και διαφύλαξης. Η ευθύνη του κράτους και της πανεπιστημιακής κοινότητας στο θέμα αυτό είναι μεγάλη. Η ύπαρξη ενός μοντέλου συμβούλων πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως περιγράφεται από τον Jacobs (2014), θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Παρά τη σχετικά περιορισμένη ελληνική συμμετοχή στον διεθνή διάλογο για τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς, οι αναρτήσεις της Μεσογειακής Διατροφής και της Μαστιχοπαραγωγής στον Κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας προσφέρουν κάποια πρώτα στοιχεία για το πώς μεταφράζεται αυτή η προσπάθεια στη χώρα μας.

2. Παράδειγμα από την Ελλάδα: Μεσογειακή Διατροφή 
3.2.1 Εισαγωγή

Η Μεσογειακή Διατροφή εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς της Unesco -με «εμβληματικές» κοινότητες-εκπροσώπους την Κορώνη της Ελλάδας, τη Soriα της Ισπανίας, το Cilento της Ιταλίας και το Chefchaouen του Μαρόκου- το 2010.(22) 
Αυτή είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στον συγκεκριμένο κατάλογο της Unesco.
Η ουσία της εγγραφής είναι ότι ένα διατροφικό μοντέλο, το οποίο αναπτύσσεται στην περιοχή της Μεσογείου εμπεριέχοντας την ιστορία και την παράδοση της περιοχής, αναγνωρίζεται ως πολιτισμικό στοιχείο σε διεθνές επίπεδο.

Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφεται η διαδικασία και το πλαίσιο εγγραφής, καθώς και οι εμπλεκόμενοι φορείς και η σημασία αυτής, ενώ, τέλος, αποτιμάται κριτικά η διαδικασία πριν και μετά την εγγραφή, όπου και διατυπώνονται προτάσεις με άξονες την τοπική κοινωνία και τη βιώσιμη ανάπτυξη για αποτελεσματικές μελλοντικές εγγραφές στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco.

2.2 Η Αξία της Μεσογειακής Διατροφής

Από ιατρικής πλευράς, επιστημονικές μελέτες έχουν αναδείξει τη Μεσογειακή Διατροφή ως διατροφικό μοντέλο-πρότυπο για την υγεία και τη μακροζωία (Bach-Faig κ.ά., 2011). Ενδεικτικές αναφορές μελετών προς την κατεύθυνση αυτή: 
α) Μελέτες κατά τη δεκαετία του '60 σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας συσχέτισαν τη Μεσογειακή Διατροφή με μειωμένη συχνότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. 
β) Μελέτες χρησιμοποίησαν περαιτέρω κλίμακα βαθμολόγησης για την εκτίμηση του βαθμού προσήλωσης στη Μεσογειακή Διατροφή, αναφερόμενες στα κύρια χαρακτηριστικά της (Bach κ.ά., 2006· Gerber, 2006· Issa κ.ά., 2011· Menotti κ.ά., 1999· Sanchez-Villegas, Bes-Rastrollo, Martinez-Gonzalez & Serra-Majem, 2006· Serra-Majem κ.ά., 2004· Serra-Majem, Roman & Estruch, 2006· Trichopoulou κ.ά., 1995). 
γ) Μελέτες των τελευταίων ετών επιβεβαίωσαν ότι η προσήλωση στην παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή συστηματικά συνδέεται με τη μείωση καρδιοαγγειακών νοσημάτων, θνησιμότητας, μεταβολικού συνδρόμου, καθώς και διαβήτη τύπου Β. (23) 
δ) Μελέτες έδειξαν ότι η υψηλή πρόσληψη τροφών που είναι τυπικές της Μεσογειακής Διατροφής, όπως φρούτα, λαχανικά, σιτηρά ολικής άλεσης, ελαιόλαδο, ψάρι, συνδέονται με μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης διάφορων τύπων καρκίνου (Capone, Bilali, Debs, Cardone & Driouech, 2014).

Πέρα όμως από την ιατρική πλευρά, η Μεσογειακή Διατροφή έχει ένα ισχυρό πολιτισμικό περιεχόμενο (Reguant-Aleix & Sensat, 2012). Η κοινή πρόταση των τεσσάρων κοινοτήτων-χωρών για την εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας απορρέει από την καθολική άποψη ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες που συνδέονται άρρηκτα με την υδάτινη λεκάνη της Μεσογείου έχουν αναπτύξει στο πέρασμα των αιώνων έναν διατροφικό πολιτισμό που διέπεται από κοινά γνωρίσματα. Ο πολιτισμός αυτός είναι συνυφασμένος με την ίδια τη φύση του μεσογειακού χώρου και των οικολογικών χαρακτηριστικών του, τις κοινές ιστορικές εμπειρίες και αξίες, αλλά και τις συλλογικές αντιλήψεις και πρακτικές που αφορούν τη διαχείριση φυσικών πόρων στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, καθώς και με τις εθιμικές πρακτικές και εκφράσεις συλλογικής ζωής που αναπτύσσονται από τις κοινωνίες οι οποίες μοιράζονται τον κοινό μεσογειακό χώρο (Χατζηνικολάου, Ανδριανοπούλου & Δρίνης, 2012). Ο Γάλλος ιστορικός του 20ού αιώνα Fernand Braudel, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα μιας ανθρωπογεωγραφικής και ιστορικής ενότητας της Μεσογείου, αναφερόμενος στο μεσογειακό τοπίο γράφει ότι «παντού συναντά κανείς την ίδια τριάδα, κόρη του κλίματος και της ιστορίας: το σιτάρι, την ελιά και το αμπέλι...» (Braudel, 1993). Αυτή η κοινή κληρονομιά αποτελεί την ουσία της Μεσογειακής Διατροφής.

Στο πλαίσιο αυτό, η Μεσογειακή Διατροφή, όπως εκφράζεται και στον φάκελο υποψηφιότητας των τεσσάρων κοινοτήτων προς την Unesco, αποτελεί ένα σύνολο ικανοτήτων, γνώσεων, πρακτικών και παραδόσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν τη γη που παράγει προϊόντα, τις πρώτες ύλες, την καλλιέργεια, τη συγκομιδή, τη διαδικασία διατήρησης και συντήρησης, την προετοιμασία, το τραπέζι και, κυρίως, την κατανάλωση φαγητού. Χαρακτηρίζεται ως ένα διατροφικό μοντέλο που έχει παραμείνει σταθερό στον χώρο και στον χρόνο και αποτελείται κυρίως από ελαιόλαδο, δημητριακά, φρέσκα και αποξηραμένα φρούτα και λαχανικά, ψάρι, γαλακτοκομικά και κρέας, καθώς και μπαχαρικά, όλα αυτά συνοδευόμενα από κρασί και πάντα με σεβασμό στις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες κάθε κοινότητας. 
Ωστόσο, η Μεσογειακή Διατροφή ως τρόπος ζωής εμπεριέχει και άλλες έννοιες. Προωθεί την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς τα γεύματα που προσφέρονται σε μεγάλες γιορτές αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο των τοπικών εθίμων. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό «σώμα» γνώσης της λαϊκής παράδοσης. Το σύστημα σέβεται την περιοχή και τη βιοποικιλότητα, και διασφαλίζει τη διατήρηση και ανάπτυξη παραδοσιακών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το ψάρεμα και την καλλιέργεια της γης. Οι γυναίκες έχουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταφορά της εμπειρίας και της γνώσης του «τελετουργικού», των παραδοσιακών γιορτών, και στην προστασία των διάφορων τεχνικών που χρησιμοποιούν (Unesco, 2010).

Το διατροφικό μοντέλο της Μεσογειακής Διατροφής, άμεσα συνδεδεμένο και με το πολιτισμικο-κοινωνικό-οικονομικό μοντέλο της περιοχής, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα-πρότυπο στη σημερινή εποχή σε διαφοροποίηση προς τις ισχύουσες και συχνά βλαπτικές διατροφικές συνήθειες σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ενώ, συγχρόνως, μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται και σε κίνδυνο λόγω της περαιτέρω διάδοσης των συνηθειών αυτών.

2.3 Διαδικασία Εγγραφής - Εμπλεκόμενοι Φορείς

Η εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco, με πρωτοβουλία των τεσσάρων κοινοτήτων, πέρασε από τα εξής στάδια: 
Η πρώτη προσπάθεια εγγραφής έγινε το 2006, η οποία δεν τελεσφόρησε. Η αίτηση υποβλήθηκε εκ νέου το 2008 με ανανεωμένα επιχειρήματα και πάλι δεν έγινε αποδεκτή. 
Εν τέλει, ο φάκελος της υποψηφιότητας συντάχθηκε εκ νέου το 2009 και εγκρίθηκε από την Unesco το 2010 (Γκανιάτσου, 2013, σελ. 37· Ταγωνίδη-Μανιατάκη & Βρέττα, 2001, σελ. 3-4). Η διακρατική πρόταση υποστηριζόταν από τις κοινότητες της Κορώνης στην Ελλάδα, της Soria στην Ισπανία, του Cilento στην Ιταλία και του Chefchaouen στο Μαρόκο, οι οποίες ανακηρύχθηκαν «εμβληματικές» και δεσμεύτηκαν -από κοινού με τα κράτη που εκπροσωπούν- ότι θα λάβουν μέτρα για περαιτέρω προβολή και προστασία της Μεσογειακής Διατροφής, σε συνεργασία μεταξύ τους και με άλλους φορείς σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.  (24)
Τον Δεκέμβριο του 2013 εγκρίθηκε από την Unesco η αναγνώριση της Μεσογειακής Διατροφής ως αγαθού άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς στην αναθεωρημένη μορφή της, με τη διεύρυνση της αρχικής ομάδας κρατών (Ελλάδας, Ισπανίας, Ιταλίας και Μαρόκου) με την προσθήκη της Κύπρου, της Κροατίας και της Πορτογαλίας (Κυπριακή Εθνική Επιτροπή Unesco 2013).

Από πλευράς ελληνικής συμμετοχής, ο φορέας που εμπνεύστηκε, οργάνωσε και προώθησε την εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στην Unesco και κινητοποίησε και συντόνισε προς τον σκοπό αυτό και άλλους φορείς -ως αρχικά ανεπίσημος και στη συνέχεια επίσημος σύμβουλος της τοπικής αυτοδιοίκησης- ήταν το Μανιατάκειον Ίδρυμα, κοινωφελές ίδρυμα με σκοπό τη διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς και την προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της Κορώνης και της ευρύτερης περιοχής. Το Μανιατάκειον Ίδρυμα, σε συνεργασία με τον Δήμο Κορώνης, τη Νομαρχία Μεσσηνίας, τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Κορώνης και τον Σύνδεσμο Κορωναίων «Παναγία η Ελεήστρια», προετοίμασε τον φάκελο υποψηφιότητας στην Unesco. Το Υπουργείο Πολιτισμού (συγκεκριμένα η Διεύθυνση Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς) και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα υπουργεία και φορείς της Ισπανίας, της Ιταλίας και του Μαρόκου, βοήθησαν ως προς τη διακρατική συνεργασία.

Το Μανιατάκειον Ίδρυμα ανέπτυξε τις εξής δράσεις που βοήθησαν στην εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στην Unesco:
α) Διεθνές συνέδριο με θέμα «Ιστορική Μνήμη και Οικονομική Ανάπτυξη» (Αθήνα και Κορώνη, 2-4 Ιουλίου 2009), με την υποστήριξη της Βουλής των Ελλήνων, της Πρεσβείας της Ιταλίας στην Ελλάδα και της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα. Σκοπός του συνεδρίου ήταν η εξέταση των δυνατοτήτων αξιοποίησης της πολιτισμικής κληρονομιάς στο πέρασμα του χρόνου, με έμφαση στη σημερινή εποχή. Το συνέδριο βοήθησε στην κινητοποίηση και στην ανάπτυξη συνεργασιών με ισχυρούς κρατικούς και διακρατικούς φορείς, καθώς και στο να προσδοθεί μια ευρύτερη σημασία στην προώθηση των πολιτισμικών στοιχείων της περιοχής.
β) Συμμετοχή στο πρόγραμμα Future Leaders (Αθήνα και Κορώνη, Μάρτιος 2010) (http://www.futureleaders.gr/). Σκοπός του προγράμματος ήταν η εκπόνηση ενός επιχειρηματικού σχεδίου (business plan) για την ανάπτυξη της κοινωνίας και της οικονομίας της Κορώνης και της ευρύτερης περιοχής με βάση τον πολιτισμό της.(www.maniatakeion.gr/articlefiles/Project_Plan_Maniatakeion_Idryma_21042010.pdf). 

Η μελέτη κατέγραψε τους σημαντικότερους πόρους της περιοχής, καθώς και τις ιδιαιτερότητές της. 
Η μελέτη προσδιόρισε την αποστολή: να γίνει η Κορώνη ένας αυθεντικός τόπος που θα παρέχει, πρωτίστως, υψηλή ποιότητα ζωής στον κάτοικο και, στη συνέχεια, μια ξεχωριστή εμπειρία στον επισκέπτη, με «όπλο», κατά κύριο λόγο, την πολιτιστική της ταυτότητα (ανάπτυξη με βάση το μοντέλο «Ήλιος, Θάλασσα και Πολιτισμός»). 
Ως προς την τουριστική ανάπτυξη, στόχος ήταν να αποτελέσει η Κορώνη έναν διακριτό προορισμό στην Ελλάδα και διεθνώς. 
Ως κύριοι στόχοι τέθηκαν οι εξής: 
ι) να διατηρήσει η Κορώνη την αυθεντικότητα της φυσικής και πολιτισμικής της κληρονομιάς, με μικρής εμβέλειας διορθωτικές παρεμβάσεις και με δράσεις ήπιας ανάπτυξης και 
ιι) να αξιοποιήσει τις νέες συνθήκες-προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής, κυρίως μέσω συνεργασιών με το επιβλητικό ξενοδοχειακό συγκρότημα της περιοχής Costa Navarino. 

Η μελέτη κατέληξε σε προτάσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω συγκεκριμένων, ρεαλιστικών και υλοποιήσιμων δράσεων: δημιουργήθηκε το πλάνο δράσης, εντοπίστηκαν οι κρίσιμοι παράγοντες επιτυχίας, καταρτίστηκε το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των δράσεων σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και κοστολογήθηκαν οι δράσεις. Η μελέτη, τέλος, κατέληξε και σε ορισμένες ενοποιημένες δράσεις, μια από τις οποίες εστίαζε στην ανάδειξη της Μεσογειακής Διατροφής. 

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια μελέτη η οποία για πρώτη φορά με τρόπο συστηματικό και ολοκληρωμένο κατέγραψε τα υφιστάμενα στοιχεία, ανέδειξε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, δείχνοντας τον δρόμο προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, και, συγχρόνως, ανέδειξε τη σημασία της προώθησης της Μεσογειακής Διατροφής, συνδέοντάς τη με άλλες δράσεις βιώσιμης ανάπτυξης.

2.4 Σημασία της Εγγραφής

Η εγγραφή αυτή αποτελεί σημαντική επιτυχία για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται για πρώτη φορά στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα επιτυγχάνει διακρατική εγγραφή σε Κατάλογο της Unesco (συμπεριλαμβανομένου και του Καταλόγου Παγκόσμιας Κληρονομιάς που αφορά την υλική πολιτισμική κληρονομιά).

Σε τοπικό επίπεδο η εγγραφή μπορεί να βοηθήσει, με τις κατάλληλες δράσεις, στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Κορώνης και της ευρύτερης περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, η εγγραφή μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω ανάδειξη των τοπικών καλλιεργειών, στη δημιουργία μονάδων αγροτικών συνεταιρισμών και στην ανάπτυξη του τουρισμού. Δίνεται, άλλωστε, μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία μιας ταυτότητας (brand name), η οποία συνδυάζει την ιστορία, τον πολιτισμό, την παράδοση, τη φύση, τον άνθρωπο και τα τοπικά προϊόντα. Με τον τρόπο αυτόν, η Κορώνη γίνεται με ένα πιλοτικό μοντέλο ανάπτυξης πρότυπο για άλλες περιοχές.

2.5 Δράσεις μετά την εγγραφή

Μετά την εγγραφή έλαβε χώρα μια σειρά από δράσεις για την περαιτέρω προώθηση της Μεσογειακής Διατροφής. 
Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 
Στην πρώτη συνάντηση των «εμβληματικών» κοινοτήτων (14-15 Δεκεμβρίου 2010, Soria) (25) προτάθηκε η δημιουργία ενός νομικού προσώπου για την καλύτερη συνεργασία των τεσσάρων κοινοτήτων. 
Την επόμενη χρονιά (3-5 Ιουνίου 2011, Κορώνη) το Μανιατάκειον Ίδρυμα διοργάνωσε τη δεύτερη συνάντηση των «εμβληματικών» κοινοτήτων, κατά την οποία υπογράφηκε Πρωτόκολλο Συνεργασίας, με σκοπό τον καθορισμό κοινής στρατηγικής μέσω ενός πλάνου κοινών μέτρων και δράσεων που στόχο είχε τη διασφάλιση και την προώθηση της Μεσογειακής Διατροφής στις νεότερες γενιές. Ένας επιπλέον στόχος ήταν και η περαιτέρω ενδυνάμωση και σύσφιξη των σχέσεων των τεσσάρων «εμβληματικών» κοινοτήτων μέσω της προώθησης του διαπολιτισμικού διαλόγου σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο (http://www.maniatakeion.gr/el/1/mesogeiaki-diatrofi-c6.html). Στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους δημιουργήθηκε το Δίκτυο Ελαιοπαραγωγικών Πόλεων της Μεσογείου και υπογράφηκε ο Κανονισμός του, με στόχο τη διατήρηση και την επέκταση της πολιτισμικής κληρονομιάς του ελαιοτοπίου και την υποστήριξη της προέλευσης και του τελετουργικού της τοπικής παραγωγής, με ενίσχυση των αξιών που εκφράζει ο πολιτισμός του ελαιοτοπίου, όσον αφορά τις επιδράσεις του στο περιβάλλον, τη διατροφή, την υγεία, το τοπίο, τον τουρισμό και τον υλικό και άυλο πολιτισμό. 
Στη σύνοδο συμμετείχαν εκπρόσωποι από 15 χώρες της Μεσογείου, μέλη του δικτύου «Δρόμοι της ελιάς»: Αλβανία, Αλγερία, Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Κροατία, Λίβανος, Μαρόκο, Μαυροβούνιο, Πορτογαλία, Σλοβενία, Τουρκία και Τυνησία. Τον επόμενο χρόνο (Μάρτιος 2012) αποφασίστηκε η έδρα της Μόνιμης Γραμματείας των τεσσάρων «εμβληματικών» κοινοτήτων να εγκατασταθεί στην Κορώνη για την πρώτη διετία.
Συγχρόνως, σε τοπικό επίπεδο έχει διοργανωθεί μια σειρά δράσεων σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και παραγωγούς για την καλύτερη ενημέρωση, καθώς και την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ τους σε θέματα διασφάλισης ποιότητας και προώθησης των προϊόντων τους (www.maniatakeion.gr).

2.6 Απολογισμός - Κριτική

Η εγγραφή αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία και σε εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Πριν από την εγγραφή:

• Η επιλογή της Κορώνης ως της πιο αντιπροσωπευτικής στην Ελλάδα περιοχής του μεσογειακού μοντέλου διατροφής ανήκε σε πρωτοβουλία του Μανιατακείου Ιδρύματος, το οποίο κατόπιν αναζήτησε την υποστήριξη της πολιτείας. Αυτό φανερώνει εγρήγορση για υλοποίηση μιας σημαντικής για τον πολιτισμό, την οικονομία και την κοινωνία ιδέας που προέρχεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί η μη ενεργός εμπλοκή του επίσημου ελληνικού κράτους (Υπουργείου Πολιτισμού) στη διαδικασία της εγγραφής ήδη από την αρχή, π.χ. μέσω του συντονισμού των επίσημων φορέων για την κατάρτιση ενός συνολικού σχεδίου και μελέτης για την ανάδειξη της πιο αντιπροσωπευτικής περιοχής (ή και, συνδυαστικά, των πιο αντιπροσωπευτικών περιοχών) του μεσογειακού μοντέλου διατροφής μέσα από τεκμηριωμένα πορίσματα περιβαλλοντικών, ιστορικών, πολιτισμικών και λαογραφικών μελετών. 
Αυτή η προσέγγιση του ελληνικού κράτους ως προς το θέμα της Μεσογειακής Διατροφής και την υποστήριξη της Κορώνης προκάλεσε τη διαμαρτυρία ή και κάποιο αίσθημα «αδικίας» άλλων περιοχών, όπως της Κρήτης.(26)   Η διαμαρτυρία αυτή θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διαφήμιση και προβολή της εγγραφής και τη μη πλήρη αποδοχή της επιτυχίας σε πανελλαδικό επίπεδο.

Επίσης, στην περίπτωση της Κορώνης και γενικότερα της Μεσσηνίας, η μη ενεργός εμπλοκή του ελληνικού κράτους στη διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμπερίληψη στον φάκελο υποψηφιότητας σημαντικών επιχειρημάτων για τα πλεονεκτήματα της περιοχής. Ενδεικτικά παραδείγματα επιχειρημάτων:

α) Περιβαλλοντικές μελέτες που αναφέρονται στη βιοποικιλότητα, στην ύπαρξη βουνού, θάλασσας και ποταμών σε μια γεωγραφικά περιορισμένη περιοχή, στον συνδυασμό γόνιμου εδάφους και αυξημένου ποσοστού βροχόπτωσης, τα οποία καθιστούν την περιοχή εξαιρετικά εύφορη για καλλιέργεια ελιάς, αμπέλου και άλλων ειδών (Darby, Ogilvie, Mitchell & Pounds, 1945, σελ. 185· Zangger, 1998).

β) Ιστορικές πηγές και περιηγητικές μαρτυρίες που αναφέρονται στην ευφορία της γης και στην πλούσια βλάστηση της περιοχής.   Οι πληροφορίες καλύπτουν όλο το ιστορικό φάσμα από τη ρωμαϊκή εποχή και μετά.   Η ιστορική αυτή συνέχεια είναι ζωντανή στις μνήμες των σύγχρονων κατοίκων της περιοχής, όπως θα μπορούσε να αποδειχτεί από τη λειτουργία 22 λαογραφικών μουσείων σε μια τόση μικρή περιοχή, η οποία φανερώνει την ανάγκη των ανθρώπων να διατηρήσουν αντικείμενα επιτόπιας παράδοσης και άμεσα σχετιζόμενα με τον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης, αλλά και την υποχρέωση που αισθάνονται να προβάλουν τον παραδοσιακό πολιτισμό στις νεότερες γενιές (Δουλαβέρας & Ρέππας, 2012).

Μετά την εγγραφή:

Σημειώνονται μεγάλες καθυστερήσεις ως προς την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων «εμβληματικών» κοινοτήτων για τον συντονισμό και την υλοποίηση κοινών δράσεων. Αυτό σημαίνει ότι η κοινότητα της Κορώνης θα πρέπει, παράλληλα με τις κοινές δράσεις, να εστιάσει σε δικές της πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των οφελών από την εγγραφή.
Σε τοπικό επίπεδο, η κινητοποίηση των τοπικών φορέων και παραγωγών είναι σημαντική. Ωστόσο, η σύνδεση της εγγραφής με άλλους κοινωνικούς και οικονομικούς τομείς και δράσεις και η ανάπτυξη συνεργασιών με την ιδιωτική πρωτοβουλία (π.χ. με το Costa Navarino) δεν έχει προχωρήσει στον επιθυμητό βαθμό. Η αποστολή και οι κύριοι στόχοι, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν στο επιχειρηματικό σχέδιο των Future Leaders (δηλαδή, να γίνει η Κορώνη ένας τόπος που να προσφέρει υψηλή ποιότητα ζωής στον κάτοικο και μια ξεχωριστή εμπειρία στον επισκέπτη, καθώς και να αποτελέσει έναν διακριτό τουριστικό προορισμό στην Ελλάδα και διεθνώς), δεν έχουν επιτευχθεί στον επιθυμητό βαθμό. Αυτό που προτείνεται είναι η αξιολόγηση και επανεξέταση των στόχων μετά την εγγραφή, στη βάση του επιχειρηματικού σχεδίου των Future Leaders (Γκανιάτσου, 2013). Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό και ο ρόλος του Μανιατακείου Ιδρύματος: να μην είναι ο φορέας υλοποίησης, αλλά κατά κύριο λόγο ο φορέας συντονισμού και εποπτείας των δράσεων.
Η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας της Κορώνης και της ευρύτερης περιοχής θα μπορούσε να ήταν πιο ενεργός, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ικανοποίηση και το όφελος της κοινωνίας από την εγγραφή. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό η επισήμανση του Δημήτρη Μανιατάκη, προέδρου του Μανιατακείου Ιδρύματος ότι «οι πολίτες άργησαν να συνειδητοποιήσουν την ωφέλεια για την τοπική κοινωνία αλλά και για τους ίδιους ειδικότερα [...] Ακόμη και μετά την εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής, πουθενά στην Κορώνη για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε έστω και ένα κατάστημα μαζικής εστίασης που να συμπεριλαμβάνει στο μενού του πιάτα αντιπροσωπευτικά της Μεσογειακής Διατροφής», όπως αναφέρεται στη Γκανιάτσου (2013). Επομένως, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ενημέρωση και εκπαίδευση της τοπικής κοινωνίας, καθώς και στην ενεργότερη συμμετοχή της στις διαδικασίες πριν αλλά κυρίως μετά την εγγραφή.

3. Συμπεράσματα

Η Σύμβαση του 2003 και η σχετικά άμεση υιοθέτησή της από τα κράτη μέλη της Unesco κατέστησαν τα τελευταία χρόνια τη διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς θέμα παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Όμως, πέρα από τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που σχετίζονται με την τουριστική προώθηση της άυλης κληρονομιάς είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητός ο ουσιαστικός ρόλος που διαδραματίζουν οι τοπικές κοινότητες στις διαδικασίες διαφύλαξης και μετάδοσης. Χωρίς την ενεργό συμμετοχή και κινητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων είναι πολύ πιθανό ότι η διαφύλαξη της άυλης κληρονομιάς θα αποτελέσει μια επιφανειακή άσκηση και γραφειοκρατική εργασία για τους κρατικούς εμπειρογνώμονες με περιορισμένο αντίκτυπο στον τοπικό κοινωνικό ιστό.

Η υλοποίηση του προγράμματος διαφύλαξης της Μεσογειακής Διατροφής υπογραμμίζει τις δυνατότητες και τις δυσκολίες της εφαρμογής της Σύμβασης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Η διαφύλαξη της Μεσογειακής Διατροφής προφανώς δεν ήταν μια πηγαία ανάγκη των τεσσάρων «εμβληματικών» κοινοτήτων της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και του Μαρόκου, οι οποίες λίγη σχέση έχουν μεταξύ τους, αλλά μάλλον μια καλά οργανωμένη πρωτοβουλία ερευνητικών κέντρων, μη κυβερνητικών και κρατικών οργανισμών να προβάλουν το συγκεκριμένο διατροφικό μοντέλο και να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους. Γι' αυτόν τον λόγο, ίσως και η εφαρμογή των μέτρων στην τοπική κοινότητα της Κορώνης μοιάζει να είναι σχετικά αργή. Στόχος των υπεύθυνων τοπικών φορέων (Μανιατάκειον Ίδρυμα κ.τ.λ.) θα έπρεπε να είναι η ενδυνάμωση της τοπικής κοινότητας (σχολεία, εμπορικοί και πνευματικοί σύλλογοι, ενορίες, νοικοκυριά κ.τ.λ.), ως προς την ανάληψη πρωτοβουλιών που πηγάζουν από τοπικές ανάγκες για τη διαφύλαξη της παράδοσης, και όχι απλά η εφαρμογή ενός διακρατικού μοντέλου.

Ένα ακόμα συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι η έννοια της βιωσιμότητας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διαφύλαξης και διαχείρισης της άυλης κληρονομιάς. Η προστασία των πολιτιστικών παραδόσεων μέσω π.χ. ερευνητικών, μουσειακών, εκπαιδευτικών ή επιχειρηματικών προγραμμάτων πρέπει να συμβάλλει στην τοπική ανάπτυξη με τρόπο που να σέβεται και να υπηρετεί τις ανάγκες της τοπικής κοινότητας.

Η εφαρμογή της Σύμβασης, βέβαια, δείχνει ότι οι ανάγκες της τοπικής κοινότητας σπάνια είναι ομοιογενείς (Deacon & Smeets, 2013). Ενώ ένα μέρος της κοινότητας μπορεί να επιθυμεί τη ραγδαία τουριστική ανάπτυξη και εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών παραδόσεων, ένα άλλο μπορεί να είναι κάθετα αντίθετο σ' αυτό. Χρέος των διαχειριστικών φορέων πρέπει να είναι η υιοθέτηση μέτρων και προγραμμάτων που να ικανοποιούν ένα ευρύ φάσμα εμπλεκόμενων παραγόντων.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
22 Αξιολογήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2010, στην 5η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Unesco, που πραγματοποιήθηκε στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Για τον φάκελο της υποψηφιότητας: Unesco,2010.
23 Yπάρχουν πολυάριθμες μελέτες, ενδεικτικά αναφέρονται εδώ οι ακόλουθες: Tortosa κ.ά., 2007 Trichopoulou κ.ά., 2003 Trichopoulou, Bamia & Trichopoulos, 2005, 2009. Για περισσότερη βιβλιογραφία: Capone κ.ά., 2014.
24 Αναλυτικότερα, το ιστορικό της εγγραφής έχει ως εξής: Η πρόταση για την εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στον Κάταλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς διαμορφώθηκε επισήμως το 2004 από την ισπανική πλευρά και συγκεκριμένα από το τότε Υπουργεω Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων της Ισπανίας και το Ίδρυμα Μεσογειακής Διατροφής. Στη συνέχεια, η πρόταση στηρίχτηκε από την ιταλική πλευρά μέσω του αντίστοιχου Υπουργείου Γεωργίας. Η εμπλοκή της Ελλάδας και του Μαρόκου σφράγισε αποφασιστικά την κοινή αυτή προσπάθεια. Η παρουσία και η δέσμευση των Υπουργείων Πολιτισμού επιβεβαίωσε επίσης τη διακρατική θεσμική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Σχεδιάστηκε ένα πρόγραμμα και αναπτύχτηκε στην κοινωνία των πολιτών, με τη δραστήρια συμμετοχή οργανώσεων, επαγγελματιών υγείας και διατροφής, πανεπιστημίων, ινστιτούτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, κοινοτήτων και εθελοντών. Η πρώτη εκδήλωση στην οποία παρουσιάστηκε στο κοινό η πρόταση της υποψηφιότητας έλαβε χώρα σε μια ιδιαίτερη στιγμή, την 1η Οκτωβρίου 2005, κατά τη διάρκεια του Έτους της Μεσογείου. Στο Πανεπιστημίο La Sapienza de Roma πραγματοποιήθηκε το τρίτο Ευρω-Μεσογειακό Φόρουμ «Διάλογος μέσω του πολιτισμού και των λαών της Μεσογείου: καλλιέργειες τροφίμων». Στο συνέδριο αυτό παρουσιάστηκε η πρόταση της υποψηφιότητας «Η ανάγκη για μια κοινή θέση σχετικά με τη Μεσογειακή Διατροφή». Η πρόταση έλαβε την ομόφωνη υποστήριξη του τρίτου Φόρουμ για να ξεκινήσει η διαδικασία της αναγνώρισης της Μεσογειακής Διατροφής ως στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Unesco. Το 2006 στη Βαρκελώνη, κατά τη διάρκεια του έκτου Διεθνούς Συνεδρίου για τη Μεσογειακή Διατροφή, η διεθνής επιστημονική κοινότητα ανανέωσε ομόφωνα την υποστήριξή της για την παρουσίαση της υποψηφιότητας, την επισημοποίησή της και την άμεση έναρξη της διαδικασίας. Τον Φεβρουάριο του 2007, στην Ίμπιζα, κατά την ισπανο-ιταλική Σύνοδο Κορυφής υπό την προεδρία των επικεφαλής των αντίστοιχων Υπουργείων Γεωργίας, έγινε δήλωση υποστήριξης για τη Μεσογειακή Διατροφή. 
Τον Οκτώβριο του 2007, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Διατροφής, η Διεθνής Επιστημονική Επιτροπή του Ιδρύματος Μεσογειακής Διατροφής, που συγκλήθηκε στη Βαρκελώνη, προέβη στη «Διακήρυξη της Βαρκελώνης για τη Μεσογειακή Διατροφή ως στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς». Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη από το πρώην Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων της Ισπανίας η πρώτη συνάντηση διαμεσογειακής συνεργασίας, αποτελούμενη από την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και το Μαρόκο. Εκεί συμφωνήθηκαν η προετοιμασία της υποψηφιότητας με βάση την κατάρτιση στρατηγικού σχεδίου από το Ίδρυμα Μεσογειακής Διατροφής και η δημιουργία αντίστοιχων εθνικών ομάδων. 
Έκτοτε πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από άλλες συναντήσεις (τον Απρίλιο του 2008 στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 2008 στη Σαραγόσα, τον Ιούνιο του 2008 στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2009 στο Chefchaouen και τον Ιούλιο του 2009 στο Ραμπάτ), όπου επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε η στενή συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων τεχνικών ομάδων και των εθνικών και περιφερειακών οργάνων, και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση νέων στοιχείων για την κατάθεση της διακρατικής υποψηφιότητας. Η υποψηφιότητα παρουσιάστηκε τελικά στην Unesco τον Αύγουστο του 2009 και εγκρίθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 2010.
25 Πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Επιστημονικού Ιδρύματος της Αγροτικής Τράπεζας της Soria, Fundacion Cientifica Caja Rural De Soria.
26 Εξαιτίας της εγρήγορσης και του σχεδιασμού, στοιχεία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που αποτελούσαν μέρος του ελληνικού πολιτισμού διεκδικήθηκαν και κατοχυρώθηκαν από γειτονικά κράτη (π.χ. το Πολυφωνικό Τραγούδι, πολιτιστικό στοιχείο της Ηπείρου, το κατοχύρωσε αποκλειστικά η Αλβανία, ως αλβανική κληρονομιά). Βλ. Αυγή online http://www.avgi.gr/article/532536/auli-politismiki-klironomia
  Ειδικότερα: Την εποχή του Αυγούστου (63 π.Χ-14 μ.Χ.), ο γεωγράφος Στράβων υπογράμμισε την ευφορία της Μεσσηνιακής γης (Jones 1917, κεφ. 8.5.6.). Βλ. επίσης: Alcock, 1998, σελ. 185· Leake, 1830, vol 1, σελ. 347, 352. Για μια σύντομη επισκόπηση της γεωγραφίας και των φυσικών χαρακτηριστικών της Μεσσηνίας με βιβλιογραφία: Papadaki, 2014, σελ. 16-17.
  Στα βυζαντινά χρόνια, ο Άγγλος προσκυνητής Βενέδικτος του Πήτερμπορω κατέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας στα τέλη του 12ου αιώνα τη σημασία που είχαν οι εκτενείς καλλιέργειες ελαιόδεντρων στην περιοχή της Κορώνης, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η Κορώνη παράγει τόσες πολλές ελιές όσες κανένα άλλο μέρος του κόσμου (Davis, 1998, σελ. 215-216· Harvey, 1989, σελ. 147· Stubbs, 1867, Vol 2, σελ. 199). Επίσης, αναλύσεις παλυνολογικών μελετών στη Μεσσηνία έδειξαν ότι η καλλιέργεια της ελιάς εντατικοποιήθηκε τον 11ο και τον 12ο αιώνα μ.Χ. (Zangger, Timpson, Yazvenko, Kuhnke & Kanuss, 1997, σελ. 594-595). Δυτικές ιστορικές πηγές και εμπορικά έγγραφα αναφέρονται στις μεγάλες εξαγωγές ελαιόλαδου από Βενετούς και Πιζάτες από τα λιμάνια της Κορώνης και της Μεθώνης στην Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη (Γερολυμάτου, 2008, σελ. 168· Jacoby, 2013, σελ. 234-239). Επομένως, κατά την Βυζαντινή εποχή η περιοχή της Μεσσηνίας υπήρξε η σημαντικότερη ελαιοπαραγωγός περιοχή (Harvey, 1989, σελ. 144-147· Hendy, 1985, σελ. 52), ενώ κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο το ελαιόλαδο εξακολουθούσε να αποτελεί το κύριο εξαγώγιμο προϊόν ιδιαίτερα για την Κορώνη (Armstrong, 2002, σελ. 382-283· Χατζηϊωάννου, 2007). Τον 19ο αιώνα, ο Βρετανός Ουίλιαμ Μάρτιν Λη, στρατιωτικός και αρχαιολόγος που περιηγήθηκε την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία σημείωσε ότι η Μεσσηνιακή πεδιάδα καλύπτεται με πλούσια βλάστηση, ούσα η πιο ευνοημένη περιοχή σε όλη την Πελοπόννησο (Leake, 1830, σελ. 1,
347, 352).

Ασκήσεις / Ερωτήσεις Κατανόησης

1) Να αναλύσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς
της Unesco (2003) και της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco (1972), με έμφαση στον ρόλο
των τοπικών κοινωνιών.

Ενδεικτικές πηγές υλικού: ιστοσελίδα Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς της Unesco και ιστοσελίδα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco.

2) Αναζητήστε πληροφορίες για το παράδειγμα της Μαστίχας και της τοπικής κοινωνίας της Χίου καθώς ή για το παράδειγμα της Μαρμαροτεχνίας και της τοπικής κοινωνίας της Τήνου (τα υπόλοιπα δύο παραδείγματα από την Ελλάδα που έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Unesco) και συγκρίνετέ το με το παράδειγμα της Μεσογειακής Διατροφής και της τοπικής κοινωνίας της Κορώνης, με έμφαση στον ρόλο των τοπικών κοινωνιών και στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας. Να εντοπίσετε και να εξηγήσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στα δύο παραδείγματα.

Ενδεικτικές πηγές υλικού: ιστοσελίδα της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς της Unesco και ιστοσελίδα της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου.

3) Αναφορικά με την εγγραφή της Μεσογειακής Διατροφής στον Κατάλογο της Unesco, να συγκρίνετε τον φάκελο υποψηφιότητας της Κύπρου με τον αντίστοιχο της Ελλάδας ως προς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Ποιες ομοιότητες και διαφορές εντοπίζετε;

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία


  • Alivizatou, M. (2012). Intangible Heritage and the Museum: New Perspectives on Cultural Preservation. Walnut Creek CA: Left Coast Press.
  • Deacon, H., & Smeets, R. (2013). Authenticity, value and community involvement under the World Heritage and Intangible Heritage Conventions. Heritage & Society, 6 (2), 129-143.
  • Kirshenblatt-Gimblett, B. (2004). Intangible Heritage as a Metacultural Production. Museum International, 56, 52-65.
  • Smith, L., & Akagawa, N. (2009). Intangible Heritage. Abingdon: Routledge.
  • Reguant-Aleix, J., & Sensat, F. (2012). The Mediterranean Diet, intangible cultural heritage of humanity. Στο F. Mombiela (Επιμ.), Mediterra 2012. The Mediterranean Diet for Sustainable Regional Development (σελ. 465-484). Paris: Presses de Science.
Βιβλιογραφικές Αναφορές


  • Aikawa, N. (2004). An historical overview of the preparation of the Unesco International Convention for the Safeguarding of the Intangible Cultural Heritage. Museum International, 56, 137-149.
  • Alcock, S. E. (1998). Liberation and conquest: Hellenistic and Roman Messenia. Στο J. L. Davis (Επιμ.), Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino (σελ. 179-191). Athens, Greece: American School of Classical Studies.
  • Alivizatou, M. (2007). The Unesco Programme for the Proclamation of Masterpieces of the Oral and Intangible Heritage of Humanity: A critical examination. Journal of Museum Ethnography, 19, 34-42.
  • Alivizatou, M. (2012). Intangible Heritage and the Museum: New Perspectives on Cultural Preservation. Walnut Creek CA: Left Coast Press.
  • Armstrong, P. (2002). The Survey area in the Byzantine and Ottoman periods. Στο W. Cavanagh, J. Crouwel, R. W. V. Catling, G. Shipley, P. Armstrong, J. Fiselier, O. Rackham, Van J. W. Berghem, M. & Wagstaff (Επιμ.), Continuity and Change in a Greek Rural Landscape: the Laconia Survey Volume I: Methodology and Interpretation. Supplementary Volumes, No. 26 (σελ. 339-402). London: The British School at Athens.
  • Bach, A., Serra-Majem, L., Carrasco, J. L., Roman, B., Ngo, J., Bertomeu, I., & Obrador, B. (2006). The use of indexes evaluating the adherence to the Mediterranean diet in epidemiological studies: a review. Public Health Nutrition, 9 (1A), 132-146.
  • Bach-Faig, A., Berry, E. M., Lairon, D., Reguant, J., Trichopoulou, A., Dernini, S., Medina, F. X., Battino, M., Miranda, G., & Serra-Majem, L. (2011). Mediterranean Diet Pyramid today. Science and cultural updates. Public Health Nutrition, 14 (12A), 2274-2284.
  • Bendix, R. (2009). Heritage between economy and politics: An assessment from the perspective of Cultural Anthropology. Στο L. Smith & N. Akagawa (Επιμ.), Intangible Heritage (σελ. 415-440). Abingdon: Routledge.
  • Bolton, L. (2003). Unfolding the Moon: Enacting Women's Kastom in Vanuatu. Honolulu: University of Hawaii Press.
  • Braudel, F. (1993). Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β' της Ισπανίας. (Κ. Μητσοτάκη, Μτφρ.). Αθήνα: ΜΙΕΤ.
  • Brown, M. F. (2005). Heritage trouble: Recent work on the protection of intangible cultural property. International Journal of Cultural Property, 12 (1), 40-61.
  • Capone, R., Bilali, H. E., Debs, P., Cardone, G., & Driouech, N. (2014). Mediterranean food consumption patterns sustainability: Setting up a common ground for future research and action. American Journal of Nutrition and Food Science, 1 (2), 37-52.
  • Γερολυμάτου, M. (2008). Αγορές, έμποροι και εμπόριο στο Βυζάντιο (9ος-12ος αι.). Αθήνα: Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών.
  • Γκανιάτσου, Μ. (2013). Εφαρμογή των Αρχών της Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού στη Διαχείριση της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς: Η Πρωτοβουλία της Τοπικής Κοινωνίας της Κορώνης για την Ένταξη της Μεσογειακής Διατροφής στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς της Unesco (Διπλωματική Εργασία). Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, Πάτρα.
  • Clifford, J. (1988). The Predicament of Culture: Twentieth-Century Ethnography, Literature and Art. Cambridge MA, London: Harvard University Press.
  • Cooke, U., & Kothari, B. (2001). Participation: The New Tyranny? New York: Zed Books.
  • Darby, H. C., Ogilvie, A. G., Mitchell, J. B., & Pounds, N. J. G. (1945). Greece: regional geography. Naval Geographical Intelligence Division Handbook Series, Vol 3. London.
  • Davis, J. L. (Επιμ.). (1998). Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino. Austin: Texas Press.
  • Deacon, H., & Smeets, R. (2013). Authenticity, value and community involvement under the World Heritage and Intangible Heritage Conventions. Heritage & Society, 6 (2), 129-143.
  • Δουλαβέρας, Α. Ν., & Ρέππας, X. K. (2012). Λαογραφικά Μουσεία της Μεσσηνίας. Θεσσαλονίκη: Σταμούλης A.
  • Gerber, M. (2006). Qualitative methods to evaluate Mediterranean Diet in adults. Public Health Nutrition, 9 (1A), 147-151.
  • Harvey, A. (1989). Economic Expansion in the Byzantine Empire 900-1200. Cambridge: University Press.
  • Hendy, M. F. (1985). Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450. Cambridge: University Press.
  • Issa, C., Darmon, N., Salameh, P., Maillot, M., Batal, M., & Lairon, D. (2011). A Mediterranean Diet pattern with low consumption of liquid sweets and refined cereals is negatively associated with adiposity in adults from rural Lebanon. International Journal of Obesity, 35 (2), 251-258.
  • Jacobs, M. (Επιμ.). (2014). Brokers, Facilitators and Mediation: Critical Success F(A)ctors for the Safeguarding of Intangible Heritage. Brussels: Volkskunde.
  • Jacoby, D. (2013). Rural exploitation and market economy in the Late Medieval Peloponnese. Στο S. E. J. Gerstel (Επιμ.), Viewing the Morea: Land and People in the Late Medieval Peloponnese (σελ. 213¬275). Washington, DC: Dymbarton Oaks Research Library Collection.
  • Jones, H. L. (Επιμ.). (1917). The Geography of Strabo. Cambridge: Mass.
  • Kirshenblatt-Gimblett, B. (2004). Intangible Heritage as a Metacultural Production. Museum International, 56,52-65.
  • Κυπριακή Επιτροπή Unesco. (2013, 5 Δεκεμβρίου). Εγγραφή της Μεσογειακής δίαιτας στον Παγκόσμιο Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ανακτήθηκε 12 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.unesco.org.cy/NewsEggrafi tis Mesogeiakis diaitas ston Pagkosmio Katalogo Aylis P olitistikis Klironomias,41,GR
  • Leake, W. M. (1830). Travels in the Morea: With a Map and Plans, 3 Vols. London: John Murray.
  • Levi-Strauss, C. (1952). Race etHistoire. Paris: Unesco.
  • Menotti, A., Kromhout, D., Blackburn, H., Fidanza, F., Buzina, R., & Nissinen, A. (1999). Food intake patterns and 25-year mortality from coronary heart disease: cross-cultural correlations in the Seven Countries Study. The Seven Countries Study Research Group. European Journal of Epidemiology, 15 (6), 507¬515.
  • Nas, P. (2002). Masterpieces of oral and intangible culture: Reflections on the Unesco World Heritage List. Current Anthropology, 43 (1), 139-143.
  • Papadaki, M. (2014). The Peloponnese in Middle Byzantine Times. Archaeology and Topography of Rural Landscapes (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). King's College, London.
  • Pietrobruno, S. (2013). Between narratives and lists: performing digital intangible heritage through global media. International Journal of Heritage Studies, 20 (7-8), 742-759.
  • Regenvanu, R. (2005). The changing face of 'Custom' in Vanuatu. People and Culture in Oceania, 20, 37-50.
  • Reguant-Aleix, J., & Sensat, F. (2012). The Mediterranean Diet, intangible cultural heritage of humanity. Στο F. Mombiela (Επιμ.), Mediterra 2012. The Mediterranean Diet for Sustainable Regional Development (σελ. 465-484). Paris: Presses de Science.
  • Sanchez-Villegas, A., Bes-Rastrollo, M., Martinez-Gonzalez, M. A., & Serra-Majem, L. (2006). Adherence to a Mediterranean Dietary pattern and weight gain in a follow-up study: the SUN Cohort. International Journal of Obesity, 30, 350-358.
  • Schmitt, M. (2008). The Unesco concept of safeguarding intangible cultural heritage: Its background and Marrakchi Roots. International Journal of Heritage Studies, 14 (2), 95-111.
  • Serra-Majem, L., Ribas, L., Ngo, J., Mortega, R., Garcia, A., Perez-Rodrigo, C., & Aranceta, J. (2004). Food, youth and the Mediterranean diet in Spain. Development of KIDMED, Mediterranean Diet Quality Index in children and adolescents. Public Health Nutrition, 7 (7), 931-935.
  • Serra-Majem, L., Roman, B., & Estruch, R. (2006). Scientific evidence of interventions using the Mediterranean diet: a systematic review. Nutrition Review, 64 (2), 27-47.
  • Skounti, A. (2009). The authentic illusion: Humanity's intangible cultural heritage and the Moroccan experience. Στο L. Smith & N. Akagawa (Επιμ.), Intangible Heritage (σελ. 111-141). Abingdon: Routledge.
  • Smith, L., & Akagawa, N. (2009). Intangible Heritage. Abingdon: Routledge.
  • Stubbs, W. (1867). Gesta Regis Henrici Secundi Benedicti Abbatis. The Chronicle of the Reigns of Henry II and Richard I AD 1169-1192. Known Commonly Under the Name of Benedict of Peterborough. 2 Vols. London: Kraus Reprint LTD.
  • Unesco. (2003). Convention for the Safeguarding of the Intangible Cultural Heritage. http://unesdoc.unesco.org/images/0013/001325/132540e.pdf.
  • Unesco. (2010). Nomination file no. 00394 for Inscription on the Representative List of the Intangible Cultural Heritage in 2010. Unesco Intergovernmental Committee for the Safeguarding of the Intangible Cultural Heritage, Fifth session, Nairobi, Kenya, November 2010. Ανακτήθηκε 9 Νοεμβρίου, 2015, από http://www.unisob.na.it/ateneo/c002/unesco_nomination_file_rl2010.pdf.
  • Ταγωνίδη-Μανιατάκη, Ε., & Βρέττα, Α. (2001). Καλλίγευστον. Καλαμάτα: Χριστάκης.
  • Tortosa, A., Bes-Rastrollo, M., Sanchez-Villegas, A., Basterra-Gortari, F. J., Nunez-Cordoba, J. M., & Martinez-Gonzalez, M. A. (2007). Mediterranean diet inversely associated with the incidence of metabolic syndrome: the SUN prospective cohort. Diabetes Care, 30/11, 2957-2959.
  • Trichopoulou, A., Bamia, C., & Trichopoulos, D. (2005). Mediterranean diet and survival among patients with coronary health disease in Greece. Archives of Internal Medicine, 165/8, 2005, 929-935.
  • Trichopoulou, A., Bamia, C., & Trichopoulos, D. (2009). Anatomy of health effects of Mediterranean diet: Greek EPIC prospective cohort study. British Medical Journal, 338, 2009, b2337.
  • Trichopoulou, A., Costacou, T., Bamia, C., & Trichopoulos, D. (2003). Adherence to a Mediterranean diet and survival in a Greek population. New England Journal of Medicine, 348, 2003, 2599-2608.
  • Trichopoulou, A., Kouris-Blazos, A., Wahlqvist, M. L., Gnardellis, C., Lagiou, P., Polychronopoulos, E., Vassilakou, T., Lipworth, L., & Trichopoulos, D. (1995). Diet and overall survival in elderly people. British Medical Journal, 311 (7018), 1995, 1457-1460.
  • Χατζηϊωάννου, Μ.-Χρ. (2007). Από την κορινθιακή σταφίδα στις ελιές Καλαμών: προϊόντα της Μεσογείου με τοπική διάσταση. Στο Ο. Καραγιάννη (Επιμ.), Ο δε τόπος... ελαιοφόρος. Η παρουσία της ελιάς στην Πελοπόννησο (σελ. 133-145). Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
  • Χατζηνικολάου, Τ., Ανδριανοπούλου, Π., & Δρίνης, Ν. Γ. (2012). ΗΔράση, Δράση Ενεργών Πολιτών του Δήμου Κορώνης. Ανακτήθηκε 21 Αυγούστου, 2015, από http://www.korone.gr/index.php?option=com content&view=article&id=37&Itemid=121
  • Zangger, E., Timpson, M. E., Yazvenko, S. B., Kuhnke, F., & Kanuss, J. (1997). The Pylos regional arcaeological project: Part II: Landscape evolution and site preservation. Hesperia 66/4, 549-641.
  • Zangger, E. (1998). The environmental setting. Στο Davis J. L. (Επιμ.). Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino (1-9). Austin: University of Texas Press.

*Από το βιβλίο Πολιτισμική Διαχείριση, Τοπική Κοινωνία και Βιώσιμη Ανάπτυξη.Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα.www.kallipos.gr
Συγγραφείς :ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΧΑΛΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣ ΜΑΣΧΑ - ΜΑΡΛΕΝ ΜΟΥΛΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΣΥΛΗΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΤΟΥΛΟΥΠΑ
Το κείμενο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. 
Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.Org/licenses/bv-nc-nd/3.0/gr/

"Στόχος του παρόντος συγγράμματος είναι η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην πολιτισμική διαχείριση, την τοπική κοινωνία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, το σύγγραμμα:

«Αγκαλιάζει» τον συνολικό κλάδο της πολιτισμικής διαχείρισης. Προσεγγίζει το επίκαιρο ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης με τρόπο διεπιστημονικό. Εστιάζει στην τοπική κοινωνία και στον καθοριστικό της ρόλο για τη σύνδεση πολιτισμικής διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Αναδεικνύει ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς -ταυτόχρονα, όμως, μη επαρκώς ανεπτυγμένους ερευνητικά ή και προβληματικούς σε σχέση με την πολιτισμική διαχείριση-τομείς βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα, όπως η εκπόνηση αναπτυξιακών και ενεργειακών έργων.
Το σύγγραμμα συνδέει τη θεωρία (θεωρητικό πλαίσιο και αρχές) με την πράξη (παραδείγματα έρευνας), καθώς και τη διεθνή πραγματικότητα με την ελληνική.
Απώτερος σκοπός του είναι να εξετάσει: α) πώς η ελληνική πραγματικότητα εντάσσεται στις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και β) πώς η ελληνική πραγματικότητα μπορεί να συμβάλει στην πρόοδο των διεθνών εξελίξεων.
Στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης και λόγω του διεπιστημονικού του χαρακτήρα, το βιβλίο απευθύνεται, ως βοήθημα (συμπληρωματικό-ενισχυτικό του κύριου συγγράμματος), σε προπτυχιακούς φοιτητές διάφορων τμημάτων: π.χ. κοινωνιολογίας, αρχαιολογίας, πολιτισμικών σπουδών, τουριστικών σπουδών και τεχνικών έργων. Συγχρόνως, όμως, μπορεί να αξιοποιηθεί και από μεταπτυχιακούς φοιτητές. Επιπλέον, λόγω της σύνδεσης θεωρίας και πράξης, μπορεί να βοηθήσει και τους επαγγελματίες των επιμέρους κλάδων."

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.